I Μερικοί άνθρωποι είναι άπληστοι.Κανείς δεν ξέρει γιατί.Ίσως να γεννιούνται έτσι.Ίσως πάλι να τους κάνει άπληστους η κοινωνία.Όπως κι αν έχει το πράγμα,οι άνθρωποι αυτοί γίνονται συχνά τόσο αχόρταγοι,ώστε κανείς αναρωτιέται πώς μπορεί το βίτσιο τους να μην βρίσκει εμπόδιο σ’αυτή την ίδια αφύσικη όρεξή του-πώς είναι δυνατόν,για παράδειγμα,κάποιος που έχει μόλις φάει του σκασμού,κι είναι κοντά στο σημείο του να ξεράσει απ’τη βαρυστομαχιά,μόλις ακούει τη λέξη: ‘επιδόρπιο’,να πετιέται απ’ το τραπέζι και να τρέχει με ανεξήγητη δύναμη προς αυτό. Πάρτε για παράδειγμα την Μπεατρίς Φραγκονάρ.Η κυρία αυτή των εξήντα και πλέον ετών,διατηρούσε ένα μικρό μαγαζί με αντίκες σ’ένα στενό δρόμο της Μονμάρτης.Η πελατεία και τα έσοδά της ήσαν αρκετά ανθηρά ώστε να δικαιολογούν ένα δυό ταξιδάκια το χρόνο προς άγραν νέας πραμάτειας,ή μια περιστασιακή επίσκεψη σε κάποια περιβόητη δημοπρασία.Ωστόσο η Μπεατρίς ήταν ένας άπληστος άνθρωπος, και το αντικείμενο της απληστίας της δεν ήταν άλλο από αυτό του επαγγέλματός της: οι αντίκες,κάθε λογής,αξίας και προέλευσης.Κι απ’αυτό το θανάσιμο ελάττωμά της ξεκίνησε κι η δραματική ιστορία που θα σας αφηγηθώ. Τη μέρα που άρχισαν όλα,η Μπεατρίς Φραγκονάρ βρισκόταν σε επίσκεψη, στο σπίτι μιας πολύ καλής της φίλης στη Νίκαια-μια επίσκεψη που είχε ξεκινήσει σαν πρόσκληση για ένα Σαββατοκύριακο κι είχε διαρκέσει έναν ολόκληρο μήνα.Απομονωμένες για όλον αυτό τον καιρό οι δυό φίλες,που μοιράζονταν το ίδιο πάθος,δεν σταματούσαν να συζητούν για τα διάφορα θαυμάσια αποκτήματά τους,για όλα όσα είχαν δεί κι αγοράσει στα κατά καιρούς ταξίδια τους,καθώς και για όλα εκείνα που θα έβαζαν στο χέρι,μόλις τους δινόταν η ευκαιρία για ένα ταξιδάκι στην Ασία.Χαλιά,πίνακες,αγάλματα,πορσελάνες,υπαρκτά και ανύπαρκτα,παρήλαυναν καθημερινά μπροστά από τα άπληστα μάτια τους,ενώ πίσω στο Παρίσι,ο φτωχός κι αφοσιωμένος Ξαβιέ,ο οικονόμος της Μπεατρίς,προσπαθούσε μάταια να βάλει τάξη στο χάος της αντικερί που κόντευε να ναυαγήσει χωρίς τις φροντίδες της ιδιοκτήτριάς του. Την αρρώστια της αυτή για τα ωραία και πολύτιμα αντικείμενα η Μπεατρίς είχε προσπαθήσει πολλές φορές στο παρελθόν να θεραπεύσει,από τότε που ήταν νέα,αλλά χωρίς αποτέλεσμα.Θυμόταν ακόμη το πρόωρο ναυάγιο της ψυχανάλυσης, στον καναπέ ενός φίλου του πρώτου της άνδρα,που ήταν κι αυτός ψυχίατρος.Έπειτα από μια τυπική συζήτηση για τα ενδιαφέροντά της,ο ψυχίατρος είχε θίξει το ζήτημα της κάπως πολυέξοδης ζωής της,ρωτώντας: «Όταν αγοράζετε μια αντίκα,εκτονώνεστε;» Η νεαρή Μπεατρίς δεν απάντησε.Κοιτούσε αφηρημένη τους τοίχους του ιατρείου.Κι εκείνος,υπομονετικά,άλλαξε λίγο την ερώτησή του. «Μήπως το πάθος για τα όμορφα αντικείμενα προέρχεται από μιαν έλλειψη επαφής με τους ανθρώπους,μια ψυχρότητα,που προσπαθείτε να γεμίσετε έτσι;» Η Μπεατρίς γύρισε το κεφάλι,τον κοίταξε με κατανόηση,και ρώτησε: «Από πού αγοράζετε τις κορνίζες σας;» Όπως καταλαβαίνετε,είναι μάταιο να προσπαθεί κανείς ν’αλλάξει έναν τέτοιο άνθρωπο.Όπως θα ήταν μάταιο να της έκρυβε κάποιος,εκείνο το πρωί στη Νίκαια,το τρομερό νέο που έμελλε να την αναστατώσει.Απ’τη στιγμή που είχε σηκωθεί το πρωί, κάτι σαν μυρωδιά στον αέρα,την τραβούσε ανεξήγητα προς το τραπεζάκι όπου οι υ-
πηρέτριες αφήναν κάθε πρωί την εφημερίδα.Κι η Μπεατρίς δεν συνήθιζε να διαβάζει εφημερίδες,γιατί μαυρίζαν τα δάχτυλά της.Διάβαζε μόνο τις νεκρολογίες.Ωστόσο αυτό το πρωί είχε το έντονο προαίσθημα ότι θα διάβαζε μια καλή,μια εξαιρετική είδηση.Και το περίεργο είναι πως καμμιά φορά αυτοί οι άνθρωποι αναπτύσσουν μιαν αλλόκοτη έκτη αίσθηση σε ό,τι αφορά το πάθος τους,σαν τους χαρτοπαίκτες που μυρίζονται τον άσσο.Το ίδιο κι η φίλη της.Λίγο μετά τις οχτώ εκείνο το πρωί του Δεκέμβρη,η Μπεατρίς κάθισε βιαστικά απ’τη μιά μεριά του τραπεζιού,άνοιξε την εφημερίδα πλατιά,κι η φίλη της,που καθόταν απ’την άλλη,άρχισε να διαβάζει με μανία το οπισθόφυλλο,που κρατούσε επίτηδες στο ύψος των πρεσβυωπικών γυαλιών της.Δεν είχαν πεί ούτε ‘καλημέρα’ η μια στην άλλη.Μόλις είχαν ξυπνήσει,το διαβολικό τους πάθος για παλιατσούρες τις είχε κυριεύσει ψυχή τε και σώματι,παρόλο που εδώ κι ένα μήνα δεν έκαναν τίποτε άλλο απ’το ν’ασχολούνται με δαύτες.Και σαν την κραυγή του προφήτη στην έρημο,πριν περάσει ένα λεπτό,μια φωνή ακούστηκε απ’την κάθε πλευρά της εφημερίδας. «Θεέ μου!» ούρλιαξε η Μπεατρίς, «στο Δουβλίνο γίνεται μια δημοπρασία με κομμάτια απ’το παλάτι των Βερσαλλιών!» «Χριστέ μου!» αναφώνησε η φίλη της «η βασίλισσα της Ιορδανίας πέθανε,και τα 7.000 ζευγάρια παπούτσια της βγαίνουν στο σφυρί!» Δεν χρειάζεται πολύ για να μαντέψει κανείς τί ακολούθησε.Το απόγευμα της ίδιας κιόλας μέρας,οι δυό φίλες αποχαιρετήθηκαν βιαστικά,υποσχέθηκαν η μιά στην άλλη πως θα ξαναβρίσκονταν οπωσδήποτε,κι έφυγαν σαν κυνηγημένες,πετώντας για το Δουβλίνο και για το Αμμάν αντίστοιχα. Πριν φύγει,η Μπεατρίς φρόντισε να στείλει ένα σύντομο τηλεγράφημα στον Ξαβιέ,που τον ενημέρωνε για τις αλλαγές της ζωής του.Το τηλεγράφημα έλεγε: ‘Να είσαι στο Δουβλίνο σε δυό μέρες.Στοπ.Φόρτωσε τα πάντα,δεν έχω ρούχα, γυρίζω με κουρέλια.Στοπ.Ζήτημα ζωής ή θανάτου.Στοπ.’ Αυτό το τελευταίο κομμάτι ήταν λίγο ανήθικο,μιας κι ο καλός της Ξαβιέ,μην γνωρίζοντας για ποιό σκοπό τον καλούσε,ίσως ανησυχούσε.Όμως η Μπεατρίς ήξερε την ευαισθησία του,κι ήθελε να την εκμεταλλευτεί προς όφελός της.Κάθε ώρα,κάθε λεπτό ήταν κρίσιμο.Και στο κάτω-κάτω,αυτή η δημοπρασία ήταν όντως ζήτημα ζωής ή θανάτου.Η Μπεατρίς πίστευε πάντα πως,ακόμη κι όταν πέθαινε,αν κάποιος έσκυβε και της ψιθύριζε στο αυτί τη λέξη: ‘Βερσαλλίες’,θα ξαναζωντάνευε αμέσως. Στη διαδρομή με το αεροπλάνο ήταν τόσο ενθουσιασμένη,που δεν ξέρασε ούτε μία φορά.Περιχαρής,διάβαζε και ξαναδιάβαζε το απόκομμα της εφημερίδας,αποστηθίζοντας ώς και την παραμικρή λεπτομέρεια.Η δημοπρασία θα ξεκινούσε το επόμενο πρωί και θα διαρκούσε τρείς μέρες.Τα αντικείμενα προέρχονταν απ’την ιδιωτική συλλογή μιας κάποιας Δούκισσας του Ναντήλιον Σλήβ,ενώ την οργάνωση είχε αναλάβει ένας απ’τους διασημότερους οίκους της Ευρώπης,που είχε εξασφαλίσει για το σκοπό αυτό έναν αναπαλαιωμένο καθεδρικό.Η Μπεατρίς ανατρίχιαζε από ευτυχία και μόνο που το σκεφτόταν.Της άρεσε πάντα η Ιρλανδία,κι ιδιαιτέρως το Δουβλίνο.Ποτέ δεν είχε καταλάβει γιατί ο Τζόυς το αποκαλούσε ‘βρώμικο’.Το Λονδίνο ήταν πολύ πιο βρώμικο,κι επιπλέον στην Ιρλανδία δεν ένοιωθες τύψεις για τα αγγλικά σου αν δεν καταλάβαινες τί σου λέγαν-όσοι δεν ήταν μεθυσμένοι,είχαν κάποια διαβολεμένη ντόπια προφορά.Από εκεί και πέρα,ήταν μια υπέροχη χώρα, γεμάτη πράσινο,μπύρες, και προλήψεις για καλλικάντζαρους...ένα όνειρο,που στα μάτια της Μπεατρίς,τα θαμπωμένα απ’το χρυσάφι και τις δαντέλλες,γινόταν ακόμη πιο ονειρικό.
Μόνο που ονειρικοί είναι κι οι εφιάλτες.Και το επόμενο πρωί,όταν η Μπεατρίς στριφογύριζε εκνευρισμένη στο τριμμένο βελούδινο κάθισμα,δεν μπορούσε να παραδεχτεί πόσο μεγάλο ήταν το λάθος της,και πόσο έξω είχε πέσει. Απ’την πρώτη στιγμή που είχε πατήσει το πόδι της στο αεροδρόμιο,όλα πήγαιναν στραβά.Ένας αγενέστατος υπάλληλος είχε τραβήξει ένα τεράστιο ‘Χ’ με κιμωλία πάνω στην ωραία μώβ της καπελλιέρα,και την είχε απειλήσει με κάτι ακαταλαβίστικα αφρίσματα όταν η Μπεατρίς του άρπαξε την κιμωλία και την έλιωσε με το τακούνι της.Και τα προβλήματα της συνεννόησης δεν τελείωναν εκεί.Όπως διαπίστωσε με τρόμο μόλις βρέθηκε μόνη της,είχαν περάσει τόσα πολλά χρόνια από τότε που είχε μιλήσει αγγλικά για τελευταία φορά,ώστε δεν καταλάβαινε τίποτε απ’ό,τι της έλεγαν.Για μερικά λεπτά στεκόταν,έρημη ανάμεσα στις δεκάδες αποσκευές της,έτοιμη να δακρύσει.Ο μοναδικός οδηγός που την δέχτηκε στο ταξί του ήταν ένας μελαμψός γέρος,που κάθε λίγο σήκωνε κι από ένα δάχτυλο για να της εξηγήσει πως τα κόμιστρα ανεβαίναν.Μέχρι να φτάσουν στο ξενοδοχείο της,οι χειρονομίες του είχαν καταντήσει προσβλητικές.Σαν να μην έφτανε δε η ταλαιπωρία της άφιξης,στις τρείς η ώρα τη νύχτα την ξύπνησε το τηλέφωνο,κι η τρομαγμένη φωνή του Ξαβιέ,που είχε μόλις φτάσει στο αεροδρόμιο με τρία μπαούλα και δεν ήξερε τί να κάνει. Αλλά το μεγαλύτερο φιάσκο είχε αποδειχτεί η ίδια η δημοπρασία. Κατ’αρχήν, ο περιβόητος καθεδρικός δεν ήταν καθόλου αναπαλαιωμένος.Απλώς,οι μηχανικοί που σκόπευαν να τον αναπαλαιώσουν,είχαν τοποθετήσει κάτι παλούκια απ’την ορο-φή μέχρι το πάτωμα,κι ανάμεσά τους είχαν κρεμάσει πελώρια μαύρα δίχτυα,που έκα-ναν το κτήριο να μοιάζει το ίδιο ετοιμόρροπο με μια αναποδογυρισμένη βάρκα.Κάθε λίγο,η Μπεατρίς κοιτούσε με φόβο το γιγάντιο βιτράιγ που απλωνόταν πάνω απ’τα κεφάλια τους,κι αναρωτιόταν σε ποιά ακριβώς στιγμή το τζάμι θα συντονίζονταν με τη φωνή του δημοπράτη και θα τους ερχόταν στο κεφάλι. Φυσικά όλ’αυτά-η κούραση,οι άβολες και γεμάτη σκόνη καρέκλες,η ουρά που είχε παρακάμψει κουτσαίνοντας στα ψέμματα-δεν θα την πείραζαν διόλου,αν το αποτέλεσμα ήταν το αναμενόμενο.Όμως μια σύντομη ματιά στη λίστα με τα αντικείμενα ήταν αρκετή για να την πείσει για το αντίθετο.Η παρέλασή τους πάνω στην φτηνιάρικη τσόχα κι η εκνευριστική φωνή εκείνου του ηλίθιου με το σφυράκι απλώς επιβεβαίωναν τους φόβους της.Την είχαν εξαπατήσει,και πιο πολύ απ’όλα,με το ζήτημα των Βερσαλλιών.Όπως είχε αποδειχτεί,τα εν λόγω αντικείμενα ήταν μια τρισάθλια βούρτσα με ξεφτισμένη χρυσή λαβή κι ένα δοχείο νυκτός.Κι όσο πάθος κι αν έτρεφε η Μπεατρίς για τις αντίκες,θεωρούσε ανόητο να πληρώσει ένα σωρό χρήματα για τις ψόφιες ψείρες του Λουδοβίκου,ή για το προσωπικό του αποχωρητήριο. ‘Κι όχι τίποτ’άλλο,’ σκέφτηκε,γυρνώντας το κεφάλι δώ κι εκεί, ‘δεν υπάρχει και κανείς εδώ μέσα να του πώ τον πόνο μου.’ Πράγματι,απ’την ώρα που είχε σύρει το δήθεν κουτσό της ποδάρι στην πρώτη σειρά των καθισμάτων,χρησιμοποιώντας τον Ξαβιέ σαν ασπίδα,δεν είχε διακρίνει ούτε μια φάτσα ικανή να μιλάει γαλλικά.Οι πιό πολλές γυναίκες φορούσαν εκείνα τα κολοσσιαία αγγλικά καπέλα,με πύργους από μουσελίνα στην κορυφή,κι όσες δεν ήσαν απασχολημένες με το να σηκώνουν νευρικά την πινακίδα του πλειοδότη,σιγοψιθύριζαν ακατάληπτα λόγια στους συνοδούς τους.Οι ελπίδες της να συναντήσει κάποιο ενδιαφέρον πρόσωπο στα μπροστινά καθίσματα είχαν επίσης διαψευστεί,γιατί απλούστατα,μες στη βιασύνη της,είχε καθίσει πιο μπροστά απ’όλους.Για την ακρίβεια,τη συγκεκριμένη στιγμή υπήρχαν μόνο τρείς άνθρωποι στην πρώτη σειρά.Στα δεξιά της ο Ξαβιέ,που για άλλη μια φορά αποδείκνυε την χρησιμότητά του.Εκτός απ’τις συνεννοήσεις,η Μπεατρίς του είχε αναθέσει να κρατάει την πινακίδα του πλειοδότη και τον ειδοποιούσε με τσιμπιές όταν ήθελε να την σηκώσει.Η ίδια βαριόταν να το κάνει,αισθανόταν σαν σταθμάρχης κουνώντας
αυτό το πράγμα πάνω-κάτω,κι αφετέρου είχε την αμυδρή υποψία ότι μυρίζαν οι μασχάλες της.Στη μέση,φυσικά,καθόταν η ίδια.Και στ’αριστερά της,η μοναδική της ελπίδα για κουβέντα,ήταν μια γριά τουλάχιστον ογδόντα χρόνων,μ’ένα καλάθι του πλεξίματος στην αγκαλιά.Η Μπεατρίς την είχε βρεί να κάθεται εκεί όταν ήρθε,και πετώντας κλεφτές ματιές προς το μέρος της,είχε συμπεράνει πως η γριά είχε ξεμείνει εκεί από κάποια κηδεία.Πρώτ’απ’όλα,όσο ελεεινά κι αν ήταν τα εκθέματα,μάλλον δεν μπορούσε να τα δεί,αφού στο δεξί της χέρι κρατούσε-στηριγμένους σ’ένα χρυσό ραβδί,σαν τα κυάλια της όπερας-κάτι τρομαχτικούς φακούς,τόσο χοντρούς και βαθείς,που αν τους αναποδογύριζες θα μπορούσες κάλλιστα να πιείς τσάι μέσα τους. Άρα η γηραιά κυρία ήταν σχεδόν τυφλή.Αλλά εκτός απ’τα γυαλιά,ήταν κι αυτό το καλάθι που κουβαλούσε,και το οποίο ήταν γεμάτο με λευκό μαλλί. ‘Πώς διάβολο τα καταφέρνει και πλέκει,αν της χρειάζονται τέτοια γυαλιά για να βλέπει;’είχε αναρωτηθεί η Μπεατρίς.Κι όμως,η γριά φαινόταν πιο απορροφημένη με τα υλικά του πλεξίματός της παρά με την ίδια τη δημοπρασία,αφού κάθε λίγο το δεξί της χέρι χάιδευε απαλά το λευκό μαλλί,μπρός και πίσω.Η Μπεατρίς δεν ήξερε να πλέκει,κι από ζήλεια συνήθιζε πάντοτε να οικτίρει όσες γυναίκες περνούν τον χρόνο τους έτσι.Όμως αυτή η γριά ήταν πιο αξιολύπητη απ’οτιδήποτε.Μικροκαμωμένη,εύθραυστη,σχεδόν τυφλή, είχε περιπλανηθεί κατά λάθος σε μια δημοπρασία.Ίσως να μην ήξερε καν πού βρισκόταν.Σκέψεις τρόμου περνούσαν φευγαλέα απ’το μυαλό της Μπεατρίς: ‘Λες κι εγώ να γίνω έτσι σε καμμιά δέκα-όχι,λίγα λέω-σε είκοσι-πάλι λίγα-σε τριάντα χρόνια;Να χαζέψω και να γυρίζω στις δημοπρασίες χαϊδεύοντας ένα κουβάρι μαλλί;’ Το σίγουρο ήταν πως απ’την καημένη αυτή γυναικούλα δεν θα κατάφερνε να αποσπάσει ούτε μια κουβέντα,πόσο μάλλον να έχει μια συζήτηση.Ή τουλάχιστον,έτσι νόμιζε.Γιατί λίγα λεπτά πριν το διάλειμμα,όταν ήρθε η σειρά του περίφημου δοχείου νυκτός,την Μπεατρίς περίμενε μια μεγάλη έκπληξη. Ο δημοπράτης,γνωρίζοντας την ηλιθιότητα όσων συλλέγουν αντίκες,την εκμεταλλευόταν στο έπακρο,δίχως να σκέφτεται πόσο γελοίος ακουγόταν.Υπερθεμάτιζε ξανά και ξανά: «Το καταπληκτικό έκθεμα που έχουμε για τη συνέχεια,είναι ένα σπάνιο έργο τέχνης,ένα αριστούργημα,ένα αληθινό κόσμημα,ένα αντικείμενο που η καταγωγή του είναι η πιο ζηλευτή όλου του κόσμου,αφού προέρχεται απ’το παλάτι των παλατιών, και κάποτε χρησιμοποιήθηκε απ’τον ευγενέστερο των ευγενών.» Η Μπεατρίς,που δεν τα καταλάβαινε όλα,είχε αρχίσει να απορεί. ‘Μήπως έκανα λάθος,και δεν πρόκειται για χέστρα;’ σκεφτόταν.Όμως πριν σταματήσει ο χείμαρρος των επαίνων,ένας υπάλληλος της εταιρείας έβγαλε απ’το κιβώτιο ένα δοχείο νυκτός από σμάλτο,και το τοποθέτησε μπροστά στον υπεύθυνο.Εκείνος,πέφτοντας σε ένα είδος έκστασης,το σήκωσε ψηλά,πάνω απ’το κεφάλι του,και αναφώνησε στα γαλλικά: «Ιδού,κυρίες και κύριοι!Ο βασιλιάς Ήλιος!» Κι η Μπεατρίς θα κρατιόταν,και δεν θα ξεσπούσε σε γέλια,αν την ίδια στιγμή απ’τα αριστερά της δεν ακουγόταν η τραχιά φωνή της γριούλας,σε άπταιστα γαλλικά: «Ποιός βασιλιάς Ήλιος;Δε λέει καλύτερα ο βασιλιάς Κώλος;» Δεν ήξερε αν ήταν η έκπληξη της φωνής ή το σχόλιο που την έκανε να ξεσπάσει,πάντως για το επόμενο λεπτό η Μπεατρίς κατελήφθη από υστερία,γελώντας μεγαλόφωνα και τραβώντας τα επιτιμητικά βλέμματα όλων των παρευρισκομένων.Όταν το κατάλαβε,κι ανακάθισε μουδιασμένη στη θέση της,απ’τα μάτια της έτρεχαν ακόμη τα δάκρυα του γέλιου.Με μιάς,αποφάσισε να πιάσει κουβέντα με την αθυρόστομη γριά στ’αριστερά της. «Να είστε καλά αγαπητή μου,» της είπε,σκύβοντας ελαφρώς προς το μέρος της, «με κάνατε και γέλασα,και το χρειαζόμουν,έπειτα απ’όλα αυτά.» Εκείνη,χαϊδεύοντας πάντα το μαλλί με την ίδια πραότητα που μέχρι πριν λίγο η Μπεατρίς νόμιζε για αποχαύνωση,της απήντησε παιχνιδιάρικα:
«Παρακαλώ,αγαπητή μου.Εξάλλου,δεν μπορούσα να κρατηθώ.Ίσως φταίει που μας έδειξαν αυτό το σιχαμερό γιο-γιό,πάντως δεν κρατιόμουν με τίποτε.» Η Μπεατρίς ξέσπασε σε καινούρια γέλια,κι αυτή τη φορά σταμάτησε μόνο και μόνο επειδή ο υπάλληλος την αγριοκοίταζε.Πάλι τα είχε καταφέρει να γίνει ρεζίλι. «Μα,για πείτε μου,» ρώτησε τη γριά,ανάμεσα στα γέλια, «έχετε ξαναδεί τόσες αηδίες μαζεμένες σαν κι αυτές που μας έδειξαν σήμερα;» «Όχι,ποτέ,» απήντησε εκείνη, «και να σκεφτείτε ότι μου ανήκουν.Ευτυχώς που βρέθηκαν όλοι αυτοί οι ηλίθιοι εδωπέρα και τις αγοράζουν.» Για μερικές στιγμές η καρδιά της Μπεατρίς σχεδόν σταμάτησε να χτυπά.Είχε ακούσει καλά;Αν η γριά έλεγε ότι τα εκθέματα της δημοπρασίας της ανήκαν,τότε αυτή ήταν η Δούκισσα του πώς το λένε,κι άρα είχε γίνει περίγελως με το σχόλιό της για τις αηδίες.Η Μπεατρίς δάγκωνε τη γλώσσα της κι ήθελε να πεθάνει από ντροπή. ‘Ω, Θεέ μου,’ σκεφτόταν, ‘πώς τα κατάφερα έτσι;Τί να κάνω τώρα;’ Αρπάζοντας το μπράτσο του Ξαβιέ σαν σανίδα σωτηρίας,του ψιθύρισε βιαστικά στο αυτί: «Καλέ μου Ξαβιέ,σώσε με,πάτησα σκατά.Πές μου αμέσως πώς λένε αυτή τη Δούκισσα που απ’τη συλλογή της γίνεται η δημοπρασία!» Ο Ξαβιέ,πάντα πρόθυμος,της ψιθύρισε το όνομα στο αυτί,κι η Μπεατρίς,αφού πρώτα ανασύνταξε τα στήθη μες στο σουτιέν της και πήρε μια βαθιά ανάσα,προσπάθησε να διορθώσει την πρωτύτερη αμήχανη στιγμή. «Με συγχωρείτε για πριν,αγαπητή μου,» είπε γυρνώντας προς το μέρος της γριάς, «είστε η Δούκισσα του Νταντήλιον Σλήβ,έτσι δεν είναι;» «Ακριβώς,» είπε εκείνη,χαϊδεύοντας το μαλλί στο καλάθι, «και μην απολογείσθε καθόλου.Οι αηδίες είναι πάντα αηδίες.» Η Μπεατρίς ήθελε πάση θυσία ν’αλλάξει θέμα. «Ο...ο τίτλος σας...» ψέλλισε «πο-πολύ ενδιαφέρων!Δεν ήξερα τίποτε γι’αυτό το δουκάτο του Νταντήλιον Σλήβ.Δεν ήξερα καν ότι υπάρχει!Χα-χα!» «Μα δεν υπάρχει,» της απήντησε ψύχραιμα η Δούκισσα,και πρόσθεσε «τουλάχιστον απ’όσο γνωρίζω.Σε μια χώρα σαν την Αγγλία,όλα είναι πιθανά,οι θυρεοί είναι όσοι και τα πρόβατα.Αλλά απ’όσο ξέρω,ο σύζυγός μου ήταν τέτοιος χώριατος, που αποκλείεται να είχε τίτλο ευγενείας.Το πιο πιθανό είναι ότι τον έβγαλε απ’το μυαλό του.Πάντως μην ταράζεσθε,δεν είμαι καμμιά γαλαζοαίματη.» Τα λόγια της γριάς είχαν αφήσει την Μπεατρίς άναυδη,κυρίως εξαιτίας της ομοιότητας που είχαν οι περιπτώσεις τους.Απ’ό,τι είχε καταλάβει,ο μακαρίτης Δούκας του Νταντήλιον Σλήβ ήταν κάποιος ψευτο-αριστοκράτης Εγγλέζος,που παρίστανε τον ευγενή.Κι αυτή ήταν μια καταπληκτική σύμπτωση,γιατί κι ο δικός της σύζυγος,ο τρίτος σύζυγος για την ακρίβεια,ισχυριζόταν ψευδώς ότι ήταν απόγονος του γνωστού ζωγράφου Ονορέ Φραγκονάρ,με μοναδικό αποδεικτικό στοιχείο έναν πίνακα του δεκάτου ογδόου αιώνα που είχε ζωγραφιστεί το 1920.Μάλιστα η σύμπτωση της είχε κάνει τόση εντύπωση,ώστε ετοιμαζόταν να σκύψει στο πλευρό της γηραιάς φίλης της και ν’αρχίσει να της ανιστορεί τον πολυτάραχο βίο της.Όμως πριν προλάβει,εκείνη σήκωσε τα γυάλινα τούβλα μπροστά στο πρόσωπό της,την κοίταξε με γουρλωμένα μάτια,κι αναφώνησε ενθουσιασμένη: «Ζενεβιέβ,παλιοκόριτσο!Καλά σε κατάλαβα απ’τη φωνή!Και να δείς που νόμιζα ότι σε είχα δεί και πριν,όταν ήρθες!Καλά,πλάκα μου κάνεις τόση ώρα;» Και μ’ αυτά τα λόγια,άπλωσε το γέρικο χέρι της και της έσφιξε με δύναμη το μάγουλο. «Ή μήπως γέρασες κι εσύ σαν και μένα και δεν βλέπεις;Αλλά όχι,εσύ ακόμα είσαι κοριτσάκι μπροστά μου!Ζενεβιέβ Λεμάν!Απ’όλα τα μέρη του κόσμου,ξανασυναντιόμααστε εδώ!Δεν είναι απίστευτο;» Η Μπεατρίς είχε ξαφνιαστεί τόσο πολύ,που ανοιγόκλεινε το στόμα της σαν ψάρι,μην ξέροντας τί να πεί.Στο τέλος,χαμογέλασε πλατιά,κι άφησε την γριά ν’αποτε-
λειώσει τη θριαμβολογία της.Εκείνη,πανευτυχής,την είχε αρπάξει απ’το χέρι και την βομβάρδιζε με αλλεπάλληλες ερωτήσεις,φιλοφρονήσεις,και χαϊδευτικές επιπλήξεις. «Έτσι κάνει ο κόσμος,βρε παλιοθήλυκο;Πάνε πέντε χρόνια που έχεις να μου γράψεις,κι άλλα τόσα από τότε που θάφτηκες σ’εκείνο το σκατο-χώρι σου,στην Ελβετία!Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω τί βρίσκεις σ’αυτή τη χώρα-εγώ εκεί θα πήγαινα μόνο μέσα σε κάσα!Όμως αλήθεια,για πές μου-ο Ανρί τί απέγινε;Είχα ακούσει ότι το ξεφορτώθηκες αυτό το τομάρι,και πολύ καλά έκανες!Να σου πώ,κι εγώ στην ηλικία σου είχα τις περιπτειούλες μου με τους νεαρούς,αλλά αυτό-δε σε πειράζει που στο λέω-ήταν καθαρή εκμετάλλευση!Και τα παιδιά;Την τελευταία φορά θυμάμαι ότι ο γιός σου κρυβόταν στο Μονακό,για να ξεφύγει από κάποιον φριχτό γάμο που είχε δεσμευτεί να κάνει!Δεν είναι φοβερό πόσο μας μοιάζουν τα παιδιά μας;» Στο σημείο αυτό ξερόβηξε,στήριξε το καλάθι πιο προσεκτικά στην αγκαλιά της,και συνέχισε: «Πάντως το Παρίσι δεν είναι το ίδιο χωρίς εσένα!Να σκεφτείς ότι εγώ,που μισώ το κλίμα της Αγγλίας όσο τίποτε στον κόσμο,αναγκάζομαι να πηγαίνω εκεί κάθε τόσο, γιατί δεν αντέχω τη συντροφιά της κάθε ξιπασμένης χοντροκώλας!Υποχρεώσεις,υποχρεώσεις,δήθεν φιλανθρωπίες... τα βαρέθηκα όλα!..Αφού ώρες-ώρες,σκεφτόμουν να τα παρατήσω όλα και νά’ρθω κι εγώ μαζί σου,ν’αρμέγουμε τα γελάδια και να κουτσομπολεύουμε,όπως παλιά!Και θα τό’κανα,αν τα κόκκαλά μου δεν είχαν γίνει σαν φλογέρες απ’τις πολλές τρύπες!Και νά που ξαφνικά σε βρίσκω σ’αυτό το τσίρκο που αποκαλούν δημοπρασία!Τελικά η ζωή ξεπερνά και την πιο τρελλή φαντασία!» Το αμήχανο χαμόγελο είχε αρχίσει να πονάει στα μάγουλα της Μπεατρίς.Όση ώρα άκουγε το παραλήρημα της ηλικιωμένης γυναίκας,προσπαθούσε να βάλει σε μια λογική σειρά τα πράγματα.Έστω και βιαστικά,είχε καταλήξει στο εξής συμπέρασμα: Η συμπαθέστατη αυτή γριούλα,είτε επειδή δεν έβλεπε καλά,είτε επειδή είχε ξεκουτιάνει απ’τα χρόνια,την είχε μπερδέψει με κάποια παλιά της φίλη.Κι επιπλέον,ετοιμαζόταν να της ανοίξει την καρδιά της.Αυτό λοιπόν που έπρεπε να κάνει ήταν να ξεκαθαρίσει την κατάσταση,διορθώνοντας το σφάλμα της όσο το δυνατόν πιο ανώδυνα. Όμως εδώ ακριβώς συναντούσε δυό μεγάλα εμπόδια: Πρώτον,η γριούλα αυτή της ήταν πολύ συμπαθής.Θα μπορούσε να είναι κάλλιστα φίλη της,κι εξάλλου φαινόταν τόσο ενθουσιασμένη με τη συνάντησή τους,που δεν της πήγαινε η καρδιά να της χαλάσει τόσο απότομα την φαντασίωση,λέγοντάς της: «Συγγνώμη,με μπερδέψατε με κάποια άλλη.» Η σκέψη της εικόνας της,καθώς θ’αποτραβιόταν και πάλι στη θέση της, χαϊδεύοντας σιωπηλά το άσπρο κουβάρι της,την γέμιζε θλίψη.Είναι λυπηρό να διαψεύδεις τις αυταπάτες ενός ηλικιωμένου. ‘Ιδιαίτερα όταν αυτός ο ηλικιωμένος είναι ζάμπλουτος,έτσι δεν είναι;’ Η φωνή αυτή είχε εμφανιστεί απ’το πουθενά,ωστόσο η Μπεατρίς την αναγνώριζε,κι ένοιωθε ντροπή γι’αυτό.Ήταν η φωνή της απληστίας,το δεύτερο εμπόδιο στο να πεί την αλήθεια,κι όσο κι αν αρνιόταν την ύπαρξή της,την είχε ακούσει καθαρά,απ’την πρώτη κιόλας στιγμή,να λέει: ‘Άσε τη γριά να νομίζει ό,τι θέλει-πού ξέρεις;Μπορεί να βγείς κερδισμένη!’ Άλλα έπρεπε να πολεμήσει αυτή τη φωνή,κι αυτή την πρόθεση.Στο κάτω-κάτω,δεν ήταν καμμιά τυχοδιώκτρια.Ή μήπως ήταν;Για μερικές στιγμές,η Μπεατρίς έκανε ένα νοερό απολογισμό της ζωής της.Είχε παντρευτεί τον πρώτο της άνδρα για την επιτυχία του,τον δεύτερο για τα χρήματά του,και τον τρίτο για την ασφάλεια των γηρατειών της. ‘Φρίκη!’ σκέφτηκε ‘Είμαι τυχοδιώκτρια!’ Βέβαια,ποτέ δεν είναι αργά για ν’αλλάξει κανείς,σωστά;Κι αυτό ακριβώς σκόπευε να κάνει η Μπεατρίς. ‘Τέρμα οι κομπίνες και τα ψέμματα!Δεν θα βαρύνω κι άλλο την ψυχή μου με αμαρτίες για μια αντίκα παραπάνω!’ Στο μεταξύ η γριά,μην μπορώντας να ερμηνεύσει τη σιωπή της,είχε σκύψει στο πλευρό της ανήσυχη,και τη ρωτούσε: «Ζενεβιέβ χρυσό μου,τί έπαθες;Είσαι καλά;» Μια ουαλλική παροιμία λέει: ‘Πιο πολύ κι απ’το Διάβολο να φοβάσαι τον υπηρέτη του.’ Ίσως η διατύπωση να διαφέρει λίγο,με όλα αυτά τα τρελλά φωνήεντα των
Ουαλλών,πάντως,σ’ό,τι ακολούθησε εκείνο το λεπτό,η λαϊκή ρήση έμελλε να βρεί το ακριβές καθρέφτισμά της.Γιατί την ίδια στιγμή που η Μπεατρίς ετοιμαζόταν να ανοίξει το στόμα της και να πεί στην ηλικιωμένη κυρία,με όσο πιο ευγενικό τρόπο μπορούσε,πως δεν ήταν η φίλη της όπως νόμιζε,ο Ξαβιέ,που όλη αυτή την ώρα προφανώς κρυφάκουγε,τινάχτηκε από τη θέση του,και με μια μικρή υπόκλιση της έκλεισε το στόμα.Η Μπεατρίς αιφνιδιάστηκε,και δεν πρόλαβε να αντιδράσει.Κι εκείνος,σκύβοντας προς τη μεριά της γριούλας,ξεδίπλωσε ένα πλατύ χαμόγελο. «Η ευγένειά σας να με συγχωρεί,» είπε βιαστικά, «όμως φοβάμαι πως η κυρία Λεμάν δεν είναι πολύ καλά τελευταία.Ίσως φταίει ένα μικρό επεισόδιο αποπληξίας,που της συνέβη στο περσινό δείπνο των Χριστουγέννων.Πάντως από τότε,παρουσιάζει συχνά τέτοιες κρίσεις,αφαιρείται για λίγο,ξεχνάει ονόματα και πρόσωπα,ή θυμάται μόνο ό,τι συνέβη στα τελευταία πέντε λεπτά.Έτσι δεν είναι κυρία;» Στο σημείο αυτό έστρεψε το κεφάλι προς το μέρος της Μπεατρίς,της ελευθέρωσε το στόμα,και γουρλώνοντας τα μάτια έγνεψε καταφατικά πολλές φορές,σαν να της έλεγε: «Πείτε ναι!Πείτε ναι!» Κι η Μπεατρίς,που έπειτα απ’την απρόσμενη αυτή επίδειξη υποκριτικής του είχε αρχίσει πράγματι να αισθάνεται σαν θύμα αποπληξίας, πήρε ένα ηλίθιο χαμόγελο,και ψέλλισε: «Φοβάμαι πως έτσι είναι,αγαπητή μου.» Η Δούκισσα σούφρωσε τα χείλη,έπειτα έγνεψε με λύπη και σχολίασε: «Αχ,χρυσό μου,είναι φοβερό!Το ξέρω,είχα πάθει κι εγώ ένα παρόμοιο επεισόδιο πριν από μερικά χρόνια,που με είχε αναγκάσει να σέρνω το ποδάρι μου σαν ψοφάλογο!» Ρίχνοντας μια ματιά προς το μπαστούνι της,πρόσθεσε: «Γι’αυτό κι έχεις το μπαστούνι μαζί σου,καημενούλα μου,έ;» Η Μπεατρίς κοίταξε το μπαστούνι της με το γυμνό άγαλμα στη λαβή,σκέφτηκε όλο ντροπή το λόγο για τον οποίο της χρησίμευε, κι έπειτα ξανακοίταξε την υποτιθέμενη φίλη της,προσπαθώντας να δώσει στο βλέμμα της μια σπίθα κατανόησης,σαν να την είχε αναγνωρίσει επιτέλους.Κι εκείνη φάνηκε πως το κατάλαβε,αφού αμέσως χαμογέλασε,και της τσίμπησε ξανά το μάγουλο. «Όμως εμένα με θυμάσαι,δεν μπορεί!» είπε, «Δεν μπορεί να ξέχασες την γριά Καρολίν,που σού’μαθε πόκερ στη Φλωρεντία!» Ήταν η ώρα της κρίσης.Κι είχε να διαλέξει ανάμεσα στα εξής: Ή θα συνέχιζε να παριστάνει τη χαζή και θα αποσυρόταν,δίνοντας τέλος μια ώρα αρχύτερα σ’αυτή την αμήχανη σκηνή,ή θα έλεγε την αλήθεια,για τον ίδιο λόγο,ή θα τραβούσε την παράτα,ξεφουρνίζοντας με τη σειρά της κάποιο ψέμμα.Καθώς λοιπόν η απόφαση κρεμόταν στα βάθη της ψυχής της όπως ένα περιστέρι κρέμεται πάνω από ένα καζάνι που κοχλάζει,δεμένο απ’το ποδαράκι με μια κλωστή,απ’τα τρίσβαθα του καζανιού πετάχτηκε το διαβολικό χέρι της απληστίας,έκοψε την κλωστή της τιμιότητας και τράβηξε το περιστέρι μέσα,για να γίνει ένα ωραίο στιφάδο.Σμίγοντας τα φρύδια με ψεύτικη υπεροψία,την σκούντηξε στο πλευρό σαν παλιά φιλενάδα,και της είπε: «Γίνεται να σε ξεχάσω,γριά-αλεπού;Χρόνια περιμένω να πάρω τη ρεβάνς!» Αυτή και μόνο η πρόταση ήταν αρκετή.Αφήνοντας το καλάθι με το πλέξιμο στα πόδια της,η ηλικιωμένη γυναίκα την αγκάλιασε,την χτύπησε στην πλάτη,και της είπε: «Ήμουν σίγουρη!Να δείς που θα περάσουμε περίφημα!» Με μια κίνηση,τραβήχτηκε πάλι πίσω,και πήρε ξανά το καλάθι στην αγκαλιά της. «Και μη νομίζεις ότι τώρα που δεν βλέπω δεν μπορώ να παίξω!Τώρα είναι που θα σε μαδήσω!Τα χρόνια μ’έχουν σκληρύνει,σαν το κρέας της κατσίκας!» Σκύβοντας στο αυτί,πρόσθεσε: «Κι αν παίξουμε καμμιά-δυό παρτίδες,θα σου πώ και για το φάρμακο που θεράπευσε τη δική μου αποπληξία.Ένας νεαρός μασέρ από τη Χιλή,κα-ταπλη-κτι-κός!Μπροστά του η σύγχρονη Ιατρική μπορεί να φάει σκατά,στο υπόσχομαι!» Η Μπεατρίς δεν κατάφερε να πνίξει ένα γέλιο.Αυτή τη φορά δεν χρειάστηκε καθόλου να προσποιηθεί.Για κάποιο λόγο,αισθανόταν πολύ πιο άνετα όταν οι άνθρωποι της συντροφιάς της ήσαν αθυρόστομοι.Ίσως γι’αυτό να έφταιγε η σχετικά ταπεινή
καταγωγή της,όμως πάντα πίστευε πως όσοι αποφεύγουν τις χυδαίες λέξεις είναι υποκριτές,που απλώς φυλάνε τη χυδαιότητα για πιο σοβαρές περιστάσεις.Κι ενώ δεν ήξερε πού θα μπορούσε να οδηγήσει αυτή η απρόσμενη συνάντηση,της οποίας το πρόσχημα ίσως κατέρρεε από λεπτό σε λεπτό,εκείνη τη στιγμή αισθανόταν ότι στο πρόσωπο της γριάς Καρολίν είχε κερδίσει μια φίλη. Ο Ξαβιέ απ’την μεριά του,που όλη αυτή την ώρα στεκόταν απέναντι στις δυό γυναίκες άπρακτος,σκέφθηκε πως ίσως είχε έρθει η ώρα να διευκολύνει κάπως την θέση της κυρίας του,προτείνοντας κάποιον περισπασμό. «Μήπως η ευγένειά σας θα ήθελε...;-» ξεκίνησε να λέει,όμως η γριά σήκωσε το χέρι της και τον έκοψε στη μέση. «Δεν μ’άκουσες προηγουμένως,χρυσό μου;» του είπε απότομα «Δεν είμαι η Μεγάλη Αικατερίνη,ούτε η Ελισάβετ της Αγγλίας!Αντιπαθώ τις αλογίσιες ψωλές και τα μονόχρωμα ταγιέρ!Ο παππούς μου ήταν βοσκός,το ίδιο κι ο άντρας μου,Θεός σχωρέστον,κι ας παρίστανε τον γαλαζοαίματο!Το μόνο γαλάζιο επάνω του ήταν τα...άσε καλύτερα,δεν θέλεις να μάθεις.Το είπα και στην κυρία σου-είμαι απλώς η Καρολίν!» Ακούγοντάς την ο Ξαβιέ χαμογέλασε κι έγνεψε καταφατικά,όμως η Μπεατρίς ήξερε πως ακόμη κι αν περνούσαν μαζί χίλια χρόνια,ποτέ δεν θα έβρισκε το θράσος να της μιλήσει στον ενικό,πολύ περισσότερο να την προσφωνήσει με το όνομά της. Εδώ την ίδια,μετά από τόσα χρόνια που δούλευε για λογαριασμό της,εξακολουθούσε να την αποκαλεί: «Κυρία».Από κάποια διαστροφή της φύσης,ο Ξαβιέ αρνούνταν πεισματικά ότι η έννοια των τάξεων ήταν πλέον κάτι το ξεπερασμένο.Όσες φορές είχε δοκιμάσει να τον συστήσει στους φίλους της ως ‘βοηθό’ ή ‘οικονόμο’ της,εκείνος της κρατούσε μούτρα για τρείς μέρες.Δεν του αρκούσε να την υπηρετεί.Ήθελε να του απευθύνεται με τον παραδοσιακό όρο,ήθελε να είναι ο υπηρέτης της.Κι ήταν φανερή η αμηχανία του όταν-καθώς συνέβαινε τώρα-το άτομό του τραβούσε την προσοχή. «Για πές μου αλήθεια,» ρώτησε η Καρολίν «τί απέγινε εκείνος ο γέρος που δούλευε στο σπίτι σου;Πώς τον λέγανε να δείς;Α!Ναι,ο γερο-Σεμπαστιέν!Πέθανε;» Επειδή πιθανώς η Μπεατρίς εκείνη την ώρα είχε πάρει κάποια βλακώδη έκφραση,ο Ξαβιέ την πάτησε στο πόδι κι έσπευσε να δώσει ο ίδιος εξηγήσεις. «Δυστυχώς,κυρία,ο προκάτοχός μου απεδήμησε εις Κύριον πριν από οκτώ χρόνια!Πέθανε...από φυσικά αίτια,νομίζω.Η ηλικία του,βλέπετε...» «Τρισχαριτωμένο το δουλικό σου,χρυσό μου!» είπε η Καρολίν,κοιτώντας τον Ξαβιέ μέσα απ’τα χοντρά γυαλιά της.Εκείνος χαμογέλασε,απολαμβάνοντας τον χαρακτηρισμό του δούλου,ενώ αυτή συνέχισε να μιλά,τώρα σε πιο θλιμμένο τόνο: «Ώστε πάει κι ο φουκαράς ο Σεμπαστιέν...θα μου πείς,εδώ κοντεύουμε να τα τινάξουμε εμείς,που είμαστε ακόμη κοριτσάκια...περάσανε τα χρόνια,και να πού καταντήσαμε: δυό γριές στο παζάρι!» «Κι απ’ό,τι βλέπω,» σχολίασε η Μπεατρίς,προσπαθώντας να προσθέσει μια πινελιά φυσικότητας στη συζήτηση, «απέκτησες και τα χούγια των γριών.» Μ’αυτά τα λόγια,έδειξε το καλάθι με το άσπρο μαλλί. «Δεν θυμόμουν ότι έπλεκες,αλλά τώρα πλέον δεν αποχωρίζεσαι το πλέξιμό σου ούτε στιγμή,έτσι δεν είναι;Αλήθεια,τί φτιάχνεις;Μάλλινες κυλόττες;Χα-χα-χα!» Κι οι τρείς τους άρχισαν να γελούν συγχρόνως,έτσι που οι κινήσεις της γριάς,καθώς κατέβαζε τα χερούλια του καλαθιού,περάσαν απρατήρητες.Το ίδιο και το σχόλιό της: «Αυτό εδώ λές;Μα αυτό δεν είναι πλέξιμο,είναι...» Όμως πριν προφτάσει να εξηγήσει τί ήταν αυτό που κρατούσε,ο Ξαβιέ γούρλωσε τα μάτια,κι ούρλιαξε:«Φυλαχτείτε,κυρία!Ένας γιγάντιος αρουραίος!» Κι όπως η μοίρα των γλωσσών το θέλησε η λέξη ‘αρουραίος’ να είναι η ίδια στα γαλλικά όπως και στα αγγλικά,μόλις ακούστηκε η κραυγή του Ξαβιέ,οι μισοί και παραπάνω απ’τους παρευρισκόμενους τινάχτηκαν απ’τις θέσεις τους,φωνάζοντας αλλόφρονες: «Πού;» «Βοήθεια!» και «Σώστε τους εαυτούς σας!» Ξαφνικά,το εσωτερικό του καθε-
δρικού μετετράπη σε κόλαση.Γυναίκες έτρεχαν τσιρίζοντας προς όλες τις κατευθύνσεις,ο χοντρός νεαρός που κουβαλούσε ένα βάζο προς την εξέδρα γλίστρησε κι έπεσε κάτω,κομματιάζοντας το έκθεμα κάτω απ’τις σάρκες του,ενώ ο δημοπράτης χτυπούσε το σφυρί του μανιασμένα,σαν δικαστής σε κακουργιοδικείο,προσπαθώντας μάταια να επαναφέρει την χαμένη τάξη.Μέσα σ’αυτό το πανδαιμόνιο,η ηλικιωμένη γυναίκα πήρε το άσπρο μαλλί μέσ’απ’το καλάθι,και το κράτησε στα χέρια της.Η Μπεατρίς, που είχε γείρει φοβισμένη προς τα πίσω,πλησίασε δειλά,ενώ ο Ξαβιέ την ακολούθησε,κραδαίνοντας για κάθε ενδεχόμενο την πινακίδα του πλειοδότη.Και τότε η λευκή μάζα του μαλλιού κινήθηκε ελαφρά,απ’τη βάση της ξετυλίχτηκε μια μακριά φουντωτή ουρά,ενώ στη μέση και την κορυφή,ανοίγοντας ένα-ένα σαν τα πέταλα ενός χνουδωτού λουλουδιού,βγήκαν τέσσερα ποδαράκια και το στρογγυλό κεφάλι μιας λευκής γάτας Περσίας. «Μή φοβάστε!» είπε η Καρολίν,χαϊδεύοντας το κεφάλι με τα μισόκλειστα μάτια, «Είναι μονάχα η γάτα μου,η Βαλεριάνα.»
ΙΙ Θα μπορούσαν να είχαν τελειώσει όλα εκείνο το πρωί.Οι δυό φιλενάδες θα μπορούσαν να αποχαιρετηθούν μ’ένα θερμό εναγκαλισμό,ν’ανταλλάξουν μύριες υποσχέσεις για αλληλλογραφία κι επισκέψεις-υποσχέσεις μάταιες,στην ουσία-και το όλο περιστατικό θα έμενε στη μνήμη της Μπεατρίς σαν μια ιδιότυπη κι ευχάριστη παρεξήγηση.Μόνο που η Μπεατρίς ήταν η Μπεατρίς,και στη συγκεκριμένη περίπτωση,τη δαιμονική της απληστία είχε έρθει να ενισχύσει και το γεροντικό πείσμα μιας Δούκισσας της οποίας δεν γνώριζε καν το επώνυμο.Ο θόρυβος του ανύπαρκτου αρουραίου δεν είχε ακόμη καταλαγιάσει μέσα στον καθεδρικό,κι η Καρολίν,ξαναβάζοντας την γάτα της μέσα στο καλάθι,έκανε νόημα σ’ένα νεαρό να την πλησιάσει.Μέχρι να έρθει κοντά τους,το ζωντανό είχε μεταμορφωθεί και πάλι σ’ένα κοιμισμένο κουβάρι μαλλί. Εκείνη,κρατώντας το σφιχτά στην αγκαλιά της,είπε κάτι στο νεαρό σε σπασμένα αγγλικά,κι αυτός έτρεξε να πληροφορήσει τον ανώτερό του.Γυρνώντας προς το μέρος της Μπεατρίς,η άγνωστη φίλη της την ενημέρωσε: «Μόλις ακύρωσα την ομιλία που έπρεπε να βγάλω γι’αυτό το τσούρμο των κρετίνων.Έτσι κι αλλιώς,έψαχνα αφορμή για να την αποφύγω,κι η συνάντησή μας, χρυσό μου,μοιάζει σαν δώρο του Θεού.Δεν θα άντεχα να λέω βλακείες επί δέκα λεπτά,και μάλιστα σ’αυτή τη διαβολεμένη γλώσσα.Το έχω παρατηρήσει-κάθε φορά που μιλάω αγγλικά,ξεκολλάει η μασέλα μου.Δεν είναι τρομερό;» Η Μπεατρίς έκρυψε ένα γέλιο,υπολογίζοντας νοερά πόσα απ’τα δικά της δόντια της ανήκαν στην πραγματικότητα,κι έπειτα,βρίσκοντας ότι δεν ήταν πάνω από πέντε,έμεινε και πάλι σκυθρωπή.Ακόμα δεν είχε αποφασίσει πώς θα χειριζόταν αυτή την απρόσμενη εξέλιξη των γεγονότων,κι ήθελε να φύγει από εκεί μέσα όσο τίποτε. Όμως η φίλη της δεν σκόπευε να την αφήσει τόσο σύντομα.Αρπάζοντάς την απ’τον αγκώνα,την τράβηξε με αξιοθαύμαστη για την ηλικία της δύναμη,έτσι που βρέθηκαν να στέκονται όρθιες μαζί.Για να μην προδωθεί,η Μπεατρίς άρπαξε αμέσως το μπαστούνι της κι έγειρε λίγο προς τ’αριστερά. «Λοιπόν,ας μην χάνουμε χρόνο,» είπε σε συνωμοτικό τόνο η Καρολίν, «αυτός ο καριόλης με το μουστάκι,» είπε,κι έδειξε τον δημοπράτη «φαίνεται αποφασισμένος να συνεχίσει με τη σαβούρα μου.Οπότε καλύτερα να πηγαίνουμε,γιατί αν εξακολουθήσουμε να καθόμαστε στην πρώτη σειρά,μπορεί να μας μπερδέψουν με τα εκθέματα και ν’αρχίσουν να μας πλειοδοτούν.» Μ’αυτά τα λόγια,έκανε μεταβολή,και
σήκωσε απότομα το χέρι της για να την ακολουθήσουν.Η Μπεατρίς ήταν σαν χαμένη, δεν ήξερε τί να κάνει.Στα όρια της απελπισίας,φώναξε: «Μα πού-πού πάμε,αγαπητή μου;» Η γριά σταμάτησε,γύρισε προς το μέρος τους,και τους κοίταξε με απορία. «Για να είμαι ειλικρινής,» είπε σκεφτική, «ούτε κι εγώ ξέρω.Το μόνο που υπάρχει σ’αυτή την καταραμένη χώρα είναι αυτές οι πάμπ και πούμπ,» είπε,μιμούμενη κοροϊδευτικά την ντόπια προφορά. «Δυό μέρες τώρα,έχω σιχαθεί τη φύση μου-όλα μου βρωμοκοπάνε ουίσκι.Θα πουλούσα και το κορμί μου για ένα φυσιολογικό καφέ, όμως φοβάμαι πως οι μόνοι ενδιαφερόμενοι θα ήταν το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας. Οπότε,ας συμβιβαστούμε με ό,τι έχουμε.Ελπίζω να μην σε πειράζει η συντροφιά των μεθυσμένων ναυτικών.Δεν νομίζω άλλωστε ότι κινδυνεύουμε να μας πιάσουν τον κώλο,εκεί που βρίσκεται.» Έτσι,κλείνοντας με μια απότομη παύση τον χείμαρρο της φλυαρίας της,η αλλόκοτη γριά συνέχισε να σέρνει προς τα εμπρός τα βήματά της. «Όχι...δεν με πειράζει...καθόλου...» ψέλλισε η Μπεατρίς,και μην βρίσκοντας άλλη λύση,άρχισε να την ακολουθεί κουτσαίνοντας.Ο Ξαβιέ,που προχωρούσε δίπλα της,την κοιτούσε σαστσισμένος. «Τί με κοιτάς,τρισκατάρατε;» του σφύριξε η Μπεατρίς, «εσύ μ’έμπλεξες σ’όλα αυτά!Άπληστε!Φιλάργυρε!Ιούδα!» Εκείνος δεν απήντησε σε καμμιά απ’τις προσβολές,μόνο συνέχιζε να βαδίζει στο πλευρό της. «Τί θα κάνουμε τώρα στην πάμπ,μπορείς να μου πείς;» ψιθύρισε πάλι,το ίδιο θυμωμένη «Τί θα κάνω αν αρχίσει να με ρωτάει για το ένα και για το άλλο;» «Μήν ανησυχείτε,κυρία» είπε ψύχραιμα ο Ξαβιέ, «μπορείτε πάντα να προφασιστείτε την αποπληξία,και να πείτε ότι χάσατε τη μνήμη σας...» «Αν σου ανοίξω το κεφάλι με το μπαστούνι,μετά μπορώ να προφασιστώ την αποπληξία και να πώ ότι έχασα την υπομονή μου;» γρύλλισε η Μπεατρίς,κι αμέσως, για να μην δώσουν την εντύπωση καθυστερώντας ότι την σχολίαζαν,προσπέρασε τον Ξαβιέ κι άρχισε να βαδίζει στο πλευρό της ηλικιωμένης φίλης της. Ήταν σίγουρα ένα σπάνιο θέαμα αυτό που επεφύλασσε η τριάδα τους στα μάτια των αγουροξυπνημένων Δουβλινέζων.Μια μαυροντυμένη γριά,κυρτή και μικρόσωμη σαν καμμένο σπίρτο,μ’ένα κοιμισμένο γατί σ’ένα καλάθι,πίσω της μια ευτραφής κι ασθμαίνουσα εξηντάρα,κουτσή πότε απ’το αριστερό και πότε απ’το δεξί πόδι,και στο τέλος ένας σαστιμένος υπηρέτης,με παραδοσιακή λιβρέα,που στο χέρι του κρατούσε μια πινακίδα παρόμοια με αυτή των τροχονόμων,σηκώνοντάς την κάθε λίγο για να εμποδίζει τα διερχόμενα αυτοκίνητα απ’το να πατήσουν την κυρία του. Η Μπεατρίς σκεφτόταν πως αν δεν έφταναν στην περίφημη πάμπ σ’ένα λεπτό το πολύ,κάποιο απ’τα δυό της πόδια θα κουτσαίνονταν στ’αλήθεια.Εκείνο που πραγματικά την έκανε ν’απορεί ήταν η σβελτάδα της φίλης της,που την περνούσε δέκα,ίσως και είκοσι χρόνια στην ηλικία.Κι εξίσου αξιοθαύμαστο ήταν αυτό το ζώο που κουβαλούσε μαζί της.Απ’τη στιγμή που είχε δεί την συμπαθέστατη μουσούδα του,η Μπεατρίς δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της απ’το καλάθι του πλεξίματος.Μάλιστα απορούσε πώς,με τόσα τραντάγματα-καθώς το χέρι της γριάς Καρολίν ανεβοκατέβαινε ρυθμικά-πώς ήταν δυνατόν να κοιμάται τόσο γαλήνια,τυλιγμένο σαν τόπι.Στο τέλος δεν κρατήθηκε,και ρώτησε.Άλλωστε το θέμα ήταν ακίνδυνο,ουδέτερο. «Αγαπητή μου Καρολίν,» φώναξε,για να την ακούσει «εδώ και ώρα παρατηρώ αυτή την ψιψίνα που κουβαλάς στο καλάθι.Αλήθεια,πώς κι είναι τόσο ήσυχη;» Εκείνη,χωρίς να σταματήσει να περπατά,γύρισε το κεφάλι και της είπε: «Δεν είναι καταπληκτικό;Η Βαλεριάνα είναι ένα φαινόμενο,μοναδικό στη φύση.Είναι ικανή να κοιμάται εικοσιτέσσερις ώρες την ημέρα,γι’αυτό την έβγαλα έτσι. Αν εξαιρέσεις ένα-δυό διαλείμματα για το φαγητό και την τουαλέττα της,δεν είναι ξύπνια ποτέ.» Παίρνοντας μιαν ανάσα,πρόσθεσε: «Ονειρεμένη ζωή,δεν βρίσκεις;Πολύ θα ήθελα να ήμουν στη θέση της,και να έχω την ηρεμία της!»
Πράγματι,σε σύγκριση με το ζωντανό,η αφεντικίνα του ήταν το άκρο αντίθετο.Μαύρη αντί για άσπρη,λεπτή αντί για χοντρή,κι απ’τη στιγμή που είχαν ανταλλάξει την πρώτη κουβέντα,φαινομενικά αεικίνητη.Η Μπεατρίς θυμόταν την πρώτη της εντύπωση,όταν την είχε περάσει για μια αδύναμη,χαμένη γριούλα,κι απόρησε με τον εαυτό της.Τελικά η ζωή ήταν γεμάτη εκπλήξεις. Λίγο πριν εκπνεύσει από την κούραση,στις δώδεκα ακριβώς,η Μπεατρίς είδε την φίλη της να σταματάει μπροστά στην πόρτα μιας πάμπ με πράσινα τζάμια.Όσο τους περίμενε να πλησιάσουν,την σχολίασε λέγοντας: «Απ’ό,τι μου είπε ο χαφιές του ξενοδοχείου μου,αυτή εδώ είναι η μοναδική πάμπ που δεν έχει εκείνο το ηλίθιο παιχνίδι με τα βελάκια.Τα τρέμω αυτά τα βελάκια. Έχω μονίμως την αίσθηση ότι με σημαδεύει κάποια μεθυσμένη εκδοχή του Γουλιέλμου Τέλλου.» Κι ανοίγοντας την πόρτα,γέλασε μόνη με το αστείο της. Τη στιγμή όμως που ετοιμάζονταν να την ακολουθήσουν,εκείνη ύψωσε το χέρι της προς την κατεύθυνση του Ξαβιέ και του έκανε νόημα να φύγει. «Αγαπητό μου παιδί,νομίζω ότι δεν σε χρειαζόμαστε άλλο.Να είσαι διακριτικός και ν’αφήσεις τις κυρίες να τα πούνε λίγο μόνες τους,όπως επιβάλλεται μετά από τόσα χρόνια.Εσύ πήγαινε στο ξενοδοχείο,και...-αλήθεια,» ρώτησε ξαφνικά,γυρνώντας προς το μέρος της Μπεατρίς, «σε ποιό άσυλο βρήκες καταφύγιο,καλή μου Ζενεβιέβ;» Η Μπεατρίς ψιθύρισε δειλά το όνομα του ξενοδοχείου της,και το πρόσωπο της φίλης της φωτίστηκε από χαρά. «Έξοχα!» είπε «Στον ίδιο στάβλο μένω κι εγώ!Λοιπόν,» είπε,στρέφοντας πάλι το βλέμμα στον Ξαβιέ, «σαν καλό παιδί που είσαι θα πάς και θα ζητήσεις να μας μεταφέρουν και τους τρείς στην προεδρική σουϊτα.Να πείς ότι είναι εντολή της Δούκισσας-δεν είναι να πεθαίνεις,αυτός ο τίτλος;-Καρολίν Νικολά!» ‘Ευτυχώς!’ σκέφτηκε η Μπεατρίς ‘Τώρα ξέρω και το επίθετό της!’ Ο Ξαβιέ εξακολουθούσε να τις κοιτάζει με ένα ελαφρό παράπονο.Ίσως ήθελε να μείνει μαζί τους για να ακούσει όσα θα έλεγαν,ή και για να προφυλάξει την Μπεατρίς από κανένα στραβοπάτημα.Η αλήθεια ήταν πως κι η ίδια η Μπεατρίς υπολόγιζε πολύ στη βοήθειά του,κι ένοιωσε μια δόση πανικού στην ιδέα να μείνει μόνη με την επί σειρά ετών ανύπαρκτη φίλη της.Αλλά η Καρολίν ήταν απόλυτη. «Έλα,έλα,» είπε,τσιμπώντας του χαϊδευτικά το μάγουλο, «μην κατσουφιάζεις! Είμαι βέβαιη πως η κυρία σου θα σου μεταφέρει όλο το κουτσομπολιό!» «Αλήθεια;» ρώτησε ο Ξαβιέ,με γουρλωμένα μάτια κι ένα αγαθό χαμόγελο γεμάτο περιέργεια. «Μπράβο κυρία!Δηλαδή,τα σέβη μου,με συγχωρείτε,ευχαριστώ!» Και με μια σειρά μικρών υποκλίσεων απομακρύνθηκε,σχεδόν τρέχοντας. «Η περιέργεια είναι θαυμάσιο προσόν σ’έναν υπηρέτη,» είπε η Καρολίν,ανοίγοντας την πόρτα με το πράσινο τζάμι. «Σε μένα το λές;» απάντησε περιπαιχτικά η Μπεατρίς. «Αυτός ο δαίμονας έχει βρεί τον τρόπο να διαβάζει την αλληλλογραφία μου πριν από μένα!Κι είμαι σίγουρη πως κάποια μέρα θα σκαρφιστεί τον τρόπο να την διαβάζει πριν ακόμα σταλεί!» Αν κανείς δεν είχε ιδιαίτερο λόγο να αντιπαθεί τα τριφύλλια ή το πράσινο χρώμα γενικά,θα έβρισκε το εσωτερικό της συγκεκριμένης πάμπ πολύ συμπαθητικό. Βέβαια ήταν ακόμα πολύ νωρίς,και το μέρος-εκτός από ένα-δυό γνωστούς μέθυσουςήταν εντελώς άδειο.Έτσι οι δυό φίλες κατέλαβαν το ωραιότερο τραπέζι,ένα με θέα στο δρόμο.Τρέμοντας από αμηχανία,η Μπεατρίς κάρφωσε το βλέμμα της στον ουρανό αμέσως μόλις κάθισαν.Για καλή της τύχη,η φίλη της είχε καταπιαστεί να μελετά τον κατάλογο,κάτι που της έπαιρνε αρκετό χρόνο,αφού για να διαβάσει κάθε σειρά έπρεπε να σκύβει πάνω του,έπειτα να απομακρύνεται,να ξανασκύβει και ούτω καθ’ε-
ξής.Αυτή η διαδικασία της έδινε την ευκαιρία να την παρατηρήσει,πράγμα το οποίο και έκανε,προσπαθώντας να ξεχάσει την αγωνία της. Σε μια πρώτη εκτίμηση,η Καρολίν Νικολά ήταν μια ζωντανή αντίφαση.Κοιτώντας την κάποιος αυτή τη στιγμή,με τα μάτια μισόκλειστα και τα χείλη σουφρωμένα στην προσπάθειά της να διαβάσει,θα την έπαιρνε για καμμιά από εκείνες τις θλιβερές,αιωνόβιες ενοίκους των γηροκομείων,που χρειάζονται μισή ώρα για να καταλάβουν ποιός είσαι,κι άλλο τόσο για να το ξεχάσουν και να σου πούν: «Καλημέρα. Ποιός είσαι;» Κι όμως, η Μπεατρίς είχε δεί με τα ίδια της τα μάτια το ακριβώς αντίθετο αυτής της εικόνας.Η μεταμόρφωση που συνέβαινε όταν η φίλη της άρχιζε να μιλά,ήταν κάτι το εκπληκτικό.Στην ουσία,ήταν αυτή ακριβώς η φλυαρία που τις είχε φέρει ως εδώ,ολόκληρη η γνωριμία τους είχε γίνει χάρη στη δική της αδιάκοπη φλυαρία,αφού η ίδια δεν είχε κατορθώσει ν’αρθρώσει ούτε μια λογική πρόταση ως τώρα. ‘Μα πώς να τα καταφέρω;’ σκέφτηκε,προσπαθώντας να δικαιολογήσει τον εαυτό της. ‘Αφού αυτό που μου συμβαίνει είναι τελείως παράλογο!’ Κι ήταν αλήθεια πως,όσο κι αν η πολυλογία της γριάς Δούκισσας έδινε μιαν εντύπωση διαύγειας,στην πραγματικότητα μπορούσε να κρύβει την ίδια έλλειψη συνεννόησης όπως και η πλήρης σιωπή.Αν το καλοσκεφτείς,στα γηροκομεία υπάρχουν ισάριθμοι γέροι που λένε ασυναρτησίες όσο και μουγγοί.Πώς μπορούσε λοιπόν να είναι σίγουρη πως η φίλη της δεν ανήκε στην πρώτη κατηγορία;Στο κάτω-κάτω,την είχε μπερδέψει με μια παλιά της φίλη,κι αυτό δεν ήταν ένδειξη ιδιαίτερης διαύγειας. Ακόμη κι αν δεχόταν πως την διέκρινε κάποια απίθανη ομοιότητα μ’αυτή τη Ζενεβιέβ Λεμάν,κι ότι οι δυό γυναίκες είχαν να ανταμώσουν πάνω από δέκα χρόνια,της φαινόταν τραβηγμένο η φίλη της να είχε πέσει τόσο έξω. ‘Και το παραμύθι που της είπε ο Ξαβιέ για την αποπληξία;Ή στην αρχή,όταν δεν την γνώρισες;Δεν είναι λίγο ύποπτο που είναι τόσο εύπιστη;’ Όμως εδώ βρισκόταν το αγκάθι,ο πυρήνας του προβλήματος που την βασάνιζε: Στο κατά πόσο την ενδιέφερε αν η γριά είχε σώας τας φρένας για το καλό της ίδιας,ή για το προσωπικό της όφελος.Στην ιδέα του δεύτερου ενδεχόμενου ανατρίχιαζε.Ήταν τόσο ανάλγητη ώστε να εκμεταλλευτεί τη συμπάθεια μιας ξεμωραμένης γυναίκας;Ξαφνικά,το μυαλό της πήγε στον τρίτο της άνδρα,τον μακαρίτη τον Φραγκονάρ.Κι εκείνος ήταν υπερήλικας και ξεμωραμένος όταν τον είχε παντρευτεί.Άρα,το είχε ξανακάνει.Πού ήταν το κακό; ‘Το κακό είναι ότι μπορεί να έχω κάνει λάθος,’ είπε με θυμό στον εαυτό της ‘η γυναίκα απέναντί μου να είναι μια χαρά,κι εγώ να ρεζιλευτώ εξαιτίας μιας αδικαιολόγητης απληστίας!’ Αλήθεια,τί λόγο είχε να πιστεύει πως η συντροφιά της Καρολίν θα της απέφερε κάποιο κέρδος;Δεν ήξερε καν αν ήταν πλούσια. ‘Βέβαια,’ σκέφτηκε,παρατηρώντας τα δαχτυλίδια που φορούσε, ‘εκείνο το μονόπετρο στον αριστερό της μέσο πρέπει να είναι ρουμπίνι,κι είναι μεγάλο σαν ρεβύθι.Κι αυτή η αλυσίδα...άραγε είναι ασημένια,ή από λευκόχρυσο;Και τί ωραίο χαρακτικό!Θα πρέπει να της στοίχισε μια περιουσία!...’ Μέσα σε δευτερόλεπτα,ο εκτιμητής είχε ξυπνήσει εντός της,κάνοντας κάθε άλλη φωνή να σωπάσει.Ήταν απίστευτο,αλλά τη συγκεκριμένη στιγμή προσπαθούσε να κοστολογήσει τη φίλη της.Κι ήταν τόσο απορροφημένη,που δεν πρόσεξε τον σερβιτόρο που στεκόταν δίπλα τους. «Τί θα πάρει η κυρία;» την ρώτησε,κι εκείνη,αιφνιδιασμένη,απάντησε: «Ένα ρουμπίνι μεγάλο σαν ρεβύθι.» Η φίλη της γέλασε μεγαλόφωνα,κι η Μπεατρίς έγινε κατακόκκινη.Ευτυχώς, είχε μιλήσει στα γαλλικά,κι ο σερβιτόρος απλώς περίμενε διευκρινίσεις. «Τί είπατε πως θέλετε;» ξαναρώτησε. «Ένα φλυτζάνι μαύρο τσάι,σας ευχαριστώ,» ψέλλισε ταραγμένη εκείνη. Η Καρολίν περιεργαζόταν ακόμη το μενού με τους γιγάντιους φακούς της,όταν ξαφνικά απ’την τρίτη καρέκλα ακούστηκε ένα γουργουρητό.Η Βαλεριάνα,η υπναρού γάτα,είχε αποφασίσει ν’αλλάξει πλευρό,και τεντωνόταν έξω απ’το μεταξωτό
μαξιλάρι του καλαθιού της.Ο σερβιτόρος έσκυψε,την είδε,κι άρχισε να κάνει νοήματα πανικόβλητος: «Ω!Σας παρακαλώ!Δεν επιτρέπονται ζώα στο μαγαζί!» Την ίδια στιγμή,απ’το μπάρ,ακούστηκε η σύντομη στιχομυθία δυό μεθυσμένων: «Ο’Μπράνιγκαν;Βλέπεις εκείνο το σύννεφο;Γκκραακ! (γαϊδουρινό ρέψιμο) Νομίζω ότι μοιάζει με τον Άγιο Γεώργιο!»,είπε ο ένας,κι ο άλλος απήντησε: «Είσαι ένας προδότης Αγγλο-λάτρης,Ο’Ντήντρυ!Γκράουου!» Η Καρολίν ύψωσε επιτιμητικά τα γυαλιά της,έδειξε προς την κατεύθυνση του μπάρ,και ρώτησε: «Είστε σίγουρος ότι δεν επιτρέπονται τα ζώα εδώ μέσα;» Εκείνος έμεινε για λίγο βουβός,δίνοντάς της χρόνο να του επιτεθεί ξανά: «Λοιπόν,» του είπε,πετώντας του τον κατάλογο στα μούτρα, «φέρε μου έναν γαλλικό καφέ,και φρόντισε να μην μυρίζει μπύρα ή ουϊσκι,αλλιώς θα πω στην φίλη μου από’δω να βγάλει τον βόα απ’το σουτιέν της!» Ο σερβιτόρος οπισθοχώρησε μουδιασμένος,κι η Μπεατρίς ξέσπασε σε γέλια. «Είσαι απίθανη,χρυσή μου,» είπε «είχα ξεχάσει πόσο γελούσα μαζί σου!» ‘Γκάφα!’ σκέφτηκε συγχρόνως,πίσω απ’το γέλιο ‘Μην σχολιάζεις το παρελθόν!Μίλα για το τώρα!Για σήμερα!Ουδέτερα θέματα!Ουδέτερα θέματα!’ «Ναι,δυστυχώς,τώρα πια υπάρχουν πολλοί τρόποι να γελάσει κανείς μαζί μου, κι ο κυριότερος είναι να με κοιτάξει!» είπε εκείνη,κι αναστέναξε. «Ω,μην είσαι σκληρή με τον εαυτό σου,Καρολίν,» είπε η Μπεατρίς,θαυμάζοντας την φυσικότητα της φωνής της,κι αμέσως,από φόβο μήπως κάποιο θέμα του κοινού τους παρελθόντος έρθει στην επιφάνεια,ρώτησε: «Αλήθεια,τί σε φέρνει εδώ;» «Δεν σου είπα και προηγουμένως;» έκανε εκείνη,κι απ’το μικρό μαύρο τσαντάκι της έβγαλε μια χρυσή τσιγαροθήκη.Ανοίγοντάς την,αποκάλυψε μια σειρά από μαύρα αρωματικά πουράκια,την ρώτησε αν θέλει κανένα,κι όταν η Μπεατρίς αρνήθηκε,άναψε μόνη της και συνέχισε. «Πάντα σε θαύμαζα για την αντοχή σου-πώς είναι δυνατόν να ζείς μια μέρα σ’αυτόν τον κόσμο και να μην καπνίζεις!Τέλοσπάντων,τί με ρώτησες;Α,ναί!Τί κάνω στο Δουβλίνο!Σου είπα,αυτός ο αναθεματισμένος τίτλος που μου άφησε ο τελευταίος μου σύζυγος,μου έχει πρήξει το σηκώτι!Έχω σιχαθεί να βλέπω όλους αυτούς τους καρπούς αιμομειξίας που κατακλύζουν τις δεξιώσεις! Πεινάλες,που στην πραγματικότητα θα πουλούσαν ακόμη και το βρακί τους,φτάνει να τους λές: ‘Τί κάνετε Κόμη μου;’ κι ένα σωρό αηδίες!Κακώς έμπλεξα μ’όλα αυτά, μου φαίνεται ότι θά’πρεπε να είχα πουλήσει το κωλό-χαρτο και τον πύργο και να κά-τσω στ’αυγά μου,στο Παρίσι...Αλλά μήπως κι εκεί βρίσκω ησυχία;Το τηλέφωνο δεν σταματάει να χτυπάει,είμαι πιο περιζήτητη κι από πουτάνα που το δίνει δωρεάν!Και στην ουσία,αυτό είμαι,χρυσό μου!» Στο σημείο αυτό κάγχασε. «Προκειμένου να έχω την ησυχία μου,δίνω σε όλους αυτό που θέλουν,τους τα χαρίζω,αδειάζω τα σπίτια μου ένα-ένα,πουλάω ότ,ι είναι μέσα,και μοιράζω τα κέρδη από’δώ κι απο’κεί.Και μη νομίζεις ότι είμαι καμμιά αγία-αν δεν είχα χίλιες φορές περισσότερα,δεν θά’δινα ούτε φράγκο,αλλά έτσι όπως έχουν τα πράγματα,αισθάνομαι ότι ξεπουλώντας την περιουσία μου εξορκίζω τους δαίμονες...ξέρεις ποιούς...με τα φράκα και τις τουαλέττες...ή τουλάχιστον,έτσι νομίζω,γιατί απ’ό,τι φαίνεται,ποτέ δεν θα γλυτώσω οριστικά.Ιδού, ακόμα και σ’αυτό το ταξίδι μου,που φρόντισα να γίνει σε άκρα μυστικότητα,κάποιοι καλοθελητές κατάφεραν να με βρούν,και τώρα μου ετοιμάζουν το πιο πληκτικό γουήκ-έντ ολόκληρης της ζωής μου...όμως,δε μου λές,» ρώτησε ξαφνικά «εσύ μπορείς να μου εξηγήσεις πώς βρέθηκες εδώ;Μου είπες ότι έδωσες πόδι στον Ανρί,δεν είναι;» «Ναι,ναι,» είπε η Μπεατρίς,πασχίζοντας να θυμηθεί πώς ήταν το ύφος της ζωντοχήρας. «Μετά τον Ανρί...» ψέλλισε «όλα άλλαξαν.Αποσύρθηκα στην Ελβετία...ξέρεις...ο γιός μου,την τελευταία φορά που έλαβα τηλεγράφημά του,βρισκόταν στη Νιγηρία,ή κάτι τέτοιο,κυνηγώντας σμαράγδια...αυτό το παιδί...» είπε,κι έβαλε το χέρι πάνω απ’το στόμα της,για να μην φανεί πως γελούσε.Στην πραγματικότητα,αυτό που
σκεφτόταν,με ανάμικτη ευθυμία και τρόμο,ήταν το τί θα συνέβαινε αν ξαφνικά,μετά από τόσα χρόνια,η αληθινή Ζενεβιέβ Λεμάν αποφάσιζε να επικοινωνήσει με την φίλη της την Καρολίν.Θα ήταν στ’αλήθεια υπέροχο,φτάνει η ίδια να μην ήταν παρούσα. «Κι η κόρη σου;Η...η Μπριζίτ;» ρώτησε περίεργη η φίλη της. «Η Μπριζίτ...ω,η Μπριζίτ είναι πάντα η Μπριζίτ,» είπε η Μπεατρίς,με μιαν αόριστη χειρονομία. «Πέρυσι αποπειράθηκε δυό φορές ν’αυτοκτονήσει.» «Μη μου πείς!» έκανε η Καρολίν. «Ναι,ναι,το χρυσό μου,» συνέχισε η Μπεατρίς με προσποιητή στοργή, «αλλά τώρα βρίσκεται σ’ένα ησυχαστήριο στη Νέα Αγγλία,κι είναι πολύ καλύτερα.» «Μου φαίνεται πως γι’αυτό κι εσύ κρύφτηκες στα βουνά τόσα χρόνια,» σχολίασε η Καρολίν,πιάνοντάς της το χέρι.Ήταν μια πολύ τρυφερή κίνηση,κι η Μπεατρίς ντράπηκε λιγάκι για όλα τα ψέμματα που της είχε μόλις αραδιάσει. «Κι εγώ,» συνέχισε, «αν είχα παιδιά,θα αυτοκτονούσαν μέρα παρά μέρα!Είμαι φριχτός άνθρωπος,μόνο για τον εαυτό μου νοιάζομαι!Αλλά μιλούσαμε για σένα!Για πές μου τα νέα σου...» «Α,τίποτε το καινούριο,σε διαβεβαιώ,» είπε η Μπεατρίς,ξεγλιστρώντας έντεχνα απ’την παγίδα, «απλώς,υποθέτω ότι βαρέθηκα την ησυχία και το κλίμα της Ελβετίας όπως κι εσύ βαρέθηκες τη βαβούρα του Παρισιού.» «Καταλαβαίνω,καταλαβαίνω απόλυτα,γλυκιά μου,» είπε εκείνη. «Αλλά εδώ;» ρώτησε ξαφνικά. «Πώς βρέθηκες εδώ;Δεν είναι απίστευτο,έπειτα από τόσον καιρό;» «Ναι,πράγματι,» είπε η Μπεατρίς, «και να σκεφτείς ότι βρισκόμουν εδώ με ολότελα άλλο σκοπό.» ‘Ήθελα ν’αγοράσω τη χέστρα του Λουδοβίκου,’ σκέφτηκε,αλλά είπε: «Ο υπηρέτης μου,ο Ξαβιέ,επισκεπτόταν κάτι μακρινούς του συγγενείς εδώ κοντά,και σε μια εφημερίδα διάβασε γι’αυτή τη δημοπρασία.Είχε ξεχάσει να μου αναφέρει το όνομά σου,αλλιώς θα ερχόμουν να σε βρώ,αν και βέβαια μ’αυτό τον τίτλο,ίσως και να μπερδευόμουν...» «Δε θυμόμουν ότι σου άρεσαν οι αντίκες,» είπε γεμάτη περιέργεια η Καρολίν. «Ω,είν’ένα χόμπυ που ανέπτυξα τα τελευταία χρόνια,» είπε η Μπεατρίς,κόκκινη ως τ’αυτιά,και πρόσθεσε «πιθανώς από αλληλλεγγύη προς αυτές!» Οι δυό φίλες ξέσπασαν σε γέλια,και την ίδια ώρα ο σερβιτόρος κατέφτασε με την παραγγελία τους.Ο καφές της Καρολίν ήταν σερβιρισμένος σε γυάλινο ποτήρι με μεταλλική λαβή,κι ήταν ξέχειλος ως απάνω με κρέμα.Εκείνη,αφού ο νεαρός απομακρύνθηκε,έβαλε τις φωνές.Έτσι κι αλλιώς,κανείς εκεί μέσα δεν τους καταλάβαινε. «Τί σου έλεγα πριν;» φώναζε έξαλλη,δείχνοντας το ποτήρι της. «Αυτοί οι άνθρωποι έχουν κεφάλι βωδιού!Του είπα συγκεκριμένα καφέ,χωρίς αλκοόλ,κι αυτός πάει και μου φέρνει ιρλανδέζικο καφέ,που είναι ο μισός ουϊσκι!Τώρα αν του τον λούσω,εγώ θα φταίω;Τριφύλλια και σκατά!Σ’αυτή τη χώρα όλοι είναι μεθυσμένοι!» Η Μπεατρίς προσπάθησε να την παρηγορήσει,μέχρι τη στιγμή που δοκίμασε την πρώτη γουλιά από το τσάι της,και διαπίστωσε ότι είχε κι αυτό γεύση ουϊσκι.Ύστερα από μια τέτοια ελεεινή εξυπηρέτηση,οι δυό φίλες συμφώνησαν να φύγουν μια ώρα αρχύτερα από εκεί μέσα.Άλλωστε η ατμόσφαιρα είχε αρχίσει να γίνεται δυσάρεστη,καθώς οι δύο ντόπιοι μέθυσοι είχαν μεταφέρει τη διαφωνία τους από τα σύννεφα στο ποιός άντεχε να πιεί περισσότερη μπύρα,με αποτέλεσμα να ρεύονται συνεχώς. «Ας ελπίσουμε να έχουμε καλύτερη τύχη με το μπάρ του ξενοδοχείου,» είπε η Καρολίν,μόλις βρέθηκαν ξανά στο δρόμο.Το δεξί της χέρι ήταν περασμένο μέσα από τη λαβή του καλαθιού και χάιδευε απαλά το τρίχωμα της γάτας.Η Μπεατρίς,που ήταν ακόμη λίγο ζαλισμένη με όσα συνέβαιναν,δεν χάρηκε καθόλου μ’αυτό που άκουσε, πράγμα που μάλλον φάνηκε στο πρόσωπό της.Κατά βάθος ήλπιζε ν’αποχωρίζονταν επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο.Αν μη τί άλλο,μέσα σε λίγα λεπτά είχαν ήδη εξαντλήσει όλα τα θέματα για τα οποία μπορούσε να μιλήσει με ασφάλεια,και μάλιστα σε
πολλές περιπτώσεις (όπως με τα ανύπαρκτα παιδιά της) είχε αναγκαστεί να επινοήσει ψέμματα της στιγμής,κάτι στο οποίο ποτέ δεν είχε μεγάλο ταλέντο.Τα κατά συνθήκην ψεύδη που χρησιμοποιούσε στη δουλειά της,όταν προσπαθούσε να πείσει κάποιον ψυλομύτη πελάτη πως το χαλί που αγόραζε είχε κατουρηθεί προσωπικά απ’τον Γκαίτε ή από μιαν άλλη διασημότητα,ή τα μικρά ψεμματάκια που σκαρφιζόταν από πριν,σαν στρατηγική,όταν επρόκειτο να επισκεφτεί μια βεγγέρα κι ήθελε να ξεχωρίζει από την πλέμπα,ήταν τελείως διαφορετικές περιπτώσεις.Τουλάχιστον εκεί είχε τον απαραίτητο χρόνο για να ετοιμαστεί.Ενώ τώρα ήταν εντελώς απροετοίμαστη,κι επιπλέον αυτή τη φορά το ψέμμα που καλούνταν να υποστηρίξει ήταν πιο βαρύ από κάθε άλλη φορά.Μέχρι τώρα,ποτέ δεν είχε διαπράξει πλαστοπροσωπία,εκτός από τις περιπτώσεις που κάποιος την ρωτούσε για την ηλικία ή τα κιλά της.Και πάλι,αυτό δεν σήμαινε ότι παρίστανε κάποιαν άλλη,αλλά τον εαυτό της,μονάχα λίγο νεότερο κι ελαφρύτερο.Όμως το ολισθηρό αυτό μονοπάτι στο οποίο την οδηγούσαν λίγο-λίγο οι συμπτώσεις κι ο αδύναμος χαρακτήρας της,ίσως να είχε πολύ σοβαρές συνέπειες.Η Καρολίν,που τώρα την κοιτούσε με το χαμόγελο της παλιάς φιλενάδας,μπορεί να γινόταν έξω φρενών,μια αληθινή μέγαιρα αν καταλάβαινε το παιχνίδι της.Αλλά κι αν ακόμα δεν καταλάβαινε τίποτε,η ιδέα να συνεχίσει να κοροϊδεύει την συμπαθέστατη αυτή γριούλα έκανε την Μπεατρίς να τρέμει ολόκληρη από αμηχανία.Κι η αμηχανία αυτή διπλασιάστηκε,όταν η φίλη της την κοίταξε μέσα απ’τα χοντρά γυαλιά της και της είπε: «Έχω την εντύπωση ότι βαρέθηκες κιόλας τη συντροφιά μου,χρυσό μου.» Η Μπεατρίς γούρλωσε τα μάτια,κι έσπευσε να την καθησυχάσει. «Μα τί λές τώρα,γλυκιά μου,κάθε άλλο.Μάλιστα δεν βλέπω την ώρα να παίξουμε εκείνη την παρτίδα που λέγαμε.» Στα λόγια της πρόσθεσε ένα νευρικό γέλιο. Όμως η γηραιά φίλη της ήταν ιδιαίτερα οξυδερκής. «Όχι,όχι,ξέρω τί λέω,» είπε «αλλά δυστυχώς εμείς οι γέροι γινόμαστε ανυπόφορα φλύαροι όταν βρίσκουμε κάποιον νεότερο,θαρρείς κι ο χρόνος μας είναι πολύτιμος,και πρέπει να του κληροδοτήσουμε τη βλακεία μας.Πριν καλά-καλά το καταλάβεις,βρίσκεσαι να μιλάς για τον Πρώτο Παγκόσμιο και γίνεσαι ρεζίλι γιατί όλοι καταλαβαίνουν ότι είσαι πιο γριά κι απ’τις χελώνες του Δαρβίνου.Τέλοσπάντων,σήμερα,ό,τι και να πείς,έχεις δίκιο.Πρώτα έρχομαι και σ’αρπάζω απ’τα μούτρα,απρόσκλητη σαν τη γρίππη,έπειτα σε σέρνω σ’αυτόν εδώ τον πράσινο βόθρο,» κι έκανε μια κίνηση προς την πόρτα της πάμπ, «κι από πάνω κανονίζω να μείνουμε μαζί στο ξενοδοχείο,στο ίδιο δωμάτιο.Δεν σε αδικώ καθόλου αν σκέφτεσαι: ‘Ωχ,τώρα η γριά μου την έκατσε για τα καλά,και μόνο ο θάνατος θα την πάρει από κοντά μου.’» Μάταια η Μπεατρίς προσπάθησε να κρύψει το γέλιο που της έφερναν αυτά που έλεγε.Κι εκείνη συνέχισε: «Όχι,μην γελάς καθόλου,» της είπε, «κι εγώ έτσι θα σκεφτόμουν.Δεν είναι μικρή έγνοια να σου φορτωθεί μια τυφλή γριά απ’το πουθενά,κι ας είναι και παλιά σου φίλη.Όμως πρέπει να με πιστέψεις,Ζενεβιέβ χρυσό μου,είχα τόσο ανάγκη από κάποιον να μιλήσω,να του πώ τη δυστυχία μου.» Πριν ολοκληρώσει,κι ενώ η Μπεατρίς περίμενε όλη αγωνία να μάθει τί ήταν αυτό που έκανε τη φίλη της δυστυχισμένη, εκείνη σήκωσε το χέρι κι ειδοποίησε ένα ταξί. «Ορίστε,κοίτα...» μουρμούρισε, «ακόμη και τ’αυτοκίνητα σ’αυτή τη χώρα συνωμοτούν εναντίον μου,πηγαίνουν ανάποδα μόνο και μόνο για να με ζαλίζουν!» Πάντως,πριν περάσουν δυό λεπτά,ένα μαύρο αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά τους.Η Καρολίν,που ως εκείνη τη στιγμή παρέμενε σιωπηλή,πρόσεξε το γεμάτο απορία πρόσωπο της Μπεατρίς.Και σαν νεράιδα του παράξενου,την έπιασε απ’το χέρι κι έκανε την απορία της μεγαλύτερη. «Ω,αγαπητό μου παιδί,» είπε «μόνο εσύ μπορείς να με γλυτώσεις απ’το θάνατο!» Μ’αυτά τα λόγια σωριάστηκε στο πίσω κάθισμα του ταξί,και γρύλλισε το όνομα του ξενοδοχείου στον οδηγό.Η Μπεατρίς την ακολούθησε μόλις και μετά βίας. Δεν είχε τη δύναμη ούτε να κλείσει την πόρτα πίσω της.Ένοιωθε όλο της το σώμα
μουδιασμένο απ’αυτό που είχε πεί η Καρολίν.Τί εννοούσε;Από τί κινδύνευε να πεθάνει;Μήπως ήταν άρρωστη;Και πώς μπορούσε να την βοηθήσει; Κοιτώντας στ’αριστερά,είδε την φίλη της να χαϊδεύει αμέριμνη την κοιμισμένη γάτα της.Δεν φαινόταν άρρωστη,αλλά έπρεπε να μάθει. «Πές μου Καρολίν,τί συμβαίνει;» την ρώτησε ξαφνικά. «Με κάνεις να ανησυχώ.» Εκείνη την κοίταξε με γουρλωμένα μάτια,κι έπειτα έβαλε τα γέλια. «Μα δεν το εννοούσα κυριολεκτικά,χρυσό μου,» της είπε,σφίγγοντας τρυφερά το χέρι της. «Απλώς,ήθελα να σου ζητήσω να περάσεις το ερχόμενο Σαββατοκύριακο μαζί μου.Γιατί αν είμαι μόνη μου,τότε στ’αλήθεια θα πεθάνω από πλήξη!»
ΙΙΙ Η υπόθεση είχε ώς εξής: Ο μακαρίτης σύζυγος της Καρολίν,γιός μιας πλύστρας απ’το Ντόβερ αλλά κατά την ώρα του θανάτου του Δούκας του ανύπαρκτου δουκάτου του Νταντήλιον Σλήβ,είχε αγοράσει,στη διάρκεια της ανοδικής πορείας της ζωής του,έναν ολόκληρο στρατό από σπίτια,σπαρμένα στις τέσσερις γωνιές της υφηλίου.Ανάλογα με το πού τον φέρναν κάθε φορά οι βρωμοδουλειές απ’τις οποίες έφτιαχνε την περιουσία του,αγόραζε επαύλεις και κάστρα,βίλλες και πύργους,θέρετρα και φέρετρα.Παντού-στην Αφρική,την Ευρώπη,την Ασία,τη Λατινική Αμερική,ακόμη και στη μακρινή Ωκεανία.Πεθαίνοντας άτεκνος,η κολοσσιαία ετούτη περιουσία πέρασε αυτόματα στα χέρια της γυναίκας του.Όμως μαζί με την περιουσία,στα χέρια της πέρασαν κι ένας σωρός από ανεπιθύμητες σκοτούρες,που όλα αυτά τα σπίτια γεννούσαν αναπόφευκτα.Όταν μάλιστα τύχαινε κάποια έπαυλη να βρίσκεται σ’ένα πολύ μακρινό μέρος,που βαριόταν να επισκεφθεί,δεν μεριμνούσε καν για το προσωπικό της όφελος. Αντ’αυτού,εξουσιοδοτούσε τους δικηγόρους της να το πουλούν,κι έπειτα μοίραζε τα χρήματα που είχε εισπράξει απ’την πώληση σε εξίσου ανιαρές αγαθοεργίες,φτιάχνοντας νοσοκομεία,σχολεία,κι άλλα τέτοια ιδρύματα με το όνομα του αείμνηστου γιού της πλύστρας.Φρόντιζε δε,για να μην είναι υποχρεωμένη να παρίσταται προσωπικά σε αποκαλυπτήρια,εγκαίνια και παρόμοιες αηδίες,ως φορέας αυτών των φιλανθρωπικών εκδηλώσεων να εμφανίζεται κάποια απ’τις εταιρείες του συζύγου της που λειτουργούσαν ακόμη.Αλλά καθώς η μοίρα εργάζεται μυστηριωδώς,μια μικρή κουκίδα του χάρτη,που σχεδόν περνά απαρατήρητη,έμελλε να τη βάλει σε μεγάλους μπελάδες. Για λόγους ακατανόητους,ο άνδρας της είχε αγοράσει,μεταξύ άλλων,έναν πύργο χτισμένο σε μια παραλία της Νήσου του Μάν.Κι ήταν ακατανόητο πρώτον γιατί ο ίδιος αντιπαθούσε τη θάλασσα,και δεύτερον γιατί το συγκεκριμένο νησί,που επιπλέει ανάμεσα στην Ιρλανδία και τη Μεγάλη Βρεταννία,το είχε ξεχάσει κι ο Θεός. Τουλάχιστον έτσι είχε σκεφτεί η Καρολίν Νικολά,όταν πριν από μερικούς μήνες ανακάλυπτε τους τίτλους ιδιοκτησίας του πύργου.Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή της που άκουγε το όνομα αυτού του νησιού,κι αφού είχε ψάξει στην εγκυκλοπαίδεια,γελώντας με την αστεία σημαία του με τα τρία πόδια,αποφάσισε να ξεφορτωθεί κι αυτό το βάρος μια ώρα αρχύτερα.Το μόνο που έμενε,ήταν να διαλέξει τί είδους κοινωφελές ίδρυμα θα έφτιαχνε αυτή τη φορά,όπως κάποιος διαλέγει επιδόρπιο. «Λέω να φτιάξω μια Βιβλιοθήκη,» είπε,και πήγε να ρίξει μια πασιέντζα.Φαίνεται όμως ότι δεν ήταν η μόνη που βαριόταν τα ταξίδια σε απίθανα μέρη.Όταν οι δικηγόροι της στο Παρίσι έλαβαν την εντολή να πουλήσουν τον εν λόγω πύργο,αντέδρασαν όπως ακριβώς κι εκείνη.Βαρέθηκαν.Κι έτσι ανέθεσαν την πώληση τηλεφωνικά σ’έναν δικηγόρο που κατάφεραν να εντοπίσουν,ο οποίος ζούσε μόνιμα σ’αυτό το νησί.Κι εκείνος,μόλις έμαθε ότι τα έσοδα απ’την πώληση ενός τεράστιου πύργου θα διετίθεντο για την ανέ-
γερση μιας Βιβλιοθήκης στο Ντάγκλας,την πρωτεύουσα του νησιού,έτρεξε κατ’ευθείαν και το είπε στο Δήμαρχο.Και το επόμενο πρωί,όταν η Καρολίν ξύπνησε απ’το ενοχλητικό κουδούνισμα του τηλεφώνου που η καμαριέρα είχε κουβαλήσει στο δωμάτιο μ’ένα μακρύ κορδόνι,άκουσε έναν άνδρα να παραληρεί σε κάτι απερίγραπτα αγγλο-γαλλικά,ευχαριστώντας την και διαβεβαιώνοντάς την πως για την προσφορά της,ολόκληρη η Νήσος του Μάν θα φρόντιζε να την τιμήσει όπως έπρεπε. Μάταια προσπάθησε η Καρολίν να τον προλάβει,να του πεί πως έκανε λάθος, κι ότι δεν επιθυμούσε τίποτε απ’όλα αυτά.Την άλλη κιόλας μέρα,πολλές απ’τις μεγάλες ευρωπαϊκές εφημερίδες αναφέρονταν και πάλι στις ευεργεσίες του εκλιπόντος συζύγου της,προσθέτοντας μια σκανδαλιστική λεπτομέρεια: Αυτή τη φορά,η δωρεά είχε γίνει απ’ευθείας από την χήρα του μεγάλου ανδρός,η οποία σύντομα θα παρίστατο στην αποκάλυψη μιας προτομής που η πόλη του Ντάγκλας σκόπευε να φιλοτεχνήσει.Με λίγα λόγια,ζούσε έναν εφιάλτη.Ήταν πλέον πολύ αργά για να ακυρώσει ένα γεγονός που ήδη κυκλοφορούσε στον τύπο.Και φυσικά,δεν μπορούσε να πάρει πίσω την υπόσχεσή της.Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να φροντίσει από’δώ και στο εξής τα πράγματα να γίνουν όσο το δυνατόν πιο αθόρυβα,χωρίς να πάρουν διαστάσεις.Το τελευταίο που ήθελε ήταν να βρεθεί ξαφνικά στο στόχαστρο της κοινωνίας των αρπακτικών που κατέκλυζαν τα Παρισινά σαλόνια.Αν κάτι τέτοιο συνέβαινε,κι οι διάφοροι γνωστοί της υποπτεύονταν τί θησαυρός κρυβόταν πίσω απ’τον εκκεντρικό τίτλο της Δούκισσας,δεν θα έβρισκε ποτέ ησυχία.Έτσι,για ν’αποφύγει κι άλλα δεινά εκτός απ’το έκτρωμα που θά’ταν δίχως άλλο η προτομή της,ετοίμασε μια συνωμοσία: Θα ταξίδευε στην Ιρλανδία σε ανύποπτο χρόνο,κι εκεί θα οργάνωνε μια δημοπρασία στο όνομά της.Ήταν άλλωστε ευκαιρία να ξεφορτωθεί όσα σκουπίδια είχαν απομείνει στις επαύλεις της στο Μπέλφαστ και το Δουβλίνο.Κι υπό την σκιά αυτού του πλειστηριασμού,που θα φρόντιζε να συμπίπτει με την μέρα της τιμής και του ολέθρου,θα ναύλωνε ένα ταχύπλοο σκάφος να την μεταφέρει στο Νησί με τα τρία ποδάρια.Μονάχα που η Καρολίν δεν υπολόγιζε τον αστάθμητο παράγοντα του κουτσομπολιού,που ο Βολταίρος είχε κάποτε εύστοχα παρομοιάσει: «...με την πορδή των φασολιών,που είναι αδύνατον να κρατηθεί.» Επί τέσσερις εβδομάδες,η πορδή αυτή γέμιζε ασφυκτικά τις συγκεντρώσεις των νεόπλουτων παρασίτων,ταξιδεύοντας από κώλο σε κώλο.Και λίγες μέρες πριν αναχωρήσει για το Δουβλίνο,γεμάτη ελπίδες ότι το σχέδιό της είχε πετύχει,η Καρολίν έλαβε ένα εξαιρετικά δυσάρεστο γράμμα,από έναν εξαιρετικά ανεπιθύμητο γνωστό της.Επρόκειτο για τον Ζαφέτ ντε Ραστιγιάκ,τον γηραιότερο μιας γνωστής οικογένειας ξεπεσμένων αριστοκρατών,κι αυτό που της έγραφε δεν ήταν καθόλου μα καθόλου ευχάριστο.Αν κι είχαν περάσει χρόνια απ’την τελευταία τους συνάντηση,με μια ανεξήγητη οικειότητα της γνωστοποιούσε ότι ο ίδιος,η αχώνευτη ανηψιά του,κι ένα ακόμη τσούρμο ηλιθίων που η Καρολίν γνώριζε μόνον αμυδρά,θα την περιμέναν στο Δουβλίνο,ώστε μετά το τέλος της δημοπρασίας όλοι μαζί να ταξιδέψουν-στο ιστιοφόρο της οικογένειας Ραστιγιάκ-με προορισμό τη Νήσο του Μάν.Σύμφωνα με αυτά που έγραφε,υπολόγιζε πως το ταξίδι δεν θα κρατούσε παρά μιά-δυό μέρες,‘μια μικρή κρουαζιέρα’ όπως την χαρακτήριζε.Η Καρολίν βέβαια ήξερε τον απώτερο σκοπό αυτής της ‘κρουαζιέρας’,όπως ακριβώς ήξερε και την αιτία αυτής της τόσο ξαφνικής προθυμίας.Προφανώς,τα όρνεα της οικογένειας Ντε Ραστιγιάκ,μαζί με μερικά ακόμη,είχαν καταφέρει να μαντέψουν το σχέδιό της, και βρίσκονταν ήδη ένα βήμα μπροστά.Την είχε πατήσει.Απ’τη στιγμή που είχε λάβει αυτό το γράμμα και το είχε διαβάσει,δεν μπορούσε να παριστάνει την ανήξερη.Άλλωστε,οι υπέυθυνοι της δημοπρασίας περιμέναν ήδη από μέρα σε μέρα τον ερχομό της στο Δουβλίνο.Στο πλευρό τους,θα την περιμέναν κι όλα αυτά τα αρπακτικά.Θα ήταν αδύνατον να παραμείνει ινκόγκνιτο τόσες μέρες.Θα την ξετρύπωναν στο ξενοδοχείο της-αν δεν έμεναν κιόλας εκεί-και θα την ανάγκαζαν με τον αβρό αλλά επίμονο τρό-
πο που έχουν όλοι οι πειναλέοι αριστοκράτες να τους ακολουθήσει στην συναρπαστική τους κρουαζιέρα κατά μήκος της Ιρλανδικής Θάλασσας.Ήταν παγιδευμένη. Έτσι,με βαριά καρδιά,έστειλε ένα γράμμα όπου έλεγε πως δεχόταν την πρόσκληση,κι όριζε το ταξίδι για το προτελευταίο Σαββατοκύριακο του χρόνου,μια εβδομάδα πριν τα Χριστούγεννα.Στο ίδιο γράμμα ωστόσο ξεκαθάριζε πως θα έπρεπε να βρίσκεται πίσω πριν τις γιορτές,λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεων,κι ότι το ταξίδι δεν θα έπρεπε να κρατήσει παραπάνω από δυό μέρες. (Στην πραγματικότητα,σχεδίαζε να επιστρέψει με οποιοδήποτε άλλο μέσο,να το σκάσει στην κυριολεξία μετά τα αποκαλυπτήρια της προτομής,γιατί φοβόταν πως αλλιώς θά’πρεπε να υπομείνει τα τσιμπούρια ως το τέλος των γιορτών.) Από εκεί και πέρα,όσο διάστημα βρισκόταν στο Δουβλίνο,θα φρόντιζε να τους αποφύγει όπως ο Διάβολος το λιβάνι.Γιατί μετά,πάνω στο αναθεματισμένο καράβι του Ντε Ραστιγιάκ,θα ήταν αδύνατο να ξεφύγει. Αυτή ήταν με λίγα λόγια η ιστορία,μόνο που το πρωϊνό εκείνο η Μπεατρίς δεν γνώριζε τίποτε από δαύτην,καθώς η Καρολίν δεν της είχε ακόμα εκμυστηρευτεί την αιτία της απελπισίας της.Το μόνο που διέκρινε ήταν μια τρομερή βιασύνη στις κινήσεις και την έκφραση του προσώπου της,σαν ν’αδημονούσε κι η ίδια να της ανοίξει την καρδιά της.Μάλιστα όλος αυτός ο εκνευρισμός,μην βρίσκοντας την ιδανική του εκτόνωση στην κοιμισμένη γάτα που χάιδευε,σύντομα στράφηκε προς τον οδηγό του ταξί.Η αλήθεια ήταν πως δεν έφταιγε εκείνος για την πρωϊνή κίνηση,ωστόσο η Καρολίν βιαζόταν τόσο να επιστρέψουν στο ξενοδοχείο,που έμοιαζε να βράζει από θυμό. Κάποια στιγμή,όταν βρέθηκαν για λίγο σταματημένοι πίσω από ένα φορτηγό που μετέφερε κρέατα,δεν άντεξε κι έσκυψε προς το μέρος της. «Αργεί χαρακτηριστικά!» ψιθύρισε,κι έδειξε το φορτηγό μπροστά τους. «Ορίστε!» πρόσθεσε,ακόμη πιο νευρική, «Κοίτα πού πήγε και σταμάτησε!Και τώρα είμαστε υποχρεωμένες να καθόμαστε και να βλέπουμε αυτά τα φοβερά σφαχτάρια,που μου φέρνουν αναγούλα!Κι όχι τίποτ’άλλο,» συνέχισε ακάθεκτη, «δεν ξέρω αν αυτό το σκατόφτυαρο καταλαβαίνει γαλλικά,για να μπορούμε να μιλήσουμε εμπιστευτικά, κι όχι ψιθυρίζοντας σαν τα στοιχειά!» Αφού έκανε μια παύση,για να στερεώσει τα γυαλιά που είχαν γλιστρήσει ως την άκρη της μύτης της,είπε: «Περίμενε.Θα δοκιμάσω κάτι.» Και ξαφνικά,χωρίς λόγο και χωρίς ειρμό,άρχισε να ξεστομίζει ακατονόμαστες λέξεις στα γαλλικά,αρκετά μεγαλόφωνα ώστε ο οδηγός να την ακούει.Όταν εκείνος δεν γύρισε σε καμμιά απ’αυτές,δοκίμασε την ύστατη πρόκληση,λέγοντάς του πως η μητέρα του επιδίδεται σε όργια στην Κόλαση,για να μην χρησιμοποιήσω τις ακριβείς λέξεις.Ο οδηγός έμεινε το ίδιο απαθής,προσηλωμένος στο τιμόνι του,οπότε κι η Καρολίν συνέχισε να τον καταριέται ανενόχλητη. «Ζώα,πρόκειται για ζώα!» φώναξε. «Πρέπει να τους φέρεσαι όπως στα γαϊδούρια,να κρεμάς μπροστά απ’το αυτοκίνητο ένα καλάμι με τα κόμιστρα δεμένα στην άκρη!Μόνο έτσι θα φτάναν στην ώρα τους!» Κι ήταν τέτοιο το πάθος με το οποίο ξεσπούσε επάνω του,που ξέχασε ότι θα μπορούσε να αξιοποιήσει την άγνοιά του για να πεί στη φίλη της τα μυστικά της.Σε λιγότερο από δέκα λεπτά είχαν φτάσει μπροστά στο ξενοδοχείο,κι η Καρολίν,αφού του πέταξε κατάμουτρα ένα χαρτονόμισμα,βγήκε έξω συνεχίζοντας να βρίζει.Η Μπεατρίς την ακολούθησε μουδιασμένη,υπενθυμίζοντας συγχρόνως στον εαυτό της ότι έπρεπε να κουτσαίνει.Η μόνη που φαινόταν ανέγγιχτη απ’τον εκνευρισμό της φίλης της ήταν η Βαλεριάνα,που εξακολουθούσε να κοιμάται το ίδιο μακάρια όπως και πριν μες στο καλάθι της,χωρίς καν να ενοχλείται απ’τα πέρα-δώθε της μετακίνησής τους.Κοιτώντας την,η Μπεατρίς σκέφτηκε πως,αν δεν την είχε δεί με τα μάτια της να κουνιέται μια-δυό φορές,θα πίστευε πως αυτή η γάτα είναι ταρριχευμένη. «Με συγχωρείς για τα νεύρα μου,αγαπημένη μου Ζενεβιέβ,» είπε ξαφνικά η φίλη της,καθώς μπαίναν στις περιστρεφόμενες πόρτες, «αλλά όσο τους σκέφτομαι,ό-
λους αυτούς τους παλιάτσους,πάω να σκάσω απ’το κακό μου.» Η Μπεατρίς,φυσικά, δεν καταλάβαινε ακόμη σε ποιούς αναφερόταν.Απλώς συνέχιζε ν’ακούει με προσοχή,καθώς διέσχιζαν το μεγάλο φουαγιέ του ξενοδοχείου. «Σου μιλάω ειλικρινά,αισθάνομαι περικυκλωμένη,σαν να με ακολουθούν παντού!» Στο σημείο αυτό η Μπεατρίς σκέφτηκε: ‘Ωχ,η φίλη μας άρχισε να ξεκουρδίζεται!’ Όμως δεν τολμούσε να την διακόψει. «Κι η αλήθεια είναι πως είμαι πράγματι περικυκλωμένη,με κυνηγούν παντού,όπως οι γύπες την ετοιμοθάνατη γκαμήλα.Καταλαβαίνεις την παρομοιώση,αγαπητή μου,έτσι δεν είναι;» ρώτησε σταματώντας για μια στιγμή, «εγώ είμαι η γκαμήλα.Κι αυτοί,οι γύπες!Ορίστε,νά ένας!» φώναξε,και με την άκρη των γυαλιών της έδειξε αόριστα προς το βάθος του φουαγιέ. «Πού;Δε-δεν βλέπω!» τραύλισε η Μπεατρίς. «Φτού!Τώρα δεν βλέπω ούτε εγώ!» είπε η Καρολίν,που κρατούσε ακόμα τα γυαλιά στο χέρι της. «Τέλοσπάντων,είναι καλύτερα έτσι.Δεν έχω καμμία διάθεση να βλέπω τα μούτρα τους,κι απ’αυτή την άποψη ευχαριστώ το Θεό που μ’έκανε μισότυφλη στα γεράματα!Αλλά έχουν καταντήσει μάστιγα!Τώρα,τώρα που θα καθίσουμε,θα σ’τα πώ όλα,για να καταλάβεις με τί είδους ανθρώπων έχω μπλέξει!» ‘Τί να εννοεί;’ αναρωτήθηκε ξανά η Μπεατρίς,και προσπάθησε να σκεφτεί διάφορα είδη αντιπαθητικών ή επικίνδυνων ανθρώπων.Στο μυαλό της ήρθαν μονάχα οι μαστροποί.Όμως η φίλη της έπεφτε λίγο μεγάλη για τέτοιου είδους συναλλαγές. «Έναν-δυό από δαύτους τους είδα κιόλας,σήμερα το πρωί,στη δημοπρασία,» πρόσθεσε η Καρολίν,εξερευνώντας με τα γυαλιά της όλες τις πολυθρόνες του φουαγιέ. «Είχαν μάλιστα το θράσος να έρθουν να με χαιρετήσουν,και να μου πούν πως μένουν κι αυτοί στο ίδιο ξενοδοχείο!Κι εκείνος...κι εκείνο το σίχαμα,ο Ζαφέτ,μένει κι αυτός εδώ,μαζί με τη γελάδα την ανηψιά του!Μου έστειλε κι ένα σημείωμα μέσω της ρεσεψιόν,ο κωλογλύφτης!Θέλει,λέει,να φύγουμε απόψε!Μές στη μαύρη νύχτα,το διανοείσαι;Έπειτα πώς να μην αισθάνομαι περικυκλωμένη;Αυτό είναι κανονική απαγωγή!» Η τελευταία αυτή λέξη έκανε την Μπεατρίς ν’ανατριχιάσει.Απαγωγή;Τί ακριβώς μπλεξίματα είχε η φίλη της;Και ποιός ήταν αυτός ο Ζαφέτ,που ανέφερε με τόση βδελυγμία;Προς στιγμήν,το μυαλό της πήγε-πού αλλού;-στις αντίκες,και σκέφτηκε ότι ίσως η φίλη της να ήταν μπλεγμένη με τίποτε λαθρεμπόρους που την εκβίαζαν. Είχε κι η ίδια τραυματικές αναμνήσεις απ’τη μία και μοναδική φορά που είχε επιχειρήσει να φέρει κάτι λαθραίο απ’τα ταξίδια της.Εκείνα τα ελεφαντάκια από ελεφαντόδοντο δεν θα τα ξεχνούσε ποτέ.Ήταν κάτι τρισχαριτωμένες μινιατούρες,που είχε αγοράσει απ’την Καλκούττα σε εξευτελιστική τιμή.Τις είχε περάσει απ’το τελωνείο χωρίς να τις δηλώσει,κι όταν ο υπάλληλος άνοιξε τη βαλίτσα της,είπε μ’ένα χαμόγελο ότι ήταν πραλίνες από λευκή σοκολάτα.Όμως ο υπάλληλος επέμενε,και στο τέλος είχε αναγκαστεί να τα καταπιεί και τα έξη,υποκρινόμενη μετά από κάθε οδυνηρή μπουκιά ότι ήταν νοστιμότατα.Χρειάστηκαν δύο μπουκαλάκια καθαρτικό για να μπορέσει να ξαναδεί τα ελεφαντάκια,κι από τότε δεν ξανάφαγε ποτέ λευκή σοκολάτα. Η φωνή της φίλης της την έβγαλε απότομα απ’την ονειροφαντασιά. «Ελεύθερο το πεδίο!Νομίζω ότι μπορούμε να καθίσουμε!» είπε,και της έκανε νόημα να την ακολουθήσει.Η Μπεατρίς την ακολούθησε,στην αρχή φουριόζα,κι έπειτα,μόλις το θυμήθηκε,κουτσαίνοντας.Το αριστερό της πόδι ιδίως την πέθαινε στον πόνο. ‘Κατάρα στον Ξαβιέ και τις αποπληξίες του!’ σκέφτηκε θυμωμένη. Η Καρολίν,αντίθετα,φαινόταν να ξεπερνά σιγά-σιγά τον πρωτύτερο θυμό της. Είχε θρονιαστεί σ’ένα διθέσιο καναπεδάκι,αφήνοντας δίπλα της το καλάθι με την Βαλεριάνα,κι είχε τοποθετήσει ένα απ’τα μαύρα της πουράκια στην άκρη μιας μακριάς λευκής πίπας.Έτσι,μ’αυτό το ασπρόμαυρο πράγμα να κρέμεται καπνίζοντας από τα χείλη της,και τα χοντρά γυαλιά ν’ακολουθούν τις κυκλικές κινήσεις των ματιών της στο χώρο,η φίλη της θύμιζε υποβρύχιο που ετοιμάζεται ν’αμολήσει μια τορπίλλη.
«Ξέρω τί σκέφτεσαι,» της είπε χωρίς να την κοιτάξει, «αλλά πρέπει πρώτα να βεβαιωθώ ότι κανένα απ’αυτά τα παλιοτόμαρα δεν βρίσκεται εδώ γύρω για να μας κρυφακούσει.Α,επί τη ευκαιρία,πές και στον σερβιτόρο που έρχεται να μας φέρει από έναν κανονικό καφέ,χωρίς οινόπνευμα.Είναι μία το μεσημέρι,για το Θεό.» Μόνο που τα γυαλιά-φλυτζάνια δεν μπορούσαν να επανορθώσουν πλήρως τα σφάλματα της όρασής της.Έτσι,ο νεαρός που έμοιαζε με σερβιτόρο δεν ήταν άλλος από τον Ξαβιέ,που εμφανίστηκε έξαφνα μπροστά τους με μια υπόκλιση. «Εσύ είσαι καλέ μου Ξαβιέ;» είπε η Μπεατρίς,γεμάτη χαρά.Για κάποιο λόγο η εμφάνισή του την καθησύχαζε,την επανέφερε στη λογική. «Φοβάμαι ότι έχω άσχημα νέα,κυρία,» είπε εκείνος θλιμμένος. Η Μπεατρίς πήρε ύφος βλοσυρό. «Τί άσχημα νέα;» είπε κοφτά. «Δεν πιστεύω να ξέχασες τίποτε πίσω στο Παρίσι!Θα σε γδάρω,θα σε αλατίσω και θα σε στείλω πίσω γδαρμένο να το φέρεις!» «Όχι κυρία,» είπε εκείνος, «δεν ξέχασα τίποτε,αλλά φοβάμαι πως δεν κατάφερα να φέρω εις πέρας την επιθυμία της κυρίας.» Λέγοντας το δεύτερο ‘κυρία’,είχε γνέψει διακριτικά προς το μέρος της Καρολίν,την οποία είχε υιοθετήσει ως δεύτερή του αφέντρα.Όμως καμμιά απ’τις δυό γυναίκες δεν κατάλαβε τί εννοούσε. «Αναφέρεσαι σε μένα,Ξαβιέ,» τον ρώτησε η Μπεατρίς, «ή απλώς φλυαρείς;» «Όχι,Ζενεβιέβ,γλυκιά μου,» της είπε η Καρολίν, «εμένα εννοεί.Εγώ είμαι πιο κυρία,χωρίς παραξήγηση!» Κι άφησε ένα μικρό γελάκι.Έπειτα στράφηκε στον Ξαβιέ. «Τί συμβαίνει κι είσαι αναστατωμένος,χρυσό μου;Το ξέρεις ότι μας διέκοψες τη στιγμή ακριβώς που ετοιμαζόμουν να εξομολογηθώ στην κυρία σου όλα τα τρομερά μου μυστικά;» Ο Ξαβιέ,άθελά του,γούρλωσε τα μάτια απ’την περιέργεια. «Λοιπόν;» ρώτησε πάλι η Καρολίν, «Τί τρέχει;Υπάρχει κάποιο πρόβλημα με τα δωμάτια;» «Η προεδρική σουϊτα...» ψέλλισε δειλά ο Ξαβιέ, «είναι...κατειλημμένη.» «Πώς;» βροντοφώναξε εκείνη, «Κατειλημμένη;Γρήγορα!Θέλω να δώ το διευθυντή αυτού του τρισάθλιου φτωχοκομείου!Αμέσως!» Ο Ξαβιέ έφυγε τρέχοντας,για να γυρίσει πίσω ένα λεπτό μετά,κάθιδρος και κατασυγχυσμένος. «Δεν έρχεται,» είπε «λέει πως δέχεται κόσμο μονάχα στο γραφείο του.» Η Καρολίν κατέβασε τα γυαλιά της,τον κοίταξε με μισόκλειστα μάτια γεμάτα περιφρόνηση,σαν να ήταν ο ίδιος ο διευθυντής,και γρύλλισε: «Να πάς και να του πείς ότι αν δεν έρθει αμέσως εδώ,θ’αγοράσω ολόκληρο το ξενοδοχείο,και το γραφείο του θα το βάλω στην πλατεία να το χέζουν τα περιστέρια!» Ο Ξαβιέ έτρεξε πάλι πίσω,κι ύστερα από μερικά λεπτά επέστρεψε μαζί μ’έναν κοντόχοντρο άντρα που χαμογελούσε κι έτρεμε.Απ’το ύφος του και μόνο η Μπεατρίς υπέθεσε πως ο Ξαβιέ του είχε μεταφέρει τα λόγια της Καρολίν κατά λέξη. «Πώ-πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω;» είπε σε σπασμένα γαλλικά. «Κατ’αρχήν,άλλη φορά να είστε πιο συνεπής,αγαπητέ μου,» του είπε με στόμφο,κοιτώντας τον μές απ’τα γυαλιά της. «Δεν έχετε να κάνετε με πουτάνες του λιμανιού,που νοικιάζουν δωμάτια με την ώρα.Εγώ είμαι ευγενής,γαλαζοαίματη!Κι επιπλέον απαιτώ να μάθω τί πρόβλημα υπάρχει με την προεδρική σουϊτα!» «Θα-θα θέλατε την προεδρική σουίτα;Οι...οι τρείς σας;» «Ναι,οι τρείς μας,είμαστε ερωτευμένοι ο ένας με τον άλλο,και θέλουμε να κοιμόμαστε όλοι μαζί,παρτούζα,καταλαβαίνετε;Τί πρόβλημα έχετε μ’αυτό;» «Φ-φοβάμαι πως η προεδρική σουίτα είναι κατειλημμένη,» είπε εκείνος. «Ποιός την έχει καταλάβει;» ρώτησε επιτακτικά η Καρολίν. «Ο...ο κόμης του Γουήτφιλντ,με τη σύζυγό του.» Εκείνη,εκτιμώντας για μια στιγμή την κατάσταση,είπε ψύχραιμα:
«Να πάτε και να πείτε στον κόμη του Γουήτφιλντ ότι είναι ένα ελεεινό προϊόν αιμομειξίας,ότι ο πατέρας κι η μητέρα του ήταν αδέλφια,κι ότι η γυναίκα του πηδιέται με τον Ναύαρχο Κήτον,πράγμα που γνωρίζουν οι πάντες εκτός απ’αυτόν.» Ο κοντόχοντρος ανθρωπάκος κοκκίνησε ως τ’αυτιά,υποκλίθηκε,κι ετοιμάστηκε να φύγει τρέχοντας.Όμως η τραχιά φωνή της Καρολίν τον σταμάτησε: «Επίσης,φροντίστε να μας μεταφέρετε σ’ένα οποιοδήποτε τρίκλινο δωμάτιο, εμένα και την κυρία Λεμάν.Οπουδήποτε αλλού εκτός απ’τον όροφο όπου ήδη μένω.» «Ποιά είναι η κυρία Λεμάν;» ρώτησε εκείνος σαστισμένος. Με σβελτάδα ταχυδακτυλουργού,η Μπεατρίς κοίταξε τον Ξαβιέ με γουρλωμένα μάτια και συγχρόνως του βίτσισε το δεξί πόδι με το μπαστούνι.Κι αυτός,πνίγοντας ένα επιφώνημα πόνου,άρπαξε αμέσως τον διευθυντή απ’το χέρι,λέγοντας: «Ελάτε,ελάτε-αφήστε το επάνω μου.Θα σας εξηγήσω.» Μόλις απομακρύνθηκαν,η Καρολίν ξαπλώθηκε στον καναπέ τρίβοντας τα μικρά της μάτια,και στέναξε όλο ανακούφιση. «Η ηλιθιότητα των ανθρώπων με εξουθενώνει.Αλλά ευτυχώς,τακτοποιήθηκε κι αυτό.» Βγάζοντας τα χέρια από τα μάτια της,την κοίταξε χωρίς να την βλέπει. «Χίλια συγγνώμη για την ταλαιπωρία,Ζενεβιέβ χρυσό μου,όμως δεν αντέχω ούτε τη σκιά τους.Κι οι αγροίκοι,έκλεισαν δωμάτια ακριβώς γύρω απ’το δικό μου.Γι’αυτό κι εγώ ζήτησα αυτό το...κοινόβιο.Ελπίζω να μην σε πειράζει πολύ.» «Κάθε άλλο,» έκανε η Μπεατρίς. «Έτσι κι αλλιώς,» συνέχισε εκείνη, «δεν νομίζω ότι θα μας χρειαστεί και πολύ,αυτό το δωμάτιο.Απ’ό,τι φαίνεται,δεν κρατιούνται με τίποτε.Οπότε μας βλέπω να φεύγουμε απόψε κιόλας,κι εύχομαι για το καλό τους να έχει καλό καιρό.» Η Μπεατρίς την άκουγε χωρίς να καταλαβαίνει λέξη.Ποιοί ήταν όλοι αυτοί στους οποίους αναφερόταν στον πληθυντικό,και με τέτοια απέχθεια;Για πού θα έφευγαν απόψε;Και το κυριότερο,μήπως ανάμεσά τους υπήρχε κανείς που να γνωρίζει την αληθινή Ζενεβιέβ Λεμάν,κάποιος με καλύτερη όραση απ’αυτήν της φίλης της;Η τελευταία σκέψη την γέμιζε φρίκη.Έπρεπε λοιπόν να σιγουρευτεί από πρίν. «Τους ξέρω εγώ αυτούς τους...φίλους σου;» ρώτησε δήθεν αδιάφορα. «Φίλοι;» έκανε η Καρολίν. «Αυτοί δεν είναι φίλοι,είναι φίδια.Κι όχι,δεν νομίζω πως τους ξέρεις.Στην Ελβετία δεν έχει φίδια,απ’όσο γνωρίζω.Τόσο το καλύτερο για σένα,αγαπητή μου,πίστεψέ με.Πρόκειται για μια συμμορία πεινασμένων.Απ’αυτό το θλιβερό είδος που ξέρει να ζεί μόνο σε βάρος των άλλων,ξέρεις.» ‘Αν ξέρω λέει,’ σκέφτηκε η Μπεατρίς, ‘κι εγώ σ’αυτό το είδος ανήκω.’ Με τα χέρια της να τρέμουν ελαφρά,η Καρολίν έβγαλε το ετοιμοθάνατο πουράκι απ’την πίπα της,τό’σβησε,κι άναψε ένα καινούριο. «Ελεεινή συνήθεια το κάπνισμα,» είπε,φυσώντας τον καπνό, «την απέκτησα εξαιτίας του πρώτου μου άνδρα,όπως οι κρατούμενοι στη φυλακή.Ευτυχώς,τις υπόλοιπες ελεεινές μου συνήθειες τις χρωστώ μονάχα στον εαυτό μου.» «Αλήθεια βρε τέρας,» είπε η Μπεατρίς,μ’ένα τόνο φριχτής οικειότητας, «πόσους άνδρες έχεις ξεκοκκαλίσει;» «Τρείς,» είπε εκείνη περήφανα, «χωρίς να λογαριάσουμε εκείνους που δεν παντρεύτηκα.» Η Μπεατρίς ήταν έτοιμη ν’αναφωνήσει:‘Κι εγώ το ίδιο!’,αλλά την τελευταία στιγμή κατάλαβε ότι ετοιμαζόταν για γκάφα.Η Ζενεβιέβ Λεμάν κι αυτή δεν μοιράζονταν το ίδιο curriculum vitae,κι αν δεν ήθελε οι οικειότητες με την Καρολίν να πάψουν οριστικά και αμετάκλητα,έπρεπε να είναι πολύ προσεκτική.Έτσι,αρκέστηκε σε μια ερώτηση πιο άμεση. «Δεν μου είπες όμως τί συμβαίνει με τους φίλους μας,τα φίδια,» είπε,σκύβοντας με συνωμοτικό τρόπο προς το μέρος της.
«Μμ,θα σ’τα πώ όλα,τώρα αμέσως,» είπε εκείνη.Την ίδια στιγμή σήκωσε το χέρι και φώναξε: «Καφέ!Τώρα!» σε κάποιον άτυχο σερβιτόρο,που προφανώς,μην περιμένοντας μια τέτοια κραυγή,άφησε ό,τι κουβαλούσε να πέσει στο πάτωμα.Η Μπεατρίς αναπήδησε ξαφνιασμένη,αλλά η φίλη της δεν φάνηκε να ενοχλείται καθόλου απ’την κλαγγή της πορσελάνης και των μαχαιροπήρουνων.Το μόνο που έκανε ήταν να σηκώσει τους ώμους,λέγοντας ανάμεσα στα δόντια: «Ελπίζω οι καφέδες μας να έχουν καλύτερη τύχη.» Κι έπειτα πήρε πόζα και συνέχισε: «Λοιπόν,αγαπητό μου παιδί,καθώς έχουμε πολλά χρόνια να τα πούμε-νομίζω πριν ακόμη ο Δούκας του κώλου μας αφήσει χρόνους-θα σου τα πώ όλα απ’την αρχή.Αλλά επειδή επίσης φοβάμαι ότι όσο γερνάω τόσο χαζεύω,αν αρχίσω να επαναλαμβάνω τα ίδια πράγματα πάνω από δυό φορές,μη διστάσεις να με χτυπήσεις ελαφρά στο κεφάλι με το μπαστούνι σου,όπως κάνουν με τα πικ-απ.» Η Μπεατρίς δεν μπόρεσε να κρύψει ένα μικρό γέλιο. Στην αρχή της αφήγησης αυτής,η Μπεατρίς πίστευε πως απέναντί της είχε μια γυναίκα αθυρόστομη,ίσως λιγάκι σκληρή,μα πάνω απ’όλα εκκεντρική.Όταν όμως η αφήγηση της Καρολίν τελείωσε,ένας ολότελα άλλος άνθρωπος στεκόταν,κατά τη γνώμη της,πίσω απ’τη σταχτοθήκη και τα φλυτζάνια του καφέ.Κι η μεταμόρφωση που είχε συντελεστεί μέσα της είχε γεννήσει τέτοια αισθήματα εγγύτητας προς την άγνωστη μέχρι τότε φίλη της,που η Μπεατρίς σκεφτόταν ότι απέναντί της δεν έβλεπε παρά μια γηρασμένη εκδοχή του ίδιου της του εαυτού. Πρώτ’απ’όλα,υπήρχε το ζήτημα της καταγωγής και της κοινωνικής τάξης. Απ’την πρώτη στιγμή της ‘συνάντησής’ τους-για την Μπεατρίς της γνωριμίας τους-η Καρολίν είχε αναφερθεί με επιτιμητικό τρόπο στον τίτλο της,χρησιμοποιώντας τον μονάχα για να εκφοβίσει λίγο αργότερα τον διευθυντή του ξενοδοχείου,μια αντίφαση φαινομενικά παράδοξη.Αλλά κρίνοντας απ’όσα της είχε μόλις εξιστορήσει,η φίλη της είχε ζήσει μια ζωή παρασίτου παρόμοια σε κάθε τί με την δική της.Μές στην αφήγησή της,προσεκτικά τοποθετημένες σχεδόν σαν να υποπτευόταν πως η Μπεατρίς δεν γνώριζε τίποτε γι’αυτήν,είχε αραδιάσει ένα σωρό υποννοούμενα για τους δρόμους απ’τους οποίους είχε ξεκινήσει,για το αίμα που είχε ρουφήξει απ’τους συζύγους της, καθώς και για την κλίμακα την οποία είχε ανέλθει,μόνο και μόνο για να βρεθεί ανάμεσα σε ανθρώπους που περιφρονούσε.Ακούγοντάς την καταλάβαινε πως είχε να κάνει με μια γυναίκα πράγματι σκληρή,ωστόσο αυτή η σκληρότητα της ήταν απόλυτα οικεία-την ίδια ακριβώς σκληρότητα είχε επιδείξει η Μπεατρίς όταν στα εικοσιπέντε της μόλις χρόνια παρατούσε τον πρώτο της σύζυγο,τον οποίο είχε παντρευτεί στα εικοσιτέσσερα και στην κηδεία του οποίου παραβρέθηκε στα εικοσιέξη,με άλλο σύζυγο.Δεν ήταν τυχαίο που καμμιά τους δεν είχε αποκτήσει παιδιά.Παρόλο που τα μάτια της φίλης της δεν έβλεπαν πια σχεδόν καθόλου,η Μπεατρίς ένοιωθε σίγουρη πως τον καιρό που λειτουργούσαν κανονικά,βλέπαν τον κόσμο ακριβώς όπως και τα δικά της. Η μόνη τους διαφορά ήταν η εξωφρενική περιουσία της Καρολίν,που όταν άρχισε να την υποπτεύεται,σχεδόν τρόμαξε.Είχε αισθανθεί απένταρη μπροστά σε ανθρώπους που για την φίλη της ήσαν απλώς ζητιάνοι.Μόλις όμως συνήθισε στα μεγέθη,κι έπαψε να τους δίνει σημασία,σκέφτηκε πως ίσως κι η ίδια,αν διέθετε τόσα πολλά χρήματα,το πιθανότερο θα ήταν να τα αντιμετώπιζε με την ίδια αδιαφορία.Ίσως ακόμη και το πάθος της για τις αντίκες να καταλάγιαζε,ή να γινόταν πιό ήπιο,όπως στην Καρολίν,που αφηνόταν στην πολυτέλεια χωρίς να κυριεύεται απ’αυτήν σα δαιμονισμένη. Ωστόσο,παράλληλα με το αίσθημα της οικειότητας,ένα άλλο,αυτό της ενοχής,γινόταν βαρύτερο μέσα της καθώς άκουγε τη φίλη της να μιλά.Δεν μπορούσε άλλωστε παρά να νοιώθει ένοχη γι’αυτό που συνέβαινε,πολύ περισσότερο όταν διαπίστωνε ότι μπροστά της βρισκόταν ένας άνθρωπος με τον οποίο μοιραζόταν τόσα κοινά στοιχεία.Ήταν σαν να εξαπατούσε τον εαυτό της,ή μια πιστή του εικόνα.Κι η υπο-
ψία ότι εξακολουθούσε την απάτη της με απώτερο στόχο την περιουσία της Καρολίν, την έκανε να αισθάνεται σαν μια χοντρή και σιχαμένη βδέλλα με μαύρα μαλλιά. ‘Με γκρίζα μαλλιά,’ διόρθωσε από μέσα της,κι υπενθύμισε στον εαυτό της ότι έρθει ο καιρός να τα ξαναβάψει.Τόσους μήνες στη Νίκαια,ζούσε πίσω απ’τον ήλιο. «Με προσέχεις χρυσό μου,ή σκέφτεσαι το χρώμα των μαλλιών σου;» Η ερώτηση της Καρολίν ακούστηκε τόσο ξαφνικά,που την κατακεραύνωσε. «Καί τα δύο...συγχρόνως,» ομολόγησε,κατεβάζοντας το βλέμμα με ντροπή. «Ω,εσείς οι νέοι,με τα προβλήματά σας!» είπε εκείνη,χαμογελώντας με κατανόηση,σαν να την είχε κιόλας συγχωρέσει. «Ευτυχώς που βρίσκομαι στην ηλικία του πτώματος,και δεν χρειάζεται ν’ανησυχώ πιά για τέτοια πράγματα.Έτσι που έχω γίνει σαν μαύρη σταφίδα,ποιός θα πίστευε ποτέ ότι οι τρείς τρίχες μου είναι ξανθές ή ότι έχω τα κανονικά μου δόντια;Οπότε κι εγώ τ’αφήνω ν’ασπρίσουν,κι από πάνω προσθέτω κι αυτή την εκτυφλωτική μασέλα-δές!» Και με μια κίνηση,έφτυσε το πάνω μισό της οδοντοστοιχίας της,κρατώντας τη μέσα στην παλάμη της. «Λάμπει φτο φκοτάδι!» είπε,κι η Μπεατρίς,αλαφιασμένη απ’τη θέα της απαστράπτουσας μασέλας,ξέσπασε σε δυνατά γέλια.Η φίλη της εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία και την ξανάβαλε. «Όμως αρκετά μαλακιστήκαμε,» είπε «και με συγχωρείς για την έκφραση χρυσό μου,αλλά πρέπει να δούμε τί θα κάνουμε.Πρέπει οπωσδήποτε να με βοηθήσεις, πρέπει να’ρθείς μαζί μου σ’αυτή την κρουαζιέρα των βαλσαμωμένων.» Αποφεύγοντας την ερώτηση,η Μπεατρίς πήρε στα χέρια της το φλυτζάνι κι έκανε πως ανακάτευε τον καφέ της.Όσο ευχάριστη κι αν ήταν η συντροφιά της Καρολίν,δεν ήταν ακόμα σίγουρη πως μπορούσε να δεχτεί την πρόσκλησή της,γι’αυτό το ταξίδι στο Μάν.Κατά πρώτο λόγο,δεν είχε σταματήσει να φοβάται μια τυχόν αποκάλυψη της αληθινής της ταυτότητας.Απ’τους επιβάτες του περίφημου σκάφους,ήξερε μόνο τα ονόματα,κι αυτό επειδή της τα είχε πεί η φίλη της.Δεν μπορούσε επομένως να αποκλείσει το ενδεχόμενο κάποιος απ’όλους αυτούς τους ηλικιωμένους αριστοκράτες να γνώριζε προσωπικά την Ζενεβιέβ Λεμάν.Δεύτερον,υπήρχε το ζήτημα του μαγαζιού.Ήδη,ο ένας μήνας των διακοπών της είχε κοστίσει αρκετά,κι αν επιπλέον πρόσθετε την αποτυχία αυτού του ταξιδιού στο Δουβλίνο,σε λίγο καιρό θα έπρεπε να αρχίσει να ψάχνει για τον σύζυγο υπ’αριθμόν τέσσερα. ‘Βέβαια,μπορείς πάντα να μετατρέψεις μια αποτυχία σε επιτυχία,’ είπε η φωνή του Σατανά μέσα στο μυαλό της. ‘Όπως για παράδειγμα,ζητώντας κάποιο μικρό δάνειο απ’την καλή σου φίλη,ή μένοντας κοντά της μέχρι η ολόχρυση επίστρωσή της ν’αρχίσει να τρίβεται κι επάνω σου.’ Αλλά αυτό καταντούσε εντελώς χυδαίο.Αν ασφυκτιούσε απ’το πρώτο κιόλας πρωί πίσω απ’τη μάσκα της Ζενεβιέβ,πώς θα άντεχε άλλες δύο μέρες;Το τρίτο μεγάλο εμπόδιο ήταν η θάλασσα,και μαζί της,ο Ξαβιέ.Η Μπεατρίς ήξερε καλά πως ο πιστός της υπηρέτης φοβόταν τρομερά τα ταξίδια με πλοίο.Όσες φορές τον είχε πάρει μαζί της στην Αίγυπτο,κατέληγε να τον σέρνει πίσω της σαν αποσκευή,αφού απ’την πρώτη μέρα αρρώσταινε και γινόταν κίτρινος ή πράσινος ή άσπρος.Κι ασφαλώς δεν μπορούσε να τον στείλει πίσω στο Παρίσι χωρίς φράγκο. Τέλος,υπήρχε κάτι που κι η ίδια δεν μπορούσε να προσδιορίσει.Κάτι σαν προαίσθημα-αν κι η Μπεατρίς δεν πίστευε στα προαισθήματα-που όμως αυτή την ώρα,καθώς λογάριαζε τα υπέρ και τα κατά ενός τέτοιου δωρεάν ταξιδιού απ’το πουθενά,γεννούσε μέσα της έναν αναίτιο αλλά δυνατό φόβο.Ίσως ήταν η ιδέα του να ταξιδέψει μ’ένα παλιό ιστιοφόρο.Ίσως πάλι να φοβόταν τον συγχρωτισμό επί μέρες με τόσους αγνώστους,που η φίλη της περιέργαφε με τα μελανότερα χρώματα.Όμως ό,τι κι αν ήταν,η Μπεατρίς είχε την αίσθηση πως η κρουαζιέρα αυτή έκρυβε κινδύνους. Έτσι,όταν η φίλη της πήρε μια βαθιά ρουφηξιά καπνού και είπε: «Αλλά για να είμαι ειλικρινής,δεν σε θέλω μαζί μου μόνο για παρέα,αγαπητή μου Ζενεβιέβ.Φοβάμαι.» η λέξη αυτή-φοβάμαι-έφτασε με δεκαπλάσια ένταση στ’αυτιά της.
«Φοβάσαι;Τί φοβάσαι;» ρώτησε,πασχίζοντας ν’ακουστεί ψύχραιμη. «Μήπως τη θάλασσα;Γιατί αν είν’αυτό,ξέρω κάτι καταπληκτικά χάπια που-» «Όχι χρυσό μου,δε φοβάμαι τη θάλασσα,» είπε εκείνη,κόβοντας τη φράση της στη μέση.Φυσώντας ένα αρωματικό σύννεφο,συνέχισε. «Μάλιστα ντρέπομαι κιόλας που σου ζητάω μια τόσο μεγάλη χάρη,και θά’χεις κάθε λόγο να αρνηθείς.Αλλά αν ερχόσουν μαζί μου,θα αισθανόμουν...πώς να το πώ...προστατευμένη.» Η Μπεατρίς έσμιξε τα φρύδια,δείχνοντας έτσι την απορία της. «Μα είναι και το διαμάντι στη μέση!» επέμεινε η Καρολίν. «Ποιό διαμάντι;» έκανε η Μπεατρίς.Πράγματι,δεν είχε ιδέα για ποιό πράγμα μιλούσε η φίλη της,και προς στιγμήν φοβήθηκε ότι είχε χάσει από απροσεξία κάποιο κομμάτι της αφήγησής της.Αλλά την απορία στο πρόσωπό της διαδέχθηκε η ίδια ακριβώς έκφραση στο πρόσωπο της Καρολίν. «Δεν σου είπα το σπουδαιότερο;» είπε,κι άρχισε να γελά. «Μου φαίνεται ότι έπρεπε να με είχες χτυπήσει στο κεφάλι,όπως σου είχα πεί!Μα από’κεί ήθελα να ξεκινήσω!Λοιπόν,άκου να δείς τί σκαρφίστηκαν τα παλιοτόμαρα...» Κι αυτό που της είπε,ήταν πραγματικά τρομερό.Έμοιαζε με ιστορία από ρομάντζο με κατασκοπείες.
IV Λίγες μέρες πριν την άφιξη της Καρολίν στο Δουβλίνο,κάποιος έβγαλε μια βρώμα.Κανείς,ούτε η ίδια,δεν ήξερε ποιός ήταν αυτός,ούτε πώς την είχε αφήσει να διαρρεύσει.Πάντως όταν είχε φτάσει στην αίθουσα των δημοπρασιών χθές το πρωί,το νέο είχε διαδοθεί από στόμα σε στόμα: Μαζί της,εκτός απ’τα εκθέματα του πλειστηριασμού,είχε φέρει μυστικά έναν απ’τους μεγαλύτερους θησαυρούς της,τη Φωτιά της Ροδεσίας.Η Φωτιά της Ροδεσίας ήταν ένα τεράστιο κόκκινο διαμάντι,που ο θρύλος έλεγε ότι είχε βρεθεί στις στάχτες ενός χωριού που είχε απανθακωθεί,μαζί με όλους τους κατοίκους του,απ’την έκρηξη ενός τοπικού ηφαιστείου.Για δεκαετίες κανείς δεν ήξερε ποιός ήταν ο ιδιοκτήτης του,ώς την ημέρα που ο Δούκας του Νταντήλιον Σλήβ,δηλαδή ο γιός της πλύστρας και σύζυγος της Καρολίν,το αγόρασε,ή τέλος πάντων αγόρασε ένα μεγάλο κόκκινο διαμάντι κι είπε πως ήταν αυτό.Άλλωστε, τέτοιου είδους ψέμματα-κρίνοντας απ’το ανύπαρκτο Δουκάτο του-δεν του ήσαν ξένα. Το ζήτημα ήταν πως η Καρολίν ουδέποτε είχε δεί αυτή την ‘καταραμένη κόκκινη σκατόπετρα’ (για να χρησιμοποιήσω τα λόγια της) κι ότι αν εξακολουθούσε να υπάρχει, το πιθανότερο ήταν να βρίσκεται καταχωνιασμένη σε κάποια απ’τις εκατοντάδες θυρίδες της,που κι η ίδια αγνοούσε πλέον το ακριβές τους περιεχόμενο. «Όμως οι φήμες είναι φήμες.Κι απ’τη στιγμή που αυτός ο μπάσταρδος,όποιος κι αν είναι,διέδωσε τη φήμη ότι εγώ κουβαλάω μαζί μου την περίφημη Φωτιά,εμένα μου άναψε κανονική φωτιά στον κώλο μου!» Σβήνοντας το τσιγάρο της,άρπαξε το καλάθι απ’την άκρη του καναπέ,κι άρχισε να χαϊδεύει νευρικά τη Βαλεριάνα.Κι αυτή, επαληθεύοντας το εύστοχο του ονόματός της,όχι μόνο δεν ξύπνησε απ’τα άγρια χάδια της αφεντικίνας της,αλλά γύρισε πλευρό και συνέχισε να κοιμάται. «Ξέρεις τί ήρθε και μου είπε χθές η Αραμπέλλα Ντυτουά,αυτό το Βελγικό θωρηκτό; Έμαθα ότι έχετε μαζί σας κι ένα ωραίο πετραδάκι,αλλά το κρύβετε καλά.Μήπως σκοπεύετε να μας το παρουσιάσετε σε καμμιά πριβέ δημοπρασία,στο πλοίο; » Η Αραμπέλλα Ντυτουά ήταν μία απ’τις μελλοντικές της συνεπιβάτιδες,και καθώς μιμούνταν την προφορά της με φουσκωμένα μάγουλα,για να δείξει πόσο χοντρή ήταν,η πάνω μασέλα της ξεκόλλησε και πάλι.Αυτή τη φορά την πρόλαβε με τη γλώσσα,γιατί ήταν θυμωμένη. «Ορίστε,με
έκανε και φαφούτα,το κήτος!» Η Μπεατρίς γελούσε,αν και δεν είχε ακόμα καταλάβει τί κακό μπορούσε να δημιουργήσει η φήμη αυτού του διαμαντιού. «Μπορείς πάντα να τους πείς ότι θα κάνεις μια δημοπρασία για χάρη τους,στο ταξίδι της επιστροφής,» είπε μετά από λίγο για να την καθησυχάσει,και πρόσθεσε: «Αφού έτσι κι αλλιώς σκοπεύεις να την κοπανήσεις από’κεί με άλλο μέσο.» «Ναι,αλλά στο μεταξύ κινδυνεύω,κι όσο περισσότερο απλώνει η φήμη,τόσο περισσότερο κινδυνεύω!» είπε η Καρολίν.Ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπε να μιλάει τόσο σοβαρά. «Δεν τους ξέρεις αυτούς τους ανθρώπους,» ψιθύρισε,σαν να βρίσκονταν ολόγυρά τους, «είναι σαν τους πεινασμένους,που πλάθουν καρβέλια με το μυαλό τους.» Η Μπεατρίς κατανοούσε απόλυτα την παρομοίωση,καθώς είχε πλάσει κι η ίδια πολλά τέτοια καρβέλια. «Κι είναι ικανοί να κάνουν οτιδήποτε προκειμένου να πετύχουν το σκοπό τους.Δεν τους σταματάει τίποτε,εκτός...» «Εκτός από τί;» ρώτησε γεμάτη περιέργεια η Μπεατρίς. «Λοιπόν,θα σου φανεί αστείο,αλλά το μόνο που μπορεί να τους σταματήσει, είναι αυτή η ηλίθια εμμονή τους στους τύπους,στους καλούς τρόπους.Αν είχα φέρει μαζί μου τους τρείς σωματοφύλακες και τον Ντ’Αρτανιάν για να με προστατεύουν,θα βρίσκανε τρόπο να τους παρακάμψουν,και να με βγάλουν απ’τη μέση.Αλλά αν,λόγου χάρη,ήσουν κι εσύ μπροστά,δεν θα τολμούσαν να με δολοφονήσουν,γιατί δεν θα ήταν ευγενικό να προβούν σε διαχύσεις όπως ένας στραγγαλισμός μπροστά σ’εσένα,που σε γνωρίζουν ακόμα τόσο λίγο.Το απαγορεύει η ανατροφή τους να στραγγαλίζουν μπροστά σε αγνώστους.Έτσι,θα έπρεπε πρώτα να γίνουν οι συστάσεις,και μετά,μιας και δεν θα ήταν εύκολο να μας καθαρίσουν και τις δυό,θα γλύτωνα μαζί σου κι εγώ.» Η Μπεατρίς ένοιωσε μιαν ανατριχίλα ακούγοντας αυτά τα λόγια. «Πιστεύεις ότι κινδυνεύεις στ’αλήθεια,στη διάρκεια αυτού του ταξιδιού;» ρώτησε.Η φίλη της,αφού πήρε πρώτα μια βαθιά ανάσα,είπε: «Δεν ξέρω τί να σου πώ,καλή μου Ζενεβιέβ.Απ’τη μια αισθάνομαι σαν εκείνες τις παρανοϊκές γριές,που κλάνουν στο κρεβάτι,ξυπνούν απ’την κλανιά,κι ύστερα σηκώνουν όλο το σπίτι στο πόδι επειδή νόμισαν ότι έγινε σεισμός!Ίσως όντως να το παρακάνω όταν κριτικάρω την οικογένεια των Ντε Ραστιγιάκ και την παρέα τους,αλλά υπ’αυτές τις συνθήκες,δεν παύουν να μου φαίνονται επικίνδυνοι.Όλη η προεργασία,η ξαφνική πρόσκληση,μετά από τόσα χρόνια που έχουμε να ιδωθούμε...θα μου πείς,ορίστε,κι εγώ προσκαλώ εσένα,κι έχω να σε δώ χρόνια,αυτό δε σημαίνει ότι θέλω να σε δολοφονήσω...όμως είναι στη μέση κι αυτό το Σκατό της Ροδεσίας,ή πώς στο διάβολο το λένε,κι η βρώμα ότι το έχω μαζί μου...Τί να πώ,μπορεί αυτός ο μπάσταρδος,ο Ζαφέτ,να διέδωσε ο ίδιος τη φήμη,για να με εξαναγκάσει έμμεσα να ξεπουλήσω τίποτε σκουπίδια σ’αυτόν και τους φίλους του,όσο θα διαρκεί η περίφημη κρουαζιέρα...το συνηθίζουν αυτό οι αριστοκράτες...είναι σαν να προσκαλείς κάποιον σ’ένα άδειο σπίτι,μ’ένα μπουκάλι σαμπάνια στο χέρι,περιμένοντας απ’αυτόν να φέρει όλα τα υπόλοιπα...το ξέρω ότι στα μάτια τους φαντάζω σαν τη χήνα-μάλλον τη χήραμε τα χρυσά αυγά...ίσως είναι ότι μένουμε όλοι στον ίδιο όροφο...όμως χθές το βράδυ,ξέρεις,την ώρα που ξάπλωνα,μου φάνηκε πως άκουσα ένα θόρυβο...» «Τί θόρυβο;» ρώτησε η Μπεατρίς με γουρλωμένα μάτια. «Σαν κάποιος να προσπαθούσε να μπεί στο δωμάτιό μου.Αλλά ίσως και να παράκουσα...ή όντως,κάποιος να γυρνούσε το πόμολο,επειδή είχε κάνει λάθος,κι είχε μπερδέψει το δωμάτιό μου με το δικό του...άλλωστε σ’αυτή την πόλη,ακόμα κι οι επισκέπτες το βράδυ γίνονται κουνουπίδι απ’το πιοτό...» «Ναι,ναι,μπορεί να ήταν οτιδήποτε...» είπε η Μπεατρίς,όμως η ταραχή της ήταν φανερή.Για πρώτη φορά σκεφτόταν πως αυτή η ξαφνική γνωριμία ίσως να την έμπλεκε σε περιπέτειες.Στην ιδέα δε ότι απόψε οι τρείς τους θα μετακόμιζαν στο ίδιο δωμάτιο,ή-ακόμα χειρότερα-σ’ένα ιστιοφόρο γεμάτο με επίδοξους ληστές ή δολοφό-
νους,ένοιωθε την επιτακτική ανάγκη να επισκεφτεί την τουαλέττα.Φαίνεται δε πως η μαστοριά της στην υποκριτική δεν ήταν και πολύ μεγάλη,αφού ξαφνικά η Καρολίν έβαλε τα γέλια και είπε: «Μα εσύ χρυσή μου τρέμεις ολόκληρη!» Η Μπεατρίς σήκωσε το κεφάλι προς το μέρος της,την κοίταξε με απορία σαν να μην καταλάβαινε τί της έλεγε,κι ύστερα, χαμηλώνοντας πάλι το βλέμμα,διαπίστωσε πως όλη αυτή την ώρα κρατούσε στα χέρια της το άδειο φλυτζάνι του καφέ,ανακατεύοντας τον αέρα με το κουτάλι.Τρελλή από αμηχανία,άφησε το φλυτζάνι στο τραπέζι και προσπάθησε να χαμογελάσει. «Α,δεν έπρεπε να στα πώ όλα αυτά!» είπε η Καρολίν,κοιτώντας την μέσα απ’ τα γυαλιά της. «Σ’έκανα να φοβηθείς!» «Εγώ;Όχι,καθόλου,απλώς σκέφτηκα ότι-» «Ξέρω εγώ τί λέω,» την διέκοψε,πιάνοντας τα χέρια της με στοργή. «Εξάλλου είναι φυσικό,έτσι όπως σου παρουσίασα την κατάσταση...αλλά δεν θά’πρεπε να με παίρνεις και πολύ στα σοβαρά...ίσως υπερβάλλω λίγο στην αντιπάθειά μου,όμως ήμουν πάντοτε φανατική με τους ανθρώπους που αντιπαθώ,όπως και μ’εκείνους που συμπαθώ,κι υποθέτω πως είναι αργά για ν’αλλάξω...κι επειδή εσύ,αγαπητό μου παιδί, ήσουν πάντα απ’τους ανθρώπους που αυμπαθούσα,να είσαι σίγουρη πως δεν θα έκανα τίποτε που να σε βάζει σε κίνδυνο...» Σ’αυτό το σημείο,η Καρολίν δυνάμωσε το σφίξιμο των χεριών της γύρω απ’τα δικά της,κι η Μπεατρίς αισθάνθηκε μαζί να σφίγγεται κι η καρδιά της,απ’τις τύψεις. «Το πιθανότερο άλλωστε,» πρόσθεσε μ’ένα γέλιο, «είναι ότι κινδυνεύουμε μονάχα απ’τη ναυτία,ή απ’τα φοβερά ανέκδοτα που συνηθίζει να διηγείται ο κύριος Ντε Ραστιγιάκ!» Η Μπεατρίς γέλασε μαζί της,κι εκείνη την ενθάρρυνε: «Έτσι μπράβο!» είπε «Δεν θέλω να σε βλέπω στενοχωρημένη!Ακούς εκεί,χαζομάρες που κάθισα και σου είπα!Όχι,όλα θα πάνε καλά,και σε διαβεβαιώ με προσωπική μου ευθύνη πως δεν διατρέχεις κανέναν απολύτως κίνδυνο.Απ’ όλο το τσούρμο,εσύ είσαι η νεότερη-αυτό να σκεφτείς μόνο,για να καταλάβεις ότι είσαι απόλυτα ασφαλής.» Μ’ένα βουβό συλλογισμό,η Μπεατρίς αναλογίστηκε τη σημασία της τελευταίας φράσης.Ήταν πράγματι καθησυχαστική,έστω κι αν στην ουσία την υποβίβαζε σε χούφταλο. «Κι επιπλέον,» συνέχισε η Καρολίν «αν για οποιοδήποτε λόγο δεν αισθάνεσαι έτοιμη γι’αυτό το ταξιδάκι,μην ντραπείς να αρνηθείς-ίσως τότε σκεφτώ κι εγώ καμμιά απίθανη δικαιολογία για να μείνω μαζί σου.» Όση ώρα μιλούσε,με τα χέρια της ακόμη μέσα στα δικά της,η Μπεατρίς πρόσεξε πως η φίλη της είχε πάρει το καλάθι με τη γάτα απ’την αγκαλιά της,και το είχε αφήσει στην άκρη του καναπέ όπου καθόταν.Θα ήταν πιο φυσικό αν την είχε αποθέσει στο τραπέζι,ανάμεσά τους,αλλά ίσως δεν ήθελε να τη δούν οι υπάλληλοι του ξενοδοχείου-μπορεί να υπήρχε κάποιος κανονισμός για τα ζώα,τα τετράποδα ζώα για να είμαστε πιο ακριβείς.Ίσως ακόμα η Καρολίν να είχε σκεφτεί πως σε μια τέτοια στιγμή οικειότητας,δεν θα ταίριαζε μια κοιμισμένη γάτα ανάμεσά τους.Όποιοι κι αν ήταν οι λόγοι αυτής της μικρής χειρονομίας,η Μπεατρίς ένοιωσε πολύ συγκινημένη. «Και τώρα χρυσό μου θα μου επιτρέψεις να αποσυρθώ στα ιδιαίτερα διαμερίσματά μου,για την μεσημεριανή μου σιέστα,» είπε η Καρολίν,αφήνοντας απαλά τα χέρια της στο τραπέζι. «Θα σου συνιστούσα να κάνεις κι εσύ το ίδιο,γιατί είναι η τελευταία ευκαιρία που έχεις να απολαύσεις έναν ήσυχο ύπνο.Γιατί απόψε,είτε θα κοιμηθούμε στο ίδιο δωμάτιο,οπότε θα πρέπει να υπομείνεις το ροχαλητό μου,είτε θα βρισκόμαστε σ’αυτές τις στριμόκωλες κουκέττες του πλοίου,με τη θάλασσα να μας ανακατεύει τα σωθικά.» Η Μπεατρίς σκέφτηκε με πόνο ψυχής τον δύστυχο Ξαβιέ. Πώς θα του ανακοίνωνε την αλλαγή στα σχέδιά τους;Βέβαια,δεν είχαν σχέδια.Ο μόνος λόγος που την είχε φέρει εδώ ήταν η δημοπρασία,και μπροστά της στεκόταν,με σάρκα και οστά,η ιδιοκτήτρια όλων των εκθεμάτων,προσφέροντάς της τη δυνατότητα να περάσει μαζί της μερικές ημέρες δωρεάν.Στη νοερή αναφορά της λέξης ‘δωρεάν’,
τα μάτια της Μπεατρίς έλαμψαν στιγμιαία,κι η λάμψη τους αυτή διέλυσε κάθε πρωτύτερο φόβο.Μέσα της είχε ξυπνήσει και πάλι ο παλιός,γνώριμος τζαμπατζής,ο ακούραστος κυνηγός κεφαλών από πορσελάνη.Τίποτα δεν την φόβιζε πιά. «Κυρίες μου!» ακούστηκε ξαφνικά μια γέρικη φωνή από πίσω τους,κι η Μπεατρίς τινάχτηκε όρθια μ’ένα επιφώνημα τρόμου.Η καρδιά της πραλίγο θα σταματούσε.Τρέμοντας,και με το μυαλό της σε πλήρη σύγχυση,έκανε μεταβολή κι είδε πίσω τους να στέκεται ένας ηλικιωμένος άνδρας,ψηλός και με φαλάκρα που έλαμπε.Καθώς δεν τον είχε δεί ποτέ στη ζωή της,υπέθεσε αυτόματα πως ήταν ένας απ’τους φίλους της Καρολίν,κι έτσι προσπάθησε να χαμογελάσει και να δείξει γοητευμένη.Ευτυχώς, η φίλη της πρόλαβε και την έβγαλε απ’τη δύσκολη θέση. «Ζενεβιέβ μου,» είπε «μου επιτρέπεις να σου γνωρίσω έναν εκλεκτό μου φίλο;Από’δώ ο κύριος Ζαφέτ Ντε Ραστιγιάκ!» αναφώνησε,γλιστρώντας ανάμεσά τους. Στο χέρι της κρατούσε ήδη το καλάθι με τη γάτα.Ο ηλικιωμένος άνδρας έσκυψε,πήρε το χέρι της Μπεατρίς και το φίλησε με τη χάρη γερασμένου ιππότη.Κι εκείνη,που μέσα σε δευτερόλεπτα είχε θυμηθεί όλους τους λίβελλους που είχε ξεστομίσει εναντίον αυτού του άνδρα η φίλη της,άρχισε να τρέμει σύγκορμη.Για καλή της τύχη,το μπαστούνι της πρόσφερε αρκετή στήριξη ώστε να μην καταρρεύσει. «Γοητευμένη...» ψέλλισε,και πρόσθεσε: «Είμαι η Ζενεβιέβ Λεμάν,η κουτσή φίλη της Καρολίν!» Όταν διαπίστωσε τί είχε πεί,γούρλωσε τα μάτια,κι οι τρείς τους έβαλαν τα γέλια συγχρόνως. «Ω,αγαπητή μου Καρολίν,» είπε γελώντας ο Ζαφέτ «δεν μου είχες πεί ποτέ ότι έχεις τόσο συμπαθητικές φιλεναδίτσες!Χαίρομαι πάρα πολύ!» «Είδες;» απήντησε παιχνιδάρικα εκείνη. «Ευκαιρία λοιπόν να χαρείς διπλά.Η φίλη μου,μόλις προ ολίγου,αποφάσισε να με συντροφεύσει σ’αυτή τη ναυτική τραγωδία που μου ετοιμάσατε.Ελπίζω να υπάρχει χώρος στον σκυλοπνίχτη σου,χρυσέ μου, για έναν ακόμα επιβάτη!Άλλωστε η Ζενεβιέβ είναι μικροκαμωμένη,κι όχι καμμιά όρκα,σαν την ανιψιά σου,ή την φίλη της την Αραμπέλλα!» Η Μπεατρίς άκουγε την φίλη της και μπορούσε σχεδόν να γευτεί το φαρμάκι που έχυνε σε κάθε προσεκτικά καμωμένη προσβολή,έτσι που να μοιάζει με αστείο και να περνά ανώδυνα,όμως την ίδια στιγμή αφάνταστα πικρό.Ωστόσο ο κύριος ντε Ραστιγιάκ δεν φάνηκε να ενοχλείται καθόλου. «Η αιώνια Καρολίν,με τα καλαμπούρια της!» είπε. «Ο αιωνόβιος Ζαφέτ,με τα καλαμπούρια του!» ανταπάντησε η Καρολίν,και του είπε: «Να ξέρεις ότι έχω προειδοποιήσει σχετικά την Ζενεβιέβ,κι αν αρχίσεις να αφηγείσαι τις ξεκαρδιστικές σου ιστορίες,θα εγκαταλείψουμε το πλοίο με σωσίβια λέμβο!» Εκείνος,σαν να μην είχε ακούσει την προσβολή,εξακολούθησε το βροντερό του γέλιο,ώσπου η φίλη της αναγκάστηκε να τον διακόψει. «Λοιπόν,αρκετά γελάσαμε για σήμερα,» είπε,πιάνοντας διακριτικά την Μπεατρίς απ’το χέρι.Στο άλλο της χέρι,η Βαλεριάνα συνέχιζε τον μακάριο ύπνο της. «Θα συναντηθούμε εδώ το βραδάκι, και φρόντισε να ειδοποιήσεις και τους υπόλοιπους.Α,ξέχασα να σου πώ ότι έλαβα το σημείωμα που μου άφησες.Γιατί βιάζεσαι τόσο να φύγουμε απόψε;» «Γιατί το δελτίο καιρού προβλέπει ανέμους χωρίς σύννεφα,και γιατί τίποτε δεν είναι πιο μαγευτικό από ένα ταξίδι με πλοίο μέσα στη νύχτα!» είπε ο Ζαφέτ,συμπληρώνοντας την ποιητική χροιά της γέρικης φωνής του με μικρές χειρονομίες. «Εκτός από ένα ναυάγιο μέσα στη νύχτα,» είπε απότομα η Καρολίν, «εκεί να δείς μαγεία!Τέλοσπάντων,αν και δεν συμφωνώ,υποθέτω πως εσύ ξέρεις καλύτερα. Φρόντισε μόνο οι άνεμοι να μην αναποδογυρίσουν τη σκάφη σου!» Και μ’ένα νεύμα τον αποχαιρέτησε,τραβώντας μαζί της και την Μπεατρίς,η οποία,μην ξέροντας τί άλλο να κάνει,χαιρέτησε βιαστικά τον ηλικιωμένο άνδρα και την ακολούθησε κουτσαίνοντας.Πρόλαβαν ωστόσο ν’ακούσουν τα τελευταία λόγια που τους φώναξε:
«Το βράδυ,κυρίες μου!Κι εσύ γριά νυφίτσα,μην τρομάζεις άδικα την αξιαγάπητη φιλενάδα σου!Απόψε θα είναι όλα θαυμάσια!» Χωρίς να γυρίσει,η Καρολίν γρύλλισε χαμηλόφωνα: «Σκατά στα μούτρα σου,βρωμιάρη,που θα με πείς και γριά!» Η Μπεατρίς γέλασε,όμως η φίλη της δεν αστειευόταν. «Όχι,σοβαρά τώρα,» συνέχισε ψιθυρίζοντας, «αυτό το σκιάχτρο ίσως και νά’χει περάσει τα εκατό.Αλλά όταν τρέφεσαι αποκλειστικά με φιλλέτα και σαμπάνια,ή πεθαίνεις στα σαράντα,ή δεν πεθαίνεις ποτέ!» Η Μπεατρίς πάλι,χωρίς να ξέρει το γιατί,ένοιωθε κάπως κολακευμένη.Ήταν η πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό που ένας άνδρας την αποκαλούσε αξιαγάπητη,αν και το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος άνδρας ήταν εκατό ετών την προβλημάτιζε λίγο. Περπατώντας νευρικά,η Καρολίν την οδήγησε ως το ασανσέρ,όπου οι δυό τους διασκέδασαν πειράζοντας τον άμοιρο χειριστή στα γαλλικά.Εκείνος,μην καταλαβαίνοντας λέξη απ’τα σχόλια που έκαναν για τον τουρλωτό πισινό του ή για την πιθανή του σχέση με το ροδομάγουλο διευθυντή,τις ανέβασε στον πρώτο όροφο του ξενοδοχείου,και τις χαιρέτησε με μια ευγενέστατη υπόκλιση.Οι δυό φίλες αποχαιρετήθηκαν μ’ένα φιλί,κι η Καρολίν υπενθύμισε στην Μπεατρίς το βραδινό τους ραντεβού. Αν κι έτσι όπως είχαν συμβεί τα πράγματα,δεν υπήρχε περίπτωση να το ξεχάσει.
V Λίγα λεπτά αργότερα,η Μπεατρίς πηγαινοερχόταν όλο ένταση απ’τη μιάν άκρη του δωματίου της ίσαμε την άλλη,προσπαθώντας να καταλήξει σε μια βέβαιη απόφαση.Συγχρόνως,αυτό το πήγαιν’έλα ξεκούραζε τους γοφούς της,που είχαν πιαστεί απ’τις αποστάσεις που είχε διανύσει κουτσαίνοντας.Ο Ξαβιέ,στον οποίο είχε μόλις εξηγήσει την κατάσταση,καθόταν αμίλητος σε μια πολυθρόνα και παρατηρούσε την αφέντρα του,μην βρίσκοντας άλλο τρόπο να συμμετέχει στην εκτόνωσή της. «Κατάλαβες πού μ’έμπλεξες;» ρώτησε ξαφνικά,και την ίδια στιγμή,μια φριχτή κράμπα στην αριστερή κνήμη την έκανε να σκοντάψει.Με θεατρικό τρόπο,η Μπεατρίς σωριάστηκε στο πάτωμα,αφήνοντας μια σπαραχτική κραυγή.Έντρομος ο Ξαβιέ έσπευσε κοντά της,για να εισπράξει τις αγριοφωνάρες της. «Τί με κοιτάς,βρε μπούφο;Αχ,εσύ φταίς για όλα!» φώναξε η Μπεατρίς μέσα από αλλεπάλληλα βογγητά πόνου. «Πήγαινε να μου φέρεις μια λεκάνη με ζεστό νερό για να βάλω τα πόδια μου,που ρημάχτηκαν εξαιτίας σου!Φαντασιόπληχτε!Μυνχάουζεν!» Κι εν μέσω αυτών των υβριστικών αλαλαγμών,ο πιστός κι αφοσιωμένος Ξαβιέ έτρεξε στο μπάνιο.Στο μεταξύ η κράμπα της είχε περάσει,και μπόρεσε να συρθεί ως την άκρη του κρεβατιού.Εκεί ανακάθισε,και του φώναξε: «Και πρόσεξε να μην είναι καυτό!Δεν το θέλω για μαγείρεμα,τα πόδια μου θα μουλιάσω!Αν είναι καυτό,θα στο περιλούσω,καημένε μου!» Εκείνος,φανερά ικανοποιημένος με τη βαναυσότητα των εντολών που του έδινε,βγήκε φουριόζος απ’το μπάνιο με τη λεκάνη. «Χίλια συγγνώμη για τα ψέμματα που είπα,κυρία,» της είπε,καθώς την βοηθούσε να σηκωθεί, «αλλά οι προθέσεις μου ήταν καλές.» «Φύγε από μπροστά μου να μη σε βλέπω,» γρύλλισε η Μπεατρίς, «γιατί οι δικές μου προθέσεις δεν είναι καθόλου καλές!» Ακούγοντάς την,ο Ξαβιέ τραβήχτηκε σε απόσταση,ενώ εκείνη για μερικές στιγμές χάθηκε στην παραδεισένια αίσθηση του ζεστού νερού γύρω απ’τα πόδια της.Το μόνο που μπορούσε να πεί ήταν: «Ωχ-ωχ!» Όταν άρχισε να συνέρχεται,του απηύθυνε και πάλι το λόγο.
«Τώρα που εξιλεώθηκες κάπως μ’αυτό το ποδόλουτρο,νομίζω ότι ήρθε η ώρα να αναλογιστείς τις συνέπειες των πράξεών σου,κι ακόμα να με βοηθήσεις ν’αποφασίσω τί θα κάνουμε.Με παρακολουθείς,Ξαβιέ,ή μιλάω στον αέρα;» «Σας παρακολουθώ απόλυτα,κυρία,» είπε ο Ξαβιέ. «Πρώτ’απ’όλα,πρέπει να εξετάσουμε τις καλές σου προθέσεις,όπως τις αποκαλείς.Επειδή δε υποπτεύομαι ποιές ήταν αυτές,θα σου κάνω μια ερώτηση και θα μου απαντήσεις μονολεκτικά.Λοιπόν: Πιστεύεις ειλικρινά πως αυτή η μασκαράτα με την Ζενεβιέβ Λεμάν θα μας αποφέρει κάποιο υλικό όφελος;» «Μάλιστα κυρία,» είπε εκείνος μ’ένα πλατύ χαμόγελο. «Μη γελάς,παραδόπιστε,» τον επέπληξε η Μπεατρίς, «η φιλαργυρία είναι θανάσιμο ελάττωμα.» Κι ύστερα,μ’ένα αθέλητο μειδίαμα,πρόσθεσε: «Κι εγώ το ίδιο πιστεύω.» Αφού έκανε μια ηδονική παύση για ν’ανοιγοκλείσει τα δάχτυλα των ποδιών της μες στο νερό σαν βεντάλλιες,συνέχισε: «Δεύτερον: Δεν νομίζεις πως αυτή η πλαστοπροσωπία είναι λιγάκι παρακινδυνευμένη;Και δεν με απασχολεί το αν και κατά πόσο η Καρολίν θα συναντηθεί ποτέ με την αληθινή Ζενεβιέβ μετά το τέλος του ταξιδιού μας.Εκείνο που φοβάμαι είναι το ενδεχόμενο κάποιος απ’τους συνεπιβάτες μας να γνωρίζει ποιά είμαι,ή μάλλον ποιά δεν είμαι,και να με ξεσκεπάσει εδώ και τώρα. Πώς μπορώ να είμαι σίγουρη ότι δεν θα γίνω ρεζίλι των σκυλιών;» «Δεν μπορείτε να είστε σίγουρη,κυρία» είπε ο Ξαβιέ,με την συνταρακτική του ειλικρίνεια. «Όμως για να κερδίσεις,πρέπει να ποντάρεις.Υπάρχει πάντα το ρίσκο.» «Καλέ μου Ξαβιέ,αυτή δεν είναι απάντηση.Κι έπειτα ξέρεις πως,με την εξαίρεση του πόκερ,της ρουλέττας,και της περιστασιακής κανάστας,αντιπαθώ τα τυχερά παιχνίδια.Οπότε πρέπει κάτι να κάνουμε για να είμαι καλυμμένη.» «Αν μεταμφιεζόσασταν;» ρώτησε εκείνος. «Και στην Καρολίν τί θα πώ;Θα με περάσει για τρελλή.Όχι,όχι,μου φτάνει που πρέπει να κουτσαίνω συνέχεια σαν τον Ριχάρδο τον Τρίτο,δεν θέλω να φορτωθώ από πάνω και καμμιά περούκα...τέλοσπάντων,κι ας υποθέσουμε ότι όλα πάνε καλά απόψε στο φουαγιέ,και κανείς δεν με αναγνωρίζει.Μετά,πάνω στο πλοίο;Δεν σε προβληματίζουν καθόλου όσα σου είπα για το διαμάντι;» «Αυτή η ιστορία του διαμαντιού είναι πράγματι ύποπτη,» είπε ο Ξαβιέ,και σηκώθηκε απ’την πολυθρόνα.Τώρα άρχισε εκείνος να κόβει βόλτες στο δωμάτιο. «Δεν είμαι σίγουρος,» έλεγε χαμηλόφωνα, «αλλά μου φαίνεται γνωστό το όνομα...» «Τί μουρμουρίζεις εκεί;» ρώτησε περίεργη η Μπεατρίς. «Ελπίζω να κάνω λάθος,κυρία,αλλά μου φαίνεται πως έχω διαβάσει κι εγώ γι’αυτό το διαμάντι,παλιότερα,σε κάποια εφημερίδα,ή περιοδικό...δεν θυμάμαι με βεβαιότητα...πάντως,αυτό που έγραφε ήταν ότι,ακριβώς επειδή η κόκκινη πέτρα είχε βρεθεί ανάμεσα σε δεκάδες νεκρούς,έχοντας μάλιστα αναδυθεί απ’τη γή ακριβώς τη στιγμή του θανάτου τους,ότι ήταν...» στο σημείο αυτό έκανε μια μακρά παύση,χαμήλωσε το βλέμμα,και πρόσθεσε δειλά: «...καταραμένη.» Η Μπεατρίς κάγχασε ειρωνικά.Πάντα την διασκέδαζε το γεγονός ότι ο υπηρέτης της ήταν προληπτικός,αλλά αυτό πιά ξεπερνούσε κάθε προηγούμενο. «Τί δεισιδαιμονίες είν’αυτές,καλέ μου Ξαβιέ;» ρώτησε γελώντας. «Εσύ πότε αναδύθηκες από τη γή και πιστεύεις σε τέτοιες ανοησίες;» Εκείνος πλησίασε χωρίς να μιλά,με το κεφάλι πάντα χαμηλωμένο,σαν του δαρμένου σκυλιού.Η Μπεατρίς σχεδόν τον λυπήθηκε. «Εντάξει,δεν ήθελα να σε προσβάλλω,αλλά μου προξενεί κατάπληξη! Απ’όλη την ιστορία που σου είπα,αυτό που σου έμεινε ήταν το διαμάντι;Κατ’αρχήν, όπως σου εξήγησα,η Καρολίν δεν ξέρει ούτε καν πού βρίσκεται,ή αν της ανήκει,και πολύ περισσότερο δεν το κουβαλά μαζί της!» «Τότε δεν έχει να πεί παρά αυτό-ότι δεν το έχει,» είπε ο Ξαβιέ.
«Αχ,καλέ κι αθώε μου Ξαβιέ!» έκανε με ειρωνική στοργή η Μπεατρίς,και μετά σκλήρυνε απότομα. «Βρε μπούφο,τί σου λέω τόση ώρα;Δεν έχει σημασία τί θα πεί και τί θα κάνει!Απ’τη στιγμή που αυτοί πιστεύουν ότι το έχει μαζί της,τίποτα δεν τους αλλάζει γνώμη,κι αν αρνηθεί θα νομίσουν ότι το κρύβει!Δεν καταλαβαίνεις ότι έχουμε να κάνουμε με αδίστακτους μαχαιροβγάλτες;» Στο σημείο αυτό σκέφτηκε ότι ίσως ήταν λίγο υπερβολική. ‘Αλλά μ’αυτούς τους πλούσιους,ποτέ δεν ξέρεις,’ βιάστηκε να προσθέσει ‘κι οι πιό μειλίχιοι είναι ικανοί για τα φριχτότερα εγκλήματα!’ Ο Ξαβιέ είχε σηκωθεί όρθιος,όπως αν οι κίνδυνοι είχαν γίνει ορατοί,κι αυτός ετοιμαζόταν να την υπερασπιστεί. «Σ’αυτή την περίπτωση,κυρία,πρέπει να λάβουμε τα μέτρα μας.Θα ήταν ίσως καλό να αγοράζαμε ένα μαχαίρι,θέλω να πώ ένα στιλέτο,ή καλύτερα ένα όπλο-» «-...η ακόμα καλύτερα ένα σπαθί και μια πανοπλία!» είπε η Μπεατρίς. «Ακριβώς!Δηλαδή...όχι,θέλω να πώ,πως,αν φυσικά το θέλετε κι εσείς,προλαβαίνω να βγώ και να ψάξω για ένα πιστόλι...σίγουρα θα υπάρχει κάτι στη μαύρη αγορά...ή σε κάποιο παλαιοπωλείο...» «Α-πο-κλεί-ε-ται!» φώναξε κοφτά η Μπεατρίς. «Κατ’αρχήν απεχθάνομαι τα όπλα,και ξέρεις ότι δεν υποφέρω τους ξαφνικούς θορύβους.Κι ένα μπαλόνι που σκάει μπορεί να με κάνει να κατουρηθώ,πόσο μάλλον ο κρότος ενός πιστολιού.Επιπλέον,τί είναι αυτά που ακούω για μαύρη αγορά;Ποιός σου τα μαθαίνει αυτά;Τέτοιες παρέες κάνεις,όταν εγώ λείπω για δουλειές;Μόλις γυρίσουμε στο Παρίσι,θα σε θέσω υπό τριήμερο περιορισμό!» Όσο την άκουγε να τον επιπλήττει,τόσο ένα χαμόγελο άνθιζε κρυφά στα χείλη του. «Κι επί του παρόντος σου απαγορεύω οποιαδήποτε παράνομη δραστηριότητα!Το τελευταίο που θέλω είναι να τρέχω για να σε βγάλω από καμμιά φυλακή,ή να μου κουβαλήσεις κανένα πειρατικό μουσκέττο που θα εκπυρσοκροτήσει στη μούρη μου!Ανακεφαλαιώνω-δεν θέλω όπλα!Θα πορευτούμε άμαχοι!Εξάλλου,αν υπάρξει κίνδυνος,πιστεύω ότι θα είσαι ικανός να υπερασπιστείς την τιμή μου.» «Ασφαλώς κυρία!» φώναξε ο Ξαβιέ,φέρνοντας το χέρι στο στήθος του. Ήταν μια πολύ αφελής επίδειξη ανδρισμού,που όμως άρεσε στην Μπεατρίς. ‘Ένας άνδρας είναι πάντοτε χρήσιμος,’ συλλογίστηκε, ‘ακόμη κι ένας δουλοπάροικος σαν τον καλό μου Ξαβιέ.’ Και μες σ’αυτό το κύμα στοργής που ξαφνικά αισθανόταν για τον πιστό της υπηρέτη,του έκανε την τελευταία ερώτηση. «Καλά,εσύ δεν ανακατεύεσαι στη θάλασσα;» του είπε.Εκείνος χαμήλωσε και πάλι το βλέμμα. «Έλα τώρα,δεν ωφελεί να το αρνείσαι.Σ’έχω δεί να ξερνάς σαν τη Χάρυβδη ακόμη και στα πιο μεγάλα κρουαζιερόπλοια.Και τώρα πρόκειται να περάσουμε δύο μέρες το λιγότερο πάνω σ’ένα ιστιοφόρο.Από πού κι ως πού λοιπόν αυτή η ξαφνική προθυμία για θαλασσινό αέρα;» Μ’ένα πονηρό χαμόγελο,ο Ξαβιέ έχωσε το χέρι στην τσέπη του σακακιού του κι έβγαλε από μέσα ένα μπουκαλάκι γεμάτο άσπρα χαπάκια. «Τί ειν’αυτό;» ρώτησε η Μπεατρίς. «Δραμαμίνη,κυρία,» είπε εκείνος,αποφεύγοντας τη ματιά της όλο ντροπή. «Ζητώ συγγνώμη,αλλά άθελά μου άκουσα ένα κομμάτι απ’τη συζήτησή σας στο φουαγιέ,επειδή είχα ξεχάσει μια βαλίτσα στη ρεσεψιόν,κι έτσι,καθώς είχα το χρόνο,πετάχτηκα μέχρι το πλησιέστερο φαρμακείο...» «Τα ξέρω τα ελεεινά σου ψέμματα,καλέ μου Ξαβιέ,» είπε χαμογελώντας η Μπεατρίς, «δεν χρειάζεται να δικαιολογείσαι.Δεν είναι η πρώτη φορά που ομολογείς ότι κρυφάκουγες.Απλώς,με εκπλήσσει ο ηρωισμός κι η αυτοθυσία σου.» «Ω,κυρία,» είπε ο Ξαβιέ κοκκινίζοντας, «καμμιά θυσία δεν είναι πολύ μεγάλη όταν γίνεται με σκοπό το κέρδος.» Η Μπεατρίς ήξερε ότι τα λόγια αυτά περιείχαν την αλήθεια,αφού η ίδια ακριβώς άποψη όριζε και την δική της ζωή.Ωστόσο διαισθανόταν πως στο βάθος,αυτό
που εννοούσε ο Ξαβιέ ήταν ότι θα έκανε τα πάντα για να την ευχαριστήσει.Όπως επίσης διαισθανόταν πως θα ήταν μάταιο να τον αγκαλιάσει,ή να τον ευχαριστήσει για την αφοσίωσή του.Έτσι είπε αυτό που θα τον ικανοποιούσε περισσότερο: «Τσκ,τσκ!» έκανε με περιφρόνηση. «Σ’έχει διαβρώσει η φιλαργυρία!» Βέβαια,η απόφαση της συμμετοχής ή όχι στο ξαφνικό ταξίδι δεν ήταν το μόνο πρόβλημα που είχε να αντιμετωπίσει η Μπεατρίς.Πίσω απ’αυτό,υψωνόταν ένας τρομαχτικός σωρός από πρακτικά ζητήματα που έπρεπε να διευθετηθούν άμεσα και αποτελεσματικά: Το ζήτημα των χρημάτων που θα χρειαζόταν,το ζήτημα των αποσκευών κι ακόμη,το ζήτημα της προσωπικής της εμφάνισης.Δίνοντας προτεραιότητα σ’αυτά τα τρία με σειρά αντίστροφη της βαρύτητάς τους,η Μπεατρίς κοντοστάθηκε μπροστά στον καθρέφτη κι άρχισε να παίρνει πόζες όλο νάζι.Έπρεπε ν’αποφασίσει,εκτός απ’το αποψινό συνολάκι,με ποιά κομμάτια της γκαρνταρόμπας της θα εντυπωσίαζε πιο πολύ το τσούρμο των ξεπεσμένων αριστοκρατών.Κι αυτό δεν ήταν διόλου εύκολο. Γιατί μέσα στη βιασύνη του,ο Ξαβιέ είχε παραγεμίσει τα μπαούλα με χιλιάδες παλιοπράματα,όλα τους ακατάλληλα γι’αυτή την υψηλή περίσταση.Το σφάλμα φυσικά δεν ήταν δικό του,αφού,παρά τις σαφείς οδηγίες της,δεν μπορούσε να φέρει μαζί του τα πάντα,ωστόσο η Μπεατρίς δεν ενδιαφερόταν για λεπτομέρειες.Εκείνο που την απασχολούσε ήταν ότι από το περιεχόμενο των μπαούλων έλειπε οτιδήποτε θα μπορούσε να φανερώσει ένα αριστοκρατικής καταγωγής καλό γούστο.Έτσι,όταν χόρτασε τον καθρέφτη με φιλαυτία κι άρχισε ν’ανοίγει τα σεντούκια,η έκφραση στο πρόσωπό της θύμιζε πειρατή που ανακαλύπτει ότι τα χρυσά νομίσματα έχουν μέσα σοκολάτα. «Κοίτα να δείς τί φτηνοπράματα πήγες και μου κουβάλησες!»,φώναζε,εκσφενδονίζοντας προς το μέρος του Ξαβιέ όποιο ρούχο έπιανε στα χέρια της.Κι εκείνος, μην θέλοντας ν’αφήσει τίποτε να πέσει στο πάτωμα,σύντομα είχε καλυφτεί ολόκληρος από φορέματα και παλτά.Προχωρώντας στα τυφλά,σαν ανθρώπινη κρεμάστρα, την ακολουθούσε απ’τον ένα μπαούλο στο άλλο,προσπαθώντας να την ηρεμήσει. «Μα κυρία,δεν φταίω εγώ.Εγώ-» «Δεν ακούω τί λές!» τον διέκοψε η Μπεατρίς,και γυρνώντας,είδε τον κινούμενο σωρό από ρούχα που στεκόταν πίσω της κι έβαλε τις στριγγλιές. «Βγάλε αμέσως την μεταξωτή μου εσάρπα απ’το στόμα σου!» τον διέταξε.Μόλις ο καημένος ο Ξαβιέ ελευθερώθηκε,τον αποπήρε. «Μήπως τώρα μπορείς να μου εξηγήσεις γιατί ανέμσα σ’όλα αυτά τα ρούχα δεν μπορώ να βρώ ούτε ένα καλόγουστο σύνολο;Ε;» «Αυτό προσπαθούσα να σας πώ,» ψέλλισε δειλά ο Ξαβιέ,στηρίζοντας ένα κασκόλ σαν βιολί ανάμεσα στον ώμο και το πηγούνι του, «δεν φταίω εγώ γι’αυτό.Εγώ έκανα ό,τι μου είπατε,κι έφερα όλη σας την γκαρνταρόμπα...» «Δηλαδή με αποκαλείς κακόγουστη;» βρυχήθηκε η Μπεατρίς, «τέσσερις μέρες περιορισμό,ή μάλλον πέντε,επειδή έφερες μαζί σου κι αυτή την απαίσια καφέ γούνα.» Μ’αυτά τα λόγια,τον καπέλωσε με τη γούνα και σωριάστηκε στο κρεβάτι. «Σου έχω πεί χίλιες φορές ότι αντιπαθώ αυτή τη γούνα όσο τίποτε στον κόσμο,κι εσύ επιμένεις να με κυνηγάς με δαύτην όπου πηγαίνω!Ορίστε,δες την και μόνος σου!» του είπε,καθώς ο Ξαβιέ (ελλείψει χώρου) έριχνε τη γούνα στους ώμους του. «Σε μια λεπτή κοπελίτσα ίσως να πήγαινε,αλλά αν εγώ φορέσω αυτή τη γούνα και μάλιστα επάνω σε ιστιοφόρο,τα αλιευτικά θα μας περικυκλώσουν στα τρία πρώτα λεπτά και θα με σημαδεύουν με το καμάκι!Με μένα θ’ανοίξει η εποχή του κυνηγιού!Ααχ!» Και μ’αυτό τον στεναγμό να συνοψίζει εύγλωττα την απελπισία της,η Μπεατρίς έπεσε μπρούμυτα πάνω στο κρεβάτι.Σε λίγα δευτερόλεπτα,ο αέρας που πλάκωνε με το σώμα της και στη συνέχεια εισέπνεε,άρχισε να γίνεται αποπνικτικός απ’τη δυσοσμία. ‘Σκατά!’ σκέφτηκε, ‘πρέπει και να λουστώ!’ Κι ακόμη έπρεπε να βαφτεί,να διαλέξει κοσμήματα,να χτενιστεί...κι είχε τόση λίγη ώρα!Ήδη είχε αρχίσει να σκοτει-
νιάζει.Κι είχε και τον Ξαβιέ να στέκεται πάνω απ’το κεφάλι της,διστάζοντας να ξεροβήξει ή να της απευθύνει το λόγο,από υπερβολική διακριτικότητα.Τον αισθανόταν από πάνω της και χωρίς να τον βλέπει,εκεί,δίπλα στην άκρη του κρεβατιού όπου βρισκόταν ξαπλωμένη,και πίστευε πως αν δεν του έδινε το λόγο όπως απαιτούσε το αυστηρό του τυπικό,ήταν ικανός να στέκεται σ’εκείνο το σημείο επί ώρες,σαν τον Σίμωνα τον ερημίτη.Έτσι,χωρίς να σηκώσει το κεφάλι της,μούγκρισε εχθρικά: «Τί θές;» Επαληθεύοντας την διαίσθησή της,η μελιστάλαχτη φωνή του Ξαβιέ είπε: «Με συγχωρείτε κυρία,αλλά ίσως θά’πρεπε να τακτοποιήσουμε και τα υπόλοιπα ζητήματα πριν την αναχώρησή μας...» «Μπα;Και πώς είσαι τόσο σίγουρος ότι θα αναχωρήσουμε εντέλει;» του απήντησε η Μπεατρίς,με τη μούρη της πάντα θαμμένη στα μαξιλάρια. «Επειδή προηγουμένως είπατε-» ξεκίνησε να λέει,αλλά τον διέκοψε. «Γιατί μ’ενοχλείς;Ποιά ζητήματα;Τί συμφορά μου ετοιμάζεις πάλι;» «Καμμία συμφορά,κυρία,μείνετε ήσυχη,απλώς ήθελα να ρωτήσω αν θα πάρετε μαζί σας όλα αυτά τα πράγματα.» «Αν ο καθένας φέρει στο πλοίο μισό τόννο αποσκευές,καλέ μου Ξαβιέ,θα πιάσουμε πάτο.Θα μας φάνε τα ψάρια,κατάλαβες;» «Μάλιστα κυρία,κατάλαβα,» είπε εκείνος,και πρόσθεσε: «Κι αν μου επιτρέπετε,τί πρέπει να κάνω με όσα πράγματα δεν θα πάρετε μαζί σας;» «Χάρισ’τα στους φτωχούς,πού θες να ξέρω!Μή με σκοτίζεις!Στείλ’τα πίσω στο Παρίσι με το τραίνο.Θα τα παραλάβουμε απ’το ταχυδρομείο μόλις γυρίσουμε,αν είμαστε τυχεροί και δεν πνιγούμε στο μεταξύ.Ή μάλλον καλύτερα να τ’αφήσουμε εδώ,στο ξενοδοχείο.Δεν νομίζω κανείς να ποθήσει αυτή τη φρικαλέα γούνα που μου κουβάλησες.Κι αν την κλέψουν,τόσο το καλύτερο,χάρισμά τους!» Την πνιγμένη φωνή της Μπεατρίς μέσα από τα σεντόνια ακολούθησε μια σειρά από σύντομα: «Ωραία» και «Μάλιστα» απ’την πλευρά του Ξαβιέ.Ωστόσο ένοιωθε ακόμα την σκιά του να βαραίνει πάνω της.Προφανώς η ακρόαση δεν είχε τελειώσει. «Λέγε!» γρύλλισε, «Τί άλλο θέλεις;» «Τίποτε κυρία,απλώς σκεφτόμουν...» «Ξέρω,» τον πρόλαβε η Μπεατρίς, «σκεφτόσουν τα οικονομικά μας,που μάλλον δεν είναι και πολύ ενθαρρυντικά,έτσι δεν είναι;» «Ακριβώς κυρία,» είπε ο Ξαβιέ.Τώρα ακουγόταν λιγάκι θλιμμένος,κι η Μπεατρίς αποφάσισε να σηκώσει το κεφάλι της απ’το μαξιλάρι για να τον κοιτάξει. «Βγάλε επιτέλους αυτή τη γελοία γούνα,καλέ μου Ξαβιέ,και μίλα μου ελεύθερα,» του είπε. «Είμαι έτοιμη ν’ακούσω τα πάντα...Βαρέσαμε πτώχευση;» «Ω,όχι κυρία,» είπε,κουνώντας τα χέρια του για να δώσει έμφαση στην άρνησή του. «Κάθε άλλο.Μονάχα που...» «Δηλαδή έχουμε να φάμε;» τον διέκοψε και πάλι η Μπεατρίς. «Πώς δεν έχουμε!...θέλω να πώ...μάλιστα κυρία.» «Ωραία.Επομένως μη με πρήζεις άλλο.Πήγαινε να κάνεις τις δουλειές σου κι άσε τις επενδύσεις επάνω μου.Εγώ είμαι το αφεντικό εδώ μέσα.» «Ασφαλώς κυρία,εσείς είστε το μοναδικό αφεντικό!» Στον ήχο της φωνής του –μιας κι είχε ξαναχώσει το κεφάλι της στα μαξιλάρια-η Μπεατρίς μάντευε το ενθουσιώδες χαμόγελο του Ξαβιέ,το γεμάτο από ευτυχία κι υποταγή. «Και μην επιστρέψεις νωρίτερα απ’τις έξη,» πρόσθεσε, «γιατί θέλω να κάνω ένα μπάνιο.Το αφεντικό ζέχνει,καλέ μου Ξαβιέ.Επίσης,μέχρι να φύγεις,όση ώρα συμμαζεύεις ή κάνεις ό,τι άλλο σου κατέβει να κάνεις,δεν θέλω ν’ακούσω ούτε την αναπνοή σου.Δεν κοιμάμαι,προσπαθώ να σκεφτώ τί θα ντυθώ απόψε,και χρειάζομαι απόλυτη ησυχία για να αυτοσυγκεντρωθώ.» Στις τελευταίες λέξεις,το στόμα της άνοιξε
σ’ένα πελώριο χασμουρητό.Και πριν το καταλάβει,ο εαυτός της είχε στείλει στο μπάνιο το πνεύμα,αφήνοντας πίσω το σώμα να ροχαλίζει μακάρια. Στον ύπνο της,η Μπεατρίς βρισκόταν σ’ένα μεγάλο σαλόνι.Είχε μόλις μπεί,κι αισθανόταν λαχανιασμένη.Ρίχνοντας μια ματιά,κατάλαβε την αιτία-το δεξί της πόδι έλειπε,και στη θέση του υπήρχε ένα ψεύτικο μυτερό ποδαράκι,σαν αυτό των πειρατών, αλλά τυλιγμένο με φύλλα χρυσού και πολύτιμους λίθους.Η Μπεατρίς δεν ανησύχησε καθόλου που είχε μείνει με ένα πόδι.Αντίθετα,ισορροπώντας στο αριστερό,έσκυψε και ξεβίδωσε το δεξί απ’τη θέση του,κι άρχισε να το περιεργάζεται.Ήταν ένα κομψοτέχνημα,που όμοιό του θά’βρισκε μονάχα ανάμεσα στ’αυγά του Φαμπερζέ.Μόλις η Μπεατρίς έκανε αυτή τη σκέψη,το σκηνικό άλλαξε,και βρέθηκε,αρτιμελής πλέον,να κάθεται σ’ένα τραπέζι του τσαγιού.Μπροστά της υπήρχε σερβιρισμένο τσάι και γλυκίσματα,καθώς κι ένα αυγό σε μια αυγοθήκη.Μόλις είδε το αυγό,τα μάτια της έλαμψαν-ήταν σίγουρα ένα κομμάτι απ’τα ανάκτορα της Αγίας Πετρούπολης.Έπειτα το βλέμμα της έπεσε άπληστα στο φλυτζάνι.Το πήρε στο χέρι της,κι αφού έχυσε το τσάι, άρχισε να παρατηρεί το μοτίβο της προσελάνης,κάτι κλαδιά βουκαμβίλλιας με μώβ ανθάκια.Το ίδιο έκανε και με το πιάτο της.Αδιαφορώντας για τα γλυκίσματα,τα πέταξε μακριά,και κράτησε το ίδιο το πιάτο. ‘Είν’αστραφτερό σαν καθρέφτης,’ σκέφτηκε, και την ίδια στιγμή το σκηνικό άλλαξε και πάλι.Τώρα στεκόταν μπροστά σ’έναν ολόσωμο καθρέφτη,αλλά για κάποιο παράξενο λόγο,δεν έβλεπε το είδωλό της.Μέσα στο κρύσταλλο αντανακλώνταν με λεπτομέρειες όλα τα αντικείμενα που βρισκόταν πίσω της,μέσα στο δωμάτιο όπου είχε μεταφερθεί,όμως όχι και η ίδια.Ήταν σαν να είχε γίνει αόρατη,όπως ένα φάντασμα.Ωστόσο,για μια ακόμα φορά,η σκέψη αυτή δεν την προβλημάτισε ούτε μια στιγμή.Σαγηνευμένη απ’όσα έβλεπε να καθρεφτίζονται απέναντί της,γύρισε κι έπεσε στα τέσσερα,επιθεωρώντας όλο συγκίνηση το αριστουργηματικό κέντημα στο κέντρο του χαλιού,τα σκαλιστά πόδια του σεκρετέρ,το φινίρισμα της ταπετσαρίας.Ιδίως το χαλί,την είχε μαγέψει.Ήθελε να το κάνει δικό της με κάθε τρόπο,κι έτσι ξάπλωσε μπρούμυτα πάνω του,βύθισε το πρόσωπό της στο παχύ του πέλος κι άρχισε να ρουφά τη μυρωδιά του.Άγνωστο γιατί,το χαλί μύριζε σαν ιδρωμένη μασχάλη.Κι επίσης,όσο κι αν το τραβούσε,δεν μπορούσε να το πάρει στην αγκαλιά της.Κάτι την εμπόδιζε.Και καθώς αυτές οι δυσάρεστες αισθήσεις συσσωρεύονταν,η Μπεατρίς ένοιωσε ξαφνικά μια σκιά να απλώνεται πάνω της,μια σκιά ενός ιερού τοτέμ που της απαγόρευε να πάρει το χαλί,και της έλεγε: «Κυρία,ξυπνήστε.Είναι εφτά η ώρα.Πότε θα ετοιμαστείτε;» Ανοίγοντας ένα κατακόκκινο μάτι,η Μπεατρίς σήκωσε το κεφάλι.Τα χέρια της τραβούσαν ακόμη το χαλί του ονείρου,που βέβαια ήταν η κουβέρτα,περασμένη ακόμη κάτω το στρώμα,αφού είχε αποκοιμηθεί πάνω στα σκεπάσματα.Μέσα στον ύπνο της είχε ιδρώσει σαν μοσχάρι,και βρωμοκοπούσε.Σαν να μην έφταναν δε όλα αυτά,πάνω απ’το μάτι της είχε σταθεί ο Ξαβιέ,κρατώντας ένα ποτήρι νερό. «Ξαβιέ,τί θέλεις εδώ;Πού είναι το χαλί;» τον ρώτησε.Παρά τη σαστιμάρα της, δεν ήταν αποφασισμένη να παραιτηθεί τόσο εύκολα απ’το άπληστο όνειρο. «Δεν υπάρχει χαλί,κυρία,πάλι ονειρευόσασταν αντίκες,» της είπε,και πρόσθεσε, «Ελάτε,πιείτε λίγο νεράκι και σηκωθείτε.Θα σας περιμένουν κάτω.» Η Μπεατρίς άνοιξε και το άλλο μάτι,και τον κοίταξε με μίσος. «Μόλις διέκοψες ένα απ’τα ωραιότερα όνειρα που έχω δεί τον τελευταίο χρόνο,» του είπε,κι υψώνοντας απότομα τη φωνή,ούρλιαξε: «Κακούργε!Ήταν εκεί,μπορούσα σχεδόν να το αγγίξω...αν με άφηνες λίγο ακόμα,και δεν με ξυπνούσες,τρισκατάρατε Βησιγότθε,θα το είχα αγοράσει...άθλιο τοτέμ!» Είχε πέσει σε ντελίριο.
«Χίλια συγγνώμη κυρία,» είπε εκείνος, «αλλά επείγει να σηκωθείτε.Η φίλη σας θα περιμένει κάτω,μαζί με τους υπόλοιπους κυρίους,γι’αυτό πήρα το θάρρος...» Απ’τη μεριά της Μπεατρίς ήρθε μονάχα ένα σιγανό ‘ζζζ’,καθώς είχε αποκοιμηθεί και πάλι,καθισμένη στο κεφαλάρι του κρεβατιού.Μόλις όμως ο Ξαβιέ την άγγιξε στον ώμο,εκείνη πετάχτηκε όρθια και τον επέπληξε: «Βάρβαρε!» γρύλλισε,τρίβοντας τα μάτια της με το ένα χέρι.Με το άλλο πήρε το νερό που της είχε φέρει κι άρχισε να το πίνει άπληστα. «Έχεις τον πιο απαίσιο τρόπο να με ξυπνάς,Ξαβιέ,» έλεγε,προσθέτοντας μια λέξη έπειτα από κάθε ‘γκλού’, «είμαι βέβαιη πως στην προηγούμενη ζωή σου ήσουν δήμιος.» «Κι εσείς κυρία ήσασταν η Μαρία Αντουανέττα,» της απήντησε γλυκερά. Η Μπεατρίς του έριξε ένα φαρμακερό βλέμμα και είπε: «Η κολακεία δεν βελτιώνει τη θέση σου.Και τώρα,σ’ακούω.Προς τί όλη αυτή η βιασύνη;Είμαι σίγουρη πως είναι πολύ νωρίς ακόμη,και-» «Η ώρα είναι εφτά και μισή,κυρία,» ψέλλισε ο Ξαβιέ. «Μη με διακόπτεις!» φώναξε η Μπεατρίς,κι έπειτα,συνειδητοποιώντας αυτό που είχε ακούσει,φώναξε ακόμη πιο δυνατά: «Πώς;!Κι εσύ τί κάνεις τόση ώρα,αργόμισθε;Έπρεπε να με είχες ξυπνήσει απ’τις έξη...ω Χριστέ μου,κι ακόμη δεν έχω βρεί ούτε τί θα φορέσω...» και μ’αυτό άρχισε να στριφογυρίζει γύρω απ’το κρεβάτι.Ξαφνικά σταμάτησε και τον ρώτησε: «Τουλάχιστον ετοίμασες τα πράγματα που θα πάρουμε μαζί μας;» Ο Ξαβιέ έγνεψε αρνητικά,και απολογήθηκε: «Δεν ήξερα τί θέλατε να πάρετε μαζί σας,κυρία...» «Κύριε,γιατί μ’εγκαταλείπεις;» έκρωξε δραματικά η Μπεατρίς,κοιτώντας το ταβάνι,κι έπειτα στράφηκε πάλι με μένος στον Ξαβιέ. «Πόσες φορές σου έχω πεί ότι δεν πρέπει να είσαι ένα άβουλο όν,και να παίρνεις πρωτοβουλίες;Ορίστε τώρα πού μας οδήγησε η αναποφασιστικότητά σου: θ’αργήσω στο ραντεβού μου,κι όλοι θα με περάσουν για καμμιά χωριάτα που δεν ξέρει να διαβάζει την ώρα!Κι από πάνω,είμαι κι άλουστη!» κατέληξε,σαν να ήταν δικό του σφάλμα που είχε αποκοιμηθεί.Ο Ξαβιέ προσπάθησε να πεί ότι είχε γεμίσει την μπανιέρα από ώρα,αλλά η Μπεατρίς τον σταμάτησε πετώντας του ένα μαξιλάρι κατάμουτρα. «Πρόβατο!» φώναξε,και πρόσθεσε: «Τα παπούτσια μου,γρήγορα!» Όση ώρα ο Ξαβιέ έψαχνε μέσα στο ημίφως για τα γοβάκια της,η Μπεατρίς μουρμούριζε πως τόσο το χειρότερο,θα κατέβαινε στη ρεσεψιόν όπως ήταν,κι ότι όλοι θα κρατούσαν τη μύτη τους.Βέβαια κατά βάθος ήταν πολύ ευχαριστημένη που δεν προλάβαινε να πλυθεί,ωστόσο δεν μπορούσε να στερήσει απ’ τον καλό της Ξαβιέ την ηδονή μιας εσπερινής κατσάδας.Μάλιστα,για να κάνει την όλη σκηνή ακόμα πιο ηδονική,κάθισε στο κρεβάτι και τον άφησε να της φορέσει τα παπούτσια,γκρινιάζοντας ασταμάτητα.Όταν τελείωσε,τον διέταξε να φέρει το μπαστούνι της,καθώς και: «Άρωμα!Αμέσως!Πρέπει να κάνουμε κάτι γι’αυτή την μπόχα που αναδίδω εξαιτίας σου,επειδή είσαι ανίκανος να με ξυπνήσεις εγκαίρως!» Ο Ξαβιέ εξαφανίστηκε στο μπάνιο,απ’όπου επέστρεψε κρατώντας δυό μπουκαλάκια. «Τριαντάφυλλο ή Υάκινθος;» ρώτησε,με γουρλωμένα μάτια απ’τη βιασύνη. «Το τριαντάφυλλο με κάνει να μυρίζω σαν πόρνη,Ξαβιέ,στό’χω πεί χίλιες φορές,αλλά ο υάκινθος είναι ακόμα χειρότερος-με κάνει να μυρίζω σαν νεκρή.Λοιπόν, καλύτερα πουτάνα,παρά πεθαμένη.» Ακολουθώντας πιστά τις αντιφατικές οδηγίες της,ο Ξαβιέ άφησε κάτω το κίτρινο άρωμα,και κρατώντας το ρόζ σε απόσταση αναπνοής απ’το στήθος της,ρώτησε: «Πέταλο,άνθος,ή ροδοβολώνας;» Ήταν μια συνθηματική ερώτηση,μια απ’τις ελάχιστες εκφράσεις που τολμούσε να ξεστομίσει μ’ένα σχετικό θράσος μπροστά στην κυρία του,κι η οποία είχε να κάνει με το μέγεθος της απλυσιάς που έπρεπε να καλυφθεί κάτω απ’το άρωμα.Κι η Μπεατρίς,σκεπάζοντας το πρόσωπο με τα χέρια της,πήρε μια βαθιά ανάσα και είπε:
«Ροδοβολώνας!» Σαν στρατιώτης στην πρώτη γραμμή,ο Ξαβιέ έπιασε το πον-πόν κι άνοιξε πύρ. Ένα βαρύ τριανταφυλλένιο σύννεφο πλημμύρισε το δωμάτιο,απ’το οποίο η Μπεατρίς αναδύθηκε,μερικές στιγμές αργότερα,μυρίζοντας σαν την Άνοιξη. «Ας ελπίσουμε ότι κανείς απ’τους καλεσμένους δεν είναι αλλεργικός στα τριαντάφυλλα,» είπε,προβάροντας το κουτσό της πόδι.Επειδή δεν μπορούσε ν’αποφασίσει από ποιά πλευρά ήταν πιο πειστική,συμβουλεύτηκε τον Ξαβιέ. «Το δεξί ή το αριστερό;» ρώτησε,κι εκείνος της είπε πως θα ήταν καλύτερο να κουτσαίνει μια με το ένα και μια με το άλλο,για να μην κουράζεται.Η Μπεατρίς τον καταράστηκε ακόμη μια φορά για τις ιδέες του,κι έπειτα,διορθώνοντας το στηθόδεσμό της,στάθηκε μπροστά στην πόρτα του δωματίου και του έδωσε τις τελευταίες οδηγίες. «Όταν γυρίσω,» του είπε, «θέλω να βρώ τις βαλίτσες μου έτοιμες για το ταξίδι.Θα βάλεις μέσα τα απολύτως αναγκαία,δηλαδή πέντε με δέκα συνολάκια,τις νυχτικιές,τα κοσμήματα,τα καλλυντικά,και τα καπέλα μου.Ακόμα φρόντισε να βρείς κάποιο ανάγνωσμα για τις συναρπαστικές νύχτες που θα περάσουμε κλεισμένοι στην καμπίνα-και προς Θεού, να είναι κάτι διασκεδαστικό,όχι κανένα μυθιστόρημα με ναυάγια!» Ο Ξαβιέ της είπε πως είχε προνοήσει γι’αυτό,φέρνοντας υλικό απ’το σπίτι. «Επίσης,» πρόσθεσε στο τέλος, «θέλω να διαλέξεις το πιο εκτυφλωτικό απ’τα φορέματά μου για απόψε.Αν δεν χάσεις την όρασή σου κοιτώντας το για τουλάχιστον πέντε λεπτά,είναι ακατάλληλο.» Και μ’αυτά τα λόγια,η Μπεατρίς βγήκε απ’το δωμάτιο κι έκλεισε την πόρτα πίσω της.Το μπαστούνι συνόδευε τα βαριά βήματά της σαν του εξερευνητή,που μόνο η προσδοκία του θησαυρού διώχνει την κούραση και την απροθυμία του.Η δική της εξερεύνηση ξεκινούσε κάπως παράξενα,κι ο θησαυρός ίσως και να μην υπήρχε.Γι’ αυτό και δεν επιχείρησε να κατέβει στο ισόγειο απ’τις σκάλες.Παρόλο που το δωμάτιό της ήταν μόλις στον πρώτο όροφο,βαριόταν τρομερά.Έτσι περίμενε υπομονετικά το ασανσέρ,κι όταν οι πόρτες άνοιξαν,μπήκε μέσα.Της φάνηκε παράξενο που ήταν άδειο-περίμενε να βρεί τον χειριστή,καθώς βαριόταν ακόμη και να πατήσει το κουμπί του ισόγειου.Όμως πριν προλάβει να κάνει οτιδήποτε,οι πόρτες έκλεισαν και το ασανσέρ άρχισε ν’ανεβαίνει,για να σταματήσει στον δεύτερο.Κι όταν οι πόρτες άνοιξαν και πάλι,η Μπεατρίς άφησε μια κραυγή τρόμου.Μπροστά της στεκόταν μια μορφή ντυμένη στα μαύρα,ακίνητη και βουβή.Ήταν...ήταν ένα στοιχειό!
VI Έντρομη η Μπεατρίς ετοιμάστηκε να πατήσει το κουμπί που έκλεινε τις πόρτες,όταν το βλέμμα της έπεσε σ’ένα άσπρο πράγμα,στα δεξιά της μαυροντυμένης φιγούρας. ‘Άσπρο μαλλί;Τα φαντάσματα πλέκουν;’ αναρωτήθηκε,και την ίδια στιγμή, καταλαβαίνοντας ποιόν είχε απέναντί της,έβαλε τα γέλια. «Εσύ είσαι,γριά κάργια;» φώναξε στην φίλη της, «Μού’κοψες τη χολή!» «Είμαι η απόλυτη μαύρη χήρα!» ακούστηκε η φωνή της Καρολίν κάτω απ’το πυκνό βέλο. «Οι συναναστροφές με τις Αγγλίδες μ’έχουν καταστρέψει!» «Δεν ξέρω για το καπέλο,» είπε η Μπεατρίς, «πάντως το βέλο σου μου θύμισε τα μπουρκά,που φορούν εκείνες οι κακόμοιρες γυναίκες στο Αφγανιστάν!» «Νά τί παθαίνει μια γυναίκα όταν δεν έχει κάποιον να την βασανίζει,» είπε η Καρολίν, «βασανίζεται από μόνη της!» «Όμως αλήθεια,πώς βρέθηκες εδώ;» ρώτησε η Μπεατρίς, «Νόμιζα ότι το δωμάτιό σου είναι δίπλα στο δικό μου!»
«Μα είναι!» φώναξε η Καρολίν, «Κι επιπλέον δεν έχω ιδέα πώς βρέθηκα εδώ, ούτε πού είναι το εδώ.Βρισκόμαστε στο ισόγειο;» «Όχι,» είπε η Μπεατρίς,πνίγοντας ένα γέλιο.Στο κάτω-κάτω,δεν ήταν ευγενικό να ειρωνεύεσαι την αδύναμη όραση μιας ηλικιωμένης. «Είμαστε στον δεύτερο.» «Καλά φαντάστηκα,» είπ’εκείνη,και πρόσθεσε: «Τότε μήπως μπορείς να βγείς απ’το ασανσέρ και να με βοηθήσεις;Αυτό το αναθεματισμένο πράγμα δεν μ’αφήνει να δώ ούτε τη μύτη μου!Όχι ότι χάνω και πολλά,βέβαια...» Η Μπεατρίς βγήκε απ’το ασανσέρ,της πρόσφερε τον αγκώνα της,και την οδήγησε πάλι μέσα.Μόλις άρχισαν να κατεβαίνουν,η Καρολίν ανασήκωσε το βέλο και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Πολύ καλύτερα!» είπε,«τουλάχιστον τώρα βλέπω χρώματα!» Με μια διακριτική ματιά προς το μέρος της,η Μπεατρίς πρόσεξε ότι η φίλη της δεν φορούσε τα γυαλιά της,κι ήταν έτσι αναγκασμένη να κρατάει τα μάτια της μισόκλειστα,σαν κουκουβάγια που βρέθηκε ξαφνικά στο φώς της ημέρας.Ακόμη παρατήρησε το ‘βραδυνό σύνολο’ της Βαλεριάνας-το καλάθι της είχε τώρα ένα λεπτό μαξιλαράκι από μώβ βελούδο στη βάση του,ενώ γύρω απ’το λαιμό της ήταν περασμένη μια κορδέλλα στο χρώμα της φούξιας.Ωστόσο,καθώς το τρισαχριτωμένο γατί κοιμόταν όπως πάντα,εξακολουθούσε να μοιάζει με μια μεγάλη μπάλλα από άσπρο μαλλί,που πάνω της κάποιος άφησε κατά λάθος μια μώβ κορδέλλα. Τη στιγμή που το καμπανάκι τους ειδοποιούσε ότι είχαν φτάσει στο ισόγειο,η Καρολίν στραβομουτσούνιασε και ρώτησε: «Εσύ μυρίζεις τριαντάφυλλο,χρυσό μου;» Αλλάζοντας όλα τα χρώματα της γαλλικής σημαίας,η Μπεατρίς τραύλισε: «Εγώ;...Ό-όχι!Όμως...πρίν ανέβω,καθώς έμπαινα,έβγαινε μια απαίσια χοντρή, που βρωμοκοπούσε ροδόνερο!...Φαίνεται πως άφησε την αύρα της στο ασανσέρ!Μα δε βρίσκεις πως είναι φριχτές αυτές οι γυναίκες,που πασαλείβονται με πατσουλιά αντί να πλυθούν;Είναι...είναι...αχαρακτήριστες!» Καθώς διέσχιζαν το φουαγιέ του ξενοδοχείου,η Καρολίν σταμάτησε και είπε: «Περίμενε δυό λεπτά,καλή μου Ζενεβιέβ,για να φορέσω τα γυαλιά μου.Χωρίς ν’αμφισβητώ τις ικανότητές σου ως οδηγού,μια τυφλή γριά που ακολουθεί μιαν άλλη που κουτσαίνει,θυμίζει επικίνδυνα βιβλική παραβολή...το μόνο που μας λείπει είναι ένας λεπρός,ή ο παραλυτικός της Καπερναούμ.» Και χώνοντας το χέρι κάτω απ’το πελώριο μαύρο καπέλο της,έβγαλε,προς μεγάλη έκπληξη της Μπεατρίς,ένα ολόκληρο πουγγί.Όση ώρα έψαχνε,αναγκάστηκε ν’αφήσει στο πάτωμα το καλάθι με τη γάτα, γεγονός που φυσικά δεν διέκοψε τον μακάριο ύπνο της.Ύστερα από λίγο βρήκε τα γυαλιά της,τα φόρεσε,και κοίταξε ολόγυρα την αίθουσα. «Υπέροχα!» είπε «Τώρα τα χρώματα αποκτούν και σχήμα.Και μάλιστα-Χριστέ μου!» αναφώνησε ξαφνικά,καθώς το βλέμμα της έπεσε στους καθρέφτες που υπήρχαν στα δεξιά τους. «Μόλις είδα το καπέλο μου σ’όλο του το μεγαλείο!Πώς γυρνάω μ’αυτό το ταψί στο κεφάλι μου και δεν ντρέπομαι;» μονολόγησε,και συνέχισε: «Θυμάμαι κάτι που μου είχε πεί ένας παλιός μου φίλος...νομίζω ότι ήταν επαγγελματίας δολοφόνος,ή κάτι τέτοιο...τέλοσπάντων,δεν έχει σημασία,μου είχε πεί λοιπόν,ότι ένα μεγάλο καπέλο είναι το ιδανικό αξεσουάρ για να δολοφονήσεις κάποιον μέσα σε πλήθος...κανείς δεν θα προσέξει τη φάτσα σου,αφού όλοι θα κοιτάνε το καπέλο...μάλιστα σκέφτομαι ότι σε μια τέτοια περίπτωση,ένα καπέλο σαν το δικό μου είναι διπλά χρήσιμο,αφού αν χάσεις την ψυχραιμία σου και δεν μπορείς να τον πυροβολήσεις ή να τον μαχαιρώσεις,μπορείς να εμφανιστείς απότομα μπροστά του και να πεθάνει απ’την τρομάρα!» Η Μπεατρίς γέλασε αμήχανα.Θα ήθελε πολύ να συμμετέχει πιο ενεργά σε όσα έλεγε η φίλη της,ωστόσο όλες της οι δυνάμεις είχαν στραφεί σε μιαν απέλπιδη προ-
σπάθεια να απαλλαγεί απ’την αποφορά των ρόδων,κουνώντας σαν βεντάλλιες τα χέρια κάτω απ’τις μασχάλες της. «Α-χά!Νά κι οι κουρσάροι των σαλονιών!» αναφώνησε ξαφνικά η Καρολίν,κι έδειξε στο βάθος,όπου το φουαγιέ έδινε τη θέση του σ’ένα μικρό αίθριο με συντριβάνι.Η Μπεατρίς έπαψε για λίγο ν’ασχολείται με τις μασχάλες της,και κοίταξε προς την κατεύθυνση που έδειχνε με τα γυαλιά της.Πράγματι,μια μικρή ομάδα ανθρώπων, οι πιο πολλοί ντυμένοι στα μαύρα,βρισκόταν καθισμένη γύρω απ’το συντριβάνι,σε καρέκλες από φέρ φορζέ.Ξανακοιτώντας μέσ’απ’τα γυαλιά της,η Καρολίν είπε: «Δεν είμαι σίγουρη,αλλά σε ορισμένα σημεία έχω την εντύπωση ότι βλέπω δυό ανθρώπινα σώματα ενωμένα.Μάλλον πρόκειται για την δεσποινίδα ντε Ραστιγιάκ,ή για κάποια από τις φίλες της.» «Την ανιψιά του κυρίου που συναντήσαμε το μεσημέρι;» ρώτησε η Μπεατρίς. «Ακριβώς,» απήντησε,σηκώνοντας το καλάθι με τη γάτα, «πάμε λοιπόν να γνωρίσεις από κοντά και τους υπόλοιπους ηθοποιούς αυτού του θεάτρου φρίκης.» Η καρδιά της Μπεατρίς άρχισε να χτυπά με αγωνία μόλις ξεκίνησαν να προχωρούν.Κάθε βήμα που τις έφερνε πιο κοντά στο αίθριο,κάθε φιγούρα που ξεκαθάριζε,έκανε την ιδέα της ενδεχόμενης αποκάλυψης και του δημόσιου εξευτελισμού ακόμη πιο τρομερή.Το άρωμά της είχε περάσει σε δεύτερη μοίρα.Τώρα πάσχιζε να διακρίνει τα πρόσωπα των ανθρώπων που τις περιμέναν,προτού να βρεθούν πολύ κοντά τους.Αν αναγνώριζε έστω κι έναν απ’αυτούς,ίσως προλάβαινε να κάνει μεταβολή,να προφασιστεί μιαν αιφνίδια αδιαθεσία,ή έναν πόνο στο πόδι,που είχε ξεχάσει το κουτσό του βάδισμα.Όμως δεν μπορούσε να δεί τόσο μακριά.Όταν τα πρόσωπα θα γίνονταν ορατά,θα ήταν ήδη πολύ αργά.Έπρεπε να τα παίξει όλα για όλα. Σαν από κάποια αλλόκοτη διαίσθηση,παρόλο που δεν άφηνε καμμιά εξωτερική ένδειξη αυτής της ανησυχίας,η φίλη της γύρισε και της είπε: «Δεν πιστεύω να ντρέπεσαι,χρυσό μου-οι άνθρωποι αυτοί είναι εντελώς γελοίοι.Και μάλιστα,» πρόσθεσε,σκύβοντας λίγο προς το μέρος της καθώς προχωρούσαν, «μην διστάζεις να μου ψιθυρίζεις τις ερωτήσεις σου στο αυτί,ή να γελάς μ’αυτά που θα σου λέω...είσαι απολύτως ασφαλής,οι περισσότεροι από δαύτους είναι κουφοί λόγω ηλικίας...κι όσο για μένα,σε διαβεβαιώ πως η ακοή μου,σε αντίθεση με την όρασή μου,είναι οξύτατη,οπότε μπορούμε να έχουμε μια κανονική συζήτηση μπροστά στα μούτρα τους,χωρίς να μας καταλάβουν ούτε μια στιγμή.» Τα λόγια της την καθησύχαζαν κάπως,κι όταν πλησίασαν αρκετά κι είδε ότι οι διπλές φιγούρες ήσαν στ’αλήθεια δυό τετράπαχες γυναίκες,η Μπεατρίς σκέφτηκε ότι ήταν καθαρή ανοησία να φοβάται.Οι νόμοι των πιθανοτήτων ήταν με το μέρος της. Και με μια πρώτη ματιά,κανένας απ’τους ανθρώπους που περιμέναν μπροστά στο συντριβάνι δεν της φαινόταν γνωστός. ‘Τώρα,αν τα καταφέρω να σταθώ σε απόσταση για να μην τους πνίξω με το άρωμά μου,και δεν γίνω ρεζίλι γελώντας με κανένα απ’τα σχόλια της Καρολίν,όλα θα πάνε καλά,’ είπε από μέσα της. Αλλά αυτό το τελευταίο,όπως έμελλε ν’αποδειχτεί,ήταν πολύ δύσκολο. Πρώτος απ’την ομήγυρη ήρθε να τους προϋπαντήσει ο ηλικιωμένος άνδρας με το παράξενο όνομα,ο Ζαφέτ,που η φίλη της έμοιαζε ν’αντιπαθεί τόσο πολύ.Η Μπεατρίς εξακολουθούσε να τον βρίσκει αρκετά συμπαθητικό,κι όταν εκείνος της φίλησε το χέρι χωρίς να πάρει καμμιά γκριμάτσα απ’το άρωμα που ανέδιδαν τα βυζιά της, σκέφτηκε πως απέναντί της είχε έναν αληθινό ευγενή. Έπειτα ακολούθησε μια μικρή παρέλαση συστάσεων,της οποίας προήδρευε η φωνή της Καρολίν,αναγγέλλοντας ένα-ένα τα πρόσωπα στην Μπεατρίς. Στην αρχή την πλησίασε η πιό χοντρή απ’τις δυό γυναίκες της παρέας.Φορούσε μια μαύρη τουαλέττα διακοσμημένη με μικρά κρύσταλλα,που έκανε τις δίπλες
της περιφέρειας και των γλουτών της να μοιάζουν με το Βόρειο Σέλας. ‘Θα πρέπει να ζυγίζει πάνω από εκατόν πενήντα κιλά,’ σκέφτηκε η Μπεατρίς,προσπαθώντας να κρύψει την πλάστιγγα των ματιών της, ‘μπροστά της είμαι μια Συλφίδα!’ Επρόκειτο για την Αραμπέλλα Ντυτουά,ένα όνομα που της ήταν ήδη γνωστό,κι όταν η Καρολίν της ανέφερε πως η Μπεατρίς-δηλαδή η Ζενεβιέβ-ζούσε μόνιμα στην Ελβετία,εκείνη γέλασε με το χαρακτηριστικό χλιμίντρισμα των ευτραφών γυναικών και είπε: «Μα είστε τόσο τυχερή!Πεθαίνω για Ελβετικές σοκολάτες!» «Μήπως εννοεί πεθαίνω από Ελβετικές σοκολάτες;» ψιθύρισε η Καρολίν στο αυτί της Μπεατρίς,και πέρασε στον επόμενο,αγνοώντας το γεγονός ότι η Μπεατρίς χαχάνιζε σαν ηλίθια με αυτό που της είχε μόλις πεί. «Ο κύριος Σιμόν Βάις,» είπε.Μπροστά τους είχε σταθεί ένας ψηλόλιγνος γέρος με σκούρο γκρίζο κοστούμι,που κάπνιζε ένα πούρο. «Ο Κύριος Βάις είναι παλιός φίλος,και διακεκριμένος ιατρός.Σε μια παρέα σαν και τη δική μας,όπου ο μέσος όρος ηλικίας μετριέται με γεωλογικούς αιώνες,ένας γιατρός είναι πάντοτε χρήσιμος.Ποτέ δεν ξέρεις άν θα σου χρειαστεί μια ένεση,ή μια νεκροψία!» Ο γέρος έδωσε το χέρι του στην Μπεατρίς κάπως ψυχρά,και χωρίς να πεί λέξη.Φαινόταν τόσο απορροφημένος απ’το πούρο του,που μάλλον δεν είχε ακούσει τίποτε απ’όσα έλεγε η Καρολίν.Όμως με την ίδια αδιαφορία για τον γέρο γιατρό,και το βλέμμα της Μπεατρίς είχε ταξιδέψει στιγμιαία προς την άλλη πλευρά του αίθριου, όπου καθόταν η δεύτερη χοντρή της παρέας.Όταν είχαν αρχίσει να πλησιάζουν προς το μέρος τους,η γυναίκα αυτή με το κεφάλι ταύρου και τα γκρίζα μαλλιά βρισκόταν ακριβώς στο κέντρο.Κι αυτό με τη σειρά του σήμαινε ότι όση ώρα τους είχαν πάρει οι χαιρετούρες με τον Ζαφέτ,την Αραμπέλλα,και τον γιατρό,εκείνη είχε τραβηχτεί προς το βάθος,σαν να ήθελε να τους αποφύγει.Μάλιστα είχε την πλάτη γυρισμένη προς το μέρος τους,και μιλούσε με έναν επίσης γκριζομάλλη άνδρα,έτσι που η Μπεατρίς ίσως να μην είχε προσέξει τίποτε απ’όλα αυτά,αν σε μια στιγμή η γυναίκα δεν είχε στρέψει ο κεφάλι προς τα πίσω.Τότε ήταν που πρόσεξε τα γυαλιά της,δυό φακούς δεμένους σε μαύρο κοκκάλινο σκελετό,αλλά τόσο χοντρούς,που έκαναν τα μάτια της να μοιάζουν αφύσικα,σαν να μην ανήκαν σε άνθρωπο. Το βλέμμα αυτό τρόμαξε την Μπεατρίς,που γρήγορα ξανακοίταξε μπροστά.Η φίλη της είχε αγκαλιαστεί με μιαν άλλη γριά,η οποία προφανώς είχε διαφορετική άποψη για τα γηρατειά από αυτή της Καρολίν,αφού φορούσε ένα φόρεμα ιαπωνικού στύλ με βαθύ ντεκολτέ,κι είχε βαμμένα τα μαλλιά της σ’ένα απαλό ρόζ. «Ροζαλί,γριά μαϊμού!» φώναξε η Καρολίν,κι έκανε ένα βήμα πίσω.Βλέποντας την έκφραση του προσώπου της,η Μπεατρίς σκέφτηκε ότι αυτές οι διαχυτικότητες ίσως να έκρυβαν την ίδια ακριβώς απέχθεια όπως και το καλαμπούρι με τον Ζαφέτ. «Από πότε έχω να σε δώ;» «Από κάποιον πόλεμο,αλλά δε θυμάμαι ποιόν-έχουμε ζήσει τόσους πολλούς!» είπε η Ροζαλί,και ξέσπασε σ’ένα γέλιο γριάς μάγισσας. «Τόσοι πόλεμοι,κι ούτε ένα σουβενίρ!Τουλάχιστον να μας μέναν οι στρατιώτες!» «Τί να τους κάνεις;» πετάχτηκε πικρόχολα η Καρολίν, «Στην ηλικία μας,το μόνο που μπορούν να μας κάνουν είναι να μας υπερασπιστούν,μαζί με τα υπόλοιπα μνημεία του έθνους!» Η Ροζαλί γέλασε,αλλά βιάστηκε να προσθέσει: «Να μιλάς για τον εαυτό σου,μαμά,» της είπε, «εγώ είμαι ακόμα φρέσκια σαν ορχιδέα!» Και μ’αυτά τα λόγια,κούνησε φιλάρεσκα την πέτρινη κόμμωσή της.Πίσω της είχε πλησιάσει,διακριτικά αλλά με αυτοπεποίθηση,σαν να ήταν βέβαιος πως θα ανήγγελλε την παρουσία του,ένας νεαρός άνδρας,ο μόνος σ’όλη τη συντροφιά.Σηκώνοντας το δεξί του χέρι,το πέρασε γύρω από τη μέση της,κι εκείνη,αφού πρώτα άφησε ένα παιχνιδιάρικο γέλιο,έσπρωξε το χέρι του νεαρού και το πίεσε πάνω στον καβάλο του παντελονιού του.Η Μπεατρίς είχε γουρλώσει τα μάτια της ασυναίσθητα.
Πάντα έβλεπε με απορία τα σαλιαρίσματα των ηλικιωμένων,ιδίως όταν σ’αυτά ανταποκρινόταν κάποιος κατά πολύ νεότερός τους.Ίσως να έφταιγε το γεγονός ότι εκείνη σπαταλούσε όλη της την λίμπιντο κυνηγώντας αντίκες,ωστόσο πίστευε πως ακόμη κι ένα σεκρετέρ ήταν πιο ερωτικό από έναν άνθρωπο που δεν έχει δικά του δόντια.Η Ροζαλί βέβαια,ζούσε σε παράλληλο κόσμο.Αφού χούφτωσε μπροστά σε όλους τα αγαθά του νεαρού συνοδού της,έκανε ένα βήμα μπροστά κι είπε ναζιάρικα: «Ξέχασα να σας συστήσω και τον Μαουρίτσιο,τον...οικονόμο μου!» Το ψέμμα ήταν τόσο προφανές, που ούτε η ίδια άντεξε,κι έβαλε τα γέλια.Ο Μαουρίτσιο,είτε επειδή δεν καταλάβαινε την γλώσσα,είτε επειδή το να παριστάνει απροκάλυπτα τον επιβήτορα ήταν μέρος της δουλειάς του,συνέχισε απερίσπαστος να χαμογελά. «Κι εγώ έχω να σου συστήσω μια φίλη,αν και δεν κοιμάμαι μαζί της,» είπε η Καρολίν με μιαν έκφραση αηδίας,και πήρε απ’το χέρι την Μπεατρίς. «Από’δώ η Ζενεβιέβ,» είπε,και χαμηλώνοντας τη φωνή,ψιθύρισε: «Στη θέση σου δεν θα έπιανα το χέρι της,χρυσό μου-δεν ξέρεις τί έχει πιάσει προηγουμένως.» Καθώς όμως ο ψίθυρος αυτός ήταν επίτηδες αρκετά δυνατός,η Ροζαλί προσποιήθηκε την παρεξηγημένη. «Πάντα υπερβολική!» είπε,και πρόσθεσε: «Κατ’αρχήν,η κοπέλα ξέρει πολύ καλά τί έπιασα,το είδε μόλις τώρα!Κι επειδή είναι φίλη σου δεν σημαίνει πως έχει μεταμορφωθεί σε σταφίδα,σαν εσένα!Ορίστε,κοίτα εμφάνιση!» είπε,ανασηκώνοντας την άκρη του βέλου της. «Πάνε τόσα χρόνια που πέθανε ο άνδρας σου,κι ακόμα γυρνάς σαν την πανούκλα,με τα μαύρα!Και το πλεκτό στο χέρι!» «Δεν είναι πλεκτό,να πάρει η οργή,είναι γάτα!» έτριξε τα δόντια η Καρολίν. «Ακόμα χειρότερα!» φώναξε η Ροζαλί, «Γάτες!Τί να τις κάνεις;Τουλάχιστον να ήταν ένας σκύλος,ξέρεις,από εκείνους τους μεγάλους,με τα γυμνασμένα πίσω πόδια,που γυρνάνε διαρκώς ερεθισμένοι...αλλά μια γάτα;» «Είμαι σίγουρη πως έχει πάει ακόμα και με σκύλο!» ψιθύρισε πάλι η Καρολίν μες στο αυτί της Μπεατρίς.Αυτή τη φορά,ευτυχώς,δεν ακούστηκε. «Τέλοσπάντων!» έκανε η Ροζαλί,σηκώνοντας τα χέρια στον αέρα. «Αυτό που θέλω να πώ,» συνέχισε,πιάνοντας την Μπεατρίς απ’τον αγκώνα, «είναι πως δεν πρέπει να καταπιέζεις την φίλη σου...αλλιώς το ταξίδι της θα είναι πολύ βαρετό...ενώ αν κάνει παρέα μαζί μου,να είσαι βέβαιη πως θα το διασκεδάσει...αυτή κι ο Μαουρίτσιο ίσως έχουν να πούνε πολλά,σαν νέοι που είναι...» Συγχρόνως,είχε αρχίσει να χαϊδεύει την Μπεατρίς στην πλάτη,κι εκείνη,έχοντας βρεθεί εγκλωβισμένη ανάμεσα στα χάδια της και τον αλύγιστο κορμό του λατίνου επιβήτορα,έριξε μια πανικόβλητη ματιά προς το μέρος της Καρολίν.Ήταν σαν να της έλεγε: «Σώσε με!» Ερμηνεύοντας με ταχύτητα το τηλεπαθητικό μήνυμα,η φίλη της προχώρησε και την τράβηξε κοντά της. «Φοβάμαι ότι η Ζενεβιέβ δεν έχει κάνει τα απαραίτητα εμβόλια που χρειάζονται για να κάνει παρέα μαζί σου!» είπε μ’ένα δηλητηριώδες χαμόγελο. «Κι επιπλέον, δεν είναι και τόσο νέα όσο ο φίλος σου...» «Σω-σωστά...» ψέλλισε η Μπεατρίς,και πασχίζοντας απεγνωσμένα να βρεί έστω και μία ευφυή φράση που να ταιριάζει στην περίσταση,κατέληξε σ’ένα τσιτάτο του Βίκτωρος Ουγκώ. «Τα σαράντα είναι τα γηρατειά της νιότης,και τα πενήντα είναι η νιότη των γηρατειών!» είπε με στόμφο.Μόνο όταν όλοι την κοίταξαν με απορία θυμήθηκε ότι η ίδια πλησίαζε τα εξηνταπέντε κι ότι οι φίλες της κοντεύαν τα ογδόντα. Η φράση της δεν έβρισκε εφαρμογή σε κανέναν. «Όμως στην δική μας περίπτωση,Ροζαλί,» είπε η Καρολίν για να την ξελασπώσει, «θα μπορούσε κανείς να πεί ότι βρισκόμαστε στην εφηβεία του θανάτου!» «Έστω κι έτσι,εγώ αισθάνομαι σαν έφηβη!» αποκρίθηκε εκείνη,περνώντας τα κυρτωμένα της δάχτυλα ανάμεσα απ’τα ρόδινα μαλλιά της. «Πάμε Μαουρίτσιο,» είπε
στον νεαρό,χτυπώντας τον απαλά στον πισινό, «κι ας αφήσουμε τις γριές να ετοιμάσουν τον τάφο τους ανενόχλητες!» Και γελώντας απομακρύνθηκε. «Πρόκειται για καθαρή περίπτωση νεκροφιλίας! »,της σφύριξε η Καρολίν,γνέφοντας προς το μέρος του νεαρού.Η Μπεατρίς χαμογέλασε,και της επισήμανε πως κι ο κύριος ντε Ραστιγιάκ ερωτοτροπούσε με μια κοπέλα κατά πολύ νεότερή του,στ’αριστερά του συντριβανιού. «Φαίνεται ότι κι ο Ζαφέτ βρήκε τη μικρή του νεκρόφιλη,» είπε μεγαλόφωνα η Καρολίν,εκμεταλλευόμενη την απόσταση που τους χώριζε, «προφανώς,για να μην μας την συστήσει προηγουμένως,δεν θα ξέρει να μιλάει.Υποθέτω πως η εκπαίδευσή της περιλαμβάνει μόνο το πώς να βάζει πράγματα στο στόμα της!» Αλλά η Μπεατρίς δεν την άκουγε.Το βλέμμα της είχε πέσει πάλι στη χοντρή γυναίκα με τα χοντρά γυαλιά,που είχε καθίσει μαζί με τον γκριζομάλλη κύριο,και συνομιλούσε μαζί του έντονα.Έμοιαζαν να καυγαδίζουν για κάτι,καθώς η φωνή τους πού και πού γινόταν πιό δυνατή.Η Μπεατρίς προσπαθούσε να σκεφτεί για ποιό λόγο η θέα αυτής της γυναίκας της είχε προξενήσει αυτό το αόριστο αίσθημα του οικείου, και γιατί την ίδια στιγμή την φόβιζε. «Βλέπω ότι οι μόνοι που δεν γνώρισες ακόμα είναι τα αδερφάκια ντε Ραστιγιάκ,» είπε ξαφνικά η Καρολίν,που είχε σταθεί δίπλα της.Η Μπεατρίς γύρισε,την κοίταξε χωρίς να έχει ακούσει τί έλεγε,και σαν αστραπή της ήρθε: Τα γυαλιά της γυναίκας με τα γκρίζα μαλλιά έμοιαζαν καταπληκτικά στο πάχος με τους χοντρούς φακούς της φίλης της.Κι αυτή η ομοιότητα,ίσως την είχε κάνει να σκεφτεί πως στο βάθος βρισκόταν κάποια συγγενής της Καρολίν,η οποία ενδεχομένως θα θυμόταν το πρόσωπο της αληθινής Ζενεβιέβ Λεμάν και θα την ξεμπρόστιαζε.Όμως δεν θα μπορούσε να είχε πέσει πιο πολύ έξω.Την ώρα που η Καρολίν την έπιανε απ’το χέρι κι άρχιζαν να βαδίζουν προς το μέρος τους,η φωνή της ήταν γεμάτη μίσος. «Λοιπόν,αγαπητό μου παιδί,να είσαι προετοιμασμένη για την πιό αντιπαθητική γνωριμία της ζωής σου.Τα αδέρφια που θα σου γνωρίσω είναι οι δικαιούχοι κληρονόμοι της περιουσίας των ντε Ραστιγιάκ,η οποία συνίσταται σε μερικά αραχνιασμένα σπίτια,κι αυλές που τις χέζουν κυνηγετικοί σκύλοι.Ο Ζαφέτ,που γνώρισες ήδη,είναι θείος τους,αν κι υποπτεύομαι ότι μπορεί να είναι επίσης κι ο πατέρας κάποιου απ’τους δυό.» Η Μπεατρίς δεν έλεγε κουβέντα-μονάχα τους παρατηρούσε,κι αναλογιζόταν πόσο πολύ μπορούν να μοιάζουν δυό άνθρωποι όταν είναι συγγενείς εξ’αίματος.Αν κι η γυναίκα ήταν κατά πολύ παχύτερη κι έμοιαζε ελαφρώς γηραιότερη απ’τον γκριζομάλλη αδελφό της,υπήρχε στα πρόσωπά τους η ίδια ξυνισμένη έκφραση,σαν να είχαν μόλις πιεί ένα ποτήρι με ξύδι. ‘Μπορεί προηγουμένως να τσακώνονταν,γι’αυτό και δε μιλάνε τώρα’,σκέφτηκε,αλλά την ίδια στιγμή,ο άνδρας έσκυψε προς το μέρος της αδελφής του,και σαν να ήθελε να την φιλήσει,έβγαλε απ’το αυτί της ένα λευκό τριαντάφυλλο.Εκείνη τον κοίταξε,στην αρχή αυστηρά,έπειτα όμως το πρόσωπό της γλύκανε μονομιάς,και τον αγκάλιασε,φωνάζοντας: «Ω,Φιλίπ,είσαι ένα σκέτο τέρας!» Το μικρό ετούτο κόλπο ίσως να είχε αφήσει κάποιον άλλο εντελώς αδιάφορο, όμως για κάποιο λόγο η Μπεατρίς έτρεφε πάντοτε ένα φοβερό θαυμασμό για τους λεγόμενους ‘μάγους’.Οι ταχυδακτυλουργίες την εντυπωσίαζαν όπως ένα μικρό παιδί,κι ήταν ικανή να κάθεται και να παρατηρεί τους υπαίθριους μάγους-που συχνά έκαναν επίδειξη των ικανοτήτων τους στο δρόμο-ώρες ατέλειωτες.Είχε μάλιστα πληρώσει πολύ ακριβά αυτό της το πάθος,όταν πριν από μερικά χρόνια κάποιος εφαψιομανής είχε τρφιτεί κι είχε εκσπερματώσει πάνω στο καλό της κόκκινο παλτό,ενόσο εκείνη παρακολουθούσε απορροφημένη ένα τύπο που έβγαζε μαντήλια από τη μύτη του.Δεν είχε καταλάβει ποτέ πώς ήταν δυνατόν τα αφελή αυτά τρύκ,με τις εξίσου αφελείς ερμηνείες,να της προκαλούν τέτοια συγκίνηση.Πίστευε πάντως ότι πιο πολύ απ’όλα,την μάγευε η ίδια η σβελτάδα των δαχτύλων,η ικανότητα του να δημιουργείς μια ψευδαίσθηση.Την ζήλευε πολύ αυτή τη σβελτάδα,κι είχε σκεφτεί δεκάδες φορές πόσο χρή-
σιμη θα της ήταν,αν για παράδειγμα έμπαινε σε μια αντικερί,και την ώρα που παζάρευε ένα κομμάτι,μπορούσε συγχρόνως να εξαφανίζει ένα δεύτερο κάτω απ’τη γούνα της.Στην περίπτωση της Μπεατρίς,άλλωστε,όλα είχαν σχέση με τις αντίκες.Το γεγονός πάντως ήταν ότι,βλέποντας τον άγνωστο άνδρα να κάνει το κόλπο με το λουλούδι,ένοιωσε αμέσως γι’αυτόν μια σπίθα συμπάθειας,εντελώς αντιφατική μ’αυτά που της έλεγε η Καρολίν.Έτσι,όταν η φίλη της έσκυψε πλάι της και της είπε στ’αυτί: «Α,ξέχασα να σου πώ ότι ο Φιλίπ ντε Ραστιγιάκ είναι σαλτιμπάγκος!», η Μπεατρίς ένοιωσε μεγάλη αμηχανία για τα γουρλωμένα της μάτια.Είχαν φτάσει εξάλλου σε απόσταση χειραψίας,κι η αδελφή του μάγου σηκώθηκε πρώτη για να συστηθεί.Στο πρόσωπό της η Μπεατρίς δεν διέκρινε κανένα ίχνος αντιπάθειας,όπως είχε υποθέσει προηγουμένως. ‘Βέβαια δεν μπορείς να καταλάβεις και πολλά για έναν άνθρωπο όταν δεν βλέπεις τα μάτια του,’ σκέφτηκε.Και πράγματι,καθώς η εύσωμη γυναίκα άπλωνε το χέρι προς το μέρος της,ήταν αδύνατο να διαπεράσει το πρίσμα των φακών της και να την κοιτάξει στα μάτια. «Είμαι η Σαλομέ ντε Ραστιγιάκ,» είπε μ’ένα σκέρτσο στη φωνή,κι έπειτα,δείχνοντας προς το μέρος του αδελφού της,και μυρίζοντας το τριαντάφυλλο που της είχε δώσει,πρόσθεσε: «Κι αυτός εδώ είναι ο Φιλίπ,ο άτακτος αδερφούλης μου!» Ο Φιλίπ,που σε μια δεύτερη ματιά δεν ήταν πάνω από πενήντα κι έμοιαζε νόστιμος σαν μπισκότο,έκανε μια υπόκλιση,της φίλησε το χέρι,και ψιθύρισε: «Στις υπηρεσίας σας,μυλαίδη.» Κι η Μπεατρίς βρέθηκε ξαφνικά να κρατάει ένα κόκκινο τριαντάφυλλο.Η απρόσμενη αυτή χειρονομία την βύθισε για μερικές στιγμές σε μια βλακώδη σιωπή, στη διάρκεια της οποίας διαπίστωσε ότι το άρωμά της είχε αρχίσει να κάνει πάλι την εμφάνισή του.Προκειμένου λοιπόν να μην προδοθεί,ευχαρίστησε τον Φιλίπ,λέγοντας: «Τί ωραίο ρόδο!» Έπειτα το έφερε βιαστικά στη μύτη της και πρόσθεσε: «Και τί δυνατά που μυρίζει,έ;» Η Καρολίν όλη αυτή την ώρα στεκόταν σε απόσταση,κι όταν μίλησε,το χρώμα της φωνής της φανέρωνε πως υπήρχε κι ανάλογη αισθηματική απόσταση απ’τα παιχνίδια των δύο αδελφών.Κατ’αρχήν,τους απευθύνθηκε κάπως αυστηρά: «Σαλομέ,Φιλίπ,από’δώ η Ζενεβιέβ,μια στενή μου φίλη.» Στο άκουσμα της λέξης ‘στενή’,η Μπεατρίς ένοιωσε και πάλι ένα κόμπο στο λαιμό,κι έκρυψε το πρόσωπό της μέσα στο τριαντάφυλλο.Τότε η Καρολίν ξεστόμισε μια κανονική προσβολή: «Ζενεβιέβ,χρυσό μου,όπως είδες και με τα μάτια σου,ο Φιλίπ ειδικεύεται στα μαγικά κόλπα.Εμφανίζει πράγματα απ’το πουθενά,κι εξαφανίζει άλλα πράγματα,επίσης στο πουθενά.Μονάχα που όταν πρόκειται για εξαφανίσεις,δεν αρκείται σε λουλούδια!» Τα λόγια της αυτά ακολούθησε μια σύντομη σιωπή,στη διάρκεια της οποίας η Μπεατρίς νόμισε πως θα πέθαινε από αμηχανία.Δεν ήθελε να σηκώσει τα μάτια και να κοιτάξει τη φίλη της,γιατί θα ήταν σαν να επικροτούσε το καυστικό της σχόλιο.Κι είτε επειδή δεν γνώριζε προσωπικά τον Φιλίπ ντε Ραστιγιάκ,είτε επειδή τον έβρισκε συμπαθητικό,πίστευε πως μια τέτοια χειρονομία θα ήταν εξαιρετικά αγενής από μέρους της. ‘Στο κάτω-κάτω ο άνθρωπος μόλις μου πρόσφερε ένα λουλούδι!’ σκέφτηκε, ‘Δεν μπορώ να συμφωνήσω στα τυφλά πως είναι απατεώνας!’ Κι ενώ φοβόταν ότι αυτή τη φορά η Καρολίν είχε ξεπεράσει τα όρια,κι ότι η ευτραφής Σαλομέ θα ξεσπούσε πάνω της,για να υπερασπιστεί τον Φιλίπ,τα δυό αδέλφια έβαλαν μαζί τα γέλια. «Είστε φοβερή!» έλεγε η Σαλομέ, «η γλώσσα σας στάζει φαρμάκι!» «Μα τί θέλετε να κάνω;» έλεγε ο Φιλίπ,υπενθυμίζοντας από μόνος του την μπηχτή, «οι γονείς μας δεν μας έμαθαν καμμιά δουλειά,καμμιά τέχνη-ήταν κι εκείνοι ειδικοί στις εξαφανίσεις!» Η Καρολίν δεν αποκρίθηκε παρά μ’ένα μειδίαμα,το ίδιο φαρμακερό όπως το σχόλιο που είχε προηγηθεί,κι άφησε τους γόνους των ντε Ραστιγιάκ να ξεκαρδιστούν
ως τη στιγμή που το γέλιο τους άρχισε ν’ακούγεται ψεύτικο.Κι η Μπεατρίς,που μέχρι εκείνη την ώρα έτρεμε στην ιδέα ότι η φίλη της θα βρισκόταν μπλεγμένη σε κάποιον καυγά με τις προσβολές που ξεστόμιζε,σχεδόν ευχήθηκε τα πράγματα να είχαν γίνει αλλιώς,κι η κατάσταση να είχε οδηγηθεί σε κρίση. Γιατί αυτό το πιεσμένο γέλιο-το τέταρτο κατά σειρά,μετά του Ζαφέτ,της Αραμπέλλα,και της γριάς Ροζαλί-ηχούσε στ’αυτιά της το ίδιο δυσάρεστο όσο και οι ευχαριστίες των ζητιάνων στο μετρό,όταν διπλώνονταν στη μέση απ’τις υποκλίσεις για ένα κέρμα των δύο φράγκων,που οι περαστικοί τους πετούσαν όπως σ’ένα σκύλο. Ήταν η τέταρτη φορά λοιπόν,μέσα σε λίγες ώρες,που η Μπεατρίς γινόταν μάρτυρας της ίδιας άχαρης σκηνής: Της συγκατάβασης,της απροκάλυπτης περιφρόνησης απ’τη μεριά της Καρολίν,και της τυφλής αποδοχής των γνωστών της,που πρακτικά καλωσόριζαν τις φραστικές επιθέσεις της όπως αν ήσαν κομπλιμέντα.Κι η Μπεατρίς είχε αρχίσει να αισθάνεται στ’αλήθεια άσχημα μ’αυτή την κατάσταση,καθώς την ίδια στιγμή (έστω κι αν κανείς εκτός απ’τον Ξαβιέ δεν το γνώριζε) έπρεπε να συντηρεί και τη δική της παράσταση,μια παράσταση που αν η Καρολίν υποπτευόταν,θα εξελίσσονταν σε αληθινή τραγωδία.Για μια ακόμα φορά,το βάρος του να υποδυθεί την Ζενεβιέβ για άλλες δυό μέρες άρχιζε να φαντάζει δυσβάσταχτο,αφού,όσο κι αν η ηλικιωμένη αυτή γυναίκα με τη γάτα στο καλάθι της ήταν συμπαθής,ο ρόλος της κυρίας Λεμάν την έφερνε στην ίδια μοίρα με τους υπόλοιπους ‘ηθοποιούς του θεάτρου φρίκης,’ όπως τους είχε αποκαλέσει.Έτσι,την ώρα που ο Φιλίπ γελούσε με το καρφί που η Καρολίν του είχε πετάξει κατάμουτρα,η Μπεατρίς αισθανόταν το ίδιο αυτό καρφί να την τρυπά,αισθανόταν την συγκατάβαση στο πετσί της,και συγχρόνως θυμόταν όλες εκείνες τις ανυπόφορες βραδιές της νεότητάς της,όταν,αναρριχώμενη ακόμα στον λαμπερό κόσμο των πλουσίων,είχε γελάσει με τα ειρωνικά τους σχόλια κι είχε σκεφτεί πόσο θά’θελε να τους ανταποδώσει την περιφρόνηση και την ψυχρότητά τους.Βέβαια κι η δυσφορία αυτή με τη σειρά της-αν και δεν ήθελε να το παραδεχτεί-ήταν αποτέλεσμα της διπρόσωπης συμπεριφοράς της,καθώς,παρότι εδώ και χρόνια είχε αφομοιωθεί αρμονικά στην τάξη των περιφρονούντων,εξακολουθούσε πεισματικά να καταφεύγει σε τυχοδιωκτισμούς που την έκαναν να νοιώθει αλληλεγγύη προς τους περιφρονημένους,όλους εκείνους δηλαδή που εισπράττουν,εξαιτίας κάποιου πάθους,τα επιτιμητικά βλέμματα των ανθρώπων που έχουν τα μέσα κορεσμού του κάθε πάθους.Η παράτα που είχε σκαρώσει μαζί με τον Ξαβιέ,λόγου χάρη,δεν διέφερε και πολύ απ’την συνωμοσία της οικογένειας ντε Ραστιγιάκ,που η Καρολίν είχε περιγράψει με τόσο μελανά χρώματα.Στο κάτω-κάτω,κι η ίδια αποσκοπούσε σε κάποιο κέρδος,όπως ακριβώς κι ο Φιλίπ,ή ο ευγενέστατος θείος του,κι ήταν καθαρά θέμα τύχης το ότι η εξωτερική της ομοιότητα με την περίφημη Ζενεβιέβ της εξασφάλιζε μια προνομιακή μεταχείριση σε σχέση με τους υπόλοιπους.Θα μπορούσε όμως να μοιάζει με την Αραμπέλλα,την Ροζαλί,ή την Σαλομέ (σε κάθε μιά απ’αυτές τις σκέψεις η Μπεατρίς πρόσθετε: «Θεός φυλάξοι!») και τότε θα ήταν μαζί με τους άλλους στο στόχαστρο της πικρόχολης φιλενάδας της.Η νοερή εικόνα της Καρολίν,την ώρα που ξεφούρνιζε με απαράμιλλο θράσος τα προσβλητικά της σχόλια,την έκανε να σταματήσει για λίγο,για να εξετάσει και την άλλη πλευρά,της υπεράσπισης.Δεν έπρεπε άλλωστε να ξεχνά πως η γυναίκα που τώρα υπέβαλλε σ’αυτή την εξονυχιστική εσωτερική δίκη,λίγες ώρες πριν της είχε δημιουργήσει την πιο θετική εντύπωση,κάνοντάς την ακόμη και να σκεφτεί πως οι δυό τους έμοιαζαν καταπληκτικά.Μήπως λοιπόν είχε βιαστεί λιγάκι στην εκτίμησή της;Μήπως το κόκκινο τριαντάφυλλο του Φιλίπ-λέγε με μπισκότο-ντε Ραστιγιάκ είχε θολώσει προσωρινά το βλέμμα της,όπως του ταύρου στην κορρίδα;Η Μπεατρίς προσπάθησε να παραμερίσει τις συμπάθειές της και να σκεφτεί αντικειμενικά: Η Καρολίν ήταν σίγουρα μια σκληρή γυναίκα,αυτό το είχε καταλάβει απ’την πρώτη στιγμή,αλλά ήταν άδικα σκληρή;Θα μπορούσε να την πεί ανάποδη,κακότροπη,
κακιά;Όπως της είχε εξομολογηθεί η ίδια,αυτό που της χαλούσε τη διάθεση ήταν το να βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής,και μάλιστα από άτομα που την έβλεπαν σαν ζωντανή επιταγή χωρίς όρους εξόφλησης. ‘Μα γιατί να την πειράζει,εφόσον είναι τόσο πλούσια;’ αναρωτήθηκε η Μπεατρίς, ‘όσα χρήματα κι αν δανείσει,δεν πρόκειται να της τελειώσουν,κι ούτε νομίζω πως απειλείται η ζωή της,όπως λέει.’ Γρήγορα όμως κατάλαβε ότι ο συλλογισμός της ήταν ανόητος.Αρκεί να έφερνε στο μυαλό της τα κουνούπια-όσο αίμα κι αν σου ρουφήξουν,έχεις πάντα πολύ περισσότερο,κι ούτε κινδυνεύει η ζωή σου απ’την αιμορραγία,αυτό όμως δεν τα κάνει λιγότερο ενοχλητικά.Έτσι έπρεπε να τους σκέφτεται,όλους όσους κάθονταν γύρω απ’το συντριβάνι-αν ήθελε να είναι δίκαιη-,σαν ένα σμήνος από κουνούπια που είχαν βάλει στο μάτι την φίλη της και δεν την αφήναν σε ησυχία.Επομένως,κάθε αντίδραση από μέρους της ήταν δικαιολογημένη,κι όσο για την υποταγή και τα συνεσταλμένα χαμόγελα με τα οποία εκείνοι ανταποκρίνονταν στις προσβολές της,ε,το κουνούπι πρέπει να είναι ευχαριστημένο όταν κάποιος απλώς το βρίζει,και δεν το κάνει χαλκομανία στον τοίχο. Όλες αυτές οι σκέψεις,που δεν κράτησαν πάνω από μια στιγμή,άφησαν πίσω τους ένα περίεργο αίσθημα μαλάριας.Ίσως έφταιγε γι’αυτό η τελευταία παρομοίωση, που είχε ξυπνήσει στη μνήμη της τη μυρωδιά των αρωματικών κεριών που χρησιμοποιούν στην Ανατολή για να διώχνουν τα κουνούπια,ή ακόμα το άρωμα του τριαντάφυλλου,που είχε δεθεί ανεξήγητα με την μπόχα εκείνων των κεριών.Πάντως όταν ο Ζαφέτ ακούστηκε ξαφνικά να καθαρίζει το λαιμό του,η πρώτη ενστικτώδης παρόρμηση ήταν να κάνει ρολό μια εφημερίδα,και να τον χτυπήσει στο κεφάλι. Θέλοντας να δώσει ένα πιο επίσημο τόνο στο μικρό του λογύδριο,ο ηλικιωμένος άνδρας φρόντισε πρώτα ν’απομακρύνει τη νεαρή του φιλεναδίτσα,κι έπειτα στάθηκε στο κέντρο της παρέας,που επέπλεε χωρισμένη ’δώ κι εκεί σαν σταγόνες λαδιού σκορπισμένες μες στο νερό της αμηχανίας. «Τώρα που είμαστε όλοι συγκεντρωμένοι,νομίζω ότι μπορώ ν’αρχίσω,» είπε. Συγχρόνως,η Καρολίν έσκυψε στο μέρος τη Μπεατρίς,και ψιθύρισε: «Ωχ,δεν μ’αρέσει καθόλου η εισαγωγή.Κάτι μου λέει πως θα μιλήσει για μένα!» «Πρώτ’απ’όλα,θα ήθελα να σας υπενθυμίσω το λόγο της αποψινής μας συνάντησης,καθώς και του ταξιδιού που θ’αρχίσει για όλους μας σε λίγες ώρες.Ανάμεσά μας,τιμώντας μας εξαιρετικά με την παρουσία της,βρίσκεται η Δούκισσα Καρολίν Νικολά!» Στο σημείο αυτό,ο Ζαφέτ άνοιξε τα χέρια του προς τη μεριά της Καρολίν σαν σε μια μικρή υπόκλιση,κι όλοι μαζί,μ’ένα συγχρονισμό σχεδόν σκηνοθετημένο, άρχισαν να χειροκροτούν.Όμως η Καρολίν τους διέκοψε,φωνάζοντας: «Αρκεί!Τί στο διάβολο,έκανα κανένα ακροβατικό και χειροκροτάτε;» «Πάντοτε σεμνή,όπως όλοι οι σπουδαίοι άνθρωποι!» αναφώνησε γελώντας ο Ζαφέτ,κι έπειτα,απλώνοντας το χέρι,της έγνεψε να τον πλησιάσει.Η Καρολίν είπε: «Όχι », κι έτσι εκείνος συνέχισε μονάχος. «Η Καρολίν-μου επιτρέπεις να σε φωνάζω με το μικρό,δεν είν’έτσι;-» «Δηλαδή αν σου πώ όχι,θα με φωνάζεις Υψηλότατη;» τον διέκοψε και πάλι η Καρολίν,με μιαν έκφραση απερίφραστης αηδίας στα χείλη.Ο Ζαφέτ έβγαλε πάλι ένα ζορισμένο γέλιο,λέγοντας: «Μα είσαι τρομερή,αγαπητή μου!» κι εξακολούθησε.Η αλήθεια όμως ήταν πως αυτός ο χείμαρρος της κολακείας είχε αρχίσει να προκαλεί στομαχικές διαταραχές ως και στην Μπεατρίς,που δεν ήταν το επίκεντρό τους.Με κάθε λεπό που περνούσε,έβρισκε την εχθρική στάση της Καρολίν όλο και πιο λογική. «Ωστόσο,κανείς δεν γίνεται σπουδαίος κατά τύχη!» υπερθεμάτισε ο Ζαφέτ. «Κι αν κάποιοι άνθρωποι καταφέρνουν να ξεχωρίζουν απ’τους υπόλοιπους,είναι γιατί ξέρουν να μοιράζονται,να προσφέρουν!Αυτό είναι το μεγαλείο τους!» «Τί σου έλεγα;» σφύριξε η Καρολίν στην Μπεατρίς, «Από’δώ τό’φερε,από’κεί το πήγε,πάλι στα δανεικά κατέληξε!»
Η Μπεατρίς είχε γουρλώσει τα μάτια. ‘Αν της ζητήσει χρήματα εδώ και τώρα, μπροστά σε όλους,πάει,θα τρελλαθώ,’ σκέφτηκε,και πρόσθεσε: ‘Αυτός ο άνθρωπος κινδυνεύει να σπάσει μέχρι και το δικό μου ρεκόρ φτήνιας!’ Όμως το ρεκόρ της ήταν ασφαλές προς το παρόν.Μ’έναν έντεχνο ελιγμό,ο γερό-Ζαφέτ άλλαξε θέμα. «Έτσι,σε δυό μέρες από σήμερα,ο δήμος του Ντάγκλας πρόκειται να βραβεύσει την σπουδαία αυτή γυναίκα για το φιλανθρωπικό της έργο!Με δική της άλλωστε πρωτοβουλία,η μικρή ετούτη νησιωτική πόλη απέκτησε,εδώ και λίγες ημέρες,μιαν από τις μεγαλύτερες Βιβλιοθήκες όλης της Ευρώπης!» Στο σημείο αυτό,οι παρευρισκόμενοι ξέσπασαν σ’ένα δεύτερο ‘αυθόρμητο’ χειροκρότημα,κι η Καρολίν τράβηξε γελώντας την Μπεατρίς απ’το χέρι. «Μα γιατί χαίρονται τόσο;» της είπε στο αυτί, «Αφού οι περισσότεροι δεν ξέρουν να διαβάζουν!» «Είναι λοιπόν διπλή η χαρά και η τιμή μας,αγαπητοί μου φίλοι,» συνέχισε ο Ζαφέτ, «καθώς σ’αυτή την τελετή,αλλά και στο ταξίδι που θα προηγηθεί,την Δούκισσα Νικολά θα συνοδεύσουμε κι όλοι εμείς.Για τον σκοπό του ταξιδιού μάλιστα,όπως γνωρίζετε,αποφάσισα να προσφέρω τις ανέσεις του ταπεινού μου σκάφους...» «Ελπίζω το σκάφος σου να μην είναι πολύ ταπεινό,» είπε η Καρολίν,κόβοντας στη μέση την ψεύτικη συστολή του. «Δεν σκοπεύω να ταξιδέψω με το κήτος του Ιωνά,και το ίδιο ισχύει για την φίλη μου.» Κι έπιασε το χέρι της Μπεατρίς. Ο Ζαφέτ χαμογέλασε-κι αυτή τη φορά η δυσφορία που αισθανόταν σχεδόν ανέτειλε στα χείλη του-και την καθησύχασε. «Σε διαβεβαιώ,αγαπητή μου Καρολίν,ότι εσύ κι η εκλεκτή σου φίλη θα έχετε όλες τις ανέσεις.Δεν χρειάζεται ν’ανησυχείς για τίποτε...τίποτε απολύτως!» Χωρίς να ξέρει το γιατί,ακούγοντας αυτές τις λέξεις,και βλέποντας το σαρδόνιο μειδίαμα του Ζαφέτ,η Μπεατρίς ένοιωσε ακριβώς το αντίθετο:Ανησυχία. «Ωραία!» φώναξε η Καρολίν,παίρνοντας έτσι το λόγο. «Πότε φεύγουμε;» «Απόψε κιόλας,αγαπητή μου,» είπε ο Ζαφέτ,και για να δώσει μεγαλύτερο κύρος στον εαυτό του,ως κυβερνήτη,αράδιασε μερικές τεχνικές λεπτομέρειες. «Υπολογίζω ότι η απόσταση που έχουμε να διανύσουμε είναι γύρω στα ενενήντα ναυτικά μίλια,πράγμα που σημαίνει,σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της μετεωρολογικής υπηρεσίας, πως με τη βοήθεια του ανέμου θα βρισκόμαστε εκεί το αργότερο μεθαύριο...όμως για να είμαστε σίγουροι σε κάθε ενδεχόμενο,προτείνω ν’αναχωρήσουμε απόψε,λίγο μετά τα μεσάνυχτα...εξάλλου,η θάλασσα της Ιρλανδίας είναι ένα όνειρο τη νύχτα,κι αν δεν έχει σύννεφα,το φεγγάρι θα κάνει τον απόλπου μας μαγευτικό...!» «Αυτά καλύτερα να τα πείς στο πτυελοδοχείο σου,» του είπε απότομα η Καρολίν,δείχνοντας τη νεαρή κοπέλα που ήταν καθισμένη στο γείσο του συντριβανιού, «τον δικό της κώλο θα πιάσεις!» «Είσαι μια διαβόλισσα εσύ!» της ψιθύρισε όλο γέλια εκείνος. «Είδες;Κι εγώ θαυμάζω τον εαυτό μου,» είπε βιαστικά. «Όμως τώρα,επειδή έχω μερικές επείγουσες δουλειές,η κυριότερη απ’τις οποίες πρέπει να γίνει στην τουαλέττα,θα σε παρακαλούσα να μου πείς τον ακριβή τόπο και χρόνο συνάντησης.» «Ω,δεν το είχα σκεφτεί,αλλά για να δούμε...» είπε ο Ζαφέτ,κι έβγαλε το ρολόι απ’το τσεπάκι του γιλέκου του. «Η ώρα είναι οχτώ,υποθέτω πως όλοι χρειαζόμαστε λίγο χρόνο για να ετοιμάσουμε τα πράγματά μας,κι ο Αιδεσιμώτατος Πίκμαν,ο τελευταίος που περιμένουμε,απ’ό,τι μου είπαν στη ρεσεψιόν έφτασε πριν από λίγο...» «Θα έχουμε και παπά στο πλοίο;» ρώτησε η Καρολίν,και με το γνώριμο πια γέλιο-δηλητήριο,πρόσθεσε: «Τουλάχιστον αν βουλιάξουμε,θα προλάβουμε να εξομολογηθούμε πρώτα τις αμαρτίες μας!» «Θά’πρεπε να βουλιάζουμε για ώρες!» πετάχτηκε ξαφνικά η Μπεατρίς,που είχε νοιώσει την ανάγκη να μιλήσει,έπειτα από τόση ώρα που στεκόταν βουβή σαν Ιν-
διάνος φύλαρχος.Κι όπως συμβαίνει να γελάμε μόνο με τ’αστεία των ανθρώπων που εκτιμούμε,η Καρολίν την αγκάλιασε κι άρχισε να χαχανίζει υστερικά. «Δε φαντάζεσαι πόσο δίκιο έχεις,καλή μου Ζενεβιέβ!» έλεγε ξανά και ξανά. Όση ώρα κράτησε η ιδιωτική αυτή στιγμή,ο Ζαφέτ ντε Ραστιγιάκ έκανε ένα βήμα πίσω,σαν να είχε αντιληφθεί πως το γέλιο των δυό γυναικών έκρυβε κάτι που δεν τον αφορούσε.Όλοι είχαν το μικρό τους μυστικό.Πίσω απ’τον ηλικιωμένο άνδρα, ο γιατρός,κατυφής,μελετούσε θαρρείς τα σχήματα στο πάτωμα.Η Αραμπέλλα κατάπινε ένα μικρό εκλαίρ,κοιτώντας δεξιά κι αριστερά σαν το λαγό,για να μην την δεί κανείς.Τα ανίψια του Ζαφέτ παρατηρούσαν με αγωνία τον γελοίο αγώνα του θείου τους, μουρμουρίζοντας μέσ’απ’τα δόντια όλα να πήγαιναν καλά μ’αυτή την δύστροπ γριά. Κι η Ροζαλί,προσθέτοντας λίγο ακόμη ρούζ στα μάγουλά της,επιτηρούσε από το καθρεφτάκι τις κινήσεις του μελαμψού εραστή της,φροντίζοντας να τον κρατά σε απόσταση απ’τη νεαρή συνοδό του γερο-Ζαφέτ.Όσο για τον άγνωστο ιερέα; «Πρόκειται για έναν παλιό φίλο,εφημέριο της Εκκλησίας του Σαίντ Πάτρικ,» τους έλεγε ο Ζαφέτ μετά από λίγο. «Θα βρίσκεται στα εγκαίνια της Βιβλιοθήκης,ως επίσημος καλεσμένος του Δημάρχου,και με παρακάλεσε να τον πάρουμε μαζί μας.» «Οι ιερείς είναι σατανικά πλάσματα!» είπε η Μπεατρίς,γελώντας ακόμη. «Ω,ο Αιδεσιμώτατος Πίκμαν αποτελεί εξαίρεση,να είστε σίγουρη!» «Και πού πρέπει να πάμε για να τον συναντήσουμε;» ρώτησε η Καρολίν,χαϊδεύοντας το κεφάλι της κοιμισμένης γάτας της.Ο Ζαφέτ άφησε ένα επιφώνημα έκπληξης,και χτύπησε το μέτωπό του θεατρικά. «Μα τί αφηρημένος που είμαι!Ξέχασα το πιο βασικό!Λοιπόν,ακούστε όλοι,» έκανε,γυρνώντας για λίγο την πλάτη στις δυό φίλες, «το καράβι μου βρίσκεται αραγμένο στην προβλήτα εφτά του λιμανιού.Είναι πολύ κοντά στο ξενοδοχείο,κι έτσι πιστεύω πως έχουμε χρόνο για ένα απεριτίφ πριν ανέβουμε στα δωμάτιά μας για να ετοιμάσουμε τις βαλίτσες μας,τί λές κι εσύ αγαπητή μου Καρολίν;» Όμως όταν γύρισε και πάλι προς το μέρος τους,η Καρολίν κι η Μπεατρίς είχαν ήδη φύγει,και του έγνεφαν ‘Αντίο’ από την άλλη άκρη του φουαγιέ.Μαζί τους κι η ουρά της Βαλεριάνας,ξυπνώντας ίσως από κάποιο άσχημο όνειρο,είχε σηκωθεί μέσα απ’το καλάθι σαν φίδι που χορεύει και τον χαιρετούσε.
VII Λίγο μετά τις έντεκα,δυό σκοτεινές φιγούρες βρίσκονταν στην αποβάθρα με τον αριθμό εφτά.Η μία ήταν καθισμένη στην κορυφή ενός ψηλού μπαούλου,προσπαθώντας να κρατήσει μια εφημερίδα που την έπαιρνε διαρκώς ο άνεμος,ενώ συγχρόνως έβριζε την δεύτερη σκοτεινή φιγούρα,που στεκόταν πειθήνια μπροστά της. Κι η Μπεατρίς είχε κάθε λόγο να είναι θυμωμένη.Δεν είχε ακόμα ξεθυμάνει η οργή της για το αδιέξοδο στο οποίο την είχε οδηγήσει ο παραδόπιστος Ξαβιέ,κι εκείνος είχε καταστρώσει κιόλας την επόμενη ραδιουργία. Φοβούμενος λοιπόν πως η κυρία του ίσως να καθυστερούσε υπερβολικά με τις ετοιμασίες των αποσκευών,είχε γυρίσει όλα τα ρολόγια του δωματίου τους μία ώρα μπροστά.Έτσι,τη στιγμή που η Μπεατρίς πάσχιζε να τυλιχτεί μέσα σ’ένα παλιό της φόρεμα (χωρίς αποτέλεσμα),ο Ξαβιέ εισέβαλλε αλαφιασμένος στο μπάνιο,και της είπε: «Βιαστείτε,κυρία,είναι κιόλας έντεκα,θ’αργήσουμε στο ραντεβού μας!» Είναι αλήθεια πως όταν δοκιμάζεις στενά ρούχα,και φαντάζεσαι με θλίψη πόσο αδύνατος ήσουν κάποτε,παράμετροι της πραγματικότητας όπως ο χρόνος παύουν
να υφίστανται.Η Μπεατρίς δεν είχε καταλάβει την απάτη,καθώς και στην ίδια φαινόταν πως δοκίμαζε στενά ρούχα επί έναν αιώνα.Επιπλέον,συνειδητοποιώντας τα περιττά κιλά της,είχε υποστεί μια ξαφνική κρίση σεμνοτυφίας,κι έτσι έδιωξε τον Ξαβιέ κλωτσηδόν,πετώντας του ένα μυτερό πασούμι στο κεφάλι. «Σαρδανάπαλε,ματάκια,άπληστο τέρας!» του φώναξε, «Θά’πρεπε να σε δώσω στα άγρια σκυλιά να σε φάνε,όπως έκανε η Άρτεμη,αλλά κάποιος πρέπει να μου κουβαλάει τις βαλίτσες!» Και βράζοντας από θυμό,φόρεσε ένα καφτάνι,έριξε από πάνω του ένα μακρύ ινδικό σάρι από μαύρο μετάξι,και βγήκε θριαμβευτικά απ’το μπάνιο. «Είμαι έτοιμη!» φώναξε,σημάδεψε τον ανυποψίαστο Ξαβιέ που είχε σκύψει για να κουμπώσει την καπελιέρα της,και του εκσφενδόνισε και το δεύτερο πασούμι.Εκείνος έπνιξε μια κραυγή πόνου,έτριψε το κεφάλι του,και της είπε γλυκά: «Είστε πιο ωραία ακόμη κι απ’τη θεά Άρτεμή,κυρία!» Αλλά ήταν φυσικό να την καλοπιάνει με γαλιφιές,απ’τη στιγμή που είχε λερωμένη τη φωλιά του.Όση ώρα τους πήρε να βγούν απ’το ξενοδοχείο,ο Ξαβιέ κοίταζε με αγωνία δεξιά κι αριστερά,για να σιγουρευτεί ότι δεν θα τους έβλεπε κανείς,ενώ συγχρόνως φρόντιζε να κρύβει τα κοινόχρηστα ρολόγια των διαδρόμων και του φουαγιέ,κάνοντας πιρουέττες όταν περνούσαν μπροστά από κανένα. Η Μπεατρίς τον κοιτούσε με ανάμικτη απορία κι εκνευρισμό. «Κόψιμο σ’έχει πιάσει και πηγαίνεις έτσι,καλέ μου Ξαβιέ;» ρώτησε κάποια στιγμή. «Ελπίζω να συμπεριφερθείς κόσμια στο πλοίο,κι όχι σαν χωριάτης που κατέβηκε απ’τα βουνά και χέζει όπου βρεί.Μην ξεχνάς ότι για δυό μέρες θα είμαστε στη συντροφιά αριστοκρατών.» Βέβαια ο Ξαβιέ δεν το ξεχνούσε καθόλου-το αντίθετο,η σκέψη των αριστοκρατών και του Πακτωλού που θα μπορούσε να εκτρέψει τον ρού του,ώστε να περνά μέσ’απ’την αντικερί Φραγκονάρ,του τριβέλιζε διαρκώς το μυαλό,και του έβαζε φτερά στα πόδια.Είχε μάλιστα προβλέψει κάθε πιθανότητα,ακόμη και την απειροελάχιστη πιθανότητα η κυρία του να μυριζόταν το κόλπο με την ώρα.Η Μπεατρίς δεν φορούσε ρολόι,κι αυτό έκανε τα πράγματα πιο εύκολα,αλλά καθώς το ταξί τους διέσχιζε μιαν από τις κεντρικές λεωφόρους του Δουβλίνου,το βλέμμα της έπεσε στο φωταγωγημένο ρολόι-πύργο μιας εκκλησίας.Με γουρλωμένα μάτια,γύρισε και κοίταξε τον Ξαβιέ. «Ξαβιέ,γιατί εκείνο το ρολόι λέει πως είναι έντεκα παρά τέταρτο;» Ο Ξαβιέ,που ξετύλιγε βιαστικά κάποιο χρυσό κουτί,στην αρχή δεν αποκρίθηκε,κι ύστερα τραύλισε: «Μα...μα δεν έχουμε μια ώρα διαφορά με την Ιρλανδία;» «Ασφαλώς,» είπε η Μπεατρίς,σηκώνοντας απειλητικά το μπαστούνι της, «αλλά έχουμε μια ώρα διαφορά και με το ξενοδοχείο;Ξαβιέ,απαιτώ εξηγήσεις!» Εκείνος είχε καταφέρει ν’ανοίξει το κουτί,και τώρα έβγαζε το λεπτό χαρτί που υπήρχε από κάτω.Καταλαβαίνοντας ότι η σιωπή του ήταν η πιο αδιάψευστη απόδειξη της ενοχής του,η Μπεατρίς ύψωσε κι άλλο το μπαστούνι και τη φωνή της. «Βρε φιλάργυρε δαίμονα-» ξεκίνησε να λέει,όμως την ίδια στιγμή ο Ξαβιέ ξετύλιξε μια πραλίνα απ’το χρυσόχαρτό της και την παράχωσε στο στόμα της κυρίας του.Η Μπεατρίς τον κοίταξε έκθαμβη να τρέμει στο απέναντι κάθισμα,έπειτα το χέρι της με το μπαστούνι άρχισε να χαμηλώνει,κι η οργή στο στόμα της έλιωσε μέσα σ’ένα κύμα σοκολατένιας ηδονής.Το μόνο που είπε ήταν: «Μμμ,νουγκά!» Έπειτα όμως έστρεψε το βλέμμα της στο χρυσό κουτί με τις πραλίνες. «Πού το βρήκες αυτό;» τον ρώτησε. «Το αγόρασα απ’το μπάρ του ξενοδοχείου,» ψέλλισε ο Ξαβιέ,ξετυλίγοντας συγχρόνως μια δεύτερη πραλίνα.
«Πώως;» έκανε η Μπεατρίς, «Εκεί όλα είναι πανάκριβα!» Κι ενώ ετοιμαζόταν να ολοκληρώσει το ράπισμα με το μπαστούνι,που είχε αφήσει στη μέση,ο Ξαβιέ της παράχωσε πάλι μια πραλίνα στο στόμα.Αυτή τη φορά η Μπεατρίς έκλεισε τα μάτια με απόλαυση,μουρμούρισε: «Ααχ!Μάρτσιπαν!» και για μερικά δευτερόλεπτα χάθηκε στην αίσθηση που άφηνε η πικρή σοκολάτα κι η αμυγδαλόψυχα στον ουρανίσκο της. Μέχρι να συνέλθει,ο Ξαβιέ είχε ξετυλίξει το τρίτο σοκολατάκι,και το κρατούσε μπροστά στη μύτη της.Η Μπεατρίς το άρπαξε κι αυτό,ενώ οι πρωτύτερες απειλές της είχαν αρχίσει να μαλακώνουν υπό την επήρρεια της σοκολάτας. «Έχεις τελείως αλλοπρόσαλλη άποψη για τα χρήματα,καλέ μου Ξαβιέ,» έλεγε,απολαμβάνοντας τα κομματάκια της τρούφας που κολλούσαν στη γλώσσα της, «πρώτα σκαρώνεις ολόκληρη μηχανορραφία με τα ρολόγια,μην τυχόν και χάσουμε το πλοίο του θησαυρού,κι ύστερα πάς κι αγοράζεις αυτές τις υπέροχες αλλά πανάκριβες πραλίνες...καθαρή ασυναρτησία...απ’την άλλη,βέβαια,μια που τις αγόρασες ήδη,είναι κρίμα να πάνε χαμένες-Μμμάμμ!» Και μ’αυτό τον τρόπο,μπουκώνοντάς την με σοκολάτα σ’όλη την διαδρομή τους μέχρι το λιμάνι,ο Ξαβιέ κατάφερε να μετριάσει το θυμό της κυρίας του,και να κάμψει τις αντιστάσεις της.Φτάνοντας στην αποβάθρα εφτά,η Μπεατρίς ήταν ένα αδύναμο,νωθρό πλάσμα,μ’ένα ανόητο χαμόγελο στο πρόσωπό της,κάτι σαν τους κρεολούς του δεκάτου ογδόου αιώνα που αυτοκτονούσαν με κακάο. Όμως η ευεξία της σοκολάτας διαλύθηκε γρήγορα μές στον κρύο βραδυνό αέρα,και σύντομα η Μπεατρίς άρχισε να γκρινιάζει και πάλι.Όλα την πείραζαν.Πρώτον, το ότι είχαν φτάσει εκεί πριν απ’όλους,κι ότι έπρεπε να περιμένουν μπροστά στο ιστιοφόρο του Ντε Ραστιγιάκ. «Μπορείς να μου εξηγήσεις τί θα κάνουμε μέχρι τις δώδεκα;Τις αληθινές δώδεκα,» πρόσθεσε πικρόχολα. «Θα κοιτάμε αυτό το πράγμα μπροστά μας που επιπλέει σαν κουράδα;» Για κάποιο λόγο,η όψη και μόνο του τρικάταρτου πλοίου την έκανε νευρική.Ίσως επειδή της θύμιζε εκείνα τα καραβάκια στα μπουκάλια,που είχε αγοράσει και πουλήσει δεκάδες φορές,και που πάντα την εκνεύριζαν επειδή δεν μπορούσε να καταλάβει πώς μπαίναν μέσα στο μπουκάλι.Συνήθως,όταν δεν ήταν πολύ ακριβά, ταρακουνούσε αυτά τα μπουκάλια με το χέρι,για να δεί αν το καραβάκι θα γινόταν κομμάτια,επιβεβαιώνοντας έτσι την άποψή της ότι επρόκειτο για απάτη.Πιθανώς λοιπόν απόψε,στη θέα αυτού του ιστιοφόρου που θύμιζε καραβάκι σε μεγέθυνση,αναρωτιόταν τί θα συνέβαινε αν το αόρατο χέρι της Φύσης έκανε το ίδιο όσο θα βρίσκονταν μέσα,αν δηλαδή έπαιρνε το μπουκάλι με το θαλασσινό νερό και το ταρακουνούσε μέχρι που εκείνοι γίνονταν κομματάκια.Κι αυτή δεν ήταν μια ευχάριστη σκέψη. «Πλήττω!» είπε κάποια στιγμή στον Ξαβιέ, «απαιτώ να με διασκεδάσεις!» Εκείνος είχε προνοήσει βέβαια κι αυτό το ενδεχόμενο.Έτσι,είχε αγοράσει πριν φύγουν μια τοπική εφημερίδα με δυό ολόκληρες σελίδες γεμάτες επικηδείους,το αγαπημένο θέμα ανάγνωσης της κυρίας του.Για να κάνει δε την ανάγνωσή της όσο το δυνατόν πιο ιδανική,έσυρε το μπαούλο κάτω απ’το μοναδικό φανοστάτη της προβλήτας,και την βοήθησε να καθίσει πάνω του,για να βλέπει καλύτερα.Αλλά η Μπεατρίς ήταν και πάλι δυσαρεστημένη. «Ζώ μία κόλαση!» μουρμούριζε θυμωμένη ένα λεπτό αργότερα. «Ο αέρας μου παίρνει συνεχώς τα φύλλα,το μελάνι είναι της δεκάρας και θα μου λερώσει τα καλά μου γάντια,και σαν να μην ήταν αρκετά όλα μου τα βάσανα,οι άνθρωποι σ’αυτή την τρελλή χώρα έχουν όλοι ένα ‘Ο’ στο όνομά τους.Δεν μπορώ να διαβάσω την ηλικία κανενός!Παντού μου φαίνεται ότι βλέπω ένα μηδέν,και μπερδεύομαι!Και για όλα αυτά ξές ποιός φταίει,έτσι;» ρωτούσε,κατεβάζοντας την εφημερίδα και καρφώνοντας τον Ξαβιέ με το βλέμμα, «Φταίς εσύ,αφηρημένε ακαμάτη,που αντί να αγοράσεις μια
γαλλική εφημερίδα,πήγες και πήρες τα Νέα του Καλλικάντζαρου,ή τί στο διάβολο διαβάζω τόση ώρα!Ορίστε!Πάλι διάβασα: Απεβίωσε στα οχτακόσια!Κατάρα!» Την ίδια στιγμή,ένας διαπεραστικός ήχος,σαν ξαφνική εισπνοή,τάραξε το θαλασσινό αεράκι,κόβοντας τα λόγια της Μπεατρίς στη μέση.Εκείνη γούρλωσε τα μάτια και κοίταξε τον Ξαβιέ,αμείλικτη. «Σου απαγορεύω να χλιμιντρίζεις μπροστά μου!» του φώναξε. Όμως ο καημένος ο Ξαβιέ,που δεν θα έκανε ποτέ τίποτε-σκόπιμα-που να προκαλέσει την οργή της κυρίας του,είχε σκεπάσει το στόμα του με τα χέρια,σαν εκείνο το πιθηκάκι που δεν μιλά για το κακό,και την κοιτούσε όλο απελπισία κι αθωότητα. Και πράγματι,πριν περάσει ένα λεπτό,ο ίδιος οξύς ήχος ακούστηκε και πάλι.Έμοιαζε μ’επιφώνημα έκπληξης,ή με μικρή κραυγή,κι αυτή τη φορά είχε έρθει απ’την κατεύθυνση δυό ψηλών κασονιών που βρίσκονταν πίσω απ’το μπαούλο.Έτσι,κι αφού ήταν πλέον φανερό πως ο υπηρέτης της δεν ευθύνονταν γι’αυτό το ανησυχητικό κρώξιμο,η Μπεατρίς αντέδρασε ηρωϊκά.Με μια κίνηση,τράβηξε τα πόδια της πάνω στο μπαούλο,άνοιξε διάπλατα την εφημερίδα,και κουλουριάστηκε φοβισμένη πίσω της.Όταν ο ήχος ακούστηκε για τρίτη φορά,τώρα πιά σε απόσταση αναπνοής,η Μπεατρίς αναφώνησε: «Θεούλη μου!» κι έπειτα: «Ξαβιέ,υπερασπίσου με!» Δεν χρειάζονταν ωστόσο εντολές για τον πιστό κι αφοσιωμένο μπράβο της. Απ’το σωρό με τις καπελιέρες ο Ξαβιέ είχε τραβήξει μια κλειστή ομπρέλλα,και προχωρούσε αργά ανάμεσα στα κασόνια,κραδαίνοντας την ομπρέλλα σαν σπαθί.Κι ήταν παραπάνω από βέβαιο πως θα είχε επιτεθεί,άγριος σαν κονκισταδόρ,αν την τέταρτη και τελευταία κραυγή δεν συνόδευε ένα καθ’όλα ανθρώπινο ρέψιμο. «Τί γίνεται;» ρώτησε η Μπεατρίς,και βγάζοντας το κεφάλι της από την άκρη της εφημερίδας,είδε τον Ξαβιέ να οπισθοχωρεί,κρατώντας σε απόσταση έναν ρακένδυτο άνδρα με τεράστια κοιλιά,που τον ακολουθούσε τρεκλίζοντας.Κάθε τόσο απ’τα πελώρια σωθικά του ακουγόταν κι ένα καινούριο σφύριγμα,παρόμοιο με τα πρώτα, που τώρα ήταν φανερό πως επρόκειτο για τον άγριο λόξυγγα ενός μεθύστακα.Ο άνθρωπος αυτός ήταν εντελώς ακίνδυνος,αν μή τι άλλο γιατί ήταν τύφλα στο μεθύσι.Κι αν ακόμη δεν είχε αυτό το φοβερό λόξυγγα,το ετοιμόρροπο βάδισμα κι η αποφορά του οινοπνεύματος που ανέδιδαν τα ρούχα του ακόμη και στην ανοιχτωσιά της προβλήτας,ήσαν αρκετά για να μαντέψεις τη μόνιμη ασχολία του.Δίνοντας όμως μια επιπλέον εύθυμη νότα,το σαστισμένο μυαλό του μέθυσου είχε στ’αλήθεια περάσει την ομπρέλλα του Ξαβιέ για όπλο,έτσι που ο φουκαράς στεκόταν μπροστά τους με τα χέρια σηκωμένα στον αέρα. ‘Αυτό και μόνο αξίζει το αντίτιμο μιας μπουκάλας,’ σκέτηκε μ’ένα χαμόγελο η Μπεατρίς,κι ήταν έτοιμη να βάλει το χέρι στην τσέπη,όταν προς μεγάλη της έκπληξη άκουσε τον άνδρα να μιλάει στη γλώσσα τους.Ήταν μια φωνή που έβγαινε από ένα στόμα χωρίς δόντια,και που η κατάχρηση του αλκοόλ την έκανε ακόμα πιο νωθρή,αλλά δεν υπήρχε αμφιβολία-ανάμεσα στα διαδοχικά ‘χικ’,ο άνδρας παραληρούσε στα γαλλικά. «Λυπηθείτε με!» έλεγε και ξανάλεγε,κοιτάζοντας με φόβο προς τη μεριά του Ξαβιέ.Προφανώς,εξακολουθούσε να πιστεύει πως τον σημάδευε ένα προτεταμένο όπλο.Η Μπεατρίς έγνεψε στον Ξαβιέ πως ήταν ακίνδυνος,και του έκανε νόημα να κατεβάσει την ομπρέλλα.Συγχρόνως,ο άνδρας προσπάθησε να υποκλιθεί,κάτι που παραλίγο θα του στοίχιζε μια ωραία βουτιά στη θάλασσα. «Σας ευχαριστώ,καλή μου λαίδη!...» είπε,κι ύστερα,χτυπώντας με απελπισία το στήθος του,φώναξε και πάλι: «Λυπηθείτε με!...-χικ-Λυπηθείτε ένα δυστυχισμένο απόμαχο του Ελβετικού Ναυτικού!» Στο σημείο αυτό,και παρόλο που δεν ήθελε να τον προσβάλλει,η Μπεατρίς έβαλε τα γέλια. «Νά που προκύψαμε και συμπατριώτες!» είπε,κλείνοντας το μάτι στον Ξαβιέ για το μικρό τους μυστικό.Έπειτα στράφηκε στον γραφικό μεθύστακα. «Δεν είναι ν’
απορεί κανείς που είστε δυστυχισμένος,καπετάνιε,» του είπε, «όποιος γνώρισε την θάλασσα της Ελβετίας,ξέρει τί θα πεί φουρτούνα!» «Αχ,πόσο δίκιο έχετε,καλή μου λαίδη-χίκ-...να ξέρατε πόσο δίκιο έχετε!» είπε με μια πνοή εκείνος,και χτυπώντας το δάχτυλο στο πρησμένο στομάχι του,συμπλήρωσε: «Εμένα που με βλέπετε,έχω πιεί όλες τις θάλασσες της γής με το κουτάλι!» «Έτσι εξηγείται αυτή η κοιλιά,» μουρμούρισε η Μπεατρίς. «Τί είπατε,λαίδη μου;» ρώτησε ο άνδρας. «Τίποτε,...» διόρθωσε βιαστικά εκείνη, «απλώς,έλεγα πως μάλλον έχετε πιεί και κάτι άλλο,εκτός απ’τις θάλασσες της γής.» Προς μεγάλη της έκπληξη,ο μέθυσος πήρε μια πονεμένη έκφραση και είπε: «Τί να κάνεις,λαίδη μου...όταν η μοίρα-ίινγκ!-όταν η μοίρα σε ρίχνει σ’αυτά τα αφιλόξενα βράχια του βορρά,μέσα στο κρύο και την υγρασία,...πρέπει-γκράακ!πρέπει να πιείς μια γουλιά ρακί για να κρατηθείς όρθιος!» Η Μπεατρίς σκέφτηκε πως αυτή η γουλιά πρέπει να ισοδυναμούσε σε όγκο με τον Ινδικό Ωκεανό.Επίσης,η στορφή απ’τον απόμαχο ναυτικό στο ναυάγιο της ζωής ήταν λιγάκι ύποπτη και μελοδραματική. ‘Όμως ακόμα κι έτσι,’ πρόσθεσε μια φωνή μέσα της, ‘κι αν δηλαδή το μικρό αυτό παραλήρημα ήταν μια προσχεδιασμένη παράσταση που ο τύπος στήνει κάθε βράδυ στους περαστικούς του λιμανιού,το αποτέλεσμα είναι πολύ συγκινητικό,και σίγουρα αξίζει μια γενναιόδωρη αμοιβή.Επομένως πάψε να είσαι μια σκύλα,και δώσε επιτέλους στον άνθρωπο ένα εικοσάρι για να πάρει κάτι να πιεί!’ Μάλιστα,καθώς άνοιγε την τσάντα της κι έψαχνε για το σωστό χαρτονόμισμα,σκέφτηκε πως θα ήταν καλή ιδέα,στο εισητήριο που θα πλήρωνε να έβαζε και κάτι παραπάνω για τα κοστούμια.Ήταν απάνθρωπο κάποιος σ’αυτή την ηλικία να γυρίζει ντυμένος με κουρέλια. ‘Βέβαια,όσα χρήματα και να του δώσω,αυτός θα τα μεταφράσει απ’ευθείας σε ουϊσκι,οπότε ίσως είναι καλύτερο να διαλέξω κάτι απ’τις αποσκευές μου,κανένα παλιό ρούχο που δεν μου χρειάζεται...’ «Το βρήκα!» έκανε ξαφνικά,και δίνοντας στον Ξαβιέ τα χρήματα της ελεημοσύνης του ψιθύρισε μ’ένα πλατύ χαμόγελο: «Μάντεψε ποιός θα φοράει από αύριο την καφέ μου γούνα!» Με τα μάτια γουρλωμένα και τη γλώσσα να κρέμεται έξω απ’το στόμα του,ο άκακος μέθυσος άρπαξε το χαρτονόμισμα απ’το χέρι του Ξαβιέ,κι αφού το φίλησε, περνώντας το πάνω απ’το μέτωπό του σαν να περιείχε την ευλογία του Πάπα,έσκυψε και φίλησε το χέρι της Μπεατρίς,που αιφνιδιάστηκε και δεν πρόλαβε να τραβηχτεί. «Σας ευχαριστώ απ’τα βάθη της ψυχής μου,ευγενική μου κυρία,» έλεγε, «θα είμαι για πάντα στη διάθεσή σας,στις υπηρεσίες σας,για ό,τι χρειαστείτε.» Η Μπεατρίς πρόσεξε πως τα κέρδη της παράστασης είχαν κάνει τον πρωτύτερο λόξυγγα να εξαφανιστεί,αφήνοντας στη θέση του μιαν απρόσμενη ευγλωττία.Τώρα μονάχα απ’τη μπόχα της ανάσας του καταλάβαινες ότι αυτός ο άνθρωπος ήταν μεθυσμένος.Επίσης πρόσεξε μια φευγαλέα σκιά ζήλιας στο πρόσωπο του Ξαβιέ,όταν άκουσε τα περί υπηρεσίας.Ο Ξαβιέ δεν ανεχόταν σφετεριστές γύρω απ’τον θρόνο της δουλείας.Κι ήταν αλήθεια πως όλες αυτές οι εκδηλώσεις της τυφλής ευγνωμοσύνης των ζητιάνων πάντα φέρναν την Μπεατρίς σε δύσκολη θέση,μιας και στην ουσία αφορούσαν ένα ποσό για το οποίο η ίδια δεν θα δεχόταν ούτε να σκύψει και να το μαζέψει αν της έπεφτε στο δρόμο.Όταν λοιπόν ο καπετάνιος ασφάλισε τα χρήματα στο τσεπάκι του και της απηύθυνε και πάλι το λόγο,χτενίζοντας τα μαλλιά του με τα δάχτυλα για να δείχνει πιο επίσημος,η Μπεατρίς σκέφτηκε πως ήταν ώρα να ξαναγυρίσει στην εφημερίδα της.Πόσο μάλλον αν μπορούσε να προβλέψει τη στιχομυθία που θα ακολουθούσε. «Αν μου επιτρέπετε,λαίδη μου,πώς και βρίσκεστε εδώ τόσο αργά;» ρώτησε ο άνδρας. «Σίγουρα ετοιμάζεστε για κάποιο ταξίδι,έτσι δεν είναι;» «Σωστά μαντέψατε,» είπε η Μπεατρίς,λίγο αδιάφορα, «απόψε,μαζί με μερικούς φίλους,θ’αναχωρήσουμε για τη Νήσο του Μάν.»
Ξαφνικά,το σκλαβωμένο χαμόγελο χάθηκε απ’το πρόσωπο του άνδρα,και τα μάτια του την κοίταξαν με φόβο. «Πώ-πώς είπατε,κυρία;...Στη...στη Ν-νήσο του Μάν;» «Ναι,καλά ακούσατε,» είπε η Μπεατρίς,απορώντας με την αλλαγή στη διάθεσή του. «Γιατί;Συμβαίνει κάτι που θα έπρεπε να γνωρίζω;» «Θέ-θέλετε να μου πείτε πως...πως θ’ανοιχτείτε μέσα στη νύχτα,και μάλιστα με προορισμό αυτό...αυτό το νησί;» Η επιμονή του στο ίδιο πράγμα κι ο τόνος της φωνής του,που ακουγόταν να τρέμει απ’το φόβο,έκαναν την Μπεατρίς ν’απορεί ακόμη περισσότερο.Για πρώτη φορά σκεφτόταν μήπως η κατάχρηση του οινοπνεύματος είχε επηρρεάσει ανεπανόρθωτα τον φτωχό άνδρα,κι αυτό που έβλεπε ήταν τα προεόρτια μιας αποπληξίας. «...το νησί του Μάν;» ρώτησε πάλι,κι αυτή τη φορά δεν υπήρχε περιθώριο παρερμηνείας.Το πρόσωπό του είχε γίνει άσπρο,κι είχε πάρει μιαν έκφραση πανικού.Ως κι ο Ξαβιέ,που σε τέτοιες περιπτώσεις συνήθιζε να κρυφακούει από διακριτική απόσταση,είχε υπερβεί τον εαυτό του κι είχε σταθεί ακριβώς ανάμεσά τους.Μάλιστα ήταν αυτός που έκανε την επόμενη ερώτηση. «Τί το ιδιαίτερο έχει αυτό το νησί;» ρώτησε «Φαίνεστε φοβισμένος-» «Μα καλά...η θάλασσα...φοβισμένος;Μόνο φοβισμένος;» Η φωνή του είχε κόψει στη μέση τα λόγια του Ξαβιέ,και τώρα ο άνδρας άρχισε να πηγαινοέρχεται λαχανιασμένος.Η Μπεατρίς τον παρατηρούσε με περιέργεια μαζί κι ανησυχία,και περίμενε κάποια εξήγηση για όλη αυτή την αναστάτωση. «Θέλετε να μου πείτε πως δεν έχετε ακούσει ποτέ για τις νεράιδες του Μάν;» Η ερώτηση είχε ακουστεί απότομα,κι ο άνδρας είχε σταματήσει να περπατά. Τώρα έσφιγγε τα χέρια του νευρικά και τους κοιτούσε,περιμένοντας μιαν απάντηση. «Όχι,» είπαν μ’ένα στόμα η Μπεατρίς κι ο Ξαβιέ. «Το φαντάστηκα!» έκανε εκείνος,κι έβγαλε ένα γέλιο όλο τρόμο.Έπειτα γύρισε και τους κοίταξε με τα κόκκινα μάτια του. «Γιατί αν ξέρατε γι’αυτές,δεν θα ξεκινούσατε ποτέ για ένα ταξίδι,σ’αυτή την καταραμένη θάλασσα!» Παρόλο που η υπόθεση άρχιζε ν’αποκτά ενδιαφέρον,η Μπεατρίς είχε χάσει την υπομονή της.Ήταν έτοιμη να βάλει τα γέλια,ή να του πεί: «Καλά,πήγαινε τώρα να γίνεις τύφλα κι άσε μας ήσυχους,» όμως ο Ξαβιέ,που ήταν επιρρεπής σε κάθε δεισιδαιμονία που δεν είχε δοκιμάσει,κοίταξε το μέθυσο με κάτι ολοστρόγγυλα μάτια, και του είπε: «Παρακαλώ,συνεχίστε!» «Μακάρι να μην ήξερα τίποτε!» ξέσπασε εκείνος, «Μακάρι να μην είχα ακούσει ποτέ γι’αυτά τα πλάσματα,ή νά’χα πνιγεί κι εγώ όπως τόσοι άλλοι,σ’αυτά τα νερά!Τουλάχιστον τότε δεν θά χρειαζόταν να μεθάω κάθε βράδυ,για να μη σκέφτομαι το φόβο που με κρατάει στη στεριά!Καταραμένη ώρα και στιγμή!...» Και χώνοντας το χέρι στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του,έβγαλε ένα δερμάτινο φλασκί,το άνοιξε,και ήπιε δυό γερές γουλιές.Η Μπεατρίς τον κοιτούσε εμβρόντητη.Ο τύπος ήταν μια κανονική καμήλα οινοπνεύματος-μόνο η καμπούρα του έλειπε. «Τελοσπάντων,» συνέχισε μετά από λίγο, «ίσως δεν έχει νόημα να σας τρομάζω,αλλά αισθάνομαι χρέος να προφυλάξω τη ζωή εκείνων που με βοήθησαν.Γι’αυτό,αν θέλετε ακούστε με,κι έπειτα αποφασίζετε μόνοι σας τί’ναι καλύτερο για σάς και τους φίλους σας!» Με μια τέτοια εισαγωγή,πώς ήταν δυνατόν να μην τον ακούσουν; «Ο μύθος είναι παλιός,κι η ιστορία που αφηγείται είναι ακόμη πιο παλιά,παλιότερη κι απ’τον ίδιο τον άνθρωπο...» είπε με χαμηλωμένο βλέμμα. «Λένε λοιπόν πως όταν ο Θεός γκρέμισε το Σατανά απ’τον ουρανό,εκείνος έπεσε στη γή,και μάλιστα σ’αυτήν εδώ τη θάλασσα!» Το χέρι του απλώθηκε,κι έδειξε τρέμοντας τα μαύρα νερά του λιμανιού. «Τρείς μέρες πάλεψε ο Εωσφόρος με τα μανιασμένα νερά της Ιρλανδίας,κι ύστερα βρήκε μια σπηλιά,και κρύφτηκε μέσα για να ξαποστάσει...αυτή η
σπηλιά δεν ήταν άλλη από ένα μικρό νησάκι,στ’ανοιχτά αυτού που τώρα λέγεται νησί του Μάν...η νήσος του ανθρώπου!Φαίνεται πως εκεί πήγε μετά ο Διάβολος,κι από’κεί ξεφυτρώσαμε κι όλοι εμείς...όμως το πιο φοβερό απ’όλα ήταν πως,απ’το σμίξιμό του με τη θάλασσα,γεννήθηκαν κάτι τερατώδη παιδιά,που από τότε ζούνε σ’αυτά τα νερά, αθάνατα,αιώνια καταδικασμένα!...Οι ντόπιοι ναυτικοί τα ονόμασαν νεράιδες,γιατί λέγεται πως έχουν όψη όμορφων γυναικών...όμως πιστέψτε με,δεν έχουν καμμιά σχέση με τις νεράιδες των παραμυθιών...αυτές εδώ είναι τέρατα,και για να λέμε την αλήθεια, κανείς δεν έζησε για να ιστορήσει όσα είδε...μονάχα απ’τα μισόλογα των ναυαγών, που κατέληγαν καμμιά φορά στις όχθες του Μάν,κι έπειτα ξεψυχούσαν απ’το φόβο... αλλά κι εκείνοι,όταν τους ξέβραζε το κύμα,ήσαν ήδη μισότρελλοι,με ασπρισμένα τα μαλλιά,ή έχοντας χάσει τη μιλιά,σαν κάτι να τους έκοψε τη γλώσσα!...» Ο τόνος της φωνής του είχε γίνει ξαφνικά τόσο φρικιαστικός,που ακόμη κι η δύσπιστη Μπεατρίς ένοιωσε ν’ανατριχιάζει.Όσο για τον Ξαβιέ,αυτός είχε γίνει ολόκληρος μια όρθια τρίχα από το φόβο. «Λένε ακόμη πως αυτά τα τέρατα εμφανίζονται ξαφνικά στους ναυτικούς,μέσα από την ομίχλη,και τους τραβάνε είτε με την ομορφιά είτε με τη γλυκιά φωνή τους...άλλες φορές μονάχα η φωνή τους ακούγεται,καλώντας σε βοήθεια όπως του πνιγμένου...όμως αλλοίμονο σ’αυτόν που θα παρασυρθεί και θα ζυγώσει κοντά τους!Γιατί όσο από μακριά μοιάζουν ωραίες,από κοντά είναι άγριες και φριχτές σαν τη μητέρα τους τη θάλασσα,τόσο φριχτές,που μια ματιά μονάχα αρκεί να σε σκοτώσει,ή να σε κάνει να χάσεις τα λογικά σου!Όμως κι όσοι δεν τις δούν ή δεν τις ακούσουν,δεν είναι περισσότερο ασφαλείς!Φτάνει να βρίσκονται σ’ένα καράβι,στο έλεος της θάλασσας κι αυτών των τεράτων που το περιτριγυρίζουν.Γιατί μήν ξεχνάτε πως ο πατέρας τους είναι ο πιο μοχθηρός κι ο πιό πανούργος απ’όλους τους δαίμονες, κι αυτές,σαν όλες τις κόρες που μοιάζουν των πατεράδων τους,είναι το ίδιο κακόψυχες...μισούνε τους ανθρώπους,κι όσους δεν καταφέρουν να σκοτώσουν με την όψη,φροντίζουν να τους αφανίσουν ύπουλα...πλησιάζουν κοντά,πολύ κοντά,μπαίνουν μέσα στο ίδιο το καράβι πολλές φορές,και παίρνουν τη μορφή κάποιου από το πλήρωμα...κι όταν το καταφέρουν,αρχίζουν να σπέρνουν τη διχόνοια ανάμεσα στους ανθρώπους...με τα σατανικά τους μάγια,μεταμορφώνουν και τον πιο αγαθό σε αδίστακτο φονιά,και σύντομα ο ένας αρχίζει να διψάει για το αίμα του άλλου...δεν είναι σπάνιο θέαμα καράβια που φτάνουν ακυβέρνητα στην ακτή,ή βρίσκονται μετά από χρόνια σε κάποιον ύφαλο,και μέσα είναι γεμάτα με κουφάρια!Αθώοι ψαράδες, φίλοι,που ξαφνικά αλλάζουν,κι αρχίζουν ν’αλληλοσφάζονται μέχρι που να μη μείνει κανένας ζωντανός!Τέτοια,κι άλλα πολλά λέγεται πως κάμνουν οι νεράιδες του Μάν, αυτές οι τρισκατάρατες κόρες του Διαβόλου!» «Αδύνατον!» αναφώνησε ξαφνικά η Μπεατρίς, «αυτό που λέτε είναι αδύνατο, γιατί τις κόρες του Διαβόλου τις γνωρίζω προσωπικά.Είναι οι αδελφές Πετέν,που έχουν την αντιπροσωπεία της Ισπανικής πορσελάνης στη Λιέγη-είναι τόσο άσχημες, που μόνο το Διάβολο θα μπορούσαν να έχουν για πατέρα!» Κι ολοκληρώνοντας το μικρό της ευφυολόγημα,η Μπεατρίς άφησε ένα τσιριχτό γέλιο.Όμως δεν βρήκε καμμιάν ανταπόκριση.Αν κι αισθανόταν από ώρα πως η ατμόσφαιρα είχε αρχίσει να βαραίνει επικίνδυνα,φαίνεται πως κανείς άλλος δεν συμμεριζόταν την άποψή της.Ο γέρος περίμενε με μισάνοιχτο στόμα να συνεχίσει,ενώ ο Ξαβιέ πιθανότατα δεν είχε ακούσει ούτε μια λέξη απ’όσα είχε πεί,αφού εξακολουθούσε να κοιτάζει έντρομος τον ευφάνταστο μεθύστακα,τρέμοντας απ’την κορφή μέχρι τα νύχια όπως αν όλο το σώμα του βρισκόταν μέσα σ’ένα κύβο ζελατίνας. «Έχετε δίκιο,ό,τι και να πείτε έχετε δίκιο,» είπε ξαφνικά ο παραμυθάς,χαμηλώνοντας το κεφάλι.Μ’ένα θριαμβικό χαμόγελο,η Μπεατρίς περίμενε την επιβεβαίωση της υπόθεσής της,δηλαδή την αποδοχή εκ μέρους του ότι έλεγε παλαβομάρες.Αλλά λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο. «Έχετε δίκιο να μην πιστεύετε ούτε λέξη από το
στόμα ενός βρωμερού μπεκρή σαν και του λόγου μου,» συνέχισε,με ακόμα μεγαλύτερη συστολή, «όμως...μακάρι να μην ήταν έτσι τα πράγματα!» Σ’αυτό το σημείο η φωνή του έσπασε από ένα λυγμό,κι η Μπεατρίς τον κοίταξε αναστατωμένη. «Μακάρι να μπορούσατε να με πιστέψετε!» φώναξε απότομα εκείνος,και την άρπαξε απ’τα χέρια.Ήταν τόσο σαστισμένη,που δεν πρόλαβε να τραβηχτεί.Τώρα ο γέρος μιλούσε ξέπνοα,με τα μάτια του υγρά από τα δάκρυα. «Γιατί ήμουν κι εγώ σ’ένα τέτοιο καράβι, κάποτε,κι όσες φορές και να μεθύσω,δε θα το ξεχάσω ποτέ!Οι υπόλοιποι ψαράδες λέγαν τις ιστορίες τους στο κατάστρωμα,και γελούσαν...δεν τους πολυ-καταλάβαινα, η αλήθεια...μόνο κάτι γι’αυτές τις νεράιδες,κι ότι μπορούσαν να ζωντανέψουν ως και τους νεκρούς,για να εκδικηθούν όσους ταράζαν τα νερά τους...!Κι ο καπετάνιος,ένας σκληρόπετσος Ιρλανδός,δεν πίστευε ούτε λέξη...τους έβριζε,τους έφτυνε,κι έλεγε πως ήσανε δειλοί,σαν γυναικούλες,έλεγε...κι ακόμα τους είχε βάλει στοίχημα πως θα κοιμότανε όλη τη νύχτα στην κουπαστή,για να τους δείξει πως δε φοβόταν τίποτε,κι ότι οι νεράιδες υπήρχαν μόνο μέσα στο μυαλό τους...τη θυμάμαι εκείνη τη νύχτα,λές κι ήταν μόλις χθές...Εγώ...εγώ καθάριζα τα δίχτυα,και του κρατούσα συντροφιά...ή πιο πολύ τον άφηνα να μου μιλάει,χωρίς να βγάζω νόημα στα περισσότερα...είχαμε μεθύσει κι οι δυό,για ν’αντέχουμε το κρύο...κι έκανε μια ησυχία,σαν το καράβι να έπλεε μέσα σε νεκροταφείο...ακούγαμε ως και τα ροχαλητά των άλλων,από κάτω...ώσπου σε μια στιγμή-Θεέ μου,ποτέ δε θα το ξεχάσω!-απ’τη θάλασσα ακούστηκε ένα κοριτσίστικο κλάμα...ο καπετάνιος τινάχτηκε όρθιος,μα τό’χα ακούσει κι εγώ,κι έτσι έτρεξα κοντά του...το κλάμα ακούστηκε πάλι,ούτε μισή λεύγα απόσταση θαρρείς δεν μας χώριζε από δαύτο...αν δεν ήταν η ομίχλη,θα βλέπαμε το κοριτσάκι που έκλαιγε...όμως εκείνος είχε χάσει το χρώμα του...έτρεμε ολόκληρος,κι έπειτα από λίγο,όταν η φωνή άρχισε να τον καλεί με τ’όνομά του,μου είπε πως θα βουτούσε στη θάλασσα,για να τη σώσει...έλεγε πως ήταν η κορούλα του,ή κάτι τέτοιο...μάταια προσπάθησα να τον πείσω,να του πώ πως θα πάγωνε μέσα στα νερά,πως θα χανόταν στο σκοτάδι...εκείνος είχε γουρλώσει τα μάτια,κι έλεγε ξανά και ξανά:‘Πρέπει να σώσω το παιδί μου-η κόρη μου πνίγεται!’ Στο τέλος έμεινε ολότελα γυμνός,και βούτηξε στη θάλασσα...εγώ δεν άκουγα πιά τη φωνή,όμως εκείνος κολυμπούσε μανιασμένα,και φώναζε το κοριτσάκι με τ’όνομά του,τού’λεγε πως ερχόταν να το σώσει...!Ύστερα από λίγο,τον κατάπιε η ομίχλη...κι όταν κατέβηκα τρομαγμένος να ξυπνήσω τους υπόλοιπους,μήπως και καταφέρναμε να τον φωνάξουμε πάλι επάνω,γελάσανε μαζί μου...είπαν ότι ήμουν στουπί στο μεθύσι,κι ότι τους κορόιδευα...‘η κόρη του καπετάνιου,’ λέγανε ‘είναι νεκρή εδώ και δέκα χρόνια.Πνίγηκε όταν ήταν μωρό ακόμα,παίζοντας στο λιμάνι.’ Καταλαβαίνετε το φόβο μου;Γιατί εγώ-και δεν ήμουν τρελλός,ούτε μεθυσμένος,τ’ορκίζομαιεγώ είχα ακούσει τη φωνή του κοριτσιού,την είχα ακούσει!» Το στόμα του άνδρα γέμιζε το παλτό της Μπεατρίς με σάλιο απ’το πάθος της αφήγησης,όμως εκείνη ήταν πολύ απορροφημένη για να το προσέξει. «Και το χειρότερο ήταν πως,όταν το επόμενο πρωί τον βρήκαμε νεκρό,παγωμένο μέσα στα νερά,δεν μπορούσα να πώ την αλήθεια...δεν μπορούσα να πώ τίποτα,γιατί θά’χανα τη δουλειά μου,ίσως και να μου ρίχναν την ευθύνη για το θάνατό του!...Έτσι πέρασα άλλα είκοσι χρόνια στη σιωπή,όμως ποτέ ξανά δεν ήμουν ο ίδιος άντρας!Έπρεπε να γίνομαι τύφλα στο πιοτό για να κλείσω τα μάτια μου μια ώρα,κι όταν νύχτωνε,ο φόβος με ζύγωνε σαν τρέλλα...φοβόμουν ότι θ’άκουγα ξανά τις απελπισμένες φωνές του κοριτσιού!Στο τέλος κατήντησα όπως με βλέπετε,να γυρίζω από’δώ κι από’κεί,ο τρελλός του λιμανιού!Κανείς πιά δεν με παίρνει στα σοβαρά,κι ας έχουν πεθάνει δεκάδες άνθρωποι από τότε,με τον ίδιο φριχτό τρόπο,σαν κάτι να τους τραβάει μέσα στη θάλασσα...» Το σφίξιμο των χεριών του ξαφνικά χαλάρωσε,κι έκανε ένα βήμα πίσω,χαμηλώνοντας το κεφάλι.Θα έλεγε κανείς ότι υποκλινόταν μπροστά της,πράγμα που η Μπεατρίς εξετίμησε δεόντως. «Όμως εγώ,» συνέχισε,καταπίνοντας ένα δάκρυ, «εγώ,κυρία,τ’ορκίστηκα από τότε να
μην αφήσω κανέναν άνθρωπο να ταξιδέψει σ’αυτά τα διαβολικά νερά χωρίς προειδοποίηση...ιδίως μια κυρία τόσο καλή,όπως εσείς,κυρία,δεν πρέπει να πάτε!Ακούστε με, σας παρακαλώ,ακυρώστε αυτό το ταξίδι!Κάντε το σαν χάρη σε μένα,σ’ένα φτωχό που δεν έχει τίποτα στον κόσμο,μήν μπείτε σ’αυτό το καράβι!» Την ίδια στιγμή,ένας άλλος λυγμός ακούστηκε,αυτή τη φορά απ’την κατεύθυνση του Ξαβιέ.Στρέφοντας επάνω του το βλέμμα με απορία,η Μπεατρίς τον είδε να σφουγγίζει ένα δάκρυ με το μαντήλι της μπουτονιέρας του.Μόλις κατάλαβε ότι τον είχε δεί,έκρυψε ντροπιασμένος το μαντήλι του,και είπε: «Με συγχωρείτε,κυρία-σνίφ!-...συγκινήθηκα!» «Πράγματι,πράγματι,» αναστέναξε η Μπεατρίς,και γυρνώντας προς το μέρος του μεθύστακα,του είπε: «Να είστε βέβαιος πως η ιστορία σας μας άγγιξε πολύ,αγαπητέ μου,και σας ευχαριστώ για την προειδοποίηση...θα φροντίσω να κοιμηθώ στην καμπίνα μου,και να μην απαντώ σε φωνές που έρχονται απ’τη θάλασσα...όμως πρέπει να καταλάβετε πως μου είναι εντελώς αδύνατον ν’αναβάλλω αυτό το ταξίδι...γιατί αν δεν κάνω κάτι δραματικό για μια επιχείρηση που συντηρώ στο Παρίσι,καλύτερα να πέσω να πνιγώ μαζί με τον καπετάνιο και την κόρη του...καταλάβατε;» «Κατάλαβα,κυρία,» είπε εκείνος,και πρόσθεσε δειλά: «...δηλαδή θα πάτε!» «Ναι,βεβαίως θα πάω,αυτό δε λέμε τόση ώρα;» είπε η Μπεατρίς,που είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή της. «Αλλά εσείς μην ανησυχείτε καθόλου-θα περάσουμε φίνα,κι όταν επιστρέψω,θα έρθω να σας βρώ,για να πιούμε μαζί ένα ποτηράκι,έτσι;Άντε τώρα,πηγαίνετε,γιατί πλησιάζουν μεσάνυχτα και θα βγούνε βόλτα οι νεράιδες.» Σηκώνοντας τα χέρια του με τρόπο που θύμιζε Πιλάτο,ο γερο-μέθυσος έβγαλε το καπέλο του,κι αφήνοντας ένα αποχαιρετηστήριο ‘χίκ!’ έσυρε τα βήματά του ανάμεσα στα κιβώτια απ’όπου και είχε εμφανιστεί προηγουμένως.Όταν κι ο τελευταίος ήχος έπαψε ν’ακούγεται,η Μπεατρίς έβαλε τα γέλια,κι είπε στον Ξαβιέ: «Τί εξωφρενική ιστορία κι αυτή,έ καλέ μου Ξαβιέ;Ευτυχώς που μπόρεσα να τον σταματήσω,γιατί δεν έβαζε γλώσσα μέσα!Ήταν ικανός να κάθεται εδώ και να μας λέει τις ίδιες ασυναρτησίες μέχρι αύριο το πρωί!» Όμως η αμυδρή ελπίδα αποδοχής που υπήρχε στη φωνή της,η προσδοκία ενός αντίστοιχου γέλιου απ’τη μεριά του Ξαβιέ,προσέκρουσε στην παγερή έκφραση του προσώπου του.Με τα μάτια ακόμη διεσταλμένα απ’τον φόβο,κοιτούσε το σημείο όπου μέχρι πριν λίγο στεκόταν ο άγνωστος άνδρας,ενώ τα χέρια του έστριβαν νευρικά τις άκρες του σακακιού του.Κι ενώ η Μπεατρίς ήξερε την κλίση που είχε ο πιστός της υπηρέτης προς το υπερφυσικό,κι όλους τους γοητευτικούς μύθους που το περιτριγυρίζουν,την τρόμαζε να τον βλέπει έτσι.Ο καημένος,τα είχε χαμένα. «Ξαβιέ,σου μιλάω!» τον επέπληξε απότομα, «Τί κοιτάζεις σαν χάνος;» Εκείνος γύρισε το κεφάλι αργά,σαν υπνωτισμένος,και σηκώνοντας τα χέρια, επανέλαβε τις ίδιες ακριβώς κινήσεις που είχε κάνει κι ο άνδρας,σαν να ρητόρευε. «Μα κυρία,δεν ακούσατε τί είπε αυτός ο κύριος;» «Φυσικά και τα άκουσα καλέ μου Ξαβιέ,μάλιστα αν πρόσεξες μου κρατούσε και τα χέρια.Πάλι καλά που δεν μου τσίμπησε και τον πισινό πριν φύγει!» Την λύπη της για την ευπιστία του Ξαβιέ είχε αρχίσει να διαδέχεται,ως συνήθως,ο θυμός. «Αλλά εσύ,μπορείς να μου πείς τί παριστάνεις με τα χέρια στον αέρα,σαν μαέστρος;Έχει γούστο να πίστεψες όλες αυτές τις μπαρούφες!» «Ασφαλώς και τις πίστεψα,κυρία!Μέχρι την τελευταία λέξη!» είπε εκείνος με μια πνοή,και πρόσθεσε: «Και νομίζω πως αυτό το ταξίδι,τελικά,ίσως να μην είναι και τόσο καλή ιδέα!» Κουνώντας το δάχτυλο σαν δασκάλα,η Μπεατρίς φώναξε: «Έξη μέρες περιορισμό,για να μάθεις να μην είσαι επιρρεπής σε προλήψεις και δεισιδαιμονίες!Μα δεν μου λές,έχεις τρελλαθεί τελείως;»
«Όχι κυρία,» επέμεινε ο Ξαβιέ, «απλώς,έπειτα από μια πιο προσεκτική εκτίμηση,θεωρώ ότι δεν έχουμε και πολλά να κερδίσουμε απ’αυτό το ταξίδι,οπότε καλύτερα να το αναβάλλουμε,αφού άλλωστε και μένα με πειράζει η θάλασσα-» «Αν σε πειράζει η θάλασσα,να μείνεις εδώ με τον φίλο σου,τον απόμαχο του Ελβετικού Ναυτικού!» είπε φουρκισμένη η Μπεατρίς.Και πηδώντας απ’το μπαούλο στο έδαφος της προβλήτας,άρχισε να βαδίζει όλο νεύρα,χτυπώντας πότε-πότε τον Ξαβιέ στις γάμπες με την άκρη του μπαστουνιού,όπως θα έκανε ένας στρατηγός μ’έναν απείθαρχο νεοσύλλεκτο.Και φαίνεται πως αυτή η μεταφορά ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματική για την ιδιότυπη ψυχοσύνθεση του Ξαβιέ,μιας και με κάθε χτύπημα την κοιτούσε με μεγαλύτερη προσοχή. «Τί πράγματα είναι αυτά;» έλεγε η Μπεατρίς. «Είναι δυνατόν να κανονίζουμε τις υποχρεώσεις μας αναλόγως με τον κάθε μεθύστακα,που απ’το πολύ ρακί λέει ό,τι του κατέβει;Πού πήγε το επιχειρηματικό σου δαιμόνιο,Ξαβιέ;Για ποιόν σκοπό σε εκπαιδεύω τόσα χρόνια;Αν ήταν να μας κάμπτει το παραμικρό εμπόδιο,δεν θα ήμασταν αυτοί που είμαστε!Ξέρεις πόσες φορές έχω αγνοήσει τις συμβουλές και τους φόβους του πλήθους,προκειμένου ν’αποκτήσω μια καινούρια εμπειρία;Δεν χρειάζεται,νομίζω,να σου αναφέρω το περιστατικό με τα ινδικά ελεφαντάκια!Όμως εδώ τα πράγματα είναι ακόμη πιο απλά,ή μάλλον,είναι εντελώς απαράδεκτα!Δεν μπορεί να παίρνεις στα σοβαρά τα λόγια αυτού του ανθρώπου!Είμαι σίγουρη πως τα ίδια λέει σε όλους όσους φεύγουν απ’αυτό το λιμάνι,ελπίζοντας να τους ξεμοναχιάσει και να τους ληστέψει,μόνος του,ή με τους υπόλοιπους μέθυσους της παρέας του!» Βέβαια,καθώς έφερνε στο μυαλό της τα δακρυσμένα μάτια του άγνωστου άνδρα,τον κόμπο στη φωνή του,και τον τρόπο που τα τρεμάμενα χέρια του κρατούσαν τα δικά της,ένοιωθε ένα μικρό σούβλισμα ενοχής.Τίποτε απ’όλ’αυτά δεν ταίριαζε με την εικόνα του πανούργου ηθοποιού που προσπαθούσε να του αποδώσει. ‘Ωστόσο αυτό δεν χρειάζεται να το ξέρει κι ο Ξαβιέ,’ συμπλήρωσε πονηρά, ‘τουλάχιστον όχι προτού τον φορτώσω στο καράβι,μαζί με το μπαούλο.Από’κεί και μετά,βλέπουμε...’ «Όμως κυρία,» ψέλλισε δειλά, «δεν σας φοβίζουν καθόλου οι θρύλοι γι’αυτή τη θάλασσα,και τη σπηλιά όπου ζούσε ο...ο Σατανάς;» Η Μπεατρίς έκρυψε για μερικές στιγμές το πρόσωπο στα χέρια της,σαν καθηγητής που ετοιμάζεται να εκραγεί,κι έπειτα εξερράγη. «Όχι,όχι,όχι!» φώναξε «Δεν είναι δυνατόν!Περιβάλλομαι από παράφρονες! Ακούς εκεί,ο Σατανάς σε σπηλιά,μαζί με τα χταπόδια!Ασφαλώς και δεν φοβάμαι,Ξαβιέ,κι απαιτώ το ίδιο κι από’σένα!Πώς είναι δυνατόν να μοιράζεσαι τις ανησυχίες ενός μυθομανή αλκοολικού,που δεν μπορεί να μιλήσει απ’το λόξυγγα;» «Μα κυρία,» επέμεινε εκείνος, «βρήκα την ιστορία του απόλυτα πειστική!» «Τότε φαίνεται πως κι εσύ δεν κουβαλάς περισσότερο μυαλό στο κεφάλι σου! Πρέπει να το πάρω απόφαση ότι η μοίρα μου έδωσε έναν μεθύστακα για υπηρέτη!» Και μ’αυτά τα λόγια,άρχισε να τραβά τα μάγουλά της σε ένδειξη απελπισίας,όπως είχε δεί να κάνουν οι γυναίκες των Τουαρέγκ σ’ένα ντοκυμανταίρ.Πηγαινοερχόταν και μουρμούριζε οργισμένη: «Δεν είναι δυνατόν!Θα τρελλαθώ!» Όταν έκρινε πως οι δραματικές αντιδράσεις της είχαν τον αναμενόμενο αντίκτυπο στο ηθικό του Ξαβιέ,γύρισε προς το μέρος του και είπε κατηγορηματικά: «Λοιπόν,είπα και ελάλησα: Απόψε φεύγουμε για τη Νήσο του Μάν,μαζί με όλους τους υπόλοιπους καλεσμένους που μας περιμένουν.Και δεν σκοπεύω να γίνω ρεζίλι επειδή εσύ,καλέ μου Ξαβιέ,φοβάσαι τον ίσκιο σου.Αν θέλεις να έρθεις,έχει καλώς.Ειδάλλως,σε ταχυδρομώ αυτή τη στιγμή πίσω στο Παρίσι,κι αν συναντήσουμε το γερο-Διάολο στο δρόμο,θα του μεταβιβάσω τις ευχές σου.Πού ξέρεις,τόσα χρόνια σ’εκείνη την σπηλιά,μπορεί να έχει και κανένα καλό κομμάτι να μου πουλήσει!Α,κι επί τη ευκαιρία,τί ώρα είναι;» Ο Ξαβιέ,πιστός πάνω απ’όλα στο καθήκον του,έβγαλε με χέρια που έτρεμαν το ρολόι απ’το γιλέκο του,το άνοιξε,και ψέλλισε:
«Μία παρά τέταρτο...δηλαδή...δώδεκα παρά τέταρτο!» Η Μπεατρίς τον κοίταξε αυστηρά,καθώς θυμήθηκε το κόλπο με την ώρα. «Δεν είναι ν’απορεί κανείς που πιστεύεις ό,τι σου πούνε,Ξαβιέ.Είναι ίδιον των ψευτών να πιστεύουν αμέσως στα ψέμματα των άλλων.» Κατεβάζοντας το κεφάλι όσο είναι ανθρωπίνως δυνατόν,ο Ξαβιέ αναστέναξε, και μετά,σε μιαν ύστατη προσπάθεια ν’αποτρέψει την κυρία του απ’αυτό το ταξίδι που θεωρούσε τόσο επικίνδυνο,είπε βιαστικά: «Κι η ιστορία με το κοριτσάκι,κυρία;Δε σας φάνηκε εξαιρετικά αληθοφανής;» Στην αρχή η Μπεατρίς ξαφνιάστηκε με την επιμονή του,πήγε να θυμώσει,όμως στο τέλος υπέκυψε στην εύθυμη πλευρά των πραγμάτων,κι έβαλε τα γέλια.Στο κάτω-κάτω,τον λυπόταν τον καημένο τον Ξαβιέ για τους απλοϊκούς του φόβους. «Μα μονάχα κάποιος σαν εσένα θα έχαφτε μια τέτοια ιστορία,καλέ μου Ξαβιέ,» του είπε,τσιμπώντας του τρυφερά το μάγουλο, «είσαι πιο αγαθός κι από ένα κρεμμύδι!» Ο Ξαβιέ χαμογέλασε αυτάρεσκα,ενώ την ίδια στιγμή,απ’την άλλη άκρη της προβλήτας ακούστηκε να σβήνει η μηχανή ενός αυτοκινήτου. «Α,ωραία,» είπε η Μπεατρίς,ισιώνοντας το παλτό στους ώμους της, «επιτέλους,οι συνεπιβάτες μας άρχισαν να καταφτάνουν!» Και με το μπαστούνι στο χέρι,πλησίασε κουτσαίνοντας ως την άκρη της προβλήτας,ένα βήμα απ’το κενό που διέσχιζε η σανίδα του καραβιού.Τότε ήταν που ο Ξαβιέ αποφάσισε να παίξει το τελευταίο του χαρτί.Βλέποντας πως ο χρόνος που απέμενε ήταν ελάχιστος,και θέλοντας με κάθε τρόπο να προφυλάξει την κυρία του απ’τους υπερφυσικούς κινδύνους,ο αφοσιωμένος υπηρέτης θυμήθηκε την οικειότητα που η Μπεατρίς είχε επιδείξει πριν λίγο,τσιμπώντας του το μάγουλο,και θέλησε να κάνει κάτι παρόμοιο,το ίδιο θερμό και άμεσο,που να της δείξει πόσο πολύ ανησυχούσε για εκείνην.Καθώς όμως δεν προλάβαινε να σκαρφιστεί κάποιο εύρημα, κυριεύτηκε από πανικό,κι άφησε όλα του τα αισθήματα να ξεχειλίσουν σε μια παιδιάστικη αντίδραση.Έτσι,πλησίασε την Μπεατρίς αθόρυβα,περπατώντας στις μύτες των ποδιών,και μόλις στάθηκε πίσω της,έφερε απότομα τα χέρια του γύρω απ’τη μέση της,φωνάζοντας σαν φάντασμα: «Ού-ού-ού!» Κι η Μπεατρίς,που φυσικά δεν ήταν προετοιμασμένη για μια τέτοια αλλοπρόσαλλη χειρονομία,τρόμαξε τόσο πολύ,που άφησε ένα ουρλιαχτό και παρολίγο να χάσει την ισορροπία της.Ήταν τα χέρια του Ξαβιέ που την κράτησαν απ’το να πέσει με το κεφάλι στη θάλασσα.Μόνο που αντί να τον ευχαριστήσει,πιστεύοντας πως η φάρσα του είχε μοναδικό σκοπό να την ξαφνιάσει,έβγαλε στα γρήγορα το δεξί της τακούνι κι άρχισε να τον κυνηγά γύρω-γύρω στην προβλήτα, χτυπώντας τον στο κεφάλι κι εκτοξεύοντας φριχτές κατάρες. Κατ’αυτό τον τρόπο υποδέχτηκαν τους πρώτους συνταξιδιώτες τους,κι ανέβηκαν στο καράβι κατακόκκινοι απ’τη ντροπή.
VIII Από πάνω,το μεγάλο τρικάταρτο δημιουργούσε την ίδια αίσθηση με τα πολύ μεγάλα κτήρια,που μέχρι να μπείς μέσα τους δεν μπορείς να εκτιμήσεις το αληθινό μέγεθός τους.Έτσι,προς μεγάλη έκπληξη της Μπεατρίς,όταν σκαρφάλωσε κουτσαίνοντας την γέφυρα και στάθηκε λαχανιασμένη στο κατάστρωμα του καραβιού,το σκαμπανέβασμα που παρατηρούσε όσο βρισκόντουσαν απ’έξω,ήταν σχεδόν ανύπαρκτο.Το στιβαρό σκαρί του πλοίου έμοιαζε να επιπλέει σ’ένα υγρό πολύ πιο πηχτό από το νερό,που προκαλούσε μονάχα ένα ανεπαίσθητο λίκνισμα.Για τον Ξαβιέ,ωστόσο, ακόμα κι αυτό το λίκνισμα ήταν αφόρητο,ιδίως έπειτα απ’την ιστορία του μεθύστακα που είχε αυξήσει την ανασφάλειά του στο κατακόρυφο.Δεν είχαν προλάβει ν’ανέβουν
κι η Μπεατρίς,στρέφοντας το βλέμμα απ’τον έναστρο ουρανό,αντίκρυσε ένα δεύτερο φεγγάρι στο χλωμό πρόσωπο του υπηρέτη της. «Καλέ μου Ξαβιέ,» του είπε,τρίζοντας τα δόντια καθώς ψιθύριζε, «προσπάθησε να δείξεις χαρακτήρα,τουλάχιστον μέχρι να έρθουν κι οι υπόλοιποι.Και πάνω απ’ όλα,φρόντισε να μην ξεράσεις πάνω στην καπελιέρα μου.» Ο Ξαβιέ έγνεψε καταφατικά,έπειτα ένα κύμα ναυτίας έκανε τα μάγουλά του να φουσκώσουν,και παραπατώντας κρατήθηκε απ’το γείσο της κουπαστής. ‘Ελπίζω να τελειώνουμε γρήγορα με τις χαιρετούρες,’ σκέφτηκε ανήσυχη η Μπεατρίς, ‘γιατί αυτός εδώ θα μου μείνει στα χέρια.’ Πρώτη μετά από εκείνους στο καράβι είχε ανέβει η Σαλομέ ντε Ραστιγιάκ,αγκομαχώντας,κι ακολουθούμενη κατά πόδας απ’τον αδελφό και τον θείο της.Ο Φιλίπ, που υπό το φώς των αστεριών έμοιαζε ακόμη περισσότερο με μπισκότο,φορούσε ένα στρόγγυλο καπελάκι από κόκκινη τσόχα,το οποίο έβγαλε μ’ένα χαμόγελο,για να τους προϋπαντήσει.Η Μπεατρίς του ανταπέδωσε το χαμόγελο,ενώ ο Ξαβιέ κατάφερε μόνο να βγάλει ένα αδύναμο: «Γκλιάκ!» Όσο για τον υπερήλικα Ζαφέτ,αφού ανέβηκε στο καράβι με σφρίγος μεγαλύτερο κι απ’των δυό του νεώτερων ανηψιών,φώναξε κοφτά: «Γκαστόν!» και την ίδια στιγμή απ’το κάτω μέρος του σκάφους ξεπρόβαλλε ένας γιγαντόσωμος άνδρας με ναυτική στολή,άρπαξε μονομιάς όλες τις βαλίτσες της Μπεατρίς,και πρόλαβε να την καλησπερίσει με μια υπόκλιση.Έπειτα εξαφανίστηκε πάλι από εκεί που είχε έρθει,ενώ ο Ζαφέτ απολογούνταν για λογαριασμό του. «Φοβάμαι ότι ο Γκαστόν δεν είναι και πολύ κοινωνικός,αγαπητή μου Ζενεβιέβ,όμως θα διαπιστώσατε και μόνη σας ότι είναι δυνατός σαν αρκούδα.» ‘Και το ίδιο ομιλητικός,’ πρόσθεσε νοερά η Μπεατρίς. «Πάντως μην ανησυχείτε για τίποτε,» συνέχισε ο Ζαφέτ, «εδώ και τριάντα χρόνια που ταξιδεύω υπό τις φροντίδες του,δεν είχα το παραμικρό παράπονο.Όχι μόνο είναι ένας εξαίρετος ναυτικός,αλλά επίσης μαγειρεύει θαυμάσια!» Στο άκουσμα της λέξης ‘μαγειρεύει’,ο Ξαβιέ σάλεψε απ’τη θέση του,ρεύτηκε χαμηλόφωνα,κι έκανε ένα μικρό κύκλο παραπατώντας.Η Μπεατρίς έγινε κατακόκκινη,κι έσπευσε να δώσει εξηγήσεις. «Φοβάμαι ότι κι ο Ξαβιέ μου ανήκει στη συνωμοταξία της αρκούδας,» είπε, «ενώ τα καταφέρνει περίφημα στη στεριά,η θάλασσα δεν του ταιριάζει και πολύ.» «Ω,μην νοιάζεστε για τίποτε!» είπε ο Φιλίπ,πλησιάζοντας προς το μέρος τους, «είμαι σίγουρος πως σε λίγη ώρα θα είναι μια χαρά.Άλλωστε η θάλασσα απόψε προβλέπεται να είναι απόλυτα γαλήνια,δεν είν’έτσι,θείε;» «Πράγματι,» είπε ο Ζαφέτ,όμως τον ήχο της φωνής του σκέπασε το κρώξιμο της Καρολίν,που την ίδια στιγμή ανέβαινε τη γέφυρα,καθοδηγούμενη από την Ροζαλί με τα ρόζ μαλλιά,που με τη σειρά της κρατούσε το χέρι του μυώδη Μαουρίτστιο.Έτσι όπως πηγαίναν,σαν μια μικρή πομπή,θύμιζαν το παιδικό τραγουδάκι για τα τρία τυφλά ποντίκια.Κι η Καρολίν,που βρισκόταν στο τέλος της πομπής,διαμαρτύρονταν: «Προσέχετε!» φώναζε συνέχεια, «Προσέχετε,που να πάρει ο διάολος!Θα με ρίξετε στη θάλασσα,και μετά να δώ πώς θα με βγάλετε!» «Μην ανησυχείς,χρυσή μου,» είπε η Ροζαλί,κρατώντας την κάπα της για να μην ανοίξει απ’τον αέρα, «οι ψαροκασέλες επιπλέουν,κι έπειτα ο Μαουρίτσιο ήταν ένα διάστημα επαγγελματίας δύτης σ’ένα χωριό κοντά στη Νάπολη.Βουτούσε και μάζευε αρχαίους αμφορείς.» «Έτσι γνωριστήκατε,φαντάζομαι,» είπε πικρόχολα η Καρολίν,κι αμέσως άφησε μια επιτηδευμένη κραυγή τρόμου. «Χριστέ μου!» φώναξε,κάνοντας μερικά βήματα στο κατάστρωμα. «Εσύ είσαι,Σαλομέ χρυσό μου;» Και μ’αυτά τα λόγια πλησίασε κι ανασήκωσε με το πόδι την άκρη της λευκής γούνας που φορούσε. «Έτσι ξαφνικά που εμφανίστηκες μπροστά μου,νόμισα προς στιγμήν ότι έβγαλε ομίχλη!»
Η Σαλομέ κι ο αδελφός της ξεκαρδίστηκαν για άλλη μια φορά με τα προσβλητικά λόγια της πλούσιας καλεσμένης τους,ενώ το βλέμμα της Μπεατρίς έπεσε στο καλάθι με τη Βαλεριάνα.Η μώβ κορδέλλα ήταν προφανώς το ένδυμα ξενοδοχείου,αφού τώρα φορούσε το επίσημο βραδυνό της ένδυμα,ένα μαύρο κολλάρο,κι ήταν ολόκληρη περιτριγυρισμένη από μαύρο τούλι,που θρόιζε απαλά πάνω απ’το κεφαλάκι της, χωρίς φυσικά να ενοχλεί καθόλου τον μακάριο ύπνο της. «Φιλίπ,ελπίζω αυτό το καπέλο να μην κρύβει κανένα περιστέρι ή καμμιά νυχτερίδα,αλλιώς θα δώσω προσωπικά εντολή στη Ζενεβιέβ να σε χτυπήσει στο κεφάλι με το μπαστούνι της!Αλήθεια,Ζενεβιέβ γλυκιά μου,» είπε,αλλάζοντας απότομα τόνο και πλησιάζοντας προς το μέρος της Μπεατρίς, «τί ήταν κι αυτό απόψε!Μισή ώρα περιπλανιόμουν στα σκοτάδια,γιατί ο κρετίνος που είχε το ταξί με άφησε σε λάθος προβλήτα!Ευτυχώς βρέθηκε στο δρόμο μου αυτό το λάθος της φύσης,η Ροζαλί,και με φέραν εδώ με τον επιβήτορά της.Α,και σα να μην φτάναν τα βάσανά μου,» πρόσθεσε με μια ανάσα, «ήταν κι ένα ψοφίμι που με ακολουθούσε σ’όλη τη διαδρομή και κλαψούριζε κάτι ακατάληπτα πράγματα για νεράιδες και σκατά!Εφιάλτης,σκέτος εφιάλτης!» Η Μπεατρίς σήκωσε τα φρύδια με έκπληξη,και είπε: «Τον είδες κι εσύ;Αυτό είναι φοβερό!Δεν έχει δέκα λεπτά που τον ξαπέστειλα από εκεί που περιμέναμε-και σε μάς τα ίδια έλεγε!» «Μα τό’χω διαπιστώσει,» είπε η Καρολίν,γελώντας και σφίγγοντας φιλικά τον αγκώνα της, «σ’αυτή τη χώρα ως κι οι ζητιάνοι δεν είναι φυσιολογικοί ζητιάνοι.Τρελλαίνονται απ’το ουϊσκι!» Ξαφνικά το βλέμμα της έπεσε πάνω στον Ξαβιέ,πού’χε πάρει στο μεταξύ την πιο αξιοθρήνητη έκφραση του κόσμου.Χαμηλώνοντας όλο συμπόνοια τον τόνο της φωνής της,η καρολίν ρώτησε: «Τί έχει πάθει ο μικρός σου είλωτας,χρυσό μου;Ο καημένος,φαίνεται αδιάθετος.» «Μήν ανησυχείτε κυρία,είμαι μια χαρά,» πήγε να πεί ο Ξαβιέ,αλλά η απότομη ομιλία,σε συνδυασμό με την προσπάθειά του να σταθεί ευθυτενής,έκαναν τα σωθικά του ν’αναποδογυρίσουν εκ νέου,αφήνοντας ένα ηχηρό γρύλλισμα.Ντροπιασμένος, κρύφτηκε πάλι στη σκοτεινή γωνίτσα του,ψελλίζοντας: «Με συγχωρείτε.» «Ω,μην απολογείσαι,χρυσό μου!» είπε η Καρολίν,και του τσίμπησε το μάγουλο με μητρικό τρόπο.Ο Ξαβιέ χαμογέλασε,κι έπειτα τα χείλη του δέθηκαν και πάλι σ’ένα κόμπο ναυτίας. «Κι εγώ,με όλους αυτούς εδώ πάνω,νοιώθω το στομάχι μου να ανακατεύεται,» συνέχισε η Καρολίν «μάλιστα εγώ το παθαίνω και στη στεριά!» Και μ’αυτό το σχόλιο,ξέσπασε σ’ένα βροντερό γέλιο. Την ίδια στιγμή,απ’την γέφυρα ξεπρόβαλλε η απαστράπτουσα σφαίρα που αποτελούσε το κορμί της Αραμπέλλας Ντυτουά.Ένα τσιριχτό γέλιο προανήγγειλε για δευτερόλεπτα τους βράχους των μαστών της,κι έπειτα κύλησε ολόκληρη στο κατάστρωμα,συνοδευόμενη απ’τον γιατρό Βάις,που μάλλον την είχε φάει στη μάπα σε όλη τη διαδρομή και δεν φαινόταν να διασκεδάζει καθόλου με τα αστεία της.Ακριβώς πίσω τους,ακολουθούσε η νεαρή παλλακίδα του Ζαφέτ,που σε σύγκριση με την τετράπαχη Αραμπέλλα έμοιαζε ν’ανήκει σ’ένα άλλο είδος ζώου.Αυτή μάλιστα δεν γελούσε,παρά είχε καρφωμένο στο μουτράκι της το βλακώδες χαμόγελο των νυμφιδίων,αυτό που μοιάζει συνεχώς ν’απορεί και να λέει: «Τί συμβαίνει γύρω μου;» Ωστόσο,μόλις το λεπτεπίλεπτο κορμί της έκανε την εμφάνισή του,ο Μαουρίτσιο τινάχτηκε απ’τη θέση του σαν αίλουρος και της πρόσφερε το χέρι του για να κρατηθεί.Η Ροζαλί ξερόβηξε,λέγοντας: «Μαουρίτσιο,φρόνιμα!»,όμως απ’τη φευγαλέα λάμψη στα μάτια του μαυριδερού εραστή,ήταν ολοφάνερη η θλιβερή-για τους ηλικιωμένουςέλξη της νεότητας προς τον εαυτό της.Το ίδιο ενοχλημένος,και με τον ίδιο αέρα κτητικότητας να περιβάλλει-αξιοπρεπώς-τις κινήσεις του,ο Ζαφέτ ντε Ραστιγιάκ ζήτησε για λίγο συγγνώμη απ’την Καρολίν και την Μπεατρίς,πλησίασε προς το μέρος της νεαρής του φίλης,κι αφού την απέσπασε απ’το κράτημα του Μαουρίτσιο,την απέπεμψε
στα κατώτερα διαμερίσματα,μ’ένα ντροπαλό φιλάκι στον αέρα,και την φράση: «Θα τα πούμε σε λίγο,γαζέλα μου!» Ο Μαουρίτσιο ωστόσο,που δεν έμοιαζε ακόμη τόσο πρόθυμος να εγκαταλείψει τις προσπάθειες μιας νέας γνωριμίας,βρήκε πρόσχημα στο ζήτημα των αποσκευών,κι αρπάζοντάς τες απ’τον χειροδύναμο Γκαστόν που είχε μόλις ανεβεί,έτρεξε στο κατόπι της δεσποινίδος γαζέλας. «Πρέπει να τα προσέχετε τα παιδιά σας,αγαπητοί μου,» φώναξε η Καρολίν από την άλλη μεριά του καταστρώματος. «Αλλιώς κινδυνεύουμε να βρεθούμε περιτριγυρισμένοι από μωρά γαζέλας!» Ο Ζαφέτ πίεσε στα χείλη του ένα χαμόγελο που μετά βίας έκρυβε το ότι είχε θιγεί,ενώ η Ροζαλί,αφού φώναξε και πάλι: «Φρόνιμα!» προς τη μεριά της σκάλας,γύρισε και είπε γελώντας: «Δεν είναι φοβερό;Πραγματικά,αν ήθελα να έχω το κεφάλι μου ήσυχο,θα έπρεπε να τον στειρώσω,όπως κάνουν με τους αρσενικούς γάτους-αλλά τότε δεν θα ήταν χρήσιμος ούτε και σε μένα!Α-χα-χα!» Η Καρολίν δεν γέλασε καθόλου,κι η Μπεατρίς την μιμήθηκε,παρόλο που λάτρευε το χυδαίο χιούμορ.Όμως η Ροζαλί δεν φάνηκε να ντρέπεται ούτε μια στιγμή,αφού συνέχισε το αστείο ρωτώντας την Καρολίν: «Αλήθεια χρυσή μου,εσένα ο γάτος σου είναι ευνούχος;» «Η Βαλεριάνα μου είναι θηλυκή,» απήντησε ψύχραιμα η Καρολίν,χαϊδεύοντας το κεφαλάκι του κοιμισμένου ζώου,και πρόσθεσε: «Μην κάνεις όρεξη!» Αγνοώντας το καρφί,η Ροζαλί σήκωσε τους ώμους,και είπε: «Τί να κάνεις;Δεν μπορείς να είσαι πάντα τυχερός!» Συγχρόνως,απ’τη μεριά της γέφυρας ακούστηκαν και πάλι αγκομαχητά,κι αυτή τη φορά στο κατάστρωμα έκανε την εμφάνισή του μια άγνωστη φιγούρα.Βέβαια από το λευκό κολλάρο που φορούσε ήταν εύκολο να μαντέψεις την ιδιότητά του,αλλά η Μπεατρίς,που δεν είχε ξαναδεί στη ζωή της τον Αιδεσιμώτατο Πίκμαν,αν της ζητούσαν να τον περιγράψει,θα έλεγε μια λέξη: ‘Ρινόκερως’.Πράγματι,ο Αιδεσιμώτατος είχε μια απ’αυτές τις μύτες που κανείς συναντά μόνο μια φορά στη ζωή του.Μυτερή και τεράστια,σχεδόν σαν ψεύτικη,σηκωνόταν απότομα προς τα πάνω,αποκαλύπτοντας δυό ρουθούνια μεγάλα σαν σπηλιές,ενώ το φαλακρό κρανίο του,που ήταν γεμάτο από δίπλες και ρυτίδες γηρασμένης σάρκας,πλαισίωνε τη θεϊκή μυτόγκα του ακριβώς όπως το παχύδερμο πρόσωπο ενός ρινόκερου πλαισιώνει το κέρατο. Σαν να μην ήταν δε αρκετή αυτή η τερατώδης ιδιομορφία,την εμφάνιση του Αιδεσιμώτατου Πίκμαν συνόδευαν αισχρά γρυλλίσματα που κανείς δεν θα περίμενε ν’ακούσει απ’τα χείλη ενός καθολικού ιερέα. «Το Χριστό μου,νυχτιάτικα!» φώναξε,και μ’ένα βογγητό άφησε την βαριά βαλίτσα που κουβαλούσε να πέσει στο κατάστρωμα.Έπειτα,και χωρίς να χαιρετήσει κανέναν απ’τους υπόλοιπους,κατευθύνθηκε προς το μέρος του Ζαφέτ.Εκείνος,που προφανώς ήταν ήδη εξοικειωμένος με τη γλώσσα όσο και με τη μύτη του ιερέα,τον χτύπησε φιλικά στον ώμο και είπε: «Ω,τον αγαπητό!Εσάς περιμέναμε!» «Θαυμάσια!» είπε όλο ειρωνία ο παπάς,και σκουπίζοντας τον ιδρώτα στο μέτωπό του,ρώτησε: «Υπάρχει τίποτα να πιούμε σ’αυτό το γαμημένο πλοίο;» Στη φωνή του η Μπεατρίς διέκρινε τα αβέβαια γαλλικά ενός ανθρώπου που έχει ζήσει πολλά χρόνια σε μιαν αγγλόφωνη χώρα. ‘Ίσως βέβαια να είναι και το οινόπνευμα.’ σκέφτηκε πονηρά ‘Απ’ό,τι φαίνεται,ο Αιδεσιμώτατος πρέπει να βουτάει το κέρατό του τακτικά στο ουϊσκι!’ Κι όντως,καθώς έσκυβε στο ανοιχτό πέτο του παλτού του για ν’ανάψει ένα χοντρό πούρο,ο ιερέας Πίκμαν είχε την όψη ενός ανθρώπου των καταχρήσεων.Ιδιαιτερότητα που ο γηραιός του φίλος έμοιαζε να γνωρίζει καλά,αφού τον χτύπησε και πάλι στον ώμο,λέγοντας χαμηλόφωνα: «Υπομονή,αγαπητέ μου!Όλα με την ώρα τους!» Ύστερα ο Ζαφέτ έκανε ένα βήμα προς τα εμπρός,βεβαιώθηκε με μια ματιά ότι όλοι βρίσκονταν εκεί,και καθάρισε το λαιμό του για να τραβήξει την προσοχή.
«Αγαπημένοι μου φίλοι!» αναφώνησε, «Χαίρομαι πολύ που είμαστε όλοι εδώ, μια τέτοια όμορφη βραδιά!» Σ’αυτό το σημείο άφησε ένα σκόπιμο κενό,πιθανώς ελπίζοντας σε κάποια θετική υποδοχή,ωστόσο ο μόνος ήχος εκτός από τη θάλασσα ήταν τα περιστασιακά ‘Γκλιάκ!’ του Ξαβιέ.Έτσι αναγκάστηκε να συνεχίσει ακόμα πιο θεατρικά,ανοίγοντας τα χέρια κι επιδεικνύοντας όλο υπερηφάνεια το σκάφος του. «Ο Καλιμπάν σας καλωσορίζει!» είπε,κι αυτή τη φορά ξέσπασε μόνος του σ’ένα μικρό χειροκρότημα,που ενισχύθηκε,κάπως βεβιασμένα,απ’τα ανήψια του,την Ροζαλί,και την Αραμπέλλα.Την ίδια στιγμή ο Ξαβιέ,που προφανώς είχε αρχίσει να χαζεύει από τη ναυτία,έσκυψε προς το μέρος της Μπεατρίς και ρώτησε: «Ποιός είναι αυτός ο Καλιμπάν που μας καλωσορίζει,κυρία;» «Το πλοίο,καλέ μου Ξαβιέ!» ψιθύρισε κοφτά η Μπεατρίς. Όμως εκείνος επέμεινε,με μια δόση τρόμου. «Το πλοίο,κυρία;» ρώτησε ανήσυχος. «Τί έχει το πλοίο;Συμβαίνει κάτι;Ποιός είναι ο Καλιμπάν;» Η Μπεατρίς είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή της,και για να μην δημιουργήσει κι άλλη σκηνή μπροστά σε όλους,ήταν έτοιμη να χρησιμοποιήσει το μπαστούνι της,αλλά την τελευταία στιγμή,η Καρολίν επενέβη σουρρεαλιστικά: «Ο Καλιμπάν,» είπε τρυφερά προς τον Ξαβιέ, «ήταν ένας πιστός και άγριος σκλάβος-κάτι σαν κι εσένα,χρυσό μου,μονάχα λίγο πιο τριχωτός.» Κι ο Ξαβιέ,ανακουφισμένος,επέστρεψε στο γνώριμο εαυτό του,επιχειρώντας μάλιστα ένα κομπλιμέντο. «Μήπως είχε και μια υπέροχη κυρία που την λέγαν Μπεατρίς;» ρώτησε,και την ίδια στιγμή μια αναγούλα έπνιξε την γλυκερή φωνή του. ‘Χριστέ μου,ρεζίλι θα γίνουμε!’ σκέφτηκε η Μπεατρίς,φέρνοντας ένα χέρι στο μέτωπό της.Ευτυχώς ο Ζαφέτ δεν είχε παρατηρήσει τίποτε,κι εξακολουθούσε ακάθεκτος να εξαίρει τις ανέσεις του Καλιμπάν. «...στα δωμάτια θα βρείτε όλες τις ανέσεις,θέρμανση και ζεστό νερό,ενώ τα συστήματα πλοήγησης διαθέτουν την τελευταία λέξη της σύγχρονης ναυσιπλοϊας!» «Συναρπαστικό!» είπε η Καρολίν,αρκετά δυνατά για να τον διακόψει. «Αλλά αν δεν περάσουμε γρήγορα μέσα,όπου είναι όλα αυτά τα θαυμαστά,δεν χρειάζεται να κάνουμε ολόκληρο ταξίδι για να δούμε την προτομή μου-το κεφάλι μου όπου νά’ ναι θα παγώσει,οπότε μπορείτε να το κόψετε και να το βάλετε στο κατάρτι!» «Χμμ,νά μια ενδιαφέρουσα ιδέα!» είπε η Ροζαλί,όμως ο Ζαφέτ φαινόταν,όπως πάντα,ιδιαίτερα βιαστικός στο να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της Καρολίν.Σταματώντας επι τόπου ό,τι έλεγε,έκανε ένα θεατρικό γλίστρημα των χεριών προς την κατεύθυνση της σκάλας πίσω του,σαν γέρικος μπαλλαρίνος,και φώναξε: «Λοιπόν-λοιπόν,έχετε απόλυτο δίκιο,αγαπητή μου!Όλοι μέσα!Το ταξίδι μας ξεκινά!Όσοι θέλετε να φρεσκαριστείτε,είστε ελεύθεροι να κατεβείτε στα δωμάτιά σας.Εμείς οι υπόλοιποι θα σας περιμένουμε στο σαλόνι του Καλιμπάν,για ένα βραδυνό ποτηράκι,και όχι μόνο!Άλλωστε,» πρόσθεσε μ’ένα πονηρό χαμόγελο, «νομίζω πως όλοι έχουμε,λόγω ηλικίας,το δικαίωμα σ’ένα γενναίο ξενύχτι,κι ο Γκαστόν έχει εφοδιάσει το πλοίο με τα πιό εκλεκτά εδέσματα της περιοχής!» Στο σημείο αυτό Ο Ξαβιέ άφησε άλλο ένα αξιοθρήνητο ‘Γκλιάκ!’,ενώ η Καρολίν,αρπάζοντας την Μπεατρίς απ’το χέρι,έκανε ένα βήμα προς το μέρος του. «Δεν είμαστε υπάλληλοι σε πρεσβεία,αγαπητέ μου Ζαφέτ,για να μας δελεάζετε με τα ξεροκόμματά σας,» είπε γελώντας,και συνέχισε, «κι ούτε χρειάζεται να τονίζετε τί είδους δεινόσαυροι είμαστε όλοι εδώ πάνω-ας μη χρονοτριβούμε,λοιπόν.Στο σαλόνι,γιατί έχω κι εγώ κάτι να σας πώ,όταν μαζευτούμε όλοι!» Αυτό το τελευταίο σχόλιο στα αυτιά των περισσότερων ακούστηκε σαν το σφύριγμα της εκκίνησης για το κυνήγι της αλεπούς.Χωρίς να πούνε κουβέντα,η Αραμπέλλα,ο γιατρός,η Ροζαλί,και τα αδερφάκια ντε Ραστιγιάκ,ζήτησαν συγγνώμη,και τρέχοντας σχεδόν κατέβηκαν στις καμπίνες τους για να ετοιμαστούν.Η Μπεατρίς πα-
ρατήρησε ότι σε κάθε βήμα η καημένη η Σαλομέ εξαρτιόταν φριχτά απ’το κράτημα του αδερφού της,που την οδηγούσε σαν να μην έβλεπε καθόλου.Μάλιστα,προκειμένου να κατέβουν τη σκάλα χωρίς θύματα,γύρισαν ανάποδα κι άρχισαν να οπισθοχωρούν,σαν τους κάβουρες.Η τελευταία εικόνα ήταν το χαμογελαστό πρόσωπο της Σαλομέ,που έγνεφε κι έλεγε συνέχεια: «Δεν θ’αργήσουμε καθόλου!» Για μια στιγμή η Μπεατρίς αναρωτήθηκε τί ήταν αυτό που τώρα έκανε το ολοστρόγγυλο κεφάλι της πιό συμπαθητικό απ’όταν είχαν συναντηθεί για πρώτη φορά,στο φουαγιέ του ξενοδοχείου.Ύστερα,στρέφοντας το βλέμμα στη φίλη της,το κατάλαβε-για κάποιο λόγο κι οι δυό γυναίκες είχαν βγάλει τα τρομαχτικά τους γυαλιά,και προκειμένου να δούν μισόκλειναν τα βλέφαρα,σε μια χαριτωμένη κίνηση που θύμιζε τρωκτικό. Τώρα στο κατάστρωμα δεν είχαν απομείνει παρά τέσσερις-μην υπολογίζοντας τον Ξαβιέ,που ήταν πλέον ανθρώπινη σκιά.Δίχως να τους χαιρετήσει,ο ιερέας πέρασε πρώτος τη χαμηλή πόρτα που οδηγούσε στο σαλόνι,προφανώς ελπίζοντας να εξαργυρώσει το ‘ποτηράκι’ που τους είχαν υποσχεθεί.Ο Ζαφέτ παραμέρισε αμήχανα,κι υποκλίθηκε για να περάσουν.Κι η Μπεατρίς,αφού πήγε κουτσαίνοντας ως τον Ξαβιέ και τον συμβούλεψε να μην ξερνάει κόντρα στον άνεμο,επέστρεψε,έπιασε την Καρολίν αγκαζέ,και μπήκε μαζί της στο σαλόνι του πλοίου. Μόλις βρέθηκαν στο εσωτερικό του Καλιμπάν,η Μπεατρίς ένοιωσε να την περιβάλλει η ίδια θαλπωρή όπως αν είχε δρασκελίσει την είσοδο ενός καζίνο.Πρώτον, γιατί από κάποια απατηλή μαεστρία των διαστάσεων,το σαλόνι έμοιαζε πολύ μεγαλύτερο από μέσα,και δεύτερον γιατί σε κάθε γωνιά του υπήρχαν τόσα ωραία πράγματα, που το βλέμμα της στριφογύριζε ασταμάτητα,σαν την μπίλλια της ρουλέττας.Το πάτωμα,απ’άκρη σ’άκρη,ήταν σκεπασμένο μ’ένα πελώριο χαλί από γαλάζιο και βυσσινί μετάξι,υπήρχαν τρία μικρά σαλονάκια-ένα από πράσινο βελούδο,ένα δερμάτινο,κι ένα με ψηλές εβένινες πολυθρόνες-και στο βάθος,δίπλα στο πολυτελές μπάρ και πίσω απ’τη δρύινη τραπεζαρία,στεκόταν το πιό επιβλητικό ‘πλωτό’ τζάκι που είχε δεί ποτέ της.Η ταπετσαρία ήταν διακοσμημένη με κομψά χρυσαφένια σκαλίσματα,ενώ σε κατάλληλη απόσταση μεταξύ τους,φυτά σε χάλκινα δοχεία και πίνακες της εποχής του φωβισμού συμπληρώναν τα κενά της θαυμαστής επίπλωσης.Τα τραπεζάκια δίπλα στις πολυθρόνες ήταν σπαρμένα με μπρικ-α-μπράκ,μια ανοιχτή υδρόγειος επεδείκνυε την πλούσια συλλογή των πούρων της,ενώ κρυμμένα στις σκιές των φυτών, αγάλματα από μαύρη πέτρα στηρίζαν στους ώμους τους βιτρίνες με απαστράπτουσες σειρές παλιών βιβλίων και χρυσόδετων τόμων.Κι όλα αυτά αποκαλύπτονταν στο μάτι σιγά-σιγά,σαν τις λεπτές αποχρώσεις ενός εξαιρετικά καλόγουστου πίνακα,με τη βοήθεια δέκα και παραπάνω πορτατίφ από βιτρώ,καθώς κι από έναν μονάχα πολυέλαιο, που έβαφαν το περιεχόμενο του σαλονιού με το υπέροχο πορτοκαλί φώς που κανείς συναντά στις κάβες ή στις μικρές καθολικές εκκλησίες.Βέβαια ο μόνος γνήσιος εκπρόσωπος του Καθολικισμού εκεί μέσα,ο Αιδεσιμώτατος Πίκμαν,δεν έμοιαζε να δίνει δεκάρα για τον ονειρικό διάκοσμο του πλοίου,αφού είχε ταμπουρωθεί πίσω απ’το μπάρ,όπου ήδη γέμιζε το δεύτερο ποτήρι του.Όμως η Μπεατρίς,ύστερα από μια μέρα σχεδόν διαρκών απογοητεύσεων,είχε στο πρόσωπό της την γλυκύτητα και τη βλακεία του πιστού που ετοιμάζεται να πέσει στα γόνατα απ’τη συγκίνηση.Η πρώτη της παρόρμηση ήταν να ζητήσει να την αφήσουν μόνη εκεί μέσα,και ν’αρχίσει να περιεργάζεται με λύσσα το κάθε τί,όμως μια φωνή μες στο κεφάλι της της θύμισε πως βρισκόταν εκεί πάνω με την ιδιότητα του καλεμένου,κι όχι του αγιογδύτη.Έτσι,όταν ο Ζαφέτ κοντοστάθηκε στην άλλη άκρη του σαλονιού και γεμάτος υπερηφάνεια ρώτησε πώς τους φαινόταν το ‘μικρό του καθιστικό’ αρκέστηκε σ’ένα ηλίθιο χαμόγελο,κι ακολούθησε παραπατώντας την Καρολίν ως το πράσινο καναπεδάκι.Όση ώρα η φίλη της τακτοποιούσε το καλάθι με τη γάτα κι άναβε ένα πούρο που είχε πάρει απ’την χρυσο-
ποίκιλτη υδρόγειο (τί πλάκα που θά’χε αν η γή ήταν στ’αλήθεια γεμάτη με πούρα!) η Μπεατρίς εξακολουθούσε να κοιτά μαγεμένη εδώ κι εκεί,μην μπορώντας να διώξει απ’τη σκέψη της το επιτηδευμένο σχόλιο του Ζαφέτ: ‘Το μικρό μου καθιστικό!’ έλεγε από μέσα της,καθώς προσπαθούσε να φτιάξει ένα πρόχειρο τιμοκατάλογο με όσα υπήρχαν εκεί μέσα. ‘Δηλαδή φαντάσου πώς θα είναι το μεγάλο καθιστικό,σε κάποιο από τα σπίτια του,ή και τα υπόλοιπα δωμάτιά τους!’ Ξαφνικά,μια καινούρια σκέψη ανέβηκε στην επιφάνεια μαζί με τον αρωματικό καπνό του πούρου,κι η Μπεατρίς γύρισε και κοίταξε την ηλικιωμένη φίλη της σχεδόν με τρόμο.Γιατί αν ο Ζαφέτ,κι οι άλλοι φίλοι του,που ζούσαν μές σ’αυτή την εξωφρενική πολυτέλεια,φέρονταν στην Καρολίν με την δουλοπρέπεια ενός φτωχού συγγενή,δεν τολμούσε ούτε να φανταστεί τί είδους περιουσία κρυβόταν πίσω απ’το πελώριο μαύρο καπέλο με τα τούλια.Φυσικά, ήξερε πως αυτού του είδους τα πράγματα δεν ακολουθούν τις μαθηματικές αναλογίες-κι ήταν αλήθεια πως πολλοί ξεπεσμένοι αριστοκράτες (κι ο Ζαφέτ ίσως νά’ταν ένας από δαύτους) συντηρούσαν παρόμοια σκάφη και μέγαρα,ενώ ήσαν στην κυριολεξία απένταροι,και ζούσαν με δάνεια αορίστου χρόνου.Όποια όμως κι αν ήταν η αλήθεια,και παρόλο που η φιλική στάση της Καρολίν απέναντί της έκανε το δέος να μαλακώνει κάπως,η Μπεατρίς δεν μπορούσε να διώξει ολότελα τον φόβο πως η γυναίκα που καθόταν δίπλα της,και την οποία με τόση αφέλεια κι ευκολία είχε εξαπατήσει,ήταν τόσο πλούσια,που ένα άγγιγμα των γέρικων χεριών της θα μπορούσε να την μεταμορφώσει σε χρυσό,όπως τα χέρια του Μίδα,του Μιθριδάτη,του Μότσαρτ...η Μπεατρίς έχανε το μυαλό της,αργά αλλά σταθερά. Κι ευτυχώς,την ίδια στιγμή που η σιωπή είχε αρχίσει να βαραίνει στο λαιμό της με το φόβο της αγένειας,κι ενώ αναρωτιόταν ποιά θα ήταν η ιδανική φράση για να δείξει πως τίποτε απ’όλα αυτά δεν την εντυπωσίαζε στην πραγματικότητα,απ’την μεριά του Ζαφέτ ακούστηκε το τρίξιμο ενός παλιού δίσκου,και ξαφνικά ολόκληρο το σαλόνι πλημμύρισε με μιαν εξαίσια μουσική.Ήταν ένα κομμάτι για πιάνο και τσέλλο, κι ο Ζαφέτ,αφού στάθηκε για λίγο δίπλα στο παλιό γραμμόφωνο,άφησε έναν αυτάρεσκο αναστεναγμό,και πλησίασε προς το μέρος τους. «Δεν είναι υπέροχος ο Μπράμς;» είπε,και κάθισε απέναντί τους. Η Καρολίν δεν απήντησε,παρά με μερικά ολοστρόγγυλα δαχτυλίδια καπνού, ενώ η Μπεατρίς εξακολουθούσε να είναι πολύ ταραγμένη για να μιλήσει.Έτσι εκείνος συνέχισε να μιλά μόνος του,πάντα στον ίδιο ονειρικό τόνο. «Ναι,ναι...ο καλός μου ο Γιόχαν,» είπε,και μην αντέχοντας να κρύψει άλλο την περηφάνεια του,πρόσθεσε: «Τον είχα συναντήσει,ξέρετε,αρκετές φορές μάλιστα. Ήταν τον καιρό που έδινα τις εξετάσεις μου στην αρμονία...κι αυτός σύχναζε στον Κόκκινο Σκαντζόχοιρο...μιλήσαμε τουλάχιστον δυό,ίσως και τρείς φορές...έχουν περάσει τόσα χρόνια από τότε,που δεν θυμάμαι...πάντως ήταν τρομερός πλακατζής...και καλοφαγάς...γι’αυτό και πέθανε πριν την ώρα του,απ’το φαί και το πιοτό!...Του είχα παίξει και μιαν απ’τις ραψωδίες του,με μεγάλη επιτυχία,τόση που είχε πεί πως αν με είχε γνωρίσει λίγα χρόνια νωρίτερα,δεν θα είχε σταματήσει να γράφει για το πιάνο!» Σ’αυτό το σημείο η Καρολίν κάγχασε ειρωνικά. «Χά!» είπε,κι έριξε την στάχτη του πούρου της. «Μα τί μπουρδολόγος που είσαι,αγαπητέ μου Ζαφέτ!Απορώ πως τα καταφέρνεις χωρίς να μεγαλώνει η μύτη σου! Με όλα αυτά που μας είπες,θά’πρεπε νά’χε γίνει σαν του φίλου σου,του παπά!» Ο Ζαφέτ γέλασε,μ’εκείνο το θιγμένο γέλιο που ήταν όλο δόντια,ενώ η Μπεατρίς,κοκκινίζοντας για μια ακομή φορά,δεν ήξερε τί να πεί. «Μα γιατί με εκθέτεις στην φιλενάδα σου;» τη ρώτησε,πιάνοντας το χέρι της όσο πιο τρυφερά μπορούσε.Η Καρολίν τραβήχτηκε,και είπε: «Γιατί απλούστατα,λές μπούρδες αγάπη μου!Άκου ο καλός μου ο Γιόχαν!Μα είναι πασίγνωστο πως ο Μπράμς ήταν ένας καταθλιπτικός χώριατος,που δεν μιλούσε
λέξη γαλλικά!Κι επειδή,απ’ό,τι έχω δεί,ούτε κι εσύ γνωρίζεις λέξη στα γερμανικά, αγαπητέ μου Ζαφέτ,δεν μπορώ να φανταστώ σε ποιά γλώσσα συνεννοηθήκατε!Μήπως ρευόσασταν ο ένας στον άλλο;» Η Μπεατρίς δεν μπόρεσε να κρατηθεί,κι άφησε ένα ντροπαλό γελάκι,που έδωσε θάρρος στη φίλη της να συνεχίσει. «Μα είναι φοβερός αυτός ο άνθρωπος,Ζενεβιέβ μου!Αν τον αφήσεις να μιλά,θα σου πεί ότι έπαιζε πρώτο βιολί στο παρθεναγωγείο του Βιβάλντι!» «Υπερβολές,υπερβολές της φίλης μας,σας διαβεβαιώνω,» είπε ο Ζαφέτ,παίρνοντας αυτή τη φορά στα χέρια του τα χέρια της Μπεατρίς.Ήταν σαν να έψαχνε για συμμάχους στο παιχνίδι του,κι η Μπεατρίς,προσπερνώντας την αρχική επιθυμία να τραβηχτεί,συλλογίστηκε πως ίσως ο κύριος ντε Ραστιγιάκ υπέθετε πως εκείνη κι η Καρολίν,εκτός απ’τη φιλία,μοιράζονταν και μιαν ανάλογη οικονομική επιφάνεια.Και παρόλο που αυτό δεν ήταν ούτε κατά διάνοια αληθές,παρασυρμένη απ’την ιδέα πως την περνούσαν για βαθύπλουτη,η Μπεατρίς άλλαξε την πρωτύτερη μουτσούνα του επαίτη κι ύψωσε ένα φρύδι όλο ενδιαφέρον και σαρκασμό. «Τί ακούω,αγαπητέ μου;» ρώτησε,απορώντας κι η ίδια με το θράσος στη φωνή της. «Ώστε υπήρξατε μουσικός;Κάποια νεανική τρέλλα,υποθέτω.» «Μην παίρνεις όρκο,» την διέκοψε η Καρολίν, «την εποχή που ο Ζαφέτ ήταν νέος,το πιάνο δεν είχε εφευρεθεί ακόμη.» «Και μάλιστα πιανίστας!» συνέχισε η Μπεατρίς,πνίγοντας ένα γέλιο. «Μα βέβαια,ασφαλώς!» αναφώνησε ο Ζαφέτ. «Και δεν επρόκειτο για τρέλλα, ό,τι κι αν σας έχει πεί η καλή μας φίλη από’δώ,» πρόσθεσε γελώντας.Έπειτα ο τόνος του έγινε κάπως θλιβερός. «Ναι,η αλήθεια ήταν πως είχα το όνειρο να ασχοληθώ επαγγελματικά με τη μουσική...σπούδασα οχτώ χρόνια στο Κονσερβατουάρ του Παρισίου,αλλά δυστυχώς-» «Αλλά δυστυχώς,στον κύκλο μας,κανείς δεν έχει επάγγελμα!» επενέβη η Καρολίν,το ίδιο πικρή όσο κι ο καπνός από το πούρο της. «Ακριβώς!» είπε ο Ζαφέτ,κουνώντας το κεφάλι με υποταγή.Η Μπεατρίς δεν ήταν σίγουρη αν το έκανε επειδή συμφωνούσε,ή για να καταπιέσει μιαν έκρηξη οργής προς την ‘καλή τους φίλη’. «Πάντως,λίγο πριν τα παρατήσω οριστικά,πρόλαβα να ηχογραφήσω μερικά κομμάτια.Τον καιρό που ο Ρουμπινστάιν ήταν ακόμη ένας πιτσιρικάς με ρόδινα μαγουλάκια...Ένα από αυτά μάλιστα,ακούμε και τώρα!» «Αλήθεια;» έκανε η Μπεατρίς, «Μα αυτό είναι πολύ εντυπωσιακό!» Πράγματι,βλέποντας τα ζαρωμένα,δυσκίνητα δάχτυλα του άνδρα που είχε απέναντί της,ήταν δύσκολο να φανταστεί πως κάποτε ήταν σε θέση να αποδώσουν τις θαυμάσιες αποχρώσεις που έφταναν στ’αυτιά τους.Βέβαια η Καρολίν υποστήριζε πως ο κύριος ντε Ραστιγιάκ ήταν μυθομανής,όμως απ’την άλλη η ηχογράφηση ακουγόταν παλιά... «Νόμιζα ότι ο Έντισον έζησε μόλις τον περασμένο αιώνα,» είπε η Καρολίν, όμως αυτή τη φορά εκείνος δεν αντέδρασε.Φαινόταν να ονειροπολεί,ελαφρώς. «Κάθε βράδυ αποκοιμιόμουν με την ίδια σκέψη,» είπε ύστερα από λίγο,κοιτώντας μελαγχολικά προς την κατεύθυνση του γραμμόφωνου. «Φανταζόμουν το όνομά μου στις μαρκίζες των θεάτρων,με φωτεινά γράμματα...Ζαφέτ ντε Ραστιγιάκ!Κι από κάτω το πρόγραμμα του πιο δύσκολου κονσέρτου της εποχής!Όμως η τύχη τα έφερε αλλιώς,» είπε,και μ’ένα χαμόγελο γύρισε και κοίταξε την Μπεατρίς. «Τώρα πια, από εκείνη την εποχή έχει μείνει μονάχα αυτός ο δίσκος,και μερικοί ακόμη,που πρόλαβα να χαράξω...έχουν περάσει πάνω από σαράντα χρόνια απ’την τελευταία φορά που δοκίμασα να παίξω,και πλέον φοβάμαι πως,αν δοκίμαζα,με την αρθρίτιδα που με ταλαιπωρεί,θα κατέληγα να παίζω διαρκώς την ίδια συγχορδία!» «Ο Θεός μας φύλαξε!» είπε η Καρολίν,χαϊδεύοντας τη γάτα της. Όμως η Μπεατρίς δεν μπορούσε να συμμεριστεί την ψυχρότητά της.Η ιστορία αυτού του νεανικού έρωτα για τη μουσική,και του ανεκπλήρωτου ονείρου,την είχε
συγκινήσει,έστω κι αν ερχόταν απ’τα χείλη ενός τζαμπατζή της μπουρζουαζίας.Η περιγραφή της μαρκίζας των πόθων του,με τα φωτεινά γράμματα,όπως είχε συνοδευτεί κι από μια θεατρική κίνηση των χεριών του,είχε εντυπωθεί τόσο έντονα στο μυαλό της,που νόμιζε ότι την έβλεπε μπροστά της,ν’αναβοσβήνει πάνω στην χρυσή ταπετσαρία.Έτσι,με την αθωότητα μιας αληθινής θαυμάστριας,του έκανε την ερώτηση που απ’το πρωί στριφογύριζε στο μυαλό της. «Τί ασυνήθιστο όνομα που έχετε!» είπε «Αλήθεια,από πού βγαίνει;» Πριν προλάβει ωστόσο να της απαντήσει,επενέβη η Καρολίν. «Μα δεν έχεις διαβάσει τη Βίβλο,καλή μου Ζενεβιέβ;» ρώτησε «Ο Ζαφέτ είναι ο μικρότερος απ’τους γιούς του Νώε.Κυριολεκτικά.» Η Μπεατρίς βέβαια ανήκε σ’εκείνη την κατηγορία των ανθρώπων που όχι μόνο δεν έχουν διαβάσει την Βίβλο,αλλά δυσκολεύονται να θυμηθούν αν οι Εντολές ήταν δέκα,είκοσι,ή πενήντα.Μάλιστα προς στιγμήν ένοιωσε αποπροσανατολισμένη, προσπάθησε να θυμηθεί ποιός ήταν ο Νώε,κι αναρωτήθηκε αν το επώνυμό του ήταν ‘ντε Ραστιγιάκ’.Έπειτα όμως οι στοιχειώδεις γνώσεις των θρησκευτικών επανήλθαν στη μνήμη της,και κατάλαβε πως δεν συνομιλούσε με τον αδελφό του Σήμ και του Χάμ.Ήταν απλώς άλλο ένα απ’τ’αστεία της Καρολίν,για την ηλικία του Ζαφέτ.Αυτή τη φορά δε ολοκλήρωσε την προσβολή κατάμουτρα.Σβήνοντας το πούρο της σε μια κοκκάλινη σταχτοθήκη,πήρε το καλάθι με το γατί και σηκώθηκε. «Να με συγχωρείτε για λίγο,» είπε «αλλά η αναχώρηση μάλλον με πείραξε.Εκτός κι αν δεν ξεκινήσαμε,οπότε η ναυτία μου προέρχεται απ’όλες αυτές τις αναμνήσεις!» πρόσθεσε,κι έσκασε σ’ένα κοφτό γέλιο μάγισσας. «Τέλοσπάντων,σας αφήνω να τα πείτε για λίγο,και πάω να βάλω ένα ποτηράκι,όσο προλαβαίνω ακόμη.Φοβάμαι ότι με τον παπά που μας κουβάλησες,αγαπητέ μου Ζαφέτ,μέχρι αύριο δεν θα έχει μείνει ούτε το φωτιστικό οινόπνευμα!Οπότε τα λέμε σε λίγο-φιλήστε μου τα ρόδινα μαγουλάκια του Ρουμπινστάιν!» Και μ’αυτά τα λόγια,στρίμωξε το μακρύ μαύρο πέπλο της μέσα απ’τις καρέκλες τους και προχώρησε αργά προς το μπάρ.Η Μπεατρίς παρατηρούσε κάποιαν αστάθεια στο βάδισμά της,και με μια ματιά απ’το παράθυρο επιβεβαίωσε την υποψία της-ο έναστρος ουρανός ανεβοκατέβαινε ανεπαίσθητα, πράγμα που σήμαινε ότι είχαν αποπλεύσει.Προς στιγμήν η σκέψη της πήγε στον καημένο τον Ξαβιέ,ο οποίος,όση ώρα εκείνοι καθόντουσαν αναπαυτικά κι ακούγαν μουσική, θα πάλευε με τα σωθικά του όπως ο ναυαγός με τα κύματα.Αλλά ο σκληρός εαυτός της παρενέβη: ‘Άσ’τον να τιμωρηθεί για τις αμαρτίες του!Άλλωστε,με δική του πρωτοβουλία μεταμορφώθηκα σε Ζενεβιέβ Λεμάν!’ Την ίδια στιγμή,από πίσω της ακούστηκε μια άλλη ανδρική φωνή,να λέει: «Κυρία Φραγκονάρ;» Μ’ένα σάλτο,η Μπεατρίς τινάχτηκε απ’την καρέκλα της κι έκανε μεταβολή, κλωτσώντας το μπαστούνι της στο πάτωμα.Δεν έπρεπε ν’αντιδράσει έτσι,αλλά δεν ήξερε τί να κάνει.Το μόνο που σκεφτόταν,ξανά και ξανά,μες στον αιώνα που κράτησε αυτή η καταραμένη στιγμή,ήταν η φράση: ‘Χίλιες φορές σκατά!Μας πιάσανε!’ Όμως πίσω της στεκόταν μονάχα εκείνος ο μελαμψός γίγαντας,ο υπηρέτης του Ζαφέτ,κρατώντας έναν ασημένιο δίσκο στα χέρια του.Λαχανιασμένη,η Μπεατρίς γύρισε κι είδε ότι ο Ζαφέτ είχε απομακρυνθεί,για να αλλάξει πλευρά στο δίσκο. ‘Ελπίζω να μην άκουσε το όνομά μου!’ σκέφτηκε,και σκύβοντας για να πιάσει το μπαστούνι της,προσπάθησε να βρεί μια πειστική δικαιολογία για τον Γκαστόν.Μπορούσε ίσως να του πεί πως ήταν το όνομα του πρώην συζύγου της,αλλά... ‘Αλλά πώς στο διάβολο το έμαθε,και τί θέλει τώρα;’ αναρωτιόταν τρέμοντας.Και το χειρότερο ήταν πως,μόλις στάθηκε και πάλι απέναντί του,το δεξί μάτι του άνδρα έκανε μια αλλόκοτη κίνηση, σαν να προσπαθούσε να της πεί κάποιο μυστικό,να εξομολογηθεί πως κάτι γνώριζε για εκείνην.Κι όσα είχε ξεκινήσει να του πεί,πάγωσαν στο λαιμό της.Τα πόδια της λύ-
γισαν,κι η Μπεατρίς ξανακάθισε,κοιτώντας τον βουβή.Τότε,καθώς το δεξί μάτι του άνδρα επανέλαβε την ίδια κίνηση,κατάλαβε πως αυτό το τίναγμα δεν ήταν τίκ,ούτε σινιάλο,αλλά το αποτέλεσμα μιας φριχτής παραμόρφωσης.Η συνάντησή τους στο κατάστρωμα είχε διαρκέσει μόνο μια στιγμή,και μάλιστα στα σκοτεινά.Όμως τώρα που τον παρατηρούσε από κοντά,ήταν φανερό-ο καημένος υπέφερε από ένα τρομαχτικό στραβισμό,που έκανε το δεξί του μάτι να τρεμοπαίζει διαρκώς,ανέκφραστο και τυφλό σαν το μάτι ενός βατράχου.Ωστόσο αυτή η διαπίστωση,παρά τον αρχικό αποτροπιασμό,την ανακούφιζε κάπως,αφού απέκλειε το ενδεχόμενο του σινιάλου που είχε τόσο φοβηθεί.Βέβαια την είχε αποκαλέσει με το πραγματικό της όνομα,γι’αυτό ήταν σίγουρη,όμως δεν το είχε κάνει για να την εκβιάσει.Έτσι,χωρίς να καταλαβαίνει πόση λεπτότητα έκρυβαν τα λόγια της,έβαλε τα γέλια,και του είπε: «Ούφ!Με τρόμαξες,καλό μου παιδί!Το ξέρεις ότι είσαι αλλήθωρος;» Και πριν προλάβει να δαγκωθεί για τη βλακεία της,ο Γκαστόν χαμογέλασε κι άνοιξε μπροστά της τον δίσκο.Μέσα υπήρχαν μικρά σάντουιτς με παστουρμά.Η Μπεατρίς αισθάνθηκε φοβερές τύψεις γι’αυτό που είχε ξεστομίσει,όμως εκείνος δεν φαινόταν διόλου προσβεβλημένος.Προφανώς είχε συνηθίσει σε ανάλογες εκδηλώσεις, τόσο που,βγάζοντας απ’την τσέπη του ένα μικρό κομμάτι δέρμα,το έδεσε γύρω απ’το κεφάλι του,κάλυψε τελείως το δεξί του μάτι,κι ολοκλήρωσε την ειρωνία. «Η κυρία να με συγχωρεί,» είπε,και με μια υπόκλιση έκανε μεταβολή και βγήκε απ’το σαλόνι.Η Μπεατρίς είχε μείνει άναυδη,έτσι που σχεδόν δεν πρόσεξε τα λόγια του Ζαφέτ,ο οποίος καθόταν και πάλι δίπλα της. «Δεν είναι απίθανος,ο Γκαστόν μου;» ρώτησε. «Μ’αυτό το πανί στο μάτι,είναι ίδιος με Μαυριτανό πειρατή!Πάντως μην ανησυχείτε-η όρασή του είναι πολύ καλή,αν και σ’ένα τόσο απλό ταξίδι,θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα κι ένα τυφλός!» «Τί ακούω;Δηλαδή έχω κι εγώ ελπίδες!» φώναξε η Καρολίν απ’τη μεριά του μπάρ.Στο χέρι της κρατούσε ένα μικρό ποτηράκι με μπλέ κουρασάο. «Ελπίζω μόνο,» συμπλήρωσε,πίνοντας μια γουλιά, «ο κουρσάρος σου να μην μας καρφώσει σε κανένα ύφαλο,και δεν προλάβω ν’αντικρύσω την προτομή μου!» «Όλο γρουσουζιά είσαι,γριά νυφίτσα!» είπε ο Ζαφέτ,και την ίδια ώρα στο σαλόνι μπήκε η Σαλομέ,φορώντας τα χοντρά γυαλιά της και τυλιγμένη μ’ένα κόκκινο σάλι που δεν έκανε τίποτε για να κρύψει τα κιλά της-αντίθετα,το σύνολο τόνιζε την δυσμορφία των ποντικίσιων ματιών της,φέρνοντας στο νού μιαν ολοζώντανη τομάτα. Κι η Καρολίν φυσικά,δεν έχασε την ευκαιρία. «Τώρα το τρίο των στραβών συμπληρώθηκε!» αναφώνησε μόλις την είδε. «Σαλομέ,καλή μου,είδες τί φοράς,ή σου συνέβη κατά λάθος;» Εκείνη απλώς χαμήλωσε το βλέμμα,με το χαμόγελο της χοντρής γυναίκας που ξέρει ότι παρέβη κάποιον ιερό ενδυματολογικό κώδικα με το τολμηρό χρώμα της αμφίεσής της,και είπε: «Ω,κι εμείς οι παχουλές χρειαζόμαστε μια σπίθα χρώμα,πότε-πότε,δεν είν’έτσι;» «Ή μια πυρκαγιά,αναλόγως πώς θα το δεί κανείς,» απήντησε η Καρολίν,κι ωστόσο τράβηξε το ψηλό σκαμπό δίπλα στο δικό της και της έκανε νόημα να έρθει κοντά της. «Έλα,έλα χρυσό μου,» της είπε, «οι γκαβοί πρέπει να έχουμε αλληλεγγύη.Κι εξάλλου,μ’αυτό το κόκκινο σε βρίσκω πολύ γιορτινή-στο κλίμα των ημερών!» Φαίνεται όμως ότι κι ο Φιλίπ,ο αδελφός της Σαλομέ,είχε εμβαπτιστεί στο ίδιο εορταστικό κλίμα,αφού την ίδια στιγμή μπήκε κι αυτός στο σαλόνι,φορώντας ένα πελώριο μποά από κόκκινα φτερά γύρω απ’το λαιμό του.Βλέποντάς τον,η Μπεατρίς πήρε την απεγνωσμένη έκφραση των νεαρών κορασίδων,όταν σε κάποιο σκανδαλοθηρικό περιοδικό διαβάζουν πως ο αγαπημένος τους ηθοποιός ζαχαρώνει το γιαούρτι. ‘Ω Θεέ μου,’ σκέφτηκε όλο ταραχή ‘ελπίζω να μην είναι στ’αλήθεια δικό του!’ Όμως εκείνος,δίνοντας αμέσως τέλος στην αγωνία της,το ξετύλιξε γρήγορα σαν αστραπή,
φώναξε: «Αδελφούλα,πιάσε!» και το πέταξε προς την κατεύθυνση της Σαλομέ.Και καθώς το μακρύ κόκκινο μποά πετούσε,σχεδόν σαν νά’χε ζωή,απ’τη μια μεριά του σαλονιού ώς την άλλη,ανάμεσα απ’τα κόκκινα πούπουλα ξεπετάχτηκαν μία,δύο,δέκα κατακόκκινες πεταλούδες,που μέχρι εκείνη τη στιγμή κρύβονταν,το δίχως άλλο,στα μανίκια του λευκού σακακιού του.Κάποιες απ’αυτές κούρνιασαν αμέσως πάνω στον πολυέλαιο,ενώ οι υπόλοιπες πετούσαν τρομαγμένες γύρω-γύρω.Η Μπεατρίς τις ακολουθούσε με το βλέμμα,έκθαμβη,ώσπου δεν άντεξε και ξέσπασε σ’ένα αυθόρμητο χειροκρότημα. «Μπράβο!Εκπληκτικό!» φώναζε,σαν ασυγκράτητη παιδίσκη.Τελικά ο Φιλίπ εξελισσόταν στον άνδρα των ονείρων της. Η Σαλομέ,που είχε σηκώσει το μποά απ’το πάτωμα,και το τύλιγε γύρω απ’το λαιμό της,τον κοίταξε μ’ένα κράμα αυστηρότητας και γλύκας,κι είπε: «Είσαι αδιόρθωτος,καλέ μου Φιλίπ!» Ο θείος τους,εξίσου γοητευμένος απ’την απρόσμενη επίδειξη ταχυδακτυλουργίας,είχε σταματήσει το γραμμόφωνο και πλησίαζε προς το μέρος τους,ενώ οι μόνοι που φαίνονταν ν’αδιαφορούν για τα κολεόπτερα που ίπταντο ανάμεσά τους ήταν ο παπάς,που εξακολουθούσε να μπεκροπίνει,κι η Καρολίν,που μάλιστα σημάδευε ένα από δαύτα με το τσιγάρο που έκαιγε στην άκρη της μακριά της πίπας.Συγχρόνως,από τη μικρή πόρτα του καταστρώματος μπήκε ο γιατρός,κι από πίσω του ξεχύθηκε η Αραμπέλλα,που προφανώς του έτρεφε μεγάλη αδυναμία.Είχε μάλλον ακούσει τις φωνές και τα χειροκροτήματα,αφού απ’έξω κιόλας φώναζε: «Τί συμβαίνει;Τί γίνεται;» Έτσι,μόλις αντίκρυσε τις κόκκινες πεταλούδες που πετάριζαν γύρω απ’τα πορτατίφ, άρχισε να τις κυνηγάει,μιμούμενη τις αέρινες κινήσεις τους με θλιβερά αποτελέσματα. «Ώ!Τί χαριτωμένες που είναι!Καθίστε να σας πιάσω,γλυκές μου πεταλουδίτσες!» φώναζε,χοροπηδώντας δώ κι εκεί με τέτοιο σφρίγος,που η Μπεατρίς αναρωτήθηκε αν το καράβι κινδύνευε να βουλιάξει.Οι δέ πεταλούδες έμοιαζαν να έχουν πανικοβληθεί από την εμφάνιση του κολοσσιαίου διώκτη τους,αφού μόλις η Αραμπέλλα τις ζύγωνε, σκορπίζονταν προς όλες τις κατευθύνσεις για να γλυτώσουν.Και το κακό δεν άργησε να συμβεί.Όπως η Αραμπέλλα κατρακυλούσε προς τη δεξιά πλευρά του σαλονιού,εις άγραν μιάς και μόνο πεταλούδας,σκόνταψε πάνω στον γιατρό που είχε σταθεί και περιεργαζόταν την βιβλιοθήκη,κι αφού τον πάτησε μεγαλοπρεπώς και μ’όλο της το βάρος,κρατήθηκε πάνω του για να μην πέσει και τον παρέσυρε μαζί της,κάτω απ’το θαυμαστό κορμί της.Όλα έγιναν σ’ένα δευτερόλεπτο.Η γοερή κραυγή του γιατρού,το ουρλιαχτό της Αραμπέλλα,κι έπειτα ένας φοβερός γδούπος που έκανε μιαν από τις γλάστρες ν’αναποδογυρίσουν.Όλοι γύρισαν ξαφνιασμένοι προς το μέρος της συμφοράς,ενώ ο Μαουρίτσιο,που είχε μόλις ανεβεί,συνοδεύοντας την υπερήλικη ερωμένη του,έσπευσε να τους βοηθήσει να σηκωθούν. «Για τ’όνομα του Θεού,αγαπητή μου!» φώναζε ο γιατρός Βάις. «Είναι η δεύτερη φορά σήμερα που σωριάζεστε πάνω μου,αν υπολογίσω και τη διαδρομή με το ταξί!Μα,μ’έχετε βάλει στο σημάδι;Παρολίγο να με σκοτώσετε!» «Θα έλεγε κανείς ότι το κάνει επίτηδες!» ψιθύρισε φαρμακερά η Ροζαλί,που είχε σταθεί ακριβώς πίσω απ’την Μπεατρίς και παρατηρούσε την ανέλκυση. «Αγαπητή μου Σαλομέ,» έκανε η Καρολίν, «ο αδελφός σου μαζί με την φίλη σου,θα μπορούσαν κάλλιστα να σχηματίσουν ένα δίδυμο σε τσίρκο!» Κι η άμοιρη Αραμπέλλα,με την πληγή να βαραίνει απ’την προσβολή,σηκώθηκε και πλησίασε την Σαλομέ στις μύτες των ποδιών.Έμοιαζε έτοιμη να βάλει τα κλάματα,και μόνο όταν ο Γκαστόν της έφερε ένα δίσκο με σάντουιτς φάνηκε να ηρεμεί κάπως.Στο μεταξύ είχε έρθει κι ο τελευταίος επιβάτης-χωρίς τον Ξαβιέ-η γαζέλα του Ζαφέτ,που μασούσε μια πελώρια τσίχλα και κοιτούσε τριγύρω με τη γνώριμη έλλειψη κατανόησης να της φαρδαίνει τα μάτια.
Ξαφνικά,η Καρολίν καθάρισε το λαιμό της.Η Μπεατρίς πρόσεξε το μικροσκοπικό κεφαλάκι της Βαλεριάνας να ξεπροβάλλει απ’το καλάθι,κι έπειτα να επιστρέφει στον ύπνο.Ωστόσο κανείς άλλος δεν φάνηκε να το προσέχει-η Ροζαλί χάιδευε τις μακριές μπούκλες του τεκνού της,η Σαλομέ κι η Αραμπέλλα χαχάνιζαν,περιβεβλημένες απ’την αδελφοσύνη των φαλαινών,ενώ ο γιατρός,ο Φιλίπ και ο θείος του φαίνονταν να σχολιάζουν τη διαδρομή του καραβιού,που ο τελευταίος έδειχνε πάνω σ’ένα μεγάλο χάρτη.Κι η Καρολίν,που μάλλον δεν ήταν κι απ’τους πιο υπομονετικούς ανθρώπους,βλέποντας ότι δεν είχε συγκεντρώσει αμέσως την προσοχή,ύψωσε το ποτηράκι της στον αέρα και του έδωσε ένα τέτοιο δυνατό χτύπημα με το δάχτυλο,που το έκανε θρύψαλα μονομιάς.Την διάχυτη φλυαρία έκοψε στη μέση ο ήχος του κρύσταλλου που έσπαζε,κι οι θεοσεβούμενες κραυγές του Αιδεσιμώτατου Πίκμαν,ο οποίος είχε μόλις φάει στα μούτρα το υπόλοιπο μπλέ κουρασάο. «Την πίστη μου,σ’αυτό το καράβι των τρελλών!» γρύλλισε. Η Καρολίν όμως έκανε σαν να μην τον άκουσε,κι απλώς καθάρισε πάλι το λαιμό της,αυτή τη φορά όπως αν ετοιμαζόταν να ουρλιάξει.Και φαίνεται πως τώρα όλοι ήσαν διατεθειμένοι να την ακούσουν.Ο Ζαφέτ κάθισε σε μια δερμάτινη μπερζέρα, κι έκανε νόημα στην γαζέλα του,που ήρθε και κάθισε στην αγκαλιά του.Ο Φιλίπ,σφιχταγκαλιάζοντας την αδελφή του,κάθισε στο μπάρ,ενώ η Ροζαλί διέταξε με μια χειρονομία σκύλου τον Μαουρίτσιο,ο οποίος κάθισε αμέσως οκλαδόν στα πόδια της,με ένα πλατύ χαμόγελο.Ο συγχρονισμός όλων ήταν τόσο άψογος,που θύμιζε παιδιά την ώρα της σχολικής προσευχής,τόσο ώστε ακόμα κι η Μπεατρίς σταμάτησε να παρατηρεί τις ιδιομορφίες του καθενός και στράφηκε κι αυτή προς τη μεριά της φίλης της, περίεργη για αυτό που ήθελε να τους πεί.Εκείνη,αφού μουρμούρισε στον Ζαφέτ: «Με συγχωρείς για το ποτηράκι,γλυκέ μου,αλλά έτσι κι αλλιώς το κρύσταλλο ήταν του κώλου-εγώ τέτοια ποτήρια τα χρησιμοποιώ για να πηγαίνω τα ούρα μου στο γιατρό», σηκώθηκε όρθια,και σταύρωσε τα χέρια στο στήθος της,όλο επισημότητα. «Λοιπόν,αγαπητοί μου φίλοι,» είπε «μετά απ’όλες αυτές τις υπέροχες τιμές που μου ετοιμάσατε,χωρίς καν να σας το ζητήσω,δε θα μπορούσα παρά να σας ανταποδώσω λίγη απ’την ανεκτίμητη ευτυχία που μου προσφέρει η συντροφιά σας.» Παρόλο που πρόφερε την κάθε λέξη με απόλυτη σοβαρότητα,χωρίς ίχνος ανασηκωμένου χείλους,η Μπεατρίς ένοιωθε την ειρωνία να διασχίζει τον αέρα σαν ξυράφι.Όμως για μια ακόμα φορά,ήταν η μόνη που το πρόσεχε-όλοι οι άλοι είχαν βυθιστεί σε μια νεκρική σιωπή,και κρέμονταν απ’την επόμενη λέξη της Καρολίν. «Όπως καταλαβαίνετε,» συνέχισε αυτή μετά από λίγο, «η δωρεά μου στον δήμο του Ντάγκλας περιελάμβανε απλώς την έκταση στην οποία είναι χτισμένος ο πύργος μου,καθώς και το ίδιο το οίκημα.Ό,τι περιέχεται μέσα σ’αυτό-δηλαδή τα έπιπλα,οι αντίκες,και μια τεράστια συλλογή από έργα τέχνης,βρίσκεται,όπως είναι φυσικό,στην διάθεσή μου.Κι η διάθεσή μου είναι να τα χαρίσω,γιατί τα έχει σιχαθεί η ψυχή μου!» Στο σημείο αυτό,μερικοί απ’τους παρευρισκόμενους δεν κατάφεραν να πνίξουν ένα: «Ω!» και «Α!» Η Καρολίν όμως εξακολούθησε ακάθεκτη. «Δεν σας κρύβω μάλιστα πως ανάμεσα στα έντεκα χιλιάδες τριακόσια αντικείμενα,που το υπηρετικό προσωπικό του πύργου καταχώρησε σε είκοσι λίστες,περιλαμβάνονται μερικοί απ’τους γνωστότερους πίνακες αυτού ή του περασμένου αιώνα,καθώς και κομμάτια αγορασμένα από άλλες ιδιωτικές συλλογές,που κι εγώ η ίδια αγνοούσα.Φαίνεται πως ο αείμνηστος σύζυγός μου χρησιμοποιούσε το Νησί του Μάν σαν αποθήκη των προσωπικών του θησαυρών.Τί να πεί κανείς;» έκανε,κι άφησε έναν αναστεναγμό. «Όμως όλα αυτά δεν μ’ενδιαφέρουν καθόλου,κι όπως σας είπα και προηγουμένως,προτίθεμαι να χαρίσω αυτό τον θησαυρό μέχρι και το τελευταίο ίχνος του.Και μαντέψτε,αγαπητοί μου φίλοι,ποιούς σκέφτηκα πρώτα,όταν έσπαζα το κεφάλι μου για να βρώ πού θα ξεοφορτονώμουν όλη αυτή τη σαβούρα;» Εδώ,η Μπεατρίς,που ήδη είχε περιέλθει σ’ένα είδος επιληπτικής αποσβό-
λωσης,μετά τον αριθμό έντεκα χιλιάδες τριακόσια,ήταν έτοιμη να πηδήξει στον αέρα και να φωνάξει: «Εμένα!Εμένα σκέφτηκες!Δεν μπορεί-την καλή σου Ζενεβιέβ!» αλλά η υπενθύμιση πως παρίστανε την κουτσή την συγκράτησε την τελευταία στιγμή.Έτσι η Καρολίν συνέχισε χωρίς επεισόδια. «Εσάς,καλοί μου,εσάς σκέφτηκα πρώτους!» είπε, κι άφησε κενό ενός λεπτού,το οποίο γέμισαν τα χειροκροτήματα κι οι φωνές ενθουσιασμού σχεδόν όλων των παρευρισκομένων. ‘Πεινάλες!’ σκεφτόταν η Μπεατρίς,γεμάτη εχθρικά αισθήματα, ‘δεν μπορούν να κρύψουν τη μιζέρια τους!’ Ωστόσο έστειλε κι αυτή ένα ενθαρρυντικό βλέμμα προς το μέρος της φίλης της,σαν να της έλεγε: ‘Καλά τα πάς!’ Αλλά το διαβολικό χαμόγελο που της ανταπέδωσε η Καρολίν,την έκανε να τα χάσει.Ήταν το προμήνυμα μιας συνέχειας που κι η ίδια δεν θα μπορούσε να φανταστεί.Αφού λοιπόν τέλειωσε με κάποιες τυπικότητες-λέγοντας πως θα οργάνωνε μια ψεύτικη δημοπρασία στο νησί με ελάχιστα αντικείμενα,και τα λιγότερο πολύτιματην ώρα που όλοι ετοιμάζονταν να σηκωθούν απ’τις θέσεις τους,η Καρολίν ύψωσε το χέρι,και μ’ένα πανούργο ύφος,είπε: «Α!Και ξέχασα το κυριότερο!Ανάμεσα στην αχανή ετούτη συλλογή,ανακάλυψα κάτι που κι εγώ η ίδια δεν πίστευα: Τη Φωτιά της Ροδεσίας!Δεν είναι φοβερό;» Η Μπεατρίς,που στο άκουσμα του ονόματος αυτού του θρυλικού διαμαντιού ένοιωσε το αίμα της να παγώνει,περίμενε απ’την μεριά του ακροατήριου ανάλογα επιφωνήματα έκπληξης με πριν.Ωστόσο,είτε επειδή κάποιοι μεταξύ τους είχαν συνωμοτήσει στην διάδοση της φήμης-ενδεχομένως χωρίς να πιστεύουν πως ήταν αληθινή-είτε επειδή είχαν ακούσει τον σχετικό μύθο και τον φοβόντουσαν,μια αποπνικτική σιωπή απλώθηκε στο σαλόνι του πλοίου.Για μερικές στιγμές,νόμιζε πως μπορούσε να ακούσει το σκάσιμο της θάλασσας πάνω στο σκαρί του πλοίου.Κι έπειτα η Καρολίν συνέχισε,ακόμη πιο προκλητική από πριν. «Ελάτε,ελάτε,μην κάνετε τους άσχετους!» φώναξε,μοιράζοντας ειρωνικές ματιές ολόγυρα. «Αφού πολλοί από’σάς με ρωτούσατε γι’αυτή τη διαβολεμένη πέτρα, απ’την πρώτη μέρα που πάτησα το πόδι μου στο Δουβλίνο!Εκτός...» κι η φωνή της έγινε πιο σιγανή,πιο μακρόσυρτη, «εκτός κι αν φοβάστε!» Μια μικρή αναστάτωση ακολούθησε αυτό το σχόλιο,κι αμέσως η Καρολίν έσπευσε να διορθώσει. «Δε σας αδικώ,φυσικά.Άλλωστε,ο φόβος είναι ο λόγος που αποχωρίζομαι το κόκκινο διαμάντι. Όχι ο δικός μου,προς Θεού!Εγώ δεν το φοβάμαι καθόλου,κι ούτε πιστεύω σε τέτοιου είδους προλήψεις.Λέγεται όμως ότι κάποια μορφή κακοτυχίας κυνηγάει αυτή την πέτρα και τους ιδιοκτήτες της,απ’την στιγμή που ανακαλύφθηκε,κάτι σαν κατάρα.Λέγεται πως η Φωτιά της Ροδεσίας είναι στοιχειωμένη!» Σε κάθε λέξη που τόνιζε επίτηδες, σήκωνε το ένα της χέρι και το γυρόφερνε θεατρικά στον αέρα,τραβώντας το βλέμμα της Σαλομέ και της Αραμπέλλα που καθόντουσαν δίπλα της,όπως το φώς του πολυέλαιου τραβούσε τις πεταλούδες. «Κι οι υπηρέτες μου στο Νησί του Μάν φαίνεται πως τα πιστεύαν,όλ’αυτά.Εδώ και δυό χρόνια,απ’τη στιγμή που το ξεθάψαν σε κάποιο απ’τα αμέτρητα θησαυροφυλάκια του πύργου,δεν έχουν σταματήσει να μ’ενοχλούν ούτε στιγμή.Κάθε μέρα,δεχόμουν τηλεφωνήματα που μου ανέφεραν ένα σωρό ζημιές κι ατυχήματα,που συνέβαιναν σ’αυτό τον πύργο,και σε κανέναν άλλο.Καμαριέρες που αρρωσταίναν βαριά,εργάτες που πέφταν από σκάλες,τουρίστες που εξαφανίζονταν ανεξήγητα!» Απ’τη μεριά των γυναικών,επιφωνήματα τρόμου συνόδευαν τα λόγια της.Ακόμη κι η Μπεατρίς την άκουγε με ανοιχτό στόμα. «Και το παράξενο,αγαπητοί μου,» συνέχισε η Καρολίν, «είναι ότι,κάθε φορά που δεχόμουν ένα από αυτά τα τηλεφωνήματα,τα σχετικά με το διαμάντι,κάποια φριχτή συμφορά έπληττε και την δική μου κατοικία: πασιέντζες που δεν έβγαιναν με τίποτε,ή φρυγανιές που κατέληγαν μυστηριωδώς καμμένες,παρά τις φροντίδες του σέφ.Τραγικό,το ξέρω!Τόσο,που σχεδόν έμπαινα κι εγώ στον πειρασμό ν’αρχίσω να πιστεύω αυτές τις ανοησίες περί κατάρας,και τα λοιπά!Αλλά...δεν ξέρω,» πρόσθεσε γελώντας, «ίσως να είμαι μια γριά
πεισματάρα,πάντως δεν είμαι μια γριά κρετίνα!Αρνούμουν να χωνέψω όλες αυτές τις μυθοπλασίες,κι εξακολουθώ να μην πιστεύω λέξη απ’όσα μου είπαν οι υπηρέτες μου, όταν τους ζήτησα να μου ταχυδρομήσουν το διαμάντι.Βλέπετε,είχα βαρεθεί ν’ακούω τις κλάψες τους κάθε λίγο και λιγάκι.Αυτός ήταν κι ο λόγος που αποφάσισα να δωρίσω τον πύργο-ποιός θέλει ένα σπίτι που όλοι νομίζουν για στοιχειωμένο;Όμως η Φωτιά της Ροδεσίας,α,αυτό ήταν μια άλλη ιστορία!Δεν σκόπευα να παρατήσω τα όπλα έτσι εύκολα!Κι επιπλέον,αν μαθευόταν ότι αυτή η παλιόπετρα βρισκόταν εκεί μέσα,οι ηλίθιοι του δημοτικού συμβουλίου ίσως και να αρνούνταν την προσφορά μου!Γι’αυτό κι εγώ πήρα την απόφαση να τους διαψεύσω όλους,με τον καλύτερο τρόπο:Θα έπαιρνα η ίδια στην κατοχή μου το διαμάντι,και θα τους αποδείκνυα πως τίποτε κακό δεν θα μου συνέβαινε.Κι όπως βλέπετε,με τα ίδια σας τα μάτια,έφτασα ακέραια μπροστά σας,παρ’όλες τις φριχτές ιστορίες που μου αφηγήθηκαν οι μεταφορείς αυτού του περίφημου διαμαντιού.» Σ’αυτό το σημείο,η Σαλομέ ψιθύρισε δειλά: «Τί...τί ιστορίες,κυρία Νικολά;» Κι η Καρολίν,χαϊδεύοντας τα μαλλιά της μεσήλικης γυναίκας σχεδόν με τρυφερότητα,είπε: «Απίστευτες ιστορίες,καλή μου!Ότι ο πρώτος ταχυδρόμος,που παρέλαβε το διαμάντι απ’τον πύργο,σκοτώθηκε,πέφτοντας σ’ένα γκρεμό.Ότι ο καπετάνιος του πλοίου που το μετέφερε στην Αγγλία κρεμάστηκε το ίδιο βράδυ που το πλοίο έφευγε απ’το νησί.Τέλος,ότι ο οδηγός κι ο συνοδηγός του φορτηγού του Βασιλικού Ταχυδρομείου,έπεσαν στις γραμμές ενός τραίνου,και διαμελίστηκαν!Όμως εγώ λέω: Ανοησίες,βλακείες!Οι άνθρωποι είναι απλώς ηλίθιοι,κι αυτοκτονούν χωρίς λόγο,ή μπλέκουν σε ηλίθια δυστυχήματα!Εξάλλου,το διαμάντι έφτασε άθικτο στα χέρια μου, κι εγώ κατάφερα να ταξιδέψω μαζί του σώα,μέχρι τη στιγμή που μιλάμε!» «Πώς;» αναφώνησε ο γιατρός,απ’την άλλη μεριά του σαλονιού.Η Μπεατρίς γύρισε και τον κοίταξε κατάπληκτη.Για κάποιο λόγο,πίστευε πως ειδικά αυτός δεν θα είχε κανένα ενδιαφέρον για την αφήγηση της φίλης της.Αλλά εκείνος,αφήνοντας το ποτό του δίπλα σε μια γλάστρα,πλησίασε τρέμοντας προς το μέρος της και ρώτησε: «Θέλετε να πείτε πως...πως φέρατε μαζί σας αυτό το...αυτό το πράμα;!» Έμοιαζε στα αλήθεια τρομοκρατημένος.Η Καρολίν ωστόσο,το ίδιο ψύχραιμη με πριν,τον χτύπησε στον ώμο και του είπε,σε τόνο επιτιμητικό: «Για το θεό γιατρέ μου,κανένας θα περίμενε μια πιο θετικιστική αντιμετώπιση του ζητήματος από έναν επιστήμονα,σαν κι εσάς!» «Μα...μα απ’ό,τι ακούω,» επέμεινε αυτός χειρονομώντας, «αυτό το διαμάντι είναι καταραμένο!Όποιος βρίσκεται κοντά του αρρωσταίνει...ή πεθαίνει!» «Σας είπα την άποψή μου-ανοησίες!» ήταν η απάντησή της. «Και μάλιστα,για να αποδείξω σε όλους,ακόμα και σ’εκείνους τους παράφρονες νησιώτες,πως τίποτε το επικίνδυνο δεν κρύβει αυτή η αθώα κόκκινη πετρούλα,την κουβάλησα στις αποσκευές μου,και σκοπεύω να τους την επιδείξω,στη διάρκεια της δημοπρασίας,για να διαπιστώσουν ιδίοις όμασιν τί βλακεία τους δέρνει!Εκτός κι αν...» κι η φωνή της έγινε πάλι ναζιάρα,πονηρή, «εκτός κι αν κάποιος απ’όλους εσάς αισθάνεται το ίδιο τολμηρός όπως όταν με φλερτάρατε με δεκάδες ερωτήσεις,κι επιθυμεί να του χαρίσω τη Φωτιά πριν ακόμη φτάσουμε στον προορισμό μας.Άλλωστε,αυτό που είπα για τα υπόλοια υπάρχοντα του πύργου μου,ισχύουν κατά γράμμα και γιά τούτο το διαμάντι, που για μένα δεν κρύβει τίποτε το εξαιρετικό: Βρίσκεται στην ευχέρεια του καθενός από εσάς.Τί στο καλό,ο πρώτος που θα το ζητήσει,μπορεί να το πάρει!Κι ελπίζω να μην φοβάστε ότι θέλω να το ξεφορτωθώ για να γλυτώσω απ’την κακοτυχία που με κυνηγάει!Καθώς βλέπετε,είμαι υγιέστατη!Απλώς αδιαφορώ για την κολοσσιαία του αξία,όπως αδιαφορώ και για οτιδήποτε άλλο σχετίζεται με τα χρήματα...τα χρήματα με κάνουν να βαριέμαι,όπως κι οι μύθοι...οπότε,είναι δικό σας-μαζί κι οι μύθοι του.»
Έπειτα απ’αυτό τον μονόλογο του τρόμου,η Καρολίν έκανε ένα σύντομο διάλειμμα,για να χαϊδέψει την Βαλεριάνα και ν’ανάψει ένα τσιγάρο στην πίπα της.Όμως κανένας άλλος γύρω της δεν τολμούσε να κουνηθεί.Η αφήγησή της τους είχε μεταμορφώσει σε πέτρα.Κι η Μπεατρίς,που μέχρι εκείνη τη στιγμή μοιραζόταν τις ορθολογικές πεποιθήσεις της φιλενάδας της στο ακέραιο,είχε μείνει μετέωρη,ανάμεσα στην αλήθεια και το πιθανό ψέμμα.Στη μνήμη της εξάλλου υπήρχε ακόμη ολοζώντανη η εικόνα της στο φουαγιέ,λίγες ώρες νωρίτερα,να φυσάει τον καπνό και να λέει γελώντας: «Και το αστείο είναι πως δεν την έχω δεί ποτέ μου,αυτή την κόκκινη σκατόπετρα!» Άρα,πού βρισκόταν η αλήθεια;Ήταν η ιστορία που είχαν μόλις ακούσει ένα ακόμα παραμύθι της Καρολίν,με σκοπό να τρομοκρατήσει τους φιλάργυρους διώκτες της,ή το θρυλικό διαμάντι στοίχειωνε όντως το καράβι όπου επέβαιναν; ‘Σ’αυτή την περίπτωση,’ σκέφτηκε η Μπεατρίς με γουρλωμένα μάτια, ‘ελπίζω ο Ξαβιέ να ξερνάει ακόμα στο κατάστρωμα,γιατί αν άκουσε έστω και μία λέξη απ’όλο αυτό το θρίλερ, δεν τον συμμαζεύω με τίποτα!’ Αλλά κι οι υπόλοιποι παρευρισκόμενοι έμοιαζαν το ίδιο σοκαρισμένοι,έστω κι αν δεν μαστίζονταν απ’τις αφελείς δοξασίες του Ξαβιέ. Είχαν περάσει σχεδόν πέντε λεπτά απ’την στιγμή που η Καρολίν είχε σιωπήσει,το τσιγάρο της κόντευε να τελειώσει,και κανείς,μα απολύτως κανείς δεν είχε πεί ούτε μια κουβέντα.Όλοι είχαν μείνει στις θέσεις τους-ο Φιλίπ έπαιζε με τα μαλλιά της αδελφής του,η Αραμπέλλα έπαιρνε μικρές δαγκωνιές από τα σάντουιτς,ρίχνοντας κλεφτές ματιές τριγύρω για να βεβαιωθεί ότι δεν τραβούσε την προσοχή,ενώ ο Ζαφέτ,η Ροζαλί κι ο παπάς,προσπαθούσαν να επιστρέψουν διακριτικά ο καθένας στο αντικείμενο του πάθους του.Ο μόνος που ξεχώριζε ήταν ο γιατρός,που έμοιαζε να έχει συσσωρεύσει πάνω του τη νευρικότητα όλων.Ήταν κι ο μόνος που κινούνταν,κατά μήκος της δεξιάς πλευράς του σαλονιού,μπρός και πίσω.Η Μπεατρίς έβρισκε πως ήταν εξαιρετικά φοβισμένος,κάτι που δεν έπαυε να την εκπλήσσει,κι όταν μάλιστα σε μια στιγμή εκείνος σταμάτησε στη μέση της διαδρομής και σήκωσε ένα τρεμάμενο χέρι προς την κατεύθυνση της Καρολίν,ήταν σίγουρη πως θα τον άκουγε και πάλι να ξεσπά,πιθανώς ακόμη και να ζητά ευθύνες απ’τη φίλη της.Όμως φαίνεται πως κι εκείνη περίμενε αυτήν ακριβώς τη στιγμή,για να την αποτρέψει. Έτσι,πριν ο γιατρός προλάβει ν’αρθρώσει λέξη,η Καρολίν απίθωσε το καλάθι με τη γάτα στα πόδια της και χτύπησε ζωηρά παλαμάκια,τρείς φορές απανωτά.Το χαμόγελο στο πρόσωπό της ήταν ολότελα αταίριαστο με την μεφιστοφελική της αφήγηση,που είχε προηγηθεί,καθώς και με το κλίμα που αυτή είχε προκαλέσει. «Λοιπόν,» φώναξε, «και τώρα που είμαστε όλοι μαζεμένοι...» ‘Είναι φοβερή!Είναι στ’αλήθεια φοβερή!’ σκέφτηκε η Μπεατρίς, ‘Είναι σαν να μας απευθύνεται για πρώτη φορά,σαν να μην έχει πεί τίποτε ως τώρα!’ Και πράγματι,η πρόταση που τους απηύθυνε,αυτή την εντύπωση έδινε.Αφού πρώτα άφησε μια ομίχλη τρόμου κι αμηχανίας να πλανιέται ανάμεσά τους,η Καρολίν,σαν να μην συμβαίνει τίποτε,έβγαλε απ’το μικρό τσαντάκι της ένα φιλντισένιο κουτί και είπε: «...νομίζω πως η ώρα είναι ό,τι πρέπει για ένα παιχνιδάκι πόκερ!»
ΙΧ Προτού καλά-καλά εισπράξει την έγκριση έστω κι ενός απ’την ομήγυρη,η αεικίνητη Καρολίν βρισκόταν κιόλας στο στρογγυλό τραπέζι,αδειάζοντάς το από τα μικροαντικείμενα κι υπερθεματίζοντας για τις τράπουλες που είχε φέρει μαζί της. «...Είναι κάτι καταπληκτικά κομμάτια!» έλεγε,χωρίς να κοιτάζει κανέναν. «Ένας τεχνίτης στην Κρεμόνα τις έφτιαξε,ειδικά για μένα...» Ξαφνικά,σήκωσε τα γυαλιά
της κι είδε ότι ήταν μόνη. «Τί θα γίνει,πασιέντζα θα ρίξω;Έχει γούστο να μου πείτε ότι νυστάζετε,απο τόσο νωρίς!» Κρίνοντας πως έπρεπε να δώσει εκείνη το προβάδισμα,η Μπεατρίς σηκώθηκε μουδιασμένη κι άρχισε να κουτσαίνει προς το μέρος της.Όμως πριν προλάβει να διασχίσει την μισή απόσταση,ο γιατρός δεν άντεξε,κι εξερράγη. «Είναι δυνατόν να μας ζητάτε να παίξουμε χαρτιά,μετά απ’όσα μας είπατε;» φώναξε,κι άρχισε να πηγαινοέρχεται ακόμη πιο μανιασμένα από πριν,κουνώντας τα χέρια του σαν τρελλός. «Πρώτα μας δένετε την καρδιά φιόγκο,κι έπειτα μας ζητάτε να το ρίξουμε στο πόκερ,σαν να μην έγινε τίποτε!Ωραία είστε!» Η Μπεατρίς πάγωσε στη θέση της.Καθώς ήταν η μόνη που είχε σηκωθεί,δεν ήξερε κατά πόσο είχε κάνει γκάφα.Αν κανείς άλλος δεν δεχόταν την πρόσκληση,θα αισθανόταν τρομερά ηλίθια.Η Καρολίν ωστόσο,που είχε ήδη καθίσει κι ανακάτευε τις τράπουλες,άναψε ένα καινούριο τσιγάρο,και κοιτώντας τον γιατρό απ’την υπεροπτική θέση που της εξασφάλιζαν τα γυαλιά κι η μακριά,μαύρη πίπα,ρώτησε: «Κύριε Βάις,υπάρχει κανείς εδώ μέσα που δεν θα ντρεπόσαστε να έβλεπε τον κώλο σας;» Ήταν μια ερώτηση τόσο απρόσμενη,κι όμως διατυπωμένη τόσο φυσικά, που ο Φιλίπ δεν κρατήθηκε και ξέσπασε σε γέλια.Ο γιατρός γούρλωσε τα μάτια και βουβάθηκε.Κι η Καρολίν,εκμεταλλευόμενη την εμβροντησία του,πρόσθεσε: «Σ’αυτή την περίπτωση,ας κάνει κάποιος μια ηρεμιστική ένεση στο γιατρό!» Το δεύτερο σχόλιο,σαν πιο ήπιο απ’το πρώτο,εισέπραξε γέλια σχεδόν απ’όλες τις κατευθύνσεις,κι ο γιατρός μαζεύτηκε σε μια πολυθρόνα ντροπιασμένος. «Και τώρα,» συνέχισε η Καρολίν, «θ’αρχίσουμε το παιχνίδι;Ορίστε,αν φοβάστε το διαμάντι και την κατάρα που το συνοδεύει,έχετε κάθε λόγο να παίξετε μαζί μου-θα βγείτε σίγουρα κερδισμένοι!Αν κι εγώ,» είπε,χαμηλώνοντας κάπως τον τόνο και κλείνοντας συνωμοτικά το μάτι στην Μπεατρίς, «έχω αντίθετη άποψη-νομίζω ότι θα σας πάρω τα σώβρακα,που είναι και το μόνο που σας έχει απομείνει!» «Θα σού’λεγα ευχαρίστως τί θα πάρεις,κάργια,αλλά έχε χάρη που δεν θέλω ο Μαουρίτσιό μου ν’ακούει κακά λογάκια!» φώναξε η Ροζαλί,και δίνοντας ένα χαϊδευτικό τσίμπημα στα οπίσθια του κατά τα άλλα τρυφερού λατίνου της,τον παρέπεμψε με δυό φράσεις στα ιταλικά να της αδειάσει τη γωνιά.Έπειτα,σηκώθηκε όρθια μ’ένα βογγητό,και πλησίασε στο τραπέζι.Την ίδια στιγμή,όλοι την μιμήθηκαν.Η Μπεατρίς τους κοιτούσε να κάθονται δίπλα της,γελώντας και φλυαρώντας,κι έκπληκτη αναλογιζόταν πόσο μεγάλη ήταν εντέλει η εξουσία του χρήματος.Όπως είχαν αγνοήσει την ψυχρολουσία των ειρωνικών σχολίων με τα οποία η Καρολίν αντιμετώπιζε τον καθένα τους,έτσι και τώρα,είχαν πετάξει από πάνω τους το αίσθημα του φόβου μονομιάς, ή είχαν φορέσει αυτοστιγμεί μια μάσκα ευθυμίας,μόνο και μόνο για να μην της χαλάσουν το χατήρι.Μέσα σ’ένα λεπτό όλοι,μα όλοι,είχαν θρονιαστεί γύρω απ’το τραπέζι του πόκερ,ο καθένας φέρνοντας κι ακουμπώντας πάνω στο παχύ κόκκινο τραπεζομάντηλο και τα απαρίτητα αξεσουάρ,που μαρτυρούσαν βλέψεις για μια μακρά νύχτα.Η μόνη που δεν είχε καθίσει ήταν η δεσποινίς γαζέλα,η οποία τους κοιτούσε μπερδεμένη,κι έπειτα από λίγο παραπονέθηκε ναζιάρικα στον Ζαφέτ.Η Μπεατρίς πίστευε ότι ήταν η πρώτη φορά που άκουγε τη φωνή της,κι ήταν ευτυχής γι’αυτό. «Ζαφέτ μου,δεν ξέρω πώς παίζεται αυτό το παιχνίδι!» είπε,σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος της με το πείσμα ενός μικρού παιδιού. «Να πάω κάτω;» Αλλά εκείνος προφανώς δεν είχε καμμία διάθεση να την αφήσει στα νύχια του Μαουρίτσιο,ίσως ακόμη και του Γκαστόν.Έτσι,μ’ένα αυστηρό βλέμμα,της έδειξε ένα χαμηλό πούφ δίπλα στο τραπέζι,όπου εκείνη κάθισε δυσαρεστημένη. «Μην στενοχωριέσαι που δεν ξέρεις να παίζεις,χρυσό μου,» της είπε η Καρολίν,ανακατεύοντας πάντα τα χαρτιά. «Κάθισε μαζί μας.Έτσι κι αλλιώς,στα τυχερά παιχνίδια,ο καθένας κουβαλάει το γούρι του.Ορίστε,κι εγώ έφερα τη γάτα μου!»
Η δεσποινίς γαζέλα χαμογέλασε,χωρίς να καταλάβει πως την είχαν μόλις παρομοιάσει με ζώο,και την ίδια στιγμή η Καρολίν άρχισε να μοιράζει. Το βλέμμα της Μπεατρίς ωστόσο,για άλλη μια φορά,είχε μαγνητίσει αυτό το αλλόκοτο κουβάρι μαλλιού που συνέχιζε τον αιώνιο ύπνο του μέσα στο καλάθι.Ίσως η αιτία να ήταν ότι κατά βάθος βαριόταν τα χαρτοπαίγνια σε πολύ μεγάλες ομάδες. Έμοιαζαν λιγάκι με παρτούζες-πολλή φασαρία,λίγη ευχαρίστηση,μικρά προσωπικά κέρδη.Όμως ακόμη κι αν το παιχνίδι την ενδιέφερε,την ώρα που ο Ζαφέτ άναψε ένα ακόμα πορτατίφ δίπλα στο καλάθι,για να φωτιστεί καλύτερα το τραπέζι,η Βαλεριάνα έκανε μια κίνηση τόσο αξιολάτρευτη,που η καρδιά της σκίρτησε από στοργή.Ενοχλημένη μες στον ύπνο της απ’το φώς,έφερε το μπροστινό ποδαράκι της,και σκέπασε μ’αυτό τα μάτια και τη μουσούδα της,όπως θα έκανε ένα μωρό,ή κι ένας άνθρωπος ακόμα.Εκείνη τη στιγμή θα ήθελε όσο τίποτε να μπορούσε να πάρει το καλάθι στην αγκαλιά της και να χαϊδέψει αυτό το γατί.Κι η Μπεατρίς,εξαιτίας του πάθους της με τις αντίκες,ανήκε σ’εκείνη την κατηγορία των ανθρώπων που δεν αφήνουν τα ζώα να διαβούν ούτε το κατώφλι της φαντασίας τους.Στην σκέψη και μόνο ενός σκυλιού, παραδείγματος χάρη,που με τα άτσαλα κουνήματα της ουράς του θα αναποδογύριζε κάποιο αγαπημένο βάζο της,ή θα έσπαζε κάποιο αγαλματάκι,η Μπεατρίς έφριττε σε τέτοιο βαθμό,που αισθανόταν την παρόρμηση να βγεί στους δρόμους σαν τον μπόγια και να αφανίσει όλα τα αδέσποτα του Παρισιού.Κι ακόμα κι οι γάτες,που ήταν πολύ λιγότερο ζωηρές,κατά την κρίση της έκρυβαν τεράστιους κινδύνους,τόσο για τις αντίκες,όσο και για τα αγαπημένα της έπιπλα.Πώς θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τη ζωή,αν ένα πρωί ξυπνούσε κι έβρισκε τον μπορντώ βελούδινο καναπέ της,με τα ροκοκό σκαλίσματα,γεμάτο τρίχες,με γρατσουνιές στα μαξιλάρια;Όχι,η Μπεατρίς το είχε αποφασίσει απ’την πρώτη κιόλας στιγμή ότι,όσο μοναχική κι αν γινόταν η ζωή της,ποτέ δεν θα τολμούσε να πάρει ένα ζώο στο σπίτι της. ‘Μου φτάνει ο καλός μου Ξαβιέ,’ σκεφτόταν χαιρέκακα,κάθε πρωί που εκείνος της έφερνε την εφημερίδα και τις παντούφλες στο κρεβάτι,αντανακλώντας τον ευτυχισμένο σκύλο σε όλα εκτός από την ουρά.Ωστόσο,παρά το γεγονός ότι η ίδια δεν φιλοξενούσε κάποιο κατοικίδιο,η Μπεατρίς έτρεφε ειλικρινή φιλοζωϊκά αισθήματα,και μάλιστα πολύ πιο ειλικρινή από μερικών κυριών που στειρώνουν τα σκυλιά και τα γατιά τους επειδή δε μπορούν να κάνουν το ίδιο με τον άνδρα τους.Έτσι το θέαμα της κακοποίησης των ζώων από μικρά παιδιά την ενοχλούσε τρομερά,σχεδόν το ίδιο-ή και περισσότερο-απ’την κακοποίηση των ίδιων των παιδιών απ’τις μανάδες τους.Πάντα σκεφτόταν ότι τουλάχιστον μεταξύ των ανθρώπων η τιμωρία,όσο σκληρή και άγρια κι αν είναι,μπορεί να εκλογικευτεί,να συνδυαστεί με ένα κάποιο δίδαγμα,που έστω κι υποκριτικά,αίρει τον παραλογισμό της βίας.Αλλά τα ζώα δεν μπορούν να καταλάβουν γιατί τα χτυπάς,ή γιατί θυμώνεις μαζί τους.Δεν έχουν-ευτυχώς-αντίληψη του ‘καλού’,ή του ‘κακού’.Έτσι,το να εκμεταλλεύεσαι την αδυναμία τους,ή την υπεροχή της ευφυίας σου απέναντί τους για να εκτονωθείς,στην Μπεατρίς φαινόταν σαν το φριχτότερο είδος χυδαιότητας. Πολλές φορές ακόμα κι η θέση της στην κορυφή της τροφικής πυραμίδας την έκανε να αισθάνεται άσχημα,επειδή λόγου χάρη είχε περάσει έξω από ένα αγρόκτημα,κι είχε δεί να σφάζουν ένα μοσχαράκι.Τότε επέβαλλε αυστηρή χορτοφαγία στον εαυτό της και τον Ξαβιέ,ρίχνοντάς του ένα σωρό αναθέματα («Ωμοφάγε!Καννίβαλε!») για τα φιλλετάκια που ο καημένος με δικές της οδηγίες είχε μόλις αγοράσει.Βέβαια κι αυ-τή η μανία της περνούσε,όμως στο βάθος της άφηνε μια βαθιά κατανόηση για το πονεμένο βασίλειο των υπόλοιπων-πλήν του ανθρώπου-ζώων,που μάλιστα έφτανε στο σημείο,χάριν της δικαιοσύνης,να αποδίδει ανθρώπινα χαρακτηριστικά στα κατοικίδια.Η Μπεατρίς λοιπόν πίστευε ακράδαντα πως ο σκύλος,η γάτα,ακόμη και τα ωδικά πτηνά,ήταν σε θέση να εκπαιδευτούν,ή μάλλον να υιοθετήσουν τον χαρακτήρα του ιδιοκτήτη τους,την αύρα του.Κι αν αυτός ήταν συμπαθητικός,γίνονταν χαριτωμένα.
Αν όμως όχι...είχε δεκάδες αποδείξεις γι’αυτή την δεύτερη περίπτωση.Μικροσκοπι-κά κανίς αντιπαθέστατων νεόπλουτων,που γαυγίζαν συνέχεια,με την ίδια εκνευριστική,τσιριχτή φωνή που βγάζαν κι οι κυρίες τους.Διαβολεμένα παπαγαλάκια φλύαρων εμπόρων τέχνης,που για να σου σερβίρουν ένα φλυτζάνι τσάι ή να σου πουλήσουν ένα πίνακα έπρεπε πρώτα να σου βγάλουν την ψυχή,και τα οποία,μιμούμενα το αφεντικό τους,δεν σταματούσαν να κρώζουν ούτε στιγμή. ‘Και τώρα,η Βαλεριάνα,’ σκέφτηκε η Μπεατρίς,κοιτώντας όλο τρυφερότητα την κοιμισμένη ψιψίνα.Μ’αυτήν ακριβώς τη λογική,ετούτη η γάτα ήταν το ίδιο αινιγματική κι ελκυστική με την κυρία της,έστω κι αν δεν μοιραζόταν τη ζωηράδα της.Όπως δηλαδή,αν την άκουγε να μιλά σε μια συντροφιά χωρίς να την γνωρίζει,θα γοητευόταν αμέσως απ’την Καρολίν,και θα ήθελε να την κάνει φίλη της,έτσι κι η Βαλεριάνα στα μάτια της έμοιαζε μ’ένα πλάσμα που είναι αδύνατον να μην χαϊδέψεις.Κι αυτό ακριβώς σκόπευε να κάνει,παρόλο που οι υπόλοιποι ήδη κοιτούσαν τα φύλλα τους-είχε απλώσει το χέρι,κι ετοιμαζόταν να χαϊδέψει το στρογγυλό κεφαλάκι της.Όμως την ίδια στιγμή η Καρολίν,σαν υπερπροστατευτική μητέρα,πήρε το καλάθι και το έβαλε πίσω της,μακριά απ’όλους,λέγοντας μ’ένα χαμόγελο: «Μην την ξυπνάς,γλυκιά μου,θα σου εξηγήσω αργότερα.» Η Μπεατρίς χαμογέλασε,αν και κάπως αμήχανα,κι έπιασε τα χαρτιά της.Ίσως ήταν λογικό η Καρολίν να έτρεφε μητρικά αισθήματα για τη γάτα,και να μην ήθελε να την αγγίζουν.Άλλωστε κι η ίδια,έτσι όπως την έβλεπε,γλυκά αποκοιμισμένη,δεν ήθελε να την ξυπνήσει-περισσότερο ήθελε να την ακουμπήσει για να δεί αν ήταν αληθινή,να διαπιστώσει αν κάτι τόσο αξιολάτρευτο μπορούσε να μην είναι αντίκα. Συγχρόνως απ’τα δεξιά της ακούστηκε το βραχνό γκάρισμα της Ροζαλί,που διέλυσε οριστικά την αχλύ της τρυφεράδας. «Μα...τί στο διάβολο συμβαίνει εδώ;» ρώτησε,κι άρχισε να τρίβει επίμονα τα χαρτιά της.Η Μπεατρίς αναρωτήθηκε τί προσπαθούσε να κάνει,την ίδια στιγμή όμως ένοιωσε και στα δικά της φύλλα κάτι σαν εξόγκωμα,όπως αν το χαρτί είχε βραχεί στο κέντρο κι είχε φουσκώσει.Κοιτώντας,πρόσεξε ότι τα χρώματα κι οι φιγούρες σε κάθε χαρτί ήσαν ανάγλυφες.Αυτή ήταν κι η αιτία που γκρίνιαζε η Ροζαλί. «Τό’ξερα ότι δεν έπρεπε να παίξω μαζί σας!» φώναζε,ενώ προσπαθούσε να αποφασίσει ποιά φύλλα θα κρατούσε. «Πώς μπορείς να παίξεις σωστά,με δυό τυφλές κι ένα ταχυδακτυλουργό στο τραπέζι;Αυτές οι τράπουλες είναι σημαδεμένες!» «Α,φάε σκατά επιτέλους!» είπε απότομα η Καρολίν,αναγκάζοντάς την να πάψει,και φέρνοντας γέλια στους περισσότερους. «Απλά,οι τράπουλες είναι ειδικές για ανθρώπους σαν και μένα,που έχουν χάσει την όρασή τους απ’το να βλέπουν συνεχώς τριγύρω τους φρικιά σαν εσένα!Πώς στην οργή θέλεις να παίξω αν χρειάζομαι δέκα λεπτά για να δώ ποιό είναι το κάθε φύλλο;Έτσι δεν είναι,Σαλομέ καλή μου;» Η Σαλομέ,μ’ένα σεμνό χαμόγελο,χαμήλωσε το κεφάλι και ζήτησε δύο φύλλα. «Τουλάχιστον να μοιράζει κάποιος άλλος!» επέμεινε οργισμένη η Ροζαλί. «Γιατί αν είναι να πιάνεις τα χαρτιά ολωνών,και να ξέρεις τί έχουμε,τότε καλύτερα κι εγώ να κατέβω στην καμπίνα μου και να πιάσω πιο ενδιαφέροντα πράγματα!» «Εντάξει,σκάσε,θα μοιράσει άλλος!» είπε η Καρολίν,κι αφήνοντας τρία φύλλα κάτω,έδωσε τις τράπουλες στον Φιλίπ. «Ορίστε-ησύχασες;» την ρώτησε. «Τώρα μάλιστα,» είπε γελώντας η Ροζαλί,πετώντας τέσσερα φύλλα. «Αν ξαφνικά βρεθούμε να παίζουμε με δύο επιπλέον τράπουλες,μην απορήσεις-» «Τελειώνετε καμμιά φορά,γαμώ το μπουρδέλλο μου!» φώναξε ο ιερέας απ’τη θέση του,και ξαφνικά ο αέρας ανάμεσά τους μύρισε τόσο έντονα οινόπνευμα,που η Καρολίν έσβησε το τσιγάρο της,λέγοντας: «Καλού-κακού.» Στον πρώτο γύρο,η Μπεατρίς έχασε.Στον δεύτερο έχασε επίσης.Κι απ’τον τρίτο γύρο και μετά,συνειδητοποιώντας ότι δεν υπήρχε κάποιο άμεσο όφελος πέρα από
την ηθική ικανοποίηση της νίκης-όπως,ας πούμε,ένα απ’τα τραπεζάκια του σαλονιού όπου καθόντουσαν-η προσοχή της διασπάστηκε στα απαλά σκαμπανεβάσματα του πλοίου,και στην παρατήρηση των υπολοίπων παικτών. Στην αρχή σκέφτηκε τον καλό της Ξαβιέ.Μήπως έπρεπε να βγεί έξω για να σιγουρευτεί πως δεν είχε πέσει στη θάλασσα; ‘Αυτό αποκλείεται,’ είπε,για να καθησυχάσει τον εαυτό της, ‘ο Ξαβιέ τρέμει τόσο πολύ τη θάλασσα,που με το πρώτο κύμα που θα σκάσει στη μούρη του,θα μπεί μέσα βγάζοντας γοερές κραυγές.’ Κι εξάλλου,δεν είχε τρικυμία-τα νερά της Ιρλανδίας,τουλάχιστον γι’απόψε,ήσαν το ίδιο πληκτικά με το παιχνίδι που έπαιζαν.Έπειτα προσπάθησε να πιάσει ψιλή κουβέντα με την Καρολίν.Έσκυψε προς το μέρος της,κάνοντας πως διάλεγε ποιά φύλλα θα κρατούσε, και της ψιθύρισε στο αυτί: «Τελικά χρυσό μου,τί συμβαίνει μ’αυτό το διαμάντι;» Όμως εκείνη της χαμογέλασε,και φέρνοντας ένα δάχτυλο στα χείλη,είπε συνωμοτικά: «Θα σου πώ μετά.» Προφανώς,για κάποιο λόγο άγνωστο στην Μπεατρίς,ήθελε να κατατροπώσει συμπαίκτες της.Όσο για τη Φωτιά της Ροδεσίας,τώρα που η μεταμεσονύχτια φαντασμαγορία έδινε τη θέση της στη μεταμεσονύχτια βαρεμάρα,η ιδέα να το αποκτήσει δεν της φαινόταν και τόσο κακή.Θα μπορούσε να το μοσχοπουλήσει,αρκεί φυσικά να έκρυβε τα πάντα απ’τον Ξαβιέ,που ήταν ικανός να υστεριαστεί ανεπανόρθωτα.Αλλά έπρεπε να περιμένει. ‘Και στο μεταξύ,τί κάνουμε Ζενεβιέβ;’ αναρωτήθηκε.Έτσι ήταν που άρχισε να παρακολουθεί τις κινήσεις της τρελοπαρέας.Και σύντομα είχε απορροφηθεί,αφού ήταν πολύ,μα πολύ διασκεδαστικό. Ο καθένας είχε και την μικρή του ιεροτελεστία από μαννιερισμούς κι ανόητες κινήσεις.Στα δεξιά της,η Ροζαλί,έξυνε κάθε λίγο με τρόπο το σβέρκο και το μέτωπό της,ώσπου η Μπεατρίς άρχισε να υποψιάζεται σοβαρά πως η φουσκωτή ρόζ κόμμωσή της δεν ήταν άλλο από μια κακόγουστη περούκα.Πιο εκεί,ο ιερέας,απ’τον οποίο όλοι έμοιαζαν να κρατούν τις αποστάσεις τους,κοιτούσε τα φύλλα μπερδεμένος,χώνοντας πού και πού ανάμεσά τους το πελώριο ρύγχος της μύτης του,ενώ συγχρόνως με το άλλο χέρι χάιδευε το άδειο ποτήρι του. ‘΄Ισως ελπίζει πως έτσι θα το ξαναγεμίσει, όπως έκανε ο Χριστός με τα ψάρια,στο γάμο της Κανά,’ σκέφτηκε η τετραπέρατη Μπεατρίς.Ύστερα την προσοχή της τράβηξε ένας μικρός,επαναλαμβανόμενος θόρυβος,σαν το κροτάλισμα του δρυοκολάπτη,και γυρνώντας προς τη μεριά της Αραμπέλλα,είδε ότι είχε πάρει μπροστά της ένα μεγάλο μπώλ με καραμελωμένα φυστίκια, απ’τα οποία κάθε τόσο έριχνε και μια γενναία χούφτα στην καταβόθρα της.Ο Ζαφέτ, που καθόταν ακριβώς δίπλα της,φαινόταν να εκνευρίζεται απ’το διαρκές ‘κρακ-κρακ’ και γι’αυτό ξέδινε,γλιστρώντας-όταν νόμιζε πως κανείς δεν τον έβλεπε-ένα ρυτιδιασμένο χέρι πάνω στο λαχταριστό μπούτι της γαζέλας του.Η Σαλομέ δυσκολευόταν πολύ ν’αναγνωρίζει τα φύλλα της,παρόλο που ήσαν ανάγλυφα,κι ο Φιλίπ,όταν δεν έπαιζε με τα φτερά του μποά της,την βοηθούσε,σκύβοντας προς το μέρος της μ’ένα γελάκι κι εξηγώντας της τί φύλλο είχε.Όλοι τους ήσαν πολύ απορροφημένοι,ενώ ακόμη κι ο γιατρός,σε μια στιγμή που το βλέμμα της έπεσε πάνω του,είχε βυθιστεί στην ανάγνωση ενός μικρού χρυσόδετου βιβλίου,το οποίο συνόδευε μ’ένα μεγάλο ποτήρι ουίσκι κι ένα μαντήλι,για να σκουπίζει τον ιδρώτα απ’το μέτωπό του. Ξαφνικά η φωνή της Καρολίν την τράβηξε και πάλι στο παιχνίδι,και μάλιστα με δραματικό τρόπο.Πετώντας τα φύλλα της κάτω,φώναξε: «Αυτό το ψοφίμι κλέβει!» Η Ροζαλί αντέδρασε το ίδιο επιθετικά. «Να μου κάνεις τη χάρη!» είπε, «Ποτέ κανείς δεν με είπε κλέφτρα!Μ’έχουν πεί ένα σωρό πράγματα,αλλά κλέφτρα,ποτέ!» «Είδες που καρφώνεσαι μόνη σου;» γρύλλισε η Καρολίν,ανάβοντας ένα τσιγάρο. «Εγώ δεν διευκρίνισα σε ποιό ψοφίμι αναφερόμουν!»
Η Μπεατρίς,όπως κι οι περισσότεροι,είχε κατεβάσει προς στιγμήν τα φύλλα της και παρατηρούσε έκθαμβη τον διαξιφισμό των δύο ηλικιωμένων γυναικών.Αυτή τη φορά,ο τόνος της φωνής τους άγγιζε τα όρια του γκράν γκινιόλ. «Ω,σε βαρέθηκα,και σένα και το παιχνίδι σου,» είπε η Ροζαλί,και πέταξε τα φύλλα της ανάποδα,ώστε όλοι να δούν τί είχε. «Ορίστε!Είσαι ευχαριστημένη;Και στο κάτω-κάτω,γιατί να κλέψω;Τί έχω να κερδίσω απ’αυτό το ανόητο παιχνίδι;Τη μασέλα σου;» Η Καρολίν,μην αφήνοντας την οργή να την κυριεύσει,είπε ειρωνικά: «Γιατί όχι;Άλλωστε η δική μου μασέλα είναι σίγουρα λιγότερο φθαρμένη από τη δική σου-εγώ δεν την βγάζω κάθε λίγο και λιγάκι για να παίρνω πίπες!» «Πώως;» φώναξε η Ροζαλί. «Αυτό πάει πολύ!» Κι αρπάζοντας το ποτήρι του ιερέα,το τίναξε με δύναμη προς το μέρος της Καρολίν,ελπίζοντας να την περιλούσει. Όμως το ποτήρι,φυσικά,ήταν άδειο,και το μόνο που κατάφερε να κάνει ήταν να βρέξει το στήθος της με τα υπολείμματα απ’τα λιωμένα παγάκια.Αφήνοντας μια κραυγή, γύρισε απότομα προς το μέρος του Γκαστόν,που είχε έρθει κοντά τους,και του σφύριξε: «Τί με κοιτάς,καταραμένε κύκπλωπα;Φέρε μου κάτι να σκουπιστώ!» «Αυτή,φαντάζομαι,είναι η δημοφιλέστερη ατάκα σου με όλους τους άνδρες,» είπε γελώντας η Καρολίν,ενώ την ίδια στιγμή ο ιερέας,που μάλλον αισθανόταν γυμνός χωρίς το ποτήρι του,σηκώθηκε απ’τη θέση του,είπε: «Ωραία-φτάνει τόση διασκέδαση γι’απόψε,» και με αργά βήματα πήγε και χώθηκε πάλι πίσω απ’το μπάρ.Όσο για την Μπεατρίς,που δεν άντεχε τις αμήχανες σκηνές,έβλεπε την αποσύνθεση της έτσι κι αλλιώς απρόθυμης συντροφιάς με τρόμο.Στη σκέψη της ξαναγυρνούσε το πρόσωπο του Γκαστόν,όταν την είχε προσφωνήσει με το αληθινό της όνομα.Το βλέμμα της έτρεχε στα πρόσωπα του Ζαφέτ,της Ροζαλί,του γιατρού,που τώρα έμοιαζαν πιο σκυθρωπά από ποτέ,και ξαφνικά ένας παράλογος φόβος την κατέλαβε: Ότι αυτή τη φορά η Καρολίν το είχε παρατραβήξει,κι ότι οι ‘φίλοι’ τους δεν ήσαν διατεθειμένοι να την ανεχτούν άλλο.Μπορούσε να τους δεί,πώς θα γίνονταν αν η έκφραση στο πρόσωπό τους άλλαζε,αν τα χαμόγελα έσβηναν,και στη θέση τους εμφανίζονταν τ’άπληστα μάτια εφτά,οχτώ χρυσοθήρων που είχαν χάσει την υπομονή τους με τα καπρίτσια και τις λεκτικές επιθέσεις αυτής της ιδιόρρυθμης γριάς.Έβλεπε ως και την τελευταία πινελιά,την φίλη της δεμένη πισθάγκωνα να βαδίζει πάνω στην σανίδα,με την μαύρη φουρτουνιασμένη θάλασσα να απλώνεται μπροστά της,τον Ζαφέτ να κρατάει το πολύτιμο διαμάντι,και την Ροζαλί να την χαιρετάει όλο κακία,κουνώντας την περούκα της.Κι έπειτα;Έπειτα ασφαλώς θα ήταν η σειρά της,η σειρά της ανιπαθητικής φίλης της ιδιόρρυθμης γριάς,που μάλιστα ταξίδευε ανάμεσά τους με ψεύτικο όνομα,προφανώς για να κρύψει τα εξωφρενικά της πλούτη,κι η οποία θα έπρεπε να πνιγεί στο ίδιο ‘ατύχημα’.Αυτή τη φορά θα ήταν ο Γκαστόν που θα την έδενε,σε ρόλο πειρατή,κι ύστερα θα την έσπρωχνε στη σανίδα,φωνάζοντας: «Εις το επανιδείν,κυρία Φραγκονάρ!» Κι όλη αυτή η δυσάρεστη φαντασία έκανε την καρδιά της να χτυπάει τόσο δυνατά,ώστε όταν τα μάτια της γύρισαν στα χαρτιά που έσφιγγε στα χέρια της,κι είδε ότι ανάμεσά τους υπήρχαν τρείς άσσοι μπαστούνι,την έπιασε κλαυσίγελως.Αν δεν έκλεβε κάποιος ανάμεσά τους,τότε αυτά τα φύλλα δεν θα μπορούσαν παρά να είναι ο οιωνός του πρόωρου θανάτου της,όλοι άλλωστε ξέραν ότι ο άσσος μπαστούνι... Αλλά την ίδια στιγμή,το υστερικό της γέλιο μιμήθηκε κι ο Φιλίπ,και τινάζοντας το χέρι του,άφησε μια ολόκληρη τρίτη τράπουλα να κυλήσει πάνω στο τραπέζι. «Φοβάμαι πως μυριστήκατε το κόλπο μου,αγαπητή μου,» είπε ανάμεσα στα γέλια,ενώ απ’όλες τις μεριές του τραπεζιού ακούγονταν επιφωνήματα έκπληξης. «Μα γιατί το έκανες αυτό,Φιλίπ;» τον ρώτησε ναζιάρικα η αδελφή του. «Ούτε κι εγώ μπορώ να καταλάβω,» είπε η Ροζαλί, «τουλάχιστον,αν παίζαμε με λεφτά...αλλά έτσι;Είναι...σαν μασέλα χωρίς πίπα,για να μην ξεχνάμε και τη φίλη
μας,» πρόσθεσε,δείχνοντας την Καρολίν που δάγκωνε την πίπα του τσιγάρου.Εκείνη δεν απήντησε.Μονάχα κοιτούσε τον δράστη μέσα απ’τα γυαλιά της,και μουρμούριζε: «Τελικά εσείς είστε ικανοί για όλα...» «Το ξέρω-το ξέρω,αυτό που έκανε είναι ασυγχώρητο,αγαπητή κυρία Νικολά,» είπε ο Φιλίπ,φέρνοντας το χέρι στην καρδιά.Χαμογελούσε ακόμα,κι η Μπεατρίς αισθάνθηκε ένα παρόμοιο χαμόγελο,γεμάτο γοητευμένη βλακεία,ν’ανθίζει και στα δικά της χείλη. «Όμως...μου είναι αδύνατο ν’αντισταθώ!» είπε,και βγάζοντας ένα μαντήλι απ’την τσέπη του,φύσηξε τη μύτη του,εκτοξεύοντας μια τέταρτη τράπουλα στον αέρα.Οι πεταλούδες που πετούσαν πάνω απ’το τραπέζι σκορπίστηκαν φοβισμένες,ενώ ο Φιλίπ ξέσπασε σε καινούρια γέλια. «Συγγνώμη...συγγνώμη,» έλεγε συνέχεια,κρύβοντας το πρόσωπό του και γελώντας μέχρι δακρύων, «δεν ξέρω τί μ’έχει πιάσει!» «Αν ήσουν λίγο μικρότερος,» είπε ο Ζαφέτ,μαζεύοντας τα εκατοντάδες φύλλα σ’ένα σωρό, «θα σ’έστελνα για τιμωρία στην καμπίνα σου.Εφόσον όμως η κυρία Νικολά συγχωρεί την κακή σου πράξη,νομίζω ότι μπορούμε να συνεχίσουμε,έτσι δεν είναι Καρολίν γλυκιά μου;» «Τί να σου πώ;» είπε εκείνη. «Με τον ανηψιό σου στο τραπέζι,μπορεί να βρεθούμε ξαφνικά να παίζουμε με λαγούς,ή με περιστέρια.» Ακούγοντας τα λόγια της,ο Φιλίπ σήκωσε το κεφάλι απ’τα χέρια του,κοίταξε τριγύρω χαμογελώντας,κι έπειτα το πρόσωπό του σοβάρεψε απότομα.Το ίδιο κι ο τόνος της φωνής του,που η Μπεατρίς,μόλις την άκουσε,ένοιωσε ρίγη συγκίνησης. «Αφού δεν σας εντυπωσιάζουν τα κόλπα μου,» είπε, «θά’πρεπε ίσως να μιλήσουμε για αληθινή μαγεία.Το απαιτεί κι η ώρα,νομίζω.» Απ’την τσέπη του σακακιού του έβγαλε ένα ρολόι σε χρυσή αλυσίδα. «Δώδεκα και μισή!» είπε,και κλείνοντας το καπάκι του ρολογιού,άφησε μια ακόμη πεταλούδα να πετάξει μέσ’απ’το χέρι του.Η Μπεατρίς τον παρατηρούσε μαγνητισμένη,αν και δεν ήταν σίγουρη κατά πόσο η σοβαροφένεια του προλόγου δεν θα υπέκυπτε σε κάποιο καινούριο τρύκ.Αυτό όμως που άκουσε στη συνέχεια,έδιωξε κάθε τέτοια σκέψη απ’το μυαλό της. «Δώδεκα και μισή...» είπε και πάλι. «Αυτή την ώρα,θά’πρεπε να βρισκόμαστε όλοι στα κρεβάτια μας,με τις πόρτες κλειδωμένες...η μουσική θά’πρεπε να παίζει στη διαπασών,για να σκεπάζει τον ήχο της θάλασσας,των κυμάτων,και πάνω απ’όλα...τις φωνές!Γιατί αλλιώς,κανείς δεν είναι ασφαλής...είναι η ώρα που μέσα από τη θάλασσα,βγαίνουν τα πιο τρομαχτικά πλάσματα που έχει δεί ποτέ το μάτι του ανθρώπου!» Η μαεστρία της αφήγησής του ήταν τέτοια,που μέσα σ’ένα λεπτό το σαλόνι είχε βυθιστεί σε μια απειλητική σιωπή.Η Αραμπέλλα κι η Σαλομέ είχαν γείρει η κάθε μιά σ’ένα πλευρό του,με γουρλωμένα μάτια,ενώ η Μπεατρίς,που είχε παραδοθεί δίχως δεύτερη σκέψη στην ατμόσφαιρα,ευχόταν να μπορούσε να κάνει κι εκείνη το ίδιο.Κι αυτός,βλέποντας πως όλοι τον παρακολουθούσαν,πήρε μια βαθιά ανάσα,κι είπε: «Είναι η ώρα που εμφανίζονται οι Νεράιδες του Μάν!» Η Μπεατρίς ένοιωσε την καρδιά της να χάνει έναν χτύπο.Ο φόβος είχε παραλύσει κάθε μέλος της,και κρεμασμένη απ’τα χείλη αυτού του πενηντάχρονου μπισκότου,περίμενε την εξήγηση σ’ένα μυστήριο που η ίδια,λίγη ώρα πριν,είχε απορρίψει μετά βδελυγμίας.Όμως αντί για την ατμοσφαιρική συνέχεια,απ’τ’αριστερά της ακούστηκε η φωνή της Καρολίν,γεμάτη χολή όπως πάντα. «Όχι πάλι μ’αυτές τις κουφάλες του Μάν!» είπε,κι έσβησε το τσιγάρο της. «Μα γιατί;» ούρλιαξε η Μπεατρίς,χτυπώντας την γροθιά της στο τραπέζι.Στην πραγματικότητα η κραυγή της ήταν αποτέλεσμα της οργής που ξεχείλιζε,καθώς δεν ήθελε κανένας ήχος να διακόπτει την μελιστάλαχτη φωνή του αγαπημένου της Φιλίπ. Κοιτώντας όμως γύρω της,συνειδητοποίησε πως όλοι την κοιτούσαν έκθαμβοι,κι έτσι συμπλήρωσε με ντροπή: «Θέλω να πώ...ας ακούσουμε τί έχει να μας πεί.»
Η Καρολίν την κοίταξε ερευνητικά μέσ’απ’τα γυαλιά της,για πρώτη φορά από τη στιγμή της γνωριμίας τους,σαν να της έλεγε: «Καλά τά’χεις χάσει τελείως;» Ίσως όμως η έκφραση της Μπεατρίς να μαρτυρούσε την αισθαντική της έξαψη,αφού η φίλη της,αφήνοντας έναν αναστεναγμό,είπε: «Έστω-για λέγε,Φιλίπ,για τις νεράιδες.Αλλά πριν συνεχίσεις,θυμήσου: αυτός που σού’πε την ιστορία τους ήταν ένας σαπιοκοιλιάς μέθυσος,στο λιμάνι;Γιατί αν είναι έτσι,τότε καλύτερα να συνεχίσουμε το παιχνίδι,ακόμα και με πέντε τράπουλες.» Εκείνος την κοιτούσε γεμάτος απορία,κι η Μπεατρίς ευχήθηκε να μην απαντούσε καταφατικά.Δεν ήθελε καν να τον ακούσει ν’αστειεύεται,όσο αξιαγάπητο κι αν της ήταν το νεανικό του γέλιο.Πιο πολύ απ’όλα ποθούσε την συνέχεια της πρωτύτερης αφήγησης,που είχε ξυπνήσει μέσα της την λαχτάρα ενός κοριτσιού το οποίο ακούει ερωτοχτυπημένο τον πατέρα του,ή κάποιον ώριμο άνδρα,να του μιλά. «Μα τί συμβαίνει,κυρία Νικολά;» ρώτησε η Σαλομέ, «για τί πράγμα μιλάτε;» «Το ίδιο ήθελα να ρωτήσω κι εγώ,» είπε ο Ζαφέτ,απευθυνόμενος τόσο στην φίλη του όσο και στον ανηψιό του.Ωστόσο ο Φιλίπ εξακολουθούσε να κοιτάζει όλος απορία,ώσπου είπε διστακτικά: «Ούτε κι εγώ ξέρω,για να είμαι ειλικρινής...προφανώς η κυρία Νικολά θα συνάντησε κάποιον...κάποιον άνθρωπο καθώς ερχόταν εδώ στο λιμάνι,που της αφηγήθηκε την ίδια ιστορία...όμως αυτό σημαίνει πως είναι αληθινή,ή τουλάχιστον πως αποτελεί έναν γνωστό θρύλο των κατοίκων του Δουβλίνου,αφού εμένα μου την αφηγήθηκε σήμερα το πρωί ένας ιερέας,στο προαύλιο ενός ναού.» «Δεν τολμώ να ρωτήσω τί δουλειά είχε πρωί-πρωί στην εκκλησία,» ψιθύρισε η Καρολίν στο αυτί της Μπεατρίς,ενώ με το δεξί της χέρι έκανε την κίνηση του κλέφτη, που σουφρώνει κάτι στα κρυφά. «Και τί σου είπε,Φιλίπ;» φώναξε η Σαλομέ, «Μην μας κρατάς σε αγωνία!» Εκείνος,μουδιασμένος ακόμα απ’την παύση που του είχε επιβληθεί,έπιασε πάλι τον μίτο της αφήγησης.Κι όμως,αυτή ακριβώς η αβεβαιότητα,η γνώση πως και κάποιος άλλος είχε ακούσει την ιστορία,και μάλιστα την αμφισβητούσε,έκανε το δεύτερο μέρος ακόμη πιο ατμοσφαιρικό κι αληθοφανές από το πρώτο. «Καθόμουν στον περίβολο του ναού και τάιζα τα περιστέρια,όταν ένας ιερέας με πλησίασε,κάθισε κοντά μου,και μου έπιασε την κουβέντα.» Στην Μπεατρίς αυτό δε φάνηκε καθόλου παράξενο,δεδομένων των προτιμήσεων μεγάλης μερίδας του κλήρου.Η ίδια στη θέση του παπά θα του έπιανε ίσως κι άλλα πράγματα. «Επειδή έτυχε να μιλάει αρκετά καλά τα γαλλικά,με ρώτησε από πού είμαι,και ποιός ήταν ο σκοπός της επίσκεψής μου...κι εγώ,εντελώς φυσικά,του είπα ότι είχαμε προγραμματίσει με μερικούς οικογενειακούς φίλους να ταξιδέψουμε ως το Νησί του Μάν...» στο σημείο αυτό έκανε μια παύση,και γούρλωσε τα μάτια. «Έπρεπε να δείτε το πρόσωπό του!» είπε «Για μερικές στιγμές με κοιτούσε έτσι,άφωνος,σαν να του είχα πεί κάτι το τρομερό,κι έπειτα,χωρίς να το ζητήσω,έβγαλε απ’την τσέπη του κι έσφιξε μέσα στο χέρι μου αυτόν εδώ το σταυρό.» Για να αποδείξει το αληθές των ισχυρισμών του,ο Φιλίπ έχωσε τα δάχτυλ αστην τσέπη του πουκαμίσου του κι έβγαλε ένα μικρό,ασημένιο σταυρουδάκι.Η Καρολίν το κοίταξε,έκανε «Χμμμ» και τον παρότρυνε να συνεχίσει. «Εγώ,βέβαια,δεν ήξερα πώς να αντιδράσω...τί να υποθέσω...στην αρχή του είπα πως δεν μπορούσα να το δεχτώ,όμως εκείνος κουνούσε τρομοκρατημένος το κεφάλι, και μου έλεγε συνέχεια το ίδιο-ότι έπρεπε να το έχω μαζί μου για προστασία,κι ότι θα του το έδινα πίσω όταν επιστρέφαμε με το καλό...όπως καταλαβαίνετε,τρόμαξα λίγο, και τον ρώτησα αν έβρσικε πως το ταξίδι μου αυτό έκρυβε κάποιο κίνδυνο.Τότε κι εκείνος γούρλωσε τα μάτια ακόμα πιο πολύ-για μια στιγμή,νόμισα ότι θα του χυθούν, σαν αυγά-και μου είπε τραυλίζοντας: ‘Μα...δεν γνωρίζετε για τις νεράιδες του Μάν;’» «Στο παρασύνθημα!» γρύλλισε απ’τη μεριά της η Ροζαλί.
«Το παρασύνθημα,αγαπητή μου,ήταν ότι αυτός ο κακόμοιρος παπάς μ’έπιασε απ’τα χέρια κι άρχισε τρέμοντας να μου διηγείται την πιο απίθανη ιστορία που έχω ακούσει ποτέ στη ζωή μου...μου είπε λοιπόν,πως οι νεράιδες είναι κάτι τέρατα της θάλασσας,που ζούν σ’αυτά ακριβώς τα νερά,γύρω απ’το Νησί του Μάν.Ότι πατέρας τους είναι ο ίδιος ο Διάβολος,κι ότι όποιος τις δεί,ή ακούσει τη φωνή τους, τρελλαίνεται και πέφτει στη θάλασσα,όπου τον κατασπαράζουν...κι άλλες φορές,λέει,παίρνουν τη μορφή κάποιου ανθρώπου,ζωντανού ή νεκρού,κυριεύουν το σώμα ενός απ’το πλήρωμα,και σφάζουν τους υπόλοιπους επιβάτες του πλοίου...» Η συμπύκνωση όλης αυτής της φρίκης είχε ρίξει ανάμεσά τους ένα τέτοιο πέπλο φόβου,ώστε ακόμα κι η Αραμπέλλα είχε σταματήσει να μασάει. «Όπως καταλαβαίνετε,» συνέχισε ο Φιλίπ, «η ιστορία του περισσότερο με διασκέδασε,παρά με τρόμαξε...όταν όμως αρνήθηκε να πάρει πίσω τον σταυρό,παρακαλώντας με να μην πάω σ’αυτό το ταξίδι,άρχισα να σκέφτομαι μήπως οι απλοϊκοί του φόβοι,που μου θύμιζαν ελαφρώς όλη αυτή την μυθοπλασία των βρυκολάκων στη Ρουμανία,δεν έκρυβε κάποια ψήγματα αλήθειας...όχι δηλαδή ότι πιστεύω στ’αλήθεια στην ύπαρξη απέθαντων τεράτων,που ζούνε στη θάλασσα και τρώνε τους ανθρώπους, αλλά νά...ίσως να είναι ότι τ’άκουσα απ’τα χείλη ενός ιερέα,πάντως όλη τη μέρα σήμερα,δεν μπορούσα να βγάλω απ’τη σκέψη μου αυτή την αλλόκοτη συνάντηση...» «Αχ,Ζαφέτ,κάνε κάτι,τις φοβάμαι τις νεράιδες!» φώναξε ξαφνικά η γαζέλα,έτοιμη να μπήξει τα κλάμματα,και με την απελπισία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της, τύλιξε τα χέρια γύρω απ’το λαιμό του Ζαφέτ.Εκείνος την έσπρωξε πίσω,έπειτα της είπε αυστηρά να κατέβει κάτω και να πέσει για ύπνο,κι όταν εκείνη αρνήθηκε,λέγοντας ότι φοβόταν,προσπάθησε να την καθησυχάσει. «Μα,είναι πράγματα αυτά,από μια κοπέλα της ηλικίας σου;» τη ρωτούσε,χαϊδεύοντας συγχρόνως τα μαλλιά της.Η Καρολίν μουρμούρισε: «Αυτά παθαίνεις όταν γαμάς το νηπιαγωγείο,» κι έπειτα στράφηκε στον Φιλίπ. «Αγαπητό μου παιδί,» του είπε «στην αρχή πίστευα πως όλη αυτή η ιστορία ήταν δική σου έμπνευση,με σκοπό να μας τρομάξει.Τώρα όμως διαπιστώνω ότι πρόκειται για μια απλή περίπτωση crétinerie à la Dublinoise.Όσα μας είπες ταιριάζουν απόλυτα με το παραλήρημα εκείνου του σιχαμερού μέθυσου,που με ακολούθησε από το ταξί ως την προβλήτα.» «Σας επαναλαμβάνω όμως ότι την δική μου ιστορία μου την είπε ένας παπάς, κι όχι ο άνθρωπος που μου περιγράφετε!» επέμεινε ο Φιλίπ. «Και τί μ’αυτό;» φώναξε η Καρολίν,σχεδόν αγανακτισμένη. «Αν ο παπάς που συνάντησες έπινε έστω και το μισό απ’τον δικό μας,» είπε μεγαλόφωνα,δείχνοντας χωρίς ντροπή προς την κατεύθυνση του Αιδεσιμώτατου Πίκμαν, «μπορεί να σου είπε ότι θα δούμε και την Παναγία των Βράχων!» «Θ-θα συμφωνήσω μαζί σας!» ψέλλισε ο ιερέας πίσω απ’το μπάρ,σηκώνοντας ένα ποτήρι.Φαίνεται ότι στο χρόνο που είχε πάρει στον Φιλίπ να τους διηγηθεί την ιστορία του,εκείνος είχε βρεί τις νεράιδες που τον ακολουθούσαν μονίμως. «Λυπάμαι που θα πώ κι εγώ το ίδιο,» είπε η Ροζαλί, «αλλά είμαι αναγκασμένη να συμφωνήσω μαζί σου,Καρολίν χρυσό μου.Αυτές οι ιστορίες για νεράιδες είναι πραγματικά ανήκουστες-στις μέρες μας,ως και τα τέρατα έχουν εκσυγχρονιστεί,κι όλοι μας είμαστε πιο ανθεκτικοί στα άγρια θεάματα.Για παράδειγμα,όποιος αντέχει να κοιτάξει εσένα κατά πρόσωπο,δεν κινδυνεύει από καμμιά νεράιδα!» Πριν όμως η Καρολίν προλάβει να την αρπάξει απ’τα μαλλιά,λύνοντας και την απορία της Μπεατρίς για το αν και κατά πόσο ήσαν αληθινά,από πίσω τους ακούστηκε η τρεμάμενη φωνή του γιατρού,σχεδόν αγνώριστη απ’το φόβο. «Δ-δεν θά’θελα να διακόψω τη-την ωραία σας συζήτηση,όμως νομίζω...ότι θά’πρεπε να δείτε αυτό!» Και την ίδια στιγμή,πάνω στο σωρό των τραπουλόχαρτων
έπεσε ένα παλιό βιβλιαράκι με κόκκινο δερμάτινο εξώφυλλο και κιτρινισμένες σελίδες.Όμως κανείς δεν το πρόσεξε,αφού όλοι σχεδόν είχαν στρέψει το βλέμμα τους επάνω στον ίδιο τον γιατρό,και το θέαμα που παρουσίαζε.Μέσα σε λίγα λεπτά,ο Σιμόν Βάις έμοιαζε να έχει γεράσει ίσαμε τριάντα χρόνια.Το πρόσωπό του ήταν κάτωχρο και λουσμένο στον ιδρώτα,που πότιζε το γιακά του γκρίζου πουκαμίσου του.Τα χέρια του σφίγγαν ασυναίσθητα ένα σβησμένο πούρο,ξεφτίζοντας μικρά φύλλα καπνού,ενώ κάθε τόσο ένας σπασμός έκανε τους ώμους του να τρέμουν,σαν να τον συντάραζε κάποια φοβερή ναυτία.Στο σύνολό του ήταν τόσο αξιολύπητος,που ως κι η σκληρή καρδιά της Καρολίν μαλάκωσε.Ο Φιλίπ είχε ήδη σηκωθεί για να του προσφέρει το κάθισμά του,όταν εκείνη στερέωσε τα γυαλιά στην μύτη της και του είπε: «Μα εσείς,αγαπητέ μου,έχετε τα χάλια σας!Τί σας συνέβη;» «Διαβάστε...διαβάστε...» ήταν το μόνο που κατάφερε να ψελλίσει,δείχνοντας το βιβλίο που είχε αφήσει στο τραπέζι.Κι η Μπεατρίς ήταν η πρώτη που το πήρε στα χέρια της,χωρίς φυσικά να έχει καθόλου την πρόθεση να το διαβάσει.Διατηρώντας την υπερφυσική αναισθησία της ακόμη και μπροστά στο θέαμα αυτού του ανθρώπινου ερειπίου,άρχισε να το περιεργάζεται,προσπαθώντας να υπολογίσει την ηλικία του και την πιθανή του αξία. ‘Είναι αρκετά παλιό,θα έλεγα τουλάχιστον πενήντα χρόνων,’ σέφτηκε,κι έπειτα άνοιξε την πρώτη σελίδα.Η ημερομηνία εκτύπωσης ήταν το 1879,κάτι που έφερε ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη της.Όμως την ίδια στιγμή που το είχε γυρίσει ανάποδα κι έτριβε τη μπορντούρα του εξώφυλλου,για να καταλάβει αν ήταν επίχρυση,ο γιατρός έβγαλε μια ξεψυχισμένη κραυγή: «Μα δείτε τί γράφει μέσα, για το Θεό!» Καταντροπιασμένη,η Μπεατρίς γύρισε βιαστικά στην σελίδα του τίτλου,που ήταν: ‘Μύθοι και θρύλοι της Ιρλανδίας.’ Ο συγγραφέας ήταν κάποιος ασήμαντος λαογράφος,ονόματι Φρανσουά Πενόμπρ. ‘Σκατά!’ μονολόγησε θυμωμένη,ξεφυλλίζοντας το βιβλιαράκι. ‘Τουλάχιστον αν ήταν κάποιο γνωστό έργο,σε πρώτη έκδοση...αλλά αυτό είναι μονάχα προσάναμμα για το τζάκι!’ Όσο για τον γιατρό,βλέποντας ότι δεν είχε ελπίδα παρά μόνο αν έδινε μερικές εξηγήσεις,άρχισε να μιλά. «Δε-δεν είχα την πρόθεση να κρυφακούσω αυτά που λέγατε,αλλά ήταν επόμενο,αφού καθόμουν δίπλα σας,διαβάζοντας...» Σαν να ήθελε να επαληθεύσει τα λεγόμενά του,έδειξε την πολυθρόνα δίπλα στην βιβλιοθήκη,όπου καθόταν μέχρι πριν από λίγο. «Για να είμαι ειλικρινής,πάντα με γοήτευαν οι λαϊκοί θρύλοι,απλώς δεν έτυχε ποτέ να βρεθώ σε κάποιο μέρος όπου οι κάτοικοι να πιστεύουν τόσο πολύ σ’αυτούς...θέλω να πώ,μέχρι σήμερα...» Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα,σκούπισε το πρόσωπό του με το μουσκεμένο του μαντήλι και συνέχισε. «Όταν όμως σας άκουσα,για αυτό που λέγατε,» είπε,γυρνώντας στον Φιλίπ, «το μυαλό μου πήγε σ’αυτή την τσιγγάνα,που συνάντησα χθές το βράδυ...» «Ω Θεέ μου,τί θ’ακούσουμε πάλι,» μουρμούρισε η Καρολίν,κι επειδή προφανώς δεν άντεχε άλλο να μοιράζεται τα σχόλιά της μόνο με την Μπεατρίς,χτύπησε το χέρι της στο τραπέζι,και φώναξε: «Τσιγγάνα;Στο Δουβλίνο;Έλεος!» Αυτή τη φορά ο γιατρός ήταν πολύ καταρρακωμένος για να της φέρει αντίρρηση,κι έτσι απλώς συνέχισε την ιστορία του. «Κι εμένα μου φάνηκε παράξενο...και τέλοσπάντων,δεν θα της μιλούσα καν, ούτε θα γυρνούσα να την κοιτάξω,αν εκείνη ξαφνικά δεν με φώναζε με τ’όνομά μου! Στην αρχή ομολογώ πως τρόμαξα,έπειτα όμως θύμωσα,σκέφτηκα ότι μπορεί να με είχε παρακολουθήσει,η ίδια ή κάποιος απ’τους περιπλανώμενους φίλους της...μπορεί με κάποιο τρόπο να είχαν μάθει τ’όνομά μου απ’το ξενοδοχείο,κι όλο αυτό να ήταν μια πλεκτάνη...γιατί το πρώτο πράγμα που μου είπε,αμέσως μετά,ήταν: ‘Πρόσεχε το ταξίδι που ετοιμάζεσαι να κάνεις-οι μέρες σου είναι μετρημένες!’» Καθώς επαναλάμβανε τα λόγια της ένα καινούριο ρίγος τον διαπέρασε,και χωρίς να ρωτήσει,άρπαξε το ουίσκι του Ζαφέτ και το ήπιε μονορούφι. «Τότε κι εγώ αγρίεψα,όρμηξα κατά πάνω
της και την ρώτησα τί γνώριζε για μένα,και ποιός της είχε πεί για το ταξίδι...ήταν μια σιχαμερή γριά,κατάμαυρη,με σαπισμένα δόντια...απ’αυτές που συνηθίζουν να τρέφονται με τον φόβο των αφελών,να ζούνε σε βάρος των ηλιθίων!...» ‘Για φαντάσου!’ αναλογίστηκε η Μπεατρίς,που ξεφύλλιζε ακόμη αμέριμνη το βιβλιαράκι, ‘Εσύ άραγε,σε ποιά απ’τις δυό κατηγορίες ανήκεις;’ «Όμως το μόνο που μου είπε ήταν πως δεν ήθελε τίποτε από μένα,παρά μόνο να με προφυλάξει,πως δεν γύρευε ελεημοσύνη,αλλά πως αν την άκουγα θα την ευγνωμονούσα σ’όλη μου τη ζωή,αφού θα γλύτωνα από βέβαιο θάνατο...» «Για να το μάθεις αυτό θα έπρεπε πρώτα να είχες ταξιδέψει,δεν είν’έτσι;» ρώτησε η Καρολίν,κι αμέσως συμπλήρωσε μόνη της: «Αλλά τί λέω;Τότε θα είχες ήδη πεθάνει!» Κανείς ωστόσο δεν της έδωσε σημασία,κι ο γιατρός συνέχισε. «Ακριβώς αυτό σκέφτηκα κι εγώ,και την ρώτησα αν ήξερε κάτι για το καράβι, για τον καιρό,αν πίστευε πως σ’αυτό το ταξίδι θα πνιγόμουν...Εκείνη όμως αντί να μου απαντήσει,άρχισε να γελά,σαν μάγισσα,να γελά μαζί μου,το καταλαβαίνετε;Κι ύστερα είπε πως όχι,δεν θα πνιγόμουν,αλλά πως μια όμορφη γυναίκα θα έφερνε το τέλος μου,όσο ακόμη βρισκόμουν πάνω στο πλοίο. ‘Κι αυτή η γυναίκα θά’ναι η θυγατέρα του Διαβόλου!’ είπε,κι αμέσως βάλθηκε να τρέχει,σαν δαίμονας...έτρεξα κι εγώ στο κατόπι της,νόμιζα πως θα την προλάβαινα,αλλά όταν έστριψα σ’ένα αδιέξοδο σοκάκι,όπου την είχα δεί να μπαίνει,εκείνη είχε εξαφανιστεί...δεν ήταν πουθενά!» Η Μπεατρίς,που άκουγε την ιστορία με μισό αυτί,σκέφτηκε να επαναλάβει το αστείο της με τις αδελφές Πετέν,όμως το κλίμα δεν ήταν και το πιο κατάλληλο,κι επιπλέον μπορεί κάποιος απ’την παρέας να τις γνώριζε προσωπικά.Έτσι,χωρίς να το ξέρει,έδωσε την ευκαιρία στην Καρολίν,που αντέδρασε σαν να ήταν μέσα στο μυαλό της.Κοιτάζοντας την Ροζαλί,την ρώτησε: «Η κόρη του διαβόλου...χμμμ...μήπως εννοούσε εσένα,χρυσό μου;» κι αμέσως διόρθωσε: «Μα τί λέω;Αφού είπε όμορφη!» Η Ροζαλί,ανοιγοκλείνοντας τα χείλη για μην διακόψει τον γιατρό,πρόφερε στα μούτρα της Καρολίν τις λέξεις: «Γαμιέσαι από κώλο,» κι η αφήγηση εξακολούθησε. «Γύρισα κακοδιάθετος στο ξενοδοχείο,κι αποφάσισα να μην σκεφτώ περισσότερο αυτή την ανόητη ιστορία!Μονάχα που...τώρα δά,σας άκουσα να μιλάτε γι’αυτές τις νεράιδες,πως κι εσείς είχατε δεχτεί,κατά κάποιον τρόπο,μια προειδοποίηση από αγνώστους,κι ότι όλες αφορούσαν το ίδιο πράγμα...και σαν να μην έφτανε αυτό,την ίδια ώρα βρήκα σ’αυτό το βιβλίο που διάβαζα-» «Είμαι πολύ περίεργη να μάθω τί!» φώναξε ειρωνικά η Ροζαλί,αλλά συγχρόνως,απ’τη μεριά της Μπεατρίς ακούστηκε μια μικρή κραυγή τρόμου,και το βιβλίο ξαναβρέθηκε μ’ένα πέταγμα πάνω στο σωρό των χαρτιών. «Αντίκες-χρυσόδετο-αυτό δεν πουλιέται με τίποτε!» τραύλισε η Μπεατρίς,κι έπειτα έσπευσε να διορθώσει: «Έχει τις πιο φριχτές γκραβούρες-ορίστε,δείτε!» Και καθώς το βιβλίο άλλαζε χέρια,συνοδευόμενο από επιφωνήματα έκπληξης και φόβου, ο γιατρός ολοκλήρωσε το παραλήρημά του. «Τώρα καταλαβαίνετε πώς αισθάνθηκα,όταν γύρισα τυχαία στη μέση του βιβλίου,κι είδα αυτή την τρομερή εικόνα,με το πλοίο ν’αναποδογυρίζει,και το κεφάλι μιάς γυναίκας να βγαίνει απ’τα σύννεφα...η ιστορία της γριάς τσιγγάνας ζωντάνεψε αμέσως,και μαζί της όλα όσα λέγατε!Κι ύστερα εσείς,κυρία Νικολά,γιατί κουβαλήσατε αυτό το πετράδι;Κι εσύ Ζαφέτ,έπρεπε πρώτα να μάθεις γι’αυτή την καταραμένη διαδρομή-δεν θα δεχόμουν ποτέ να έρθω μαζί σας,και τώρα να με συγχωρείτε,αλλά δεν κάθομαι εδώ πάνω ούτε στιγμή!Δεν τρελλάθηκα ακόμα-θα σας δώ όταν φτάσουμε!Ελπίζω το νησί να έχει αεροδρόμιο!» Και μ’αυτά τα λόγια,σε πλήρη σύγχυση,ο γιατρός σηκώθηκε απ’το τραπέζι κλωτσώντας την καρέκλα του,και βγήκε τρέχοντας
απ’το σαλόνι.Τα βήματά του ακούστηκαν να κατεβαίνουν τις σκάλες,κι ύστερα επικράτησε σιωπή,ώσπου ξαφνικά η γαζέλα άρχισε να κλαψουρίζει. «Ζαφέτ,τί είν’αυτά που λένε;Φοβάμαι!» Όμως αυτή τη φορά ο υπέργηρος εραστής δεν είχε χρόνο για να κανακέψει τη φίλη του,καθώς περιεργαζόταν κι ο ίδιος το κόκκινο βιβλίο.Κι αυτό που είπε,μόλις τελείωσε,έκανε την Μπεατρίς ν’ανατριχιάσει. «Αυτό το βιβλίο δεν είναι δικό μου,» είπε «δεν το έχω ξαναδεί ποτέ.» «Και τότε ποιανού είναι;» ρώτησε η Ροζαλί. «Σπουδαίο μυστήριο!» βιάστηκε να της απαντήσει η Καρολίν. «Ο Ζαφέτ μετά βίας θυμάται την ηλικία του,πόσο μάλλον τα βιβλία που έχει εδωπέρα!» «Κι όμως,αγαπητή μου,κάνεις λάθος,» είπε εκείνος,κι απ’τον τόνο της φωνής του φαινόταν πως μιλούσε πολύ σοβαρά. «Ό,τι υπάρχει σ’αυτό το πλοίο έχει αγοραστεί προσωπικά από εμένα,τα τελευταία πενήντα χρόνια,κι είμαι απολύτως βέβαιος πως το συγκεκριμένο βιβλίο το βλέπω για πρώτη φορά!» ‘Πενήντα χρόνια!’ σκέφτηκε η Μπεατρίς όλο απληστία, ‘Φαντάσου τί ωραία κομμάτια θα έχουν οι καμπίνες μας!’ «Τότε κάτι άλλο συμβαίνει,» είπε η Καρολίν,και στράφηκε προς το μέρος του Φιλίπ με εχθρικές διαθέσεις.Αλλά εκείνος,πισωπατώντας,άρχισε να δικαιολογείται. «Γιατί κοιτάζετε εμένα;» ρώτησε «Τί στο καλό,δεν βλέπετε πόσο παλιό είναι το βιβλίο;Δεν μπορεί να το εμφάνισα απ’το πουθενά,δεν κρύβω δα και κανένα αρχαίο τυπογραφείο στα μανίκια μου!Η ιστορία που ξεκίνησα να σας λέω είναι εκατό τοις εκατό αληθινή,κι αν τώρα οι συμπτώσεις σας φαίνονται υπερβολικές,λυπάμαι!Δεν είχα την πρόθεση ν’αναστατώσω τον γιατρό,ούτε κανέναν από εσάς!Όμως κι εγώ πρώτη φορά το βλέπω αυτό το βιβλίο,γεγονός που σημαίνει ότι τελικά,εγώ κι ο γιατρός,έχουμε την αλήθεια με το μέρος μας!» «Το μόνο που έχετε με το μέρος σας,» είπε περιφρονητικά η Καρολίν,κλείνοντας το βιβλίο, «είναι τα παραληρήματα ενός φαντασιόπληκτου κι ενός απατεώνα!» Έτσι όπως το είχε διατυπώσει,ήταν δύσκολο να μαντέψεις αν αναφερόταν στον παπά και την τσιγγάνα,ή στον ίδιο τον γιατρό και τον Φιλίπ. «Α,και να μην ξεχάσουμε αυτό το φοβερό βιβλίο!» πρόσθεσε,κουνώντας το στον αέρα. «Μου φαίνεται ότι είχατε δίκιο πάτερ,» φώναξε στον Αιδεσιμώτατο Πίκμαν, «αυτό είναι πράγματι το πλοίο των τρελών!Γιατί μόνο οι τρελοί μπορεί να πιστεύουν σε τέτοιες ιστορίες!Χωρίς φυσικά να λογαριάσουμε τα χιλιάδες ανόητα βιβλία που έχουν γραφτεί ανά τους αιώνες! Διαβάστε τα,και δείτε τί συναρτησίες γράφουν: Βρυκόλακες που πίνουν αίμα, λυκάνθρωποι που σεληνιάζονται,νεκροί που βγαίνουν απ’τους τάφους!Και πάντα από πίσω θα κρύβεται και κάποιος επιστήμονας,ένας γιατρός,ένας ιερέας,για να δώσει κύρος σε κάθε ηλίθια θεωρία!Αφού αυτοί είναι συχνά οι πιο ηλίθιοι απ’όλους,όπως είδατε απόψε με τα μάτια σας!Τόσες χιλιάδες χρόνια εξέλιξη,για το τίποτε-οι άνθρωποι είναι το ίδιο ελαφρόμυαλοι με τα πρόβατα!» Στο σημείο αυτό,η Μπεατρίς ένοιωσε την έντονη επιθυμία να βελάξει.Άλλωστε,εδώ και λίγη ώρα,βρισκόταν σε πλήρη σύγχυση.Ακόμη δεν είχε καταλαγιάσει ο θόρυβος γύρω απ’το διαμάντι,και τώρα ξαφνικά το σαλόνι είχε γεμίσει με τη φονική σκιά αυτών των θαλασσινών αερικών. ‘Νεράιδες,νεράιδες-μα είναι δυνατόν;’ σκεφτόταν η Μπεατρίς,αλλά για κάποιο λόγο η εσωτερική της αντίδραση στο παράλογο δεν ήταν το ίδιο σθεναρή όπως και πρίν.Για παράδειγμα,δεν μπορούσε να γελάσει και να κοροϊδέψει τα τρομαγμένα πρόσωπα των συνεπιβατών της,όπως είχε κάνει με τον Ξαβιέ στην προβλήτα.Τί είχε αλλάξει λοιπόν;Ασφαλώς,δεν είχε δεχτεί την ύπαρξη οποιασδήποτε υπερφυσικής απειλής,κι ούτε επρόκειτο να την δεχτεί.Όπως όλοι οι άνθρωποι με πολύ γήινα πάθη,έτσι κι η Μπεατρίς δεν είχε καμμιά σπουδαία μεταφυσική αγωνία,κι είχε πολλές φορές σκεφτεί ότι θα μπορούσε κάλλιστα να μπεί σ’ένα κάστρο
που θεωρείτο στοιχειωμένο,αν μές σ’αυτό βρίσκονταν αρκετές αντίκες για ένα ξεγυρισμένο πλιάτσικο.Ένα κομμάτι λοιπόν του εαυτού της εξακολουθούσε να βρίσκει την όλη ιστορία απαράδεκτη.Ωστόσο αυτό περιέργως δεν αρκούσε για να πάρει το μέρος της φίλης της,να σηκωθεί απ’το τραπέζι και ν’αρχίσει να ειρωνεύεται τον γιατρό,που δίχως αμφιβολία έπασχε από καλπάζουσα φαντασιοπληξία.Ήταν σαν μια αόρατη δύναμη,απ’αυτές στις οποίες δεν πίστευε ποτέ,να την είχε καταβάλλει,και να της έκλεινε το στόμα.Ίσως γι’αυτό να ευθύνονταν αποκλειστικά και μόνο η αμηχανία της παράστασης που συνέχιζε να παίζει,η σκέψη δηλαδή πως θα ήταν τραβηγμένο να κατηγορήσει τους άλλους για την ευπιστία τους,απ’τη στιγμή που κι η ίδια βρισκόταν εκεί μέσα εκμεταλλευόμενη αυτήν ακριβώς την ευπιστία.Όμως το πιό πιθανό ήταν πως,βλέποντας το φόβο να περνάει απ’τον ένα στον άλλο σαν μεταδοτική αρρώστια, είχε υποβληθεί άθελά της στην ατμόσφαιρα του παραμυθιού,τόσο,που ετοιμαζόταν να το πιστέψει.Κι ήταν ευτύχημα που ο Φιλίπ ξαφνικά χαμογέλασε,κι αποφάσισε να αλλάξει θέμα,γιατί αν κι εκείνος εξακολουθούσε να σπέρνει τον ίδιο πανικό,η Μπεατρίς,που ήταν έτοιμη να πιστέψει οτιδήποτε έβγαινε απ’τα τόσο γοητευτικά του χείλη, θα έχανε κάθε ίχνος ρασιοναλιστικής σκέψης και θα γινόταν ρεζίλι. «Έχετε απόλυτο δίκιο,κυρία Νικολά,» είπε,και στάθηκε πίσω απ’την καρέκλα της αδελφής του. «Νομίζω πως πρέπει όλοι να ηρεμήσουμε,και να μην παίρνουμε τις ιστορίες φαντασμάτων-που μοναδικό σκοπό έχουν να μας διασκεδάζουν-τόσο πολύ στα σοβαρά.Τί θα λέγατε λοιπόν να συνεχίζαμε τη βραδιά μας μ’ένα ποτό;» Χωρίς να του απαντήσει,η Καρολίν σηκώθηκε,πήρε το καλάθι με την γάτα,και με το άλλο χέρι της έπιασε την Μπεατρίς,τραβώντας την απαλά για να την ακολουθήσει. «Σ’ευχαριστώ παιδί μου,» του είπε «σας ευχαριστώ όλους,αλλά νομίζω πως ήρθε η θλιβερή ώρα ν’αποχωριστούμε,τουλάχιστον γι’απόψε.Ας ελπίσουμε ότι με το φώς της ημέρας,θα έχουμε βρεί όλοι τα χαμένα λογικά μας.Προς το παρόν,ο καθένας ας πάρει το ποτό του και ας πέσει για ύπνο-αλλιώς η διασκέδαση κινδυνεύει να εξελιχθεί σε φιάσκο.Καληνύχτα,αγαπητοί μου.» Μ’αυτά τα λόγια,έκανε μια απότομη μεταβολή,όμως το μακρύ μαύρο πέπλο της πιάστηκε στο μοναδικό ποτήρι που υπήρχε πάνω στο τραπέζι,ρίχνοντάς το στο πάτωμα.Το κρύσταλλο ακούστηκε να ραγίζει,ενώ η Μπεατρίς,σε μια νέα επίδειξη παραλογισμού,γύρισε πανικόβλητη και φώναξε: «Χριστέ μου!Το χαλί!Θα λερώσει το χαλί!» θαρρείς και το χαλί της ανήκε. Όμως ο Ζαφέτ βιάστηκε να τις καθησυχάσει,σκύβοντας να μαζέψει τα κομμάτια. «Δεν είναι τίποτε-τίποτε αγαπητή μου,μην θορυβείστε-εξάλλου ήταν άδειο.» «Ναι,φαίνεται πως ο γιατρός,σαν καλό παιδί,ήπιε όλο το ουίσκι του,» είπε η Καρολίν,χωρίς να γυρίσει να τους κοιτάξει. «Κάτι μου λέει ότι δεν θα ξανακούσουμε από δαύτον,τουλάχιστον μέχρι να φτάσουμε στη στεριά.» Έπειτα συνέχισε να προχωράει προς την πόρτα σέρνοντας πίσω της την Μπεατρίς,που είχε επιστρέψει για να χώσει το κόκκινο βιβλίο κάτω απ’το σάρι της. ‘Όταν κάτι δεν ανήκει σε κανένα,δεν είναι κακό να επωφελείσαι,’ είχε σκεφτεί. Η υπόλοιπη συντροφιά παρατηρούσε την αποχώρησή τους αμίλητη,μέσα σ’ένα κλίμα αμηχανίας και παρακμής.Μονάχα λίγο πριν βγούν,ο Ζαφέτ φώναξε: «Τα δωμάτιά σας...θα τα βρείτε!Έχουν το όνομά σας στο καρτελλάκι της πόρτας!» Συγχρόνως ο Φιλίπ ξεκίνησε να τις καληνυχτίζει,αλλά την ίδια στιγμή η πόρτα άνοιξε,και το μπαστούνι της Μπεατρίς χτύπησε πάνω σ’ένα πτώμα.Ξεχνώντας ότι ήταν κουτσή,άφησε ένα ουρλιαχτό,και πήδηξε προς τα πίσω.Όμως η Καρολίν δεν φαινόταν καθόλου τρομαγμένη.Αντίθετα,καθώς έσκυβε για να σηκώσει στα πόδια του το αναίσθητο σώμα του Ξαβιέ,χαμογέλασε και είπε: «Μα είναι μόνο το δουλικό σου,χρυσό μου!Τί χαριτωμένο-λιποθύμησε!»
Χ Όση ώρα διήρκεσε η κωμική τους κατάβαση στις καμπίνες του πλοίου,η Μπεατρίς-έξαλλη-δεν σταμάτησε στιγμή να ανακρίνει τον κακόμοιρο Ξαβιέ,προσπαθώντας να διερευνήσει τα αίτια της λιποθυμίας του.Για να το πετύχει,αφού τον συνέφερε με απανωτά χαστούκια,άρχισε να του πατάει το πόδι με το μπαστούνι,σε κάθε βήμα. «Άουου!» φώναζε εκείνος,προφυλάγοντάς την συγχρόνως για να μην πέσει. «Λέγε!» φώναζε η ανάλγητη Μπεατρίς,που είχε ξεχάσει προς στιγμήν τις σκηνές που είχαν προηγηθεί. «Λέγε,βρε κάθαρμα!Ρεζίλι των θαλασσών!Στεριανό ρημάδι!Λέγε,τί σ’έπιασε και σωριάστηκες χάμω σαν φοράδα,και μ’έκανες ρεζίλι στα μάτια τόσων εκλεκτών ανθρώπων;» «Σιγά τους εκλεκτούς ανθρώπους-» έλεγε η Καρολίν,που είχε αναλάβει ρόλο υπεράσπισης,και ψιθύριζε γελώντας στ’αυτί του: «Μην ομολογείς,χρυσό μου!» «Λέγε,τέρας!» ωρύονταν η Μπεατρίς, «Θα σε ραπίσω όπως κάνουν οι Ιησουίτες,μαύρο θα σε κάνω,κάθαρμα!Γιατί κρυφάκουγες,έ;Γιατί κρυφάκουγες;» «Μα δεν κρυφάκουγα,κυρία,» πήγε να πεί εκείνος, «με πείραξε η θάλασσα!» «Αφού δεν είχε κύμα,βρε Τάνταλε!Σίσυφε!Δαίμονα!Λέγε: γιατί έστησες αυτί; Και γιατί πήρες το βιβλίο;» «Μα,νόμιζα ότι εσείς το είχατε,κυρία!» είπ’εκείνος,κι αμέσως έγινε κόκκινος. «Α-χά!» ούρλιαξε θριαμβικά η Μπεατρίς, «Άρα ομολογείς-τα είδες όλα!Θα σε κομματιάσω!Θα σε σουβλίσω!Θα-» «Πρόσεχε χρυσό μου!» φώναξε η Καρολίν, «Θα μου ρίξεις τη γάτα!» «Τη γάτα!Πόσες φορές σου έχω πεί ότι η περιέργεια σκότωσε τη γάτα;Τη γάτα με τις εννιά ουρές θα φέρω,και θα σε χτυπάω όλη νύχτα!Γιατί κρυφάκουγες,έ;» «Μα κυρία...με παρεξηγήσατε...είχα ζαλιστεί απ’το να κρέμομαι στην κουπαστή,κι είχα σκοπό να κατέβω κάτω,στην καμπίνα μας...αλλά όλα γυρίζαν γύρω μου, και μπέρδεψα τις πόρτες...βρέθηκα έξω απ’το σαλόνι...δεν είχα πρόθεση...» «Δέκα μέρες περιορισμό,για ψευδομαρτυρία!Τέρας!» Με μια κοφτή κίνηση, του κάρφωσε πάλι το μπαστούνι στο πόδι.Αυτή τη φορά η πονεμένη του κραυγή συνοδεύτηκε από ένα αθέλητο χαμόγελο,που άφησε άναυδη την Μπεατρίς. «Ζενεβιέβ,χρυσό μου,» της είπε την ίδια στιγμή η Καρολίν, «συγχώρεσέ με που επεμβαίνω,αλλά νομίζω ότι δεν πρέπει να τον χτυπάς άλλο-έχει αρχίσει να το ευχαριστιέται!» Η Μπεατρίς γούρλωσε τα μάτια και κοίταξε τον Ξαβιέ. «Διεστραμμένε μυθομανή!Μέσα!» Και με μια σπρωξιά,άνοιξε την πόρτα που είχε το-ψεύτικο-όνομά της επάνω.Καθώς όμως ο διάδρομος ανάμεσα στις καμπίνες ήταν αρκετά στενός,το σώμα της παρέσυρε και τους τρείς μέσα,σαν χιονοστιβάδα.Ο Ξαβιέ σωριάστηκε σ’ένα απ’τα δυό κρεβάτια,ενώ οι δυό φίλες έμειναν όρθιες,μπροστά στην πόρτα.Όσο για την Βαλεριάνα,δεν είχε κουνήσει βλέφαρο. «Ορίστε-πάλι γίναμε θέαμα εξ’αιτίας σου!» γρύλλισε η Μπεατρίς,διορθώνοντας τα μαλλιά της που πετούσαν.Ο Ξαβιέ πήγε ν’ανοίξει το στόμα του,αλλά εκείνη τον έκοψε στον αέρα. «Αα!Σιωπή!Με κάθε λέξη,επιβαρύνεις τη θέση σου!» Έπειτα,κι υπενθυμίζοντας έστω κι αργοπορημένα στον εαυτό της πως έπρεπε να κουτσαίνει, σύρθηκε μέχρι την βαλίτσα της,όπου παράχωσε το βιβλίο ανάμεσα σε δεκάδες στρώματα ρούχων. «Μονάχα έτσι είναι ασφαλές απ’τα αετίσια νύχια σου,» του είπε αυστηρά,και πρόσθεσε: «Τώρα σε διατάζω να πέσεις για ύπνο,και να σταματήσεις να
εξάπτεις την ανόητη φαντασία σου με ό,τι βλακεία ακούς εδώ μέσα!Τέρμα!Αν γυρίσω και σε βρώ ξύπνιο,θα σε βάλω να κοιμηθείς όρθιος!Συννενοηθήκαμε;» «Μάλιστα κυρία,» έσπευσε ν’απαντήσει ο Ξαβιέ,κι από ένστικτο τινάχτηκε όρθιος.Όμως η Μπεατρίς τον ξανακάθισε μ’ένα σπρώξιμο. «Κάτω!» φώναξε, «Εγώ κι η φίλη μου έχουμε να πούμε μερικά πράγματα,και δυστυχώς,δεν μπορώ πλέον να σου έχω εμπιστοσύνη.Τ’αυτιά σου είναι πιο μεγάλα κι απ’του βασιλιά...δεν θυμάμαι τ’όνομά του,δεν έχει σημασία.» Και πιάνοντας την Καρολίν αγκαζέ,ετοιμάστηκε να βγεί απ’την καμπίνα.Με όλη αυτή την αναμπουμπούλα δεν είχε προλάβει να ρίξει ούτε μια ματιά στον ωραιότατο διάκοσμο.Ο δε Ξαβιέ,μην θέλοντας να την συγχύσει περισσότερο,είχε ζαρώσει πάνω στην κουκέττα του,και τις κοιτούσε σιωπηλός,σαν δαρμένο παιδί.Δεν έφερε καμμιά αντίρρηση όταν του έσβησε το φώς,ούτε όταν τον κλείδωσε μέσα για τιμωρία.Μονάχα όταν τις άκουσε να απομακρύνονται,η φωνούλα του πρόφερε δειλά πίσω απ’την πόρτα: «Τουλάχιστον μπορώ ν’ανάψω ένα αμπαζούρ για να διαβάσω τη Βίβλο;» «Όχι τρομαχτικά πράγματα!» είπε με την αγριοφωνάρα της η Μπεατρίς,που δεν είχε ιδέα για το περιεχόμενο της Βίβλου,εκτός από μιαν ασαφή εντύπωση για το ότι ασχολούνταν με το Θεό,το Διάβολο,κι ένα σωρό φριχτές ιστορίες.Ωστόσο,καθώς βαδίζαν προς το βάθος του διαδρόμου,και στο μυαλό της ξαναγύρισε η τρομαγμένη έκφραση του Ξαβιέ,ή ο τρόπος με τον οποίο κατέβαινε κουτρουβαλώντας τη σκάλα, προσέχοντας πάνω απ’όλα μην χτυπήσει εκείνη,την έκανε να αισθανθεί άσχημα που τον είχε ξυλοφορτώσει.Στο κάτω-κάτω,μπορεί να έλεγε αλήθεια,και να είχε όντως πέσει ξερός εξαιτίας της θάλασσας.Άλλωστε είχε μείνει τόση ώρα έξω,κι όταν τον είχαν βρεί ήταν κίτρινος σαν χρυσάφι δεκαοχτώ καράτια.Προς στιγμήν,αποφάσισε να του φερθεί πιο τρυφερά όταν ξαναγυρνούσε. ‘Όμως ήξερε για το βιβλίο,’ σκέφτηκε, ‘άρα κρυφάκουγε στα σίγουρα!’ Έτσι,απλώς αποφάσισε να του μειώσει τον κατ’οίκον περιορισμό,από δέκα σε πέντε ημέρες.Έπρεπε να είναι ρεαλιστική-ποιός θα έκανε τα ψώνια επί δέκα ολόκληρες μέρες;Όσο για την Καρολίν,που είχε γίνει άθελά της μάρτυρας αυτή της οικιακής σκηνής,της πρόσφερε μιαν χαμογελαστή απολογία: «Χίλια συγγνώμη για όλα αυτά,γλυκιά μου,αλλά ο Ξαβιέ είν’ένας αδιόρθωτος καρπουζοκέφαλος.Κατά βάθος,ξέρω πως το κάνει από κάποια παράλογη ιδέα που έχει,ότι πρέπει να με προστατέψει απ’τους κινδύνους,μόνο που φοβάμαι ότι στην περίπτωση του καλού μου Ξαβιέ,οι πιο πολλοί απ’αυτούς τους κινδύνους είναι ανύπαρκτοι!Χα-χα!» Αλλά η Καρολίν δεν γέλασε καθόλου.Αντίθετα,γύρισε,την κοίταξε για λίγο σκυθρωπή,κι έπειτα της είπε: «Αν θέλεις,χρυσό μου,περίμενε λίγο.» Είχαν ήδη φτάσει μπροστά στην πόρτα της καμπίνας της. «Στην αρχή σκεφτόμουν να τα πούμε στο δωμάτιό μου,αλλά τώρα μου φαίνεται πως δεν είναι και πολύ καλή ιδέα-μπορεί κάποιος...τελοσπάντων, καλύτερα ν’ανεβούμε πάνω,στην κουζίνα,ή και στο κατάστρωμα ακόμα-θα σου εξηγήσω. Στο μεταξύ περίμενε λίγο,όσο θα βάζω την Βαλεριάνα για ύπνο.» Και μ’αυτά τα λόγια,της έκλεισε την πόρτα και την άφησε μόνη στο διάδρομο.Η Μπεατρίς,που δεν περίμενε μια τέτοια αλλόκοτη αντίδραση,ένοιωσε μιαν ανατριχίλα. ‘Προς τί αυτή η ξαφνική κρίση μυστικοπάθειας;’ αναρωτήθηκε.Η Βαλεριάνα δεν ήταν δικαιολογία-αυτό το γατί κοιμόταν παντού και πάντα.Επομένως,τί ήταν αυτό το τόσο σοβαρό που ήθελε να της πεί η Καρολίν,και γιατί συνέχιζε να το κρύβει; Ήταν η τρίτη φορά μέσα σε λίγη ώρα που την απέκρουε με την ίδια πρόφαση,πως θα της εξηγούσε μετά. ‘Αλλά πότε μετά;’ σκέφτηκε η Μπεατρίς,της οποίας η υπομονή εξαντλούνταν περίπου σε πέντε λεπτά.Όλη αυτή η σιωπή στη διάρκεια του παιχνιδιού,οι διαρκείς ελιγμοί της φίλης της σε άλλα θέματα συζήτησης,η εσπευσμένη τους αποχώρηση,και τώρα η απότομη αλλαγή απ’τον φιλικό τόνο,την έκανε να φοβάται ολοένα και περισσότερο πως αυτό που θα άκουγε θα ήταν τρομερό. ‘Κι ίσως μάλι-
στα να αφορά εμένα την ίδια,και γι’αυτό να μην είπε τίποτε μπροστά στους άλλους’ σκέφτηκε έντρομη η Μπεατρίς.Αν είχε μάθει την αληθινή της ταυτότητα;Αν ο Γκαστόν της είχε σφυρίξει το όνομα που είχε δεί στις αποσκευές;Αλλά πότε είχε προλάβει;Αφού ήταν συνέχεια μαζί!Μήπως το είχε δεί μόνη της,σε κάποια παρατημένη βαλίτσα,όσο εκείνη κι ο Ξαβιέ παρίσταναν τους κλόουν;Ή μήπως-ω φρίκη της φρίκης!ο Γκαστόν είχε γράψει κατά λάθος το αληθινό της επίθετο στην τεμπελλίτσα της πόρτας;Σ’αυτή την σκέψη,η Μπεατρίς ήθελε να το βάλει στα πόδια,όμως την τελευταία στιγμή την κράτησε μια λεπτομέρεια σε όσα της είχε πεί η Καρολίν,λίγο προτού εξαφανιστεί στην καμπίνα της. ‘Μπορεί κάποιος...’ Κι η λογική συνέχεια ήταν: ‘Να μας ακούσει.’Αυτό ήταν!Φαίνεται πως η φίλη της είχε ψυλλιαστεί κάποιο μυστικό,κάποια καινούρια συνωμοσία,που η ίδια,ξοδεύοντας όλη την προσοχή της στα χαλιά και τα πορτατίφ,δεν είχε καν προσέξει.Άρα αυτό το βλοσυρό ύφος,κι η υποψία ότι κάποιος ίσως τις παρακολουθούσε,δεν μπορεί παρά να σήμαινε ένα πράγμα-ότι βρίσκονταν σε κίνδυνο! ‘Και τώρα,γιατί αργεί τόσο εκεί μέσα;Μήπως της συνέβη κάτι;’ αναρωτήθηκε έντρομη η Μπεατρίς.Σπασμωδικά,ύψωσε το χέρι για να χτυπήσει την πόρτα,αλλά την τελευταία στιγμή τραβήχτηκε.Δεν έπρεπε ν’αντιδρά με την ίδια απερισκεψία όπως ο Ξαβιέ,ή ο γιατρός.Δεν έπρεπε να αφήνεται στον αναίτιο πανικό των ανδρών!Ήταν γυναίκα,κι ήξερε να ελέγχει τον εαυτό της όπως όλες οι γυναίκες. «Τί κάθεσαι και σκέφτεσαι,κουτσή μου αγάπη;» ακούστηκε ξαφνικά η φωνή της Καρολίν,που για κάποιο διεστραμμένο λόγο,είχε βγεί απ’την καμπίνα της τελείως αθόρυβα,κι είχε έρθει πίσω της ακροποδητί.Κι η Μπεατρίς,που φυσικά βρισκόταν σε υπερένταση με όλα όσα συνέβαιναν,αναπήδησε,φωνάζοντας: «Μαμά μου!» Η Καρολίν,πιάνοντάς την απ’το χέρι,γέλασε τρυφερά. «Ε,όχι και μαμά σου,χρυσό μου,» είπε,κι αμέσως έφερε το δάχτυλο στα χείλη, λέγοντας: «Όμως τώρα,ας ανεβούμε γρήγορα επάνω.Και κάνε ησυχία,θα δείς.» Η Μπεατρίς,που πλέον δεν ήξερε τί να περιμένει,ακολούθησε την φίλη της,η οποία,χωρίς το μακρύ βέλο να την εμποδίζει,είχε αποκτήσει την αξιοθαύμστη πρωινή της ευκινησία.Μέσα σ’ένα λεπτό είχαν ανέβει και πάλι στο κατάστρωμα,κι η Καρολίν την τράβηξε πίσω απ’την γωνία του ξύλινου κουβούκλιου που αποτελούσε τον προθάλαμο του σαλονιού.Το κρύο ήταν τσουχτερό,και καθώς ο ουρανός ήταν γεμάτος σύννεφα,το μόνο φώς ερχόταν από μέσα,βάφοντας το καράβι και τη γύρω θάλασσα μ’ένα έντονο πορτοκαλί χρώμα.Και την ίδια στιγμή,η πόρτα άνοιξε,κι από μέσα βγήκε ο Ζαφέτ,ακολουθούμενος απ’την ερωμένη και τα ανήψια του.Οι δυό φίλες,που περίμεναν σιωπηλές όπως σε παιδικό παιχνίδι,αναγνώρισαν τις φωνές τους,καθώς κατέβαιναν τη σκάλα.Πρώτη ακούστηκε η Σαλομέ,να ρωτάει: «Γιατί δεν μας συνοδεύει ο Γκαστόν,θείε;Πού εξαφανίστηκε;» Κι ο Ζαφέτ,μ’ένα τόνο πολύ πιο απότομο απ’αυτόν που χρησιμοποιούσε όταν απευθυνόταν στην καρολίν ή την Μπεατρίς,της είπε: «Ο Γκαστόν έχει κι άλλες δουλειές-κάποιος πρέπει να οδηγεί.» «Έτσι κι αλλιώς,θα κοιμηθούμε μαζί,μην ανησυχείς,» είπε ο Φιλίπ,κι έπειτα οι φωνές τους έπαψαν ν’ακούγονται. «Πράγματι,» είπε η Μπεατρίς,τολμώντας να σπάσει την σιωπή μ’ένα ψίθυρο, «μου φάνηκε πως είδα τα ονόματα και των δύο αδελφών στην ίδια καμπίνα.» «Δεν μου κάνει εντύπωση,» είπε η Καρολίν,και πρόσθεσε: «αυτά τα αδέρφια έχουν μιαν ολωσδιόλου εκφυλισμένη σχέση.Δεν θα με εξέπληττε καθόλου αν ο Φιλίπ θήλαζε την Σαλομέ,ή το αντίστροφο.» Ακούγοντας τα λόγια της,η Μπεατρίς ένοιωσε ένα καινούριο αγκάθι να τρυπά την καρδούλα της,που χτυπούσε με συμπάθεια για τον νεαρό ντε Ραστιγιάκ. ‘Να πάρει η οργή,’ συλλογίστηκε, ‘είναι ανάγκη όλοι οι γοητευτικοί άνδρες που συναντώ να έχουν σχέσεις με τις αδελφές τους;’ Βέβαια η φίλη της μπορεί απλώς να παρερμήνευε
την προστατευτικότητα του Φιλίπ προς τη Σαλομέ,η οποία-εξαιτίας του προβλήματος στα μάτια της-ήταν πρακτικά ανήμπορη.‘Μπράβο,αυτή είναι η αλήθεια,’ βιάστηκε να καθησυχάσει τον εαυτό της,ενώ συγχρόνως η Καρολίν της έκανε νόημα να σκύψει για να δεί τους επόμενους που εγκατέλειπαν το σαλόνι.Χωρίς να καταλαβαίνει απόλυτα γιατί το έκανε (ή γενικά γιατί βρίσκονταν εκεί πάνω),η Μπεατρίς πρόβαλλε την μουσούδα απ’την κρυψώνα τους,κι είδε τον ιερέα να κατεβαίνει τις σκάλες τρεκλίζοντας,ακολουθούμενος απ’την Ροζαλί,που κρατούσε τη μύτη της αηδιασμένη. «Ωραία,» είπε,τραβώντας πάλι πίσω το κεφάλι της. «Ποιόν άλλο περιμένουμε τώρα;» Όμως η Καρολίν την κοίταξε κι άρχισε να γελά χωρίς φωνή.Η Μπεατρίς αναρωτήθηκε αν της είχε διαφύγει και πάλι κάποια λεπτομέρεια,κι έτσι ρώτησε: «Μα τί συμβαίνει,επιτέλους;Ποιός είναι εκεί μέσα;Τί έπρεπε να προσέξω,η κοκορόμυαλη;» «Αχ,καλή μου Ζενεβιέβ,» της είπε εκείνη,με την κανονική της φωνή, «δεν έχει μείνει κανείς εκεί μέσα!Αυτό είναι όλο!Γι’αυτό σ’έφερα εδώ πάνω,να τους δείς!» «Κι έχει κάποια σημασία το ότι φύγαν όλοι;» ρώτησε η αγαθή Μπεατρίς. «Φυσικά,αν σκεφτεί κανείς ότι μέχρι πριν λίγα λεπτά,πριν να φύγω εγώ δηλαδή,όλοι φαίνονταν πρόθυμοι να συνεχίσουν τη βραδιά,λέγοντας ιστορίες φαντασμάτων!Ξεχνάς τί έλεγε ο μικρός μάγος;Να πιούμε ένα ποτηράκι!Γιατί δεν το ήπιαν λοιπόν χωρίς εμένα;Θα σου πώ γιατί-» και συνέχισε ψιθυρίζοντας «γιατί ο μοναδικός τους σκοπός,όπως κι όλης αυτής της πλωτής παράτας,είμαι εγώ!Κι όσο για τον Γκαστόν,έλα να δείς τί ωραία που οδηγεί!» Και μ’αυτά τα λόγια,χωρίς να δώσει άλλες εξηγήσεις,την έπιασε απ’το χέρι,κι άρχισε να προχωρά προς την πλώρη του μεγάλου καραβιού.Η Μπεατρίς την ακολουθούσε σαν χαμένη.Μέχρι τώρα δεν είχε λύσει ούτε μια της απορία,κι αντίθετα,συνέχιζε να στοιβάζει καινούριες πάνω στις παλιές.Τώρα περνούσαν έξω απ’την κουζίνα,κι ακριβώς μπροστά τους ξεκινούσε η τετράγωνη καμπίνα του πιλοτήριου. «Α-χά!» έκανε η Καρολίν θριαμβευτικά, «όπως το είχα φανταστεί!Βλέπεις,συνηθίζεται στους καλεσμένους σου να δίνεις τις καμπίνες που βρίσκονται πιο κοντά στην σκάλα,κι όχι αυτές που είναι κρυμμένες στην κοιλιά του σκάφους,σαν να τους παραχώνεις σε τάφο-αλλά τα δικά μας δωμάτια,αν πρόσεξες,κι ιδίως το δικό μου, βρίσκονταν τέρμα,στο βάθος.Και νά που έχω δίκιο!Έλα,μην φοβάσαι,ο έμπιστος Γκα-στόν μάλλον δεν βρίσκεται στο τιμόνι!» Και με μια σπρωξιά,οι δυό τους βρέθηκαν α-κριβώς μπροστά στο παράθυρο της τιμονιέρας.Απέναντί τους,με την πλάτη γυρισμέ-νη προς το μέρος τους,βρισκόταν ο Γκαστόν.Το πανύψηλο σώμα του,που μόλις και μετά βίας χωρούσε μές στο χαμηλό κουβούκλιο,κάλυπτε σχεδόν τελείως μια σειρά από όργανα ναυτιλίας,που στην Μπεατρίς φάνταζαν το ίδιο μυστηριώδη όπως και σε έναν ιθαγενή των Ιμαλαϊων.Είχε τα χέρια περασμένα στις λαβές ενός μακρόστενου, μεταλλικού σωλήνα,που έβγαινε απ’το δάπεδο,κι έμοιαζε να παρατηρεί κάτι.Η καρ-διά της ωστόσο χτυπούσε γρήγορα,και το χέρι γύρω απ’το μπαστούνι της έτρεμε.Τί θα γινόταν αν ξαφνικά ο Γκαστόν γυρνούσε και τις έβλεπε να τον παρακολουθούν;Το πιθανότερο βέβαια ήταν να μην έκανε τίποτε,αλλά στο κάτωκάτω,τί δουλειά είχαν εκεί;Τί κοιτούσε η φίλη της με τόση περιέργεια;Η Μπεατρίς ήταν έτοιμη να εκφράσει αυτή της την απορία,όταν η Καρολίν ψιθύρισε: «Για δές!Πώς σου φαίνεται ο εξοπλισμός του πλοίου;» «Δεν ξέρω...» απήντησε εκείνη, «υποθέτω πως είμαστε ασφαλείς...κι αν εννοείς τον Γκαστόν,έ,υποθέτω πως και μ’ένα μάτι καταφέρνει να βλέπει απ’αυτά τα κυάλια,για να μην χτυπήσουμε σε κανένα βράχο...» «Μα ποιά κυάλια,χρυσό μου;Μήπως συνωμοτείς κι εσύ εναντίον μου;» είπε η Καρολίν,τόσο αγανακτισμένη που σχεδόν μιλούσε δυνατά. «Κυάλια μέσα στη νύχτα; Τί έχει το μάτι του,φάρο και βλέπει στο σκοτάδι;» Κι η Μπεατρίς,κοιτάζοντας καλύτερα για να μην την θυμώσει,ένοιωσε ένα ρίγος να την διαπερνά.Τώρα ο Γκαστόν είχε ακουμπήσει τα χέρια πάνω στον ξύλινο
πάγκο με τα όργανα.Όμως το εκπληκτικό ήταν πως ο μεταλλικός σωλήνας απ’τον οποίο κοιτούσε,και που μέχρι πριν μια στιγμή έφτανε ως το ύψος των ώμων του,είχε εξαφανιστεί.Στο σημείο όπου βρισκόταν,τώρα υπήρχε μονάχα το ξύλινο δάπεδο. «Μα...μα τί έγινε;» ρώτησε απορημένη «πού πήγε εκείνο...το πράγμα;Αυτός ο σωλήνας που κοιτούσε;Τί ήταν;» Μ’ένα χαμόγελο ικανοποίησης,η Καρολίν είπε: «Επιτέλους,αγαπητό μου κορίτσι-προς στιγμήν νόμισα ότι είχα μείνει μόνη μου,αλλά ευτυχώς την τελευταία στιγμή επανήλθες.Τώρα πιστεύω ότι μπορούμε να πάμε στο σαλόνι για να συζητήσουμε μερικά σκοτεινά σημεία αυτής της ιστορίας.» Το σαλόνι βέβαια ήταν πολύ λιγότερο σκοτεινό απ’τα σημεία που η Καρολίν σκόπευε ν’αφηγηθεί,καθώς φεύγοντας,οι φίλοι τους είχαν αφήσει τον πολυέλαιο και τα περισσότερα πορτατίφ αναμμένα,σχεδόν σαν νά’ξεραν πως κάποιος θα γυρνούσε πάλι εκεί.Έτσι,ο φόβος της Μπεατρίς,που είχε αρχίσει να καλπάζει μέσα της σαν άλογο ιπποδρόμου-παρόλο που η ίδια κούτσαινε-,υπό το φώς των κίτρινων κρυστάλλων και της φωτιάς,η οποία έκαιγε δυνατή στο μικρό τζάκι,κατάφεραν αμέσως να την ηρεμήσουν.Διαλέγοντας λοιπόν ένα απόμερο σημείο,οι δύο φίλες κάθισαν η μιά απέναντι στην άλλη,η Καρολίν άναψε ένα τσιγάρο,κι άρχισε να μιλά.Και μισή ώρα αργότερα ο φόβος της Μπεατρίς είχε επιστρέψει στην κούρσα,κι ήταν και γκανιάν. «Κατ’αρχήν,θα έπρεπε να σου ζητήσω συγγνώμη,χρυσό μου,απ’τα βάθη της σαπισμένης μου καρδιάς,για το μικρό ψεμματάκι που σε άφησα να πιστέψεις,μαζί με όλους τους άλλους-ήταν φριχτό από μέρους μου,αλλά η αυθεντική σου έκπληξη μου ήταν απαραίτητη.» Η Μπεατρίς κούνησε το κεφάλι,με νέα αυθεντική έκπληξη (φαίνεται πως είχε μεγάλα αποθέματα από δαύτην). «Όμως ούτε κι εγώ γνώριζα κατά πόσο θα τραβούσα το παραμύθι στα άκρα,» συνέχισε η Καρολίν,το ίδιο κρυπτικά. «Μονάχα που όταν έφτασα στο λιμάνι,κι αυτός ο μεθύστακας με πλησίασε αμέσως,απ’το πουθενά,σαν να με περίμενε,άρχισα να γίνομαι καχύποπτη.Ξέρεις σε ποιόν αναφέρομαι,χρυσό μου,έτσι δεν είναι;Μάλιστα,μόλις ανέβηκα σ’αυτό το καθήκι που επιπλέει, και σ’άκουσα να μου λές ότι τον είχες συναντήσει κι εσύ,κι ότι σου είχε πεί τα ίδια ακριβώς πράγματα,η υποψία άρχισε σιγά-σιγά να μεγαλώνει: ‘Κάποιος εδώ μας κάνει πλάκα,’ σκέφτηκα,όμως δυστυχώς δεν μπορούσα να είμαι ακόμη απόλυτα σίγουρη. Στο κάτω-κάτω,το διαπίστωσες και μόνη σου ότι η παραφροσύνη χτυπάει τους κατοίκους αυτής της πόλης το ίδιο αλύπητα όπως κι η θάλασσα.Πόσο μάλλον έναν άνθρωπο που είναι κινούμενο αποστακτήριο πατάτας.Τέλοσπάντων,» και παίρνοντας μια βαθιά ρουφηξιά,χαμήλωσε ανεπαίσθητα τη φωνή της. «Έτσι λοιπόν σκέφτηκα απλώς να κάνω μια μικρή αναγγελία,να πώ ένα ψέμμα κι απ’τη μεριά μου,που να ταράξει τα νερά.Μου φάνηκε πως μ’αυτόν τον τρόπο,θα προκαλούσα αναπόφευκτα τον εφευρέτη της συνωμοσίας-αν φυσικά κανείς συνωμοτούσε-να προδωθεί.Ίσως να μην ήταν και τόσο έξυπνο από μέρους μου,τελικά,πάντως εκείνη τη στιγμή,στο κατάστρωμα,όταν μου είπες πως σας είχε πλησιάσει κι εσάς αυτός ο ζητιάνος,αποφάσισα τη μοίρα της Πορδής της Ροδεσίας.Θα έλεγα ότι την είχα μαζί μου.Έτσι,για να δώ πόσοι θα έφριτταν,κι ανάμεσά τους,να τρομάξω κι εκείνος που πιθανώς ήθελε να δεί πρώτη εμένα να φρίττω.Το ξέρω,η αλήθεια είναι πως υπερέβαλλα λιγάκι με όλες τις μακάβριες λεπτομέρειες της απίστευτης κατάρας,αλλά ήθελα να είμαι βέβαιη πως δεν έβαζα το κεφάλι μου στο κούτσουρο του χασάπη.Έπρεπε όλοι να χεστούν απ’το φόβο τους,όπως κι έγινε,νομίζω.Ακόμη κι εκείνη η αρκούδα η Αραμπέλλα,που κανονικά, λόγω διαστάσεων,δεν θα έπρεπε να φοβάται τίποτε,έκανε την άσχετη,παρόλο που ήταν η πρώτη που με είχε ρωτήσει για το διαμάντι,χθές το πρωί.Και δυστυχώς,αγαπη-
τό μου παιδί,» είπε,τσιμπώντας της τρυφερά το μάγουλο, «σε ανάγκασα για λίγη ώρα να μοιραστείς την άγνοια αυτών των καννίβαλων.Ελπίζω μόνο να μην τρόμαξες.» Η Μπεατρίς,αντίθετα,δεν έμοιαζε καθόλου τρομαγμένη.Απλώς,το πρόσωπό της είχε πάρει την στρογγυλή και θλιμμένη ποιότητα των παιδιών,όταν τους έχεις μόλις αρνηθεί ένα δώρο που περίμεναν.Γιατί πιστεύοντας πως η αφέλεια των άλλων γύρω απ’το θρύλο του διαμαντιού θα την άφηνε να επωφεληθεί,τσεπώνοντάς το,η Μπεατρίς είχε ήδη πλάσει την προθήκη,το βελούδινο μαξιλαράκι,και την εξωφρενική τιμή στην οποία θα το πουλούσε.Και τώρα,ξαφνικά,είχε μείνει με τη γλώσσα έξω. «Δηλαδή...δεν υπάρχει το διαμάντι;» ρώτησε όλο πίκρα. «Μα όχι,βέβαια,» είπε η Καρολίν,σβήνοντας το πρώτο τσιγάρο.Ένας βήχας τράνταξε το λεπτό της σώμα,κι ύστερα συνέχισε,ελαφρώς πνιγμένη. «Νόμιζα ότι σ’το είχα ξεκαθαρίσει,το πρωί...τέλοσπάντων,μου φαίνεται ότι με όλα αυτά τα ψέμματα, στο τέλος δεν θα ξέρουμε ποιός είναι ποιός,εδώ μέσα!» ‘Ωχ-ωχ-ωχ,’ σκέφτηκε η Μπεατρίς ‘πόσο μάλλον εγώ,που είμαι δύο πρόσωπα ταυτόχρονα!’ «Ωστόσο αυτό που είχε σημασία,όπως έβλεπα την κατάσταση,ήταν να προκαλέσω έστω και μιά αντίδραση απ’τη μεριά του ενόχου,» πρόσθεσε η Καρολίν. «Του ενόχου για ποιό πράγμα;» ρώτησε η Μπεατρίς,που ακόμα συλλογιζόταν νοσταλγικά το διαμάντι.Η φίλη της,φέρνοντας το χέρι στο μέτωπο με απελπισία,είπε: «Για τον γέρο-μεθύστακα,χρυσό μου,τον σαπιοκοιλιά!» Στην τελευταία λέξη φώναξε λιγάκι,πιθανώς για να τραβήξει την προσοχή της,κάτι που είχε απόλυτη επιτυχία.Η Μπεατρίς ανακάθισε σαστσιμένη στην πολυθρόνα,κι αποφάσισε ν’ακούσει αυτά που είχε να της πεί η Καρολίν χωρίς να σκέφτεται συνεχώς το κέρδος. «Α ναι,γι’αυτό που έλεγες-σωστά-αφού τον είδαμε κι οι δυό μας...» «Ακριβώς!» έκανε η Καρολίν,χτυπώντας την πίπα της στο τραπεζάκι. «Σκέφτηκα λοιπόν,πως ο επόμενος που θα ανέφερε την συνάντησή του μ’αυτό τον άθλιο μπεκρή,όσο αληθοφανής κι αν ήταν η αφήγησή του,θα ήταν ο ένοχος,δηλαδή αυτός που τον είχε στείλει για να μας βρεί.» «Δηλαδή πιστεύεις πως αυτά που μας είπε...θέλω να πω για τις νεράιδες...ότι κάποιος άλλος του τα είχε υπαγορεύσει;» «Είμαι σχεδόν βέβαιη!» είπε μ’ένα πονηρό χαμόγελο η Καρολίν. «Άλλωστε δεν σου φαίνεται περίεργο,Ζενεβιέβ χρυσό μου,που απ’όλους όσους φτάσαμε στο λιμάνι,αυτός ήρθε μονάχα σε μάς τις δυό;Κανείς άλλος δεν τον συνάντησε.Άρα,το μόνο λογικό ήταν πως κάποιος τον είχε στείλει,και μάλιστα να γυρέψει εμένα.Απλώς,μέσα στο μεθύσι του,είπε την ίδια ιστορία δυό φορές,και σε σένα,πιθανώς επειδή δεν θυμόταν την περιγραφή μου,κι ήθελε να είναι σίγουρος ότι θα μάθαινα την ιστορία του!» «Μα...για ποιόν λόγο να το κάνει αυτό;Και ποιός τον έβαλε;» Πραγματικά,παρόλο που στο μυαλό της δεν πετούσαν πλέον κόκκινα διαμαντάκια,η Μπεατρίς εξακολουθούσε να μην καταλαβαίνει.Οι τερατολογίες του γερο-ζητιάνου είχαν σαφώς φανεί υπερβολικές και στην ίδια,αλλά δεν έβρισκε το λόγο που εξυπηρετούσε μια τέτοια σκηνοθεσία. «Υποπτεύεσαι κάποιον συγκεκριμένο;» «Ασφαλώς,είχα απ’την αρχή τους υπόπτους μου,και τελικά έπεσα διάνα!» είπε με υπερηφάνεια η Καρολίν. «Και για τον ρόλο που έπαιζε ο μεθύστακας,νομίζω πως ο βασικός σκοπός δεν ήταν να με αποτρέψει απ’το ταξίδι,όσο το να με τρομάξει. Επιθυμία εκείνου που έβαλε τα λόγια στο στόμα του ήταν εγώ να μάθω αυτή την φοβερή ιστορία,να καταφτάσω τρομοκρατημένη στο πλοίο,και στη διάρκεια του ταξιδιού ν’αρχίσω να εκμυστηρεύομαι τους φόβους μου.Έτσι,λίγο-λίγο,θα δημιουργούνταν ένα κλίμα πανικού,με μένα στο επίκεντρο,ώστε οποιοδήποτε ατύχημα μου συνέβαινε,θα μπορούσε να αποδοθεί-αν όχι σε υπερφυσικά αίτια-στον ίδιο μου τον φόβο.» Η Μπεατρίς την άκουγε με ανοιχτό στόμα.
«Μονάχα που οι πανούργοι συνωμότες λογαριάζαν χωρίς τον ξενοδόχο,» είπε η Καρολίν,και με ακόμα μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση ξάπλωσε αναπαυτικά στην πολυθρόνα της,καπνίζοντας. «Γιατί βλέπεις,αγαπητή μου Ζενεβιέβ,παρά την ηλικία και το φύλο μου,δεν εμπίπτω σε καμμιά ηλίθια στατιστική,και κανείς δεν μπορεί να με τρομοκρατήσει τόσο εύκολα!Απ’την πρώτη στιγμή που εκείνος ο αποκρουστικός τύπος άρχισε να με κυνηγάει στην προβλήτα,φωνάζοντας ένα σωρό ασυναρτησίες,κατάλαβα πως αυτό που περίμενε ο ένοχος,ήταν ν’ανέβω στο πλοίο έντρομη.Ε,λοιπόν εγώ φρόντισα να κάνω ακριβώς το αντίθετο!Μόλις βεβαιώθηκα ότι οι βασικοί μου ύποπτοι είχαν μαζευτεί,ανέφερα γελώντας το συναπάντημά μου σε σένα-θυμάσαι;Τη στιγμή εκείνη ήξερα πως έδινα ένα πρώτο χτύπημα στον διώκτη μου.Το δεύτερο,το έδωσα όταν κανείς δεν το περίμενε,ξεφουρνίζοντας αυτή την απίστευτη ιστορία με το διαμάντι,που έδειχνε σε όλους πόσο ατρόμητη είμαι στις προλήψεις και τους θρύλους!Ομολογώ όμως ότι αυτό που περίμενα με την πιο μεγάλη αγωνία ήταν τα τελικά αποκαλυπτήρια,την στιγμή που ο ένοχος δεν θ’άντεχε,και θα κατέφευγε στην υπερβολή.» Σ’αυτό το σημείο η Καρολίν πήρε μια βαθιά ανάμσα,και σήκωσε θεατρικά το μακρύ μανίκι της μπροστά απ’το πρόσωπό της. «Ξέρεις τί λέν για τους εγκληματίες, χρυσό μου;Ότι ο αποτυχημένος,ο κακός εγκληματίας,αν μπορούμε να το πούμε έτσι, προδίδεται απ’το ίδιο σφάλμα που προδίδει και τον κακό ηθοποιό-απ’την υπερβολή, την πινελιά που δεν χρειάζεται,την προσπάθειά του να πείσει όταν όλοι έχουν πειστεί, ή όταν κανείς δεν ενδιαφέρεται πιά.Και ξέρεις φυσικά ποιός ήταν ο πρώτος που έβαλε αυτή την πινελιά,έτσι δεν είναι;» Το πονεμένο βλέμμα της Μπεατρίς φανέρωνε πως ήξερε,αν και δεν ήθελε με κανένα τρόπο να το παραδεχτεί. «Ο αγαπητός μας Φιλίπ,με τις μαγείες του!» είπε η Καρολίν,επιβεβαιώνοντας σκληρά τους φόβους της. «Όταν τον άκουσα να φτιάχνει αυτόν τον υποβλητικό πρόλογο,έστω κι υπό μορφήν αστείου,για να διασκεδάσουμε τάχα,κι ύστερα να προφέρει τη λέξη ‘νεράιδες’,ήμουν τόσο σίγουρη,που δεν άντεξα,κι εξερράγην!Μόνο που,βάζοντας τις φωνές,έκανα το λάθος να του προσφέρω το τέλειο άλλοθι-ακόμα κι αν δεν με είχε ακούσει στο κατάστρωμα,του ξεκαθάριζα εξ’αρχής πως δεν θα ‘έτρωγα’ με τίποτε την ιστορία του μέθυσου στο λιμάνι.Ήταν σαν να του υπαγόρευα να φτιάξει ένα άλλο ψέμμα,της στιγμής,κι ίσως αυτό να έκανε-η ιστορία με τον παπά που μας αφηγήθηκε,δυστυχώς,δεν μπορούσε να επαληθευθεί,και προς στιγμήν είχα φοβηθεί ότι ο ένοχος γλιστρούσε μέσα από τα χέρια μου.Και τότε...» «Και τότε;...» ρώτησε η Μπεατρίς,πού’χε γουρλώσει κάτι μάτια χαμαιλέοντα. «Και τότε ακούσαμε την τρεμάμενη φωνούλα του καλού μας γιατρού,κι όλα μπήκαν στη θέση τους!» ψιθύρισε η Καρολίν,μ’ένα παιχνιδιάρικο γέλιο. «Χα-χα!Τον θυμάσαι,τον κακομοίρη;Ήδη,απ’τη στιγμή που σας είπα για το διαμάντι,είχα καταλάβει πως αν δεν είχα μπροστά μου τον μεγαλύτερο ηθοποιό του κόσμου,είχα σίγουρα έναν απ’τους μεγαλύτερους χέστηδες,και μάλιστα του χειρίστου είδους-χέστηδες με ιδιότητα επιστήμονα.Το βιβλίο που κρατούσε με τέτοιο τρόμο ήταν απλώς ένα στοιχείο που έδειχνε προς τη δεύτερη κατεύθυνση.Ήταν δε τόσο αυθεντικός,τόσο ειλικρινής ο πανικός του,που άρχισα να σκέφτομαι σοβαρά μήπως εντέλει είχα κάνει λάθος, κι έπλαθα συνωμοσίες απ’το πουθενά...» ‘Το ίδιο αναρωτιέμαι κι εγώ,’ σκέφτηκε η Μπεατρίς,χωρίς φυσικά να το πεί. «Φαίνεται όμως πως ο ένοχός μας είχε υπολογίσει το ενδεχόμενο να μην κατάφερνε να με φοβίσει,κι έτσι,χρειαζόταν μια ασφαλιστική δικλείδα,έναν άλλον,δοκιμασμένο δειλό.Προφανώς,οποιοσδήποτε γνώριζε τον γιατρό Βάις από παλιά,θα ήξερε για την αφελή του πίστη στους μύθους και τις λαϊκές δοξασίες.Επομένως,αν ο ίδιος ο χρυσός στόχος του ταξιδιού,δηλαδή εγώ,δεν σκορπούσα μόνη μου τον πανικό,θα μεριμνούσε γι’αυτό-άθελά του-ο καημένος ο γιατρός,υπό την ασυναίσθητη καθοδήγηση
του φίλου που τον είχε οδηγήσει σ’αυτό το ταξίδι.Το μόνο που χρειαζόταν να κάνει,ήταν ν’απλώσει μερικούς οιωνούς,κατάλληλα τοποθετημένους,ώστε ο εύπιστος γιατρός να πέσει πάνω τους κατάμουτρα.Ο πρώτος οιωνός ήταν αυτή η τρισάθλια τσιγγάνα που μας είπε ότι συνάντησε.Και μπορώ να πω,αγαπητή μου Ζενεβιέβ,πως αυτή ακριβώς η άγνωστη γυναίκα αποτέλεσε και το κλειδί του μυστηρίου.Γιατί χθές το απόγευμα,λίγη ώρα δηλαδή πριν την επίμαχη συνάντηση του κυρίου Βάις με την απεσταλμένη της μοίρας,η μοίρα το θέλησε να έχω ανοίξει,για πρώτη και τελευταία φορά,τα παράθυρα του δωματίου μου,στο ξενοδοχείο.Καθώς έβλεπαν σ’έναν ελεεινό κωλόδρομο,γεμάτο σκόνη και θόρυβο,δεν είχα καμμία διάθεση να απολαύσω τη θέα, όμως ξαφνικά,κι εντελώς ανεξήγητα,το υπνοδωμάτιό μου άρχισε να μυρίζει τριαντάφυλλο.Μια μπόχα της κόλασης.Οπότε,για να μην πνιγώ,άνοιξα το παράθυρο κι έσκυψα έξω.Και ποιόν μαντεύεις πως είδα,να δίνει ελεημοσύνη σε μια γριά τσιγγάνα,πιάνοντας μάλιστα κουβέντα μαζί της;» «Ποιόν;Ποιόν;Ποιόν;» ρώτησε η Μπεατρίς,στην άκρη της πολυθρόνας της. «Τον αγαπητό...Ζαφέτ!» είπε η Καρολίν,κι η Μπεατρίς,μ’ένα αίσθημα θριάμβου,έπεσε απ’την πολυθρόνα στο πάτωμα μ’ένα τρομαχτικό γδούπο.Η Καρολίν,αναστατωμένη,πήγε να την βοηθήσει,αλλά εκείνη αρνήθηκε μ’ένα χαμόγελο. «Ω,μην ανησυχείς,καλή μου,» της είπε «είμαι μια χαρά,ορίστε,σηκώθηκα κιόλας.» Βέβαια τα μεριά της είχαν δεχτεί ένα ισχυρό πλήγμα,αλλά αφού δεν ήταν ο Φιλίπ που μιλούσε με την τσιγγάνα,μια τούμπα στο πάτωμα δεν ήταν και τίποτε σπουδαίο. «Έτσι,έ;» έκανε,με προσποιητό ενδιαφέρον.Είχε ένα χαμόγελο μισού μέτρου. «Όπως σου τα λέω,» είπε η Καρολίν, «μου φάνηκε πολύ παράξενο,κι αν εκείνη την ώρα δεν είχε διαβολεμένη κίνηση,ίσως κατάφερνα ν’ακούσω τί της έλεγε.Αλλα τελικά,δεν χρειάστηκε.Μας τά’πε ο γιατρός,από πρώτο χέρι!» «Δηλαδή η τσιγγάνα...ήταν μια στημένη υπόθεση;» «Απολύτως!Το ίδιο και το βιβλίο!Να,δές το!» και με μια κίνηση,απ’το μακρύ της μανίκι η Καρολίν έβγαλε το κόκκινο δερματόδετο βιβλιαράκι.Η Μπεατρίς το πήρε στα χέρια της και το κοίταξε απ’όλες τις πλευρές,γεμάτη απορία.Έπειτα το άνοιξε κι άρχισε να το ξεφυλλίζει. «Νόμιζα πως το είχα αφήσει στο δωμάτιό μου...» είπε,χωρίς να καταλαβαίνει. «Μα το άφησες!» ήταν η απίστευτη απάντηση της Καρολίν. «Το βιβλίο που κρατάς,το βρήκα στην καμπίνα μου!Όση ώρα με περίμενες,εγώ είπα να ρίξω μια ματιά στα πράγματα που ο αγαπητός μας νηοδεσπότης είχε αφήσει εκεί,για να τα βρώ δήθεν τυχαία.Γι’αυτό και καθυστέρησα.Και φυσικά,δεν χρειάζεται να σου πώ ποιό βιβλίο βρήκα στο συρτάρι του κομοδίνου,ακριβώς κάτω απ’την Βίβλο!» Η Μπεατρίς εξακολουθούσε να εξετάζει το βιβλιαράκι με δυσπιστία.Ήταν ένα τέλειο αντίγραφο,κι όσο για τη μηχανορραφία που βρισκόταν πίσω του,αυτή ήταν πραγματικά απίθανη.Τόση οργάνωση,κι όμως ο Ζαφέτ,όταν τό’χε κρατήσει στο τραπέζι,είχε πεί πως το έβλεπε για πρώτη φορά. «Ξέρω τί σκέφτεσαι,» είπε η Καρολίν,διακόπτοντας τον νοερό ειρμό της, «το σκέφτηκα κι εγώ,όταν βρήκα το δεύτερο αντίτυπο-είναι τρομαχτική όλη αυτή η προεργασία,η ικανότητα να πείς ένα τόσο πειστικό ψέμμα χωρίς καν ν’αλλάζει ο τόνος της φωνής σου...μπροστά του,ακόμη κι οι μαγγανείες του ανηψιού του,κι οι ίδιες οι ιστορίες με τα τέρατα δεν αξίζουν δεκάρα!Κι ακόμη,» είπε,και χωρίς εξηγήσεις σηκώθηκε απ’τη θέση της, «νομίζω πως αν ψάξουμε λίγο καλύτερα μέσα σ’αυτό το κακόγουστο σαλονάκι,θα βρούμε μερικές ακόμη σανίδες σωτηρίας στο σχέδιο πανικού που είχε καταστρώσει ο αγαπητός μας Ζαφέτ εις βάρος του παλιού του φίλου,του γιατρού...ίσως μάλιστα να χρησιμοποίησε και την ίδια σανίδα,πολλές φορές,αφού δεν μπορούσε να είναι σίγουρος για το πού θα καθόταν ο γιατρός,κι ούτε βέβαια είχε νόημα να του αφήσει ένα αντίτυπο στην καμπίνα του...οι άνδρες είναι συχνά ψωροπε-
ρήφανοι,και δεν ανεβαίνουν απ’τα δωμάτιά τους για να πούν σε όλους πόσο φοβούνται...» Όσο τα έλεγε αυτά,η Καρολίν,με τα γυαλιά στερεωμένα στο άκρο της γαμψής μυτούλας της,είχε σκύψει μπροστά στην πρώτη βιβλιοθήκη του σαλονιού,εκείνη που βρισκόταν ακριβώς απέναντί τους,κι έμοιαζε να ψάχνει κάτι.Η Μπεατρίς την κοιτούσε γεμάτη απορία,ενώ συγχρόνως σκεφτόταν το ‘κακόγουστο’ του διάκοσμου,και το ‘κολασμένο’ άρωμα του τριαντάφυλλου,που η φίλη της είχε σχολιάσει.Ίσως είχε έρθει ο καιρός να επανεξετάσει λίγο την αισθητική της.Την ίδια στιγμή όμως τους συλλογισμούς της διέκοψε μια κραυγή χαράς απ’τη μεριά της Καρολίν. «Α-χά!» φώναξε,κι ύστερα,απολαμβάνοντας τη γεύση του θριάμβου,ξανάπε: «Ήμουν σίγουρη!» Με μιάς,από δύο διαφορετικά ράφια της βιβλιοθήκης τράβηξε δυό όμοια βιβλία,το ένα μαύρο και το άλλο κόκκινο.Έπειτα,χωρίς ακόμα να γυρίσει προς το μέρος της,πήρε τα βιβλία κι έτρεξε σχεδόν στην επόμενη βιβλιοθήκη.Αυτή τη φορά τα νικητήρια επιφωνήματα χρειάστηκαν μονάχα ένα λεπτό.Αφού επανέλαβε την ίδια ακατάληπτη ιεροτελεστεία έξη ή επτά φορές,επέστρεψε στο σημείο που κάθονταν,κι άδειασε στην αγκαλιά της Μπεατρίς οχτώ βιβλιαράκια,τα μισά με μαύρο και τα άλλα μισά με κόκκινο δερμάτινο κάλυμμα. «Για δές!» της είπε. Κι η Μπεατρίς,ανοίγοντας στην τύχη ένα απ’τα μαύρα βιβλία,έπεσε ξανά πάνω στην φριχτή γκραβούρα,με τη μορφή γυναίκας που βγαίνει απ’τα σύννεφα.Φοβισμένη,το έκλεισε,ενώ όταν διάβασε την πρώτη σελίδα κι απ’το δεύτερο και τρίτο βιβλίο,είχε πλέον πειστεί.Στην αγκαλιά της κρατούσε οχτώ-μαζί με το αντίτυπο της Καρολίν εννιά-αντίτυπα του περιβόητου λαογραφικού μπαμπούλα με τίτλο: ‘Μύθοι και θρύλοι της Ιρλανδίας’. ‘Κατάρα!’ σκεφτόταν,ανάμεσα σε κύματα φόβου, ‘τώρα δεν είναι καν σπάνιο!Ούτε μισό φράγκο δεν θα πιάσει!Με ματιάσανε!’ «Βλέπεις λοιπόν;» έκανε η Καρολίν, «Βλέπεις τί προσεκτικά στημένη παγίδα περίμενε τον φτωχό,μοιρολάτρη γιατρό μας;Δέκα ίδια βιβλία σπαρμένα εδώ κι εκεί, απ’τον ανυποψίαστο Ζαφέτ,που αγνοούσε ακόμα και την ύπαρξή τους!» «Και τί θα κάνουμε τώρα;» ρώτησε η Μπεατρίς, «Θα τους τα δείξουμε;Θα πείς γι’αυτό που βρήκες στο δωμάτιό σου;Τότε πια ο Ζαφέτ δεν θα μπορεί να ισχυριστεί πως δεν ξέρει τίποτε για δαύτα...» «Όχι βέβαια-δεν τρελλάθηκα!» ήταν η απότομη απάντηση της Καρολίν.Το ίδιο ξαφνικά όπως τα είχε φέρει,τα πήρε ξανά στην αγκαλιά της,κι ύστερα σηκώθηκε κι άρχισε να τα βάζει στη θέση τους. ‘Τουλάχιστον να κρατούσα ένα απ’τα μαύρα,’ σκέφτηκε θλιμμένη η Μπεατρίς, ‘εκείνα έδειχναν πιο τρομακτικά!’ Μόλις όμως η φίλη της γύρισε και κάθισε δίπλα της ξανά,δοκίμασε μια δόση αληθινού τρόμου. «Όπως σου έλεγα,καλή μου Ζενεβιέβ,δεν σκοπεύω να τα τινάξω στη διάρκεια αυτού του ταξιδιού,κι ούτε φυσικά έχω την πρόθεση να βάλω κι εσένα σε μπελάδες. Θα σου συνιστούσα,πάνω απ’όλα,ψυχραιμία.Ασφαλώς και δεν θα πούμε τίποτε σε κανέναν.Πρώτ’απ’όλα,ο φίλος μας μπορεί πάντα να επιμείνει στην αθωότητά του,ότι δεν ξέρει πώς βρέθηκαν αυτά τα βιβλία πάνω στο σκάφος του.Απ’την άλλη όμως,δείχνοντάς του ότι καταλάβαμε την απάτη του,θα τον σπρώξουμε στα άκρα,κι αυτό είναι κάτι που δεν θέλουμε να συμβεί,τουλάχιστον όσο είμαστε εδωπέρα,απομονωμένοι στο μέσον της θάλασσας...» «Ναι,αλλά αν τελικά ο ένοχος είναι ο Ζαφέτ,» είπε η Μπεατρίς, «αν δηλαδή το παραμύθι με τον μεθύστακα,την τσιγγάνα,και τώρα μ’αυτά τα βιβλία είναι δικό του κόλπο,τότε νομίζω πως είμαστε σχετικά ασφαλείς,δεν είν’έτσι,αγαπητή μου;Θέλω να πώ...ο φίλος μας είναι υπερήλικας...αν τον κλάσεις,θα διαλυθεί!» Η Καρολίν έβαλε τα γέλια,ωστόσο κουνούσε διδακτικά το δάχτυλο.
«Κι όμως...κι όμως!» έλεγε ανάμεσα στα γέλια, «Μπορεί νά’χεις δίκιο για τον Ζαφέτ,χρυσό μου,αλλά αν έχω κι εγώ δίκιο,τότε σίγουρα δεν θά’ναι μόνος του σ’αυτό το κόλπο.Θα έλεγα μάλλον πως είμαστε...περικυκλωμένοι!» ‘Χριστέ μου!’ σκέφτηκε η Μπεατρίς,και ρώτησε: «Από ποιούς;» «Μα,πρώτ’απ’όλα,απ’αυτόν τον μονόχειρα εκδικητή,ή τί στο διάβολο του λείπει...α,ναι,το μάτι!» είπε γελώντας η Καρολίν,που προφανώς έβρισκε την απειλή ιδιαίτερα διασκεδαστική. «Τί νομίζεις πως έκανε όταν τον κατασκοπεύσαμε,στην τιμονιέρα;Ξεχνάς εκείνο το πράγμα που κοιτούσε,και που μονομιάς χάθηκε στο πάτωμα; Εσύ τί νομίζεις πως ήταν;» Η Μπεατρίς κούνησε το κεφάλι,για να δηλώσει την άγνοιά της.Με όλα αυτά που της είχε πεί η φίλη της στο μεταξύ,είχε ξεχάσει τελείως το επεισόδιο με τον Γκαστόν.Όμως απ’την Καρολίν δεν ξέφευγε τίποτε. «Βλέπεις,» είπε «εμείς οι γριές,από κάποια κατάλοιπα αυταρέσκειας,ή κι από την φυσική τάση που έχουν τα ζώα να αποφεύγουν τα άθλια θεάματα,δεν αγαπούμε και πολύ τους καθρέφτες.Εγώ,δε,τους απεχθάνομαι.Κι ιδίως όταν είναι τόσοι πολλοί, όσοι στην καμπίνα μου...Με το που μπήκα μέσα,χρυσό μου,κι άναψα το φώς,ήταν σαν να είχα βρεθεί σ’εκείνη την ηλίθια αίθουσα των Βερσαλλιών!» Η Μπεατρίς σε αυτό το σημείο προσπάθησε να αγνοήσει το καμπανάκι που χτυπούσε μέσα στο μυαλό της κάθε φορά που άκουγε αυτή τη λέξη. «Πρέπει να μέτρησα πέντε,μπορεί κι έξη καθρέφτες!Παντού-πάνω απ’το κρεβάτι,απέναντι απ’το κρεβάτι,δίπλα στο κομοδίνο, πάνω από μια γελοία σόμπα,ένα σωρό καθρέφτες...κι όπως συνηθίζω να κάνω,σαν παραδοσιακή χήρα που είμαι,έβγαλα απ’τις βαλίτσες μου μερικά μαύρα πανιά κι άρχισα να τους σκεπάζω,έναν-έναν...τους σκέπασα όλους.Και τώρα,αυτός ο γκαβούλιακας μέσα απ’το κατασκοπευτικό του περισκόπιο,θα βλέπει το ίδιο πράγμα δυό φορές, και θ’αναρωτιέται αν έχει φορέσει το πανί στο σωστό μάτι...δεν είναι υπέροχο;» Για μερικές στιγμές η Μπεατρίς έμεινε αμίλητη,κοιτώντας την φιλενάδα της με τρόμο.Δεν μπορούσε να πιστέψει την ελαφρότητα με την οποία αντιμετώπιζε την αλήθεια,αν φυσικά η αλήθεια ήταν όπως την περιέγραφε. «Θέλεις να πείς...» ψέλλισε, «ότι ο Γκαστόν...δηλαδή,...ακολουθώντας τις οδηγίες του αφεντικού του...μας παρακολουθεί;» «Ακριβώς!» είπε η Καρολίν μ’ένα γέλιο,κι αμέσως,γέρνοντας προς το μέρος της,πρόσθεσε με σκαμπρόζικη φωνή: «Γι’αυτό,αν έχεις φέρει μαζί σου τίποτε ψεύτικους φαλλούς,κρύψ’τους καλά....εγώ τους έβαλα σε θήκες από πούρα!» «Αυτό πρέπει να κάνω...» είπε η Μπεατρίς,που είχε άξαφνα φοβηθεί τόσο,που δεν καταλάβαινε τί έλεγε, «να τα κρύψω...» και ξαφνικά,όλο έκπληξη: «Μα δεν έχω πούρα!» Η Καρολίν,βλέποντας τον πανικό της,την αγκάλιασε και της είπε: «Αχ,γλυκιά μου Ζενεβιέβ!Σε τρέλλανα εντελώς!Μην ανησυχείς,χρυσό μου!Ο Κύκλωπας μάλλον έχει εντολή να κατασκοπεύει μονάχα την δική μου καμπίνα...είσαι απόλυτα ασφαλής...απλώς,ήθελα να σου εφιστήσω την προσοχή,να σου εξηγήσω ότι ο Ζαφέτ ίσως να μην είναι μόνος του σ’αυτή την αλλόκοτη επιχείρηση τρόμου,αλλά αντίθετα να περιβάλλεται από αρκετούς σωματοφύλακες...» «Δηλαδή κινδυνεύουμε κι από άλλους εκτός απ’τον Γκαστόν;!» αναφώνησε έντρομη η Μπεατρίς.Η φίλη της,παίρνοντας μια ρουφηξιά,έσβησε το τσιγάρο της. «Δεν μπορώ να είμαι σίγουρη...» είπε, «το πιό πιθανό είναι πως,όποιο σχέδιο κι αν έχει καταστρώσει ο θείος του,ο Φιλίπ θα είναι το δεξί του χέρι,ή τουλάχιστον θα γνωρίζει τα πάντα...εξάλλου δεν μπορούμε ν’αγνοήσουμε το γεγονός πως απ’την δική του αφήγηση ξεκίνησε το παραλήρημα του γιατρού...που κι αυτός,δεν ξέρω κατά πόσο υπερέβαλλε μ’όλη αυτή την κρίση του πανικού...ίσως τελικά ο φόβος του,κι οι πληροφορίες που μας πέταξε κατάμουτρα,υπό την έγκυρη εκδοχή του βιβλίου,να μην ήταν παρά μια δραματική κορύφωση,ένα coup de maître απ’τον υπερήλικα σκηνοθέ-
τη αυτής της κωμωδίας...δεν αποκλείω δηλαδή οι αντιδράσεις του κυρίου Βάις να είχαν υπαγορευτεί κατά γράμμα,ώστε να είναι σε τέλειο συγχρονισμό με τα λεγόμενα του Φιλίπ...ας μην ξεχνούμε ότι εξαφανίστηκε πολύ νωρίς στην καμπίνα του,κι επιπλέον,όσο δεισιδαίμων κι αν είναι κανείς,συνήθως φροντίζει να συγκρατεί τον έλεγχο των πράξεών του,ιδίως μπροστά σε ανθρώπους που μόλις έχει γνωρίσει...» «Έχεις δίκιο,ω Θεέ μου,έχεις δίκιο,» είπε η Μπεατρίς,που απ’την αγωνία είχε αρχίσει να λικνίζεται μπρός-πίσω στην πολυθρόνα της,σαν τροφίμος φρενοκομείου. Κάποια στιγμή σήκωσε το κεφάλι και ρώτησε: «Και τώρα,τί κάνουμε;Πού μας οδηγούν όλες αυτές οι παρατηρήσεις;» Η Καρολίν,αφού πρώτα αναποδογύρισε την ταμπακιέρα της για να βεβαιωθεί πως δεν της είχαν απομείνει άλλα τσιγάρα,απήντησε με αρκετή αδιαφορία. «Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε,είναι να περιμένουμε...να δούμε κατά πόσο οι υποψίες μου θα βγούν αληθινές,ή αν το κεφάλι μου έχει γίνει με τα χρόνια το ίδιο κλούβιο όπως αυτή η ταμπακιέρα!» Και με μιαν ολότελα φυσική κίνηση,σαν να μην την ένοιαζε τί θ’απογίνονταν,η Καρολίν πέταξε το λεπτό χρυσαφένιο κουτί στο τραπεζάκι ανάμεσά τους.Η Μπεατρίς,παρά τα αισθήματα που θόλωναν κάπως τις επιδόσεις της απληστίας,πρόφτασε να υπολογίσει απ’το χτύπημα ότι η ταμπακιέρα ήταν φτιαγμένη από μασίφ χρυσό,τουλάχιστον 18 καρατίων (από το χρώμα),ενώ η πέτρα στο κούμπωμα ήταν ένας πανέμορφος στρογγυλός αιματίτης. ‘Αυτή η γυναίκα είναι μια ζωντανή αντίφαση,’ σκέφτηκε, ‘απ’τη μια ανησυχεί για την περιουσία της,που όλοι επιβουλεύονται,κι απ’την άλλη σκορπάει από’δώ κι από’κεί τέτοια θαυμάσια κελεπούρια,που θα πιάναν και πέντε χιλιάδες φράγκα,με τον κατάλληλο αγοραστή!’Πάντως,μόλις άρχισε και πάλι να μιλά,γύρισε αμέσως προς το μέρος της. «Προς το παρόν,αγαπητή μου Ζενεβιέβ,πρέπει να επιστρέψουμε στα ιδιαίτερα διαμερίσματά μας και να ρίξουμε ένα γερό ύπνο,ώστε αύριο να είμαστε φρέσκοι,κι έτοιμοι ν’αντιμετωπίσουμε τους υποχθόνιους φίλους μας!» Καθώς σηκωνόταν,ένα καινούριο χαμόγελο ανέβηκε στα χείλη της. «Τώρα θυμήθηκα τον μικρό σου σκλάβο,χρυσή μου,» είπε. «Μου φαίνεται αστείο,αλλά τελικά έχει δίκιο-οι κίνδυνοι απ’τους οποίους προτίθεται να σε προστατέψει δεν είναι καθόλου φανταστικοί.Εξαίρω το ένστικτό του!Μπορεί βέβαια να είναι ο μόνος σ’αυτό το πλοίο που φοβάται τις νεράιδες,ωστόσο η καχυποψία του ενδεχομένως να μας φανεί χρήσιμη,πολύ χρήσιμη!» Πιάνοντάς την και πάλι από το χέρι,άρχισε να βαδίζει μαζί της προς την πόρτα του σαλονιού. «Θα είμαστε λοιπόν σαν τους τέσσερις σωματοφύλακες!» έλεγε γελώντας, «Εγώ,εσύ,ο χαριτωμένος σου λακές,κι η Βαλεριάνα στο ρόλο του Ντ’Αρτανιάν!» Τα τελευταία λόγια της Καρολίν ακούστηκαν μές στο απαλό αεράκι της νύχτας,που μόλις βγήκαν απ’το σαλόνι ήρθε και τις τύλιξε,σαν ένα βρεγμένο σάλι με τη μυρωδιά της θάλασσας.Η Μπεατρίς βέβαια,δεν μοιραζόταν πιά την ευθυμία της.Στο μυαλό της,η αναμέτρηση των τεσσάρων υποθετικών συνωμοτών-δηλαδή του Ζαφέτ και της αντροπαρέας του-απέναντι σε δυό ανάπηρες γριές,έναν λιγόψυχο υπηρέτη,και μια γάτα που κοιμάται συνέχεια,βάραινε κάπως άνισα από τον φόβο της ήττας.Ήταν λοιπόν ακόμη πιο εντυπωσιακό πώς,εκείνη τη στιγμή,απ’αυτές τις ζοφερές σκέψεις κατάφερε να την αποσπάσει η όψη της θάλασσας.Θα μου πείτε,ύστερα απ’όλα όσα είχαν ειπωθεί,έστω κι αν η ίδια η Μπεατρίς τ’αντιμετώπιζε με περιφρόνηση,ήταν φυσικό η θέα των μαύρων νερών να της προκαλεί μια κάποια ανησυχία.Αν όμως τα νερά αυτά ήταν ορμητικά,κι αντανακλούσαν τ’αστέρια τ’ουρανού,δε θα την φόβιζαν τόσο.Αλλά το καράβι δεν έπλεε γρήγορα.Αντίθετα,γλιστρούσε πάνω σ’ένα θολό υδάτινο καμβά,όλο και πιό αργά.Και στο βάθος του ορίζοντα που πλησίαζε ολοένα,απειλητικά σαν διωγμένες μνήμες-Τί είχε πεί ο ζητιάνος για’κείνη τη νύχτα;Το κοριτσάκι φώναζε μέσ’απ’την ομίχλη!Η γκραβούρα,το διαμονικό πρόσωπο της γυναίκας...-άρχιζαν ν’αχνοφαίνονται τα πρώτα πέπλα μιας πυκνής ομίχλης.
ΧΙ Καθώς ξεπροβόδιζε την φίλη της μ’ένα φιλί γεροντοκόρης έξω απ’την πόρτα της καμπίνας της,το μυαλό της Μπεατρίς συνέχιζε να γυρίζει σαν τρελλό γρανάζι,με την ορμή που του είχαν δώσει τα λόγια της Καρολίν.Υπήρχε στ’αλήθεια κάποιο σχέδιο με στόχο την περιουσία της;Της φαινόταν δύσκολο να το πιστέψει,ακόμη κι υπό το φώς όλων εκείνων των αδιάσειστων στοιχείων που είχε δεί να παρελαύνουν μπροστά απ’τα μάτια της: το περισκόπιο του Γκαστόν,τα βιβλία,τις αφηγήσεις της Καρολίν για την τσιγγάνα...Κι όμως,δεν μπορούσε να το χωνέψει!Πώς ήταν δυνατόν μέσα σ’ένα τόσο περιορισμένο χώρο όπως αυτό το καράβι,να εκτελεστεί μια οποιαδήποτε συνωμοσία της προκοπής;Δεν εξέταζε καν το γεγονός του σεβασμού και του φόβου που όλοι έμοιαζαν να τρέφουν για την ζάμπλουτη φιλενάδα της.Στο κάτω-κάτω,ο καθένας μπορεί να υποκριθεί πως συμπαθεί κάποιον,ενώ στην ουσία τον υπονομεύει. Αλλά το ντεκόρ ενός ιστιοφόρου που ταξιδεύει στην θάλασσα,απλώς δεν ταίριαζε σε οργανωμένους εγκληματίες,αν μή τι άλλο γιατί δεν υπήρχε μέσο διαφυγής,γιατί εκτός απ’την Καρολίν,στο καράβι επέβαινε η ίδια,ο Ξαβιέ,κι άλλοι δέκα άνθρωποι,που δεν μπορούσαν να είναι όλοι μπλεγμένοι στο ίδιο σκοτεινό σχέδιο! ‘Εκτός κι αν είναι!’ είπε ξαφνικά μια διαβολική φωνή μες στο κεφάλι της.Για μια στιγμή,η Μπεατρίς στάθηκε ακίνητη στο μέσον του διαδρόμου,δίχως καν να αναπνέει.Πράγματι,δεν μπορούσε να είναι σίγουρη γι’αυτό.Ίσως όλοι,μα όλοι,ακόμα κι η καλοκάγαθη χοντρούλα,η φίλη της Σαλομέ,ή ο ιταλιάνος επιβήτορας της Ροζαλί,να έπαιζαν κάποιο ρόλο στην σκευωρία εναντίον της φίλης της. ‘Και το επόμενο λογικό βήμα,’ συμπλήρωσε,ενώ κρυός ιδρώτας έτρεχε στην πλάτη της, ‘είναι πως,μόλις πετύχουν τον σκοπό τους,θα φροντίσουν να εξαφανίσουν τους πιθανούς μάρτυρες,δηλαδή εμένα!’ Με το που ολοκλήρωσε αυτό τον συλλογισμό,η Μπεατρίς βρισκόταν ήδη μπροστά στην πόρτα της, γυρίζοντας το πόμολο απελπισμένα.Τελικά κατάλαβε πως έβαζε δύναμη προς τη λάθος κατεύθυνση,το γύρισε αριστερά,και με την καρδιά της να χτυπάει σαν ινδιάνικο ταμπούρλο,πήδησε μέσα στην καμπίνα,που ήταν σχεδόν απόλυτα σκοτεινή.Το μοναδικό φώς ερχόταν από ένα αμπαζούρ στα δεξιά,ενώ απέναντί της-ώ τρόμος!-μια σκοτεινή φιγούρα έσκυβε πάνω απ’τη βαλίτσα της,ψάχνοντας κάτι. Τότε ήταν που η σκοτεινή φιγούρα γύρισε τρέμοντας,κι έβγαλε μια μικρή φωνούλα πανικού,αιφνιδιασμένη.Και μέσα στο λιγοστό φώς,η Μπεατρίς διέκρινε το έντρομο πρόσωπο του Ξαβιέ,που έκρυβε κάτι βιαστικά κάτω απ’το σακάκι του-έπειτα,μ’ένα σάλτο,βρέθηκε μέσα στο κρεβάτι του. «Ξαβιέ!» φώναξε αγριεμένη. «Τί ήταν αυτό που είδα;» «Τίποτα κυρία,τίποτα!» ακούστηκε η φοβισμένη του φωνή κάτω απ’την κουβέρτα,όμως η Μπεατρίς ήταν σίγουρη πως αυτό που τον είχε δεί να παραχώνει στην λιβρέα του,ήταν το βιβλίο για τις νεράιδες. ‘Προφανώς,ο άτιμος περίμενε όλη αυτή την ώρα,υπολογίζοντας αν ήταν ασφαλής ν’αποτολμήσει το ανοσιούργημά του!’ σκέφτηκε,κι αμέσως ξαναφώναξε αυστηρά: «Απαιτώ να μου δείξεις τί κρατάς στα χέρια σου!» Τρέμοντας,ο Ξαβιέ έβγαλε κάτω απ’την κουβέρτα πρώτα το αριστερό του χέρι,που δεν κρατούσε τίποτε,κι έπειτα το δεξί,στο οποίο έσφιγγε ένα μαντήλι. «Δηλαδή με ειρωνεύεσαι!» γρύλλισε η Μπεατρίς. «Όχι,κυρία!» είπ’εκείνος,ξαναχώνοντας τα χέρια του κάτω απ’την κουβέρτα. Η Μπεατρίς πήρε μια βαθιά ανάσα,για να ελέγξει τα νεύρα της.
«Καλέ μου Ξαβιέ,» ρώτησε, «ξέρεις τί έκανε μια φίλη μου στην υπηρέτριά της που την έκλεβε;» Όταν όμως δεν πήρε απάντηση,αποφάσισε να παραιτηθεί. Άλλωστε το συγκεκριμένο βιβλίο δεν ήταν ιδιαίτερα δυσεύρετο. «Τέλοσπάντων,» είπε, «δεν έχω την διάθεση να ξενυχτήσω παριστάνοντας τον αστυνόμο.Αν θέλεις να επιβαρύνεις την ήδη ευέξαπτη φαντασία σου με τις ιστορίες αυτού του ανεκδιήγητου βιβλίου,είσαι ελεύθερος να το κάνεις,καλέ μου Ξαβιέ.» «Ευχαριστώ κυρία!» είπ’εκείνος,βγάζοντας μύτη απ’τα σκεπάσματα. «Μη με διακόπτεις!» φώναξε η Μπεατρίς,και συνέχισε, «Μην μου πείς όμως ότι δεν σε προειδοποίησα.Και προπαντός φρόντισε να μην δείς κανένα ταραγμένο όνειρο,και με ξυπνήσεις με φωνές.Είμαι εξαιρετικά κουρασμένη,και δεν ξέρω πώς θα αντιδράσω.Εξηγηθήκαμε,Ξαβιέ;» «Μάλιστα,κυρία!» φώναξε εκείνος,και μ’ένα πλατύ χαμόγελο,ανασηκώθηκε κι έβαλε και τα δυό μαξιλάρια όρθια πίσω απ’το κεφάλι του,σε θέση ανάγνωσης.Ύστερα,κι αφού πρώτα γύρισε το κεφάλι του στον τοίχο για να φορέσει η Μπεατρίς το νυχτικό της,έβγαλε δειλά το βιβλιαράκι και το στερέωσε πάνω στην κοιλιά του. «Είσαι αδιόρθωτος,» του είπε η Μπεατρίς,καθώς ξάπλωνε στο κρεβάτι της. Βέβαια,τα χείλη της προσπαθούσαν με κόπο να καταπιέσουν ένα χαμόγελο βίτσιου και συνενοχής,από εκείνα τα μαζοχιστικά που μοιραζόταν με τον υπηρέτη της,κάθε φορά που τον τιμωρούσε ή του μιλούσε αυστηρά.Και τώρα,που επιπλέον ήξερε πόσο θα μπορούσε να τον τρομάξει αν τού’λεγε έστω και τα μισά απ’όσα της είχε εκμυστηρευτεί η Καρολίν,η ιδέα του φοβισμένου προσώπου του της φαινόταν ακόμα πιο διασκεδαστική. ‘Όμως δεν είναι σωστό,’ σκέφτηκε,τεντώνοντας το πληγιασμένο της πόδι, ‘ας τον αφήσω να τρομάξει για λίγο με τα πλάσματα της φαντασίας,προτού του αποκαλύψω τους κινδύνους που κρύβει η πραγματικότητα.Εξάλλου δεν αποκλείεται εντέλει η Καρολίν απλώς να υπερβάλλει,κι επιπλέον,αν του φουντώσω το μυαλό με σενάρια συνωμοσίας,δεν θα μ’αφήσει να κοιμηθώ ποτέ.’ Καθώς όμως συμβαίνει με τους περισσότερους ανθρώπους που φοβούνται την θάλασσα και τα ταξίδια με πλοίο,το δυσκολότερο απ’όλα τα βάσανα που αντιμετώπιζε ο Ξαβιέ εν πλώ,ήταν το ζήτημα του ύπνου-είχε την αφελή αλλ’αναπόδραστη πεποίθηση πως,την στιγμή ακριβώς που θ’αποκοιμιόταν,το πλοίο θα βυθίζονταν,κι ότι έτσι θα πνιγόταν στον ύπνο.Αυτός δε ο παραλογισμός είχε τέτοια δύναμη,ώστε ακόμη κι όταν ήταν εξαντλημένος,όπως απόψε,του ήταν εντελώς αδύνατο να κοιμηθεί.Τα μάτια του μπορεί να έκλειναν απ’τη νύστα,ωστόσο μόλις άκουγε τον παραμικρό θόρυβο,σαν το τρίξιμο του κρεβατιού απ’το ίδιο του το βάρος,ή το σκαρί του πλοίου μέσα στα κύματα,ξυπνούσε πανικόβλητος.Τα μοναδικά μέσα που είχε για να καταπολεμήσει αυτή του την ανασφάλεια,ήταν τα σωσίβια και τα βιβλία,που του κρατούσαν συντροφιά ώσπου έχανε τις αισθήσεις από την κούραση.Κι επειδή πιο πολύ κι απ’την ίδια την ζωή του,στα μάτια του πιστού και καλόκαρδου Ξαβιέ μετρούσε η ζωή κι η ασφάλεια της κυρίας του,προσπαθούσε να κάνει ό,τι περνούσε απ’το χέρι του προκειμένου να την προστατεύσει κατά τις ώρες του ύπνου της. Έτσι,όση ώρα η Μπεατρίς συζητούσε με την Καρολίν στο σαλόνι,είχε ξεθάψει από ένα ντουλάπι τα σωσίβια,κάτι πελώρια γιλέκα από φελλό,τυλιγμένα με εκτυφλωτικό κίτρινο μετάξι.Και παρόλο που γνώριζε εκ των προτέρων την αντίδρασή της, και την έτρεμε,μόλις η Μπεατρίς του γύρισε την πλάτη,σηκώθηκε ακροποδητί,φόρεσε πρώτα το δικό του γιλέκο (για να μπορεί να την σώσει,σε περίπτωση που το πλοίο βυθιζόταν πριν προλάβει να βάλει το δικό της) κι άρχισε να πλησιάζει όσο γίνεται πιο αθόρυβα προς το κρεβάτι της.
Μονάχα που τα ξύλα στο πάτωμα έτριζαν υπερβολικά,κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο γλυκός ύπνος στον οποίο η Μπεατρίς είχε μόλις βυθιστεί,να διακοπεί από διαδοχικά ‘κριικ-κρικ’,καθώς κι απ’την αίσθηση ότι κάποιος στεκόταν από πάνω της. «Ξαβιέ;» είπε,χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει. «Αισθάνομαι την βαριά σκιά σου επάνω μου.Μπορείς να μου εξηγήσεις γιατί;» «Το σωσίβιό σας,κυρία,» ψέλλισε δειλά εκείνος, «σκέφτηκα ότι θα ήταν καλό να το φορέσετε προτού κοιμηθείτε!» «Κοιμόμουν ήδη!» γρύλλισε η Μπεατρίς,και σηκώθηκε αναμαλλιασμένη,ψάχνοντας για τον διακόπτη του αμπαζούρ. «Αλλά θα σου κάνω το χατήρι,μόνο και μόνο για να μ’αφήσεις ήσυχη-» Την ίδια στιγμή,το μικρό προτατίφ φώτισε τον Ξαβιέ,ο οποίος έμοιαζε με γιγάντιο φωσφορίζον καλαμάρι,κι η Μπεατρίς έβγαλε ένα επιφώνημα φρίκης. «Χριστέ μου!» φώναξε, «Τί είν’αυτό;Αδύνατον!Δεν το φοράω!Αυτό το πράγμα είναι πιο μεγάλο από μένα-θα βουλιάξω πιο γρήγορα αν το φορέσω!» Και με μια κίνηση,έσβησε το φώς και ξαναγύρισε την πλάτη στον Ξαβιέ.Όμως εκείνος δεν κουνήθηκε ρούπι.Με το σωσίβιο προτεταμένο,συνέχισε να στέκεται στην ίδια θέση, σαν ακόλουθος που περιμένει την αφύπνιση του βασιλιά.Κι ήταν φυσικό η Μπεατρίς να μην μπορεί ν’αποκοιμηθεί,αφού περίμενε εκνευρισμένη ν’ακούσει τα βήματά του. «Γιατί με καταδιώκεις;» ρώτησε μετά από λίγο.Η φωνή της ακουγόταν διπλά απελπισμένη μέσ’απ’το μαξιλάρι. «Μα κυρία,» είπε εκείνος, «δοκιμάστε το.Μόνο για λίγο.Θα δείτε,είναι πολύ βολικό,παρά το μέγεθός του,και πολύ απαλό.Εγώ,ούτε που το καταλαβαίνω.» «Αυτό δεν με παρηγορεί ιδιαίτερα,» είπε η Μπεατρίς,ανάβοντας και πάλι το φώς, «εσύ,καλέ μου Ξαβιέ,θα φορούσες και μεσαιωνική πανοπλία αν πίστευες ότι θα σε γλύτωνε απ’τον πνιγμό.Τέλοσπάντων,για να το ξαναδώ...» Και με την απογοήτευση ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της,ανασηκώθηκε ξανά και πήρε το σωσίβιο απ’τα χέρια του. «Θεέ μου,» μουρμούριζε, «πώς θα κοιμηθώ φορώντας αυτό το σαμάρι;» Έπρεπε να τα παίξει όλα για όλα.Κοιτώντας τον υπηρέτη της κατάματα,τον ρώτησε: «Ξαβιέ,υπάρχει περίπτωση να μ’αφήσεις να κοιμηθώ αν δεν φορέσω αυτή την κίτρινη πατάτα προηγουμένως;» Εκείνος χαμήλωσε το βλέμμα όλο ντροπή,και είπε: «Όχι,κυρία.» «Η ζωή μου είναι μια κόλαση!» είπε εκείνη,και μ’ένα βογγητό,χώθηκε με το κεφάλι στο σωσίβιο.Έπειτα γύρισε,κοίταξε τον Ξαβιέ,και ρώτησε: «Ευτυχισμένος;». «Πρέπει να τραβήξετε και τα κορδονάκια-» ξεκίνησε να λέει αυτός με μια ποντικίσια φωνούλα,αλλά την ίδια στιγμή η Μπεατρίς άρπαξε ένα μαξιλάρι και του το πέταξε στο κεφάλι. «Γαμώ τα κορδονάκια μου,πότε θα πέσεις για ύπνο;!» ούρλιαξε. Τρέχοντας σαν βρεμένη γάτα,ο Ξαβιέ τρύπωσε στο κρεβάτι του,κι ανοίγοντας το βιβλίο σε μια τυχαία σελίδα,έκανε πως διάβαζε.Η Μπεατρίς,αφού πάσχισε μάταια να βολέψει τα βυζιά της μέσα σ’αυτή την παγίδα από φελλό,σωριάστηκε μπρούμυτα πάνω στο κρεβάτι,ψιθυρίζοντας ακατάληπτες βρισιές.Όμως η δοκιμασία της έμελλε να κρατήσει λίγο ακόμη. Γιατί καθώς ο Ξαβιέ άρχισε να διαβάζει στ’αλήθεια,και μάλιστα το κεφάλαιο για τις νεράιδες,η μυθολογία έκανε τον φόβο του να φουσκώσει όπως η μαγιά ένα μεγάλο κέικ.Και μέσα στο σκοτάδι της καμπίνας που γινόταν ολοένα και πιο τρομαχτικό,κάθε θόρυβος γύρω του αποκτούσε νέες διαστάσεις τρόμου.Έτσι,με το πρώτο μεγάλο τρίξιμο του πλοίου,τινάχτηκε όρθιος και φώναξε: «Χριστέ μου!Κυρία,είστε καλά;» Η Μπεατρίς,που ξυπνούσε για δεύτερη φορά πάνω στη γλύκα,έχωσε το μούτρο της στο μαξιλάρι κι άρχισε να κλαίει,ή τουλάχιστον να προσποιείται πως κλαίει. «Είστε καλά;» ξαναρώτησε ο Ξαβιέ,και τότε εκείνη ξέσπασε.
«Εύχομαι να βυθιστούμε!» είπε,τρίζοντας τα δόντια. «Εύχομαι να χτυπήσουμε τον πρώτο ύφαλο που θα βρούμε μπροστά μας,και να πέσουμε στη θάλασσα σαν τα σκατά των γλάρων!Όχι τίποτε άλλο,για να δείς ότι τότε δεν μας σώζουν ούτε όλα τα σωσίβια του κόσμου,γιατί θα παγώσουμε,θα παγώσουμε,θα παγώσουμεεε!» Και μ’αυτή την κραυγή,ξανάαπεσε στο μαξιλάρι της,γελώντας υστερικά.Ο Ξαβιέ είχε απομείνει να την κοιτάζει άναυδος,χωρίς να καταλαβαίνει γιατί οι τόσο λογικές προφυλάξεις του την είχαν οδηγήσει σε νευρική κατάρρευση.Απλώς,απαντώντας στο τελευταίο της σχόλιο,ξάπλωσε πάλι κι είπε φοβισμένος: «Μη-...μη λέτε τέτοια πράγματα,κυρία.»
ΧΙΙ Όμως στο τέλος η Μπεατρίς αποκοιμήθηκε,κι είδε κι ένα παράξενο όνειρο. Βρισκόταν,λέει,βυθισμένη ολότελα στο νερό.Αλλά δεν τρόμαζε.Αντίθετα,αισθανόταν να το διασκεδάζει,παρόλο που το νερό ήταν σκοτεινό και παγωμένο.Θά’λεγε κανείς πως έμοιαζε με θάλασσα,αλλά θάλασσα προϊστορική,όπου έχουν συνηθί-σει να σέρνουν τα τεράστια βήματά τους μονάχα απόκοσμα πλάσματα,τέρατα που η ύπαρξή τους κρατάει πολύ πριν απ’τον άνθρωπο.Ίσως και δαίμονες,που στην μεγάλη έμπνευσή του,ο Θεός τους εξακόντισε στον βυθό της ίδιας της Γής. Σε μια τέτοια θάλασσα λοιπόν,και με πλήρη βραδυνή ενδυμασία,η Μπεατρίς κολυμπούσε σαν το ψάρι,δίχως να χρειάζεται ανάσα,και μάλιστα βυθιζόταν ολοένα. Το λιγοστό φώς που της έδειχνε το δρόμο προερχόταν από κάποια γενειοφόρα ψάρια της αβύσσου,που περνούσαν δίπλα της ξυστά,με τις γαλάζιες φωσφορίζουσες κεραίες τους ν’ανεμίζουν χωρίς βάρος.Είδε πως φορούσε ένα λευκό φόρεμα,πολύ φαρδύ,που φούσκωνε από το νερό σαν κρινολίνο,κι απ’τη δαντέλλα το αναγνώρισε: Την τελευταία φορά που τό’χε βάλει,ήταν για να πάει σε μια δημοπρασία στη Σεβίλλη,πριν από πέντε χρόνια.Στο γαντοφορεμένο χέρι,κρατούσε το μπαστούνι της. Πού πήγαινε,όμως;Έπεφτε,έπεφτε,και δεν έφτανε πουθενά.Γύρω της,πότε πότε,φωτίζονταν κάποια συστάδα από πολυχρωμα φύκια,ή κοράλλια,που της θυμίζαν αντίστοιχα κορδέλλες δώρων,ή κοσμήματα ριγμένα κατά τύχη μέσα σε μια μπιζουτιέρα.Ήθελε να τ’αγγίξει,αλλά δεν τα έφτανε.Και ξαφνικά... ...κοίταξε προς τα κάτω,κι είδε ότι λίγα μέτρα πιο χαμηλά απ’τις μύτες των παπουτσιών της,βρισκόταν ένα κουφάρι ναυαγισμένου πλοίου,σκεπασμένο απ’άκρη σ’άκρη με κόκκινα κοράλλια.Σε λίγα δευτερόλεπτα θα έπεφτε πάνω στο γερμένο κατάστρωμα,ανάλαφρη σαν πούπουλο. ‘Τί ωραίο καράβι!’ σκέφτηκε,αλλά καθώς περνούσε ξυστά απ’τα τρία τσακισμένα του κατάρτια,ο φιόγκος που είχε το φόρεμα στην πλάτη της πιάστηκε στα ξύλα,σχίστηκε,και το πάνω μισό του φορέματός της εξαφανίστηκε.Είχε απομείνει γυμνή απ’τη μέση και πάνω,να στέκεται στο κατάστρωμα,ενώ τα βυζιά της επέπλεαν μέσα στο μαύρο νερό σαν μέδουσες με γάλα αντί για αίμα.Δε ντρεπόταν για τη γύμνια της, απλά απορούσε. ‘Οι ρώγες μου,’ σκεφτόταν όλο θαυμασμό, ‘οι ρώγες μου λάμπουν! Μοιάζουν με ρουμπίνια,μεγάλα σαν ρεβύθια!’ Και χωρίς δεύτερη σκέψη,τις έπιασε, τις τράβηξε,και ξερριζώνοντάς τες απ’τα βυζιά της,τις φόρεσε,μία σε κάθε χέρι,όπου γίναν αμέσως υπέροχα δαχτυλίδια.Το αίμα που έτρεξε στη θέση τους την τύλιξε,έγινε ένα κόκκινο ινδικό σάρι,που έκρυβε καλύτερα τα κιλά της,κι έτσι,με τα νέα ρούχα,η Μπεατρίς άρχισε να προχωρά στο κατάστρωμα του βυθισμένου καραβιού.
Τα βήματά της ήταν ανάλαφρα.Χοροπηδούσε σαν ιππόκαμπος.Σε λίγο,μπροστά της είδε μια πόρτα,με μια σκάλα που κατέβαινε στ’αριστερά της.Αναρωτήθηκε για λίγο αν θα έπρεπε να κατέβει,αλλά ύστερα σκέφτηκε: ‘Μπα!Για ποιό λόγο;Αφού από εκεί ήρθα!’ Έτσι άνοιξε την πόρτα,και μπήκε μέσα σ’ένα μεγάλο σαλόνι. Παρ’ό,τι τα παράθυρα είχαν σπάσει,κι όλα επέπλεαν μέσα στο νερό,τα έπιπλα και τ’αντικείμενα του σαλονιού ήσαν πολύ πολύ ωραία.Σε κάθε γωνιά,μεγάλα πορτατίφ από ψάρια της αβύσσου,στερεωμένα σε χρυσές βάσεις,φωτίζαν βιβλιοθήκες,πορτραίτα,και πορσελάνες,που όλα πάνω τους είχαν μια λεπτή στρώση από χρυσαφένια κοράλλια.Η Μπεατρίς κολύμπησε με απλωτές δίπλα σε μια βιτρίνα,την άνοιξε,κι άρχισε να περιεργάζεται τα βιβλία.Καθώς ξεφύλλιζε ένα από αυτά,από μέσα πετάχτηκε μια ασημένια καρφίτσα.Το νερό την είχε κάνει να μαυρίσει,αλλά μόλις την έτριψε,η Μπεατρίς κατάφερε να διακρίνει το σχέδιό της: Παρίστανε το κεφάλι μιας γυναίκας που βγαίνει μέσα από τα σύννεφα. ‘Για φαντάσου!’ μονολόγησε, ‘Μια νεράιδα!’ Και δίχως να λογαριάσει σε ποιόν ανήκε το βιβλίο ή η καρφίτσα,την φόρεσε με χάρη στο πέτο της.Τότε ήταν που άκουσε μια φωνή απ’το βάθος του σαλονιού,στα δεξιά της. Βέβαια δεν ήταν ακριβώς φωνή,αλλά μια σειρά από μεγάλες φούσκες και μικρότερες μπουρμπουλήθρες,που έφταναν στ’αυτιά της,και σκάζοντας ακριβώς επάνω τους,της μετέδιδαν τον ήχο μιας ανδρικής φωνής,η οποίοα έλεγε: «Σας ενδιαφέρουν τα εκθέματα της υποθαλάσσιας συλλογής μας;» ‘Φυσικά και μ’ενδιαφέρουν!’ σκέφτηκε η Μπεατρίς,κι έτοιμη να ξεκινήσει τα σκληρά παζάρια,άρχισε να πλέει προς την κατεύθυνση της φωνής. Εκεί,καθισμένος πίσω από ένα κοραλλένιο μικρό γραφείο,βρισκόταν ένας ψηλός άνδας.Το σακάκι του άστραφτε με χιλιάδες λέπια ψαριού,ενώ το ένα του μάτι, πότε το δεξί και πότε το αριστερό,ήταν σκεπασμένο μ’ένα μαύρο πανί. «Καθίστε,» της είπαν οι φούσκες που βγήκαν απ’το στόμα του.Μπροστά της, της έδειχνε μια πολυθρόνα από βυσσινί βελούδο. «Ενδιαφέρομαι και για την πολυθρόνα,» είπε η Μπεατρίς,υιοθετώντας κι αυτή την ιδιότυπη ομιλία του νερού. «Πόσο στοιχίζει;» «Θα τα βρούμε,θα τα βρούμε όλα,» είπε ο μονόφθαλμος άνδρας μ’ένα χαμόγελο,κι έπειτα,βγάζοντας απ’το συρτάρι ένα στρόγγυλο μεταλλικό κουτί,την ρώτησε: «Θα θέλατε μήπως ένα ωραίο μπισκότο πριν ξεκινήσουμε;» «Πολύ ευχαρίστως,» είπε εκείνη, «αλλά έχω το δικό μου κουτί.» Και πράγματι,αν και δεν θυμόταν ότι το κουβαλούσε μαζί της,απ’την τσέπη της έβγαλε ένα μικρό μαλλιαρό κουτί,σαν στρείδι του βυθού,το άνοιξε προσεκτικά,κι είπε στον άνδρα να αφήσει το μπισκότο να επιπλεύσει προς το μέρος της.Έτσι κι έγινε,κι όταν το μπισκοτάκι βρέθηκε ασφαλισμένο στο κουτί της,το τσέπωσε κι άρχισε να μιλά για δουλειές. «Ας μην κρυβόμαστε άλλο,» του είπε, «βρίσκομαι εδώ για το κέρδος.» «Το ξέρω,» απήντησε ο άνδρας, «να είστε σίγουρη.Όλοι το ξέρουν!» «Όλοι;» ρώτησε με απορία η Μπεατρίς. «Μάλιστα,κυρία Φραγκονάρ!» είπ’εκείνος,τονίζοντας το επίθετό της, «Γι’αυτό και βυθίσαμε τον Πρόσπερο,για να μπορείτε να διαλέξετε ό,τι επιθυμείτε!» «Νόμιζα πως το πλοίο λεγόταν Καλιμπάν,» είπε η Μπεατρίς. «Έτσι ήταν κάποτε,» στέναξε ο άνδρας,βγάζοντας μια μεγάλη φούσκα από τα χείλη του. «Όμως τώρα οι υπηρέτες κι οι άγριοι ξυπνήσαν,και δίνουν λύσεις!» «Τόσο το καλύτερο!» είπε η Μπεατρίς αποφασιστικά,και χτύπησε το χέρι της στο κοραλλένιο γραφείο, «Μ’αρέσουν τα σκληρά παζάρια!Τ’αγοράζω όλα!» «Ακόμη κι’αυτό το διαμάντι;» ρώτησε ο άνδρας,βγάζοντας ένα κουτί από την τσέπη του.Μόλις το άνοιξε,ένα κόκκινο φώς πλημμύρισε το σαλόνι,κι η εκτυφλωτική αυτή λάμψη έκανε την Μπεατρίς σχεδόν να λιποθυμήσει απ’τον πόθο.Αλλά γρήγορα συνήλθε,και με αυστηρή φωνή του υπενθύμισε.
«Μα αυτό το διαμάντι δεν υπάρχει!-Δείτε το και μόνος σας!» Κι όντως,την ίδια στιγμή που έδειξε το κουτάκι με το χέρι της,η φωτιά έσβησε,κι ο άνδρας απόμεινε να κρατάει στη θέση του μια χρυσή ταμπακιέρα,την οποία γλίστρησε με τρόπο στην τσέπη του σακακιού του. «Βλέπω ότι γνωρίζετε όλα μας τα κόλπα,» της είπε. «Ασφαλώς,» απάντησε η Μπεατρίς με αυταρέσκεια. «Δεν ωφελεί λοιπόν να μου κρύβετε τίποτε-θα αγοράσω τα πάντα.Εγώ,ξέρετε,έχω περιουσία στην Ελβετία!» «Μάλιστα κυρία,όλοι το ξέρουν αυτό.» «Ελάτε τότε,δώστε τα μου όλα,χωρίς καθυστέρηση.» «Και το μάτι μου;» ρώτησε ο άνδρας. «Κυρίως το μάτι σας,» είπε η Μπεατρίς, «προτού μας βάλει σε μπελάδες.» Εκείνος,αφού ανασήκωσε λίγο το μαύρο δέρμα,έχωσε στην κόγχη του τυφλού ματιού του τα δάχτυλα,κι άρχισε να τραβάει με δύναμη.Όμως η Μπεατρίς φώναξε: «Όχι αυτό,αγαπητέ μου!Πάτε να με ρίξετε;Εγώ θέλω το αληθινό!» «Έχετε δίκιο,δεν ήταν δυνατό να ξεγελάσω μια κυρία σαν εσάς μ’ένα γυάλινο μάτι,» είπε ο άνδρας,και νικημένος,κατέβασε το πανί.Έπειτα,με μια εύκολη τσιμπιά, σαν νά’πιανε ένα βραστό αυγό ορτυκιού,έβγαλε το δεξί του μάτι,και το ακούμπησε στο τραπέζι ανάμεσά τους.Καθώς μιλούσε,οι κινήσεις του είχαν γίνει λίγο αδέξιες,αφού ήταν πλέον ολότελα τυφλός. «Δείτε!» της έλεγε,εξαίρωντας την ποιότητα του οφθαλμού, «δεν έχετε ξαναδεί μάτι σαν κι αυτό που βλέπετε!Δείτε!Είναι φτιαγμένο από σμάλτο,με μια λεπτότατη επίστρωση λευκόχρυσου!Η κόρη του είναι ένα σμαράγδι σπάνιας αξίας-όλοι μου τό’λεγαν πως έχω ωραία μάτια!-κι οι φλέβες είναι καθαρό διαμάντι της Ροδεσίας,κόκκινο!Αν θέλετε,ρίξτε μια ματιά και με το γεμμοσκόπιο!» Και προφέροντας αυτή την αλλόκοτη λέξη,απ’την τσεπούλα του πέτου του έβγαλε ένα μικροσκοπικό μεταλλικό εξάρτημα,μ’ένα φακό σε κάθε μια άκρη.Ήταν πιο μακρύ στον ένα του άξονα,και κατέληγε σε δυό σπαστές γωνίες,σαν περισκόπιο.Η Μπεατρίς το πήρε με προσοχή στα δάχτυλά της,κι ετοιμάστηκε να κοιτάξει την κοπή του σμαραγδιού γύρω απ’την κόρη.Δεν ήθελε να πληρώσει τα μαλλιοκέφαλά της για κανέναν καλογυαλισμένο νεφρίτη. Την ίδια στιγμή όμως,μια άλλη φωνή,με μικρές,ενοχλητικές μπουρμπουλήθρες,άρχισε να της γαργαλάει το αυτί.Ερχόταν έξω από το πλοίο,κι έλεγε: «Μην κάθεστε άλλο εδώ μέσα,κυρία!Κινδυνεύετε!» «Φύγε!Άσε με ήσυχη!Δεν βλέπεις ότι παζαρεύω;» γρύλλισε η Μπεατρίς,αλλά η φωνή δεν έφυγε.Αντίθετα,έγινε πιο έντονη,και ξαφνικά,σπάζοντας τα σαπισμένα ξύλα του Πρόσπερο με φόρα,στο σαλόνι εισέβαλλε ο Ξαβιέ,φορώντας ένα πελώριο κίτρινο σωσίβιο που έλαμπε στο σκοτάδι.Στα χέρια του κρατούσε ένα δεύτερο σωσίβιο,και πλησίαζε με δυσκολία προς το μέρος της.Η Μπεατρίς έγινε έξω φρενών. «Ξαβιέ!» ούρλιαξε, «Γιατί με κυνηγάς,ακόμη και στον ύπνο μου;Πόσες φορές σου έχω απαγορεύσει να με διακόπτεις στη μέση μιας αγοράς;Δεν μπορώ πουθενά να γλυτώσω από σένα;Τί κακό έχω κάνει,Θεέ μου;» Αλλά όσο και να διμαρτύρονταν,η πνιγμένη θαλάσσια φωνή της δεν κατάφερε να τον στματήσει.Μόλις βρέθηκε από πάνω της,με μια κίνηση,της πέρασε το σωσίβιο πάνω απ’το φόρεμα,σαν γιλέκο,και τραβώντας κάτι κορδονάκια το έσφιξε γερά. «Βοήθεια!» φώναζε η Μπεατρίς, «Ξαβιέ!Βγάλε αμέσως αυτό το πράγμα από πάνω μου!Σε διατάζω!Ααααα!Τρισκατάρατε δούλε!Πού είναι το μπαστούνι μου;» Μάταια όμως προσπαθούσε να βρεί το μπαστούνι της για να ραπίσει τον Ξαβιέ.Γιατί μόλις το σωσίβιο σφίχτηκε γύρω της,η άνωση του φελλού άρχισε να την τραβά προς τα πάνω με μια ακατανίκητη δύναμη.Ουρλιάζοντας,η Μπεατρίς πάσχιζε να κρατηθεί από κάποια καρέκλα,απ’το γραφείο,για να μείνει στο βυθό,όμως το μόνο
που έμενε στα χέρια της ήταν κομμάτια από κοράλλι.Επιπλέον,σαν να μην έφτανε η ολέθρια παρέμβασή του,ο Ξαβιέ την τραβούσε προς την επιφάνεια,λέγοντας με φόβο: «Πρέπει να βιαστούμε,κυρία!Ακούω τις νεράιδες που πλησιάζουν!»
ΧΙΙΙ Στις επτά και μισή το επόμενο πρωί,η Μπεατρίς Φραγκονάρ-χωρίς να ξέρει το γιατί-ξύπνησε με μια έντονη επιθυμία να δείρει τον υπηρέτη της. Όμως ο Ξαβιέ δεν ήταν εκεί.Το κρεβάτι του ήταν άδειο,τα φώτα σβηστά,και μόνο χάρη σ’ένα μικρό φινιστρίνι,που χθές είχε περάσει εντελώς απαρατήρητο,κατάφερνε να δεί τριγύρω της.Απ’το γκρίζο φώς υπέθεσε πως είχε ξημερώσει,αλλά αυτό δεν την εξέπληττε τόσο.Εκείνο που της έκανε εντύπωση ήταν η αίσθηση που είχε την στιγμή που ξυπνούσε,κι η οποία καθόλου δεν θύμιζε τον ταλαίπωρο ύπνο της θάλασσας,όπου τα κύματα κάθε λίγο σε τραντάζουν,αναγκάζοντάς σε να αλλάζεις πλευρό, με αποτέλεσμα όταν ξυπνάς να νοιώθεις την ανάγκη να ξανακοιμηθείς αμέσως.Όχι,η Μπεατρίς είχε ξυπνήσει φρέσκια σαν αυγό ημέρας,κι όταν σηκώθηκε και στάθηκε όρθια στη μέση του δωματίου,κατάλαβε το γιατί-δεν υπήρχε σκαμπανέβασμα,τίποτε δεν κουνιόταν.Το πλοίο τους είχε σταματήσει. ‘Και τί μ’αυτό;’ σκέφτηκε, ‘μάλλον σταμάτησε να φυσά.’ Βέβαια,ένα τόσο μεγάλο σκάφος,έστω και ιστιοφόρο,θα έπρεπε να διαθέτει κάποια μηχανή,ώστε να μην είναι δέσμιο της κυκλοθυμίας του Αιόλου. ‘Αλλά γιατί να ασχολούμαι με τέτοια ταπεινά ζητήματα,εγώ,μια επίτιμη προσκεκλημένη;Αυτές είναι δουλειές του πληρώματος,’ πρόσθεσε όλο αριστοκρατία,και την ίδια στιγμή συνειδητοποίησε ότι το ένα της βυζί είχε βρεί το δρόμο κι είχε ξεγλιστρήσει μέσα απ’το σωσίβιο,προβάλλοντας θρασύ σαν την γλώσσα ενός μεγάλου κίτρινου ψαριού. «Οι περίφημες ιδέες του Ξαβιέ!» μουρμούρισε οργισμένη,κι αφού ξανάβαλε το βυζί-δραπέτη στη θέση του,μέσα στη νυχτικιά,άρχισε να τραβά με μανία αυτό το διαβολεμένο πράγμα από πάνω της.Συγχρόνως σκεφτόταν ότι,κι αν ακόμη το πλοίο είχε βυθιστεί στη διάρκεια της νύχτας,και το σωσίβιο είχε καταφέρει δια μαγείας να την βγάλει απ’την καμπίνα και να την οδηγήσει σαν τάπα στον αφρό,και πάλι δεν θα γλύτωνε το θάνατο-μόλις αντιλαμβάνονταν τους ψαράδες που θα την είχαν φέρει στην επιφάνεια να χαζεύουν το πεσμένο της μαστάρι,θα πέθαινε από ντροπή. Όταν ευπρεπίστηκε δεόντως,άναψε το πορτατίφ κι άρχισε να ψάχνει για την βούρτσα των μαλλιών της.Η Μπεατρίς χτενίστηκε,αρωματίστηκε,διάλεξε την πιο καλή της πρωινή ρόμπα περιπάτου,καθώς και τα πιο εκλεκτά κεντημένα της πασούμια, κι έτσι,έτοιμη για γάμο ή για κηδεία,άνοιξε την πόρτα και βγήκε απ’το δωμάτιο.Την ώρα που έφευγε έριξε μια γρήγορη ματιά στα έπιπλα και την λοιπή διακόσμηση της καμπίνας της,ωστόσο δεν διέκρινε τίποτε που να την ενδιέφερε περισσότερο από ένα γερό πρωινό.Κι έπειτα από λίγο ξαναγύρισε για να πάρει το μπαστούνι. ‘Λυσσάω από πείνα,’ σκεφτόταν,καθώς ανέβαινε τη σκάλα.Η κοιλιά της γουργούριζε σαν αγριόχοιρος που ζευγαρώνει,και θα έπρεπε να δείξει εξαιρετική αυτοσυγκράτηση αν δεν ήθελε να γίνει ρεζίλι μπροστά στους άλλους. ‘Αν κι εκείνοι νηστικοί θα είναι,’ πρόσθεσε, ‘τώρα που το σκέφτομαι,ο γερο-Ζαφέτ την έβγαλε πολύ φτηνά χθές το βράδυ-πέντ’έξη σαντουϊτσάκια της πείνας,και τρία ταγκά φυστίκια!Ελπίζω τουλάχιστον εκείνος ο κουρσάρος να ξέρει να φτιάχνει και κανένα φαί,εκτός απ’ το να κατασκοπεύει το τί κάνουμε!’ Στη νοερή αναφορά του χεθσινοβραδυνού περιστατικού,η Μπεατρίς ένοιωσε ν’απορεί,σχεδόν σαν να μην πίστευε ότι εκείνη κι η φίλη της είχαν βρεθεί στο μάτι ενός τέτοιου κατασκοπευτικού κυκλώνα.Τώρα,όλα φά-
νταζαν ξεθωριασμένα,ακόμη κι οι ιστορίες για τις νεράιδες,που είχαν σκορπίσει τό-ση αναστάτωση. ‘Αλήθεια,τί ήταν κι αυτό!’ αναλογίστηκε,φέρνοντας στο μυαλό της το τρομαγμένο πρόσωπο,πότε του γιατρού,και πότε του Ξαβιέ. ‘Κι αυτό το χταπόδι,’ συνέχισε,αναφερόμενη στον υπηρέτη της, ‘πού εξαφανίστηκε πρωί-πρωί;Φώκιες είχε ν’αρμέξει απ’τ’άγρια χαράματα;’ Εκτός κι αν,εις ένδειξη καλής θέλησης για το χθεσινό του ξεστράτισμα,είχε ανέβει για να της ετοιμάσει πρωινό.Σ’αυτή την περίπτωση η Μπεατρίς αποφάσισε πως θα του έδινε άφεση και δεν θα τον έδερνε-απλώς θα τον επέπληττε.Αλλά όταν έφτασε στο κατάστρωμα,ο Ξαβιέ δεν ήταν εκεί. Δεν ήταν ούτε στην κουζίνα,που ήταν το δεύτερο μέρος που επισκέφτηκε. Ήταν η πρώτη φορά που έμπαινε στο μικρό κουβούκλιο,ανάμεσα στην τιμονιέρα και το σαλόνι,και τα βήματά της είχε οδηγήσει προς τα εκεί μια ακατανίκητη μυρωδιά φρεσκοψημένου κρουασάν.Πράγματι,μόλις μπήκε μέσα,το άρωμα του βουτύρου της έσπασε τα ρουθούνια,ενώ πάνω στο μικρό τετράγωνο τραπέζι βρισκόταν ένα πανέρι ξέχειλο με κρουασάν.Όμως ο Ξαβιέ,που κανονικά θα έπρεπε να της ετοιμάζει το τσάι, περιμένοντάς την με το τυπικό χαμόγελο «Συγγνώμη Κυρία»,δεν βρισκόταν πουθενά. Η Μπεατρίς άνοιξε δυό μικρές πορτούλες,που έβγαζαν η κάθε μιά σε ντουλάπια με τρόφιμα,έπειτα άνοιξε όλα τα ντουλάπια,φωνάζοντας: «Ξαβιέ!» (ώστε αν κανείς μπεί απότομα να μην καταλάβει ότι στην πραγματικότητα χάζευε τα σερβίτσια) κι όταν κατάλαβε πως δεν υπήρχε περίπτωση να βρεί εκεί μέσα τον υπηρέτη της,γέμισε την κάθε τσέπη της ρόμπας της με κρουασάν και βγήκε έξω. Καθώς τα βήματά της γέμιζαν μ’ένα απαλό ‘κρικ-κριικ’ την πρωινή σιωπή,μεταφέροντάς την από την κουζίνα ώς το κουβούκλιο που χρησίμευε σαν χώλ του σαλονιού,η Μπεατρίς είχε αρχίσει να μασουλάει ένα κρουασάν,ενώ συγχρόνως έκανε κάποιες απλές σκέψεις,όπως: ‘Θά’πρεπε άραγε ν’αλλάξω κυλότα;’ Κι όλα αυτά την είχαν απορροφήσει τόσο,ώστε όταν έριξε μια ματιά προς τα δεξιά,κι είδε το γκρίζο,αδιαπέραστο πέπλο της ομίχλης,μονολόγησε με απόλυτη φυσικότητα: ‘Κι επίσης,ήρθε καιρός να πλύνω αυτές τις κουρτίνες-έχουν το χάλι τους.’ Έπειτα προχώρησε μερικά βήματα ακόμη,και τότε η πραγματικότητα την χτύπησε: ‘Ποιές κουρτίνες;’ αναρωτήθηκε με ανάμικτη απορία και φόβο, ‘Αφού δεν είμαι στο σπίτι μου!’ Πράγματι,βρισκόταν πάνω σ’ένα καράβι,κι όταν επιτέλους η σκουριασμένη μηχανή του κιμά στην οποία είχε μετετραπεί το μυαλό της από την απόλαυση του κρουασάν πήρε μπροστά κι άλεσε το θέαμα που έβλεπε,η Μπεατρίς έμεινε άναυδη.Ήταν η πιο πυκνή ομίχλη που είχε δεί στη ζωή της.Ένα μεγάλο,γκριζόλευκο σύννεφο έμοιαζε να έχει καταπιεί ολόκληρο το καράβι,κι αυτό,σε συνδυασμό με τη νεκρική σιγή της θάλασσας,που η νηνεμία δικαιολογούσε,έδινε την απόκοσμη εντύπωση πως στη διάρκεια της νύχτας ο Καλιμπάν κι οι επιβάτες του είχαν σηκωθεί στον ουρανό,κι ότι τώρα έπλεαν ανάμεσα στα πυκνά νεφελώματα της Βαλχάλλα.Η Μπεατρίς πλησίασε δειλά την άκρη του καταστρώματος,κι εκεί κοντοστάθηκε,γιατί ένα κομμάτι της κουπαστής ήταν βυθισμένο μέσα στην ομίχλη. ‘Και τί θα πάθεις,ανόητη;’ επέπληξε τον εαυτό της, ‘άρχισες μήπως κι εσύ να πιστεύεις τις ίδιες βλακείες με τον Ξαβιέ;’ Βέβαια το συγκεκριμένο καιρικό φαινόμενο θα προκαλούσε αμηχανία ακόμα και στην πιο γενναία ψυχή,όμως η Μπεατρίς,από καθαρό εγωισμό,δεν ήθελε να πέσει στο επίπεδο του ελαφρόμυαλου υπηρέτη της.Έτσι,ψηλαφώντας στα τυφλά το ξύλινο γείσο της κουπαστής,στηρίχτηκε πάνω του,κι έχωσε το πρόσωπό της μέσα στην ομίχλη. Μια στιγμή τρόμου μεσολάβησε,κι ύστερα άκουσε για πρώτη φορά τον φλοίσβο,που χάιδευε ανεπαίσθητα την μεγάλη καρένα του Καλιμπάν.Ναι,σκύβοντας λίγο ακόμα μπορούσε να δεί τα σκούρα νερά,που ξεπρόβαλλαν μέσα από το λευκό μανδύα τους όπως τα νερά της Στυγός στους πίνακες του Μπέκλιν για το Νησί των Νεκρών. ‘Θα σταματήσεις να κάνεις τέτοιες σκέψεις;’ είπε η Μπεατρίς με αυστηρότητα στον εαυτό της,κι έσκυψε λίγο ακόμα.Της φάνηκε πως είχε δεί κάτι να κινείται,κοντά στην
κοιλιά του σκάφους.Κι όντως,μόλις τα μάτια της συνήθισαν στο άσπρο,και διαπέρασαν το βαμβάκι που σκέπαζε τα νερά,είδε ένα ολόκληρο κοπάδι από ασημόχρωμα ψάρια,που κολυμπούσαν σαν τρελλά γύρω από εκείνο το σημείο. ‘Πού να βρισκόμαστε;’ αναρωτήθηκε η Μπεατρίς.Κι από πού είχαν μαζευτεί όλα αυτά τα ψάρια;Αν ο αέρας είχε σταματήσει να φυσά στη διάρκεια της νύχτας-και μάλλον έτσι είχε συμβεί, γιατί μια τόσο πυκνή ομίχλη δεν κατεβαίνει απ’τη μια στιγμή στην άλλη-αυτό σήμαινε πως το καράβι τους είχε περάσει πολλές ώρες πρακτικά ακυβέρνητο,ή σταματημένο σε κάποιο άγνωστο σημείο της Ιρλανδικής Θάλασσας.Βέβαια ο Γκαστόν,με τη βοήθεια των εργαλείων του,ίσως μπορούσε να τους θέσει και πάλι σε κίνηση,κι ασφαλώς,ακόμη κι αν δεν υπήρχε κάποια μηχανή που να μπορεί να τους βγάλει απ’την ομίχλη,οι πυξίδες κι όλα αυτά θα έδιναν με ακρίβεια το στίγμα τους,έτσι που με την βοήθεια του ασύρματου κι όλων αυτών των δαιμονικών μηχανημάτων που η Μπεατρίς αδυνατούσε να συλλάβει,ο Καλιμπάν θα συνέχιζε την πορεία του με το πρώτο πρωινό αεράκι. ‘Όμως αυτά τα ψάρια...’ επέμενε μια φωνή, ‘τί δουλειά έχουν εδώ; Μήπως βρισκόμαστε σε κάποιο ρηχό σημείο της θάλασσας,κοντά σε κάποια ξέρα;’ Αλλά όσο τα κοιτούσε,της φαινόταν πως το γυαλιστερό κοπάδι δεν είχε περιτριγυρίσει τυχαία το σκάφος.Τα περισσότερα άλλωστε κολυμπούσαν πάνω από ένα συγκεκριμένο σημείο,ορμούσαν πάνω στο ξύλο,και γενικώς συμπεριφέρονταν όπως οι πεινασμένοι κρατούμενοι μιας φυλακής,που κάποιος τους έχει πετάξει μέσα από τα κάγκελα ένα κομμάτι κρέας. ‘Αυτό είναι!’ σκέφτηκε η Μπεατρίς, ‘Τα καημενούλιαπεινάνε!Και μόλις είδανε το σταματημένο πλοίο ήρθανε κοντά,με την ελπίδα να τους δώσουμε κάτι να φάνε!’ Φυσικά,ο συλλογισμός αυτός,βασισμένος στις ισχνές ζωολογικές γνώσεις της Μπεατρίς,έμπαζε από παντού.Τα ψάρια δεν είναι περιστέρια,για να μαζεύονται στα πόδια των θαλάσσιων τουριστών,κι η πικρά τους πείρα από τις συναναστροφές με ψαράδες θά’πρεπε μάλλον να τα κάνει να φοβούνται τα καράβια,κι όχι να σπεύδουν στο κατόπι τους.Η Μπεατρίς όμως δεν καταλάβαινε από τέτοια.Συγκινημένη στο έπακρο απ’την πείνα των μικροσκοπικών ασημένιων ζητιάνων,είχε ήδη κόψει την άκρη ενός από τα κρουασάν της,και θρυμματίζοντάς την κομματάκικομματάκι,την πετούσε στα ψάρια.Και βλέποντάς τα να στροβιλίζονται μανιασμένα στην ίδια θέση-χωρίς να σκέφτεται ότι ενδεχομένως δεν έδιναν κάν σημασία στα ψίχουλά της-ξεσπούσε σε γέλια κι επιφωνήματα ενθουσιασμού. «Χί-χί!Χαζόψαρα!» έλεγε ξανά και ξανά,και δώστου κι έκοβε κομμάτια απ’το ζεστό κρουασάν και τους τα πετούσε.Ώσπου σε μια στιγμή,απ’το βάθος του κοπαδιού,ένα ψάρι πιο μεγάλο,μαύρο και στρογγυλό,άρχισε να αναδύεται στην επιφάνεια.Η Μπεατρίς δεν φοβήθηκε,παρά μόνο φώναξε: «Χί-χί!Έλα κι εσύ,χοντρόψαρο!» κι έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι ζύμης. Όμως την ίδια στιγμή μέσα απ’τα πέπλα της ομίχλης βγήκε κάτι ολότελα απρόσμενο, κι όταν η Μπεατρίς πέταξε το κομμάτι στο νερό,αυτό δεν πέτυχε το στόμα κάποιου ψαριού,αλλά το ορθάνοιχτο στόμα του Γκαστόν,το κεφάλι του οποίου είχε ξεπροβάλλει μέσα απ’τη θάλασσα,κοιτώντας την με γουρλωμένα μάτια. Η Μπεατρίς άφησε ένα ουρλιαχτό τρόμου,και πισωπάτησε,φωνάζοντας: «Α! Α!Βοήθειαααα!» Το κρουασάν της έπεσε απ’το χέρι,κι εκείνη,σπασμωδικά,έσκυψε για να το πιάσει.Έπειτα,με φωνή που έτρεμε,ρώτησε: «Ει-είναι κανείς εκεί;Γκαστόν;» Αλλά όπως ήταν φυσικό,κανείς δεν της απήντησε,εκτός απ’τη θάλασσα.Ο φόβος είχε διπλασιάσει το κρύο,κι ένοιωθε το στήθος της να παγώνει κάτω απ’τη ρόμπα,ωστόσο, με μια νοσηρή περιέργεια την οποία ήταν αδύνατο να καταπολεμήσει,πλησίασε και πάλι προς την κουπαστή.Τα πόδια της λυγίζαν απ’το φόβο,όμως έπρεπε να μάθει αν αυτό που είχε δεί ήταν αληθινό,κι όχι κάποια οφθαλμαπάτη απ’την ομίχλη.Έτσι,κλείνοντας για μια στιγμή τα μάτια για να εφοδιαστεί με όσο κουράγιο της απέμενε,έχωσε και πάλι το κεφάλι της στην ομίχλη,και κοίταξε τη θάλασσα.
Ήταν εκεί.Το πτώμα του Γκαστόν-γιατί κανείς δεν μπορεί να επιπλέει μ’αυτή την έκφραση και νά’ναι ζωντανός-είχε ξεπροβάλλει σχεδόν ως το στήθος.Ο λόγος για αυτό ήταν ένα από τα κίτρινα σωσίβια,που τον κρατούσαν στην επιφάνεια,και το κορδόνι του οποίου είχε πιαστεί σε κάποια προεξοχή του σκάφους.Το δέρμα του προσώπου του είχε πάρει το παγωμένο λευκό του θανάτου,ενώ τα μάτια του-φαίνεται πως είχε χάσει την καλύπτρα του πειρατή-ήταν διεσταλμένα και πιο αλλήθωρα από ποτέ, τρομαχτικά μέσα στην βρεγμένη τους γυαλάδα.Τα χέρια του ήσαν τεντωμένα σε αντίθετες κατευθύνσεις,σαν να προσπαθούσε να πετάξει μέσα στο νερό,ενώ πάνω στα βρεγμένα μαλλιά του είχαν μπερδευτεί κάτι απαίσια μαύρα φύκια.Η Μπεατρίς αναρωτιόταν πανικόβλητη τί του είχε συμβεί.Ανάκατες σκέψεις,φράσεις και εικόνες την εμπόδιζαν απ’το να φτάσει σ’ένα λογικό συμπέρασμα.Πώς είχε πέσει στο νερό;Ο Ζαφέτ είχε πεί πως ήταν εξαιρετικά έμπειρος,πως ταξίδευε μαζί του επί τριάντα χρόνια κι ήξερε αυτή τη θάλασσα καλύτερα απ’τον καθένα.Κι επιπλέον,φορούσε και σωσίβιο!Άρα ήταν αδύνατον να είχε πνιγεί,κι άρα κάποιος τον είχε σκοτώσει και τον είχε πετάξει στη θάλασσα.Αλλά γιατί;Ποιός θα ήθελε να κάνει κακό στον Γκαστόν,που ήταν κι ο μόνος που ήξερε πώς να χειρίζεται το σκάφος; ‘Χριστέ μου!’ μονολόγησε σε αυτό το σημείο έντρομη η Μπεατρίς, ‘Ποιός οδηγεί τόση ώρα;Πού βρισκόμαστε;Αν είναι νεκρός από ώρα...’ Μα τί είχε συμβεί;Δεν είχε ακούσει κανέναν πυροβολισμό,το κατάστρωμα δεν είχε το παραμικρό ίχνος αίματος!Και το βασικότερο,ένας τέτοιος φόνος έμοιαζε ολότελα παράλογος. «Πρέπει να είναι ατύχημα...δεν μπορεί να είναι αλλιώς...» ψέλλισε,και τότε το βλέμμα της έπεσε πάνω στα ψάρια,και κατάλαβε ότι αυτό που τα τραβούσε τόση ώρα δεν ήταν η θέα του πλοίου,ούτε τα ψίχουλα από το κρουασάν της,αλλά μια λεπτή λωρίδα γδαρμένου δέρματος που είχε ξεκολλήσει από το κεφάλι του Γκαστόν και η τρυφερή σάρκα που βρισκόταν από κάτω της.Ήταν μονάχα ένα μικρό σχίσιμο,που σε καμμία περίπτωση δεν μπορούσε να ευθύνεται για το θάνατό του,αλλά η θέα των ψαριών που δαγκώναν το κεφάλι του αβοήθητου,πλέον, Γκαστόν,ήταν η χαριστική πινελιά της φρίκης.Μην αντέχοντας άλλο το θέαμα,ούτε το γεγονός πως ήταν η μόνη που γνώριζε αυτό το φοβερό νέο,οπισθοχώρησε πάλι κι άρχισε να βαδίζει τρεκλίζοντας.Οι ανάσες της έβγαιναν κοφτές,παγωμένες,κι αυσγχρόνιστες,και τα πόδια της ήταν τόσο αδύναμα,που δεν μπορούσε να κατέβει την σκάλα και να ειδοποιήσει τους υπόλοιπους χτυπώντας τις πόρτες.Το πιθανότερο θα ήταν να κουτρουβαλούσε και να έβρισκε το ίδιο τραγικό τέλος με τον Γκαστόν.Έτσι, λαχανιάζοντας περισσότερο με το κάθε βήμα,μπήκε στο κουβούκλιο,έσπρωξε την πόρτα,κι όρμηξε μέσα στο σαλόνι του Καλιμπάν. Για καλή της τύχη,δεν ήταν η μόνη που είχε ξυπνήσει,και για ακόμη καλύτερη,πριν από αυτήν είχε ξυπνήσει η φίλη της,που καθόταν σ’ένα τραπεζάκι,πίνοντας ένα αχνιστό ρόφημα σε μεγάλο φλυτζάνι και γράφοντας κάτι σ’ένα βιβλιαράκι.Η Μπεατρίς άρχισε να βαδίζει προς το μέρος της,φωνάζοντας ξέπνοα: «Ζενεβιέβ!Καλή μου Ζενεβιέβ!» Έπειτα σκέφτηκε απότομα: ‘Αμάν!Τί λέω η μαλακισμένη;Εγώ είμαι η Ζενεβιέβ!’ και συγχρόνως διόρθωσε το βάδισμά της,κουτσαίνοντας με σφρίγος που θα ζήλευαν όλοι οι ανάπηροι της γής. Η Καρολίν,που την είχε ακούσει να μπαίνει,σήκωσε το κεφάλι της,έφερε τα τεράστια γυαλιά μπροστά στα μάτια της,και μ’ένα χαμόγελο αναφώνησε: «Ζενεβιέβ,χρυσό μου!Ξύπνησες;Καλά μου φάνηκε ότι άκουσα τ’όνομά σου!» Μόλις όμως είδε το κάθιδρο,φοβισμένο πρόσωπό της,άλλαξε κι αυτή αμέσως έκφραση.Κλείνοντας το βιβλιαράκι με τα σταυρόλεξα,το οποίο είχε μπροστά της,σηκώθηκε αμέσως,πήγε απ’την άλλη πλευρά του τραπεζιού,και της τράβηξε την καρέκλα για να καθίσει.Η Μπεατρίς σωριάστηκε μ’ένα βογγητό,κι εκείνη την ρώτησε: «Τί σου συμβαίνει,γλυκιά μου;Φαίνεσαι τρομαγμένη!Θέλεις λίγο τσάι;»
Η Μπεατρίς έγνεψε αρνητικά,κι η Καρολίν κάθισε και πάλι στη θέση της,κοιτώντας την με ανησυχία.Ύστερα από λίγο,ρώτησε ξανά: «Τί έπαθες;Πές μου!» Κι η Μπεατρίς,παίρνοντας μια βαθιά ανάσα,ξεφούρνισε την τρομερή είδηση. «Ο Γκαστόν...» είπε λαχανιασμένη, «είναι νεκρός!» Η Καρολίν έσμιξε τα φρύδια με δυσπιστία,σαν ο Γκαστόν να ήταν αθάνατος. «Δεν μπορεί!» είπε, «Πότε πέθανε;Αφού πρόλαβε κι έφτιαξε πρωϊνό!» «Το ξέρω,» είπε η Μπεατρίς, «κι εγώ δοκίμασα τα κρουασάν.» «Λίγο ξεροψημμένα,κατά τη γνώμη μου,» επενέβη η Καρολίν. «Το ζήτημα είναι ότι αυτή τη στιγμή ο Γκαστόν επιπλέει στη θάλασσα,κι ένα τσούρμο ψάρια του τρώνε το κεφάλι!» φώναξε με φρίκη η Μπεατρίς. «Τί μου λές,» είπε η Καρολίν με γουρλωμένα μάτια,κι ήπιε μια γουλιά από το τσάι της.Η Μπεατρίς πρόσεξε στη διπλανή της καρέκλα την Βαλεριάνα,που κοιμόταν ατάραχη στο καλάθι της. «Κι αν σκεφτεί κανείς τα χοντροκέφαλα σ’αυτό το καράβι,» πρόσθεσε, «το κεφάλι του καημένου του Γκαστόν είναι σκέτη σπατάλη!» «Τί θα κάνουμε;» την διέκοψε φοβισμένη η Μπεατρίς. «Πρέπει να το πούμε και στους άλλους!Ποιός θα οδηγήσει το πλοίο;» «Ψυχραιμία,ψυχραιμία,» είπε η Καρολίν,κουνώντας το γαντοφορεμένο χέρι της.Τα γαντάκια της ήταν τόσο λεπτά και ντελικάτα,φτιαγμένα από λευκό δέρμα,που η Μπεατρίς μόλις τώρα πρόσεχε ότι τα χέρια της δεν ήσαν γυμνά. ‘Άραγε από πού να τα αγόρασε;’ πρόλαβε να σκεφτεί,κι η φίλη της συνέχισε: «Κατ’αρχήν πρέπει να βεβαιωθούμε ότι δεν κάνεις λάθος-ήταν σίγουρα νεκρός;» «Σιγουρότατα!» φώναξε η Μπεατρίς, «Αφού του πέταξα ένα κομμάτι κρουασάν!» ‘Αυτό ακούστηκε πραγματικά ηλίθιο,’ συλλογίστηκε μόλις σώπασε. «Χμμμ,» είπε η Καρολίν μ’ένα χαμόγελο, «κι εκείνος δεν αντέδρασε;» «Όχι,» αποκρίθηκε η Μπεατρίς κοκκινίζοντας. «Κι είπες ότι επιπλέει...άρα,έχει αέρα στα πνευμόνια του...» «Α-Ξέχασα να σου πώ:Φοράει και σωσίβιο!» «Πώς;» έκανε η Καρολίν, «Φοράει σωσίβιο;Και τότε πώς πνίγηκε;» «Δεν ξέρω...» ψέλλισε η Μπεατρίς, «ίσως χτύπησε στο κεφάλι του...ίσως κάποιος να τον...να τον...σκότωσε!» πρόσθεσε ψιθυρίζοντας με τρόμο. «Ανοησίες!» είπε αυστηρά η Καρολίν, «Ποιός θα ήθελε να τον σκοτώσει;Τα κρουασάν ήταν ξεροψημμένα,δε λέω,αλλά αυτό δεν είναι λόγος...» «Και τί θα κάνουμε;» επανέλαβε η Μπεατρίς «Ποιός θα οδηγήσει το πλοίο;» Αυτή ήταν η βασική της ανησυχία. «Έξω η ομίχλη είναι φοβερή...δε βλέπεις τίποτα!» «Το ξέρω...» είπε η Καρολίν,κοιτάζοντας απ’το παραθυράκι, «όταν ανέβηκα πάνω,πριν από λίγη ώρα,νόμισα πως είχα τυφλωθεί για τα καλά,και τρόμαξα.Ευτυχώς όμως,ήταν μονάχα η ομίχλη!» Και σαν να μην υπήρχε τίποτε το ανησυχητικό στον αποτρόπαιο θάνατο του Γκαστόν που της είχε μόλις περιγράψει,άρχισε να χαϊδεύει το κεφάλι της γάτας της,χαχανίζοντας μ’ένα ξερό,νευρικό γέλιο. Η Μπεατρίς,αν και δεν ήθελε να την δυσαρεστήσει,δεν μπορούσε να μοιραστεί την ευδιαθεσία της,ούτε φυσικά να κρύψει τους δικούς της φόβους. «Μα δεν σε καταλαβαίνω,αγαπητή μου Καρολίν,» είπε,σκύβοντας πάνω στο τραπέζι, «πώς είναι δυνατόν να γελάς μ’αυτό που συνέβη;» «Και τί να κάνω,να κλάψω;» ρώτησε εκείνη,γελώντας ακόμα πιο δυνατά. «Αφού μετά βίας τον γνώριζα,αυτόν τον μονόφθαλμο καμαρότο του Ζαφέτ!» «Ναι,αλλά...πώς...δεν έχει σημασία...» Απ’την ταραχή της,η Μπεατρίς είχε πάθει βατταρισμό. «Και στο κάτω-κάτω,» πρόσθεσε,ελπίζοντας με την ωφελιμιστική της παρατήρηση να ξυπνήσει κάποια σπίθα ενδιαφέροντος στην φίλη της, «ποιός θα κουμαντάρει το καράβι από’δώ και πέρα;»
«Είναι η τρίτη φορά που σε ακούω να το λές αυτό,καλή μου Ζενεβιέβ,» είπε η φίλη της,πιο σοβαρή τώρα,πίνοντας μια γουλιά τσάι. «Θα έλεγε κανείς πως σε περιμένει η πιο επείγουσα δουλειά στο νησί του Μάν!» ‘Ασφαλώς και με περιμένει!’ σκέφτηκε με αγανάκτηση η Μπεατρίς, ‘Πώς αλλιώς θα βάλω χέρι στα αντικείμενα της δημοπρασίας;’ Αλλά φυσικά δεν θα μπορούσε να πεί κάτι τέτοιο.Προσπάθησε λοιπόν να εκφράσει την λογική πλευρά της αγωνίας της. «Μα,έτσι όπως σταμάτησε να φυσά,είμαστε αποκλεισμένοι ένας Θεός ξέρει πού,και με την ομίχλη να μας κλείνει τη θέα...» «Δεν είμαστε στο βουνό,καλό μου παιδί,» την διέκοψε με συγκατάβαση η Καρολίν, «δεν κινδυνεύουμε να πέσουμε σε γκρεμό.Αν ο αέρας σταμάτησε,ε,κάποια στιγμή θα ξαναρχίσει να φυσάει.Κι έπειτα υπάρχουν όλα αυτά τα όργανα,που μπορούν να ρυθμίσουν το ταξίδι μας σχεδόν αυτόματα,υποθέτω.Ο Ζαφέτ θα πρέπει να γνωρίζει τις βασικές λειτουργίες τους.Το ίδιο κι ο ανηψιός του-τί στο διάολο,μόνο πεταλούδες ξέρει να εμφανίζει;Οπότε στη θέση σου,δε θα ανησυχούσα καθόλου.» «Όμως πάλι,» επέμεινε η Μπεατρίς, «ένας άνθρωπος είναι νεκρός μέσα στη θάλασσα!Πρέπει κάτι να κάνουμε!Να ειδοποιήσουμε τους άλλους,να τον βγάλουμε έξω,να φωνάξουμε τον γιατρό να τον εξετάσει,τον παπά να τον κηδέψει,κάτι!» Ακούγοντας όλα αυτά,η Καρολίν πήρε ένα σκυθρωπό,βαριεστημένο ύφος. «Όχου,τόσες σκοτούρες για τον Γκαστόν!» είπε,κουνώντας το χέρι με αδιαφορία,και πρόσθεσε: «Εμείς είμαστε καλεσμένες-δεν έχουμε καμμιά δουλειά να βγαίνουμε για ψάρεμα καμαρότων μ’αυτό το κρύο.Ας πάψουμε ν’ανησυχούμε,κι ας αφήσουμε όλες αυτές τις πληκτικές φροντίδες στους υπόλοιπους.Δεν μπορεί,όλο και κάποιος θα βρεθεί να ανησυχήσει στη θέση μας!» Και πράγματι,την ίδια στιγμή,εκπληρώνοντας τα προφητικά της λόγια με θεατρική ακρίβεια,στο σαλόνι εισέβαλλε τρέχοντας ο Ξαβιέ.Ήταν τόσο λαχανιασμένος, που η Μπεατρίς μετά βίας αναγνώρισε τη φωνή του. «Κυρία,ω κυρία,είναι τρομερό!...» «Τί σου έλεγα;» είπε θριαμβικά η Καρολίν, «Νά ο πρώτος!» Ξαφνιασμένη,η Μπεατρίς γύρισε κι είδε τον Ξαβιέ να πλησιάζει με γοργά βήματα προς το μέρος τους.Ήταν κάθιδρος,φορούσε ακόμα το σωσίβιό του,κι έμοιαζε το ίδιο φοβισμένος όπως αν είχε συναντήσει τις νεράιδες του βιβλίου.Πριν προλάβει ωστόσο να τον ρωτήσει σε τί οφείλονταν το πελιδνό του χρώμα,εκείνος έκανε βουτιά και σωριάστηκε στο πάτωμα μ’έναν εκκωφαντικό γδούπο,δίπλα ακριβώς στα πόδια της.Η Μπεατρίς τραβήχτηκε την τελευταία στιγμή,ενώ τα φλυτζάνια κροτάλισαν πάνω στο τραπέζι.Θορυβημένη αλλά και με ίχνη του πρωϊνού της εκνευρισμού να ξυπνάνε και πάλι ενάντια στον απείθαρχο υπηρέτη της,έσκυψε πάνω απ’τον Ξαβιέ,που ήταν ξαπλωμένος μπρούμυτα,φαρδιά-πλατιά. «Καλέ μου Ξαβιέ,τί σου συμβαίνει;» ρώτησε ανήσυχη στην αρχή.Έπειτα η φωνή της σκλήρυνε απότομα. «Και κατ’αρχήν,τί τρόπος είναι αυτός;Έτσι σκοπεύεις να με υπερασπιστείς απ’τους κινδύνους,λιποθυμώντας;» Τότε εκείνος σήκωσε με κόπο το κεφάλι του απ’το χαλί,και ψέλλισε: «Δεν λιποθύμησα,κυρία,σκόνταψα.» «Ακόμη χειρότερα,» του είπε η Μπεατρίς,μαλώνοντάς τον από την καρέκλα της, «αυτό θα σου γίνει μάθημα,για να μην τρέχεις απο’δώ κι από’κεί σαν τον λαγό. Ορίστε,παρολίγο θα έπεφτες πάνω στα πόδια μου,που ξέρεις πόσο υποφέρουν από τους πόνους.» Με το μπαστούνι της,ανασήκωσε την άκρη απ’το κίτρινο γιλέκο,και το κοίταξε επιτιημτικά. «Και φοράς ακόμη αυτό το γελοίο σωσίβιο,τη στιγμή που το καράβι είναι πιο ακίνητο κι από βράχο.Τί γνώμη θα σχηματίσουν οι άλλοι για σένα;» «Μα κυρία-» πήγε να πεί,αλλά η Μπεατρίς τον διέκοψε.
«Σιωπή!Ήταν λοιπόν τόσο σημαντικό αυτό που είχες να μας πείς,ώστε ήρθες εδωπέρα τρέχοντας σαν καρνάβαλος,ενώ εμείς αντιμετωπίζουμε ήδη τόσο σοβαρά προβλήματα;» Η παρουσία του Ξαβιέ,όπως συμβαίνει σε όλους μας όταν συναντούμε κάποιον που είναι πιο ταραγμένος από εμάς,την είχε εφοδιάσει με μια πρωτόγνωρη ψυχραιμία.Αλλά ο Ξαβιέ σύρθηκε,στάθηκε στα γόνατα,και είπε τρέμοντας: «Μα αυτό ακριβώς ερχόυμουν να σας πώ,κυρία!Έχουμε προβλήματα!Πολύ σοβαρά προβλήματα!Τα όργανα-το πλοίο-θέλω να πώ,η καμπίνα με τα όργανα-κάποιος κατέστρεψε όλα τα όργανα!Η πυξίδα,ο ασύρματος,είναι όλα σπασμένα-και το τιμόνι-Χριστέ μου,κυρία,κάποιος έσπασε ακόμα και το τιμόνι!» «Πώως;» έκανε έντρομη η Μπεατρίς,υψώνοντας τα φρύδια με φρίκη. «Και τώρα,πώς θα φύγουμε από’δώ;Ο Γκαστόν είναι νεκρός!Ποιός θα οδηγήσει;» «Πώς;Ο Γκαστόν;...Νε-νεκρός;...» ρώτησε τραυλίζοντας ο Ξαβιέ,και μονομιάς τα μάτια του γυρίσαν στο λευκό.Με ένα γδούπο το ίδιο δυνατό όπως και πριν,ξανασωριάστηκε στο πάτωμα,αυτή τη φορά λιποθυμώντας στ’αλήθεια. «Δεν έπρεπε να του το πείς έτσι απότομα,χρυσό μου,» είπε η Καρολίν,κοιτώντας απ’την άλλη πλευρά του τραπεζιού. «Ο καημένος,λιποθύμησε πάλι.» «Αυτό είναι το πρόβλημα,τώρα;» φώναξε η Μπεατρίς,γυρνώντας το κεφάλι προς το μέρος της φίλης της, «Δεν άκουσες τί είπε;» Και για να δώσει δραματικό τόνο στα πράγματα,σηκώθηκε όρθια,πατώντας κατά λάθος το αριστερό χέρι του Ξαβιέ. Εκείνος,μέσα απ’τον ύπνο του,βόγγηξε ένα ανεπαίσθητο: «Ωχ!» αλλά είτε επειδή είχε στ’αλήθεια χάσει τις αισθήσεις του,είτε επειδή παρίστανε τον ψόφιο κοριό για να μην αντεπεξέλθει στις ευθύνες του,συνέχισε να μένει με τα μούτρα στο χαλί. «Θεέ μου-θεέ μου-τί θα κάνουμε τώρα;» φώναζε η Μπεατρίς,που είχε ξεχάσει ώς και το κουτσό της πόδι μες στη σύγχυση. «Τί θ’απογίνουμε;Είμαστε χαμένοι!» «Ανοησίες!» είπε η Καρολίν,με την αστείρευτη ψυχραιμία της. «Άκουσε και μένα,που ήμουν ανάμεσα στους διασωθέντες του Τιτανικού.Αυτή η θάλασσα είναι μια πορδή.Αποκλείεται να χαθούμε-όλα θα πάνε μια χαρά!» Όμως ακόμη κι αν αυτό ήταν αλήθεια,κι όχι κάποιο βολικό ψέμμα για να την καθησυχάσει,η Μπεατρίς δεν το είχε καν ακούσει.Ήταν εκτός εαυτού.Πηγαινοερχόταν σαν τρελλή γύρω απ’το τραπέζι,πατώντας κάθε λίγο κι ένα διαφορετικό σημείο απ’το ακίνητο σώμα του Ξαβιέ,που ανταποκρινόταν με το ίδιο πάντα «Ώχ!»,σαν αυτές τις κούκλες του εμπορίου που λένε: «Μαμά.» «Πρέπει να ειδοποιήσουμε τους άλλους-αυτό είναι τρομερό!» είπε στο τέλος η Μπεατρίς,κι αρπάζοντας το μπαστούνι της,στράφηκε προς την πόρτα του σαλονιού. Όμως την ίδια στιγμή απ’έξω ακούστηκαν ανάκατες φωνές,και στο σαλόνι μπήκαν, βιαστικοί κι αναστατωμένοι,ο Ζαφέτ με τον ανηψιό του.Ο ηλικιωμένος άνδρας,που βάδιζε με σφρίγος απίστευτο για την ηλικία του,φορούσε κάτι γεροντικές ριγέ πυζάμες,ενώ ο Φιλίπ ήταν ξυπόλητος,και τυλιγμένος μέσα σε μια μακριά κόκκινη ρόμπα, που ωστόσο άφηνε να φανούν οι λευκές,καλοσχηματισμένες γάμπες του.Η θέα των ποδιών του Φιλίπ ανέκοψε στιγμιαία τον πανικό της Μπεατρίς,η οποία,αφού τους έριξε μια ματιά όλο ξεχαρβαλωμένο πόθο,κατάπιε τον αέρα που σκόπευε να διαθέσει σε μια κραυγή,κι είπε αντ’αυτού: «Καλημέρα σας,τί κάνετε;» Αλλά ο Ζαφέτ,που ήταν έξω φρενών,είχε ήδη αρχίσει να φωνάζει: «Πού είναι ο Γκαστόν;» έλεγε,σηκώνοντας τα χέρια ψηλά.Έπειτα στράφηκε στις δυό γυναίκες. «Ποιός το έκανε αυτό;» ρώτησε απότομα,σαν να γνώριζαν κάτι και να του το έκρυβαν. «Σας ρωτάω: Ποιός το έκανε;Ο Καλιμπάν έχει υποστεί ανεπανόρθωτες ζημιές-ξέρετε ότι πλέουμε ακυβέρνητοι;» Και κάνοντας τα χέρια του χωνί, φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε: «Γκαστόν;Πού είσαι;» Η Καρολίν,κλείνοντας τ’αυτιά της ενοχλημένη,γρύλλισε προς το μέρος του: «Τί φωνάζεις,βρε χάχα;Ο Γκαστόν είναι νεκρός!»
«Τί;» έκαναν μ’ένα στόμα θείος κι ανηψιός,κι ο Ζαφέτ,σκοντάφτοντας κι αυτός στο αθέατο μπράτσο του Ξαβιέ,έβγαλε μια κραυγή τρόμου.Έπειτα έσκυψε,με τα χέρια του να τρέμουν,και μ’ένα λυγμό στη φωνή ψέλλισε: «Γκαστόν;Όχι Θεέ μου,δεν είναι δυνατόν!» «Είμαι μόνο ο Ξαβιέ,» είπε ο Ξαβιέ,σηκώνοντας ένα ταλαίπωρο κεφάλι,και με μια δειλή φωνούλα πρόσθεσε: «Σταματήστε να με πατάτε,σας παρακαλώ.» Ο Ζαφέτ πισωπάτησε με γουρλωμένα μάτια,κι έπειτα τα έστρεψε στην Καρολίν,ρωτώντας την όλο μίσος: «Τί είδους αστεία είν’αυτά;Πού είναι ο Γκαστόν;» Εκείνη,χωρίς να του δίνει καμμιά απολύτως σημασία,είχε βγάλει ένα τσιγάρο, και στερεώνοντάς το στην άκρη της μακριάς της πίπας,το άναψε και είπε: «Δε σου κάνουμε πλάκα,αγαπητέ μου,ο Πολύφημός σου επέστρεψε στην αγκαλιά του θαλάσσιου πατέρα του.Και θα σας συνιστούσα να τον βγάλετε σύντομα απ’το νερό,αν δεν θέλετε να τον φάνε ολόκληρο τα ψάρια.» Συγχρόνως έδωσε το χέρι της στον Ξαβιέ,που πάσχιζε να σηκωθεί,και μόλις κάθισε στην καρέκλα δίπλα της,χαμογελώντας της όλο ευγνωμοσύνη,εκείνη πήρε ένα πιάτο με κρουασάν απ’την άκρη του ταπεζιού και του πρόσφερε ένα,λέγοντας: «Φάε κάτι,χρυσό μου.Είσαι πιο χλωμός κι απ’τον Άγιο Αντώνιο τον Ερημίτη.» Θανάσιμο σφάλμα.Γιατί μόλις η μυρωδιά του βουτύρου άγγιξε τα ρουθούνια του Ξαβιέ,η ναυτία τον χτύπησε κατάμουτρα,και με τα μάγουλά του να φουσκώνουν απότομα από ένα εμμετικό ρέψιμο,σηκώθηκε και βγήκε τρέχοντας απ’το σαλόνι.Ο Ζαφέτ τον ακολούθησε μουδιασμένος,ενώ η Μπεατρίς είχε αφαιρεθεί τελείως απ’την σουρρεαλιστική εξέλιξη των γεγονότων,και παρατηρούσε έκθαμβη τις γάμπες του Φιλίπ,ο οποίος είχε καταρρεύσει φοβισμένος σε μια πολυθρόνα,προσφέροντας το υπέροχο θέαμα των γυμνών ποδιών του,αυτή τη φορά σε σταυροπόδι.Σαν κάθε ροδαλή γάμπα να περιείχε στην καμπύλη της κι από έναν ισχυρό,σαρκώδη μαγνήτη,η Μπεατρίς ανοιγόκλεινε τα μάτια με ηδυπάθεια,και πλησίαζε την πολυθρόνα με μικρά βήματα.Μόλις βρέθηκε μπροστά του,στηρίχτηκε με δυσκολία στο μπαστούνι και είπε: «Θα πρέπει να είμαστε γενναίοι,αγαπητέ μου.Γενναίοι κι ενωμένοι.» Ο Φιλίπ,που μάλλον ήταν πολύ ανήσυχος για να την προσέξει,σήκωσε το κεφάλι και την κοίταξε με απορία.Και την ίδια στιγμή,διακόπτοντας κάθε ελπίδα για λίγο πρωϊνό ειδύλλιο,απ’το κατάστρωμα ακούστηκαν ένα σωρό κραυγές. «Βοήθεια!» φώναζε ο Ζαφέτ «Κάποιος ας με βοηθήσει!» Η φωνή της Ροζαλί τους τρύπησε ταυτόχρονα τ’αυτιά. «Άααχχχχχ!Αηδία!» ούρλιαξε «Ποιός ξέρασε στις σκάλες;» Η Μπεατρίς ήξερε φυσικά ποιός είχε ξεράσει στις σκάλες,αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι’αυτό. «Το γιατρό!Φωνάξτε το γιατρό!» ακούστηκε και πάλι η φωνή του Ζαφέτ,τώρα πολύ πιο αδύναμη.Στο σημείο αυτό,επειδή κι ο Φιλίπ είχε σηκωθεί,δένοντας τη ζώνη της ρόμπας του,η Μπεατρίς αποφάσισε να τον ακολουθήσει στο κατάστρωμα.Αν τουλάχιστον τα πέλματά του κοκκίνιζαν απ’το κρύο,θα την αποζημίωναν λιγάκι για το πτώμα του Γκαστόν,που θα αναγκαζόταν να ξαναδεί. Έξω,φυσικά,επικρατούσε χάος.Φωνές έρχονταν και χάνονταν μέσα από την ομίχλη,πρόσωπα πανικόβλητα εμφανίζονταν κι εξαφανίζονταν,προσπαθώντας μάταια να αποτρέψουν το αναπότρεπτο και να εξηγήσουν το ανεξήγητο.Η Ροζαλί έξυνε με απερίγραπτη σιχασιά το λερωμένο γοβάκι της στο κάγκελο της κουπαστής,ο Ζαφέτ με τη βοήθεια του ανηψιού του και του Μαουρίτσιο προσπαθούσαν να τραβήξουν το νεκρό στην επιφάνεια,ενώ η Σαλομέ,που δεν έβλεπε σχεδόν καθόλου,πάσχιζε να παρηγορήσει την Αραμπέλλα,η οποία είχε γλιστρήσει στη λιμνούλα που είχε αφήσει ο Ξαβιέ στην κορυφή της σκάλας,είχε ξανακατρακυλήσει μέχρι κάτω,και τώρα έκλαιγε
σπαραχτικά με όλες τις συμφορές που τους είχαν βρεί συγχρόνως.Όσο για τον ίδιο τον Ξαβιέ,είχε αποτραβηχτεί σ’ένα τυφλό σημείο του καταστρώματος,και περιβεβλημένος από την ομίχλη παρίστανε τον ανυποψίαστο. Ήταν τότε που η ηλικιωμένη φίλη της αποφάσισε επιτέλους να δείξει ένα πιο ανθρώπινο πρόσωπο στην τραγωδία που τους είχε χτυπήσει,και βγήκε στο κατάστρωμα,με το βυσσινί παλτό της κουμπωμένο ως το λαιμό.Στο ένα της χέρι στήριζε τα γυαλιά της,που παρόλ’αυτά δεν την βοηθούσαν και πολύ,ενώ στο άλλο χέρι το καλάθι με την Βαλεριάνα ταλαντεύονταν σαν την κούνια ενός βρέφους.Με μιαν έκφραση πλήρους απάθειας,η Καρολίν ήρθε και στάθηκε δίπλα στην Μπεατρίς.Εκείνη,μην ξέροντας τί να της πεί-τί μπορούσε να πεί κανείς για όλ’αυτά;-άπλωσε το χέρι της και πήγε να χαϊδέψει το κεφάλι της γάτας.Όμως τα δάχτυλά της άγγιξαν πρώτα τον γυμνό καρπό της Καρολίν,που τραβήχτηκε μ’ένα μικρό επιφώνημα και είπε: «Τί κρύα που είναι τα χέρια σου,χρυσό μου!Ορίστε,βάλε αυτά.» Και με μια αστραπιαία κίνηση,σαν να τα φύλαγε από ώρα,έβγαλε ένα ζευγάρι δερμάτινα γάντια, ολόιδια με τα δικά της εκτός από το λιλά χρώμα,και της τα πρόσφερε. «Θα κρυώσεις το κεφαλάκι του μωρού μου,» είπε,και χάιδεψε τρυφερά την ράχη της Βαλεριάνας, που συνέχιζε τον αιώνιο ύπνο της.Η Μπεατρίς δέχτηκε το δώρο μ’ένα χαμόγελο μικρού παιδιού-θεωρώντας δεδομένο ότι τα γάντια της είχαν χαριστεί-και τα φόρεσε μονομιάς,θαυμάζοντας τα δάχτυλά της που φαίνονταν κομψά σαν άνθη πασχαλιάς. Έπειτα,για να ανταποδώσει την χάρη,χάιδεψε αμέσως το κεφάλι του γατιού. «Σ’ευχαριστώ,» είπε στην Καρολίν,καθώς το χέρι της ανακάτευε το λευκό τρίχωμα.Εκείνη έμεινε βουβή για λίγο,κι ύστερα απήντησε: «Αλλοίμονο,καλή μου.Τα κρύα χέρια είναι το πιο επικίνδυνο πράγμα.»
XIV Λίγη ώρα αργότερα,βρίσκονταν και πάλι όλοι στο σαλόνι.Δηλαδή,όχι ακριβώς όλοι.Ο Αιδεσιμώτατος Πίκμαν φαίνεται πως είχε παραδώσει αμετάκλητα το πνεύμα στο οινόπνευμα,και δεν είχε ξυπνήσει παρόλο το πανδαιμόνιο.Το ίδιο κι ο δόκτωρ Βάις,για τον οποίο η Καρολίν είχε εκφράσει χαμηλόφωνα την άποψη ότι ήταν ξύπνιος,αλλά απλώς παρίστανε τον κοιμισμένο επειδή είχε χεστεί απ’το φόβο του.Και φυσικά,απ’την παρέα τους έλειπε ο Γκαστόν,τουλάχιστον η ψυχή του.Γιατί το σώμα του-ελλείψει έμπνευσης,και πιθανώς διότι η ιδέα να τον αφήσουν στο κατάστρωμα τους είχε φανεί κάπως ασεβής-βρισκόταν ξαπλωμένο στην πιο σκοτεινή γωνιά του σαλονιού,σκεπασμένο με ένα πανί για να μην μουσκέψει το χαλί.Η λευκή μάζα του σχεδόν ξεγελούσε το μάτι,με την εξαίρεση μιας μακάβριας λεπτομέρειας:Το αριστερό του χέρι είχε γλιστρήσει και προεξείχε κάτω απ’το πανί. Κι ενώ το πρωτύτερο μπουρδέλλο του καταστρώματος είχε δώσει την θέση του σε μια σχετική ηρεμία,η ηρεμία αυτή ήταν εξαιρετικά εύθραυστη,και κανείς μπορούσε εύκολα να μαντέψει στα πρόσωπα και τις κινήσεις των περευρισκομένων ότι το απότομο ξύπνημά τους και τα δυσάρεστα νέα που το είχαν ακολουθήσει,δεν ήταν δυνατόν να περάσουν απαρατήρητα.Όσο για το χθεσινοβραδυνό κλίμα,αυτό είχε χαθεί οριστικά.Μέσα σε μια στιγμή,σαν κάποιο κακό πνεύμα να είχε περάσει μέσα από το πλοίο,οι περισσότεροι είχαν γίνει σκιές του εαυτού τους. Κανείς δεν μιλούσε.Η Σαλομέ κι η Αραμπέλλα είχαν στριμωχτεί σ’έναν διθέσιο καναπέ,σφίγγοντας η μιά το χέρι της άλλης.Η Ροζαλί με το τεκνό της είχαν καταλάβει την γωνία που βρισκόταν πιο κοντά στην πόρτα,όπως αν ήθελαν με την πρώτη ευκαιρία να φύγουν από το σαλόνι και να πάνε να χαρούν τον έρωτά τους-αν κι ο θά-
νατος του Γκαστόν τους έκανε,τουλάχιστον την Ροζαλί,να μοιάζουν πολύ πιο γερασμένοι κι απρόθυμοι απ’ό,τι το προηγούμενο βράδυ.Η γαζέλα του Ζαφέτ,αποκλεισμένη από τις υπόλοιπες γυναίκες κι αποδιωγμένη απ’τον εκατονταετή μνηστήρα της,είχε κουρνιάσει δίπλα στην Μπεατρίς με μιαν απρόσμενη οικειότητα,αγκαλιάζοντας το μπράτσο της,με το κεφάλι στον ώμο της,κι αφήνοντας μικρούς,στεγνούς κι ενοχλητικούς λυγμούς που διέκοπταν κάθε λίγο τη σιωπή σαν το γαύγισμα κάποιου πούντλ. Αυτό το σφιχταγκάλιασμα δε ενοχλούσε διπλά την Μπεατρίς,που σε αντίθεση με την πλειοψηφία,δεν σκεπτόταν παρά σπασμωδικά τον νεκρό Γκαστόν και το ατύχημα στο πιλοτήριο του καραβιού,αφού είχε μάτια μόνο για τον ωραίο Φιλίπ με τα κατάλευκα πόδια.Ύστερα μάλιστα απ’την προσπάθεια της ανέλκυσης του Γκαστόν,η ρόμπα του είχε λυθεί τελείως,αποκαλύπτοντας ένα λινό πουκάμισο ύπνου πάνω από ένα ζευγάρι σκανδαλωδώς κοντών εσωρούχων,που σταματούσαν λίγα μόνο εκατοστά κάτω από τους πλούσιους βουβώνες του-ένα θέαμα στο οποίο η Μπεατρίς είχε αντιδράσει σχεδόν με τον ίδιο ενθουσιασμό όπως όταν είχε δεί για πρώτη φορά από κοντά ένα αυγό Φαμπερζέ.Μάλιστα,με την αδιαφορία στο ψύχος που διακρίνει τους νέους (ή τουλάχιστον τους λιγότερο γέρους) και παρόλο που το τζάκι δεν έφτανε για να ζεστάνει το σαλονάκι του Καλιμπάν,ο Φιλίπ δεν είχε μπεί στον κόπο να κλείσει την ρόμπα του, και με τα πόδια σταυρωμένα,ένα ποτήρι κονιάκ στο ένα χέρι κι ένα τσιγάρο στο άλλο, άφηνε τον υπερήφανο διασκελισμό του στην διάθεση της Μπεατρίς και της αμετανόητης οφθαλμολαγνείας της.Ειλικρινά,αν εκείνη την στιγμή δεν υπήρχε το μονότονο κλάμα της γαζέλας να της υπενθυμίζει κάθε λίγο την αιτία που ο γκριζομάλλης Άδωνίς της ήταν τόσο σκυθρωπός,ίσως-υπνωτισμένη καθώς ήταν-να είχε σηκωθεί και να τον είχε ρωτήσει: «Αλήθεια,δεν κρυώνετε εκεί,στη μέση;» Οι μόνοι που στεκόντουσαν όρθιοι ήσαν ο Ζαφέτ και η η φίλη της,η Καρολίν, όμως ο καθένας για διαμετρικά αντίθετους λόγους.Ο Ζαφέτ γιατί προφανώς ήταν αυτός που ανησυχούσε περισσότερο για όσα είχαν συμβεί.Απ’την ώρα που είχαν αποθέσει το πτώμα του Γκαστόν στο προσωρινό του σάβανο,δεν είχε πάψει να πηγαινοέρχεται μπροστά απ’το μπάρ,γεμίζοντας κάθε τόσο ένα ποτηράκι με δάχτυλα που τρέμαν,για να το αδειάσει αμέσως,μονορούφι.Η Καρολίν ωστόσο ήταν όρθια γιατί αδιαφορούσε παντελώς για ό,τι γινόταν εκεί μέσα,αίσθημα που δεν είχε προσπαθήσει άλλωστε να κρύψει.Την ώρα που οι προσπάθειες της ανέλκυσης έφταναν στην κορύφωσή τους,ανάμεσα σε κραυγές φρίκης και πανικού,εκείνη είχε κατέβει στο δωμάτιό της κι είχε αλλάξει σ’ένα αιθέριο πρωϊνό συνολάκι λαχανί χρώματος,έτσι που ήταν πρακτικά η μόνη που δεν φορούσε πυζάμες ή νυχτικό.Είχε αφήσει το καλάθι με την γάτα-αυτή ήταν κι η μόνη κίνησή της που έδειχνε μια κάποια συμπόνοια,αφού είναι λίγο κακόγουστο να ασχολείσαι με ένα ζώο την στιγμή που μπροστά σου βρίσκεται ένας νεκρός άνθρωπος-ενώ με μιαν απίστευτη κοκεταρία είχε αλλάξει κι όλα τα κοσμήματα που φορούσε,διαλέγοντας καινούρια σκουλαρίκια,κολλιέ και δαχτυλίδια με περίτεχνα σκαλίσματα που ταριάζαν με το φόρεμά της.Η Μπεατρίς είχε προσέξει μάλιστα πως στα πρωϊνά κοσμήματα της φίλης της υπήρχε το κοινό μοτίβο των φρούτων,μια λεπτομέρεια που,υπό άλλες συνθήκες-όπως για παράδειγμα αν τα μπούτια του Φιλίπ δεν ήταν σε τόσο περίοπτη θέση-θα της προξενούσε σφοδρή περιέργεια. Όμως αυτή τη φορά είχε αποφανθεί με ένα βλέμμα πως τα ρουμπίνια σε σχήμα αχλαδιών με φυλλαράκια από σμαράγδι που κρέμονταν στ’αυτιά της,ο χρυσός λωτός στο κέντρο των διαμαντιών-μούρων του κολλιέ και τα πλατινένια δαχτυλίδια που διαδοχικά αναπαριστούσαν ένα λεμόνι,μια φράουλα,κι ένα τσαμπί σταφύλι,ήσαν απλώς μιά ακόμη εκκεντρικότητα της ηλικιωμένης φιλενάδας της.Το ίδιο είχε σκεφτεί κι όταν εκείνη πήγε και στάθηκε μπροστά στην πιο απομακρυσμένη βιβλιοθήκη του σαλονιού,σε απόσταση αναπνοής απ’το πτώμα του Γκαστόν,και σαν να είχε δίπλα της μια
τεράστια ρέγγα τυλιγμένη σε χαρτί,αφού του έριξε μια απορημένη ματιά,έσκυψε μπροστά στα χρυσά ράφια κι άρχισε να χαζεύει τα βιβλία. Το παράδοξο δε αυτής της στάσης προέκυπτε όχι μόνο αν αντιπαρέθετε την συμπεριφορά της Καρολίν με όσα συνέβαιναν γύρω της αυτή την στιγμή,αλλά-και κυρίως-όταν η Μπεατρίς έφερνε στο μυαλό της την χθεσινοβραδυνή εξομολόγησή της στο ίδιο ακριβώς σαλόνι,όταν της είχε εκθέσει όλους τους φόβους της για τις πιθανές (και απίθανες) συνωμοσίες που εξυφαίνονταν πίσω απ’την πλάτη της.Και τότε ακόμα τίποτε το απειλητικό δεν είχε συμβεί,με την εξαίρεση των βιβλίων ή του κατασκοπευτικού σωλήνα του Γκαστόν,που κι αυτά θα μπορούσαν να είναι ατυχείς συμπτώσεις ή παρερμηνείες της ίδιας της Καρολίν.Εξάλλου χθές το βράδυ όλοι τους ήσαν τόσο ευδιάθετοι,τόσο φιλικοί!Τα φώτα έλαμπαν μ’εκείνο το γλυκό πορτοκαλί χρώμα,ο αέρας ήταν ζεστός,και το πλοίο τους κουνούσε απαλά και τους νανούριζε. Ενώ τώρα,ακόμη και τα πιο ασήμαντα πράματα ξεχώριζαν μ’έναν αέρα αληθινά τρομαχτικό.Πρώτ’απ’όλα το φώς-καθώς εδώ και λίγη ώρα ο ήλιος είχε ανατείλει,οι πολυέλαιοι και τα περισσότερα πορτατίφ στο σαλόνι ήσαν σβηστά.Μονάχα που,περνώντας μέσα από τα πυκνά στρώματα της ομίχλης,το πρωϊνό φώς δεν είχε τη συνηθισμένη του λάμψη,παρά ένα ασθενικό ασπρουλιάρικο χρώμα.Έτσι στην πραγματικότητα ολόκληρο το σαλόνι ήταν ακόμα βυθισμένο στο μισοσκόταδο.Και μαζί με το φώς,όλες οι άλλες πινελιές ευθυμίας είχαν εξασθενήσει στο μηδέν.Κανείς δεν μιλούσε πιά,κανείς-ούτε καν η θάλασσα-δεν κινούνταν,ενώ για μουσική,ούτε λόγος!Η ατμόσφαιρα ήταν τουλάχιστον νεκρική,γεγονός που αναγνώριζε η Μπεατρίς,στα διαλείμματα των νοητικών της ακκισμών προς τον Φιλίπ.Ήταν λοιπόν αδιανόητο πώς,εν μέσω αυτής της ζοφερής μάζωξης,η φίλη της είχε ξαναβρεί το χαμόγελό της.Εκτός κι αν υποκρίνονταν-αλλά η Μπεατρίς δεν είχε λόγο να πιστέψει κάτι τέτοιο.Όχι,η Καρολίν φαινόταν στ’αλήθεια ευδιάθετη,ή έστω αφηρημένη,αμέτοχη σε όσα συνέβαιναν, λιγάκι όπως την είχε γνωρίσει χθές το πρωί,μέσα στη δημοπρασία. ‘Η μόνη εξήγηση είναι πως η ανησυχία των άλλων την κάνει να αισθάνεται πιο ήσυχη η ίδια,’ σκέφτηκε η Μπεατρίς,ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά στον καβάλο του Φιλίπ.Είχε δεί να κινείται κάτι εκεί μέσα,ή είχε πάθει το σύνδρομο της ‘βιτρίνας ζαχαροπλαστείου’,όπως το είχε δεί ν’αναφέρεται σ’ένα περιοδικό; (Μια κατάσταση στην οποία,σύμφωνα με τον συγγραφέα του άρθρου,αυτός που βρίσκεται μπροστά στην βιτρίνα ενός ζαχαροπλαστείου αλλά δεν μπορεί για κάποιο λόγο να δοκιμάσει τα γλυκά που ποθεί,αρχίζει να τα βλέπει διπλά ή και τριπλά.) ‘Λές να είδα έξη αρχί-δια αντί για δύο;’ αναρωτήθηκε φευγαλέα η Μπεατρίς,επιπλήττοντας συγχρόνως τον εαυτό της. ‘Βέβαια,μ’έναν ταχυδακτυλουργό,ποτέ δεν ξέρεις,’ πρόσθεσε,κι έπειτα, επιβάλλοντας πειθαρχία στις σκέψεις της,συγκεντρώθηκε στο ζήτημα της φίλης της, που είχε καταφέρει να γίνει ακόμα πιο απόμακρη με την τωρινή της ευθυμία απ’ό,τι με την χθεσινή της κατήφεια. ‘Μα ίσως να το κάνει ακριβώς γι’αυτό,για να τους σπάσει τα νεύρα,’ είπε μια φωνή μες στο μυαλό της.Πράγματι,η Καρολίν ήταν αυτός ο τύπος ανθρώπου,που θα χαιρόταν με την συμφορά του εχθρού της.Και καθώς είχε ορίσει αυθαίρετα τον Ζαφέτ και τους περισσότερους συνταξιδιώτες της ως ‘εχθρούς’ ή ‘συνωμότες’,ίσως αυτή την στιγμή να απολάμβανε το άσχημο παιχνίδι που τους είχε παίξει η μοίρα,και το αδιέξοδο στο οποίο είχαν οδηγηθεί οι ίδιοι πριν από εκείνην.Βέβαια αυτή η στάση δεν ήταν λιγότερο παράλογη απ’τον τρόμο της περασμένης νύχτας,ωστόσο,παρατηρώντας το πρόσωπο της φίλης της,η Μπεατρίς γινόταν όλο και πιο σίγουρη για την άποψή της.Στο πονηρό βλέμμα πίσω απ’τους χοντρούς φακούς,στον τρόπο με τον οποίο κοιτούσε πότε-πότε τον Ζαφέτ,τον ανηψιό του,ακόμα και το πτώμα του Γκαστόν,έβλεπε έναν χαιρέκακο ποντικό,μπροστά σε μια γάτα που πιάστηκε σε δόκανο.Η Μπεατρίς έφτανε στο σημείο να πιστεύει πως η Καρολίν,με μια δόση διαστροφής,ίσως και να χαιρόταν κρυφά που ένας από τους υπονομευτές
της περιουσίας και της ασφάλειάς της είχε βγεί,άγνωστο πώς,απ’τη μέση.Αν μάλιστα σ’αυτές τις σκέψεις πρόσθετε και την κατάστασή τους,που όπως είχαν μάθει πριν από λίγο ήταν κυριολεκτικά τραγική,η ψυχραιμία της Καρολίν,που φυσικά βρισκόταν εκεί απ’την αρχή του μυστηρίου,ήταν σχεδόν τρομακτική. Γιατί λίγο μετά το ψάρεμα του νεκρού,κι ενόσο έπαιρναν μουδιασμένοι τις θέσεις τους στο σαλόνι,ο Ζαφέτ,με ύφος που σε τίποτε δεν θύμιζε τον χθεσινοβραδυνό, εγκάρδιο πλοιοκτήτη,είχε αρχίσει να τους εκθέτει τα γεγονότα όπως είχαν.Κι όσο κι αν ήθελε κανείς να πιστέψει σε μιαν εκδοχή αλλιώτικη απ’την μυστηριώδη αυτή που τους παρουσίαζε,ο τρόμος στα μάτια και την φωνή του ήταν καθ’όλα πειστικός. Νά τί είχε συμβεί: Γύρω στις έξη,τον Ζαφέτ είχαν ξυπνήσει δυνατά χτυπήματα απ’το πάνω μέρος του σκάφους.Πιστεύοντας όμως πως είχε παρακούσει,ή ότι τους θορύβους προκαλούσε κάποια ξαφνική θαλασσοταραχή,δεν είχε δώσει σημασία κι είχε επιστρέψει στο κρεβάτι του.Τα χτυπήματα αυτά ο ίδιος ταύτιζε με την καταστροφή των οργάνων στο πιλοτήριο του σκάφους. «Μα τότε,πώς είναι δυνατόν να μην ξύπνησα κι εγώ,που το δωμάτιό μου βρίσκεται ακριβώς από κάτω;» τον είχε διακόψει η Καρολίν. «Τί να σου πώ αγαπητή μου;» της είχε απαντήσει απότομα, «Φαίνεται ότι κοιμάσαι βαριά.» Όμως η Καρολίν,μ’ένα γέλιο,είχε προσθέσει: «Κι εσύ που κοιμάσαι ελαφριά,δεν κατάλαβες ότι το πλοίο είχε σταματήσει; Εκτός κι αν μπέρδεψες την θαλασσοταραχή με τον καλπασμό της γαζέλας σου!» Η κατάσταση ωστόσο δεν ήταν για γέλια,αλλά για κλάματα.Όπως είχε διαπιστώσει έντρομος λίγη ώρα αργότερα,όταν ο ανηψιός του τον είχε ειδοποιήσει να ανέβει επειγόντως στο κατάστρωμα,η τιμονιέρα,η πυξίδα,ο ασύρματος,κι όλα τα υπόλοιπα όργανα ήταν κατεστραμμένα.Κάποιος τα είχε διαλύσει,χτυπώντας τα πολλές φορές με κάτι βαρύ,πιθανώς μ’ένα μεγάλο σφυρί που είχε βρεθεί να λείπει απ’την εργαλειοθήκη του σκάφους. Σαν να μην ήταν δε αρκετή η συμφορά των ανεπανόρθωτων ζημιών που είχε υποστεί το σκάφος,λίγα λεπτά αργότερα,ο Γκαστόν,που ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να δώσει κάποια εξήγηση-μιας κι είχε περάσει όλη τη νύχτα στο τιμόνι-είχε βρεθεί νεκρός,στη θέση που είχε υποδείξει η κυρία Λεμάν.Στο σημείο αυτό η Μπεατρίς, ακούγοντας και πάλι το ψεύτικο όνομά της,κι αυτή τη φορά σε σχέση με την ανακάλυψη ενός θανάτου,αισθάνθηκε ένα κύμα φόβου να την τυλίγει-θυμήθηκε την ανεξήγητη παραδρομή του Γκαστόν,όταν την είχε αποκαλέσει με το πραγματικό της επίθετο,κι ακόμη αναρωτήθηκε με φόβο τί θα γινόταν αν το πράγμα έφτανε στη αστυνομία,και στην πορεία της ανάκρισης της ζητούνταν η ταυτότητά της για την κατάθεση.Μονάχα που όπως φαινόταν,η αστυνομία θα αργούσε να μάθει για τα κατορθώματά τους,αφού μαζί με το πτώμα του Γκαστόν,και μάλιστα δεμένη από το πόδι του, είχε βρεθεί η μοναδική σωσίβια λέμβος που διέθετε το σκάφος,το λαστιχένιο κάλυμμα της οποίας είχε επίσης καταστραφεί.Το μόνο που είχε μείνει από δαύτην,ήταν η μηχανή της κι ένα μάτσο από σχισμένα γκρίζα λάστιχα,που κείτονταν στο κατάστρωμα,σαν ένα δεύτερο πτώμα. «Ολόκληρο το σκάφος είχε μόνο μία σωσίβια λέμβο,και μάλιστα φουσκωτή;» είχε σχολιάσει η Καρολίν,διακόπτοντας ξανά την αγωνιώδη αφήγηση του Ζαφέτ. «Αυτό θα πεί ασφάλεια!Πώς δεν σκέφτηκες κι εκείνα τα σωσίβια-πάπιες;» Αλλά ο Ζαφέτ ήταν τόσο τσακισμένος,που δεν μπορούσε να απαντήσει πλέον στα ειρωνικά της σχόλια.Μόλις τέλειωσε η απαρίθμηση όσων είχε να τους εκθέσει, άρχισε τα πήγαιν’έλα μπροστά στο μπάρ,κουνώντας με απελπισία τα χέρια,κι εκτοξεύοντας ερωτήσεις στο κενό.Το άλυτο μυστήριο στο οποίο κανείς δεν φαινόταν ικανός να δώσει λύση,ήταν το ποιός ήταν ο υπέυθυνος αυτής της ακατανόητης δολιο-
φθοράς,και ποιός ήταν ο σκοπός του.Για κάποιο λόγο,ο θάνατος του Γκαστόν,είτε επειδή η ζωή του είχε έτσι κι αλλιώς λιγότερη σημασία από των υπολοίπων,είτε επειδή περιέπλεκε ακόμη περισσότερο τα πράγματα,είχε μείνει πρακτικά ασχολίαστος. «Θα τρελλαθώ!» φώναξε κάποια στιγμή,αδειάζοντας με μιαν ανάσα το ποτηράκι του. «Ποιός μπορεί να το έκανε;Χρειάζεται τρομερή δύναμη για να προκαλέσεις μια τέτοια καταστροφή,για να μην αναφέρω την τρέλλα του ν’αγνοήσεις τις συνέπειές της!Γιατί πρόκειται για τρέλλα,ο άνθρωπος που το έκανε αυτό είναι σίγουρα τρελλός! Αλλιώς θα είχε καταλάβει ότι,μ’αυτό που έκανε,είμαστε όλοι χαμένοι!» «Μήπως υπερβάλλεις λιγάκι;» ρώτησε με φόβο η Ροζαλί. «Δεν ξέρω...δεν ξέρω πια τί να πώ,» αναστέναξε ο Ζαφέτ,και σωριάστηκε για πρώτη φορά σε μια πολυθρόνα,σκεπάζοντας το πρόσωπο με τα χέρια του.Βλέποντάς τον σ’αυτή την κατάσταση,έτοιμο να ξεσπάσει σε κλάμματα,ο Φιλίπ σηκώθηκε από τη θέση του και πήγε κοντά του για να τον παρηγορήσει.Το βλέμμα της Μπεατρίς ακολούθησε το ζίγκ-ζάγκ που έκανε η ζώνη της ρόμπας του καθώς προχωρούσε,με την προσήλωση της φώκιας που ο εκπαιδευτής κουνάει πάνω απ’τη μουσούδα της ένα ψάρι.Μονάχα τα ανησυχητικά λόγια του Ζαφέτ ταράζαν την υπνωτική της χαύνωση. «Μην κάνεις έτσι,θείε,» έλεγε ο Φιλίπ, «είμαι σίγουρος πως κάποια λύση θα βρεθεί...ίσως μπορέσουμε να διορθώσουμε τον ασύρματο-» «Πώς;» αναφώνησε με απελπισία ο Ζαφέτ,σηκώνοντας το κεφάλι. «Αφού όλη η κονσόλα έχει γίνει ένα μάτσο χάλια!Το τιμόνι είναι ξερριζωμένο,ακόμη κι αν έβαζα μπροστά τη βοηθητική μηχανή,δεν θα μπορούσαμε να πάμε πουθενά!Δεν ξέρω ούτε καν πού είμαστε,το καταλαβαίνεις;Χωρίς την πυξίδα και τα υπόλοιπα όργανα,είμαστε χαμένοι-δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε!» «Δεν μου είχες πεί ότι στην αποθήκη έχει κάτι φωτοβολίδες;» είπε χαμηλόφωνα ο Φιλίπ,σα να εξέφραζε μια τελευταία ελπίδα που δεν ήθελε ν’ακούσουν οι άλλοι. «Και τί να τις κάνουμε,μ’αυτή την ομίχλη;» έκανε ο Ζαφέτ,τεντώνοντας τα χέρια προς το παράθυρο. «Το πιο πιθανό είναι ότι βρισκόμαστε στη μέση της διαδρομής μας,εκατό μίλια απ’την πιο κοντινή ακτή!Κανείς δεν θα τις δεί!» «Αν...αν επιδορθώναμε τη σωσίβια λέμβο;» ρώτησε δειλά η Σαλομέ.Καθώς δεν φορούσε τα γυαλιά της,τα βλέφαρά της έτρεμαν μισόκλειστα,σαν των τυφλών. «Το πρόβλημα παραμένει-δεν έχω ιδέα που βρισκόμαστε!» φώναξε ο Ζαφέτ. «Δεν μπορούμε να βγούμε στη μέση της θάλασσας με μια φουσκωτή βάρκα,χωρίς να ξέρουμε πού πάμε!Θα ήταν καθαρή αυτοκτονία!Άσε που,έτσι όπως την είδα,δε νομίζω πως υπάρχει ελπίδα να επιπλεύσει-είναι σχισμένη απ’άκρη σ’άκρη!Όχι,όχι,» μονολόγησε,και σηκώθηκε απότομα απ’τη θέση του,ξαναρχίζοντας τα πέρα-δώθε, «η μόνη περίπτωση είναι να μας βρεί κάποιο διερχόμενο σκάφος!Πρέπει να κατεβάσουμε τα πανιά,και να περιμένουμε,αλλιώς ο άνεμος μπορεί να μας πάει κατά διαβόλου! Είμαστε στο έλεος της τύχης!» Τα λόγια του έκαναν τον αέρα του σαλονιού ακόμη πιο παγερό. «Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση,» είπε ξαφνικά,και σταματώντας την διαδρομή του μ’ένα μικρό άλμα,γύρισε και τους κοίταξε ερευνητικά. «Ο Καλιμπάν καταστράφηκε εκ των έσω!Άρα ο ένοχος βρίσκεται ανάμεσά μας!» Το σχόλιό του ακολούθησε ένα συνονθύλευμα από φοβισμένα μουρμουρητά, φράσεις ειπωμένες χαμηλόφωνα,όπως: «Δεν είναι δυνατόν,» ή «Ποιός θα έκανε κάτι τέτοιο;» μέχρι τη στιγμή που η φωνή της Καρολίν,στεγνή κι αποφασιστική,τους έκανε όλους να γυρίσουν προς το μέρος της.Κι η έκπληξή τους ήταν διπλή,αφού όλη αυτή την ώρα,είχε περάσει απαρατήρητη κι είχε σταθεί ακριβώς επάνω από το πτώμα του Γκαστόν,κρυμμένη κατά το ήμισυ στο σκοτάδι. «Πρώτ’απ’όλα,αγαπητέ μου Ζαφέτ,θα ήθελα να σε καθησυχάσω.» Και μ’ένα χαμόγελο,το πρόσωπό της βγήκε απ’το σκοτάδι.Ως κι η ερωτύλη Μπεατρίς είχε γυρί-
σει και την κοιτούσε με φόβο,προσπαθώντας να μαντέψει τί θα έλεγε. «Το ίδιο ήσυχοι θα ήθελα να είστε κι όλοι εσείς,φίλοι μου,» είπε,κι άνοιξε τα χέρια της για να δείξει πως απευθύνονταν σ’όλους συγχρόνως. «Μπορεί πράγματι η κατάσταση να μοιάζει με αδιέξοδο,αλλά σας διαβεβαιώ πως δεν είναι.Άλλωστε,» συνέχισε,σηκώνοντας υπεροπτικά τα φρύδια, «θα ήμουν ηλίθια αν είχα εμπιστευτεί την ασφάλειά μου στην διάρκεια αυτού του ταξιδιού μονάχα στις διαβεβαιώσεις σου,χρυσό μου,» είπε,γνέφοντας προς τον Ζαφέτ.Εκείνος άφησε ένα επιφώνημα αλλά η Καρολίν τον πρόλαβε. «Προς Θεού,» είπε, «λέγοντας αυτό,φυσικά,δεν έχω πρόθεση να σε θίξω,αγαπητέ μου,ούτε εσένα,ούτε και το σκάφος σου,το οποίο ανταποκρίθηκε επάξια σε όλες τις υποσχέσεις που μας έδωσες.Τουλάχιστον μέχρι σήμερα το πρωί,» πρόσθεσε μ’ένα πλατύ σκωπτικό γέλιο,κι έπειτα σοβάρεψε απότομα. «Τέλοσπάντων.Αυτό που θέλω να πώ είναι ότι,το μέγεθος της περιουσίας μου,οι επιχειρήσεις που διαχειρίζομαι σε καθημερινή βάση,κι όλα αυτά τα πληκτικά πράγματα,με υποχρεώνουν να δίνω αναφορά σ’έναν ολόκληρο στρατό από ανθρώπους που μεριμνούν για την προσωπική μου ασφάλεια,κι οι οποίοι,ειλικρινά,πολλές φορές δεν με αφήνουν να κάνω βήμα χωρίς προηγουμένως να μου επιβάλουν μια κουστωδία από προσωπικούς αστυνομικούς και σωματοφύλακες.Κι όσο κι αν ήθελα να κρατήσω αυτό το ταξιδάκι μου και την εκδρομή που θα συνδύαζα μαζί σας μυστική,αυτό στάθηκε αδύνατο.Έτσι,άνδρες του λιμενικού σώματος του Δουβλίνου αλλά και του Ντάγκλας γνωρίζουν με κάθε λεπτομέρεια τις κινήσεις μου,κι είναι εξουσιοδοτημένοι,σε περίπτωση που καθυστερήσω να εμφανιστώ στην προγραμματισμένη μέρα και ώρα άφιξης,να με αναζητήσουν με όλα τα μέσα που έχουν στην διάθεσή τους-σκάφη,αεροπλάνα,ακόμη κι ελικόπτερα του στρατού.Οπότε,χωρίς φυσικά να θέλω να μειώσω σε τίποτε την αξία αυτού του ταξιδιού εξαιτίας του μικρού ατυχήματος που το διέκοψε πριν καλά-καλά αρχίσει,θα ήθελα να αναλάβω από τώρα την ευθύνη της ασφαλούς μεταφοράς όλων μας,και να σας διαβεβαιώσω πως,το αργότερο σε δύο ημέρες,οι άνδρες της προσωπικής μου φρουράς-αν μπορώ να το πώ έτσι-θα μας οδηγήσουν στον προορισμό μας.» Στο σημείο αυτό η Καρολίν έκανε μια μικρή θριαμβική παύση,για να απολαύσει τα χαμόγελα ικανοποίησης και τα επιφωνήματα ευγνωμοσύνης,που ωστόσο ήσαν λιγότερα από ό,τι θα περίμενε κανείς.Φαίνεται πως οι περισσότεροι δεν μπορούσαν ακόμα να πιστέψουν στην καλή τους τύχη,ή ίσως και να θεωρούσαν πως υπερέβαλλε λίγο.Για να δείξει λοιπόν πως μιλούσε με κάθε σοβαρότητα,γύρισε στον Ζαφέτ και τον ρώτησε: «Πιστεύω ότι οι προμήθειες του σκάφους είναι σε θέση να μας συντηρήσουν για δυό μέρες,έτσι δεν είναι καλέ μου Ζαφέτ;» Εκείνος,που όση ώρα μιλούσε την κοίταζε με γουρλωμένα μάτια,έμεινε για μερικές στιγμές σιωπηλός μες στην εμβροντησία του,κι έπειτα,πιέζοντας ένα χαμόγελο,αναφώνησε: «Μα και φυσικά!Βέβαια!Αυτό είναι ένα περίφημο νέο,αγαπητή μου Καρολίν!» Και παρόλο που εξακολουθούσε να δείχνει μουδιασμένος,έκανε μερικά βήμα-τα προς την κατεύθυνσή της,όπως αν ήθελε να την συγχαρεί με μια χειραψία.Όμως ήταν φανερό πως κάτι τον απασχολούσε,έτσι που σταμάτησε στη μέση του σαλονιού, και με το χαμόγελο να σβήνει στο πρόσωπό του,είπε: «Όμως το πρόβλημα παραμένει.Πρέπει να βρούμε ποιός είναι ο υπαίτιος αυτού του σαμποτάζ,αν μη τί άλλο...» (και σκούπισε το μέτωπό του) «γιατί,μέχρι να έλθει η βοήθεια που τόσο γενναιόδωρα μας προσφέρεις,ίσως...ίσως όλοι μας να κινδυνεύουμε...δεν θέλω να σας τρομάξω φυσικά,επαναλαμβάνω πως το τελευταίο που θα ήθελα θα ήταν να σπείρω το δαιμόνιο της καχυποψίας ανάμεσά μας,αλλά εξακολουθώ να πιστεύω πως,αποκλεισμένοι καθώς είμαστε στη συντροφιά του άγνωστου δολιοφθορέα,διατρέχουμε όλοι μας μεγάλο κίνδυνο...εξάλλου η καταστροφή του συ-
στήματος πλοήγησης είχε αυτόν ακριβώς το σκοπό,να μας απομονώσει,έστω κι αν δεν μπορώ να φανταστώ ποιός από εμάς θα είχε να ωφεληθεί κάτι από μια τέτοια-» «Ζαφέτ,χρυσό μου,» τον διέκοψε ξαφνικά η Καρολίν,αναγκάζοντάς τον να στρέψει το βλέμμα προς το μέρος της, «παρατηρώ ότι επιμένεις,παρόλες τις εξόφθαλμες ενδείξεις,να τοποθετείς τον ένοχο ανάμεσά μας,θέλω να πώ,ανάμεσα στα ζώντα μέλη της συντροφιάς μας,ή κάνω λάθος;» «Τί εννοείς,αγαπητή μου;» την ρώτησε εκείνος,με ειλικρινή απορία. «Εννοώ πως,αν το σκεφτούμε καλύτερα,κι εξετάζοντας παράλληλα τον θάνατο του Γκαστόν-που για κάποιο λόγο φαίνεται πως δεν απασχολεί κανέναν-νομίζω ότι ο μόνος πιθανός ένοχος γι’αυτή την δολιοφθορά,όπως την αποκαλείς,δεν συνιστά πλέον απειλή για εμάς,τουλάχιστον όχι προτού βρεί τον τρόπο να αναστηθεί!» Κι άφησε το γνωστό,στεγνό,ανατριχιαστικό της γέλιο να ολοκληρώσει. «Τ-τί θέλετε να πείτε,κυ-κυρία Νικολά;» ρώτησε τρέμοντας η Σαλομέ από την πολυθρόνα της, «ό-ότι ο Γκαστόν είναι αυτός που-;» «Μα αυτό είναι αδύνατον!» φώναξε ο Ζαφέτ,πιο θιγμένος από ποτέ. «Ο Γκαστόν...ο Γκαστόν ποτέ δεν θα έκανε κάτι τέτοιο!Ήταν και είναι υπεράνω πάσης υποψίας!Το ατύχημα που του συνέβη...ακόμα δεν μπορώ να το εξηγήσω,αλλά όχι,αυτό που υπαινίσεσσαι,αποκλείεται,αποκλείεται να συνέβη!» «Κανείς δεν είναι υπεράνω υποψίας,αγαπητέ μου,» είπε αυστηρά η Καρολίν. «Όχι,όχι!Τον Γκαστόν τον γνωρίζω τριάντα χρόνια!Του έχω τυφλή εμπιστοσύνη!Ποτέ δεν θα έκανε κάτι τέτοιο!Δεν είχε λόγο να το κάνει!» «Γι’αυτό,δεν θα ήμουν και τόσο σίγουρη,» είπε η Καρολίν,και σκύβοντας πάνω απ’το νεκρό,υπό το έκπληκτο βλέμμα όλων,αναποδογύρισε το χέρι του που προεξείχε κάτω απ’το μουσαμά κι αφού το εξέτασε για λίγο,κάνοντας «Χμμμ» σηκώθηκε,σκούπισε το χέρι της,και μ’ένα χαμόγελο,είπε: «Καλά το είχα προσέξει!» «Τί-τί συμβαίνει;» ρώτησαν σχεδόν μ’ένα στόμα ο Ζαφέτ κι ο ανηψιός του. «Χθές το βράδυ,την ώρα που μας σέρβιρε τα ποτά μας,δεν μπόρεσα να μην παρατηρήσω το ενδιαφέρον τατουάζ που ο καλός,έμπιστος Γκαστόν σου είχε στο εσωτερικό του αριστερού του καρπού.Και τώρα που το ξαναβλέπω από κοντά,είναι ακριβώς το είδος του τατουάζ που είχα υποθέσει!» «Τατουάζ;Τί τατουάζ;Τί εννοείτε;» ρώτησε τρομαγμένη η Σαλομέ. «Ω,τίποτε,» είπε η Καρολίν,σαν να μην έδινε σημασία στον φόβο που σκορπούσανε τα λόγια της. «Πρόκειται για ένα από αυτά τα κρυπτογραφικά ενθύμια που οι κρατούμενοι των φυλακών χαράσσουν στο σώμα τους,αναλόγως με το σωφρονιστικό κατάστημα και τα χρόνια που έχουν περάσει εκεί.Είχα διαβάσει για δαύτα σ’ένα αστυνομικό μυθιστόρημα-φαίνεται πως εξακολουθούν να είναι πολύ δημοφιλή.Το συγκεκριμένο βέβαια θα έλεγα πως δείχνει πολύ παλιό,το μελάνι έχει ξεθωριάσει τρομερά.Θα το τοποθετούσα...» είπε,και μετά από μια-δυό στιγμές σιωπής πρόσθεσε χαμογελώντας «...πριν από τριάντα περίπου χρόνια!Τόσα δεν είπες ότι εργαζόταν στις υπηρεσίες σου,αγαπητέ μου Ζαφέτ;» Τα λόγια της,κι ιδίως την αναφορά της λέξης ‘φυλακή’,είχαν ακολουθήσει πνιγμένα επιφωνήματα έκπληξης απ’τη μεριά των γυναικών,ενώ ο Ζαφέτ αρκούνταν στο να γουρλώνει τα μάτια του όσο είναι ανθρωπίνως δυνατόν.Και μόλις η Καρολίν έκανε παύση για να ανάψει ένα τσιγάρο,ο Φιλίπ πίσω του ξέσπασε σε γέλια. «Τί ακούω;» είπε,χτυπώντας τον θείο του στην πλάτη, «Ο Γκαστόν μας ήταν φυλακόβιος;Μπράβο θείε!Σε συγχαίρω για τα σωφρονιστικά σου αισθήματα!» Όμως ο Ζαφέτ τίναξε το χέρι του Φιλίπ με αηδία,και φώναξε οργισμένος: «Ανοησίες!Καθαρές ανοησίες!Ο Γκαστόν,στη φυλακή!Χα!» Και προσπάθησε να καγχάσει,χωρίς επιτυχία. «Αυτό ουδέποτε συνέβη,κι έχω αποδείξεις-μάλιστα!Στο αρχείο μου φυλάσσω ακόμη την συστατική επιστολή του Λόρδου Κουήνσμπερυ,στις
υπηρεσίες του οποίου,ο καημένος μου ο Γκαστόν,εργαζόταν,πριν να έλθει σε μένα.» Έπειτα κατάπιε έναν κάπως υπερβολικό λυγμό,γύρισε προς την Καρολίν,κι υιοθετώντας έναν πρωτοφανή πληθυντικό της είπε: «Λοιπόν,τί έχετε να πείτε,αγαπητή μου;» «Έχω να πώ πως ο Λόρδος Κουήνσμπερυ ήταν ένας τρισάθλιος Ουαλλός κίναιδος,κι ότι μάλλον άλλου είδους υπηρεσίες του παρείχε ο Γκαστόν,πιθανώς κι αυτές αποκτηθείσες-χέ,χέ-εν τω στρατεύματι!...» Ο τρόπος τον οποίο είχε διαλέξει για να ακυρώσει τις διαπιστεύσεις του Ζαφέτ,έφερε νέα γέλια στο ακροατήριο.Αυτή τη φορά ακόμη κι η Ροζαλί κι η Σαλομέ γελάσαν,έστω και χείλη παγωμένα από τον φόβο. «Και δηλαδή;» γρύλλισε εχθρικά ο Ζαφέτ, «Τί θέλεις να πείς;» «Ω,τίποτε,τίποτε απολύτως,» έκανε πάλι η Καρολίν,και σηκώνοντας τα χέρια με ένα αθώο χαμόγελο,σαν να έλεγε: ‘Παραδίδομαι!’ κάθισε σε μια μπερζέρα. «Προς Θεού,» ξανάπε μετά από λίγο, «δεν είμαι καμμιά από εκείνες τις αποκρουστικές ψηλομύτες του κύκλου μας,που περιφρονούν τους αποφυλακισθέντες,φιλοξενώντας παράλληλα πλήθος από δαύτους στο κρεβάτι τους!Κάθε άλλο-πιστεύω πως οι πλέον ανέντιμοι κι επικίνδυνοι άνθρωποι βρίσκονται έξω απ’τις φυλακές,και μακράν οποιασδήποτε ελπίδας να αναμορφωθούν!Εγώ απλώς κάμνω υποθέσεις,σχετικά με το μυστήριο που μας κρατά αποκλεισμένους εδωπέρα.Κι επειδή εσύ ο ίδιος,Ζαφέτ,ανέφερες πως ο Γκαστόν ήταν ο μόνος που βρισκόταν στην τιμονιέρα,ότι η καταστροφή που προκλήθηκε απαιτούσε τεράστια μυική δύναμη,κι εν συνεχεία όλη αυτή την ανησυχητική φιλολογία περί δολιοφθοράς και μυστικών συμφερόντων...ε,προσθέτοντας αυτά τα στοιχεία στην εξαφάνιση κι εν συνεχεία το θάνατο του Γκαστόν,έφτασα στοπιθανώς βιαστικό-συμπέρασμα πως ο ένοχος είναι...αυτός!Όσο για το σημάδι που παρατήρησα,και το οποίο είμαι βέβαιη πως είχε αποκτήσει σε κάποια φυλακή,είναι μονάχα μια επισήμανση,χωρίς ιδιαίτερη σημασία,που,τουλάχιστον σ’εμένα,φαίνεται σαν η απόδειξη ότι κανείς δεν είναι υπεράνω υποψίας,κι ότι ίσως ο καθένας από εμάς, εδώ μέσα,να κρύβει και κάποιο σκοτεινό μυστικό...» Και μ’αυτά τα λόγια,σβήνοντας το τσιγάρο της σε μια στρογγυλή τεφροθήκη από νεφρίτη,γύρισε και κοίταξε όλους τους παρευρισκομένους ερευνητικά,μέσα από τα χοντρά γυαλιά της,σαν να προσπαθούσε να ανακαλύψει δια της όρασης το μυστικό για το οποίο είχε μόλις μιλήσει.Τα μάτια της πέρασαν με την ίδια αδιακρισία και πάνω από το πρόσωπο της Μπεατρίς,που-σίγουρη για το μυστικό που έκρυβε-κοκκίνισε σαν ορνιθόκωλος.Για να μην καρφωθεί,έστρεψε αμέσως το βλέμμα της στον Φιλίπ,και φυσικά καρφώθηκε χειρότερα.Υπήρχε κάτι το τόσο θελκτικό σ’αυτό το πρωϊνό σύνολο με την ρόμπα...‘Τί κρίμα που όλοι οι άνδρες που παντρεύτηκα ήταν γέροι!’ μονολόγησε θλιμμένη η Μπεατρίς.Βέβαια,αν είχε συμβεί το αντίθετο,δηλαδή οι σύζυγοί της ήσαν νεώτεροι από εκείνην,το άρμεγμα των χρημάτων που είχε επιδιώξει με τους διαδοχικούς της γάμους θα ερχόταν σε αντίθεση με τους κανόνες της κοινωνικής διαφθοράς,αφού το έθιμο απαιτεί ο νεώτερος να αρμέγει τον πρεσβύτερο,άρα το αντικείμενο του αρμέγματος θα ήταν η ίδια.Αλλά όσο το σκεπτόταν,τουλάχιστον υπό το πρίσμα της τωρινής της ευμάρειας,δεν θα την πείραζε καθόλου αν ένας τέτοιος γάμος συνέβαινε τώρα.Κι αν επιπλέον ήταν να συμβεί με κάποιον σαν τον Φιλίπ,θα δεχόταν να αρμεχτεί ακόμη και κυριολεκτικά,με σκαμνί και καρδάρα. Θα μου πείτε,πώς είναι δυνατόν εν μέσω μιας τόσο φορτισμένης συζήτησης, με αντικείμενο την σωτηρία ή τον χαμό τους,η Μπεατρίς να παρεδίδετο τόσο εύκολα σε παρόμοιες ηδυπάθειες;Ε,κι όμως!Απ’τη στιγμή που η Καρολίν είχε αναφέρει πως ήσαν ασφαλείς,κι ότι μια αρμάδα πλοίων ή αεροπλάνων θα τους περιμάζευε σε δύο ημέρες,η Μπεατρίς έπαψε ν’ασχολείται με το θέμα.Στο μυαλό της φωτίστηκε ένα νοερό ημερολόγιο μαζί με ρολόι,σαν αυτά των τραπεζών,κι άρχισε να υπολογίζει πώς θα μπορούσε να αξιοποιήσει καλύτερα τον χρόνο της,φυσικά σε σχέση με τον Φιλίπ.
Σαν γνήσια επιχειρηματίας που ήταν άλλωστε,ήξερε πότε το πάθος της για τις αντίκες έπρεπε να δώσει τη θέση του σε κάποιο άλλο,πιο συμβατό με τις περιρρέουσες συνθήκες.Μόλις λοιπόν κατάλαβε πως δεν υπήρχε ελπίδα να συγκεντρωθεί αρκετά γύρω απ’τα έπιπλα του σκάφους (τα οποία,σε συνδυασμό με το πτώμα του Γκαστόν,είχαν χάσει την έτσι κι αλλιώς επιφανειακή τους λάμψη) άρχισε να καταστρώνει διάφορα απίθανα σχέδια προκειμένου να πλησιάσει τον νεαρό κύριο ντε Ραστιγιάκ και να γνωριστεί με το εσωτερικό της ρόμπας του.Πίστευε πως το περιβάλλον ήταν ιδανικό-θάλασσα,απομόνωση,ημίφως,ένα πτώμα!Όχι,το πτώμα δεν το σκεπτόταν καθόλου.Η φαντασία της έπλαθε σενάρια για τυχαίο στριμωξίδι στο διάδρομο με τις καμπίνες, τον Φιλίπ να κολλάει επάνω της,λίγο περισσότερο απ’όσο χρειάζεται,να γελάει,να λέει: «Αχ!Πώς κολλήσαμε έτσι!» ύστερα,αρπάζοντάς την,να την φιλά,και στο τέλος να βάζει τα δάχτυλά του στη μύτη της και να τραβάει από μέσα δέκα χρωματιστά μαντήλια.Φαίνεται όμως πως η μοίρα της φύλαγε το καλύτερο για το τέλος... «Και πού μας οδηγούν όλες αυτές οι υποθέσεις;» ακούστηκε ξαφνικά η φωνή της Ροζαλί,που είχε αφήσει τον εραστή της κατά μέρος,κι είχε σηκωθεί όρθια,πιθανώς για να προσδώσει έναν δραματικό τόνο. «Εκεί που οδηγούσαν και τον φτωχό μας τον Γκαστόν,» είπε η Καρολίν,γνέφοντας όλο ειρωνία προς τον νεκρό.Έπειτα έστρεψε το κεφάλι προς τα έξω,σαν να έδειχνε την θάλασσα.και σηκώνοντας το χέρι,έκανε μιαν αόριστη κίνηση. «Κάπου,εκεί έξω,δεν μπορώ να ξέρω πού.Αλλά είμαι σίγουρη πως,αφού έκανε τις προγραμματισμένες ζημίες,ο μακαρίτης προσπάθησε να το σκάσει από εδώ,με πλεύση προς κάποιο προκαθορισμένο σημείο συνάντησης.» «Προγραμματισμένο;Προκαθορισμένο;Συνάντηση;» φώναξε την ίδια στιγμή ο Ζαφέτ,επαναλαμβάνοντας κάθε μιά απ’τις λέξεις που είχαν ακούσει,σαν να απευθυνόταν σε παιδιά του δημοτικού. «Μα,για το Θεό,αγαπητή μου,τί σκέφτεσαι;» «Το ίδιο θα σε ρωτούσα κι εγώ,» του είπε ψυχρά η Καρολίν, «αλλά δεν με ενδιαφέρει να μάθω τί χρώμα έχει το μουνί της γαζέλας σου.» Στο σημείο αυτό η γαζέλα πήγε να ουρλιάξει,πνίγηκε κι άρχισε να βήχει,ενώ ο Ζαφέτ ξεροκατάπιε με αξιοπρέπεια και την άφησε να μιλήσει,αναγνωρίζοντας για μια ακόμη φορά πως,τουλάχιστον μετά την υπόσχεσή τους να τους γλυτώσει από εκεί μέσα,είχε το πάνω χέρι. «Γιατί,μην μου πείτε,δεν μπορεί να μην το σκεφτήκατε κι εσείς!» συνέχισε η Καρολίν,στρέφοντας τα μυωπικά της μάτια προς όλους.Η Μπεατρίς αισθανόταν παράξενα, σαν να κατείχε ήδη την λύση του μυστηρίου,κι απλώς να μην την είχε αναλογιστείπράγμα απολύτως φυσικό,μιας κι είχε περάσει το τελευταίο μισάωρο αναλογιζόμενη τις γάμπες του Φιλίπ. «Το ότι όλα αυτά συνέβησαν όσο κοιμόμασταν,το ότι ξυπνήσαμε και βρεθήκαμε μέσα σ’αυτό το σύννεφο ομίχλης,ακίνητοι,χωρίς δυνατότητα πλεύσης ή προσανατολισμού!...Γαμώ τα γηρατειά μου!» αναφώνησε ξαφνικά,χτυπώντας τη γροθιά της στο τραπεζάκι που βρισκόταν δίπλα της.Τα ποτήρια αναπήδησαν,και μαζί τους κι οι πιο πολλοί παρευρισκόμενοι. «Δεν μπορεί μονάχα εγώ να σκέφτομαι εδώ μέσα!Αφού εκείνος ήταν ξύπνιος όλο το βράδυ,αφού εκείνος πήρε την βάρκα,που βρέθηκε δεμένη στο κωλο-πόδαρό του,πάει να πεί πως όλα ήταν προγραμματισμένα! Αρνούμαι να πιστέψω πως δεν μπορούσε να αποφύγει την ομίχλη!Όπως επίσης κι ότι το σχέδιό του περιελάμβανε απλώς να μας εγκαταλείψει εδωπέρα,και στη συνέχεια να ξανοιχτεί στο πουθενά με μια λαστιχένια βάρκα!» «Δη-δηλαδή;» ρώτησε ο Ζαφέτ.Έμοιαζε ταραγμένος. «Δηλαδή σταματήσαμε επίτηδες σ’αυτό ακριβώς το σημείο της διαδρομής,και στοιχηματίζω τη μισή μου περιουσία ότι,αν αυτή τη στιγμή η ομίχλη σηκωνόταν,στα εκατό μέτρα το πολύ θα βλέπαμε κάποιο σημάδι,ένα βράχο,ένα σκόπελο,μια ξέρα,ή, ακόμη χειρότερα,ένα άλλο σκάφος!» Για μερικά δευτερόλεπτα όλοι μέσα στο σαλόνι την κοιτούσαν εμβρόντητοι.
«Τί;Τί με κοιτάτε;» ρώτησε η Καρολίν,και ξέσπασε σε γέλια. «Καλά,τόσο χαζοί είστε;Δεν βλέπετε τί συμβαίνει;Σας έκλεψαν τίποτε;Λείπει τίποτε απ’το σκάφος; Όχι!Άρα,ο αγαπημένος μας Κύκλωπας και τέως σπουργίτι του κάτεργου,δεν σκόπευε να δράσει μόνος του,αλλά με την βοήθεια των συνεργών του,που προφανώς τον περίμεναν κάπου εδώ κοντά,συνεννοημένοι από πρίν!» «Πολύ μεγάλη φαντασία έχεις χρυσό μου,» είπε η Ροζαλί,και παίρνοντας το πρωτύτερο αδιάφορο ύφος της,ξανακάθισε στην πολυθρόνα της.Όμως αυτή τη φορά μια άλλη γυναικεία παρουσία πήρε τη θέση της.Ήταν η Σαλομέ,που όλη αυτή την ώρα άκουγε με κομμένη ανάσα,και που τώρα πλησίαζε,με τό’να χέρι προτεταμένο στον αέρα,σαν φάντασμα σε προρραφαηλιτικό πίνακα. «Κυ-κυρία Νικολά;» ρώτησε δειλά.Στη φωνή της παραμόνευε ένας τρομαγμένος λυγμός. «Θέλετε να πείτε πως...πως ίσως υπάρχει ακόμα...κίνδυνος;» Με την τελευταία λέξη,η ευτραφής γυναίκα κατέρρευσε στην αγκαλιά του θείου της,που την άρπαξε με αποφασιστικότητα,χαϊδεύοντάς την σαν να ήταν το λεπτεπίλεπτο κοριτσάκι που είχε γνωρίσει πριν από πολλές δεκαετίες. «Ησύχασε,καλή μου,» είπε, «η κυρία Νικολά προσπαθεί μόνο να δώσει μια λογική εξήγηση σ’αυτή την φοβερή κατάσταση.» Και λέγοντας αυτά,κοίταξε την Καρολίν με γουρλωμένα μάτια,σαν να της έλεγε: ‘Σατμάτα!Μας τρομάζεις!’ και πρόσθεσε: «Έτσι δεν είναι,αγαπητή μου Καρολίν;Δεν εννοείς στ’αλήθεια ότι κινδυνεύουμε!» Η Καρολίν,αφού εξέπνευσε θυμωμένη,με τον αέρα μιας πρώτης παραχώρησης,είπε: «Όχι-υποθέτω πως όχι.Άλλωστε,ό,τι χειρότερο μπορούσε να συμβεί,συνέβη ήδη.Αν επρόκειτο να δεχτούμε κάποιας μορφής επίθεση,θα την είχαμε δεχτεί ήδη. Όμως αυτό,» είπε,παίρνοντας απότομα τον ίδιο άγριο τόνο με πριν, «δεν σημαίνει ότι έχω σταματήσει έστω κι ένα λεπτό να υποπτεύομαι τον μασκαρά που μας κουβάλησες για καμαρότο,Ζαφέτ!Αυτόν,και την οποιαδήποτε παρέα του!» Ο Ζαφέτ την κοίταξε με βουρκωμένα μάτια,κι έπειτα,με μιαν αδρότητα ολωσδιόλου θεατρική,απόθεσε την ανηψιά του τρυφερά σε μια πολυθρόνα,πήρε ένα κρουασάν απ’το τραπέζι,και κρατώντας το στο ύψος των ματιών του,ρώτησε όλο συγκίνηση: «Κι αυτό;Είναι δυνατόν να αμφιβάλλεις όταν...όταν έχουμε αυτό;» Εδώ πρέπει να πούμε πως η Μπεατρίς είχε κάθε πρόθεση να συγκρατηθεί, αλλά εκείνη της στιγμή πρόσεξε με το ένα μάτι τον Ξαβιέ,που αναγούλιαζε στη γωνιά του,κι η εικόνα αυτή,σε συνδυασμό με το δακρύβρεχτο ύφος του Ζαφέτ και τον γενικό παραλογισμό,την έκαναν να ξεσπάσει σε υστερικά γέλια.Κι ευτυχώς που η φίλη της αποφάσισε να την μιμηθεί,γιατί αλλιώς θα γινόταν τελείως ρεζίλι. «Μα τί είν’αυτό που μου δείχνεις,καλέ μου Ζαφέτ;» ρώτησε η Καρολίν μέσ’ απ’τα γέλια. «Στέκει άραγε νομικά;Τα δικαστήρια θα αθώωναν έναν δολοφόνο που ξέρει να ψήνει κρουασάν;» Πνίγοντας ένα τελευταίο γελάκι,άλλαξε και πάλι τόνο. «Όμως ας σοβαρευτούμε.Το ότι ο Γκαστόν έφτιαξε πρωινό λίγο πριν φύγει,δε σημαίνει τίποτε απολύτως.Είναι σαν τους στραγγαλιστές,που πριν φύγουν απ’τον τόπο του εγκλήματος,κουμπώνουν τους γιακάδες των θυμάτων τους.» «Δολοφόνοι;Στραγγαλιστές;» έκανε ο Ζαφέτ,καταφεύγοντας ξανά στο κόλπο της υπαγόρευσης δημοτικού σχολείου. «Μα,εσύ,καλή μου Καρολίν,έχεις καταδικάσει τον φουκαρά τον Γκαστόν,ερήμην του,σαν τον πιο στυγνό εγκληματία,με μοναδικό αποδεικτικό στοιχείο την φαντασία σου,ή...ή...κάποιες ασήμαντες ενδείξεις!» Στο διάστημα αυτό,που η Καρολίν παρέμενε σιωπηλή,ο Φιλίπ σηκώθηκε από τη θέση του,κουμπώνοντας πρόχειρα τη ρόμπα του,κι έσπευσε στο πλευρό του θείου του,με ύφος που έδειχνε πως ήθελε-έστω και διακριτικά-να υπερασπιστεί την γνώμη του.Η Μπεατρίς,που στην πορεία της παρακολούθησης της κόκκινης ρόμπας θα ήταν ικανή να γυρίσει το κεφάλι της κι 180 ο,σαν την κουκουβάγια,πριν καλά-καλά ανοίξει το στόμα του,σκέφτηκε με αντικειμενικότητα: ‘Δίκιο έχει.Ό,τι και να πεί,έχει δίκιο.’
«Αγαπητή κυρία Νικολά,» είπε ντροπαλά εκείνος, «με συγχωρείτε κιόλας που παρεμβαίνω,αφού είναι φανερό πως γνωρίζετε πολύ περισσότερα για την όλη υπόθεση απ’ό,τι εγώ,αλλά μήπως οδηγούμαστε όντως σε βιαστικά συμπεράσματα;Στο κάτω-κάτω,όπως είπατε κι εσείς η ίδια,εκτός από τις ζημιές στην τιμονιέρα,τίποτε άλλο δεν βρέθηκε να λείπει από το σκάφος.Α ναί,ξέχασα,κι η σωσίβια λέμβος!Πράγμα που σημαίνει,πως,όποια κι αν ήταν η πρόθεση του Γκαστόν,σίγουρα δεν πρόλαβε να την ολοκληρώσει,επομένως-» «Καλό μου παιδί,μου πήρες τα λόγια απ’το στόμα!» αναφώνησε την ίδια στιγμή η Καρολίν,διακόπτοντας τον Φιλίπ και μαζί την φαντασίωση της Μπεατρίς,που προσγειώθηκε στον τραχύ ήχο της φωνής της όπως αν είχε πέσει από ένα πουπουλένιο στρώμα σ’ένα βρεγμένο πλακόστρωτο. «Αυτό ακριβώς ήθελα να πώ!Ότι πλέον, πρέπει να εξετάσουμε τί συνέβη εκείνα τα λεπτά που όλοι μας κοιμόμασταν,όταν ο Γκαστόν έριχνε τη σωσίβια λέμβο στη θάλασσα!Γιατί έφευγε;Πού ήθελε να πάει;Αυτά είναι σίγουρα σημαντικά,είναι η λύση του μυστηρίου,αλλά αυτό που πρέπει να μας απασχολεί πάνω απ’όλα,εφόσον ο ίδιος δεν είναι σε θέση να μας το πεί,είναι τί τον εμπόδισε.Εκεί κρύβεται ο μόνος αληθινός κίνδυνος!Γιατί-και σ’αυτό νομίζω πως σας βρίσκω όλους σύμφωνους-ακόμη κι αν η προσωπική μου φρουρά δεν επρόκειτο να αναλάβει την διάσωσή μας (που θα το κάνει,να είστε βέβαιοι) η δολιοφθορά των συστημάτων πλοήγησης του σκάφους και ο αποκλεισμός μας εδώ,δεν αποτελεί παρά ένα έμμεσο έγκλημα,χωρίς πολύ σοβαρές επιπτώσεις.Αλλά ο θάνατος του Γκαστόν,ή μάλλον αυτό που τον προκάλεσε,ε λοιπόν,αυτό θα έπρεπε να μας φοβίζει όλους!» «Μα...μα για ποιό λόγο;» ρώτησε ο Ζαφέτ,πλησιάζοντας προς το μέρος της με ανοιχτά χέρια. «Εγώ...πιστεύω πως...αν κι είναι τραγική,αναμφίβολα τραγική,η απώλεια του Γκαστόν δεν είναι παρά...παρά ένα από τα πολλά μυστήρια της σημερινής ημέρας,το ίδιο ανεξήγητο με το ποιός προκάλεσε τις καταστροφές...αλλά σίγουρα όχι και λόγος για να ανησυχήσουμε όλοι οι υπόλοιποι...εξάλλου,νομίζω...είχαμε συμφωνήσει σ’αυτό,δεν είν’έτσι;Ότι ο Γκαστόν...πνίγηκε.» Την διστακτική του παύση διέκοψε ένα καγχασμός απ’τη μεριά της Καρολίν. «Χά!Ξέρεις πολλούς πνιγμένους που να φοράνε σωσίβιο;» Το σχόλιό της ακολούθησαν ένα-δυό γέλια,που έσβησαν το ίδιο δειλά.Ο Ζαφέτ καθάρισε το λαιμό του,σκούπισε τον ιδρώτα απ’το μέτωπό του και είπε: «Ναί...αυτό είναι αλήθεια...ο καημένος,βρέθηκε φορώντας...αλλά δεν έχει σημασία!» είπε,υφώνοντας τα μάτια. «Μπορεί να του συνέβη κάποιο άλλο ατύχημα...να έπεσε κατά λάθος στο νερό και να πάγωσε απ’το κρύο,ο φτωχός μου ο Γκαστόν,ενώ εμείς κοιμόμασταν μακάρια!» «Σταμάτα,να χαρείς,μου σπαράζεις την καρδιά!» είπε η Καρολίν,και ξαναπαίρνοντας αμέσως το ύφος του ανακριτή,συνέχισε να μονολογεί. «Όχι,όχι...πρέπει να παραδεχτώ πως αυτό δεν στέκει...οποιαδήποτε συνωμοσία,θα είχε ήδη λάβει χώρα...η ομίχλη δεν είναι δικαιολογία...ίσα-ίσα,θα έπρεπε να είμαστε ήδη όλοι νεκροί...κι όμως,δεν συνέβη τίποτε...άρα, ο Γκαστόν-» και στο σημείο αυτό η φωνή της κόπηκε σαν να της είχαν χώσει στο λαιμό ένα μαχαίρι.Το πρόσωπό της συστράφηκε με τρόμο,και τα μάτια της,που ως εκείνη την στιγμή ήσαν δυό μικρές,μαύρες κουμπότρυπες, κυλήσαν ώς τις άκρες της κόχης τους κι εκεί σταθήκαν,παγωμένα από έναν απάνθρωπο φόβο.Το θέαμα ήταν τόσο έντονο,που ο Ζαφέτ,ξεχνώντας τους διαξιφισμούς που είχαν προηγηθεί,έκανε ένα βήμα προς το μέρος της,ψελλίζοντας: «Καρολίν;Τί σου συμβαίνει;» ενώ ακόμη κι η Μπεατρίς,που είχε στείλει το μισό μυαλό της σε διακοπές,έστρεψε το βλέμμα στην φιλενάδα της,έτοιμη να πεταχτεί για να την κρατήσει στα χέρια της.Η γενική εντύπωση ήταν πως η γηραιά γυναίκα είχε μόλις πέσει θύμα καρδιακής προσβολής,κι ότι από στιγμή σε στιγμή θα σωριαζόταν στο πάτωμα νεκρή. Όμως σ’εκείνη την φριχτή αιχμή του χρόνου,λίγο προτού η ανησυχία μετατραπεί σε
φωνές κι αδέξιες κινήσεις,η σπίθα της ζωής ξαναγύρισε στο πρόσωπο της Καρολίν, και δίνοντας φωνή στον τρόμο είπε: «Αυτό είναι!Ο Γκαστόν δολοφονήθηκε ενώ προσπαθούσε να ξεφύγει!» Και μ’αυτά τα λόγια,παραπατώντας ελαφρά,αφέθηκε να πέσει σε μια πολυθρόνα,δίπλα ακριβώς στο νεκρό.Αυτή τη φορά,η αστάθειά της έγινε αρκετά αισθητή ώστε ο Φιλίπ-κι η Μπεατρίς,που ήταν πλέον η φυσική του προέκταση στον χώρο-σηκώθηκαν απ’τις θέσεις τους κι έτρεξαν (τρόπος του λέγειν) κοντά της.Αν κι η νεκρική χλωμάδα του πανικού είχε φύγει απ’τα μάγουλα και τα χείλη της,η μικροκαμωμένη γυναίκα έτρεμε στο βάθος της πολυθρόνας.Τα χέρια της,μαραμένα θαρρείς,κρατούσαν τα γυαλιά χωρίς δύναμη,μια σκιά των πρωτύτερων χειρών του δικαστή.Μόλις έσκυψαν επάνω της,η ίδια ερώτηση ακούστηκε απ’όλους συγχρόνως. «Τί εννοείτε,κυρία Νικολά;» «Τί θές να πείς,καλή μου;» «Να ξεφύγει από ποιόν;» Η τελευταία ερώτηση είχε εκφραστεί απ’τον Ζαφέτ,ο οποίος στεκόταν τώρα αγέρωχα,πίσω από την ομήγυρη των παρηγορητών,με μια δύναμη που έμοιαζε να αυξαίνει με κάθε λεπτό που παρατείνονταν η αδυναμία της Καρολίν. «Βλέπεις λοιπόν,αγαπητή μου,» συνέχισε,στρέφοντας ωστόσο το πρόσωπο στους υπολοίπους σαν δικηγόρος υπεράσπισης, «βλέπεις πού μας οδηγούν οι παράλογες εικασίες-σ’έναν εξίσου παράλογο πανικό.Πριν από μια στιγμή μας έλεγες για τους συνεργούς στο έγκλημα του Γκαστόν,για την θητεία του στις φυλακές,και τώρα, χωρίς εξήγηση,εκφράζεις την γνώμη πως ήθελε να ξεφύγει από τους ίδιους αυτούς συνεργούς.Ίσως μάλιστα πιστεύεις πως εκείνοι,οι αόρατοι εχθροί μας,τον δολοφόνησαν.Όμως τότε,σε ρωτώ,» είπε μ’ένα γέλιο, «πώς είναι δυνατόν οι διώκτες του καημένου μου Γκαστόν να αρκέστηκαν στην δολοφονία του συνεργάτη τους και την καταστροφή του σκάφους,αντί να επιτεθούν σε όλους εμάς;Μήπως περιμένουν να πεθάνουμε από την πείνα,για να μην έχουν το βάρος των φόνων μας στη συνείδησή-;» «Μα δεν είπα ότι ο Γκαστόν προσπαθούσε να ξεφύγει απ’τους συνεργούς του,» είπε απότομα η Καρολίν,κόβοντας την πρότασή του στη μέση.Η φωνή της,αν κι εξακολουθούσε να είναι εξαιρετικά αδύναμη,είχε το πείσμα του αθώου,που έχει μόλις διαπιστώσει πόσο κοντά στον θάνατο τον έχει φέρει η άδικη καταδίκη του. «Κάθε άλλο.Φοβάμαι ότι δεν υπήρχαν συνεργοί.» «Δεν υπήρχαν;Δεν υπήρχαν;Και τότε ποιός;Και τότε γιατί;» ακούστηκε απ’το πίσω μέρος του σαλονιού,σ’ένα κύμα ξαφνιασμένων φωνών. «Όχι,δεν υπήρχαν,» απήντησε η Καρολίν,κι απλώνοντας το χέρι,έσφιξε το χέρι της Μπεατρίς.Εκείνη προσπάθησε να ανταποκριθεί όσο γινόταν πιο θερμά,αλλά η καρδιά της έτρεμε. «Κι αυτό είναι το φοβερό.» Γυρνώντας το κεφάλι,κάρφωσε το κουρασμένο βλέμμα της στον Ζαφέτ. «Ο Γκαστόν κατέστρεψε το σκάφος,αλλά όχι για να μας αφήσει εδώ.Αυτό δεν τον απασχολούσε.Όταν φορούσε το σωσίβιο κι έριχνε τη λέμβο στη θάλασσα,δεν τον ένοιαζε τί θα απογίνουμε,είναι αλήθεια,αλλά όχι επειδή επιθυμούσε το θάνατό μας-για να σώσει τον εαυτό του,για να βεβαιωθεί πως το κακό θα μείνει πίσω,πως δεν θα τον ακολουθήσει.» «Το κακό;Ποιό κακό;Μα για ποιό πράγμα μιλάς,αγαπητή μου;» ρώτησε ο Ζαφέτ,με τον αέρα ενός ψεύτικου γέλιου.Και τότε η Καρολίν,μαζεύοντας όλη της τη δύναμη,σηκώθηκε όρθια,κι αρπάζοντας το μπαστούνι της έκπληκτης Μπεατρίς από τα χέρια της,το κούνησε απειλητικά προς την κατεύθυνση όλων. «Το κακό που υπάρχει ανάμεσά μας!Ο άνθρωπος που σκότωσε τον Ζαφέτ εξακολουθεί να βρίσκεται στο πλοίο!»
XV Τις λεπτομέρειες που ακολούθησαν αυτή την κραυγή,η Μπεατρίς δεν κατάφερε να τις αισθανθεί παρά στο βάθος ενός θολού πέπλου,όπως αν όλη η δράση είχε μεταφερθεί από το σκοτεινό σαλόνι στο εσωτερικό ενός κακόγουστου ενυδρείου,με το νερό να εμποδίζει την κάθε κίνησή της.Μές σε μια στιγμή,στο μυαλό της είχαν ξαναγυρίσει οι σκέψεις της προηγούμενης ημέρας κι οι δισταγμοί της γι’αυτό το ταξίδι, που τώρα επαληθεύονταν σε μια πανικόβλητη ηχώ,που τσίριζε ξανά και ξανά: «Δεν έπρεπε να’ρθείς!Δεν έπρεπε να’ρθείς!» Μετά βίας,πλησίασε την φίλη της,και ξαναπιάνοντας το μπαστούνι-που αυτή την φορά την στήριζε στ’αλήθεια για να μην πέσειτην κοίταξε με τρόμο στα μάτια.Η Καρολίν άργησε λίγο ν’ανταποκριθεί σ’αυτό το βλέμμα,αλλά κι όταν το είδε,της έσφιξε το χέρι,κι ερμηνεύοντας με τρομερή οξυδέρκεια την απορία και τον φόβο της,ψιθύρισε μέσ’απ’τα χείλη: «Μην πείς τίποτα-σ’αυτή τη φάση,κινδυνεύουμε.Θα σου εξηγήσω αργότερα.» ‘Τώρα μάλιστα,’ σκέφτηκε η Μπεατρίς.Πράγματι,τα λόγια της Καρολίν την άφηναν για άλλη μια φορά μετέωρη,και περισσότερο τρομαγμένη από πριν.Κι αν αυτό είχε μια δόση διεστραμμένης γοητείας χθές,όταν ακόμη κάθε κίνδυνος φάνταζε το ίδιο απίθανος όσο κι ο φόνος ενός αναγνώστη αστυνομικού μυθιστορήματος από τον δολοφόνο του βιβλίου που διαβάζει,τη συγκεκριμένη στιγμή,που κι οι δυό τους στέκονταν πάνω από ένα πτώμα,δεν ήθελε άλλα αινίγματα.Δεν ήθελε ν’ακούει ότι η ζωή της κινδύνευε,ούτε να συνεχίσει να παρίσταται στην θανατηφόρα ετούτη σύμπλευση της Καρολίν με την οικογένεια ντε Ραστιγιάκ.Ήθελε αντίθετα να ξεκαθαρίσει την θέση της,να φωνάξει σε όλους ποιά πραγματικά ήταν,πως ουδέποτε είχε σχέσεις,κοινωνικές ή άλλες,που να την ενώνουν με την Καρολίν και τα συμφέροντά της,κι ότι η ποσωπική της περιουσία δεν άξιζε τον κόπο ούτε και της πιο τεμπέλικης δολοφονίας. Μονάχα που πριν προλάβει ν’αρθρώσει έστω και μια λέξη απ’όλα αυτά,ο Ζαφέτ έθεσε το ζήτημα που επρόκειτο να την εμπλέξει ακόμη βαθύτερα στην υπόθεση. «Ησυχάστε,ησυχάστε σας παρακαλώ,» είπε πρώτα,απευθυνόμενος στους υπόλοιπους,που είχαν σηκωθεί από τις θέσεις τους και περιφέρονταν φοβισμένοι. «δεν υπάρχει λόγος να πανικοβάλεστε από μια τέτοια απίθανη εικασία.» Έπειτα γύρισε το πρόσωπό του στην Καρολίν,κι αυτή τη φορά της μίλησε με απροκάλυπτη αυστηρότητα,που έδειχνε πως δεν ήταν διατεθειμένος να δεχτεί κουβέντα πάνω σ’αυτό που θα έλεγε. «Νομίζω,αγαπητή μου,πως παρερμήνευσες κάποια από τα λόγια μου,όταν δηλαδή τοποθέτησα τον ένοχο της δολιοφθοράς μεταξύ των παρευρισκομένων,και πως άθελά σου παρασύρθηκες,και κατέληξες να πιστεύεις ότι έχουμε έναν δολοφόνο στον Καλιμπάν!» Στο σημείο αυτό άφησε ένα ξερό γέλιο. «Αλλά πρός θεού,ας είμαστε λογικοί.Δεν ξέρω τί δουλειά είχε ο Γκαστόν με την σωστική λέμβο,ούτε γιατί φορούσε σωσίβιο,όπως επίσης δεν έχω ιδέα για το ποιάς μορφής απερισκεψία μπορεί να τον οδήγησε στο να καταστρέψει την περιουσία που επί σειρά ετών αποτελούσε το βιοποριστικό του μέσον-αν φυσικά στέκει κι αυτή η υπόθεση,που επίσης βρίσκω τραβηγμένη από τα μαλλιά.Ωστόσο,το να φτάσουμε στο συμπέρασμα πως ο Γκαστόν όχι μονάχα δολοφονήθηκε,αλλά και ότι τον φόνο του διέπραξε κάποιος εξ’ημών,μου φαίνεται το λιγότερο παραφροσύνη!Κι όπως είναι γνωστό,δεν υπάρχει καλύτερο φάρμακο για την παραφροσύνη από την λογική σκέψη,» είπε,και στράφηκε πάλι στο μικρό, μουδιασμένο του ακροατήριο, «την λογική σκέψη,μάλιστα,ιδίως όταν αυτή εκφέρεται από το στόμα ενός ειδικού.Θα ήταν λοιπόν νομίζω μια μεγάλη ανακούφιση για όλους μας αν ο γιατρός Βάις μπορούσε να έρθει εδώ για να διαπιστώσει τα αίτια θανάτου του φτωχού μου Γκαστόν,ώστε οι όποιες υπόνοιες πλανώνται ακόμη να διασκεδαστούν υπό την διάγνωση του πνιγμού,που πιστεύω ακράδαντα ότι επέφερε το μοι-
ραίον.Ένα ατύχημα,και τίποτε παραπάνω.» Και μ’ένα χαμόγελο,σαν το ατύχημα να αφορούσε το σπάσιμο ενός φλυτζανιού,ή την απώλεια ενός σπίρτου,έγνευσε στον ανηψιό του,λέγοντας νευρικά: «Φιλίπ,παιδί μου,θα είχες την καλωσύνη να κατέβεις στην καμπίνα του κυρίου Βάις και να τον παρακαλέσεις να έρθει;» Όμως ο Φιλίπ,σηκώνοντας τους ώμους,είπε: «Το σκέφτηκα κι εγώ θείε,και μάλιστα χτύπησα την πόρτα του δυό φορές ως τώρα-λίγο αφότου βγάλαμε τον Γκαστόν από την θάλασσα,και μετά,όταν τον φέραμε εδώ.Αλλά δεν πήρα απάντηση.Φαίνεται πως ο δόκτωρ Βάις είτε κοιμάται βαθιά,είτε αποφεύγει εσκεμμένα να ασχοληθεί με όσα συμβαίνουν,αν μου επιτρέπεται να πώ κάτι τέτοιο...» Και μ’αυτά τα λόγια χαμήλωσε το βλέμμα. «Μα δεν είναι δυνατόν!Θα πάω εγώ ο ίδιος-» είπε ο Ζαφέτ,αλλά την ίδια στιγμή,από την σκοτεινή γωνιά του,ο Ξαβιέ ξεπρόβαλλε για να προφέρει τις λέξεις της καταστροφής.Μέχρι εκείνη την ώρα η φωνή του δεν είχε ακουστεί ούτε μια φορά, χωρίς βέβαια αυτό να εκπλήσσει την Μπεατρίς.Ήξερε άλλωστε πως ο πιστός της υπηρέτης,πιστός στην ίδια όπως και στην ιδιότητα του υπηρέτη,σπάνια έπαιρνε τον λόγο αν κάποιος δεν του τον απηύθυνε πρώτα-ακόμη και μαζί της,προτιμούσε,αν ήθελε να της πεί κάτι,να κάνει προηγουμένως κάτι το εξωφρενικό,που ωστόσο να μην απαιτεί την χρήση του λόγου.Κι η σιωπή του σήμερα το πρωί ήταν διπλά ευχάριστη,μιας και τα χθεσινοβραδυνά του καμώματα,σε συνδυασμό με τον πανικό του το πρωί,ή το ανεξήγητο πάθος του για την ιστορία με τις νεράιδες,είχαν δημιουργήσει στην Μπεατρίς τον φόβο πως ο καλός της Ξαβιέ μπορεί να άρχιζε να παραληρεί,κατηγορώντας για τον θάνατο του Γκαστόν τις κόρες του Σατανά ή τις εγγονές του Ποσειδώνα.Τίποτε όμως,απολύτως τίποτε,δεν θα μπορούσε να την προετοιμάσει γι’αυτό που ξεστόμισε ο Ξαβιέ,αρπάζοντας με πρωτοφανές θράσος τον Ζαφέτ απ’τον ώμο. «Δε-δε χρειάζεται να φωνάξετε τον δόκτωρα Βάις!» είπε,κάνοντας ένα βήμα προς τα εμπρός.Κι ύστερα,σηκώνοντας ένα δάχτυλο δήμιου προς την κατεύθυνση της Μπεατρίς,πρόσθεσε: «Η κυρία Φρα-η κυρία Λεμάν έχει κάνει σπουδές ιατρικής!» Με συγχρονισμό Σαμουράι,η Μπεατρίς γούρλωσε τα μάτια,τίναξε το χέρι της πίσω,και φωνάζοντας: «Πάψε,τρισκατάρατε!» πέταξε το μπαστούνι της κατά πάνω του.Αλλά ο Ξαβιέ,εξοικειωμένος προφανώς σ’αυτή την μιμική του παλουκώματος από ακόντιο που ήταν αρκετά συχνό φαινόμενο στα υπόγεια της αντικερί-ιδίως όταν ερχόταν από πίσω της αθόρυβα στο σκοτάδι για να την ρωτήσει αν έβλεπε χωρίς φώςάρπαξε το μπαστούνι στον αέρα,και συνέχισε να βαδίζει προς την αυτοκτονία. «Μα γιατί,κυρία;» της είπε,πλησιάζοντας δειλά για να της επιστρέψει το μπαστούνι της, «Δεν πρέπει να είστε τόσο σεμνή.Εξάλλου χρειαζόμαστε την επιστημονική σας γνώμη.» «Δεν ήξερα ότι υπήρξες γιατρός,χρυσό μου,» ακούστηκε η φωνή της Καρολίν πίσω της,ενώ κι η Σαλομέ με την Αραμπέλλα είχαν σηκωθεί απ’τις θέσεις τους, ψιθυρίζοντας: «Αλήθεια;» η μιά στην άλλη. Η Μπεατρίς,που είχε γίνει κατακόκκινη,πήρε απότομα το μπαστούνι απ’τα χέρια του Ξαβιέ,καταπολέμησε την επιθυμία που είχε να τον χτυπήσει με δαύτο στο κεφάλι (ήταν κρίμα να χαλάσει το αγαλματίδιο στην λαβή) και βηματίζοντας προς τα πίσω,όπως αν ήθελε ν’απαλλαγεί από τα βλέμματα του ενδιαφέροντος που εισέπραττε ξαφνικά,απάντησε στην Καρολίν και στους υπολοίπους,με φωνή που έτρεμε: «Ανοησίες!...Χέ-χέ!...Ανοησίες του καλού μου Ξαβιέ,έ Ξαβιέ;» Και τού’ριξε ένα βλέμμα που έλεγε: ‘Θα πεθάνεις σύντομα απ’το χέρι μου’ «Επιστημονική γνώμηας γελάσω!..Ε-εγώ...εγώ ουδέποτε υπήρξα γιατρός.» «Μα γιατί επιμένετε να το αρνείστε κυρία,» φώναξε ο Ξαβιέ, «Αφού το ξέρετε καλά πως οι σπουδές σας στην ιατρική-»
«Εκατόν είκοσι μέρες περιορισμό!» ούρλιαξε η Μπεατρίς,χτυπώντας το μπαστούνι της στο πάτωμα,και φέρνοντας επιφωνήματα έκπληξης στα χείλη των περισσότερων. «Για να μάθεις να με διακόπτεις,κακούργε μυθομανή!» Ρίχνοντας όμως μια ματιά τριγύρω της,ένοιωσε να κοκκινίζει ακόμη πιο πολύ,κι έσπευσε να εξηγηθεί. «Χέ,χέ...ο καλός μου Ξαβιέ ξεχνά πως στην ουσία υπήρξα φοιτήτρια της ιατρικής μόνο μέχρι το τέταρτο έτος,κι ότι αυτό ήταν πολύ-πολύ παλιά,έτσι που τώρα πιά,δεν θυμάμαι απολύτως τίποτε...για πές μας κι εσύ Ξαβιέ...έτσι δεν είναι;» (Η αλήθεια ήταν πως η Μπεατρίς,εν μέρει,είχε δίκιο.Πράγματι,οι σπουδές της ιατρικής ήταν ένα νεανικό της σφάλμα,το οποίο είχε διορθώσει στη μέση του τέταρτου έτους,με τον πρώτο της γάμο.Ωστόσο η δήλωση πως δεν είχε συγκρατήσει καμμία ανάμνηση από εκείνα τα τέσσερα χρόνια της περιστασιακής μελέτης-και περιστασιακού φλέρτ με τους καθηγητές της,ένας εκ των οποίων ήταν και ο μέλλων της σύζυγος-δεν ήταν πέρα για πέρα αληθής.Κι η ιδιοτροπία της τύχης το ήθελε,απ’όλα τα αντικείμενα των αλλοτινών σπουδών της,το μόνο για το οποίο διατηρούσε ακόμη κάποιο ενδιαφέρον,να είναι ένα παλιό βιβλίο ιατροδικαστικής,με επιχρωματισμένες φωτογραφίες από διάφορα φρικιαστικά πτώματα.Η Μπεατρίς λοιπόν,υποκινούμενη από το ίδιο νοσηρό ενδιαφέρον που την έκανε να διαβάζει όλες τις νεκρολογίες,τα κηδειόχαρτα,ή τις ανακοινώσεις πένθους και μνημόσυνων που περνούσαν απ’τα χέρια της,έριχνε κατά καιρούς κλεφτές ματιές σ’αυτό το βιβλίο,κι αναρωτιόταν πώς θα ήταν στην πραγματικότητα τα καμμένα,πατημένα,διαμελισμένα,και σοδομισμένα από κέρατο βωδιού πτώματα που συναντούσε στις πιο γραφικές σελίδες). Βέβαια,από αυτό το ηδονοβλεπτικό φυλλογύρισμα μέχρι του να διαπιστώσει τα αίτια κάποιου θανάτου,υπήρχε τεράστια απόσταση,την οποία η Μπεατρίς ήλπιζε πως δεν θα χρειαζόταν ποτέ να διασχίσει.Κι όμως νά που τώρα,χάρη στην θεατρικά υπολογισμένη παρέμβαση του καλού της Ξαβιέ,βρισκόταν στην δυσάρεστη θέση του ειδικού που είναι παντελώς ανειδίκευτος.Πριν προλάβει δε να γραπώσει τον καλό της υπηρέτη από τον λαιμό και να τον αναγκάσει να πάρει πίσω όσα είχε πεί,ο Φιλίπ εμφανίστηκε μπροστά της,με την λυμένη ρόμπα του να της κόβει την ανάσα,και είπε: «Κυρία Λεμάν,εφόσον έχετε έστω και κάποιες γνώσεις,...» Η Μπεατρίς κατέβασε τα χέρια της,πήρε ένα ηλίθιο χαμόγελο,κι έπειτα στο πλευρό του ανηψιού του ήρθε να σταθεί κι ο Ζαφέτ,που παρακλουθούσε την σκηνή. «Τί λές κι εσύ,θείε;» ρώτησε ο Φιλίπ. «Γιατί όχι;Δεν βλέπω τον λόγο η κυρία Λεμάν να μην είναι αυτή που θα μας δώσει την απάντηση για την οποία έτσι κι αλλιώς είμαστε σίγουροι.Εκτός κι αν δεν θέλει να αναμιχθεί για προσωπικούς λόγους...» πρόσθεσε,παίρνοντας ένα ύφος προκαταβολικά θιγμένο. Υπ’αυτές τις συνθήκες,όταν όλοι σχεδόν είχαν φτάσει να υπολογίζουν σ’αυτήν,δεν μπορούσε να αρνηθεί.Επιπλέον,υπήρχε ένα ισχυρό κίνητρο,πιο ισχυρό από κάθε φόβο,κι αυτό ήταν η επιθυμία που έχουμε όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι να εντυπωσιάζουμε-με όποιον τρόπο διαθέτουμε-τα άτομα που συγκεντρώνουν το ερωτικό μας ενδιαφέρον.Όπως λοιπόν μια περιβόητη μαγείρισσα θα έβαζε μπρός τα τηγάνια της,ή μια γλωσσομαθής θα επεδείκνυε το ξεχωριστό της τάλαντο απαγγέλλοντας ρήσεις σε αρχαϊκές διαλέκτους,έτσι κι η Μπεατρίς,μόλις διαπίστωσε το έκθαμβο και γεμάτο ελπίδα βλέμμα με το οποίο την κοιτούσε ο Φιλίπ,ξεπέρασε ακαριαία κάθε δισταγμό.Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα,χαμογέλασε και είπε: «Λοιπόν,λοιπόν,ας δούμε τί μπορώ να κάνω...αν και δεν υπόσχομαι τίποτε...» «Ω,μα δεν χρειάζετε να είστε τόσο συνεσταλμένη,αγαπητή κυρία Λεμάν,» είπε ο Φιλίπ,δίνοντας καινούριον αέρα στα φτερά της, «είμαι βέβαιος πως γνωρίζετε πολύ περισσότερα απ’ό,τι μας αφήνετε να υποθέσουμε.»
Η Μπεατρίς χαμογέλασε και πάλι,προσευχόμενη στον καλό Θεό η ζύμη των κρουασάν να μην είχε αφήσει κανένα χοντρό κομμάτι σφηνωμένο ανάμεσα στα δόντια της,και μ’έναν δεύτερο,βαθύτερο αναστεναγμό,έσκυψε πάνω απ’το σαβανωμένο πτώμα του Γκαστόν.Ένα ρίγος διαπέρασε το σώμα της στη θέα του χεριού,με το μουσκεμένο μανίκι και τα άκαμπτα,παγωμένα δάχτυλα,και προς στιγμήν αναρωτήθηκε κατά πόσο θα κατάφερνε να φέρει εις πέρας το καθήκον της νεκροψίας που είχε τόσο επιπόλαια επωμισθεί.Πάνω απ’όλα,δεν έπρεπε να λιποθυμήσει-είναι εντελώς άκομψο να σωριάζεσαι ξερή μπροστά στον αγαπημένο σου.Πίσω της είχε ήδη μαζευτεί το τσούρμο των περίεργων συνταξιδιωτών της,πολλοί απ’τους οποίους ψιθύριζαν ανήσυχοι: «Για να δούμε,» ή «Ας ελπίσουμε πως...»,κι ένα σωρό πράγματα που πολλαπλασίαζαν την αγωνία της.Ανάμεσά τους,ξεχώρισε η φωνή του Ζαφέτ: «Μα,επιτέλους,δεν υπάρχει λόγος για τόση συζήτηση-είναι άλλωστε παραπάνω κι από βέβαιο πως έχουμε να κάνουμε με μια περίπτωση πνιγμού,έτσι δεν είναι κυρία Λεμάν;» Η Μπεατρίς δεν ήξερε για ποιό λόγο ο Ζαφέτ επέμενε σε μια τόσο βιαστική ερμηνεία για τον θάνατο του θαλαμηπόλου του,κι ούτε είχε καμμία διάθεση να προβεί σε αναλύσεις της στιγμής γύρω απ’αυτή την ύποπτη βιασύνη.Αντίθετα,για πρώτη φορά από τότε που είχε ανέβει στο πλοίο,ένοιωθε πως η πίεση που ασκούσε πάνω της ο ιδιότροπος γέρος ήταν μια χείρα βοηθείας.Γιατί κι η ίδια,ακόμη κι αν έβρισκε στοιχεία τόσο αδιάσειστα όσο ένας κομμένος λαιμός,δεν σκόπευε να προφέρει μιαν αλλιώτικη διάγνωση από αυτή του πνιγμού.Ας δυσαρεστούσε την Καρολίντο σημαντικό ήταν να ξεμπλέξει η ίδια μια ώρα αρχύτερα,κι ασφαλώς κανείς δεν ξεμπλέκει ανακοινώνοντας ένα φόνο.Οπότε σκύβοντας,είπε κι αυτή: «Ναι,κι εγώ πιστεύω πως,σε πείσμα των ενδείξεων όπως το σωσίβιο,ή η πείρα που ασφαλώς διέκρινε τον Γκαστόν στο κολύμπι,λαμβάνοντας υπ’όψιν την χαμηλή θερμοκρασία του νερού,δεν μπορούμε παρά να καταλήξουμε-» «Δεν μου λές χρυσό μου,βλέπεις τίποτε;» ακούστηκε ξαφνικά η Καρολίν,κι η Μπεατρίς,με μιαν εξοντωτική αφέλεια,απήντησε: «Μπα-τίποτε απολύτως.» «Αυτό λέω κι εγώ!» γέλασε η Καρολίν,που φαινόταν λίγο-λίγο να ανακτά τις δυνάμεις της.Και γυρνώντας στο ακροατήριο,γρύλλισε: «Κι είναι φυσικό-έτσι όπως μαζευτήκατε πάνω απ’το κουφάρι του σαν τους γύπες,κλείσατε το φώς!Για τραβηχτείτε!Για τραβηχτείτε!» Το κοινό υπάκουσε πρόθυμα,ωστόσο ακόμη κι όταν όλοι είχαν σταθεί σε απόσταση μερικών μέτρων πίσω απ’την Μπεατρίς,στο κέντρο του σαλονιού (ο Ξαβιέ πίσω απ’όλους,για να είναι βέβαιος πως δεν θα εισπράξει κάποιο νέο ιπτάμενο αντικείμενο) το σημείο όπου βρισκόταν ξαπλωμένο το πτώμα του Γκαστόν,ήταν εξαιρετικά σκοτεινό για προσεκτική παρατήρηση.Έτσι,με χέρι που έτρεμε,η Μπεατρίς έπιασε το καλώδιο του πορτατίφ που κρεμόταν δίπλα της και πάτησε το κουμπί.Όμως δεν συνέβη τίποτε.Μ’ένα βλέμμα απορίας,γύρισε κι είπε στον Ζαφέτ: «Αυτό το φωτιστικό δεν δουλεύει.» Εκείνος,φανερά ανυπόμονος,προχώρησε ως την άλλη άκρη του σαλονιού,και βγάζοντας ένα πορτατίφ από την πρίζα του,το έφερε στην θέση του χαλασμένου.Αλλά όταν προσπάθησαν και πάλι,ούτε αυτό άναβε.Τότε,απ’την κατεύθυνση του μπάρ, ακούστηκε το κρώξιμο της Ροζαλί. «Μην κουράζεστε άδικα,ξεφτέρια μου!» είπε,ανακατεύοντας ένα κοκταίηλ. «Κανένα από τα φώτα εδώ μέσα δεν ανάβει πιά.Το ίδιο και το ψυγείο-εδώ πίσω όλα έχουν λιώσει,κι έχει γεμίσει ο τόπος νερά.Νομίζω ότι δεν έχουμε ρεύμα.»
Στο άκουσμα όσων έλεγε,η Σαλομέ κι η Αραμπέλλα αντάλλαξαν μια μικρή τρομαγμένη κραυγή,κι έσφιξαν ακόμη δυνατότερα τα χέρια τους.Όμως ο Ζαφέτ,χτυπώντας με το χέρι του το μέτωπο,αναφώνησε: «Μα είναι επόμενο,διάβολε!Το ρεύμα στον Καλιμπάν προέρχεται απ’την ίδια την κίνηση του πλοίου.Αλλιώς,δεν φτάνει παρά για μερικές ώρες-κι έχουμε αρκετές ώρες σταματημένοι,είναι λογικό.Φιλίπ,» είπε απότομα,πιάνοντας τον ανηψιό του από τον ώμο, «κατέβα στο μικρό αμπάρι,ξέρεις,εκείνο που είναι μπροστά απ’το πιλοτήριο,κι άνοιξε την γεννήτρια.Τουλάχιστον να έχουμε φώς.» Μ’ένα δρασκέλισμα όλο νεανικό σφρίγος (έτσι φάνηκε στην Μπεατρίς) ο Φιλίπ βγήκε τρέχοντας απ’το σαλόνι του Καλιμπάν.Κι εκείνη,ο αδαής ειδήμων,που σε λίγο δεν θα μπορούσε να κρύψει την αδαημοσύνη της στο σκοτάδι,έμεινε να χαμογελά ηλιθιωδώς.Η φωνή της Ροζαλί ακούστηκε και πάλι: «Μήπως θά’πρεπε να τον φέρουμε στη μέση του σαλονιού,που έχει πιο πολύ φώς;» είπε,ανακατεύοντας το ποτό της. Την ίδια στιγμή όμως από τα χείλη των υπέρβαρων φιλενάδων καθώς και της γαζέλας,βγήκε το ίδιο στρίγγλισμα: «Όχι!Όχι!» ενώ κι η Μπεατρίς,σε μια μεγαλειώδη έμπνευση,αντιπρότεινε: «Κι εγώ πιστεύω πως είναι κρίμα να βρέξουμε το χαλί.» «Όχι,όχι,δεν υπάρχει λόγος να μας πιάνει πανικός,» επανέλαβε ο Ζαφέτ,κοιτώντας το ρολόι του.Για κάποιο λόγο,οι κουβέντες αυτές άφηναν την αίσθηση πως είχαν ειπωθεί μονάχα για να τις ακούσει ο ίδιος. «Νά,τώρα που ο Φιλίπ θα ανάψει την γεννήτρια,όλα θα-» Αλλά φαίνεται πως κανείς αυτό το πρωί δεν ήταν γραφτό να τελειώνει αυτό που έλεγε.Γιατί πριν η ευοίωνη πρόβλεψή του επαληθευτεί,απ’την πόρτα εισέβαλλε ο νεαρός ντε Ραστιγιάκ,κρατώντας στα χέρια του δυό αρμαθιές κεριά.Το πρόσωπό του είχε πάρει μιαν έκφραση θεατή Μέδουσας,και μόλις μπήκε στο σαλόνι φώναξε: «Θείε!Θείε μου,είναι τρομερό!Η γεννήτρια-κάποιος έσπασε τη γεννήτρια!» «Την...την έσπασε;» ρώτησε έντρομος ο Ζαφέτ. «Ναι!» είπε ο Φιλίπ,και κατέρρευσε λαχανιασμένος σε μια πολυθρόνα. «Την διέλυσε!Τελείως!Το ίδιο όπως και την κονσόλα!Ένα μάτσο σιδερικά!Το μόνο που κατάφερα να βρώ ήταν αυτά τα κεριά,» είπε ξέπνοα,κι άφησε τα μισά να κυλήσουν στο τραπεζάκι που βρισκόταν μπροστά του.Απ’τη μεριά του σαλονιού όπου ήσαν συγκεντρωμένα τα νεώτερα θηυλκά,άρχισαν και πάλι ν’ακούγονται υπόκωφοι καλυθμηρισμοί,που ωστόσο διέκοψε ο Ζαφέτ,αυτή την φορά με παγερή φωνή. «Τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά,τότε,» είπε,χτενίζοντας ασυναίσθητα τα αραιά μαλλιά του, «αν η γεννήτρια είναι κατεστραμμένη,αυτό σημαίνει πως δεν έχουμε ούτε φώς,ούτε θέρμανση,ούτε τίποτε...Οι σόμπες είναι καθαρά διακοσμητικές,δεν υπάρχει ούτε ένα κομμάτι κάρβουνο σ’ολόκληρο το καράβι...το ίδιο και το τζάκι...τα ξύλα δεν φτάνουν παρά για ν’ανάψει τρείς ή τέσσερις φορές...είναι τρομερό!Θα πεθάνουμε απ’το κρύο!» «Υπερβολές!» είπε ξαφνικά η Καρολίν,που είχε στο μεταξύ σηκωθεί απ’την πολυθρόνα της.Υπακούγοντας στην πηγή της ενέργειας που τους φόρτιζε αντίστροφα,είχε ξαναβρεί μονομιάς τον εαυτό της μπροστά στον φοβισμένο Ζαφέτ. «Δεν θα πάθουμε τίποτε!Πρώτ’απ’όλα,οι πιο πολλοί εδώ μέσα γεννηθήκαμε πριν την ανακάλυψη του ηλεκτρισμού,οπότε είμαστε συνηθισμένοι στο κρύο!Κι έπειτα,σε δυό μέρες το πολύ οι σωματοφύλακές μου θα καταφτάσουν,για να μεταφέρουν τους παγωμένους κώλους μας σε κάποιο Χριστουγεννιάτικο σαλέ!Ευχαριστημένοι;» «Και πώς θα ζεσταινόμαστε αυτές τις δυό μέρες,Ροβινσώνα μου;» ρώτησε η Ροζαλί,αδειάζοντας με μια γουλιά το ποτήρι της. «Εσύ ειδικά,που έφερες μαζί σου και το προσωπικό σου αρχιδόθερμο,δεν θα έπρεπε να μιλάς,» της είπε κοφτά η Καρολίν,μ’ένα νεύμα προς την κατεύθυνση του
Μαουρίτσιο. «Εξάλλου,» πρόσθεσε,δείχνοντας τα έπιπλα ολόγυρά της, «έχουμε τόσα ωραία πράγματα εδωπέρα-αν κρυώσουμε υπερβολικά,μπορούμε πάντοτε να τα θυσιάσουμε στις φλόγες,κι εγώ σου υπόσχομαι,Ζαφέτ αγάπη μου,πως θα τα αντικαταστήσω όλα,ένα προς ένα,με την πιο μεγάλη προσοχή,από κάποιο τσιγγάνικο παζάρι.» «Μα ποιός μπορεί να το έκανε αυτό;» φώναξε ο Ζαφέτ,χτυπώντας την γροθιά του στο μπάρ, «Πάει να μου στρίψει!» «Τέλοσπάντων,ας δούμε πρώτα τί ακριβώς απέγινε μ’αυτόν τον κακομοίρη,» είπε η Καρολίν,δείχνοντα το νεκρό. «Και φαντάσου δηλαδή να έχω δίκιο,και να τον έχει καθαρίσει κάποιος!Εκεί να δείς πλάκες!» «Εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω πού βρίσκεις το κέφι σου,» είπε ο Ζαφέτ, και πλησίασε προς το μέρος τους. «Καθώς επίσης κι αυτή την ακατανόητη μανία με τους φόνους-υποθέτω πως είναι κοινό στοιχείο σε όλες τις γυναίκες,μετά από κάποια ηλικία,» κατέληξε,και με χέρια που τρέμαν,έβγαλε και άναψε ένα τσιγάρο. «Ωστόσο η κυρία Λεμάν είναι αυτή που θα μας πεί τί ακριβώς συνέβη,τουλάχιστον εως ότου ο κύριος Βάις μας τιμήσει με την παρουσία του-έτσι δεν είναι,αγαπητή μου;» Και φέρνοντας το χέρι του στον ώμο της Μπεατρίς,την έσπρωξε ανεπαίσθητα προς την κατεύθυνση του πτώματος.Εκείνη ανταποκρίθηκε μ’ένα μικρό πηδηματάκι,ελπίζοντας να είχαν ξεχάσει πλέον το γεγονός ότι κούτσαινε,και στάθηκε για μια ακόμη φορά με φρίκη πάνω απ’το ακίνητο χέρι του Γκαστόν.Ο Φιλίπ ήρθε κι αυτός κοντά της,ανάβοντας δυό κεριά,όμως καθώς της έδινε το ένα,ο θείος του άρπαξε το άλλο από το χέρι του και το έσβησε μ’ένα φύσηγμα. «Σε λίγες ώρες θα έχει σκοτεινιάσει,» είπε αυστηρά, «πρέπει να είμαστε φειδωλοί,αλλιώς κινδυνεύουμε να μείνουμε στο σκοτάδι.» Όσο για την Μπεατρίς,αυτή κρατούσε το κερί της μ’ένα μείγμα ανησυχίας, φόβου μήπως στάξει στα δάχτυλά της,κι ενοχλητικού déjà vu.Για την ακρίβεια,η πρώτη σκέψη που είχε κάνει όταν είχε δεί τον Φιλίπ να μπαίνει στο σαλόνι κρατώντας τα κεριά (τρέχα γύρευε γιατί) ήταν: ‘Όχι πάλι,Θεέ μου!’ Όμως δεν είχε άλλη επιλογή.Ύστερα απ’όλες τις συμφορές που τους είχαν βρεί,όλοι στηρίζονταν επάνω της,περιμένοντας έστω και μια καθησυχαστική λέξη.Κι η Μπεατρίς ήταν αποφασισμένη να τους την προσφέρει,το ταχύτερο δυνατόν. Έτσι,κρατώντας την ανάσα της για το θέαμα που θα αντίκρυζε,έσκυψε πάνω απ’το βρεγμένο καραβόπανο και με μια κίνηση,αποκάλυψε το πρόσωπο του νεκρού.Από πίσω της ακούστηκαν οι φοβισμένες εισπνοές της Σαλομέ και της Αραμπέλλα,που παρά τον τρόμο που τις κρατούσε,είχαν συρθεί στις μύτες των χοντρών τους ποδιών για να δούνε από κοντά την ιατροδικαστική τελετουργία.Ακόμη κι ο Ξαβιέ,που ήταν πιο δειλός κι από ένα νευρωτικό κοτόπουλο,είχε σταθεί στο πλάι της νεκροφιλικής ομήγυρης.Η Μπεατρίς τους κοίταξε όλους μ’ένα επιτιμητικό ύφος,σαν να τους έλεγε: ‘Αδειάστε μου τη γωνιά’,κι ύστερα γύρισε και κοίταξε το πρόσωπο του Γκαστόν,που ευτυχώς δεν ήταν τόσο φρικιαστικό όσο το θυμόταν.Ήταν απλώς γκροτέσκο-με το ένα μάτι τυφλό,ένα τσουλούφι μαλλιά να σκεπάζει το άλλο,και την πληγή στο δεξί μέροτς του κρανίου,έμοιαζε με κυβιστικό γλυπτό.Με την βοήθεια του κεριού,η Μπεατρίς εξέτασε με προσοχή την πληγή,ενώ συγχρόνως,με στόμφο χιλίων διδακτόρων, αποφαινόταν χαμηλόφωνα: «Αυτή η πληγή πιθανότατα προκλήθηκε κατά την μοιραία πτώση στη θάλασσα,καθώς φέρει όλα τα σημεία εκείνα που χαρακτηρίζουν την ζωϊκή αντίδραση,δηλαδή την προκληθείσα στην διάρκεια της ζωής.Βλέπετε άλλωστε το χαρακτηριστικό σχήμα,την αιμορραγία στο βάθος...» Αράδιαζε σκόρπιες λέξεις,που της έρχονταν στο μυαλό τυχαία όπως τις διάβαζε κατά καιρούς σ’εκείνο το κιτρινισμένο βιβλίο.Αλλά αυτό ακριβώς είναι το υπέροχο με τις βαρύγδουπες επιστήμες όπως η ιατρική,που διεκδικεί-ούτε λίγο ούτε πολύ-τον τίτλο της επιστήμης που ερμηνεύει όλα τα φαινόμενα της ζωής: Ότι όσοι δεν έχουν μυηθεί σε δαύτην,για να γνωρί-
σουν εκ των έσω το πόσο στ’αλήθεια είναι ανεπαρκής απέναντι στις αξιώσεις της,πάντοτε στέκουν περιδεείς μπροστά στο μεγαλείο και της πιο απλής μπουρδολογίας,εφόσον φυσικά αυτή εκφέρεται με την απαραίτητη έπαρση απ’τα χείλη ενός γιατρού. Μονάχα η Καρολίν,που πιθανώς είχε αντιληφθεί το τράκ της φιλενάδας της κι ήθελε να την βγάλει απ’τη δύσκολη θέση,σε μια στιγμή που εκείνη εξέταζε τον λαιμό του Γκαστόν με την βάση του κεριού,είπε: «Δεν μου τά’χες πεί αυτά,γλυκιά μου Ζενεβιέβ!Μετά θέλω λεπτομέρειες!Θέλω να μου πείς ποιός σου έμαθε να μιλάς έτσι βρώμικα!» Κι αδιαφορώντας για τα πέτρινα βλέμματα που συγκέντρωνε,άφησε ένα πρόστυχο γέλιο,που η Μπεατρίς θα μιμούνταν ευχαρίστως,αν δεν αντιμετώπιζε ένα σοβαρό πρόβλημα-ότι εδώ και πέντε λεπτά,είχε εξετάσει κάθε σπιθαμή του κεφαλιού του Γκαστόν,και σε λίγο,όπως θα περίμεναν όλοι (κι όπως μάλλον θα συνήθιζαν και οι αληθινοί γιατροί) θα έπρεπε να αρχίσει να ασχολείται και με το υπόλοιπο σώμα του.Αλλά αυτό ήταν ένα φορτίο που δεν μπορούσε να σηκώσει.Κατ’αρχήν,είχαν περάσει πολλά χρόνια απ’την τελευταία φορά πού’χε γδύσει έναν άνδρα με τα χέρια της,κι απ’όσο θυμόταν ήσαν μόνοι τους, κι εκείνος ήταν ζωντανός.Και κατά δεύτερο λόγο,εάν χρειαζόταν να στηρίξει τις απόψεις της με επιχειρήματα που να αφορούν το στήθος,ή την γενικότερη ανατομία του νεκρού,θα προέβαινε αναπόφευκτα σε γκάφες κολοσσιαίων διαστάσεων.Έτσι,και πασχίζοντας να κρύψει την νευρικότητα που έκανε τα δικά της χέρια να τρέμουν,έπιασε το αριστερό του χέρι,κι άρχισε να το περιεργάζεται.Ήταν κρύο και άκαμπτο σαν το σώμα κάποιου ψαριού που το σώμα του είναι γεμάτο αιχμηρά κόκκαλα.Με την άκρη του ματιού,πρόσεξε τις τελίτσες του τατουάζ που είχε επισημάνει η φίλη της-ποτέ δεν θα τις έβλεπε αν δεν είχε ακούσει για δαύτες-έπειτα αναποδογύρισε το χέρι,κοιτώντας την παλάμη ανέκφραστη σαν μάντισσα που διαβάζει την μοίρα,κι ετοιμαζόταν να τελειώσει το μακάβριο έργο της με κάποιο ακίνδυνο σχόλιο για την ώρα του θανάτου, την οποία θα τοποθετούσε ανάμεσα στις πέντε το πρωί (τα κρουασάν ήταν ακόμη ζεστά όταν είχε ξυπνήσει) και τις εφτά,την ώρα δηλαδή που είχε σηκωθεί.Όμως την ίδια στιγμή,καθώς προσπαθούσε να βρεί τον σωστό τόνο,από πάνω της ακούστηκε και πάλι η φωνή της Καρολίν.Μόνο που τώρα,όπως και πριν από λίγο,η εγκαρδιότητα κι η ζεστασιά είχαν στραγγιστεί απ’τη φωνή της,θαρρείς με μια μεγάλη σύριγγα,έτσι που η Μπεατρίς αισθάνθηκε ν’ανατριχιάζει ολόκληρη. «Εκεί!» είπε η Καρολίν, «Στο χέρι!Κάτι υπάρχει στο χέρι!» Η Μπεατρίς γύρισε το κεφάλι,κι είδε τον Φιλίπ,την Αραμπέλλα,τον Ξαβιέ,ακόμη και την Σαλομέ-για την οποία ήταν ιδιαιτέρως δύσκολο-να σκύβουν επάνω της με γουρλωμένα μάτια,προσπαθώντας να δούν τί εννοούσε.Τότε ο Ζαφέτ,που στεκόταν από πίσω τους,τους παραμέρισε κι είπε απότομα στην Καρολίν: «Δεν πιστεύω ν’αρχίσεις πάλι τις ιστορίες με τα τατουάζ και τις φυλακές,» είπε, «όταν μόνη σου παραδέχτηκες πως έκανες λάθος,κι όταν η φίλη σου-» «Μα δεν μιλώ για το τατουάζ,» είπε η Καρολίν,με φωνή όλο και πιο ξεψυχισμένη. «Εκεί-στο δάχτυλό του-υπάρχει ένα σημάδι στο δάχτυλο.» Περίεργη και φοβισμένη σε ίσες δόσεις,η Μπεατρίς αναποδογύρισε και πάλι το χέρι του Γκαστόν,και το έφερε στο ύψος του κεριού.Πίσω της ακούστηκαν αναπτήρες και σπίρτα,και δυό καινούριες φλόγες ξεπετάχτηκαν.Όλοι σχεδόν είχαν σκύψει μπροστά στο χέρι,σαν να επρόκειτο για το λείψανο ενός αγίου,και τώρα που το φώς ήταν περισσότερο,η Μπεατρίς διέκρινε στ’αλήθεια ένα κόκκινο σημάδι στο κέντρο του δείκτη,που σκέπαζε όλη την επιφάνεια του αποτυπώματος. «Είναι σαν δαγκωματιά,» ψέλλισε,κρατώντας το δάχτυλο σε απόσταση απ’τα πρεσβυωπικά της μάτια. «Δεν είναι τίποτε-ανοησίες,» πήγε να πεί ο Ζαφέτ,αλλά για δεύτερη φορά,τον σκέπασε η φωνή του Ξαβιέ.
«Μα όχι,κυρία-κύριε-κοιτάξτε καλύτερα!Είναι ένα κάψιμο!Ένα σημάδι!» «Σου απαγορεύω να βλέπεις σημάδια!» είπε αυστηρά η Μπεατρίς,αλλά συγχρόνως η όρασή της καθάρισε,κι είδε πως η φίλη της κι ο πιστός της υπηρέτης είχαν δίκιο.Αυτό που υπήρχε στο κέντρο του δείκτη του Γκαστόν δεν ήταν πληγή,ούτε δαγκωματιά.Το σχήμα της δεν ήταν τυχαίο,και το χρώμα της ήταν το κόκκινο της καμμένης σάρκας.Κάποιος είχε κάψει ένα συμμετρικό σχήμα πάνω στο δάχτυλο του νεκρού,και το σχήμα αυτό ήταν... «Έξη...έξη...έξη!» πρόφερε η Μπεατρίς,κι άφησε το χέρι να πέσει. «Ο αριθμός του θηρίου...» είπε ο Ξαβιέ,πισωπατώντας τρομαγμένος. Ένα κύμα φόβου φύσηξε ξαφνικά ανάμεσά τους,κι όλοι φανήκαν να σκύβουν μπροστά και να τραβιούνται την ίδια στιγμή,σαν να είχαν αντικρύσει τον υποχθόνιο πρωτεργάτη αυτού του αριθμού,τον ίδιο τον Σατανά.Ήταν ωστόσο η Καρολίν που έδωσε και πάλι την χαριστική βολή,γέρνοντας στην καρέκλα της και ψιθυρίζοντας: «Οι νεράιδες...οι νεράιδες του Μάν!» Η υποβλητική εκφορά αυτών των λέξεων ήταν αρκετή για να σπρώξει το έτσι κι αλλιώς ευαίσθητο πλήθος στον γκρεμό της υστερίας.Πριν η Καρολίν τελειώσει την φράση της,η γαζέλα κατελήφθη από ανεξέλεγκτους σπασμούς,κι ορμώντας στον Ζαφέτ,άρχισε να χτυπιέται πάνω του,γρονθοκοπώντας το στήθος του,κι ουρλιάζοντας: «Όχι!Όχι!Πάρε με από’δώ!Δεν θέλω να πεθάνω!» Αλλά ο Ζαφέτ,που παρά την αρχική έκπληξη εξακολουθούσε να φαίνεται θυμωμένος,την παραμέρισε και με τα δυό χέρια,σαν να ξεκολλούσε από πάνω του ένα ενοχλητικό ρούχο,γρυλλίζοντας: «Πήγαινε στο δωμάτιό σου!Τώρα!» Εκείνη σωριάστηκε στον καναπέ και βάλθηκε να κλαίει,όμως ο Ζαφέτ είχε τώρα ν’αντιμετωπίσει το φράγμα-μεταφορικό και κυριολεκτικό-της ανηψιάς του και της Αραμπέλλα,που είχαν σφιχτεί η μια δίπλα στην άλλη σαν τις Συμπληγάδες,κλαψουρίζοντας: «Όχι,όχι Θεέ μου!» Μάλιστα,καθώς προσπαθούσε να ανοίξει δρόμο ανάμεσά τους,η Σαλομέ αρπάχτηκε κι αυτή απ’το μανίκι του,λέγοντας με σπασμένη φωνή: «Τί θα κάνουμε,θείε;Φοβάμαι!Στο σκοτάδι,είμαι τελείως αβοήθητη!».Ο Ζαφέτ ωστόσο δεν είχε οίκτο ούτε για τα μέλη της οικογένειάς του,αφού το μοναδικό του σχόλιο ήταν: «Έχετε τρελλαθεί για τα καλά!» Κι έπειτα πήγε να την τινάξει από πάνω του με την ίδια σιχασιά όπως και την ερωμένη του.Μονάχα που αυτή τη φορά,πριν προλάβει να κάνει οποιαδήποτε κίνηση,ο Φιλίπ τον γράπωσε απ’τον ώμο με πρωτοφανή αγριότητα,και τον ανάγκασε να του παραχωρήσει το χέρι της αδελφής του πιο ευγενικά. «Δεν χρειάζεται να γινόμαστε βάρβαροι,» είπε,τρίζοντας τα δόντια,ενόσο ο θείος του προσπαθούσε να κρύψει μια γκριμάτσα πόνου απ’την δυνατή λαβή του ανηψιού του.Ήταν μια στιγμή που θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη, όμως η Μπεατρίς-που είχε άλλωστε αυξημένη παρατηρητικότητα σε ό,τι αφορούσε τον Φιλίπ-εντυπωσιάστηκε ιδιαίτερα απ’αυτή την επίδειξη αδελφικού ζήλου.Εντυπωσιάστηκε,συγκινήθηκε,κι ευχήθηκε να ήταν η ίδια ο αποδέκτης αυτής της τόσο ανδροπρεπούς υποστήριξης.Τον Ζαφέτ,βέβαια,δεν τον ηρεμούσε τίποτε.Αφού έφτασε επιτέλους μπροστά στο πτώμα,κοίταξε με περιφρόνηση το χέρι του Γκαστόν (που η Μπεατρίς κρατούσε ακόμη ασυναισθήτως στον αέρα) και με μιαν έκφραση επιστήμονα που αντικρύζει μάγους και τσαρλατάνους,γύρισε και τους είπε: «Καλά,είναι δυνατόν να είστε τόσο αφελείς;Το σημάδι αυτό σε τίποτε δεν διαφέρει από αυτό που ο φτωχός Γκαστόν έχει στο κεφάλι του!Κι εσείς κάθεστε και μου λέτε για νεράιδες και σατανάδες!Ιδίως εσύ,Καρολίν,» πρόσθεσε,στρέφοντας το βλέμμα επάνω της, «δεν περίμενα να παρασυρθείς τόσο γρήγορα από αυτά που χθές βράδυ ακόμα χλεύαζες-όπως τους άξιζε,άλλωστε-με τον χειρότερο τρόπο!»
Η Καρολίν έμεινε σιωπηλή για μερικές στιγμές,κι έπειτα είπε σε απολογητικό τόνο: «Δεν φταίω εγώ-στο κάτω-κάτω,έκανα μόνο μια επισήμανση,βασισμένη στο βιβλίο που βρήκα στην δική σου βιβλιοθήκη.» «Βιβλίο;Ποιό βιβλίο;» έκανε σαστισμένος ο Ζαφέτ. Τότε ο Ξαβιέ πρόβαλλε και πάλι απ’την σκοτεινή γωνίτσα του,κι αψηφώντας τα γουρλωμένα μάτια της Μπεατρίς που σήμαιναν θάνατο,τραύλισε: «Ν-ναί...δηλαδή...αν οι κύριοι μου επιτρέπουν,κι ε-κι εγώ...που-που διάβασα το βιβλίο...το διάβασα ολόκληρο,θέλω να πώ,κ-και π-πράγματι...σε μια γκραβούρα,εέδειχνε ακριβώς αυτό...δηλαδή,το χέρι...κ-κι έλεγε ότι ό-ο-όσους αγγίξουν οι...οι νεράιδες,π-πεθαίνουν με το σσσ-σημείο του Ε-εωσφόρου στο χέρι τους!» Ο Ζαφέτ,που ύστερα από τόσες εξηγήσεις προφανώς είχε καταλάβει για ποιό πράγμα μιλούσαν,έβαλε και πάλι τις φωνές. «Μα όχι πάλι μ’αυτό το βιβλίο!» είπε,σηκώνοντας τα χέρια ψηλά μ’απελπισία. «Σας επαναλαμβάνω πως δεν το έχω ξαναδεί ποτέ στη ζωή μου!» «Ναι,αλλά τότε πώς εξηγείς ότι βρισκόταν στη βιβλιοθήκη σου;» επέμεινε η Καρολίν,ανάβοντας ένα τσιγάρο. «Και...και το νούμερο;» ακούστηκε από πίσω η φωνή της γαζέλας,που ρουφούσε μύξες και δάκρυα με κάθε λέξη. «Πώς εξηγείται το νούμερο,έ;Όλοι ξέρουν ότι αυτό είναι το τυχερό νούμερο του Διαβόλου,έτσι δεν είναι;Τί έχεις να πείς,Ζαφέτ;» «Νομίζω πως σου είπα να πάς στο δωμάτιό σου!» της σφύριξε εκείνος,κι αρπάζοντάς την απ’το μπράτσο,την εκσφενδόνισε για άλλη μια φορά στον καναπέ.Η δύστυχη γαζέλα σωριάστηκε εκ νέου,ξεσπώντας σε καινούρια δάκρυα,όμως ο Φιλίπ, πιστός στον ρόλο του ιππότη,έπιασε τον θείο του απ’το χέρι,κι είπε χαμηλόφωνα: «Το ξέρω πως ακούγεται απίστευτο,αλλά πρέπει να ηρεμήσουμε...» ‘Αυτό είναι!’ σκέφτηκε η Μπεατρίς,σφίγγοντας μ’αισθησιασμό το χέρι του νεκρού, ‘Θα αναγκάσω κι εγώ τον Ζαφέτ να μου φερθεί σκληρά-δεν μπορεί,έτσι θα εισπράξω λίγη υπεράσπιση!’ Αλλά ο Ζαφέτ μάλλον δεν είχε όρεξη για αστεία.Γυρνώντας όλο οργή το βλέμμα στον ανηψιό του,φώναξε: «Φιλίπ!Πρόσεξε καλά,γιατί θα την πληρώσεις εσύ για όλους!Γιατί,αν θυμάμαι καλά,από δικές σου ανοησίες ξεκίνησε όλη αυτή η μασκαράτα!Από δικές σου και του γιατρού!Πρόσεξε καλά,λοιπόν!Είμαι διατεθειμένος να ανεχτώ τις φάρσες σου μέχρις ενός σημείου,αλλά όταν τα πράγματα έχουν όπως έχουν-» «Τί πάθατε και φωνάζετε πρωί-πρωί;» ακούστηκε ξαφνικά από πίσω τους μια τραχιά φωνή.Η φωνή ανήκε στον Αιδεσιμώτατο Πίκμαν,ο οποίος είχε μόλις μπεί στο σαλόνι,φορώντας το ράσο του ανάποδα,με κατακόκκινα μάτια,και την τερατώδη μύτη του γεμάτη σπασμένες φλέβες,ενθύμια άλλης μιας τρελλής βραδιάς στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ.Κι ήταν τόσο κωμική η απάθεια αυτής της φιγούρας α-λα Μπός που έσερνε τα βήματά της προς το μπάρ,ώστε για ένα περίπου λεπτό όλοι έμειναν ακίνητοι κι αμίλητοι,παρατηρώντας τον,χωρίς να ξέρουν αν θα έπρεπε να συνεχίσουν την διαφωνία τους ή να βάλουν τα γέλια.Εκείνος στρογγυλοκάθισε πίσω απ’τον πάγκο, και με το κεφάλι του χωμένο στο ράφι με τα μπουκάλια,επανέλαβε: «Τί έχετε πάθει; Δε μ’αφήσατε να κλείσω μάτι-έχω έναν φριχτό πονοκέφαλο!» Για να τον θεραπεύσει, άδειασε τα υπολείμματα μιας φιάλης βότκα σ’ένα ποτήρι και το ήπιε μονορούφι.Ύστερα,προσπαθώντας να εστιάσει το βλέμμα του,συνοφρυώθηκε και είπε: «Και τί είναι αυτά τα κεριά;Λιτανεία κάνετε;» Η Καρολίν ανέλαβε να βγάλει τον ετοιμόρροπο Ζαφέτ από την δύσκολη θέση. «Αιδεσιμώτατε,φαίνεται πως όσο κοιμόσασταν,ένα μέλος του ποιμνίου σας πέθανε.Και τώρα εξετάζουμε το πτώμα.» Η έκπληξη έκανε τον παπά να διακόψει προς στιγμήν την αναζήτηση της δεύτερης βότκας. «Πέθανε;» ρώτησε έκπληκτος. «Δηλαδή πώς πέθανε;»
«Έπεσε στη θάλασσα,» είπε η Καρολίν,και μ’ένα υπόκωφο γέλιο πρόσθεσε: «Μάλλον τον τρύπησε κανένας ξιφίας,ξέρετε,η μύτη αυτών των ψαριών...» Η Μπεατρίς μετά βίας κρατήθηκε να μην γελάσει,όμως ο παπάς ούτε που κατάλαβε το υπονοούμενο,αφού είχε ήδη χώσει το ρύχγος του σ’ένα άλλο ντουλάπι.Τα μόνα λόγια παρηγοριάς που μπόρεσε να αρθρώσει,πιθανώς λόγω θέσης,ήσαν: «Τί να κάνουμε;Αυτά συμβαίνουν στη θάλασσα.» Κι αντί για επικήδειο δέηση,άφησε ένα μακρόσυρτο ρέψιμο.Όσο για τον Ζαφέτ,που υπέμενε τον υπερρεαλισμό της σκηνής με μαρτυρικό ύφος,όταν έκρινε πως είχε τα αισθήματά του υπό έλεγχο,γύρισε και είπε στον ιερέα: «Αγαπητέ μου,παρόλο που η κάπως αγροπορημένη έλευσή σας μας βρίσκει στο μέσον μιας...πώς να το πώ...αμήχανης διένεξης,ωστόσο θα ήθελα να ζητήσω την συνδρομή σας σε ένα και μόνο ζήτημα,για το οποίο σας θεωρώ ειδικό.» Στο σημείο αυτό έριξε μια σύντομη ματιά στην Καρολίν και τους υπόλοιπους,επιχειρώντας συνάμα ένα χαμόγελο που θύμιζε χαμόγελο λογικού απέναντι σε τρελλούς. «Η κυρία Νικολά κι ο ανηψιός μου,ενεργώντας ασφαλώς με καλή πρόθεση,έδωσαν μια κάπως εσπευσμένη ερμηνεία στον θάνατο του Γκαστόν,κι η ερμηνεία αυτή,στα δικά μου μάτια τουλάχιστον,δεν είναι παρά μια σειρά από δεισιδαιμονίες,βασισμένες σε λαϊκούς θρύλους για ένα διαμάντι,κάποιες νεράιδες,ακόμη...και τον ίδιο τον Διάβολο!» κατέληξε,μ’ένα ψεύτικο γελάκι. Αλλά ο παπάς του έκοψε το γέλιο στη μέση,λέγοντας απότομα: «Δεν υπάρχει Διάβολος.Εδώ μετά βίας υπάρχει Θεός.» Ο Ζαφέτ έμεινε να τον κοιτάζει άναυδος.Κι η Ροζαλί,που από ώρα είχε αποτραβηχτεί στα σκοτάδια του πίσω μέρους του σαλονιού για να θωπεύσει με την ησυχία της τον μελαμψό της δούλο,άφησε ένα μακρύσυρτο κακάρισμα. «Χα!Ορίστε!» είπε,και σηκώθηκε απ’την πολυθρόνα της. «Αφού κι οι ειδικοί σηκώνουν τα χέρια ψηλά μπροστά σε τόσες ανοησίες,νομίζω πως το θέμα έχει λήξει! Οπότε ας επιστρέψουμε στα παγωμένα μας κελλιά,τουλάχιστον μέχρι οι συμμορίτες του ενός ή του άλλου να έρθουν και να μας ελευθερώσουν!» Και μ’αυτά τα λόγια,έπιασε τον Μαουρίτσιο απ’το μπράτσο και βγήκε μαζί του απ’το σαλόνι γελώντας.Ο πρώτος που την μιμήθηκε,ύστερα από λίγο,ήταν ο παπάς.Μ’ένα μπουκάλι ρούμι στο χέρι,και τρεκλίζοντας σαν πειρατής του παλιού καιρού,πέρασε μπροστά απ’τα έκπληκτα βλέμματα όλων,μουρμούρισε: «Βρείτε τα μόνοι σας με τους πεθαμένους σας,» κι έφυγε αφήνοντας πίσω του μονάχα την μπόχα του αλκοόλ. Χρειάστηκαν περίπου πέντε λεπτά ώσπου κι οι υπόλοιποι άρχισαν να αισθάνονται την ματαιότητα της παραμονής τους στο μεγάλο,κρύο σαλόνι,απέναντι σ’έναν ανεξήγητο θάνατο και μιαν αδικαιολόγητη δολιοφθορά.Έτσι,ένας-ένας,σηκώνονταν κι αυτοί απ’τις θέσεις τους,με κάποιαν αμήχανη δικαιολογία. «Με συγχωρείτε πολύ,αλλά ζαλίζομαι-νοιώθω λιγάκι άρρωστη,» είπε η Σαλομέ,και με την ακολουθία της Αραμπέλλα,που δεν χρειαζόταν πρόσθετη δικαιολογία, βγήκε από το σαλόνι.Ο Φιλίπ την ακολούθησε σχεδόν αμέσως,λέγοντας μ’ένα χαμόγελο: «Φοβάμαι ότι η σκάλα θα είναι θεοσκότεινη.» Η Μπεατρίς τον είδε να δένει τη ζώνη της ρόμπας του και ν’ανάβει ένα κερί,κι αναρωτήθηκε αν η μοίρα θα της χάριζε μερικές στιγμές στριμωξίδι παρέα μ’αυτό τον μεσήλικο άγγελο,υπό την φλόγα ενός και μόνο κεριού.Όμως τις αισθαντικές της σκέψεις διέλυσε και πάλι η γέρικη,απωθητική φωνή του Ζαφέτ,που της έλεγε: «Σας ευχαριστώ πολύ για την βοήθειά σας,αγαπητή μου-επιτρέψτε μου να εκφράσω τον θαυμασμό μου.Δυστυχώς για όλους μας,η αφορμή ήταν μάλλον θλιβερή.» Πριν φύγει,σταμάτησε μπροστά στην πολυθρόνα της γαζέλας,και προσπάθησε με κάτι απειλητικά μισόλογα να την πείσει να τον ακολουθήσει.Την τράβηξε ακόμη κι απ’το χέρι,αλλά εκείνη έμεινε καρφωμένη στη θέση της, κλαίγοντας με το αδιάκοπο,τσιριχτό της κλάμα.
«Τί αγροίκος,θεέ μου!» σχολίασε ψιθυρίζοντας η Καρολίν «Σιχαίνομαι τους ανθρώπους που κακομεταχειρίζονται τα ζώα!» Κι ωστόσο,μέσα σε διάστημα το πολύ δέκα λεπτών,σαν όλοι τους να περιμέναν την αποχώρηση της Ροζαλί όπως οι ηθοποιοί την ατάκα που τους στέλνει στα παρασκήνια,μέσα στο σαλόνι είχαν απομείνει μόνον οι δυό φιλενάδες,με την συντροφιά του Ξαβιέ και της γαζέλας-πού’μοιαζαν πολύ φοβισμένοι για να φύγουν-και του νεκρού,που δεν είχε και πολλές επιλογές.Καθώς δε συμβαίνει συχνά η κοντινή συνύπαρξη σε ώρες καταστροφής να γεννά αισθήματα απροσδόκητης οικειότητας κι ειλικρίνειας ακόμη και μεταξύ των πιο ετερόκλητων ατόμων,λίγο μετά την αποχώρηση του Ζαφέτ,η νεαρή ερωμένη του σηκώθηκε κι αυτή,όμως αντί να φύγει,πλησίασε προς το τραπέζι όπου κάθονταν οι δυό φίλες,και με τα μεγάλα μάτια της γεμάτα δάκρυα είπε στην Καρολίν: «Εγώ σας πιστεύω,να το ξέρετε.Μπορεί να μην με χωνεύετε και πολύ,και δεν έχετε άδικο,αλλά εγώ σας πιστεύω,τ’ορκίζομαι πως σας πιστεύω!» Και μ’έναν λυγμό να σπάζει τη φωνή της,έπιασε τα χέρια της Καρολίν,και συνέχισε χαμηλόφωνα,κοιτώντας την με τρόμο στα μάτια. «Γιατί εγώ ξέρω!» είπε, «Ξέρω πως τα πράγματα εδώ πάνω δεν είναι όπως θά’πρεπε να είναι!» Η Καρολίν την κοίταξε μέσα απ’τα γυαλιά της,έπειτα κοίταξε την Μπεατρίς, προσπαθώντας να μοιραστεί την απορία που της προξενούσαν τα αινιγματικά λόγια της νεαρής τους φίλης,και στο τέλος,απορρίπτοντάς τα στο σύνολό τους ως ασυναρτησίες,την χτύπησε απαλά στη μέση και της είπε: «Χαίρομαι που συμφωνούμε,αλλά μην ταράζεσαι έτσι.» Η γαζέλα χαμογέλασε κι εκείνη,φοβούμενη πιθανώς πως αυτό το χαμόγελο ήταν η αρχή μιας σχέσης που δεν θα μπορούσε με τίποτε να ξεφορτωθεί,βιάστηκε να προσθέσει: «Τώρα όμως χρυσό μου,μήπως θα μπορούσες να πεταχτείς στην καμπίνα μου και να μου φέρεις το καλάθι με τη γατούλα μου;Εγώ θα χρειαστώ μια ώρα για το ανέβα-κατέβα,κι η καημενούλα θα φοβάται,μόνη της στο σκοτάδι!» Σαν όλα τα κοριτσάκια των επτά ετών,στο άκουσμα της λέξης ‘γατούλα’,η γαζέλα άφησε ένα ψευτο-παραπονιάρικο: «Ουούουου!Καημενούλα γατούλα!» και λέγοντας μ’ένα χαμόγελο: «Τώρα-σας τη φέρνω αμέσως!» βγήκε απ’το σαλόνι σχεδόν τρέχοντας.Τώρα είχαν μείνει οι τρείς τους,κι ο Ξαβιέ πλησίασε στο τραπέζι και με φωνή βαθύτατα πληγωμένη,είπε: «Θα μπορούσα κι εγώ να σας φέρω την γάτα σας,κυρία.» «Το ξέρω,καλό μου παιδί,» του είπε η Καρολίν,σφίγγοντας το χέρι του, «αλλά εσύ δεν είσαι και τόσο ανεπιθύμητος σ’αυτά που θέλω να πώ.» Και γυρνώντας προς την Μπεατρίς,άλλαξε απότομα τόνο. «Λοιπόν,αγαπητή μου Ζενεβιέβ,πρέπει να δούμε τί θα κάνουμε τώρα.» Συγχρόνως ο Ξαβιέ έκανε ένα βήμα προς το τραπέζι.Η Μπεατρίς γούρλωσε τα μάτια και του σφύριξε: «Ξαβιέ,άκουσες το όνομά σου;» «Όχι κυρία,» είπε εκείνος,και σταμάτησε με χαμηλωμένο το κεφάλι. «Μετά από την αχαρακτήριστη διαγωγή σου,θα έπρεπε κανονικά να σε στείλω στην καμπίνα για τουλάχιστον τρείς ώρες,αλλά φοβάμαι πως το σκοτάδι θα ε-ξάψει περισσότερο την έτσι κι αλλιώς ευερέθιστη φαντασία σου.Γι’αυτό και μόνο σε αφήνω να κάθεσαι εδώ,από οίκτο.Και ξέρω επίσης,ότι ακόμα κι αν σε κλείσω μέσα στο ψυγείο του μπάρ,εσύ θα καταφέρεις ν’ακούσεις τα πάντα,με τα γαϊδουρινά αυτιά που έχεις.Ωστόσο,αν περιμένεις να σε αφήσω να κρυφακούσεις από απόσταση ενός μέτρου,είσαι φριχτά γελασμένος.Απομακρύνσου πάραυτα!» Κι ο Ξαβιέ,που με τίποτε φυσικά δεν θα έχανε τις εκμυστηρεύσεις των δύο γυναικών,ιδίως σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή,έκανε δυό μεγάλα άλματα προς τα πίσω, με χάρη και σβελτάδα που θα ζήλευε κι ένας μπαλλαρίνος της Αγίας Πετρούπολης.
Τότε,κι αφού βεβαιώθηκε πως η Μπεατρίς δεν τον κοιτούσε πιά με το φονικό της ύφος,κάθισε σε μια πολυθρόνα και ρώτησε χαμογελώντας: «Είμαι αρκετά διακριτικός εδώ που κάθισα,κυρία;» Όμως,χωρίς αστεία τώρα,η Μπεατρίς χρειαζόταν εξηγήσεις.Φοβόταν. «Φοβάμαι,αγαπητή μου Καρολίν,» είπε,πιάνοντας τα χέρια της φίλης της, «δε σου κρύβω ότι φοβάμαι πολύ!Κι όλη αυτή η μυστικότητα...καταλαβαίνω πως έχεις τους λόγους σου,αλλά...δεν ξέρω...» κι ανασαίνοντας βαθιά επανέλαβε «...φοβάμαι!» Μ’ένα καθησυχαστικό χαμόγελο,η Καρολίν της έσφιξε τα χέρια. «Σε καταλαβαίνω,καλό μου κορίτσι,» της είπε τρυφερά, «και θά’θελα να με συγχωρέσεις,γιατί εγώ στάθηκα η αιτία που τώρα υφίστασαι όλη αυτή την φριχτή κατάσταση.» Η Μπεατρίς πήγε να φέρει μιαν ευγενική αντίρρηση,αλλά εκείνη έφερε το γαντοφορεμένο χέρι της και της έκλεισε με τρόπο τα χείλη. «Σς,έτσι είναι.Δυστυχώς. Ωστόσο,παρόλο που η κατάσταση είναι στ’αλήθεια δυσάρεστη,δεν αξίζει τον κόπο να φοβάσαι,ούτε ν’ανησυχείς.Εγώ σ’αυτές τις περιπτώσεις έλεγα πάντοτε πως,όταν τα πράγματα γίνονται πολύ ανυπόφορα,όταν η ζωή μας μοιάζει με εφιάλτη,είναι προτιμώτερο να πούμε πως δεν μας ανήκει πιά,να πούμε ψέμματα στον εαυτό μας,ότι τάχα δεν είμαστε εμείς που τα ζούμε όλα αυτά,αλλά κάποιοι λογοτεχνικοί χαρακτήρες,τα πρόσωπα ενός βιβλίου.» Και με το ίδιο πλατύ χαμόγελο,άναψε ένα τσιγάρο στην άκρη της μακριάς της πίπας,και συνέχισε. «Στην προκειμένη περίπτωση,για παράδειγμα,αν η ιδέα πως βρισκόμαστε αποκλεισμένοι σ’ένα κατεστραμμένο καράβι,δίπλα σε ένα νεκρό,σου φαίνεται κάπως...πνιγηρή,μπορείς κάλλιστα να προσποιηθείς πως όλα αυτά δεν σε αγγίζουν στην πραγματικότητα,κι ότι απλώς συμβαίνουν στην Ζενεβιέβ Λεμάν,που είναι η ηρωϊδα ενός αστυνομικού μυθιστορήματος.» «Ναι,αγαπητή μου Καρολίν,και με συγχωρείς που σε διακόπτω,» είπε η Μπεατρίς,που στ’αλήθεια λυπόταν που διέκοπτε αυτή την τόσο ωραία περιγραφή, «αλλά για να είμαι ειλικρινής,ποτέ δεν μου άρεσαν τα αστυνομικά μυθιστορήματα.Δεν έβλεπα για ποιό λόγο θα έπρεπε να ταλαιπωρώ το μυαλό μου με τις δολοφονίες του ενός και του άλλου!Ίσως νά’φταιγε ότι όσες φορές προσπάθησα να διαβάσω ένα απ’αυτά τα βιβλία,αισθανόμουν πάντα ηλίθια,γιατί δεν μπορούσα να μαντέψω τον δολοφόνο ούτε στην προτελευταία σελίδα πριν την αποκάλυψή του!» Στο σημείο αυτό η Καρολίν γέλασε. «Ναι,είναι αλήθεια!» φώναξε η Μπεατρίς,γελώντας κι αυτή. «Το παραδέχομαι-είμαι βλάκας!Αφετέρου όμως,όσο κι αν προσπαθήσω να πείσω τον εαυτό μου πως ζούμε σ’ένα αστυνομικό μυθιστόρημα,εδώ κινδυνεύει στ’αλήθεια η ζωή μου!» Η απάντηση της Καρολίν ήταν αποστομωτική. «Μα και στο βιβλίο,η ζωή της ηρωϊδας θα κινδύνευε επίσης στ’αλήθεια.Το ότι είναι λογοτεχνικός χαρακτήρας,δεν αφαιρεί τον κίνδυνο ενός επίσης λογοτεχνικού θανάτου.» Το σχόλιο είχε αφήσει την Μπεατρίς άναυδη,χωρίς επιχειρήματα. «Εκείνο που σου ζητώ να κάνεις είναι μόνο να κρατήσεις τις αποστάσεις,για λίγο,τόσο ώσπου να πάψεις να ανησυχείς,και να μπορέσεις να σκεφτείς πιο καθαρά,χωρίς κάθε στιγμή να λογαριάζεις από πόσες πλευρές απειλείσαι!Πρέπει-όσο κι αν ακούγεται αδύνατονα αντιμετωπίσεις την κατάσταση διασκεδάζοντας,ώστε να φτάσεις πιο γρήγορα από τον συγγραφέα,δηλαδή τη ζωή,στην αποκάλυψη του ενόχου.Και δεν έχει σημασία αν αυτού του είδους οι γρίφοι σου φαίνονται δύσκολοι.Αρκεί να φερθείς με σύνεση και να κάνεις ό,τι θα έκανε η Ζενεβιέβ του βιβλίου,ή να αποφύγεις ότι θα απέφευγε.» Αυτή η άσκηση φαινόταν αρκετά δύσκολη,όμως όταν η Μπεατρίς αναλογίστηκε πως η Ζενεβιέβ που κάθε λίγο ανέφερε η φίλη της ήταν ήδη ένας ρόλος,αποφάσισε πως δεν έχανε τίποτε να την ακούσει. «Το ίδιο κάνω κι εγώ,θα το έχεις άλλωστε προσέξει,» είπε,κι έσκυψε πιο κοντά της.Από πίσω τους ακούστηκε το τρίξιμο της πολυθρόνας του Ξαβιέ,που προφα-
νώς έσκυβε κι αυτός,για να κρυφακούσει καλύτερα. «Θυμάσαι το παιχνίδι μου χθές το βράδυ,όταν άφησα τους φίλους μας να πιστεύουν στην ύπαρξη του καταραμένου διαμαντιού.» Η Μπεατρίς κούνησε καταφατικά το κεφάλι. «Αυτή είναι η πρώτη αρχή στην οποία υπακούν οι ήρωες των αστυνομικών που στο τέλος γλυτώνουν το κεφάλι τους-λένε πολλά ψέμματα.Και το ίδιο έκανα και σήμερα,μετά την ανακάλυψη του πρώτου φόνου.Άρχισα να ψεύδομαι ασυστόλως,όπως με τους σωματοφύλακες που θα έρθουν να μας σώσουν.» Πλημμυρισμένη από τρόμο,η Μπεατρίς γούλρωσε τα μάτια. «Δηλαδή δεν υπάρχουν σωματοφύλακες;Και τότε ποιός θα μας σώσει;» Η Καρολίν έβαλε τα γέλια. «Ησύχασε,χρυσό μου!» της είπε,χτυπώντας την απαλά στο χέρι. «Ασφαλώς κι υπάρχουν,εδώ και χρόνια διαθέτω προσωπική φρουρά,που με ακολουθεί πράγματι όπου και να πάω.Ίσως βέβαια να μην βρίσκονται εδώ σε δύο μέρες,ωστόσο είναι γεγονός πως μόλις αντιληφθούν την καθυστέρησή μου,θα αρχίσουν να με αναζητούν. Το ψέμμα έγκειται στο ότι παρουσίασα αυτή την φρουρά ως ισομεγέθη με την Ιντερπόλ,καθώς και στη στιγμή που διάλεξα να το ανακοινώσω,όταν η άποψη που επικρατούσε ήταν πως είμασταν οριστικά χαμένοι.» «Και γιατί το έκανες αυτό;» ρώτησε η Μπεατρίς,όλο αφέλεια. «Μα γιατί ανάμεσα στους παρευρισκομένους,εκείνη τη στιγμή στεκόταν και ο υπαίτιος της δολιοφθοράς,αγαπητή μου Ζενεβιέβ.Κι ήθελα με κάθε τρόπο αυτό το κάθαρμα,όποιος κι αν είναι,κι όποιες κι αν είναι οι προθέσεις του,να ξέρει πως δεν μπορεί να μας κρατήσει απομονωμένους εδωπέρα επ’αόριστον!Ήταν ένα είδος ψαρέματος,απ’αυτό που κάνουν οι ερασιτέχνες ντετέκτιβ στα βιβλία.Και μάλιστα σ’αυτές τις περιπτώσεις,ο κανόνας λέει πως ο δολοφόνος,ή εν προκειμένω ο σαμποτέρ, είναι εκείνος που δεν μπορεί να φανεί το ίδιο ενθουσιασμένος με τους υπόλοιπους. Και δεν χρειάζεται,φαντάζομαι,να σου θυμίσω ποιός ήταν αυτός.» «Ο Ζαφέτ,» ψιθύρισε η Μπεατρίς,θαυμάζοντας την ευφυία της. «Ακριβώς,ο Ζαφέτ,» είπε η Καρολίν,και σβήνοντας το τσιγάρο της μ’έναν αέρα θριάμβου,άναψε ένα δεύτερο. «Ο Ζαφέτ,που από χθές μας έχει φλομώσει στα ψέμματα,οργανώνοντας ο ίδιος το κυνήγι της νεράιδας,με τις γύφτισσες,τα βιβλία και τους μθευσμένους του,και που ωστόσο αρνείται κατηγορηματικά οτιδήποτε σχετικό, έτσι ώστε κανείς να μην μπορεί να του το προσάψει.Όμως αυτή η υπερβολή είναι που τον προδίδει,ακριβώς όπως γίνεται και στα βιβλία.Η υπερβολή κι οι αντιφάσεις-αυτά φέρνουν την καταδίκη του εγκληματία.Κι ο καλός μας Ζαφέτ έχει πέσει από το πρωί σε μια τέτοια σωρεία αντιφάσεων,που δεν μπορώ ούτε να τις απαριθμήσω.» «Τί...τί αντιφάσεις;» ρώτησε όλο περιέργεια η Μπεατρίς. «Πρώτ’απ’όλα,στον τρόπο με τον οποίο υποδέχεται τα γεγονότα,χωρίς ωστόσο να επιθυμεί να τα αναλύσει περισσότερο,σαν να φοβάται γι’αυτά που θα αποκαλυφθούν.Σκέψου λίγο,αγαπητή μου-το πρωί ήταν ο πρώτος που εισέβαλλε στο σαλόνι,ουρλιάζοντας για την καταστροφή που είχε υποστεί ο περίφημος Καλιμπάν του,όταν όμως προσπάθησα να δώσω κάποια εξήγηση που ενοχοποιούσε τον Γκαστόν,την αρνήθηκε μαινόμενος,παρόλο που δεν ενοχοποιούσε άμεσα και τον ίδιο.Το ίδιο συνέβη και με τον νεκρό.Όπως παρατήρησες,φρόντισε επιμελώς να αποσιωπήσει την διερεύνηση του θανάτου του Γκαστόν,πιθανώς επιβάλλοντας στον γιατρό να μείνει στο δωμάτιό του,ενώ όταν εσύ κι ο τρισχαριτωμένος σου υπηρέτης αποφασίσατε να παίξετε αυτό το τολμηρό παιχνίδι,του να παραστήσεις εσύ η ίδια την γιατρό,έμοιαζε να κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα.Θα πρόσεξες ασφαλώς την βιασύνη με την οποία ήθελε να αποδειχτεί πως όλα ήταν ένα ατύχημα,πως ο Γκαστόν είχε πνιγεί,παρά τις εξόφθαλμες ενδείξεις που παραπέμπουν στη δολοφονία.»
Η Μπεατρίς είχε μπερδευτεί τόσο πολύ,που δεν είχε καν προσέξει το σχόλιο για την νεκροψία του Γκαστόν.Το μόνο που κατάφερε να ψελλίσει ήταν: «Δηλαδή πιστεύεις πως ο Γκαστόν δολοφονήθηκε;» «Αναμφίβολα,» είπε η Καρολίν. «Δεν ξέρω γιατί και από ποιόν,αλλά δολοφονήθηκε.Όμως μετά από κάποιο σημείο έγινε φανερό πως,το να υποστηρίζω αυτή την εκδοχή,ότι δηλαδή ανάμεσά μας υπάρχει κάποιος δολοφόνος,είχε αρχίσει να γίνεται επικίνδυνο.Άλλωστε και στα βιβλία,ο ντετέκτιβ δεν ωθεί τον ένοχο στην ομολογία παρά μόνο όταν έχει τα νώτα του καλυμμένα.Κι οι μπράβοι μου τους οποίους επικαλέστηκα,αν και κατά το ήμισυ είναι αληθινοί,δεν βρίσκονταν εδώ για να με υπερασπιστούν από μια πιθανή έκρηξη του Ζαφέτ.Έτσι συνέχισα να ψεύδομαι,ή μάλλον να πέφτω κι εγώ σε αντιφάσεις,για να του ενισχύσω την εντύπωση πως δεν είμαι παρά μια ξεμωραμένη γριά,η οποία δεν ξέρει τί της γίνεται,κι η οποία είναι αδύνατο να τον ξεσκεπάσει.Μονάχα έτσι θα ήμουν ασφαλής,και γι’αυτό προσποιήθηκα όλη αυτή την κρίση,λέγοντάς σου να σωπάσεις.Κάθε φορά που ένοιωθα ότι πλησίαζα πιο κοντά στην αλήθεια,κι έβλεπα την ενόχληση στο πρόσωπό του,έκανα ένα βήμα πίσω, γινόμουν ξανά εγώ η αδύναμη.Και το μεγαλύτερο ψέμμα,βέβαια,είναι αυτό που εσύ κι ο καλός σου Ξαβιέ φροντίσατε να αναδείξετε με τόση τέχνη.Μιλάω για το σημάδι στο χέρι του Γκαστόν.» «Μα...μα αφού πράγματι υπήρχε ένα σημάδι...» είπε η Μπεατρίς. «Το ξέρω πως υπήρχε,εγώ μάλιστα το είχα δεί από πριν,όταν έσκυβα για να εξετάσω το τατουάζ.Τί νομίζεις,πως είμαι σε θέση να βλέπω τέτοιες λεπτομέρειες υπό το φώς ενός κεριού;» πρόσθεσε γελώντας. «Απλά,το σημαδάκι αυτό θα μπορούσες να το παρομοιάσεις με οτιδήποτε-μ’ένα τρίγωνο,μ’ένα σταφύλι,με μια κουράδα!Αλλά στην προκειμένη περίπτωση μας βόλευε να το παρομοιάσουμε με το 666,το σημάδι του Θηρίου,θυμίζοντας σ’όλους αυτή την ηλίθια ιστορία με τις νεράιδες!Εδώ,αγαπητή μου,ομολογώ ότι θαύμασα για άλλη μια φορά το συγχρονισμό σας-μου δώσατε την ατάκα για τις νεράιδες καλύτερα κι από ηθοποιοί του Μπρόντγουαιη!Είσασταν φοβεροί!Πρώτα εσύ,με το: ‘έξη...έξη...έξη...’ και μετά ο Ξαβιέ με το θηρίο...έξοχα,έξοχα! Ήμουν σίγουρη πως θα σκορπούσαμε την υστερία σ’όλες αυτές τις καρακάξες,κι από την άλλη,ήταν το τέλειο άλλοθι,η ρητή απόδειξη προς τον Ζαφέτ πως δεν υποπτευόμασταν πλέον κάποιον δολοφόνο με σάρκα και οστά,αλλά ένα κακό πνεύμα που περιφέρεται αόρατο.Έτσι,θα μπορούσε να συνεχίσει ανενόχλητος το έργο του!» Όλη αυτή την ώρα,η Μπεατρίς παρατηρούσε την φίλη της,έκθαμβη με το σπινθηροβόλο πνεύμα που κρυβόταν πίσω απ’τα τυφλά ματάκια και το ζαρωμένο μέτωπο.Βέβαια η Καρολίν,χωρίς να το ξέρει,είχε πέσει σε μερικά σφάλματα-για παράδειγμα,όπως έκανε λάθος πιστεύοντας ότι μπροστά της είχε την Ζενεβιέβ,εκτιμούσε υπερβολικά την αυθόρμητη υποκριτική της.Στην πραγματικότητα η Μπεατρίς είχε λειτουργήσει με κάθε ειλικρίνεια,κι αν την ρωτούσαν ακόμα και τώρα,η εντύπωση που είχε για το σημάδι στο δάχτυλο του Γκαστόν ήταν πως αναπαριστούσε τρία ολοστρόγγυλα εξάρια.Κι ο Ξαβιέ δεν είχε αρκετή αυτοπεποίθηση για να σκαρώσει ένα τέτοιο ψέμμα.Ωστόσο,αν η φίλη της θεωρούσε πως όλα αυτά ήταν μια ευτυχής σύμπτωση,ίσως έπρεπε να κάνει κι εκείνη το ίδιο,αντί να αναρωτιέται-όπως έκανε ακόμη και τώρα-για το ποιά ήταν η προέλευση αυτής της σφραγίδας του Αντιχρίστου.Το μόνο που έμενε να μάθει ήταν σε ποιό συμπέρασμα οδηγούσαν οι ιδιοφυείς υποθέσεις την φιλενάδα της.Καθαρίζοντας λοιπόν το λαιμό της,ρώτησε: «Και τώρα;Πού καταλήγουμε τώρα;Ο Ζαφέτ είναι ο ένοχος;» Η Καρολίν σήκωσε τα χέρια και τα μάτια της με απορία προς το ταβάνι. «Γιατί,κι ελπίζω να μην νομίζεις πως αμφισβητώ την συλλογιστική σου,αλλά ειλικρινά δεν μπορώ να καταλάβω ποιό σχέδιο θα μπορούσε να περιλαμβάνει τόσο τραγικά μέτρα,όπως την καταστροφή του πλοίου,ή την δολοφονία του πιο έμπιστου υπηρέτη του!»
«Δεν ξέρω τί να σου πώ...» είπε η Καρολίν,και χαμογελώντας πρόσθεσε: «άλλωστε μην ξεχνάς ότι κι εγώ διαβάζω το βιβλίο των περιπετειών μας συγχρόνως με σένα.Δεν διαθέτω κάποιο μαγικό τέχνασμα που να μου επιτρέπει να πηδάω τα κεφάλαια και να γνωρίζω την κατάληξη της ιστορίας.Ίσως μάλιστα μια τέτοια δυνατότητα να μην μου άρεζε και πολύ-ίσως να μου αποκάλυπτε κάτι που δεν θα ήθελα να δώ. Πάντως ένα είναι σίγουρο: Πως στο σημείο του μυθιστορήματος που βρισκόμαστε,εκείνος που μοιάζει περισσότερο να είναι ο ένοχος,είναι ο Ζαφέτ.Δεν γνωρίζουμε ακόμα όλα του τα κίνητρα,αυτό είναι αλήθεια.Ωστόσο έχουμε ένα σημαντικό αριθμό από αδιάσειστες αποδείξεις που μας κατευθύνουν προς την ενοχή του,μικρές συνωμοτικές πινελιές,όπως την φιλολογία για τις νεράιδες,ή την υποτιθέμενη αθωότητα του Γκαστόν,τον οποίο πιάσαμε στα πράσα χθές βράδυ να μας κατασκοπεύει.Άρα εξακολουθούμε να είμαστε σίγουρες για το εξής-ότι ο Ζαφέτ έχει βάλει στο μάτι την περιουσία μου,κι ότι αυτό το ταξίδι,με τον ένα ή τον άλλο τρόπο,είναι το μέσον για να πετύχει τον σκοπό του.Βλέπεις ότι ακόμα και σήμερα το πρωί,ενώ είχε ν’ακουστεί από χθές το βράδυ,του ξέφυγε κι ανέφερε το διαμάντι στον ιερέα.Πράγμα που σημαίνει ότι το έχει πάντα στο μυαλό του.Όσο γι’αυτά που συνέβησαν...δεν ξέρω...δεν μπορούμε όμως να αποκλείσουμε τίποτε!Ίσως να υπήρχαν πράγματι συνεργοί του που μας περίμεναν,κατάλληλα σταματημένοι σε κάποιο σημείο της διαδρομής...εξάλλου θα ήταν παράλογο,όποιος κι αν ήταν ο εγκέφαλος αυτού του σχεδίου,να επιθυμούσε να βρεθεί πλήρως αποκλεισμένος...άρα το πλοίο αχρηστεύτηκε σκόπιμα.Τέλος,σ’ό,τι αφορά τον Γκαστόν,εφόσον δεν επρόκειτο για ατύχημα,μάλλον έπεσε θύμα της ίδιας του της απληστίας,ή κάποιας διαφωνίας στη μοιρασιά με τους υπόλοιπους.» «Τους υπόλοιπους...;» ρώτησε τρέμοντας η Μπεατρίς. «Θέλεις να πείς πως υπάρχουν κι άλλοι στο καράβι εκτός απ’τον Ζαφέτ που...;» «Είναι πολύ πιθανό,» είπε η Καρολίν, «ή μάλλον,» διόρθωσε χαμογελώντας, «όπως θα έγραφε κι ένας συγγραφέας ιστοριών με ντετέκτιβ,το αντίθετο είναι απίθανο να έχει συμβεί.Δηλαδή ο Ζαφέτ να ενήργησε ολομόναχος.Σου λέω πως η απουσία του γιατρού σήμερα το πρωί με προβλημάτισε έντονα.Το ίδιο κι η παρουσία απ’την αρχή αυτού του μελαμψού εραστή,που μοιάζει υπερβολικά ακριβός για την τσέπη της Ροζαλί-απ’όσο γνωρίζω,τα οικονομικά της την έχουν υποχρεώσει να καταφεύγει σε χαμίνια των προαστίων,ή σε τροφίμους οίκων ευγηρίας.Ενώ αυτός ο...πώς τον λένε... ο Μαουρίτσιο,θυμίζει περισσότερο πληρωμένο εκτελεστή.» Απ’τη μεριά της Μπεατρίς,το τραπέζι δονήθηκε μ’έναν αναστεναγμό τρόμου,κι έτσι η Καρολίν έσπευσε να την καθησυχάσει. «Μπορεί βέβαια να κάνω και λάθος.Αλλά όπως και νά’χει το πράγμα,το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να περιμένουμε,και να είμαστε όσο γίνεται πιο προσεκτικές.Ας μην ξεχνάμε πως βρισκόμαστε σ’ένα πολύ μικρό χώρο,ο οποίος,όσο ευνοεί εμάς-αφού ο δολοφόνος δεν μπορεί να ξεφύγει-άλλο τόσο ευνοεί κι εκείνον,που γνωρίζει τα κατατόπια ακόμα και μέσα στο σκοτάδι.Μου φαίνεται πως η γεννήτρια δεν καταστράφηκε στην τύχη,μαζί με τον υπόλοιπο εξοπλισμό...κι όσο για την βοήθεια που περιμένουμε,οι δυό-τρείς μέρες που υπολογίζω πως θα χρειαστούν μέχρι οι αργόσχολοι δικηγόροι μου ν’αρχίσουν ν’ανησχούν για το γέρικο χρυσωρυχείο τους,είναι υπέρ αρκετές ώστε το κακό να χτυπήσει και πάλι...» Την ίδια στιγμή,κάποιο απαλό ρεύμα αέρα,ή κι η φυσική κλίση του σκάφους μέσα στο νερό,έκανε την πόρτα του σαλονιού πίσω τους ν’ανοίξει μ’ένα δυνατό τρίξιμο.Κι η Μπεατρίς,που είχε μείνει κρεμασμένη στην τελευταία λέξη της φίλης της, αυτό το απροσδιόριστο ‘κακό’,αναπήδησε φοβισμένη στην πολυθρόνα της,σχεδόν σα να το είχε δεί να μπαίνει στο μισοσκότεινο σαλόνι.Η Καρολίν,βλέποντας την αντίδρασή της,χαμογέλασε όλο κατανόηση,κι αφού έσβησε το τσιγάρο της,την έπιασε απ’ το χέρι στοργικά και της είπε:
«Πάνω απ’όλα,όμως,καλή μου,δεν πρέπει να ξεχνάς ότι ήρθες μαζί μου για να διασκεδάσεις,κι αυτό πρέπει να κάνεις.Αλλιώς,κινδυνεύουμε να καταντήσουμε κι οι δυό μας σαν την καημένη την γαζέλα,που φοβάται και τον ίσκιο της!» Κι όπως αν η αναφορά του ονόματος είχε ξυπνήσει μέσα της κάποια πρακτική σκέψη-ή κι από καθαρή διάθεση ν’αλλάξει θέμα-άφησε ένα γέλιο,και πρόσθεσε: «Αλήθεια,πού εξαφανίστηκε κι αυτό το πλάσμα;Έχει μισή ώρα που έφυγε για να μου φέρει την Βαλεριάνα,κι ακόμα να φανεί.Άραγε ξέρει με τί μοιάζει μια γάτα;Σκατά,έπρεπε να της κάνω μια περιγραφή!» Αυτή τη φορά,μαζί της γέλασε κι η Μπεατρίς. «Όχι,όχι,» συνέχισε, και σηκώθηκε απ’την καρέκλα της, «καλύτερα να κατέβω να πάρω μόνη μου το μωρό μου.» Στο ένα της χέρι κρατούσε ήδη ένα κερί,ενώ με το άλλο έψαχνε στις τσέπες του ταγιέρ της για σπίρτα.Μόλις δε το άναψε,κι η Μπεατρίς κατάλαβε ότι σκόπευε στα αλήθεια να κατέβει για να πάρει την γάτα της,κι ότι κατά συνέπεια θα έμενε μόνη εδώ μέσα παρέα με τον Ξαβιέ,τινάχτηκε όρθια με το ίδιο μπρίο που τινάζονται στον χορό τους οι κοζάκοι.Μ’ένα νευρικό γέλιο που προσπαθούσε να κρύψει το φόβο της, γύρισε στον Ξαβιέ και του είπε: «Λοιπόν,Βικτρόλα,αν κι εσύ τελείωσες την ηχογράφηση,μπορούμε νομίζω να κατεβούμε κι εμείς στα ιδιαίτερα διαμερίσματά μας.Έτσι;» Μέχρι ο αργοκίνητος Ξαβιέ να σηκωθεί απ’την θέση του και να έρθει κοντά της,η Καρολίν βρισκόταν ήδη στην πόρτα,και τους φώναζε: «Τα λέμε σε δυό λεπτά!» Κι η Μπεατρίς,με το σκοτάδι να την πνίγει ξαφνικά,άρπαξε δύο κεριά μαζεμένα και τα έσφιξε μες στα χέρια του έκπληκτου υπηρέτη της,που απόμεινε να την κοιτάζει έκπληκτος,σαν σβησμένο πορτατίφ.Γρυλλίζοντας εκνευρισμένη,η Μπεατρίς άναψε με το τελευταίο κερί τα δικά του,κι έπειτα τού’δωσε μια δυνατή σπρωξιά,τοποθετώντας τον μπροστά της για να της φωτίζει τον δρόμο.Ο Ξαβιέ δεν αντέδρασε σ’όλα αυτά,όταν όμως είχαν φτάσει με τη σειρά τους στην πόρτα του σαλονιού,έστρεψε το κεφάλι του κι άνοιξε ένα μεγάλο στόμα,γεμάτο με ενοχλητικές απορίες.Απορίες,που,φυσικά, η Μπεατρίς δεν είχε καμμία διάθεση να λύσει αυτή την συγκεκριμένη στιγμή.Έτσι, πριν ο κακόμοιρος προλάβει ν’αρθρώσει λέξη,έβγαλε απ’την τσέπη της ένα μαντήλι, του το παράχωσε στο στόμα,και πιάνοντάς τον απ’τους ώμους σαν γιγαντιαίο πιόνι του σκακιού,του φώναξε: «Ούστ!» XVI Eίναι αλλόκοτη,και συνάμα αφάνταστα γοητευτική η σχέση που μας δένει με το σκοτάδι.Κι ο πυρήνας αυτής της γοητείας βρίσκεται στην μεταμόρφωση που πετυχαίνει πάνω μας,όταν,πιασμένο από ένα κρυφό κομμάτι της ψυχής μας,μας μεταφέρει ακαριαία στο παρελθόν,σαν μια σελίδα που γυρνά απρόβλεπτα κι από το κέντρο της, ένα ξεραμένο πέταλο,αναδίδει το άρωμα κάποιου παλιού φόβου.Έχει συμβεί σ’όλους μας-κι οι πιο θαρραλέοι ρασιοναλιστές,κι οι πιο ψύχραιμοι επιστήμονες,που ξέρουν ότι το σκοτάδι δεν είναι τίποτε παραπάνω από έλλειψη σωματιδίων φωτός,έχουν αισθανθεί,κατά περίσταση,ένα κύμα φόβου μπροστά του.Μπορεί να είναι μια στιγμή τη νύχτα,όταν σηκώνονται να πιούν ένα ποτήρι νερό,κι η πόρτα της κουζίνας,που νόμιζαν πως είχαν κλείσει,εμφανίζεται μισάνοιχτη.Κάποιο αντικείμενο την ώρα που ξαπλώνουν,με σχήμα ακθόριστο,που δεν μπορούν να αναγνωρίσουν.Ή,στην περίπτωση της Μπεατρίς,που είχε εύκολες τις επικρίσεις για τον δεισιδαίμονα υπηρέτη της,μπορεί να είναι η φλόγα ενός κεριού σε μια σκοτεινή σκάλα.Κι ας οδηγούσε αυτή η σκάλα σ’ένα μικρό και διόλου απειλητικό διάδρομο,με καμπίνες στα δεξιά κι αριστερά του.Μόλις εκείνη στάθηκε στο κεφαλόσκαλο,και το σκοτάδι δέθηκε με την ομίχλη και το ανεπαίσθητο λίκνισμα του σκάφους,η λογική μέσα της παλινδρόμησε σε μιαν
εικόνα δίχως μνήμη,κι ένοιωσε ανυπεράσπιστη όπως ένα μωρό,που η μητέρα του το έχει αφήσει πρόωρα μέσα στην κούνια,προτού αποκοιμηθεί.Τότε και το σώμα,αιώνιος σκλάβος του μυαλού,υπέκυψε κι αυτό στην ονειροφαντασιά,κι η Μπεατρίς αισθάνθηκε τα μάτια της να βαραίνουν,τα μέλη της να μαλακώνουν,και πριν φτάσουν στο τέλος της σκάλας,νόμιζε πως ανά πάσα στιγμή θα κατέρρεε πάνω στον Ξαβιέ,ο οποίος παρεμπιπτόντως βάδιζε με εγκληματική βραδύτητα.΄Ισως βέβαια για όλα αυτά να έφταιγε το γεγονός ότι το περασμένο βράδυ δεν είχε και τόσο ήσυχο ύπνο,και τόση ώρα να σας λέω φιλολογίες.Πάντως,γεγονός ήταν πως όταν βρέθηκαν μπροστά στην πόρτα της καμπίνας τους,φωτίζοντας το ελβετικό της ψευδώνυμο στην μικρή ταμπελλίτσα,η Μπεατρίς άρπαξε το κερί απ’το χέρι του Ξαβιέ,κι ανοίγοντας την πόρτα χασμουρήθηκε,τεντώνοντας συγχρόνως ένα δάχτυλο δεσπότη. «Μέσα!» είπε,και ξαναχασμουρήθηκε, «Το αφεντικό νυστάζει!» «Μα κυρία,» είπε εκείνος,μένοντας ακίνητος, «δεν πρέπει να κοιμηθείτε τώρα,η αξιότιμη φίλη σας είπε πως θα συναντήσει σε δύο λεπτά,αφήστε που το ένα λεπτό έχει περάσει στα σίγουρα,επομένως-» «Μέσα!» φώναξε η Μπεατρίς,πιο δυνατά τώρα.Έπειτα χασμουρήθηκε,και συμπλήρωσε: «Αν φυσικά δεν θέλεις να σου βάλω φωτιά μ’αυτό το αξιότιμο κερί και να σε κάψω ζωντανό σαν την Ιωάννα της Λορραίνης!» Μπροστά σ’αυτή την απειλή,ο Ξαβιέ δεν μπορούσε να φέρει σπουδαίες αντιρρήσεις.Περνώντας με χορευτική βιασύνη μέσα στην καμπίνα,στερέωσε το κερί του σε ένα μικρό κηροπήγιο κι ύστερα γύρισε και βοήθησε την Μπεατρίς να βγάλει το παλτό της.Ήταν ανήσυχος,κι ήθελε διαρκώς να της πεί κάτι,αλλά τα αλλεπάλληλα χασμουρητά της τον αποθάρρυναν.Στο τέλος το παραδέχτηκε κι η ίδια. «Δεν ξέρω τί μ’έχει πιάσει,» είπε,καταρρέοντας στο κρεβάτι της.Κι αμέσως άρχισε να ροχαλίζει. Ο Ξαβιέ απόμεινε να την κοιτάζει για λίγο με κατακόρυφα φρύδια,ώσπου δεν άντεξε,και σκύβοντας μπροστά της ψέλλισε: «Τουλάχιστον μου επιτρέπετε να βγώ για να συναντήσω την αξιό...την κυρία Νικολά,και να της μεταφέρω πως θα αργήσετε λίγο στο ραντεβού σας...» Η Μπεατρίς δεν απήντησε παρά μ’ένα συνονθύλευμα από ‘Μπρρ’ και ‘Μφφ’, κι ο Ξαβιέ,θεωρώντας πως αυτά επαρκούσαν ως έγκριση,πήρε το κηροπήγιό του και βγήκε έξω ακροποδητί.Πέρασαν δύο λεπτά.Και ξαφνικά,από το σκοτάδι της καμπίνας της,η Μπεατρίς είδε να ξεπροβάλλει ένα γαλάζιο φώς. ‘Παράξενο!’ σκέφτηκε, ‘Πώς της ήρθε να μπεί στην καμπίνα μου;Δεν ξέρει πού είναι η δική της;’ Γιατί απέναντί της,περιτριγυρισμένη απ’το γαλάζιο φώς όπως αν ήταν το σώμα της που το ανέδιδε,καθόταν η γαζέλα,επάνω στο κρεβάτι του Ξαβιέ. Καθόταν και της χαμογελούσε.Η Μπεατρίς δεν ήξερε τί να πεί,κι έτσι χαμογέλασε κι αυτή,νευρικά. ‘Τι φοβερό να μήν ξέρεις το όνομα ενός ανθρώπου-πώς να ξεκινήσεις την κουβέντα;’ Πράγματι,θα ήταν λίγο δύσκολο να αρχίσει μια φιλική συζήτηση ανάμεσά τους,αν εκείνη ξεκινούσε πρώτη,με τα λόγια: «Λοιπόν,αγαπητή μου γαζέλα…» Υπήρχαν βέβαια κι οι λύσεις των χαϊδευτικών (χρυσό μου,γλυκιά μου,καλό μου παιδί,) στα οποία η Μπεατρίς κατέφευγε συχνά,ιδίως όταν είχε να κάνει με κάποιον προμηθευτή του οποίου το όνομα δεν θυμόταν ούτε επί ποινή θανάτου,και στον οποίο ωστόσο όφειλε να κάνει τα γλυκά μάτια για να μην χάσει κανένα χαλί ή κανένα πίνακα. ‘Αλλά στην περίπτωσή μας,τί έχω να χάσω;Αυτή η κοπέλα το μόνο που ξέρει να κάνει είναι να χαμογελάει ηλιθιωδώς.’ Κι όμως την ίδια στιγμή,σαν να είχε διαβάσει την σκέψη της,η γαζέλα σηκώθηκε απ’το κρεβάτι κι άρχισε να πλησιάζει προς το μέρος της.Το γαλάζιο φώς την ακολουθούσε,δίνοντας στις κινήσεις της μιαν απόκοσμη όψη,σαν τις σκιές που αφή-
νουν τα σώματα στους πίνακες θερμογραφίας.Η Μπεατρίς τρόμαξε λίγο απ’αυτή την εικόνα,κι έκανε πίσω στο κρεβάτι της.Αλλά η γαζέλα την καθησύχασε.Σηκώνοντας το χέρι της,είπε: «Μην φοβάστε-δεν πρόκειται να σας κάνω κακό.Αντίθετα,έχω μια πρόταση για σας.Νομίζω πως έχω κάτι που θα σας ενδιαφέρει ν’αγοράσετε.» Η Μπεατρίς πρόσεξε ότι είχε προφέρει ολόκληρη αυτή την φράση δίχως να κουνά τα χείλη της,σαν εγγαστρίμυθος.Όμως αυτό που της είχε πεί,ότι δηλαδή είχε να της κάνει μιαν εμπορική πρόταση,τράβηξε με τέτοια μανία την προσοχή της,ώστε τίποτε δεν θα την εντυπωσίαζε,ακόμη κι αν η κοπέλα είχε μιλήσει μέσα από τα ρουθούνια της.Το μυαλό της άρχισε να κάνει αστραπιαίους υπολογισμούς,όχι και τόσο αθώους. ‘Για να δούμε,’ έλεγε, ‘αυτή είναι χαζή.Μπορώ να την ρίξω ίσαμε πενήντα τοις εκατό στην προμήθεια.’ Συγχρόνως προσπαθούσε να μαντέψει τί ήταν αυτό που είχε να της πουλήσει,κι αν το κουβαλούσε επάνω της.Γιατί,απ’όσο έβλεπε,η γαζέλα φορούσε ακόμη το ίδιο αποκαλυπτικό πρωινό σύνολο όπως και το πρωί,μια μεταξωτή ρόμπα,κι η μόνη αντίκα που θα μπορούσε να χωρέσει σε μια ρόμπα ήταν ίσως κάποια ταμπακιέρα,ή κάποιο κόσμημα στις τσέπες της. ‘Ελπίζω να είναι ταμπακιέρα,’ συλλογίστηκε η Μπεατρίς,που δεν κάπνιζε ποτέ της, ‘αν είναι κόσμημα,μπορεί να μπώ στον πειρασμό να το κρατήσω!’ Τότε,μην αντέχοντας άλλο την αγωνία,της είπε: «Με συγχωρείτε για την περιέργειά μου,αλλά περί τίνος πρόκειται;» Η γαζέλα είχε στο μεταξύ φτάσει ακριβώς μπροστά στο κρεβάτι της,κι είχε σταματήσει,τεντώνοντας το λυγερό της κορμί.Κι αντί για απάντηση,ύψωσε θριαμβικά τα χέρια μπροστά στο πρόσωπό της,και συγχρόνως άνοιξε το στόμα της.Ξαφνικά το γαλάζιο φώς έγινε εκτυφλωτικό,πιο δυνατό κι από χίλιους προβολείς,κι η Μπεατρίς αναγκάστηκε να σκεπάσει τα μάτια της,κοιτώντας την μέσα από μια χαραμάδα των δαχτύλων.Κι είδε την γαζέλα να χώνει τα μακριά της δάχτυλα στο φωτοβόλο στόμα της,κι από μέσα,μ’ένα άγριο τράβηγμα,να ξεριζώνει την γλώσσα της.Έπειτα έκλεισε το στόμα της,και την κράτησε μπροστά στο στήθος της.Ήταν μακριά,και μυτερή στην άκρη,σαν τη γλώσσα μερικών ζώων,και σπαρταρούσε στα χέρια της σαν να ήταν ζωντανή.Το γαλάζιο της χρώμα είχε εξασθενήσει κάπως,αλλά φαινόταν ακόμη πως αυτή ήταν η φωτεινή πηγή που την είχε τυφλώσει προηγουμένως.Η Μπεατρίς ξεσκέπασε τα μάτια της,και κοίταξε περίεργη την ακρωτηριασμένη γλώσσα.Από την μιά της άκρη έτρεχε αίμα,κι οι κινήσεις της γίνονταν ολοένα και πιο αδύναμες. «Δεν είναι υπέροχη;» ρώτησε η γαζέλα,με την φωνή της να βγαίνει και πάλι απ’το πουθενά.Το πλατύ της χαμόγελο ήταν γεμάτο αίματα,που είχαν χρώμα μώβ. «Ωραία είναι,δε λέω,» είπε η Μπεατρίς,εξετάζοντας την γλώσσα από όλες τις πλευρές, «αλλά τί είναι;Ξέρετε,δεν είναι και τόσο εύκολο να πουλήσω κάτι αν δεν μπορώ προηγουμένως να το διαφημίσω στους πελάτες μου.Κι είναι αδύνατον να διαφημίσεις κάτι χωρίς να γνωρίζεις τί είναι.» «Είναι μια νεράιδα,» είπε η γαζέλα,και σηκώνοντάς την,την φίλησε με το ματωμένο στόμα της.Έπειτα έγινε απότομα σοβαρή. «Πρέπει όμως να αποφασίσετε γρήγορα αν θα την αγοράσετε,γιατί αλλιώς κινδυνεύει να ψοφήσει.Αλλιώς,να την ξαναβάλω στο στόμα μου.Θα αγοράσετε κι εμένα,βλέπετε.Τώρα πιά,πάμε μαζί.» «Σύμφωνοι-τα αγοράζω όλα!» αναφώνησε η Μπεατρίς,κι άρχισε πανικόβλητη να ψάχνει για το πορτοφόλι της μέσα στα σκεπάσματα του κρεβατιού. ‘Αυτός ο καταραμένος Ξαβιέ φταίει για όλα,που έχει κάνει τον τόπο άνω-κάτω!Θα τον σουβλίσω!’ «Ξαβιέ!» φώναξε ανυπόμονα. «Πού έχεις βάλει το πορτοφόλι μου;» Την ίδια ώρα η πόρτα άνοιξε,κι ο Ξαβιέ μπήκε,τυλιγμένος σε χρυσόχαρτο.Έτρεξε κοντά της,και μόλις βρέθηκε δίπλα στην γαζέλα,σταμάτησε ντροπιασμένος.Στα χέρια του κρατούσε το πορτοφόλι της.Η Μπεατρίς το άρπαξε,φωνάζοντας: «Φέρ’το εδώ,Ιούδα!»,αλλά ανοίγοντάς το είδε πως ήταν άδειο.Τρελλή από οργή,φώναξε:
«Τα λεφτά μου!Πού πήγαν τα λεφτά μου;» «Δεν φταίω εγώ,κυρία,» είπε εκείνος,με χαμηλωμένα μάτια, «οι πραλίνες ήταν πολύ ακριβές-έδωσα ό,τι είχαμε και δεν είχαμε.» «Πώως;» ούρλιαξε η Μπεατρίς. «Και τώρα τί θα κάνουμε;Πώς θα αγοράσουμε τη νεράιδα;Τρισκατάρατε,και θα πετύχαινα κελεπούρι!» Αλλά ο Ξαβιέ,με πρωτοφανές θράσος,την είχε αρπάξει από τους ώμους,και την ταρακουνούσε,ψιθυρίζοντας: «Κυρία,κυρία,αυτό που συμβαίνει είναι τρομερό!» «Ε-έμ;Και βέβαια!Και βέβαια είναι τρομερό!» αναφώνησε η Μπεατρίς,ανοίγοντας τα μάτια. «Αφού έχεις πάρει όρκο να μη μ’αφήσεις να κάνω μια καλή αγορά, ανεπρόκοπε!Ορίστε,πάλι πήγες κι έδωσες όλα τα λεφτά μας για σοκολατάκια!» Καθώς όμως έτριβε τα μάτια της,σκουπίζοντας ένα ρυάκι σάλιου απ’το πηγούνι της,η Μπεατρίς πρόσεξε πως το γαλάζιο φώς είχε χαθεί,κι ότι μπροστά της βρισκόταν μονάχα ο Ξαβιέ,με τον τρόμο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του. «Τί συμβαίνει;» ρώτησε ξαφνιασμένη,παίρνοντας το κερί από το χέρι του. «Πού είναι η γαζέλα με τη νεράιδα της;» Εκείνος γούρλωσε τα μάτια με φόβο,και τραύλισε: «Σα...σας επισκέφτηκαν οι νεράιδες,κ-κ-κυρία;» «Οι νεράιδες;Ποιές νεράιδες;» είπε η Μπεατρίς,κι έκλεισε τα μάτια μ’ένα μορφασμό πόνου.Η πραγματικότητα επανερχόταν,λίγο-λίγο,αλλά ο Ξαβιέ δεν βοηθούσε και πολύ την κατάσταση. «Ποιές νεράιδες,βρε χαμένε;Κοιμόμουν,αυτό είναι όλο!» είπε αποφασιστικά,και πρόσθεσε: «Εσύ όμως τί δουλειά έχεις εδώ;Γιατί με καταδιώκεις στον ύπνο και στον ξύπνιο μου;» «Ω,κυρία,είναι φοβερό αυτό που συμβαίνει!» είπε ξεψυχισμένα εκείνος,και παραβαίνοντας για πρώτη φορά στην καριέρα του την απαράβατη κοινωνική αύρα που τον χώριζε απ’το αφεντικό του,πλησίασε σε απόσταση αναπνοής από το πρόσωπο της Μπεατρίς.Τα μάτια του ήταν γεμάτα με σπασμένες φλεβίτσες. «Η κυρία!» ψέλλισε, «Η αξιότιμη φίλη σας!Η κυρία Νικολά!» «Τί είναι;Τί συμβαίνει;» ρώτησε τρομαγμένη η Μπεατρίς. «Έπαθε τίποτα;» «Χειρότερο,κυρία-νομίζω ότι όλα είναι δική της δουλειά!» Μέσα στο επόμενο λεπτό,ο Ξαβιέ είχε ξεράσει όλη την αλήθεια στο αυτί της Μπεατρίς,υποβοηθούμενος από τις απανωτές απειλές απόλυσης ή ισόβιου περιορισμού στην αντικερί.Τα πράγματα είχαν συμβεί έτσι: Μόλις την είχε αφήσει στην καμπίνα,είχε σκεφτεί να ανέβει στο σαλόνι,για να περιμένει εκεί την φίλη της.Έτσι κι έκανε.Όταν όμως πέρασαν τριάντα δευτερόλεπτα και κανείς δεν φάνηκε,θεώρησε πως κάτι τρομερό είχε γίνει,και κατέβηκε για να επιθεωρήσει διακριτικά.Χτύπησε την πόρτα της Καρολίν,αλλά δεν πήρε απάντηση. Προσπάθησε μάλιστα να την ανοίξει,και την βρήκε κλειδωμένη.Και τότε,απ’την πρώτη καμπίνα,εκείνη που βρισκόταν πιο κοντά στη σκάλα,άκουσε θόρυβο,σαν από πολλούς ανθρώπους που ψιθυρίζουν ταυτόχρονα.Σβήνοντας το κερί,πλησίασε και στάθηκε μπροστά στην πόρτα.Ήταν η καμπίνα της Ροζαλί,όπως έγραφε η ετικέττα.Αν και δεν το είχε ξανακάνει ποτέ στη ζωή του («Αυτό αν θέλω το πιστεύω»,είχε πεί η Μπεατρίς) έσκυψε μπροστά στην κλειδαρότρυπα και κοίταξε μέσα.Κι αυτό που είδε,ήταν τρομερό: Καθισμένη ανάμεσα στον Φιλίπ,τον Μαουρίτσιο και την Αραμπέλλα,ήταν η φίλη της,ντυμένη μ’ένα μαύρο φόρεμα.Μάλιστα στην αρχή νόμισε ότι επρόκειτο για την Ροζαλί,γιατί φορούσε ένα πυκνό βέλο.Έπειτα όμως αναρωτήθηκε για ποιό λόγο η Ροζαλί θα δοκίμαζε ένα βέλο,και μάλιστα υπό την εποπτεία τριών ανθρώπων,και τότε εκείνη σήκωσε το βέλο κι είδε ότι δεν ήταν η Ροζαλί αλλά η Καρολίν,κι ότι μιλούσε με τους άλλους αυστηρά και τους έλεγε πως έπρεπε να είναι προσεκτικοί κι ύστερα ρώτησε τον Φιλίπ αν ήταν σίγουρος πως όλα αυτά δεν ήταν καμμιά βρωμοδουλειά
του θείου του για να τους χαλάσει το σχέδιο κι εκείνος είπε όχι και τότε ο Ξαβιέ άκουσε ένα τρίξιμο πίσω του κι ήρθε τρέχοντας στην καμπίνα για να της τα πεί όλα. «Ωραία,και τί σημαίνουν όλα αυτά;» ρώτησε η Μπεατρίς μόλις ο Ξαβιέ τελείωσε την ξέπνοη αφήγησή του. «Μα,είναι προφανές,κυρία,» είπε εκείνος. «Η φίλη σας παίζει κάποιου είδους διπλό παιχνίδι.Γι’αυτό σας έλεγε κι όλα αυτά για τα αστυνομικά.Θέλει να σας παραπλανήσει.» Ήταν τόσο ταραγμένος,που κατάπινε δυό φορές μετά από κάθε πρόταση. «Ξαβιέ,είσαι με τα καλά σου;» ρώτησε πάλι,πασχίζοντας να ακουστεί αυστηρή και ψύχραιμη.Η αλήθεια ήταν πως αυτό που της περιέγραφε δεν ήταν καθόλου μα καθόλου ευχάριστο,αλλά έπρεπε να διατηρήσουν μια πατίνα λογικής. «Και πρώτα απ’όλα,θά’πρεπε να ξέρεις πως η Καρολίν ήρθε σ’αυτό το ταξίδι μετά από μεγάλη πίεση.Ολόκληρη συνωμοσία στήθηκε για να την φέρουν εδώ.Και τώρα μου λές ότι τα οργάνωσε όλα εκείνη;Αδύνατον!» «Και τότε γιατί μιλούσε με τους άλλους,κυρία;Και γιατί κλείστηκε στο δωμάτιό τους,για να προβάρει ρούχα;Κι αυτά που έλεγε για το σχέδιό τους;» «Ναι,δεν λέω,όλα αυτά είναι ανησυχητικά,» είπε η Μπεατρίς,σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος της.Έπειτα τον κοίταξε καχύποπτα. «Είσαι σίγουρος πως δεν τα φαντάστηκες απ’την ταραχή σου,όσα μου λές;» «Απόλυτα σίγουρος,κυρία.Ελάτε,ελάτε μαζί μου,να δείτε κι εσείς.Είναι ακόμα εκεί μέσα,δεν άκουσα πόρτα ν’ανοίγει.Ελάτε,πάμε να την δείτε και με τα μάτια σας.» Η Μπεατρίς,αν και φοβόταν,σκόπευε πράγματι να δεί,όμως έπρεπε να φέρει κάποιες αντιρρήσεις για λόγους ευπρέπειας. «Για ποιά με πέρασες,Ξαβιέ;Αυτά τα πράγματα δεν είναι του χαρακτήρα μου. Απορώ μαζί σου.» Κι όμως,όση ώρα τα έλεγε όλα αυτά,είχε σηκωθεί,κι είχε κοντοσταθεί δίπλα στην πόρτα.Την ίδια στιγμή,απ’εξω ακούστηκε ν’ανοίγει μια άλλη πόρτα,και βαριά βήματα ήχησαν στο διάδρομο.Γουρλώνοντας τα μάτια,η Μπεατρίς κι ο Ξαβιέ κόλλησαν στον τοίχο κι αφουγκράστηκαν την σιωπή. «Ορίστε,» ψιθύρισε εκείνη, «ευτυχώς που δεν σ’άκουσα.Θα μας έπιαναν στα πράσα και θα γινόμασταν ρεζίλι δίχως λόγο.» Όμως την ίδια στιγμή,απ’έξω ακούστηκε η ξερή φωνή του Ζαφέτ,που χτυπούσε με δύναμη μια πόρτα,φωνάζοντας. «Άνοιξε!Μ’ακούς τί σου λέω,που να πάρει;Άνοιξέ μου αμέσως!» Δεν χρειαζόταν και μεγάλη φαντασία για να υποθέσει σε ποιανού την πόρτα χτυπούσε.Μετά από μερικές στιγμές σιγής,άρχισε να χτυπάει και πάλι. «Μαριάν,άνοιξε,δεν είναι σοβαρά πράγματα αυτά!» Ακούγοντας το άγνωστο όνομα,η Μπεατρίς αντάλλαξε ένα βλέμμα απορίας με τον Ξαβιέ,αλλά συνέδεσε γρήγορα το λογικό κενό.Στο κάτω-κάτω,η γαζέλα είχε βαφτιστεί σε εκκλησία,κι όχι σε σαβάννα. Στο μεταξύ ο Ξαβιέ συνέχιζε να χτυπάει,κι ήταν έτοιμος να ξαναφωνάξει,όταν από μέσα ακούστηκε για πρώτη φορά η τσιριχτή φωνή της γαζέλας.Ήταν σχεδόν αγνώριστη απ’τους λυγμούς που την έπνιγαν,ωστόσο στο βάθος υπήρχε η γνώριμη, ανεγκέφαλη υστερία της. «Όχι!Δεν έχω όρεξη!Φύγε!Φύγε!» Ο Ζαφέτ απάντησε στις φωνές της με νέα χτυπήματα,όμως εκείνη συνέχισε να τσιρίζει,στον ίδιο ακατάληπτο τόνο,κι έπειτα από λίγο τα βαριά βήματα ακούστηκαν και πάλι,συνοδευόμενα από βρισιές και μια πόρτα που βρόντηξε.Η Μπεατρίς έμεινε ακίνητη για λίγο,κι αναλογίστηκε τί είχε μεσολαβήσει στο διάστημα από την συζήτησή της με την Καρολίν μέχρι τώρα,που είχε φέρει την γαζέλα-Μαριάν σ’αυτή την οιτρή κατάσταση. ‘Βέβαια,όταν δεν κουβαλάς και πολύ μυαλό μαζί σου,δεν είναι δύσκολο να καταρρεύσεις,’ σκέφτηκε.Πράγματι,το πιθανότερο ήταν πως η ερωμένη του Ζαφέτ είχε δεχτεί όλη αυτή την ώρα κάποιαν επίθεση απ’τον υπέργηρο επιβήτορά
της,κι είτε επειδή ήταν φοβισμένη,είτε επειδή δεν είχε διάθεση για αναπαραγωγή κι έψαχνε για προφάσεις,κατελήφθη από υστερία,γνήσια ή τεχνητή.Δεν είναι δύσκολο άλλωστε να παριστάνεις ότι κλαίς τσιρίζοντας.Ωστόσο εκείνο που εκκρεμούσε να εξακριβωθεί ήταν η απίστευτη ιστορία που της είχε πεί ο Ξαβιέ.Κι εκείνος,σαν να μάντευε τη σκέψη της,μόλις ο διάδρομος βυθίστηκε και πάλι στη σιωπή,άνοιξε την πόρτα σιγά,και βγήκε έξω,γνέφοντάς της να τον ακολουθήσει. ‘Αποκλείεται!’ έγνεψε με τα μάτια η Μπεατρίς,κι έπειτα συνοφρυώθηκε με όλη της τη δύναμη για να πετύχει την γκριμάτσα: ‘Έλα εδώ αμέσως!’ Αλλά ο Ξαβιέ ήδη βάδιζε στις μύτες των ποδιών και σε λίγο είχε χαθεί στα δεξιά της πόρτας,μαζί με την φλόγα του κεριού του.Μην ξέροντας τί άλλο να κάνει,η Μπεατρίς τον ακολούθησε.Η καρδιά της χτυπούσε σαν ταμπούρλο.Δεν ήταν προετοιμασμένη για μια τόσο συνταρακτική τροπή της υπόθεσης.Αν η Καρολίν,ο μοναδικός άνθρωπος που εμπιστευόταν,το μοναδικό της εχέγγυο ότι θα επέστρεφε ζωντανή,αποδεικνύονταν μπλεγμένη σε κάποια σκευωρία,τί θα έκανε;Και τώρα μπροστά της στεκόταν ο Ξαβιέ,κάνοντάς της νοήματα να σκύψει μπροστά στην τρύπα του κουτιού της Πανδώρας.Με τα γόνατά της να τρέμουν,η Μπεατρίς ενέδωσε στην περιέργεια,κι έσκυψε. Η όραση κι η ακοή της χρειάστηκαν μερικά δευτερόλεπτα για να συνηθίσουν στην χαμηλή ένταση των ερεθισμάτων.Πρώτα άκουσε μια φωνή που έλεγε: «Τώρα θα δοκιμάσουμε και τη φωνή,εντάξει;» Ήταν μια χαμηλή,γυναικεία φωνή,που ανήκε ένας Θεός ξέρει σε ποιόν.Και τότε,κάποιος καθάρισε τον λαιμό του,κι η φωνή της φίλης της ακούστηκε από μέσα, να λέει: «Λοιπόν,πώς σας φαίνεται αυτό;Καλό δεν είναι;Μοιάζει,δεν μπορείς να πείς!» Σ’αυτό το σημείο άρχισε να διακρίνει τις μορφές που κινούνταν ανάμεσα στα κεριά.Η μιά ανήκε όντως στην Αραμπέλλα,που κάθε λίγο έκρυβε με την σιλουέττα της την κλειδαρότρυπα.Τώρα είχε σταθεί στο πλάι της μαυροντυμένης Καρολίν,κι έλεγε με την χαρακτηριστική της άρθρωση: «Εντάξει,εντάξει,δεν χρειάζεται παραπάνω.Δεν θα βγάλεις και λόγο.Εξάλλου,οι πιο πολλοί δεν θα σε έχουν ακούσει ποτέ να μιλάς,έτσι δεν είναι;» «Έτσι,έτσι,» είπε μια αντρική φωνή,κι η Μπεατρίς είδε τον Φιλίπ,στον οποίο ανήκε και το σχόλιο.Ένοιωσε ένα μικρό κομμάτι της καρδιάς της να σπάζει.Γιατί ο Φιλίπ κρατούσε ένα μεγάλο κηροπήγιο με τουλάχιστον εφτά κεριά,απ’όπου ερχόταν και το περισσότερο φώς.Άρα,τους είχε πεί ψέμματα.Τώρα έβλεπε και την Καρολίν, καθισμένη σ’ένα πούφ,με τα άσπρα της μαλλιά,τα γυαλιά,και την μακριά πίπα. «Ωραία,και τώρα βγάλ’τα,πριν έρθει κανείς και μας δεί,» είπε μια άλλη φωνή, που η Μπεατρίς απέδωσε στον Μαουρίτσιο,έστω κι αν δεν μπορούσε να τον δεί. ‘Αλλά τί εννοεί;’ αναρωτήθηκε. ‘Να βγάλει τί;Κι έπειτα,πού είναι η αφεντικίνα του,που τον προσέχει όλη την ώρα;Κι η Καρολίν;Τί κάνει ανάμεσά τους,ντυμένη μ’αυτά τα ρούχα;’ Τότε,καθώς έσκυβε και πάλι,άκουσε το ίδιο χαμηλόφωνο ψίθυρο όπως και στην αρχή,κι αυτή τη φορά της φάνηκε πως τον αναγνώριζε.Ανήκε στην Ροζαλί,που μάλλον ήταν κι αυτή κάπου εκεί μέσα,κρυμμένη δίπλα στο τεκνό της. «Μη λές ανοησίες,αγόρι μου,» είπε, «οι μόνοι εδώ μέσα που δεν ξέρουν τίποτα, είναι αυτό το βώδι,η αδερφή σου,και φυσικά,τα κοτοπουλάκια μας!» Κι άφησε ένα ανατριχιαστικό γέλιο.Ο Φιλίπ είχε σκύψει δίπλα στην Καρολίν,και την βοηθούσε με κάτι που φορούσε.Παίρνοντας ένα τελευταίο ρίσκο,η Μπεατρίς έφερε το κερί της κοντά στην κλειδαρότρυπα,και κόλλησε δίπλα το μάτι της. ‘Ελπίζω τα μαλλιά μου να μην είναι εύφλεκτα,τώρα που δεν τα βάφω,’ ήταν η τελευταία σκέψη που έκανε,και ξαφνικά ένοιωσε το κορμί της να παγώνει από τρόμο. Απέναντί της,σκυμμένος στο ύψος της κλειδαρότρυπας,ο Φιλίπ της έγνεφε. Στην αρχή ανοιγόκλεισε τα μάτια για να σιγουρευτεί.Όμως δεν είχε κάνει λάθος.Όση ώρα τα χέρια του ασχολούνταν με το κεφάλι της φιλενάδας της,εκείνος είχε στρέψει
το κεφάλι του προς την πόρτα,και σαν να ήταν σίγουρος ότι κάποιος παραμόνευε απ’ έξω,έκλεινε το μάτι,έστελνε φιλιά στον αέρα,κι έγλειφε πρόστυχα τα χείλη του.Κι η Μπεατρίς,που φυσικά εξακολουθούσε να πάσχει απ’την αφελή φαντασίωση ότι ο Φιλίπ κατά βάθος την ποθούσε,ένοιωσε βέβαιη πως όλοι αυτοί οι μορφασμοί απευθύνονταν όχι σε κάποιον τυχαίο ματάκια,αλλά σ’εκείνη την ίδια. ‘Ξέρει ότι τον βλέπω! Θεέ μου,μας κατάλαβε!’ σκέφτηκε πανικόβλητη,κι έκανε να τραβηχτεί πίσω.Αλλά την ίδια στιγμή η φωνή της Ροζαλί ακούστηκε και πάλι,αυτή τη φορά απ’το κέντρο του δωματίου,δίπλα ακριβώς στον Φιλίπ,να λέει: «Βγάλε επιτέλους αυτό το πράγμα απ’το κεφάλι μου!Κοντεύω να τρελλαθώ από τη φαγούρα!» Και παρά τις χίλιες φωνές μες στο κεφάλι της που στρίγγλιζαν να σηκωθεί,να πάρει τον Ξαβιέ παραμάσχαλα και να κλειδωθεί στην καμπίνα της,η Μπεατρίς έσκυψε και πάλι μπροστά στην κλειδαρότρυπα.Μέσα,η φρίκη είχε κορυφωθεί.Η Καρολίν,η γριούλα που νόμιζε για φίλη της,είχε βγάλει τα άσπρα της μαλλιά,που δεν ήταν παρά μια περούκα,κι είχε απομείνει με τα φυσικά,ρόζ μαλλιά της. ‘Όμως ρόζ;Γιατί ρόζ;Πού το έχω ξαναδεί αυτό;’ αναρωτήθηκε,αλληθωρίζοντας απ’την προσπάθεια να θυμηθεί.Ενώ λοιπόν η απάντηση του αινίγματος άρχιζε σιγά-σιγά ν’αχνοφαίνεται μέσα στο μυαλό της,από πίσω της άκουσε τη φωνή της Καρολίν,που έλεγε: «Τί κάνεις εκεί κάτω,χρυσό μου;Χέζεις;» Η Μπεατρίς τινάχτηκε όρθια,κι είδε τον Ξαβιέ,αλλά και το θέαμα που κοιτούσε έντρομος.Γιατί μπροστά τους,φορώντας το ίδιο λαχανί σύνολο με πρίν,στεκόταν η Καρολίν,με σάρκα και οστά,με το καλάθι της γάτας στο δεξί της χέρι κι ένα βλέμμα γεμάτο ειλικρινή απορία.Καθώς μάλιστα ελάχιστοι άνθρωποι στον κόσμο κατέχουν το τέχνασμα του πώς να βρίσκονται συγχρόνως κι απ’τις δυό πλευρές μιας κλειστής πόρτας με διαφορετικά ρούχα και μαλλιά,θα ήταν απόλυτα λογικό να υποθέσει πως η κυρία στο δωμάτιο της Ροζαλί με τα ρόζ μαλλιά ήταν η Ροζαλί,κι ότι αυτή που στεκόταν μπροστά της ήταν η αληθινή Καρολίν,όμως επειδή η Μπεατρίς ήταν υπερβολικά τρομαγμένη για να σκεφτεί λογικά,άρπαξε τον Ξαβιέ από το χέρι,κι άρχισε να ανεβαίνει τη σκάλα,φωνάζοντας: «Α-α-α-α-α-α-α-α-αααααα!» μέσ’απ’τα χείλη της. Η Καρολίν τους πρόφτασε ύστερα από ένα περίπου λεπτό,στο σαλόνι.Η Μπεατρίς ήταν κάθιδρη και κάτωχρη,σωριασμένη σε μια πολυθρόνα,με τον Ξαβιέ να της κάνει αέρα μ’ένα ανοιχτό βιβλίο.Μόλις μπήκε μέσα και τους είδε,η Καρολίν δεν κατάφερε να κρύψει ένα χαμόγελο.Πλησιάζοντας,έδωσε στην Μπεατρίς το μπαστούνι της,λέγοντας: «Ξέχασες αυτό,χρυσό μου.» Έπειτα κάθισε απέναντί της,απόθεσε το καλάθι με την κοιμισμένη Βαλεριάνα πάνω σ’ένα ανάκλιντρο,κι ανάβοντας ένα τσιγάρο,το στερέωσε στην άκρης της πίπας της.Η θέα της μακριάς πίπας ξύπνησε στο μυαλό της Μπεατρίς όσα είχε μόλις δεί,και προσπαθώντας να τα συνδέσει αυτόματα σε μιαν εκδοχή που να ακούγεται λογική,είπε στη φίλη της. «Αγαπητή μου...νόμιζα πως ήσουν κάτω-θέλω να πώ,στο δωμάτιο της Ροζαλί,με την Αραμπέλλα,τον Μαουρίτσιο και τον Φιλίπ.» «Ποτέ δεν θα έμπαινα στο δωμάτιο της Ροζαλί,» είπε ατάραχη εκείνη. «Τουλάχιστον όχι αν δεν ταξίδευα για Ινδία,ώστε να έχω κάνει προηγουμένως μερικά από τα απαραίτητα εμβόλια!Κι όσο για όλους αυτούς,είσαι σίγουρη πως χωράνε συγχρόνως στην ίδια καμπίνα με την Αραμπέλλα;» «Κι όμως,κι όμως,χωράνε!Τους είδα με τα μάτια μου!Και μάλιστα κάτι λέγανε,και τότε εσύ μίλησες,αλλά είπαν πως δεν χρειάζεται,γιατί οι πιο πολλοί δεν σε έχουν ακούσει να μιλάς,όμως μετά εσύ έβγαλες την περούκα,και κατάλαβα ότι ήταν η Ροζαλί με άσπρα μαλλιά,ενώ τα δικά της είναι ρόζ,έτσι δεν είναι;»
«Όχι χρυσό μου,τα μαλλιά της Ροζαλί είναι άσπρα,» την διόρθωσε η Καρολίν, κάνοντάς την να τα χάσει για λίγο.Κι ύστερα πρόσθεσε: «Η μπογιά με την οποία τα βάφει είναι ρόζ.» Η Μπεατρίς την κοίταξε απελπισμένη,κι έπειτα,σε μια τελευταία απόπειρα να δείξει πόσο δραματικά ήσαν αυτά που συνέβαιναν,άφησε τις σκέψεις της να ξεχυθούν σε μια μεγάλη,ασυνάρτητη φράση: «Το θέμα είναι ότι κι ο Φιλίπ μας κάνει πλάκα γιατί έχει ένα σωρό κεριά,κι έπειτα κάτι λέγανε για κοτόπουλα και νομίζω ότι εννοούσαν εμάς,κι αν δείς την Ροζαλί-ω Θεέ μου,είναι φριχτό!-έχει φορέσει άσπρα μαλλιά,αραιά σαν τα δικά σου,και κρατάει ίδια γυαλιά μ’αυτά που έχεις,κι η φωνή της μοιάζει τόσο πολύ με την δική σου έτσι που την κάνει,που όλη θα την περάσουνε για σένα!Αυτό είναι!» Η Καρολίν πήρε μια βαθιά ρουφηξιά απ’το τσιγάρο της κι ύστερα την κάρφωσε με το βλέμμα,σηκώνοντας τα φρύδια. «Κατ’αρχήν δεν ξέρω πώς να εκλάβω το σχόλιο για τα μαλλιά μου,ή για το ότι βρίσκεις την μεταφίεση της Ροζαλί σε μένα φριχτή,» είπε μ’ένα χαμόγελο που έκανε την Μπεατρίς να πεθάνει από ντροπή, «αλλά υποθέτω πως έχεις δίκιο.Βέβαια, αδυνατώ να καταλάβω για ποιό λόγο η Ροζαλί θα επιθυμούσε αυτή την μεταμφίεση.» «Μα...μα...για να την μπερδέψουν μαζί σου!» τραύλισε η Μπεατρίς. «Ποιοί;Ποιοί να την μπερδέψουν μαζί μου;» «Αυτοί που θα έρθουν!» Ήταν τόσο σαστισμένη,που δεν καταλάβαινε απόλυτα τί εννοούσε.Ίσως το ενδεχόμενο να ήταν πολύ φριχτό,πάντως για πρώτη φορά η Καρολίν έγνεψε καταφατικά. «Τώρα λοιπόν έρχεσαι στα λόγια μου.Πιστεύεις κι εσύ πως δεν είμαστε μόνο εμείς εδώ πάνω,έτσι δεν είναι;» Η Μπεατρίς δεν ήξερε τί να πεί. «Γιατί αλλιώς,ειλικρινά δεν μπορώ να καταλάβω ποιός ήταν ο σκοπός που μπήκαν στο δωμάτιό μου.» «Μπήκαν στο δωμάτιό σου/σας;» είπαν με μια φωνή αφεντικό και υπηρέτης, που είχε πλησιάσει σε απόσταση κοινωνικώς επιλήψιμη. «Πότε;Γιατί;» «Μα δεν μ’άφησες-αυτό ήθελα να σου πώ και κάτω.Θυμάσαι γιατί κατέβηκα πριν λίγο-για να πάρω την Βαλεριάνα.Περνώντας απ’το διάδρομο μάλιστα,άκουσα την δεσποινίδα του Ζαφέτ να κλαίει γοερά στην καμπίνα της,κι υπέθεσα πως η όλη κατάσταση,ή και κάποιο ξαφνικό καυγαδάκι με τον ιππότη της την είχε καταβάλλει,έτσι που είχε ξεχάσει την γάτα μου εντελώς.Ίσως και να είχα αφήσει την πόρτα μου κλειδωμένη,σκέφτηκα,και γι’αυτό δεν μπορούσε να μπεί ούτως ή άλλως.Όταν όμως έφτασα στα έγκατα της γής που μας έχουν παραχωμένες,για πρώτη φορά τα χρειάστηκα,αγαπητή μου Ζενεβιέβ!» Στο σημείο αυτό ρούφηξε το τσιγάρο της με τόσο πάθος,που η Μπεατρίς νόμισε ότι θα το εξαφάνιζε τελείως. «Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη. Μπήκα μέσα τρέμοντας,κι όταν αντίκρυσα το εσωτερικό της καμπίνας μου,λίγο έλειψε να βάλω τις φωνές.Όλα ήταν αναποδογυρισμένα!Οι βαλίτσες μου άδειες στο πάτωμα,το στρώμα βγαλμένο απ’το κρεβάτι μου,τα ρούχα μου άνω-κάτω.Αυτός που είχε μπεί δεν είχε αφήσει τίποτε όρθιο.Οι μπιζουτιέρες,οι καπελιέρες μου,όλα,είχαν ανοιχτεί κι είχαν ψαχτεί βιαστικά.Ευτυχώς που δεν έκαναν κακό στο μωρό μου,γιατί θα τους έπνιγα,τους αλήτες!» πρόσθεσε,χαϊδεύοντας με το λευκό της γάντι το κεφα-λάκι της υπναρούς Βαλεριάνας. «Το χρυσό μου,ούτε που κατάλαβε τί έγινε!» Παίρ-νοντας ξανά το αρχικό ύφος,γύρισε στην Μπεατρίς. «Όπως καταλαβαίνεις,αυτό δεν μπορεί να έγινε παρά όση ώρα είχαμε απομείνει οι τρείς μας,να συζητάμε εδώ-απο-κλείεται άλλωστε η μικρή γαζέλα να έκανε τόση ζημιά από μόνη της,μέσα σε τόσο λίγο χρόνο.Το πιο πιθανό είναι ότι δεν θα ήξερε τί να ψάξει,ακόμη κι αν της το ζητούσαν.Ακόμη,αποκλείω κι όλους όσους ήσαν εδώ πάνω μαζί μας το πρωί,μετά την ανακάλυψη του νεκρού.» Η Μπεατρίς έριξε μια ματιά προς την σορό του Γκαστόν,η οποία συνέχιζε τον αιώνιο ύπνο της.Έτσι που ήταν σκεπασμένη με το άσπρο πανί,έ-
μοιαζε λίγο με την Βαλεριάνα. «Θα ήταν παρακινδυνευμένο,» συνέχισε η Καρολίν, «αν κάποιος κατέβαινε κάτω,όση ώρα είμασταν όλοι μαζεμένοι,κι έκανε την καμπίνα μου φύλλο και φτερό.Οι υποψίες θα βαραίναν αμέσως εκείνον.Ο Φιλίπ βέβαια έφυγε σε κάποια στιγμή,νομίζω για να ελέγξει τη γεννήτρια,αλλά δεν έλειψε αρκετό χρόνο. Τέτοιο χάλι χρειάζεται ώρες για να γίνει.Επομένως,κι αν αποκλείσουμε τον Αιδεσιμώτατο Πίκμαν που μάλλον δεν έχει και πολλήν φαιά ουσία στο οινοπνευματώδες ζουμί όπου κολυμπά ο εγκέφαλός του,ο μόνος που μας απομένει είναι ο δόκτωρ Βάις. Εκτός κι αν,όπως λές,πρόκειται για κάποιον άλλο,κάποιον ξένο...» Η Μπεατρίς ανατρίχιασε.Δεν είχε πεί κάτι τέτοιο,ή μήπως το είχε πεί; «Ο Ζαφέτ;» είπε,κι αμέσως,φοβισμένη,επανέλαβε το όνομά του χαμηλόφωνα: «Ο Ζαφέτ;Εκείνος έφυγε απ’τους πρώτους,μαζί με την Ροζαλί.Δεν θα μπορούσε να είναι δική τους δουλειά;Εξάλλου εκείνη λέει πως είναι κι αυτός μέσα στο σχέδιο.» «Δεν ξέρω...» είπε η Καρολίν,κι έσβησε το τσιγάρο.Φαινόταν προβληματισμένη. «Για κάποιο λόγο,ο Ζαφέτ δεν μου φαίνεται ικανός να προκαλέσει έναν τέτοιο κυκεώνα.Το είδος του απατεώνα στο οποίο ανήκει δεν αρέσει να λερώνει τα χέρια του.Ειλικρινά,γι’αυτό και τον έχω απορρίψει ως ένοχο για τον θάνατο του Γκαστόν. Δεν θα ήθελε να βραχεί!Και για να σοβαρευτώ,ακόμη κι η Ροζαλί,που είναι αρκετά λυσσασμένη,δεν θα είχε λόγο να το κάνει.Τί θα μπορούσε να ψάχνει;» «Αν έψαχνε για το διαμάντι;» ρώτησε με μια δειλή φωνή ο Ξαβιέ. «Ναι!» φώναξε η Μπεατρίς,φέρνοντας ένα χαμόγελο τρελλής ευτυχίας στα χείλη του Ξαβιέ. «Αυτό είναι!Αν έψαχναν για το διαμάντι;Θυμάσαι ότι ο Ζαφέτ είχε πεί στον ιερέα ότι-» Αλλά η Καρολίν την έκανε να σταματήσει μ’ένα νεύμα. «Λυπάμαι που θα σας απογοητεύσω,καλά μου παιδιά,» τους είπε, «όμως οι κοσμηματοθήκες μου εξακολουθούν να είναι άθικτες.Νομίζω πως όποιος πέρασε από την καμπίνα μου αναζητούσε κάτι πιο σημαντικό απ’αυτό το ανόητο διαμάντι,που έτσι κι αλλιώς έχω δεσμευτεί να βγάλω στο σφυρί.Όχι,όχι...πρέπει να σκεφτούμε τί σημαίνει αυτή η μασκαράτα που είδες...γιατί,απ’ό,τι μου λές,η Ροζαλί κι οι υπόλοιποι αναφέρονταν σε κάποιους άλλους,σχολιάζοντας το κατά πόσο θα με είχαν δεί ή ακούσει...ίσως λοιπόν να μην πρόκειται για τρίτους,για επιπλέον κακοποιούς.Έχουμε άλλωστε μπόλικους από δαύτους ήδη πάνω στο καράβι!» πρόσθεσε γελώντας. «Όχι, αν μιλούσε όπως εγώ και προσπαθούσε να με μιμηθεί,ήταν για να μπορεί να το επαναλάβει μπροστά σε κάποιους που θα με περίμεναν,όπως λόγου χάρη-» «-τους σωματοφύλακές σου!» συμπλήρωσε με τρόμο η Μπεατρίς. «Πιθανόν,» είπε η Καρολίν. «Όμως όλοι αυτοί είναι άνθρωποι που με γνωρίζουν πολύ καλά,από χρόνια,με κάθε λεπτομέρεια.Θα ήταν μάταιο να προσπαθήσουν να τους ξεγελάσουν με κόλπα σαν κι αυτά που βγάζει ο Φιλίπ απ’τα μανίκια του...» «Ο Φιλίπ!» είπε ξαφνικά η Μπεατρίς,και πέφτοντας πίσω στην πολυθρόνα της,σκέπασε το στόμα με τα χέρια της.Είχε ύφος κεραυνοβολημένου. «Τί συμβαίνει,καλή μου Ζενεβιέβ;Τί έκανε ο Φιλίπ;» «Με είδε!» είπε ξέπνοα εκείνη. «Την ώρα που κοιτούσα απ’την κλειδαρότρυπα,γύρισε και με είδε!» «Μα...μα...για στάσου!» είπε η Καρολίν γελώντας.Αλλά φαινόταν ανήσυχη. «Δεν μπορεί να σε είδε!Πώς σε είδε;Μπορείς να δείς κάποιον απ’την κλειδαρότρυπα μόνο όταν είσαι κολλημένος επάνω της-ποτέ το αντίθετο!» «Κι όμως!Κι όμως!Κάποια στιγμή,γύρισε το βλέμμα του,κι άρχισε να μου γνέφει,να κάνει χειρονομίες προς το μέρος μου,σαν να ήξερε ότι υπήρχε κάποιος πίσω από την πόρτα!» Πλημμυρισμένη από φόβο,έσκυψε κι έπιασε τα χέρια της Καρολίν. «Χριστέ μου,τί θα κάνουμε τώρα;Τί θα μας κάνουν;» «Ψυχραιμία!Και βλέπω ότι δεν φοράς τα γάντια σου!» είπε,μαλώνοντάς την παιχνιδιάρικα για να την ηρεμήσει.Η Μπεατρίς γέλασε,τα έβγαλε από την τσέπη της
και τα φόρεσε. «Και τώρα που έχεις ζεστά χέρια,προσπάθησε να σκεφτείς λογικά,όπως λέγαμε πριν.Ακόμη κι αν ξέρει ότι τον έχουμε δεί,στην ουσία δεν ξέρουμε τί ακριβώς έκανε,αυτός κι όλοι οι άλλοι που γνωρίζουν γι’αυτό το περίφημο σχέδιο.» «Ούτε η Σαλομέ ξέρει.Άκουσα που το λέγανε.» «Ναί,έ;» είπε μ’ένα πονηρό χαμόγελο η Καρολίν, «Για φαντάσου!Τέλοσπάντων,το σημαντικό είναι ότι έχουν δίκιο-εμείς οι δυό,δεν ξέρουμε τίποτε!Έτσι δεν είναι,αγαπητή μου Ζενεβιέβ;» Η Μπεατρίς χαμογέλασε με μια παιδική κατάφαση. «Εγώ δεν είμαι παρά μια ξεμωραμένη γριά που πηγαίνει σε μια δημοπρασία,κι εσύ η φίλη της που την συνοδεύει!Ας παίξουμε λοιπόν τους ρόλους μας στην εντέλεια!Αν ο Φιλίπ ή οποιοσδήποτε άλλος προσπαθήσει να δεί τί ξέρουμε,δεν θα φοβηθούμε,έτσι; Θα προτείνουμε την άγνοιά μας,και θα του χαμογελάσουμε!» ‘Αυτό δεν θα είναι και τόσο δύσκολο,’ σκέφτηκε η Μπεατρίς με μια δόση ενοχής.Στο κάτω-κάτω,ήταν ανόητο να ανησυχεί για τον Φιλίπ.Δεν θα μπορούσε να είναι τόσο σκληρός ώστε να καταστρέψει αυτή την ωραία ερωτική ιστορία που δεν υπήρχε ανάμεσά τους δολοφονώντας την. «Και μάλιστα τώρα είναι η ευκαιρία να κάνουμε μια πρόβα,» είπε βιαστικά η Καρολίν,κι ανακάθισε στην καρέκλα της. «Ετοιμάσου,» είπε,και μ’ένα χαμόγελο φόρεσε τα γυαλιά της.Η Μπεατρίς δεν είχε το χρόνο να καταλάβει τί συνέβαινε.Είδε μονάχα τον Ξαβιέ να στέκεται κι αυτός σε στάση προσοχής,φανερά έντρομος,και τότε από πίσω τους,χαμογελαστός κι εγκάρδιος όσο ποτέ,μπήκε ο Φιλίπ,φορώντας ένα κανελλί κοστούμι περιπάτου. Ήταν εύκολο να υποθέσουν,μετά απ’όσα είχαν δεί και ακούσει,πως ο Φιλίπ είχε ανέβει μόνος του για να τις παρακολουθήσει.Το σαλόνι ήταν σκοτεινό,κρύο,κι ασφαλώς δεν προσφέρονταν για συντροφιά,ιδίως με δυό ώριμες γυναίκες τις οποίες γνώριζε μόλις και μετά βίας.Κι επειδή προφανώς είχαν να κάνουν με επαγγελματία,κι όχι με κάποιον επιπόλαιο απατεωνίσκο,είχε βρεί τον χρόνο να αλλάξει ρούχα και χτένισμα,υποδηλώνοντας έτσι πως είχε περάσει όλο του τον χρόνο από το πρωί εως τώρα στην καμπίνα του.Το αντίθετο,αν είχε τρέξει ξοπίσω τους το πρώτο λεπτό,θα ήταν ύποπτο και άκομψο.Όχι,ο Φιλίπ ήταν για μια ακόμη φορά η επιτομή της κομψότητας, έτσι που η Μπεατρίς σύντομα βρέθηκε να απορεί με τον εαυτό της για τον φόβο που είχε αισθανθεί.Μέσα σε δέκα λεπτά,είχαν καταλήξει να συζητούν σε τόνο απολύτως φιλικό για τις μικρές και μεγάλες ατυχίες που είχαν σημαδέψει το ξεκίνημα του ταξιδιού τους,για την μακάβρια ιστορία που θα είχαν να αφηγηθούν στους κατοίκους του νησιού του Μάν όταν έφταναν,και για το πόσο απρόβλεπτη ήταν εν τέλει η ζωή. Καμμία νύξη για το τί είχαν κάνει,ή για το τί είχαν ακούσει.Ούτε καν απόπειρα ‘ψαρέματος’. Θα έλεγε κανείς πως οι τρείς συνωμότες ήσαν εκείνοι,τόσο φυσική ήταν η συμπεριφορά του καθενός.Η Καρολίν έπαιζε άψογα τον ρόλο της,κάνοντας την Μπεατρίς-που με τη σειρά της έδινε ρεσιτάλ,με το ταλέντο της να ενισχύεται απ’τον έρωτα-να αναρωτιέται κατά πόσο η εισβολή στο δωμάτιό της είχε συμβεί στ’αλήθεια.Η ατμόσφαιρα ήταν τόσο ευχάριστη που μέχρι κι ο Ξαβιέ,ύστερα από λίγο, εμβαπίστηκε άθελά του στην ψευδαίσθηση,και σαν τα τέσσερα κεριά να ήταν τα κεριά ενός επισήμου απογευματινού,προσφέρθηκε να πάει στην κουζίνα και να τους ετοιμάσει λίγο τσάι.Κι ίσως η προσφορά του να είχε γίνει δεκτή,αν την ίδια στιγμή από κάτω δεν είχαν ακουστεί οι σπαραξικάρδιες κραυγές του Ζαφέτ.
XVII Τα γέλια τους κόπηκαν στον αέρα,σαν από λαιμητόμο.Η Μπεατρίς γύρισε το κεφάλι της προς την πόρτα,και τότε η φωνή του Ζαφέτ ακούστηκε ξεκάθαρα,να ωρύεται: «Βοήθεια!».Μονομιάς,ο Φιλίπ τινάχτηκε όρθιος.Ο Ξαβιέ,με ύφος ελαφιού που μόλις άκουσε το κόρνο των κυνηγών,πλησίασε προς το τραπέζι.Ακόμα κι η Καρολίν φαινόταν φοβισμένη.Κι αφού περάσαν έτσι μερικές στιγμές τρομαχτικής ακινησίας,ο Φιλίπ έδωσε το πρόσταγμα-άρπαξε το κερί του και βγήκε τρέχοντας απ’το σαλόνι.Η Καρολίν σηκώθηκε κι αυτή. «Καλύτερα να δούμε τί συμβαίνει,» είπε,κι άπλωσε το χέρι της στην Μπεατρίς.Εκείνη το πήρε και σηκώθηκε τρέμοντας,ενώ όταν ο Ξαβιέ ήρθε και στάθηκε πίσω της,ρωτώντας δειλά: «Κυρία;Τί κάνουμε τώρα;» του απήντησε: «Ελπίζω να μας υπερασπιστείς.» Πράγματι,οι φωνές του Ζαφέτ,για πρώτη φορά της θύμιζαν την αλήθεια που η Καρολίν προσπαθούσε να κρύψει με τα ψέμματα-ότι δεν ήσαν παρά δυό γριές,που χρειάζονταν να στηρίζονται η μιά στην άλλη για να περπατήσουν.Δυό γριές,ένας κλανιάρης υπηρέτης,και μια γάτα που κοιμόταν. Μόλις βρέθηκαν στην κορυφή της σκάλας,άκουσαν και πάλι τον Ζαφέτ,αυτή τη φορά στα πρόθυρα των λυγμών. «Όχι Θεέ μου,όχι!» φώναζε ξανά και ξανά.Μέσα από το σκοτάδι που τους κατάπινε,ξεπρόβαλλαν σιγά-σιγά μικρές κουκίδες φωτός,οι φλόγες των κεριών που ο καθένας κουβαλούσε μαζί του βγαίνοντας απ’την καμπίνα. Πρώτη είδαν την Ροζαλί,που φορούσε ακόμα το μαύρο φόρεμα,κοιτώντας τες με μια δόση καχυποψίας.Πίσω της στεκόταν ο στιβαρός εραστής της.Όμως πριν κάνουν ένα βήμα στο διάδρομο κι αντικρύσουν τον Ζαφέτ,ο στενός χώρος αντήχησε εκκωφαντικά με το ουρλιαχτό της Αραμπέλλα: «Αάααααααα!Είναι πεθαμένη!Είναι πεθαμένη!» Και την ίδια στιγμή η Σαλομέ,που προφανώς δεν είχε επωφεληθεί αρκετά από το φώς των κεριών έμπηξε κι αυτή τις φωνές,από συμπαράσταση. «Χριστέ μου!Βοήθεια!Είναι νεκρή!» Αλλά ο Ζαφέτ φώναξε πιο δυνατά απ’όλους. «Σκάστε!Σκάστε επιτέλους!Κι ανοίξτε!Κάντε χώρο,για το Θεό!» Και σαν μακάβρια καρικατούρα νεονύμφου βγήκε απ’το σκοτάδι,κρατώντας στα χέρια του το ακίνητο σώμα της γαζέλας.Στη θέα του ανεστραμμένου κεφαλιού,με τα γουρλωμένα μάτια και το μισάνοιχτο στόμα,κι η Μπεατρίς ένοιωσε μια κραυγή ν’ανεβαίνει στα χείλη της,ωστόσο συγκρατήθηκε για χάρη του Ζαφέτ.Εκείνος πάλι,μην αντέχοντας το βάρος,αισθηματικό και κυριολεκτικό,έκανε μερικά βήματα και κατέρρευσε,λίγο πριν τη βάση της σκάλας.Το πτώμα της Μαριάν έφυγε απ’τα χέρια του,και το κεφάλι της χτύπησε στο τελευταίο σκαλοπάτι μ’ένα αντριχιαστικό γδούπο,ανατριχιαστικό γιατί κανένας ζωντανός δεν θα μπορούσε ν’αντέξει ένα τέτοιο χτύπημα αδιαμαρτύρητα.Όμως η κοπέλα ήταν νεκρή,πέρα από κάθε αμφιβολία.Την άγρια όψη των ματιών της συμπλήρωναν τα μέλη της,που είχαν απομείνει σε μιαν άβολη κάμψη μαριονέττας. Γύρω της οι φλόγες των κεριών στριμώχνονταν,συνοδευμένες από επιφωνήματα φρίκης,ενώ στο βάθος,ο δύστυχος Ζαφέτ,είχε ανακαθίσει με την πλάτη στον τοίχο,ψελλίζοντας: «Ποιός το έκανε αυτό;Ποιός σκότωσε το κοριτσάκι μου;» Μονάχα ο Φιλίπ στεκόταν στο πλευρό του.Η Σαλομέ μυξόκλαιγε στην αγκαλιά της φιλενάδας της,ενώ οι υπόλοιποι συνωστίζονταν κοντά στο πτώμα.Επικρατούσε τέτοια σύγχυση,που κανείς δεν σκέφτηκε να προτείνει να την ανεβάσουν επάνω,ή να την βάλουν σε μια καμπίνα.Ίσως και κανείς να μην ήθελε να την πλησιάσει τόσο.Tελευταίος έκανε την εμφάνισή του ο Αιδεσιμώτατος Πίκμαν,αναγγέλλοντας την έξοδό του απ’την καμπίνα με ένα τιτάνειο ρέψιμο.Ξαφνικά ο αέρας του διαδρόμου μύρισε σαν αποστακτήριο. «Τ-τί γίνεται εδωπέρα;» γρύλλισε,πασχίζοντας ν’ανάψει ένα κερί.
«Όχι φωτιές,παρακαλώ,είναι επικίνδυνο,» ψιθύρισε γελώντας η Καρολίν. «Η δεσποινίς Μαριάν,» είπε ο Φιλίπ, «είναι νεκρή.Κάποιος...» «Μα τί έχετε πάθει όλοι σ’αυτό το γαμημένο τραίνο και πεθαίνετε;» ρώτησε γεμάτος αγανάκτηση ο ιερέας,κι έπειτα,αφού κατάλαβε πως ήταν αδύνατον ν’ανάψει το κερί του,το έβρισε με τα χειρότερα λόγια,και ξαναμπήκε στην καμπίνα του,χτυπώντας πίσω του την πόρτα.Ο Ζαφέτ στο μεταξύ είχε αρχίσει να συνέρχεται κάπως.Υποβασταζόμενος απ’τον ανηψιό του,είχε σηκωθεί και πλησίαζε κι αυτός προς το φωτεινό άκρο του διαδρόμου,μουρμουρίζοντας ξανά και ξανά: «Ο γιατρός...φωνάξτε το γιατρό...πρέπει να τη σώσουμε...να μάθουμε τί συνέβη...» Κι ο Φιλίπ,υπάκουος όπως πάντα στις επιθυμίες του θείου του,αφού τον παρέδωσε στα σίγουρα χέρια του Μαουρίτσιο,κοντοστάθηκε μπροστά στην πόρτα της καμπίνας του γιατρού,και χτύπησε διακριτικά την πόρτα. «Δόκτωρ Βάις;» είπε,κι αμέσως επανέλαβε δυνατά: «Δόκτωρ Βάις,ανοίξτε μου,είναι απόλυτος ανάγκη!Δόκτωρ Βάις!» Καθώς όμως δεν έπαιρνε απάντηση,η μικρή ομήγυρη των πανικόβλητων που είχε συγκεντρωθεί πάνω απ’το πτώμα της Μαριάν,άρχισε να βγάζει αυθαίρετα συμπεράσματα,που το καθένα ενθάρρυνε το επόμενο. «Η καρδιά της,» είπε η Καρολίν, «πρέπει να έπασχε από την καρδιά της.» «Για...τί δεν...κάνετε μια...δεύτερη...νεκροψί-;» πήγε να πεί ο Ξαβιέ,αλλά με ένα χτύπημα στο σκοτάδι,η Μπεατρίς τον αφόπλισε προσωρινά. «Μα,κατ’αρχάς,είμαστε σίγουροι πως πέθανε;» ρώτησε η Ροζαλί,που εξακολουθούσε να ανταλλάσσει μαζί τους βλέμματα όλο καχυποψία. «Μπορεί απλώς να έπαθε κάποια κρίση,και να χρειάζεται...» Και μ’αυτά τα λόγια,άπλωσε το χέρι της και πίεσε τον δεξιό καρπό της Μαριάν,προσπαθώντας να πιάσει τον σφυγμό.Αλλά χωρίς να το θέλει,η κίνησή της αυτή έκανε να αναποδογυρίσει το χέρι της νεκρής,δείχνοντάς τους την λευκή επιφάνεια της παλάμης και των δακτύλων της.Τότε ήταν που η Ροζαλί πρόσεξε ένα μικρό σημάδι στην εσωτερική όψη του αντίχειρα. «Τί είναι πάλι αυτό;» ρώτησε εκνευρισμένη,και σήκωσε το χέρι της κοπέλας κοντά στην φλόγα του κεριού της. Και το σημάδι,κόκκινο ακόμα,σαν να είχε μόλις χαραχτεί μ’ένα πυρωμένο σίδερο,δεν ήταν παρά τρία μικροσκοπικά εξάρια,τοποθετημένα σε σχήμα πυραμίδος. Η κραυγή της φρίκης πέρασε απ’τα χείλη όλων σαν να τους ένωνε η ίδια ανάσα.Πρώτη η Μπεατρίς πισωπάτησε,στριγγλίζοντας: «Τα τρία εξάρια!» έπειτα ο Ξαβιέ,πάνω στον οποίο είχε πέσει,φώναξε: «Έλεος,κυρία!» και «Πώς;Τρία εξάρια;» και μέσα σε μια στιγμή το υπόγειο του σκάφους συντονούσε και πάλι ένα εκκωφαντικό συνονθύλευμα από φωνές,που η κάθε μια ανέφερε κι ένα άλλο όνομα του διαβόλου. «Είμαστε καταδικασμένοι τίποτε δεν μας σώζει τώρα από τον γιό του Σατανά ο Εωσφόρος μας περικυκλώνει τελικά δίκιο είχε ο μεθυσμένος Ξαβιέ σταμάτα επιτέλους να τρέμεις τρισκατάρατε εσύ φταίς για όλα-» Κι έπειτα,ξαφνικά,ένας γδούπος μέσα στο σκοτάδι,τόσο δυνατός,που όλοι αισθάνθηκαν να αναπηδούν επί τόπου,σαν κάτω απ’το σκαρί του Καλιμπάν να είχε περάσει κάποια φάλαινα,σηκώνοντάς το στην ράχη της.Με τις φωνές τους παγωμένες απ’το φόβο,πλησίασαν προς το πίσω μέρος του διαδρόμου,όπου και είδαν ότι δεν επρόκειτο για κάποια τυχαία φάλαινα,αλλά για την ολότελα γνωστή τους Αραμπέλλα, η οποία φαίνεται πως δεν είχε αντέξει την τόση σύγχυση κι είχε σωριαστεί λιπόθυμη. Στην αρχή η Σαλομέ έδειξε μια διάθεση υστερίας,αφήνοντας μια μακρόσυρτη κραυγή που έλεγε: «Όχι,Αραμπέλλα,μην με εγκαταλείπεις κι εσύ!» αλλά τη λύση έδωσε και πάλι ο Ζαφέτ,φωνάζοντας οργισμένος:
«Σταματήστε να ασχολείστε μ’αυτό το κήτος και φωνάξτε το γιατρό!Η Μαριάν είναι νεκρή,το καταλαβαίνετε;» Μονάχα που η Αραμπέλλα,προνοητική και πιστή στις συμπάθειές της,είχε διαλέξει να λιποθυμήσει ακριβώς μπροστά στην καμπίνα του δόκτωρα Βάις,σφραγίζοντας την πόρτα του σαν ανθρώπινη τάπα.Αν ήθελαν τη βοήθεια του γιατρού,έπρεπε να την μετακινήσουν.Και καθώς αυτό θα ήταν αδύνατον να γίνει από έναν μόνον άνθρωπο (εκτός κι αν αποτελούσε χαρακτήρα της Παλαιάς Διαθήκης),με μια σιωπηλή συναίνεση,ο Φιλίπ κι ο Μαουρίτσιο πλησίασαν το πελώριο σώμα της κι ετοιμάστηκαν για το-από κάθε άποψη-βαρύ τους έργο.Η Μπεατρίς παρακολουθούσε,διασκεδάζοντας αρκετά.Μπορεί φυσικά να ήταν ακόμα χεσμένη από το φόβο της ανακάλυψης των τριών εξαριών,ωστόσο είναι πάντα ευχάριστο να βλέπεις κάποιον που φοβάται περισσότερο από σένα.Ήθελε μάλιστα να μοιραστεί αυτή την στιγμή με την Καρολίν, κι έτσι γύρισε προς το μέρος της,ψιθυρίζοντας: «Εσύ τελικά τί νομίζεις ότι έγινε;» Όμως η Καρολίν δεν στεκόταν δίπλα της.Ξαφνιασμένη,η Μπεατρίς σήκωσε το κερί της,και τότε την είδε σκυμμένη δίπλα στο σώμα της Αραμπέλλα,σαν να προσπαθούσε να βοηθήσει την προσπάθεια των δύο ανδρών.Βέβαια,μια εύθραυστη γριούλα σαν την Καρολίν δεν είχε καμμιά δουλειά να ανακατεύεται σε χειρωνακτικές εργασίες.Κι είχε δίκιο γι’αυτή τη σκέψη-μια δεύτερη ματιά φανέρωσε ότι η φιλενάδα της δεν είχε απομακρυνθεί για να βοηθήσει στα ανυψωτικά έργα,αλλά γιατί κάτι έκανε στο καλάθι με την γάτα της.Μόλις είδε ότι την κοιτούσε,σηκώθηκε χαμογελώντας και πλησίασε πάλι προς το μέρος της,χαϊδεύοντας το λευκό κεφαλάκι του γατιού. «Η καημενούλα η Βαλεριάνα,» είπε,συνεχίζοντας το απαλό της χάδι, «με όλες αυτές τις φωνές τρόμαξε,και πήρε δρόμο για να γυρίσει στο δωμάτιο και να κοιμηθεί με την ησυχία της.Ευτυχώς που την πρόλαβα,γιατί αν αυτό το πλάσμα έπεφτε πάνω της, θα της έφευγαν μονομιάς και οι εφτά ψυχές.Το χρυσό μου.» Και μ’ένα βλέμμα όλο τρυφερότητα,κοίταξε τη γάτα που συνέχιζε τον ατάραχο ύπνο της.Στην Μπεατρίς φαινόταν πολύ αστείο το κυνήγι του ύπνου στο οποίο είχε αφοσιώσει την ζωή της αυτή η άσπρη γάτα.Όπως κι όλα τα δημιουργήματα που η φύση έχει προικίσει με κάποιο εξωφρενικά έντονο πάθος-κι η ίδια μήπως δεν ήταν ένα από δαύτα;-η ύπαρξη της Βαλεριάνας της φαινόταν πολύ ευχάριστη,καθώς την απενοχοποιούσε κι από την δική της μανία για αντίκες.Ήταν δυό θηλαστικά πολύ συγγενικά μεταξύ τους. Όση ώρα της πήρε να κάνει αυτές τις σκέψεις,οι αχθοφόροι της αναίσθητης Αραμπέλλα είχαν ανασκουμπωθεί,κι είχαν σκύψει για να την φορτωθούν. «Τώρα που θα ελευθερώσουμε το γιατρό,να τον ρωτήσουμε αν μπορεί να κάνει κάτι για να την συνεφέρει,» είπε ο Φιλίπ,πιάνοντας τις πελώριες γάμπες της. «Ναι,ναί,γιατί δεν είναι και τόσο εύκολο-» ξεκίνησε να λέει ο Μαουρίτσιο,αλλά την ίδια στιγμή έβγαλε μια κραυγή πόνου. «Αχ!Μέρντα!Τρυπήθηκα!» Κι αφήνοντας το πάνω μισό του σώματος της Αραμπέλλα να πέσει ξανά κάτω,έφερε το χέρι του στο στόμα,κι άρχισε να δαγκώνει το κάτω μέρος της παλάμης του. «Τί έγινε;» είπε η Ροζαλί,πλησιάζοντάς τον μ’ένα κερί. «Τίποτε,τίποτε,» είπε εκείνος,κι έσκυψε για να ξανασηκώσει την Αραμπέλλα, «μάλλον το κούμπωμα απ’το σουτιέν της προεξείχε,ή κάτι τέτοιο,και τρυπήθηκα.Γαμώτο,και πονάει!» Ωστόσο,χωρίς να δώσει άλλη σημασία,έπιασε την λιπόθυμη γυναίκα,αυτή τη φορά απ’τους ώμους,και με την βοήθεια του Φιλίπ την μετέφεραν ως την καμπίνα της,αγκομαχώντας.Στο μεταξύ ο Ζαφέτ είχε σταθεί μπροστά στην πόρτα της καμπίνας του γιατρού,και την γρονθοκοπούσε με λύσσα,φωνάζοντας: «Δόκτωρ Βάις! Ανοίξτε!Έχετε ευθύνη απέναντι στους επιβάτες αυτού του σκάφους,μ’ακούτε;Ανοίξτε!Δόκτωρ Βάις;» Αλλά απ’το εσωτερικό της καμπίνας δεν ερχόταν ο παραμικρός θόρυβος. «Καλά,πώς αντέχει τόση φασαρία;» μονολόγησε εκνευρισμένη η Ροζαλί, «Εγώ θα άνοιγα απλά και μόνο για να τον ακούω να φωνάζει!»
«Εσύ θα άνοιγες σε οποιονδήποτε άνδρα σου χτυπούσε την πόρτα,αυτό δεν μετράει,» είπε η Καρολίν.Πριν προλάβουν όμως να ανταλλάξουν κι άλλα φραμακερά σχόλια-κάτι που η Μπεατρίς φοβόταν πολύ,ιδίως μετά την μικρή ανακάλυψη που είχε κάνει προ ολίγου-απ’την καμπίνα της Αραμπέλλα επέστρεψε ο Φιλίπ,λαχανιασμένος κι ιδρωμένος.Η Μπεατρίς έπαψε αυτόματα να προσέχει οτιδήποτε άλλο. «Τί συμβαίνει;» ρώτησε τον θείο του, «Ο γιατρός αρνείται να βγεί;» «Φοβάμαι πως ναί,» είπε ο Ζαφέτ,κατεβάζοντας το χέρι του. «Τότε να με συγχωρείς θείε,αλλά-» Και χωρίς να προσθέσει κουβέντα,σήκωσε το πόδι του και κλώτσησε με τρομερή δύναμη την πόρτα της καμπίνας.Η κλειδαριά,όχι φτιαγμένη για ν’αντέχει τόση βία,υποχώρησε μ’έναν ήχο ξύλου που σπάζει,κι η πόρτα άνοιξε διάπλατα.Ο Φιλίπ εξακολουθούε να στέκεται ατάραχος,σαν να είχε κάνει κάτι πολύ απλό και καθόλου βίαιο,όπως να γυρίσει σελίδα σ’ένα βιβλίο.Η Μπεατρίς μετά βίας συγκρατήθηκε για να μην εξωτερικεύσει την ιαχή του καουμπόυ που είχε ανέβει στα χείλη της μπρός στην απίστευτη ετούτη επίδειξη ανδρισμού.Όσο για τον Ζαφέτ,αφού κοίταξε τον ανηψιό του ανέκφραστος,λέγοντας: «Μπορούσες πάντα να μου ζητήσεις το αντικλείδι,» πήρε το κηροπήγιο με τα τρία κεριά,κι αφού χτύπησε τυπικά την σπασμένη πόρτα,μπήκε στην καμπίνα του γιατρού,λέγοντας: «Με συγχωρείτε για την αδιακρισία μας,αγαπητέ μου,αλλά πρέπει να ξέρετε πως...» Ξαφνικά,η φωνή του έσβησε.Για μερικές στιγμές,όλοι τους περιμέναν με αγωνία να ακούσουν πώς θα έδινε εξηγήσεις για όσα είχαν συμβεί,ίσως κι έναν μικρό διαπληκτισμό ανάμεσά τους.Όμως το μόνο που ακούσαν,έπειτα από λίγο,ήταν ένα ξεψυχισμένο: «Δόκτωρ Βάις;Δόκτωρ Βάις,είστε καλά;Γιατί δεν-» Και τους ψιθύρους διαδέχτηκε μια κραυγή. «Χριστέ μου,είναι κι αυτός νεκρός!» Το μικρό βωντβίλ του πανικού επαναλήφθηκε αστραπιαία,αυτή τη φορά με επίκεντρο την καμπίνα του γιατρού.Μέσα σε μια στιγμή,όλο το απερίγραπτο μπουλούκι ξεχύθηκε με τα κεριά του μέσα στο σκοτάδι,και στριμώχτηκε στο άνοιγμα της πόρτας.Η Μπεατρίς φρόντισε να τρέξει πρώτη,για να στριμωχτεί ακριβώς δίπλα στον Φιλίπ.Άλλωστε η εξέλιξη των γεγονότων ήταν τόσο παράλογη,ώστε,λαμβάνοντας υπόψιν και τις οδηγίες της Καρολίν περί του μυθιστορήματος μέσα στο οποίο ζούσανε, δεν έβλεπε το λόγο για τον οποίο ο συγγραφέας δεν θα μπορούσε να προσθέσει στον ρόλο της τα πάθη ενός θηλυκού εφαψία.Βέβαια ο Φιλίπ δεν είχε μυαλό για τέτοια-φοβισμένος,αλλά όχι πανικόβλητος,είχε αγκαλιάσει την αδελφή του που έκλαιγε και μουρμούριζε: «Τα χέρια του!Κοιτάξτε τα χέρια του!» Στην καμπίνα είχε μπεί πρώτος και καλύτερος ο Ξαβιέ,που παρά την υπερφυσική του τρομάρα δεν μπορούσε να αντισταθεί στην εγγενή νοσηρότητα του χαρακτήρα του.Σύντομα το μπουλούκι κύλησε,κι η Μπεατρίς βρέθηκε μαζί με τους υπόλοιπους στον τόπο της τρίτης κατά σειρά τραγωδίας.Ξαπλωμένος ανάσκελα στο κρεβάτι,υπό το φώς των κεριών,βρισκόταν ο δόκτωρ Βάις.Από την όψη και μόνο του προσώπου του,ήταν φανερό πως δεν μπορούσε πιά να προσφέρει τις υπηρεσίες του σε κανέναν,ούτε καν στον εαυτό του.Προς στιγμήν,η Μπεατρίς ένοιωσε τα γόνατά της να λυγίζουν από φρίκη.Γιατί η έκφραση του νεκρού ήταν παγωμένη σε μια τέτοια γκριμάτσα απερίγραπτου πόνου,με τα μάτια στα όρια της κόγχης και τα δόντια γυμνά,σαν να δαγκώναν ένα κομμάτι σίδερο,που θα έλεγε κανείς ότι ένας κεραυνός είχε χτυπήσει τον άτυχο γιατρό όση ώρα κοιμόταν. «Πόση ώρα λέτε να είναι έτσι;» ρώτησε η Ροζαλί απ’το πίσω μέρος της καμπίνας.«Γιατί αν έχει πολλες ώρες,είναι λογικό που δεν απαντούσε το πρωί.» «Δεν μπορείς να μας βοηθήσεις λίγο με την πείρα σου;» ρώτησε η Καρολίν, με το γνώριμο πειραχτικό της ύφος. «Δεν μπορεί,ανάμεσα στην συλλογή σου όλο και θα υπάρχουν κι ένας-δυό νεκροί.» Όμως την αντίδραση της έκοψε πριν καλά-καλά αρχίσει η φωνή του Ζαφέτ.
«Κυρίες μου,σας παρακαλώ,σοβαρευτείτε!Έχετε συναίσθηση όσων συμβαίνουν εδώ μέσα;Καταλαβαίνετε ότι μόλις χάσαμε έναν συνεπιβάτη μας,και μαζί του την οποιαδήποτε ελπίδα είχαμε να καταλάβουμε από τί πέθανε η Μαριάν κι ο Γκαστόν;Το καταλαβαίνετε ότι μπορεί να έχουμε έναν δολοφόνο στο πλοίο;» «Ανοησίες!» είπε η Καρολίν, «Για την φιλεναδίτσα σου δεν μπορώ να είμαι βέβαιη,αλλά αυτός εδώ ο αρλεκίνος πέθανε στα σίγουρα απ’το φόβο!Κοίτα μια φάτσα που έχει!Βάζω στοίχημα ότι τα κακάρωσε από χθές το βράδυ κιόλας,εκτός αν πήρε τ’αυτί του όσα έγιναν σήμερα το πρωί,και τα τίναξε το μεσημεράκι.» Ο Ζαφέτ την κοιτούσε εμβρόντητος.Πίσω του ο Φιλίπ προσπαθούσε να ησυχάσει την Σαλομέ που έκλαιγε σιγανά,ενώ ο Ξαβιέ,που φαινόταν να έχει αποκτήσει μια ανεξήγητη οικειότητα με τους πεθαμένους,είχε σταθεί πάνω από τον γιατρό,και παρατηρούσε τα χέρια του που ήταν σφιγμένα σε μια στάση αρπαχτικού,με όλα τα δάχτυλα κυρτά.Διστάζοντας λίγο στην αρχή,επιχείρησε να τα τεντώσει,αλλά συνάντησε μγάλη αντίσταση.Έπειτα χαμήλωσε την φλόγα του κεριού και κοίταξε δειλά το εσωτερικό τους,χωρίς ωστόσο να βρεί αυτό που περίμενε.Τότε μια ιδεά έκανε το πρόσωπό του να λάμψει,και γυρνώντας προς την Μπεατρίς είπε: «Κυρία,νομίζω ότι θα έπρεπε να έρθετε λίγο για να δείτε κάτι.» «Καλέ μου Ξαβιέ,» του είπε εκείνη,πασχίζοντας να ακουστεί ψύχραιμη, «πρέπει να καταλάβεις πως η κατάσταση πλέον είναι πολύ σοβαρή,και ξεφεύγει απ’την δική μας-έτσι κι αλλιώς αμφίβολη-δικαιοδοσία.Γι’αυτό λοιπόν,κι αν δεν θέλεις να γίνεις εσύ ο τέταρτος νεκρός του πληρώματος,θα ήταν καλό να περιορίσεις την επιστημονική σου περιέργεια στον εαυτό σου.» Δεν χρειαζόταν όμως η συνδρομή του Ξαβιέ για να εξοικονομήσουν ένα ακόμη πτώμα.Οι πεθαμένοι του Καλιμπάν έμοιαζαν να χάνουν την πρωτοκαθεδρία τους με φοβερή ταχύτητα.Πριν καλά-καλά προλάβουν να συνέλθουν από το σόκ του Γκαστόν,η γαζέλα είχε ανακαλυφθεί νεκρή,και μέσα στα πρώτα δέκα λεπτά αναζήτησης των αιτιών του θανάτου της,είχαν βρεθεί μπροστά στο πτώμα του ίδιου του γιατρού. Και τώρα,με μια κραυγή άξια πολλών οπερατικών ηρωϊδων,η Αραμπέλλα τους ανήγγειλε την επόμενη πράξη του δράματος. «Άααααα!Πάρτε τον από πάνω μου!Βοήθεια!» ακούστηκε ξαφνικά από μέσα.
XVIII Το δεύτερο κονκλάβιο έμελλε να λάβει χώρα στις τέσσερις και τέταρτο μετά μεσημβρίαν,και πάλι στο σαλόνι του Καλιμπάν.Όμως ανάμεσα στις δύο συνεδριάσεις πολλά είχαν παρεμβληθεί και πολλά είχαν αλλάξει.Το πρωί,είχαν να κάνουν με μια καταστροφή εξαιρετικά δυσάρεστη,που ωστόσο επρόκειτο να αναστραφεί χάρη στην υπόσχεση της Καρολίν για βοήθεια εκ των έξω,καθώς και μ’έναν θάνατο ο οποίος,αν και γεννούσε ερωτήματα,μπορούσε να απορριφθεί ως αποτέλεσμα ενός φοβερού ατυχήματος,κι αφορούσε ένα πρόσωπο για το οποίο κανείς δεν έδινε δεκάρα.Τώρα ωστόσο,το συγκεντρωμένο πλήθος ήταν αισθητά συρρικνωμένο.Κι εκτός από την Αραμπέλλα,που προσπαθούσε ακόμη να συνέλθει απ’το σόκ που είχε πάθει όταν ξυπνώντας βρήκε το πτώμα του Μαουρίτσιο πεσμένο στην αγκαλιά της,και την Σαλομέ,που είχε καθίσει μαζί της για να κλάψουν παρέα,από τους έξη συγκεντρωμένους οι μισοί θρηνούσαν την απώλεια κάποιου αγαπημένου προσώπου.Ο Ζαφέτ της νεαρής του ερωμένης,του παλιού του φίλου και προσωπικού γιατρού,ενώ η Ροζαλί,καταφανώς σοκαρισμένη,τον εξίσου αιφνίδιο θάνατο του μελαμψού της συνοδού.Υπ’αυτές τις συνθήκες,ήταν λογικό το κλίμα να είναι πολύ πιο βαρύ τώρα,απ’ό,τι ήταν το πρωί.Άλλω-
στε,όσο αγαθή ψυχή κι αν έχεις,δεν μπορείς να απορρίψεις τέσσερις θανάτους που συμβαίνουν μέσα σε λίγες ώρες ως διαδοχικά κι ανεξήγητα ατυχήματα.Κι επιπλέον, αν το πρωί οι απίθανες εικασίες περί νεράιδων,συνωμοτών και αόρατων δολοφόνων από το υπερπέραν είχαν έναν αέρα αφέλειας που τους έκανε όλους δύσπιστους,τώρα που ο ήλιος είχε δύσει,και το μοναδικό φώς μέσα στο παγωμένο σαλόνι προερχόταν από μια δεκάδα κεριών,όλα έμοιαζαν πιθανά. «Πρέπει να δώσουμε σε όλους την ευκαιρία να πούν αυτό που σκέφτονται,» είχε καταλήξει έπειτα από μερικά λεπτά πνιγηρής σιωπής ο Ζαφέτ. «Να πούνε όλα όσα ξέρουν,αλλά και ό,τι φαντάζονται.Στην κατάσταση που βρισκόμαστε,οτιδήποτε μπορεί να μας βοηθήσει.» Η πρότασή του άργησε να βρεί αποδέκτη.Η Μπεατρίς,που δεν επιθυμούσε να κάνει καμμία υπόθεση απολύτως,έστρεψε αλλού το βλέμμα,κατά σύμπτωση επάνω στον Φιλίπ.Εκείνος της χαμογέλασε,μ’έναν τρόπο που την ξάφνιασε.Το χαμόγελό του έμοιαζε το ίδιο γλυκό κι αυθόρμητο όπως χθές το βράδυ,σαν να μην τον αφορούσε τίποτε απ’ό,τι γινόταν.Έτσι,και καθώς η Ροζαλί εξακολουθούσε να παραμένει εμβρόντητη στην πολυθρόνα της-ο Ξαβιέ δεν μετρούσε,γιατί σχεδόν ποτέ δεν μιλούσε αν δεν του απηύθυναν τον λόγο-η πρώτη που ακούστηκε να καθαρίζει τον λαιμό της ήταν η Καρολίν. «Ας κάνουμε πρώτ’απ’όλα μια μικρή σύνοψη,τί λέτε κι εσείς;» είπε, και με διαβολικό ύφος,άναψε ένα τσιγάρο στην άκρη της πίπας της.Υπήρχε κάτι το αρχηγικό στον τρόπο που καθόταν,χαϊδεύοντας με τα λευκά της γάντια το κεφάλι της Βαλεριάνας.Κάτι που θύμιζε δικαστή του άλλου κόσμου,και που φόβιζε την Μπεατρίς εξαιρετικά-γιατί δεν ήξερε κατά πόσο η φίλη της θα αποκάλυπτε όλα μα όλα τα πράγματα που γνώριζε στην πορεία της σύνοψής της. «Πριν επιχειρήσουμε να δώσουμε οποιαδήποτε ερμηνεία,πρέπει κατ’αρχάς να ακολουθήσουμε όσα συνέβησαν,βήμα προς βήμα,» είπε,και γυρνώντας στην Μπεατρίς,της είπε μ’ένα ξαφνικό χαμόγελο: «Πάντα λατρεύω αυτό το σημείο στα αστυνομικά,όταν αρχίζουν οι ρετροσπεκτίβες!» Το υπόλοιπο κοινό ήταν πολύ ανήσυχο για να δώσει σημασία σ’αυτό το σχόλιο,κι έτσι η Καρολίν συνέχισε απερίσπαστη. «Λοιπόν, έχουμε και λέμε.Στις έξη σήμερα το πρωί,ο αγαπητός μας Ζαφέτ ακούει έναν θόρυβο από το πάνω μέρος του σκάφους.Διαλέγοντας να τον αγνοήσει,επιστρέφει στον ύπνο του,όμως λίγη ώρα αργότερα,η αξιαγάπητη κυρία Λεμάν ανακαλύπτει το πτώμα του Γκαστόν να επιπλέει στη θάλασσα.Α,παρολίγο θα το ξεχνούσα!Στο μεταξύ,ο εξοπλισμός πλοήγησης του σκάφους έχει μετατραπεί σε βίδες!» Στο σημείο αυτό πήρε μια βαθιά ρουφηξιά απ’το τσιγάρο της κι εξακολούθησε. «Περνούν μερικές ώρες,τις οοποίες δεν θα σχολιάσω εδώ,» είπε. ‘Ευτυχώς!’ σκέφτηκε η Μπεατρίς. «Μερικές ώρες,κι ύστερα,πριν από λίγο,η νεαρή Μαριάν ανακαλύπτεται νεκρή στην καμπίνα της από σένα,καλέ μου Ζαφέτ.» «Ενώ μέχρι πριν λίγο ήταν ζωντανή!Μα τί μπορεί να έγινε;» φώναξε ξαφνικά ο Ζαφέτ,κάνοντας ένα βήμα προς το μέρος της. Η Καρολίν κούνησε με συγκατάβαση το χέρι της,κάνοντάς τον να σωπάσει. «Το ξέρουμε,αγαπητέ μου ότι ήταν ζωντανή μέχρι πριν λίγο.Ακούσμε όλοι τις τσιρίδες της στην διάρκεια της στιχομυθίας που είχατε κάτω.» Κατεβάζοντας τα μάτια με ντροπή,ο Ζαφέτ κάθισε σε μια πολυθρόνα. «Πριν περάσουν όμως πέντε λεπτά,εισβάλλουμε στην καμπίνα του γιατρού,όπου και τον βρίσκουμε νεκρό,όπως θα πρέπει να καταλήγουν οι περισσότεροι ασθενείς του.» Αφήνοντας ένα μικρό γελάκι,πρόσθεσε: «Βέβαια,στον θάνατο του γιατρού, μπορεί να έχουμε μια μικρή χρονική ανακολουθία.» «Τί εννοείτε,κυρία Νικολά;» ρώτησε ο Φιλίπ.
«Ποιά ήταν η τελευταία φορά που τον είδαμε ή τον ακούσαμε ζωντανό;» ρώτησε η Καρολίν.Ο Φιλίπ έμεινε για λίγο σκεπτικός,κι έπειτα απήντησε: «Χθές το βράδυ.Η τελευταία φορά ήταν χθές το βράδυ,όταν έφυγε βιαστικά από το τραπέζι.Γιατί σήμερα,όσες φορές δοκιμάσαμε να χτυπήσουμε την πόρτα του, δεν πήραμε απάντηση.Έτσι δεν είναι,θείε;» Ο Ζαφέτ κούνησε καταφατικά το κεφάλι. «Άρα,όπως προείπα,ενδεχομένως ο γιατρός να εγκατέλειψε τα εγκόσμια από χθές το βράδυ,» είπε η Καρολίν. «Όχι ότι έχει καμμιά διαφορά,αλλά είναι καλό να το αναφέρουμε.Και συνεχίζω με τον τέταρτο και τελευταίο ανεξήγητο θάνατο,που σημειώθηκε μόλις πριν από λίγο.Είναι αυτός του Μαουρίτσιο,και το κοινό στοιχείο που διαθέτει μ’αυτόν της δεσποινίδος Μαριάν...» ‘...είναι ότι κι οι δυό τους έκαναν έρωτα με άτομα της τρίτης ηλικίας,’ σκέφτηκε η Μπεατρίς,και λίγο έλειψε να ξεσπάσει σε γέλια.Άραγε το να διεκδικείς έναν εραστή ή μια ερωμένη απ’τον Χάρο,στην ηλικία όπου δικαιωματικά του ανήκουν,τον προκαλεί να πάρει εσένα αντί για εκείνους;Στην περίπτωση αυτή,θα έπρεπε να βιαστεί με τον Φιλίπ,αν δεν ήθελε να έχει τον θάνατό του στη συνείδησή της. «...είναι ότι κι οι δυό συνέβησαν σχεδόν μπροστά στα μάτια μας.Όλοι μας τον είδαμε μαζί με σένα,Φιλίπ,να σηκώνετε την Αραμπέλλα για να την βάλετε στην καμπίνα της.Κι έπειτα εσύ γύρισες μόνος σου.Γιατί δεν ήρθε κι εκείνος μαζί σου;» «Όπως σας είπα και πριν,μόλις αφήσαμε την δεσποινίδα Ντυτουά στο κρεβάτι της,ο Μαουρίτσιο κι εγώ είμασταν κάπως...πώς να το πώ...εξαντλημένοι...» Και το πρόσωπό του πήρε μια συνεσταλμένη έκφραση που έφερε στην Μπεατρίς ίλιγγο. «Μην ντρέπεσαι,αγαπητό μου παιδί,» του είπε η Καρολίν, «εξάλλου κανείς δεν σας κάλεσε σ’αυτό το πλοίο ως αχθοφόρους παχυδέρμων.Μπορείς ωστόσο να θυμηθείς τί ακριβώς μεσολάβησε ανάμεσα σ’αυτές τις δυό χρονικές στιγμές;» Ο Φιλίπ συνοφυώθηκε.Προσπαθούσε να θυμηθεί. «Ο Μαουρίτσιο φαινόταν πιο κουρασμένος από μένα,» είπε. «Σωριάστηκε στο κρεβάτι,κι ανάσαινε πολύ βαριά.Είχε ιδρώσει,κι όταν τον ρώτησα αν ήταν καλά, μου είπε πως απλά είχε λαχανιάσει,κι ότι θα ερχόταν σε λίγο.Κι εγώ ήρθα,θυμάστε, για να δούμε τον γιατρό.Πού νά’ξερα...αυτή ήταν κι η τελευταία φορά που τον είδα ζωντανό.» Ολοκληρώνοντας,ξανακάθισε στο μικρό ανάκλιντρο. «Μάλιστα,» είπε η Καρολίν, «και μήπως κανείς σας θυμάται αν είχε συμβεί κάτι το ιδιαίτερο στον Μαουρίτσιο,λίγο πριν το ατυχές αυτό συμβάν;» Για μερικές στιγμές το σαλόνι βυθίστηκε και πάλι στη σιωπή,όταν ξαφνικά, απ’τη μεριά της Ροζαλί,ακούστηκε για πρώτη φορά η φωνή της. «Το χέρι του!Κάτι είχε πιάσει κι είχε τρυπήσει το χέρι του!» φώναξε,και σηκώθηκε ανάστατη απ’τη θέση της. «Δεν μπορεί,» είπε, «θα το θυμάστε κι εσείς!» «Ναι,ναί,έχετε δίκιο!» είπε κι ο Φιλίπ,με τα μάτια του να λάμπουν, «Όση ώρα μας πήρε να αφήσουμε την Αραμπέλλα στο κρεβάτι,παραπονιόταν ότι τον πονούσε το χέρι του!Και μετά το δάγκωνε,σαν να τον πονούσε!» «Έχετε ιδιαίτερα κοφτερή μνήμη,» είπε η Καρολίν, «αλλά φοβάμαι πως αυτή η παρατήρηση,αν και στη σωστή κατεύθυνση,δεν μας βοηθά ιδιαίτερα.Πήρα την ελευθερία να ελέγξω και μόνη μου το τραύμα στο χέρι του Μαουρίτσιο,καθώς κι αυτό που το προκάλεσε.Ήταν ένα μικρό σχισιματάκι,σαν από μέταλλο,ενώ ο ένοχος βρίσκεται μάλλον στον κορσέ που φορά η αγαπητή μας Αραμπέλλα.Τον πρόσεξα άθελά μου χθές το βράδυ,όταν περνούσα μπροστά απ’την καμπίνα της την ώρα που ντυνόταν,κι η πόρτα της ήταν μισάνοιχτη.Πρόκειται για μιάν απ’αυτές τις θηριώδεις πανοπλίες του περασμένου αιώνα, μ’ένα σωρό κορδόνια κι ελάσματα.Μπορείς να ρωτήσεις και την αδελφή σου,Φιλίπ,που την βοηθούσε να τον φορέσει.Κι επειδή κι ο ίδιος
ο Μαουρίτσιο είχε πεί πως ένοιωσε να τον τρυπά κάτι αιχμηρό,υποθέτω πως θα ήταν ένα απ’αυτά τα ελάσματα.Τίποτε το θανατηφόρο,δηλαδή.» «Κι αν...κι αν αυτό το πράγμα ήταν σκουριασμένο;» ρώτησε η Ροζαλί. «Δεν θα μπορούσε να πάθει τέτανο;» «Αν και γι’αυτό θα ήταν καλύτερα αρμόδια να σας μιλήσει η Ζενεβιέβ,» είπε η Καρολίν,χαμογελώντας στην Μπεατρίς που με την σειρά της πάγωσε από φόβο, «θυμάμαι από προσωπική μου πείρα,μ’ένα ατύχημα που είχα παλιά στον κήπο,ότι χρειάζονται αρκετές ώρες χωρίς θεραπεία προτού ο τέτανος αρχίσει να εκδηλώνει τα συμπτώματά του.Ενώ ο νεαρός σας φίλος πέθανε σχεδόν ακαριαία.» «Κι αν ήταν πιο ευαίσθητος;» ρώτησε η Ροζαλί,αλλά η χαμηλή της φωνή έδειχνε πως δεν είχε το κουράγιο να συνεχίσει τις υποθέσεις.Γυρίζοντας στην πολυθρόνα της,έδωσε και πάλι τον λόγο στην Καρολίν.Εκείνη καθάρισε το λαιμό της,κι ανάβοντας ένα δεύτερο τσιγάρο,συνέχισε τις υποθέσεις της. «Ωστόσο,αγαπητοί μου,πριν ερευνήσουμε τα πιθανά αίτια όλων αυτών των θανάτων,θα ήταν καλό να επισημάνουμε όσα κοινά στοιχεία τους συνδέουν.Ίσως αυτό μας βοηθήσει να φτάσουμε σε κάποιο πρώτο συμπέρασμα.» «Το σημάδι στα χέρια τους!» ακούστηκε η δειλή φωνή του Ξαβιέ. «Πολύ σωστά,καλό μου παδί,τα σημάδια,» είπε η Καρολίν,και μ’ένα χαμόγελο ελαφράς ειρωνία,πρόσθεσε: «Βλέπω ότι η μία εκδοχή των πραγμάτων,αυτή που εμπλέκει το υπερφυσικό,έχει έναν τουλάχιστον θερμό υποστηρικτή.» Ο Ξαβιέ κατέβασε με ντροπή το κεφάλι. «Πράγματι λοιπόν,οι δυό από τους τέσσερις νεκρούς,είδαμε όλοι πως έφεραν στην εσωτερική πλευρά του χεριού τους ένα μικρό σημαδάκι,που κατά τα λεγόμενα έμοιαζε με τρία εξάρια.» «Με συγχωρείτε που σας διακόπτω,κυρία Νικολά,» είπε ο Φιλίπ από τη μεριά του, «αλλά το σημάδι δεν έμοιαζε απλώς-ήταν τα τρία εξάρια,το σημείο του Θηρίου.» «Έχουμε και δεύτερο οπαδό,περίφημα!» αναφώνησε η Καρολίν. «Και το πιο εντυπωσιακό είναι ότι τα σημαδάκια που λέτε,δεν μας δίνουν από μόνα τους καμμιά λογική εξήγηση.Γιατί σκεφτείτε: Η Μαριάν κι ο Μαουρίτσιο πεθάναν σχεδόν μπροστά στα μάτια μας,μέσα σε λίγα λεπτά.Όμως μονάχα ο ένας απ’τους δυό έχει το σημάδι στο χέρι του.Το ίδιο κι ο γιατρός με τον Γκαστόν-μονάχα ο δεύτερος έφερε το σημείο του Θηρίου-μα τί γλαφυρό όνομα!Και σας ρωτώ: Γνωρίζετε αν οι νεαροί σας φίλοι έπασχαν από κάποιο πρόβλημα της καρδιάς,που μπορεί να προκάλεσε τον αιφνίδιο θάνατό τους;» Η ερώτησή της συνοδεύτηκε από ένα ερευνητικό βλέμμα προς τον Ζαφέτ και την Ροζαλί.Κι οι δυό τους έγνεψαν αρνητικά. «Όχι,» είπε η Ροζαλί, «ο Μαουρίτσιο ήταν υγιέστατος.» «Δεν νομίζω ότι ένας νεκρόφιλος μπορεί να χαρακτηριστεί ‘υγιέστατος’» ψιθύρισε η Καρολίν στο αυτί της Μπεατρίς,που με δυσκολία κρατήθηκε για να μην γελάσει.Γυρνώντας έπειτα προς την ομήγυρη,είπε σοβαρά: «Μάλιστα.Το περίμενα αυτό.Ο λόγος δε που εξαιρώ τον γιατρό και τον Γκαστόν είναι γιατί ο ένας ήταν μιας κάποιας ηλικίας,και ο άλλος βρέθηκε στην θάλασσα,η χαμηλή θερμοκρασία της οποίας μπορεί από μόνη της να ευθύνεται για τον θάνατό του.Ωστόσο,αν σ’όλα αυτά προσθέσουμε τις δικές σας φολκλορικές επισημάνσεις,καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως η μόνη λογική εξήγηση,είναι ότι συνέβη κάτι που αψηφά την λογική!» «Τί...τί θέλεις να πείς μ’αυτό,Καρολίν;» ρώτησε τρέμοντας ο Ζαφέτ. «Ας αφήσουμε καλύτερα κάποιον ειδικό να μας μιλήσει,» είπε εκείνη,και κάνοντας νόημα στον Ξαβιέ να πλησιάσει από την γωνιά του,του είπε: «Έλα χρυσό μου, μην ντρέπεσαι.Πές μας τί έλεγε το βιβλίο σου με τις νεράιδες.» Ο Ξαβιέ γούρλωσε τα μάτια και στην αρχή κοκκάλωσε στη θέση του,όμως η Μπεατρίς άπλωσε το μπαστούνι της και τον τράβηξε στο κέντρο,όπως κάμνουν οι
ψαράδες με το καμάκι. «Και κοίταξε να πείς μόνο όσα διάβασες!» τον προειδοποίησε αυστηρά «Δεν έχουμε διάθεση ν’ακούσουμε τις προσωπικές σου φαντασιοπληξίες!» Ο καημένος ο Ξαβιέ!Ποτέ ξανά δεν είχε χρειαστεί να λογοδοτήσει σ’ένα τόσο μεγάλο κι ευυπόληπτο κοινό,που μάλιστα δεν απαιτούσε τις υπηρεσίες,αλλά την αυθεντία του.Η φωνή του,καθώς μιλούσε,θύμιζε τροπικό παπαγαλάκι. «Ε...ε...το...το βιβλίο έγραφε πως...οι μάγισσες-δηλαδή οι νεράιδες,εμφανίζονται μονάχα όταν πέφτει η ομίχλη,γιατί φοβούνται το φώς,ακόμη και το φώς του φεγγαριού...κι επειδή χθές και σήμερα η ομίχλη-» «Σου ζήτησε κανείς να προσθέσεις τη γνώμη σου;» φώναξε η Μπεατρίς. «Όχι,κυρία...χίλια συγγνώμη...τί έλεγα;Α,ναί-η ομίχλη!Και το βιβλίο έγραφε ότι βγαίνουν από την ομίχλη,κι ότι τρέφονται με την αμαρτία.» «Αυτό δεν κάνουμε όλοι μας;» ρώτησε γελώντας η Καρολίν. «Ναί...» είπε ο Ξαβιέ,γελώντας κι αυτός,αλλά η Μπεατρίς τον σούβλισε με το βλέμμα. «Όμως,κυρία,αυτές οι νεράιδες...που είναι οι κόρες του...του...του...» «Του Σατανά,Ξαβιέ,σταμάτα να παριστάνεις την αμαξοστοιχία!» «Του Σατανά,μάλιστα κυρία,αυτές οι νεράιδες λοιπόν τρέφονται με την παλιά αμαρτία,αυτήν που οι άνθρωποι κρύβουν,ξυπνούν για να εκδικηθούν παλιά εγκλήματα,και για τον σκοπό αυτό παίρνουν τη μορφή κάποιου που είχε σχέση μ’όλα αυτά τα εγκλήματα,κάποιου σκοτωμένου για παράδειγμα,και δεν ησυχάζουν παρά μόνο όταν έχουν εξολοθρεύσει όσους έχουν ξεχάσει το χρέος τους στον πατέρα τους...γιατί έτσι μας βλέπουνε όλους...ότι χρωστάμε στον πατέρα τους,και γι’αυτό μας σφραγίζουν... θέλω να πώ,όσους σκοτώνουν,με το σύμβολο του...του...του...» «Ξαβιέ,οι ασυναρτησίες σου περιπλέκουν τα πράγματα περισσότερο,» είπε η Μπεατρίς,κι αρπάζοντάς τον απ’το μπράτσο,τον κάθισε δίπλα της. «Κάθε άλλο,καλή μου Ζενεβιέβ,» είπε η Καρολίν,και προχώρησε ενθουσιασμένη στη μέση του φωτεινού κύκλου των κεριών. «Θα τολμούσα να πώ πως οι πληροφορίες που μας έδωσε ο μικρός σου γραμματέας-» «Όχι γραμματέας,κυρία,υπηρέτης,» ψέλλισε δειλά εκείνος. «Έστω-υπηρέτης,είναι εξαιρετικά διαφωτιστικές.Τώρα λοιπόν το πράγμα ξεκαθαρίζει.Άδικα ψάχναμε για συνωμότες και πειρατές.Τέρατα και σημεία!Έτσι εξηγούνται όλα!Οι νεκροί μας πληρώνουν κάποια παλιά τους αμαρτία!» Μ’ένα ζορισμένο γέλιο,ο Ζαφέτ πλησίασε από το μπάρ,όπου στεκόταν.Ήταν η πρώτη φορά από χθές που η Μπεατρίς άκουγε αυτό τον επιτηδευμένο καγχασμό. «Δεν μπορεί να τα εννοείς στα σοβαρά όλα αυτά,έτσι δεν είναι αγαπητή μου Καρολίν;» είπε,πιάνοντάς την απ’το χέρι. «Δεν είναι σωστό να αστειευόμαστε με το θάνατο των άλλων,συμφωνείς;» «Δεν αστειεύομαι καθόλου!» είπε η Καρολίν,και σοβαρή όπως πριν,τραβήχτηκε μακριά του. «Η εκδοχή των νεράιδων μου φαίνεται ολοένα και πιο πειστική. Κατ’αρχήν,ταιριάζει απόλυτα με όσα δεδομένα έχουμε ως τώρα.» «Δεδομένα;Μα ποιά δεδομένα μου λές;» φώναξε ο Ζαφέτ,μην μπορώντας να κρύψει άλλο την αγανάκτισή του, «Η ομίχλη;Είναι αυτά σοβαρά πράγματα;Κι έπειτα, τί αμαρτίες κι εγκλήματα,και πράσινα άλογα;Τί εγκλήματα είχε κάνει η Μαριάν;» «Α,αυτό δεν μπορώ να το ξέρω,» είπε αθώα η Καρολίν, «πάντως για τον Γκαστόν,όσο κι αν διαφωνείς,έχουμε ατράνταχτες αποδείξεις.Το ίδιο και για τον γιατρό.» «Τον γιατρό;Γιατί;Τί έκανε ο γιατρός;» ρώτησε ξαφνιασμένος εκείνος. «Δεν θυμάσαι την προειδοποίηση που είχε δεχτεί;» «Ναι,θείε,η κυρία Νικολά έχει δίκιο,» πετάχτηκε ξαφνικά ο Φιλίπ, «θυμάστε χθές το βράδυ,όταν ο δόκτωρ Βάις είχε διαβάσει κι αυτός το βιβλίο,που μας είπε για μια τσιγγάνα,η οποία του είχε πεί να φυλαχτεί από τις κόρες-»
«Ανοησίες!Καθαρές ανοησίες!» φώναξε ξαφνικά ο Ζαφέτ,κόβοντας τα λόγια του ανηψιού του στη μέση. «Σε νόμιζα πιο σοβαρό,Φιλίπ,απ’το να πιστεύεις αυτά που λένε οι τσιγγάνες!» ‘Ιδίως όταν τους τά’χεις υπαγορεύσει εσύ,’ σκέφτηκε πικρόχολα η Μπεατρίς. Ήταν διασκεδαστικό να τον βλέπεις,εγκλωβισμένο στα ίδια του τα ψέμματα. «Ο γιατρός ήταν προληπτικός,αυτό όλοι το γνωρίζαμε!» συνέχισε να φωνάζει. «Είδατε πώς έκανε για το διαμάντι!Όσο για τον Γκαστόν,αρνούμαι κάθε κατηγορία! Μα καλά,είναι δυνατόν να λέτε τέτοια πράγματα;» Βάδιζε νευρικά πέρα-δώθε,κοιτώντας κυρίως την Καρολίν. «Κι εσύ,Καρολίν,» της είπε μετά από λίγο, «μήπως και σε σένα δεν είπε την ίδια ιστορία,κάποιος μέθυσος στο λιμάνι;» «Χαίρομαι που το θυμάσαι,» του απάντησε εκείνη,με μια φωνή γεμάτη υποννοούμενα. «Αυτό δείχνει πως παρακολουθείς κι εσύ τον μύθο των νεράιδων!» «Δεν παρακολουθώ τίποτε!Αυτά είναι βλακείες δικές σας!» φώναξε ο Ζαφέτ, κι αφού κάθισε σε μια ψηλή καρέκλα,μπροστά στο μπάρ,άνοιξε ένα μπουκάλι με χέρια που έτρεμαν.Η Καρολίν πήρε και πάλι το λόγο. «Κι όμως,» είπε, «αφού όλες αυτές οι συμφορές,υλικές κι ανθρώπινες,μας φαίνονται αδιανόητες,αφού δεν μπορούμε να καταλάβουμε ποιός και για ποιόν λόγο θα ήθελε ν’αποκλειστούμε εδώ και στη συνέχεια να δολοφονήσει τον Γκαστόν κι όλους τους υπόλοιπους,δεν μπορούμε παρά να πιστέψουμε την λύση που μας προσφέρει ο μύθος.Η ομίχλη ταιριάζει,το ίδιο και τα σημάδια.Όσο για το έγκλημα...» «Τί θές να πείς;Ποιό έγκλημα;» σφύριξε εχθρικά ο Ζαφέτ. «Ίσως να μην πρόκειται για ένα παλιό έγκλημα,αλλά για ένα πρόσφατο,» είπε με στόμφο η Καρολίν.Στο άκουσμα αυτής της λέξης,η Μπεατρίς ένοιωσε τις τρίχες στο σβέρκο της να σηκώνονται,όπως τα φίδια που ακούνε τη φλογέρα. ‘Έχει γούστο να προβεί σε αποκαλύψεις!’ σκέφτηκε έντρομη.Αλλά ήταν πολύ αργά για να την σταματήσει.Η φίλη της ακουγόταν ολοένα και πιο θυμωμένη. «Μπορεί μάλιστα το έγκλημα να είναι τόσο πρόσφατο,που να μην έχει γίνει ακόμα,κι οι νεράιδες να βρίσκονται εδώ για να το εμποδίσουν!» Για μερικά δευτερόλεπτα,μια στραγγαλιστική σιωπή απλώθηκε στο σαλόνι. «Θα προτιμούσα να πείς καθαρά αυτό που σκέπτεσαι,αγαπητή μου,» είπε τότε ο Ζαφέτ,και σηκώθηκε απ’τη θέση του.Η Μπεατρίς δεν ένοιωθε καθόλου καλά. «Θα το προτιμούσες στ’αλήθεια,Ζαφέτ;» ρώτησε εκείνη.Δεν είχε υποχωρήσει ούτε ένα βήμα,παρόλο που εκείνος την πλησίαζε. «Θα προτιμούσες να σου πώ ότι λίγο πριν βρείς την φιλεναδίτσα σου νεκρή,εκείνη,μόνη της ή με την βοήθεια κάποιου άλλου,έκαναν το δωμάτιό μου άνω-κάτω,ψάχνοντας κι εγώ δεν ξέρω τί;» Γουρλώνοντας τα μάτια,ο Ζαφέτ πάγωσε στη θέση του.Η Μπεατρίς προσπάθησε να καταπιεί το σάλιο της κι απέτυχε.Μοναδική διέξοδος εκτόνωσης,το πόδι του Ξαβιέ,που πατούσε ασταμάτητα με το μπαστούνι της. «Η...η Μαριάν;Ποτέ δεν θα έκανε κάτι τέτοιο!» ψέλλισε ο Ζαφέτ. «Τα ίδια μας έλεγες και για τον έμπιστο Γκαστόν σου,» είπε φαρμακερά η Καρολίν, «κι όμως,χθές το βράδυ,με το ένα μάτι που του είχε απομείνει,κατάφερε να αποστηθίσει κάθε λεπτομέρεια της καμπίνας μου,κρυφοκοιτάζοντας απ’το κυάλι που υπάρχει στο πιλοτήριο του σκάφους!» Ο Ζαφέτ πήρε μια βαθιά εισπνοή,σαν χύτρα που βράζει.Τα μάτια του είχαν την όψη μισοβρασμένων αυγών. «Α-α-αδύνατον!Δεν υπάρχει τέτοιο εξάρτημα στο...στο σκάφος!» Η Μπεατρίς δεν ήξερε προς τα πού να κοιτάξει,κι από πού να φύγει.Γιατί όλη αυτή την ώρα,η Ροζαλί κι ο Φιλίπ είχαν σηκωθεί απ’τις θέσεις τους και παρακολουθούσαν έκθαμβοι την στιχομυθία της φίλης της με τον Ζαφέτ,δίνοντας την εντύπωση
πως μόλις το πράγμα στράβωνε στο παραμικρό,θα ορμούσαν κατά πάνω τους. ‘Ο Σατανάς να μας βοηθήσει!’ σκέφτηκε πανικόβλητη. «Όχι μόνο υπάρχει,αλλά σε διαβεβαιώ πως πριν από λίγη ώρα το χρησιμοποίησα κι εγώ,για να ρίξω μια ματιά και στις υπόλοιπες καμπίνες,» είπε χαιρέκακα η Καρολίν.Έπειτα γύρισε και κοίταξε την Ροζαλί. «Θα με συγχωρήσεις γι’αυτό,Ροζαλί χρυσό μου,αλλά έτυχε να κοιτάξω πρώτα στη δική σου καμπίνα-και μάντεψε τί είδα!» ‘Όχι-όχι μή μαντεύεις!’ ήθελε να φωνάξει η Μπεατρίς. «Είδα εμένα,αγαπητή μου,δηλαδή εσένα,αλλά μασκαρεμένη στα μαύρα,και με μια περούκα ίδια με τα μαλλιά μου!Δεν είναι καταπληκτικό;Κι έπειτα σε άκουσα να προβάρεις την φωνή μου,υποθέτω για να τον λόγο που θα εκφωνήσεις στη θέση μου, όταν εσύ κι οι φίλοι σου θα με έχετε βγάλει από τη μέση!» Η Ροζαλί είχε μείνει να την κοιτάζει εμβρόντητη,ενώ η Μπεατρίς εξέταζε σοβαρά το ενδεχόμενο να το σκάσει απ’το παράθυρο,με την πρώτη ευκαιρία. «Μα,αγαπητή κυρία Νικολά,μπορώ να σας εγγυηθώ προσωπικά ότι αυτό που είδατε,δεν ήταν παρά η αδερφή μου με την φίλη της,που προσπαθούσαν να δώσουν κάποιες συμβουλές μακιγιάζ στην Ροζαλί,» είπε ο Φιλίπ,πλησιάζοντας την Καρολίν με το σαγηνευτικό του χαμόγελο.Όμως ολόκληρο το πρόσωπό του έδινε την εικόνα πως κάποιος του είχε αφαιρέσει με μια σύριγγα όλη την αυτοπεποίθηση.Και τη στιγμή που πήγαινε ν’αγγίξει στον ώμο την ηλικιωμένη γυναίκα,εκείνη τινάχτηκε στον αέρα,κάνοντας πλήρη μεταβολή,σαν να την πλησίαζε οπλοφορώντας.Τα μικρά της μάτια έλαμπαν με πρωτοφανή οργή καθώς του έφτυνε τις λέξεις στα μούτρα. «Δεν μ’ενδιαφέρουν οι εγγυήσεις σου,απατεώνα!» γρύλλισε. «Και μην ανακατεύεις την αδερφή σου-είναι η μόνη που δεν ξέρει τίποτ’απ’όλα αυτά!Όσο για σένα, έχιδνα,» είπε,στρέφοντας το βλέμμα στην Ροζαλί, «δεν ξέρω πόσο σκοπεύεις να διασκεδάσεις με το καινούριο σου μακιγιάζ,αλλά να ξέρεις πως δεν θα τα καταφέρεις να ξεγελάσεις ούτε έναν από τους σωματοφύλακές μου!Το πιθανότερο είναι να βρεθείς στη φυλακή,όπου οι άλλες κρατούμενες θα σε κάνουν να ξεχάσεις τη λατρεία σου για τις ψωλές,όταν θα σε γαμάνε πέντε-πέντε στη σειρά!» Τα χείλη της Ροζαλί έτρεμαν από θυμό,κι ήταν φανερό πως το μόνο που την κρατούσε απ’την αντεπίθεση ήταν το γεγονός πως η Καρολίν είχε δίκιο σ’όσα έλεγε. Όμως και πάλι παρενέβη ο Φιλίπ,μπαίνοντας ανάμεσα στις δυό γυναίκες. «Κυρία Νικολά,σας παρακαλώ,νομίζω ότι παραλογίζεστε,» είπε. «Δεν αμφιβάλλω ότι είδατε κάτι στο δωμάτιο της φίλης σας,αλλά απ’αυτό το σημείο μέχρι του να υποστηρίζετε ότι εμείς εδώ επιβουλευόμαστε τη ζωή σας...» «Ναι,Καρολίν,νομίζω ότι το παρατραβάς το σχοινί,» είπε ο Ζαφέτ,πλησιάζοντας κι αυτός από πίσω της.Με τρόμο,η Μπεατρίς διαπίστωσε πως η φίλη της ήταν περικυκλωμένη.Για πρώτη φορά,κάτι το ηρωϊκό σάλεψε μέσα της.Αν όλοι αυτοί οι δειλοί αποφάσιζαν ξαφνικά να επιτεθούν στη φίλη της,θα άφηνε τους φόβους της κατά μέρους και θα την υπερασπιζόταν,πιθανώς προτάσσοντας τον Ξαβιέ.Αλλά κι η Καρολίν,κάνοντας τις ίδιες μάλλον σκέψεις,άρχισε να τους απωθεί με το χρυσό σκήπτρο των γυαλιών της,φωνάζοντας: «Φύγετε!Φύγετε από κοντά μου!» Καθώς δεν έβλεπε προς τα πού βάδιζε,χτύπησε πάνω στο καλάθι με την Βαλεριάνα,που έπεσε και στάθηκε δίπλα ακριβώς στην πόρτα.Η γάτα σήκωσε το κεφάλι της,χασμουρήθηκε,κι ύστερα έκλεισε τα μάτια κι αποκοιμήθηκε ξανά.Η αφνετικίνα της,όμως,είχε το κακό της το χάλι-λαχανιασμένη,είχε καταρρεύσει σε μια πολυθρόνα βαριανασαίνοντας.Με ένα χτύπημα στο αυτί,η Μπεατρίς έστειλε τον Ξαβιέ να της φέρει ένα ποτήρι νερό,ενώ κι οι υπόλοιποι φαίνονταν τόσο θορυβημένοι από την κατάστασή της,ώστε κανείς τους δεν σχολίαζε τα όσα είχε πεί.
‘Και μήπως τί μπορούνε να πούν,τα καθάρματα;’ σκέφτηκε η Μπεατρίς,κοιτώντας τους εχθρικά καθώς πλησίαζαν.Ήταν κρίμα που ακόμα κι ο Φιλίπ ήταν το ίδιο κάθαρμα με όλους τους άλλους,παρά τα ωραία του πόδια. «Τελικά φοβάμαι πως,αποδεχόμενοι τους παραλογισμούς,γινόμαστε κι οι ίδιοι παράλογοι,» είπε ο Ζαφέτ,προσφέροντας στην Καρολίν το μαντήλι του.Εκείνη ωστόσο δεν το άγγιξε,αλλά τράβηξε το χέρι της πίσω με αηδία.Κι έπειτα,βραχνιασμένη,είπε κάτι που τους έκανε όλους να μείνουν με ανοιχτό στόμα. «Δεν είμαι καθόλου παράλογη,» είπε, «και γι’αυτό ξέρω πως,όσο κι αν η φυσική μου ομοιότητα με την Ροζαλί δεν είναι και τόσο πειστική,άνθρωποι όπως εσείς δεν θα δίσταζαν μπροστά σε τίποτε για να επιτύχουν τον σκοπό τους.Αφού φτάσατε ως εδώ,δεν θα παίρνατε το ρίσκο να με αφήσετε ζωντανή,έτσι κι αλλιώς.Όμως επειδή το μόνο που με νοιάζει είναι αυτό ακριβώς,δηλαδή να εγκαταλείψω το σκατοκάραβό σου ζωντανή,εγώ κι η φίλη μου,θα ήθελα να μου φέρεις τώρα ένα κομμάτι χαρτί,Ζαφέτ,για να εκπληρώσω την μεγαλύτερη επιθυμία σου-να σε χρίσω κληρονόμο μου.» Πριν ακουστεί η τελευταία λέξη,ο Ζαφέτ ξέσπασε σε γέλια. «Μα...μα ακούς αυτά που λές,αγαπητή μου Καρολίν;» ρώτησε «Είναι δυνατόν;Εγώ;Κληρονόμος σου;Από πού κι ως πού;Όχι μονάχα είμαι κατά πολύ γηραιότερός σου,αλλά...δεν έχουμε και καμμία συγγένεια!» Ακουγόταν αρκετά ειλικρινής,όμως η Καρολίν επέμεινε. «Σε παρακαλώ,Ζαφέτ,» είπε συγκαταβατικά, «μην μου πρήζεις το συκώτι με ψεύτικες αντιρρήσεις.Αφού το ξέρω καλά,πως,για σένα και την οικογένειά σου,ήμουν πάντοτε κάτι σαν χρυσωρυχείο.Αν δεν θές να είσαι εσύ ο μοναδικός μου κληρονόμος, ορίστε,θα βάλω και το όνομα του ανηψιού σου,ή της ανηψιάς σου,άντε και της Ροζαλί,για να μην πάει χαμένος ο κόπος της.Ευχαριστημένοι;» Αυτή τη φορά,ο Ζαφέτ δεν ήξερε τί να πεί.Έτσι,όταν η Καρολίν σήκωσε το χέρι της,και σαν να παράγγελνε ποτό,φώναξε: «Χαρτί,παρακαλώ!»,ο Ξαβιέ σηκώθηκε αυθόρμητα από τη θέση του,και πήγε μέχρι την κοντινότερη βιβλιοθήκη.Η Μπεατρίς ίσως να τον σταματούσε,αν δεν τα είχε κι η ίδια εντελώς χαμένα.Για κάποιο λόγο,οι διαθήκες που συντάσσονταν χωρίς ο μακαρίτης να έχει πεθάνει,της προκαλούσαν νευρικότητα.Και παρόμοια θα πρέπει να ήταν τα αισθήματα των υπολοίπων,αφού μόλις η Καρολίν φόρεσε τα γυαλιά της και πήρε θέση μπροστά σ’ένα μαρμάρινο τραπεζάκι,τα ζορισμένα γέλια άρχισαν να πέφτουν βροχή. «Μα...μα...αυτό είναι ανήκουστο!Για ποιό λόγο εμείς να θέλουμε;...» «Κυρία Νικολά,δεν νομίζω πως είναι η ενδεδειγμένη στιγμή...» «Και να φορέσω εγώ,ρούχα σαν τα δικά σου!Δεν τρελλάθηκα!...» «Κι έστω-ας υποθέσουμε πως σ’όλα αυτά τα τερατώδη που φαντάζεσαι,έχεις δίκιο.Μπορείς να μου πείς για ποιό λόγο θα σκότωνα ποτέ τον Γκαστόν κι όλους τους άλλους;» Αυτά τα λόγια ανήκαν στον Ζαφέτ,αλλά την ίδια στιγμή που τα πρόφερε,ο Ξαβιέ επέστρεψε,κρατώντας μερικά κομμάτια χαρτί,κι ένα κηροπήγιο.Η Καρολίν τον ευχαρίστησε,έβαλε το κερί πάνω στο τραπεζάκι,κι άρχισε να τακτοποιεί τα φύλλα,σηκώνοντάς τα όρθια και χτυπώντας τα μερικές φορές στο μάρμαρο. «Τουλάχιστον έτσι,ό,τι και να μου συμβεί είστε εξασφαλισμένοι,οπότε ελπίζω πως θα φανείτε ευσπλαχνικοί απέναντι στην φίλη μου και τον υπηρέτη της...» Όλα αυτά έμοιαζαν με τρέλλα,όμως η Μπεατρίς ένοιωσε να συγκινείται.Θα δάκρυζε κιόλας,αν την ίδια στιγμή ο Φιλίπ δεν έλεγε: «Κυρία Νικολά-για δείτε.Στο τελευταίο χαρτί είναι γραμμένο κάτι.» Κι όπως η κίτρινη φλόγα φώτισε τις λέξεις στην κορυφή,που ήσαν γραμμένες με μεγάλα,μαύρα γράμματα,όλοι γύρω από το τραπέζι κρατήσαν την ανάσα τους.
«Αυτό είναι απίθανο!» είπε η Καρολίν,κι η πρωτύτερη ταραχή της ξέσπασε μονομιάς σ’έναν χείμαρρο γέλιου. «Καταπληκτικό,ευφυέστατο!Και πόσο προνοητικό!Έτσι δεν χρειάζεται να μπώ κάν στον κόπο να σκεφτώ τί θα πάρει ο καθένας!Μόνο,γιά να δώ,μου αφήνω άραγε τίποτε;» Και καθαρίζοντας το λαιμό της ανάμεσα σε καινούρια γέλια,άρχισε να διαβάζει το μικρό κείμενο μπροστά στο άφωνο κοινό της.
Η διαθήκη μου Τώρα πιά,κατάκοπη μπροστά στο τέλος που ολοένα πλησιάζει,με το βάρος των χρόνων να ζυγιάζει επάνω μου το ίδιο φριχτό όπως και της ενοχής,θέλω να φύγω με την ανάμνηση μιάς τουλάχιστον απ’αυτές που ο κόσμος αποκαλεί ‘καλές πράξεις’. Έτσι,μ’αυτό μου εδώ το κείμενο,που κανείς δεν έχει δικαίωμα ν’αμφισβητήσει,αφού δεν έχω κληρονόμους εξ’αίματος,δηλώνω πως ρητή μου επιθυμία είναι,μετά τον θάνατό μου, ό,τι ήτανε ποτέ δικό μου να περάσει στα χέρια της οικογένειας Ντε Ραστιγιάκ,που με την πο-λυετή φιλία και υποστήριξή της υπήρξε το κοντινότερο που είχα σε δική μου οικογένεια. Μετά τιμής, Καρολίν Νικολά,Δούκισσα του Νταντήλιον Σλήβ. Τελειώνοντας την ανάγνωση,η Καρολίν έβγαλε τα γυαλιά της,έγειρε στην πολυθρόνα της,και μ’έναν αέρα γέρου συμβολαιογράφου,άναψε ένα τσιγάρο στην άκρη της πίπας της και πήρε μια βαθιά ρουψηξιά. «Μάλιστα,» είπε ύστερα από λίγο. «Κυρία Νικολά;» Η πρώτη διστακτική φωνή ανήκε στον Φιλίπ.Τα γουρλωμένα μάτια του έλαμπαν με κάτι που θα μπορούσε να είναι απληστία,αν οι συνθήκες δεν ήσαν τόσο εξωφρενικές. «Κυρία Νικολά;» είπε ξανά, «Αυτή η διαθήκη...δεν είναι αληθινή,έτσι;» «Μα όχι,είναι απολύτως αληθινή,» είπε μ’ένα χαμόγελο εκείνη. «Καρολίν,νομίζω ότι ακούσαμε αρκετά από τα αστεία σου για σήμερα-» ξεκίνησε να λέει ο Ζαφέτ,όμως η Καρολίν σήκωσε το χέρι,κάνοντάς τον να σωπάσει. «Είναι αληθινή,» είπε,σηκώνοντας το χαρτί στον αέρα, «γιατί μπορούμε όλοι να την δούμε,να την αγγίξουμε,να την διαβάσουμε.Κι αυτό είναι το πιο σημαντικό.Είναι λοιπόν αληθινή.Απλά,δεν έχει γραφτεί από μένα.» «Δε...δεν έχει γραφτεί από σένα;» ρώτησε η Ροζαλί, «και τότε ποιός;...» «Α,πού θές να ξέρω,χρυσό μου;» είπε αδιάφορα,ρίχνοντας τη στάχτη στο πάτωμα. «Πάντως αυτά δεν είναι τα γράμματά μου.Κατ’αρχήν,έχουν γραφτεί με το αριστερό,αυτό φαίνεται απ’τα εκατό μέτρα.Εγώ,απ’όσο ξέρω,γράφω με το δεξί.Κι έπειτα αντιπαθώ αυτού του είδους τις ποιητικές βλακείες,με το βάρος των χρόνων και τις ενοχές.Το κείμενο αυτό γράφτηκε από έναν αριστερόχειρα ποιητή που μάλλον δεν έχει διαβάσει ποτέ χειρόγραφο κείμενό μου.»
Όση ώρα μιλούσε,η Μπεατρίς κοίταζε το κίτρινο χαρτί,πλημμυρισμένη από μιαν ανατριχιαστική περιέργεια.Αν κάποιος είχε γράψει την διαθήκη της φίλης της για λογαριασμό της,αυτό σήμαινε πως θεωρούσε τον θάνατό της βέβαιο. ‘Τί θράσος, Χριστέ μου!’ σκέφτηκε, ‘Ποιός θα τολμούσε να κάνει κάτι τέτοιο;’ Και σαν να είχε διαβάσει το μυαλό της,ο Ζαφέτ αναφώνησε. «Μα έλα τώρα,Καρολίν!Είσαι σίγουρη πως δεν μας κάνεις πλάκα;Για το Θεό, ποιός θα τολμούσε να πλαστογραφήσει την διαθήκη σου σε πρώτο πρόσωπο,την στιγμή που είσαι ακόμη ζωντανή;» «Υποθέτω ότι πρόκειται για τον ίδιο πλακατζή που κατέστρεψε τον εξοπλισμό της ψαρόβαρκάς σου,κι έπειτα άρχισε να μας ξεπαστρεύει,έναν-έναν.Πρόκειται για μεγάλο φαρσέρ,σε διαβεβαιώ.» Μ’αυτά τα λόγια έσβησε το τσιγάρο,κι η φωνή της έγινε απότομα σοβαρή. «Όμως αυτή τη φορά,ο κύριος αυτός,ή η κυρία,» συμπλήρωσε, ρίχνοντας μια φαρμακερή ματιά προς το μέρος της Ροζαλί, «το παράκανε με τα αστειάκια του.Γιατί αν νομίζει πως με τέτοιες εκθέσεις του δημοτικού θα καταφέρει να με ξεγελάσει,εμένα ή τους δυό χιλιάδες αετονύχηδες δικηγόρους που παραφυλάνε την περιουσία μου νύχτα-μέρα,κάνει πολύ μεγάλο λάθος.Δεν θα γλυτώσει τόσο εύκολα από μένα.» Κι ανάβοντας ένα σπίρτο,το έφερε κάτω απ’την τσαλακωμένη διαθήκη, και της έβαλε φωτιά.Η χάρτινη σφαίρα άρπαξε αμέσως,κι η Καρολίν,σαν να μην την ένοιαζε καθόλου αν ολόκληρος ο Καλιμπάν θα τυλιγόταν στις φλόγες,σηκώθηκε από τη θέση της,τυλίχτηκε στην εσάρπα της,και προχώρησε προς την πόρτα όπου βρισκόταν το καλάθι με τη γάτα της. «Πάμε,Βαλεριάνα μου,» της είπε, «εμείς δεν έχουμε καμμιά θέση ανάμεσα σ’αυτούς τους ανθρώπους.» «Καρολίν!Στάσου μια στιγμή!» Ο Ζαφέτ είχε σηκωθεί από την θέση του,κι ερχόταν στο κατόπι της.Αλλά εκείνη,τεντώνοντας το χέρι σαν τροχονόμος,του έκανε νόημα να μην την πλησιάσει περισσότερο. «Μα,δεν καταλαβαίνεις πόσο γελοία είναι όλα αυτά που σκέφτεσαι;» της φώναξε,και για να κάνει πιο δραματική την έκκλησή του,πρόσθεσε ένα από εκείνα τα ψεύτικα γέλια. «Απ’όλα όσα λέει αυτό το χαρτί,σκέψου πως ένα τουλάχιστον είναι αληθινό-η φιλία που σε συνδέει εδώ και τόσα χρόνια με την οικογένειά μας!Δεν μπορεί να την ξεχνάς,ό,τι κι αν έγινε χθές και σήμερα!» Η απάντησή της ήταν όλο χολή. «Οι φίλοι,» είπε, «δεν συνηθίζουν να χρίζουν εαυτούς κληρονόμους των φίλων τους,ιδίως πριν εκείνοι πεθάνουν.» Ο Ζαφέτ πήγε να φέρει κάποια αντίρρηση,όμως η Καρολίν τον πρόλαβε. «Ξέρω τί θα μου πείς-αλλά δεν με απασχολεί.Εκείνο που ξέρω είναι ότι κάποιος απ’τους δικούς σου καλεσμένους,στο δικό σου καράβι,πήρε ένα κομμάτι απ’το δικό σου χαρτί κι έγραψε πάνω ότι αφήνω την περιουσία μου σε σένα και το σόι σου,χωρίς κάν να το γνωρίζω.Αυτό τα λέει όλα!» Και στερεώνοντας τα γυαλιά στη μύτη της,τίναξε προς τα πίσω το λαιμό μ’έναν αέρα αριστοκρατίας,και βγήκε απ’το σαλόνι του Καλιμπάν.Η Μπεατρίς δεν ήξερε αν έφταιγε αυτό το τελευταίο σχόλιο που συνόψιζε την αλήθεια,ο φόβος της να μείνει μόνη με τους άλλους,ή η έγνοια ότι η φίλη της δεν κουβαλούσε ούτε ένα κερί μαζί της,πάντως μόλις την είδε να διαβαίνει την ξύλινη πόρτα,άρπαξε ένα κηροπήγιο, και φωνάζοντας: «Καρολίν,περίμενέ με!» έτρεξε πίσω της. «Μην μ’ακολουθείς,καλή μου Ζενεβιέβ,» της είπε εκείνη, «δεν θέλω να σε μπλέξω περισσότερο στα προβλήματά μου.» «Δεν ακούω τίποτε,» είπε η Μπεατρίς,και προφταίνοντάς την στην αρχή της σκάλας,την έπιασε σφιχτά από το χέρι. «Τα προβλήματά σου είναι και δικά μου.Αλλιώς,τί φίλη θα ήμουν;» Και μ’ένα χαμόγελο,άρχισε να κατεβαίνει μαζί της τη σκοτεινή σκάλα. ‘Ελπίζω να μην πληρώσω πολύ ακριβά αυτούς τους ηρωισμούς,’ σκεφτόταν ένα κομμάτι του μυαλού της.Ο Ξαβιέ ακούστηκε πίσω τους να κουτρουβαλά-
ει με το μόνιμα φοβισμένο βήμα του ανθρώπου που τρέμει τη θάλασσα,και φοβάται ότι το πάτωμα του καραβιού ανά πάσα στιγμή μπορεί να μουσκέψει,να υποχωρήσει, και να τον καταπιεί το μαύρο κύμα.Καλού-κακού,του φώναξε να μην χρονοτριβεί. «Θα ήταν προτιμώτερο να καθίσουμε στην δική σου καμπίνα,αν δεν έχεις αντίρρηση,χρυσό μου,» της είπε η Καρολίν μόλις φτάσαν στην άκρη του διαδρόμου. «Η δική μου μου φέρνει τρόμο στην όψη,έτσι όπως την ανακατέψαν.Μονάχα μια στιγμή,να πάρω κάτι που θέλω,κι έρχομαι αμέσως να σας βρώ.» Και μ’αυτά τα λόγια,μπήκε στην καμπίνα της,κλείνοντας πίσω την πόρτα.Για πρώτη φορά,η Μπεατρίς σκέφτηκε ότι δεν είχε δεί ποτέ το εσωτερικό του δωματίου της φίλης της. ‘Ίσως να έχει μαζί της κανένα δοχείο νυχτός,κι αυτό να της προκαλεί αμηχανία,’ συλλογίστηκε.Πράγματι,το μπάνιο ήταν στην άλλη άκρη του διαδρόμου, κι η ίδια,όσες φορές χθές το βράδυ είχε αισθανθεί την ανάγκη να κατουρήσει,το είχε αναβάλλει από βαριεστημάρα. ‘Τόσο το καλύτερο,’ πρόσθεσε μ’ένα χαμόγελο καθαρόαιμου τεμπέλη, ‘αν καθίσουμε στην δική μου καμπίνα θα μπορέσω να ξαπλώσω κιόλας,όση ώρα θα τετραγωνίζουμε τον κύκλο.Αλλά πάλι...θα είναι αρκετά τακτικό; Κι αν μυρίζει;’ Αυτό το τελευταίο την φόβιζε περισσότερο απ’ όλα,καθώς για την ίδια είχε περάσει πάνω από μια βδομάδα απ’την τελευταία φορά που το σώμα της είχε αγγίξει νερό.Κόντευε το χρυσό χειμωνιάτικο δεκαπενθήμερο.Έτσι,στρέφοντας το βλέμμα στον Ξαβιέ που στεκόταν πίσω της σαστισμένος,τέντωσε το χέρι της και του υπέδειξε την αποστολή του. «Τρέχα γρήγορα να συμμαζέψεις και να αερίσεις-το δωμάτιο σίγουρα θα μυρίζει σαν στάβλος εξαιτίας σου!» Η Καρολίν κατέφτασε πέντε λεπτά αργότερα,ενώ η Μπεατρίς αέριζε ακόμη, κουνώντας πανικόβλητη έναν κορσέ και μουρμουρίζοντας: «Μα τί στο καλό,εδώ μέσα πεθάναν όλοι;» Όμως η φίλη της δεν φάνηκε να το προσέχει κάν.Το πρόσωπό της έλαμπε από ενθουσιασμό κι ανυπομονησία,και στα χέρια της,εκτός απ’το κηροπήγιο και το καλάθι με την γάτα,κρατούσε ένα μικρό βαλιτσάκι από μαύρο δέρμα. «Καθίστε,καθίστε αγαπητά μου παιδιά,κι ας κάνουμε ησυχία,» είπε,παίρνοντας θέση πάνω στο κρεβάτι.Η Μπεατρίς κι ο Ξαβιέ υπακούσαν,σαν παιδιά. «Νομίζω πως μόλις τώρα βρήκα το κλειδί του μυστηρίου!» ψιθύρισε όλο περηφάνεια η Καρολίν,κι έβαλε τα γέλια. «Τώρα κατάλαβα γιατί οι κρετίνοι μου κάναν το δωμάτιο άνω-κάτω!Είναι εντελώς γελοίο-δεν ψάχναν το διαμάντι!» «Χριστέ μου,κυρία,έχετε μαζί σας το καταραμένο διαμάντι;» ρώτησε έντρομος ο Ξαβιέ.Αλλά η Μπεατρίς τον καπέλωσε με τον κορσέ που κρατούσε. «Με συγχωρείς γλυκιά μου,ο Ξαβιέ είχε ξεχάσει να φορέσει το φίμωτρο-αλλά τί μου λές;Ώστε δεν γυρεύαν τιμαλφή;» ρώτησε,προσθέτοντας νοερά: ‘Μα τί βλάκες! Εγώ αυτό θα έκανα!’ «Όχι,κάθε άλλο,και γι’αυτό λυσσάξανε και δεν αφήσαν τίποτε όρθιο!Θέλανε κάτι πολύ πιο απλό κι ευτελές,μονάχα που δεν υπήρχε-κάτι που θα τους βοηθούσε να συντάξουν μια πιό αληθοφανή εκδοχή αυτής της αξιοθρήνητης διαθήκης.» «Δηλαδή;Και για μάς που δεν καταλαβαίνουμε;» «Μα,καλή μου Ζενεβιέβ,είναι ολοφάνερο!Έψαχναν κάποιο χαρτί γραμμένο από μένα,για να αντιγράψουν τον γραφικό μου χαρακτήρα!Κι επειδή δεν υπήρχε τίποτε τέτοιο στο δωμάτιό μου-κι αυτό από καθαρή σύμπτωση-αποφασίσαν να αυτοσχεδιάσουν,και μάλιστα ήταν τόσο ηλίθιοι,που όχι μόνο την γράψανε με το αριστερό, αλλά την ξεχάσαν στο σαλόνι,σαν να ήταν καμμιά λίστα με ψώνια!» Κι η Καρολίν άρχισε και πάλι να γελά.Η Μπεατρίς θα ήθελε πολύ να την μιμηθεί,αν μή τί άλλο για να τεκμηριώσει τις προηγούμενες ηρωικές της δηλώσεις,αλλά ο φόβος δεν άφηνε τα χείλη της να σχηματίσουν την γκριμάτσα του γέλιου. «Και τώρα;Τί θα κάνουν τώρα;»
«Ιδέα δεν έχω!» είπε η Καρολίν,που φαινόταν να διασκεδάζει ιδιαίτερα με το αστυνομικό μυθιστόρημα που εξελισσόταν. «Αυτό μάλλον θα εξαρτηθεί απ’το πόσο πειστική είναι η Ροζαλί στον ρόλο μου.Είναι;» «Απ’το λίγο που είδα,φοβάμαι πως είναι,» είπε η Μπεατρίς,χαμηλώνοντας τα μάτια. «Πράγμα που σημαίνει...» «Που σημαίνει ότι θα επιχειρήσουν να με φάνε προτού έρθουν οι σωτήρες μας εξ ουρανού,» συμπλήρωσε ψύχραιμα η Καρολίν,κι άναψε ένα τσιγάρο. «Έτσι κι αλλιώς,το αρχικό τους σχέδιο,που απ’όσο κατάλαβα ήταν να με αντικαταστήσουν κάπου στην πορεία,ίσως αφού φτάναμε στο νησί,όπου δεν θα με ήξερε κανένας,έχει ήδη ναυαγήσει οριστικά.Κι απ’την άλλη,δεν μπορούν να ρισκάρουν να είμαι ζωντανή όταν θα έρθουν οι σωματοφύλακές μου.Κανείς δεν τους εγγυάται πως δεν θα τα ξεράσω όλα με την πρώτη ευκαιρία-κι οι άνθρωποι σαν τον Ζαφέτ και τον ανηψιό του δεν έχουν καθόλου ταλέντο στη φυλακή!» ‘Κάθε άλλο!’ σκέφτηκε η Μπεατρίς,κι αυτοστιγμεί έπλασε μια φαντασίωση, όπου ο Φιλίπ ήταν ο νεαρός κρατούμενος,κι εκείνη η παλιά καραβάνα του κελλιού,ένας από εκείνους τους τριχωτούς δολοφόνους με σβέρκο σαν αυλή.Υπ’αυτές τις συνθήκες,ακόμη κι αν δεν είχε ταλέντο,ο Φιλίπ θα ήταν ένας υπέροχος ατάλαντος. «Και...και οι φόνοι,κυρία;» ρώτησε ξαφνικά ο Ξαβιέ,διακόπτοντας την φαντασίωσή της. «Ποιός πιστεύετε ότι...δεν φοβάστε μήπως οι νεράιδες;-» «Ποιές νεράιδες,χρυσό μου;» είπε η Καρολίν,και γελώντας,του τσίμπησε το μάγουλο. «Αυτά είναι ιστορίες για μικρά παιδιά,σαν εσένα και την κυρία σου.Δεν υπάρχουν νεράιδες σ’αυτό το καράβι,ούτε για δείγμα.» «Κι ο Γκαστόν;Ο Μαουρίτσιο,η Μαριάν,ο γιατρός;Τα σημάδια;» «Όλοι αυτοί κατά τη γνώμη μου,πλήρωσαν το τίμημα του να συμμετέχουν στο ίδιο σχέδιο με κάποιον τόσο άπληστο όσο ο Ζαφέτ,ή ίσως κι ο ανηψιός του.» ‘Όχιιιι!Μην το λές αυτό!!!’ ήθελε να ουρλιάξει η Μπεατρίς,αλλά φυσικά η πραγματικότητα δεν μπορούσε να διαστρεβλωθεί για τα ματάκια του Φιλίπ. «Και το ερώτημα είναι,» συνέχισε η Καρολίν, «πόσο αποφασισμένοι είναι οι φίλοι μας να προχωρήσουν στο σχέδιό τους;Γιατί,κρίνοντας απ’το μακελειό που έγινε πριν καλά-καλά φτάσουμε στον προορισμό μας,προβλέπω μεγάλο γλέντι!» Η ψυχραιμία της,κι η διάθεσή της ν’αστειεύεται με την επικείμενη σφαγή τους ήσαν τουλάχιστον αποκαρδιωτικά.Για μερικές στιγμές η Μπεατρίς αναρωτήθηκε μήπως ήταν όντως λογοτεχνικός χαρακτήρας,κι ανησυχούσε άδικα για όλα αυτά. ‘Όμως αποκλείεται,’ βιάστηκε να προσθέσει, ‘κανένας λογοτεχνικός χαρακτήρας δεν βρωμάει έτσι!’ Κι ο Ξαβιέ φαινόταν να μοιράζεται την αγωνία της. «Αλλά κυρία,» είπε,κοιτώντας με απελπισία την Καρολίν, «πώς εξηγείτε την καταστροφή του ασύρματου,τις ζημιές;Το ότι είμαστε απομονωμένοι;Εγώ φοβάμαι πως τα λόγια εκείνου του κυρίου,στο λιμάνι,είναι αληθινά,κι ότι ο Γκαστόν ακολούθησε κάποιο κάλεσμα,που τον τραβούσε στη θάλασσα,γι’αυτό έκανε ό,τι έκανε...κι από τότε,απ’τη στιγμή δηλαδή που σταματήσαμε να κινούμαστε,οι νεράιδες ανέβηκαν στο καράβι,κι άρχισαν να μας σκοτώνουν έναν-έναν.» Είχε πάρει τέτοια πρωτοφανή φόρα,ώστε η Μπεατρίς,που υπό άλλες συνθήκες θα τον έκανε να σιωπήσει με έναν πενθήμερο περιορισμό,είχε μείνει να τον παρατηρεί άναυδη.Κι ο Ξαβιέ εξακολούθησε την παρανοϊκή επιχειρηματολογία του. «Και το βιβλίο,το βιβλίο,κυρία,» είπε,γυρνώντας τώρα προς το μέρος της, «το βιβλίο έλεγε πως οι νεράιδες δεν μπορούν να μπούνε στο σώμα μονάχα όσων δεν είναι ο πραγματικός τους εαυτός,και παίζουν ένα ρόλο,κι ότι επιπλέον αυτοί οι άνθρωποι λειτουργούν σαν μέντιουμ ανάμεσα στον κόσμο των ανθρώπων και των δαιμόνων,κι ότι βλέπουν σημαδιακά όνειρα,και γι’αυτό σκέφτηκα ότι εσείς,που-» Γουρλώνοντας τα μάτια,η Μπεατρίς έβγαλε μια κραυγή.
«Σκασμός,τέρας!Ψευδοπροφήτη!Εσύ θα μας μπερδέψεις όλους εδώ μέσα!» «Μα,κυρία,» επέμεινε εκείνος, «όταν σας ξύπνησα πριν από λίγο,θυμάστε,με ρωτήσατε πού είναι η γαζέλα,κι έπειτα η γαζέλα...θέλω να πώ,η δσεποινίς Μαριάν...» «Τί ακούω,χρυσό μου;» είπε η Καρολίν,με το γνωστό της μειδίαμα, «Πόσες εκπλήξεις ακόμα μου κρύβεις;Γιατρός,μέντιουμ,στο τέλος θ’αρχίσω να υποψιάζομαι ότι εσύ διαπράττεις τους φόνους εδώ μέσα,και μετά παριστάνεις την ανήξερη!» Η Μπεατρίς γέλασε με όλα της τα δόντια,αλλά στο στήθος η καρδιά της έκανε ακόμη τούμπες με την παρ’ολίγον αποκάλυψη του μυστικού της.Κι όση ώρα προσπαθούσε να χαριτολογήσει στην Καρολίν,λέγοντας πως όλα αυτά ήταν φαντασίες του Ξαβιέ,κι ότι μ’ένα χέρι ξύλο όλα θα διορθώνονταν,κάρφωνε τον υπηρέτη της με ύφος Βάνδαλου.Δεν ήταν άλλωστε σίγουρη πως,έστω και χωρίς να έχει ολοκληρώσει την γκάφα του,η Καρολίν δεν είχε καταλάβει αυτό που ήθελε να πεί. «Κι όμως,κι όμως,εγώ πιστεύω πως εσύ κι ο καλός σου Ξαβιέ φτιάχνετε ένα φοβερό δίδυμο ντετέκτιβ!» Αυτό ήταν το συμπέρασμα που εξέφρασσε η φίλη της μετά από λίγο. «Μην ξεχνάς το θρίαμβο της νεκροψίας του Γκαστόν,κι ότι ο Ξαβιέ ήταν εκείνος που ανακάλυψε την διαθήκη!Γι’αυτό κι εγώ αποφάσισα να σας εμπιστευτώ το επόμενο μέρος του σχεδίου μου,όσο εγώ θα αναπαύομαι στον τάφο μου.» Κι οι δυό τους έπαψαν να ανασαίνουν,και την κοίταξαν έντρομοι. «Μα για το Θεό,» είπε εκείνη, «πρέπει να σταματήσετε να παίρνετε ό,τι λέω κυριολεκτικά!Θέλω να πώ,ότι,για τις επόμενες ώρες,εγώ θα κλειδωθώ στην καμπίνα μου και δεν θα απαντήσω παρά μονάχα στα δικά σας χτυπήματα.Θα παριστάνω το επόμενο πτώμα.Αν οι υπόλοιποι μασκαράδες το πιστέψουν,θα προχωρήσουν απερίσπαστοι στην σκευωρία τους-θα μασκαρέψουν την Ροζαλί,και θα περιμένουν.Εξάλλου νομίζω πως τους έπεισα ότι η διαθήκη τους δεν έχει καμμιά ελπίδα,οπότε τώρα η μοναδική τους ευκαιρία είναι να φτάσει στο νησί του Μάν η ψεύτικη Καρολίν.» «Δεν καταλαβαίνω,» είπε η Μπεατρίς σαστισμένη, «κι εμείς τί θα κάνουμε;» «Εσείς,θα αναλάβετε να τους παρακολουθείτε!» «Α,όχι!Α,όχι!Αποκλείεται!Εγώ φοβάμαι!» «Όμως εσύ δεν φοβάσαι,έτσι δεν είναι,χρυσό μου;» είπε η Καρολίν,κοιτώντας τον Ξαβιέ με σηκωμένα φρύδια.Εκείνος ξεροκατάπιε,και είπε: «Όχι,κυρία...δηλαδή,θέλω να πώ,φοβάμαι μόνο τις νεράιδες...» «Ωραία,επειδή λοιπόν νεράιδες δεν υπάρχουν,πιάσε αυτό,και καλή επιτυχία!» Και μ’αυτά τα λόγια,η Καρολίν πέταξε στα χέρια του Ξαβιέ το δερμάτινο βαλιτσάκι που κρατούσε από ώρα. «Τί είναι αυτό;» ρώτησε,με τα χέρια του να τρέμουν. «Άνοιξέ το και θα δείς.Είναι δώρο ενός παλιού φίλου.» Αλλά απ’το φόβο,τα δάχτυλα του Ξαβιέ είχαν καταληφθεί από τρομερή αδεξιότητα,έτσι που δεν μπορούσαν να ανοίξουν το χρυσό κούμπωμα της βαλίτσας. «Α,φέρ’το εδώ επιτέλους,ακαμάτη!» γρύλλισε η Μπεατρίς,κι αρπάζοντάς το απ’τα χέρια του,το άνοιξε άπληστα.Βλέπετε,όσο κι αν ακούγεται παράλογο,περίμενε πως μέσα θά’βρισκε κάποιο πολύτιμο μπιχλιμπίδι,όπως λόγου χάρη μια πίπα από φίνο ιβουάρ,ή καμμιά βεντάλλια από έβενο.Αλλά... «Α!Ένα πιστόλι!Πάρ’το!Πάρ’το!Χριστέ μου!» Πλημμυρισμένη από φρίκη,πέταξε το ανοιχτό βαλιτσάκι και πάλι στην αγκαλιά του Ξαβιέ.Εκείνος το πήρε,το έβγαλε απ’τη θήκη του,κι άρχισε να το περιεργάζεται,σημαδεύοντας όπου νά’ναι. «Μη σημαδεύεις κατά πάνω μου,βρε βλάκα!» ούρλιαξε η Μπεατρίς. «Σσσσ-σσς,παιδιά μου,ψυχραιμία!» είπε η Καρολίν,κουνώντας τα χέρια. «Δεν χρειάζεται να μάθουν όλοι στο πλοίο ότι είμαστε οπλισμένοι.Και νομίζω πως ήρθε η ώρα να ξεκινήσουμε την μυστική μας αποστολή κατασκοπείας.»
Οι οδηγίες ήταν απλές: Ο Ξαβιέ θα έβγαζε βόλτα το καλάθι με την Βαλεριάνα,με την δικαιολογία ότι ήθελε να κάνει τα κακά της.Συγχρόνως,θα φρόντιζε να κρυφακούσει επιμελώς ό,τι λεγόταν πίσω απ’τις κλειστές πόρτες των δωματίων,στο σαλόνι,την κουζίνα,παντού.Κι αν κάποιος απ’τους συνεπιβάτες καταλάβαινε τί έκανε κι εμφάνιζε επιθετικές διαθέσεις,ήταν ελεύθερος να χρησιμοποιήσει το όπλο σαν απειλή,λέγοντας πως η κυρία του και η φίλη της δεν ήταν διατεθειμένες να δεχτούνε άλλες αηδίες. «Για πές το πάλι!» τον διέταξε η Καρολίν. «Η...κυρία μου και....και η φίλη της,δεν είναι διατεθειμένες να δεχτούν...άλλες α...αηδίες,κύριε,» είπε εκείνος,χαμηλώνοντας με δουλικότητα τον τόνο στο τέλος. «Καλέ μου Ξαβιέ,τρέμω και μόνο που σ’άκουσα-θα τους κάνεις να χεστούν!» είπε ειρωνικά η Μπεατρίς. «Τουλάχιστον πρόσεχε μη σκοτωθείς μ’αυτό το πράμα!» «Α,παρολίγο θα το ξεχνούσα!» είπε η Καρολίν,κι από μια τσέπη της μικρής βαλίτσας έβγαλε ένα άσπρο δεματάκι που περιείχε κάτι μαύρο.Και χτυπώντας τον Ξαβιέ στην πλάτη,του έδωσε να φορέσει ένα ζευγάρι μαύρα δερμάτινα γάντια. «Κάθε δολοφόνος που σέβεται τον εαυτό του φοράει τέτοια γάντια!» είπε. ΧΙΧ Λίγα λεπτά αργότερα,την Καρολίν έπιασε ένας ξαφνικός κοιλόπονος. «Ωχ,ωχ,ωχ,φοβάμαι πως ετοιμάζω βόμβα!Πρέπει να πάω γρήγορα στο μπάνιο!» είπε,και σηκώθηκε απ’το κρεβάτι βιαστικά. «Θα’ρθώ μαζί σου!» φώναξε η Μπεατρίς,πανικόβλητη στην ιδέα του να μείνει μόνη της στο δωμάτιο. «Όχι,αγαπητή μου Ζενεβιέβ,αρκετοί έχουν πεθάνει σ’αυτό το καράβι,» είπε η φίλη της,καθίζοντάς την κάτω.Συγχρόνως έτριβε την κοιλιά της,λέγοντας ένα σωρό ‘Ωχ,ώχ!’ «Άλλωστε δεν θα κάνω ούτε πέντε λεπτά!» Η Μπεατρίς προσπάθησε και πάλι να την μεταπείσει,αλλά εκείνη επέμεινε. «Δεν θές να τα κάνω εδώ μέσα,έτσι δεν είναι;» της είπε άγρια,όταν πάσχισε να την εμποδίσει στην πόρτα,κι έφυγε τρέχοντας προς την κατεύθυνση του μπάνιου. Με το που έμεινε μόνη,η Μπεατρίς κλείδωσε την πόρτα και χώθηκε ολόκληρη κάτω απ’την κουβέρτα,τρέμοντας από φόβο. ‘Χριστέ μου,συγχώρεσέ με για την απληστία μου,’ έλεγε από μέσα της, ‘αν με γλυτώσεις απ’αυτή την φοβερή κατάσταση σου υπόσχομαι πως δεν θα εξαπατήσω ποτέ και κανέναν-εκτός απ’την περίοδο των εκπτώσεων-κι ότι θα είμαι καλή με τον Ξαβιέ και με όλο τον κόσμο!Κι αυτός ο τρισκατάρατος ο Ξαβιέ,’ πρόσθετε αμέσως, ‘πόση ώρα θέλει για να κρυφακούσει;Μόνο όταν κρυφακούει εμένα γίνονται τ’αυτιά του ραντάρ!Κι η Καρολίν;Αν ο πόνος που την έπιασε δεν περάσει στην τουαλέττα;Αν την δηλητηριάσαν,με κάποιον τρόπο;Τί θα κάνουμε;’ Η καρδιά της χτυπούσε με τόση μανία,που ένοιωθε το αίμα να σφύζει κάτω από το δέρμα του κρανίου της.Για πρώτη φορά συλλογίστηκε σοβαρά το ενδεχόμενο να τα κακαρώσει απ’το φόβο.Αλλά αυτό ήταν πολύ εξευτελιστικό για να το δεχτεί.Έπρεπε πάση θυσία να ηρεμήσει-τώρα που είχαν και όπλο,όλα θα πήγαιναν καλά.Θα μπορούσαν να κάνουν μια συμφωνία με τον Ζαφέτ και τους άλλους,να τις αφήσουν να ζήσουν,κι αυτές δεν θα λέγαν τίποτε στην αστυνομία που θα τους μάζευε,αλλιώς άμα δεν συμφωνούσε,θα τους καθάριζαν όλους,όχι παίζουμε! Κάμνοντας τέτοιες κι άλλες παρήγορες σκέψεις,η Μπεατρίς έκλεισε τα μάτια της κι άρχισε αν ανασαίνει επίτηδες αργά.Η ηρεμία ερχόταν,την τύλιγε όπως το σκοτάδι της κουβέρτας.Ήταν παράξενο που δεν είχε καταλάβει ως τώρα πόσο νύσταζε...
Κάποιος έψηνε κάτι.Αυτό ήταν σίγουρο,γιατί μύριζε κάτι καμμένο.Κάτι σαν κρέας,αλλά όχι,όχι κρέας-μάλλον ήταν πιπεριά,ψητή πιπεριά ή μελιτζάνα,κάτι πικρό και λίγο δύσοσμο.Η Μπεατρίς ξεσκέπασε το κεφάλι της,κι είδε ότι απέναντί της στεκόταν η Αραμπέλλα κι ο παπάς,που κι οι δυό τους κοιτούσαν λαίμαργα την φωτιά. «Καλά,πώς μπορείτε να μαγειρεύετε,υπ’αυτές τις συνθήκες;» τους ρώτησε. «Μα,όποιος δεν τρώει,δεν ζεί,» απάντησε η Αραμπέλλα,και ξερογλείφτηκε. «Κι εσείς,Αιδεσιμώτατε;Νόμιζα πως εσείς τρέφεστε μόνο με οινόπνευμα.» «Ακριβώς,αγαπητή μου,» είπε εκείνος,κι ανοίγοντας ένα φλασκί,έριξε πάνω στη φωτιά λίγο διάφανο υγρό.Οι φλόγες φούντωσαν,και τώρα η Μπεατρίς μπορούσε να αισθανθεί τη ζέστη ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών της. «Και τί καλό ετοιμάζετε;» ρώτησε.Μπορεί να τσιμπούσε κι η ίδια ένα κοψίδι. «Α,κάτι πολύ σπέσιαλ!» είπε η Αραμπέλλα. «Κουβέρτα φλαμπέ!» «Κουβέρτα;» φώναξε πανικόβλητη η Μπεατρίς,και μονομιάς ξύπνησε. Γιατί όση ώρα κοιμόταν,το πόδι της είχε τεντωθεί κάτω απ’τα σκεπάσματα,είχε ρίξει το κηροπήγιο στο πάτωμα,κι η φλόγα του κεριού έβαλε φωτιά στην άκρη της μάλλινης κουβέρτας.Τα κρόσια πήραν πρώτα,και σιγά-σιγά η φωτιά άρχισε να μεγαλώνει και να ανεβαίνει προς τα πάνω.Εδώ και λίγη ώρα της έκαιγε γλυκά το μεγάλο δάχτυλο του αριστερού της ποδιού,και θα την μετέτρεπε ολόκληρη σ’ένα θεαματικό πυροτέχνημα,αν την τελευταία στιγμή η Μπεατρίς δεν ξυπνούσε τσιρίζοντας. Μ’ένα πήδο,τινάχτηκε απ’το κρεβάτι,αλλά την ίδια στιγμή το δεξί της πέλμα διπλώθηκε σε μια απ’τις περίφημες κράμπες του,κάνοντάς την να σωριαστεί στο πάτωμα.Έτσι,μέχρι να σηκωθεί,η Μπεατρίς διαπίστωσε ότι είχε πάρει φωτιά και το κορδόνι της ρόμπας της.Καταβάλλοντας γενναίες προσπάθειες για να μην ακοστούν οι κραυγές της μέχρι τη νήσο του Μάν,σηκώθηκε,κι αφού χοροπήδησε για λίγο,κατάφερε να σβήσει τις φλόγες.Έπειτα,με το αριστερό πόδι στον αέρα,έφτασε το κομοδίνο με ένα πηδηματάκι,κι απ’το νεσεσέρ της έβγαλε ένα βαζάκι με κρέμα νυχτός για το μεγάλο της δάχτυλο.Κι όταν άπλωσε την παχύρρευστη,μοσχομυριστή κρέμα στο καημένο το δαχτυλάκι της,ένοιωσε τέτοια ηδονή,που προς στιγμήν ξέχασε τα όσα δραματικά συνέβαιναν: τους φόνους,τις νεράιδες,και πάνω απ’όλα,το γεγονός ότι,ποδοπατώντας τα κεριά,είχε μείνει στο σκοτάδι. ‘Αμάν!Δεν βλέπω!’ συνειδητοποίησε ξαφνικά,και φορώντας με πόνο τις παντούφλες της,σηκώθηκε απ’το κρεβάτι.Το σκοτάδι ήταν εκτυφλωτικό,έτσι που χρειάστηκε να κατακεφαλιάσει την ντουλάπα,τον ένα τοίχο,κι έπειτα τον άλλο τοίχο.Στο τέλος όμως βρήκε το πόμολο της πόρτας,έστω κι αν το κεφάλι της είχε γίνει διπλό απ’ τα χτυπήματα. ‘Κι ας υποθέσουμε ότι βγαίνω,’ σκέφτηκε φοβισμένη, ‘πού θα πάω μέσα στο μαύρο σκοτάδι;Αν προσπαθήσω ν’ανέβω τη σκάλα θα βρώ βέβαιο θάνατο,άσε που μπορεί να με φάει και κανένας στο μεταξύ.’ Τότε το μυαλό της στράφηκε στον έμπιστο υπηρέτη της,ο οποίος πάντοτε απαντούσε στο κάλεσμά της,πολλές φορές επιδεικνύοντας μιαν ικανότητα σχεδόν υπερφυσική.Ήταν δυνατόν,για παράδειγμα,ενώ η Μπεατρίς έκοβε τα νύχια των ποδιών της στην σοφίτα της αντικερί (διασκέδαζε έπειτα πετώντας τα απ’το παράθυρο στους περαστικούς),να τον φωνάξει για βοήθεια,κι εκείνος να την ακούσει ενώ βρισκόταν στο υπόγειο.Η Μπεατρίς είχε πολλές φορές ψάξει το σπίτι και τα ρούχα της για κατασκοπευτικούς κοριούς,αλλά δεν είχε βρεί τίποτε,πράγμα που σήμαινε πως η αίσθηση του καθήκοντος και μόνο ήταν που μεταμόρφωνε τον υπηρέτη της σε λυκάνθρωπο.Κι αυτό ίσως να της φαινόταν πολύ χρήσιμο τώρα.Έτσι,ανοίγοντας δειλά την πόρτα,η Μπεατρίς έβγαλε έξω το κεφάλι της και κοίταξε στο διάδρομο.Ήλπιζε να τον δεί να παραμονεύει σκυμμένος έξω από καμμιά πόρτα,αλλά ο διάδρομος ήταν θεοσκότεινος.Επιπλέον,σε όλο το καράβι επικρατούσε
απόλυτη σιωπή.Θα έλεγε κανείς ότι είχαν πεθάνει όλοι. ‘Ψυχραιμία,όχι τέτοιες σκέψεις,’ είπε στον εαυτό της,και καθαρίζοντας το λαιμό της,ψιθύρισε: «Ξαβιέ!Ξαβιέ,είσαι εδώ;» Όμως δεν πήρε καμμιάν απάντηση. «Ξαβιέ!» επανέλαβε,κι ύστερα πιο δυνατά: «Ξαβιέ!Πού είσαι;» Στο τέλος δεν άντεξε και φώναξε: «Πού στην οργή είσαι όταν σε χρειάζομαι,καταραμένε;» Η φωνή της ωστόσο ακούστηκε τόσο δυνατά μέσα στην ησυχία του διαδρόμου,που απ’το φόβο έκλεισε την πόρτα,την ξανακλείδωσε,κι έμεινε ακίνητη να την φράζει. ‘Κι η Καρολίν;Πού χάθηκε πάλι κι αυτή;’ Βέβαια το πιο πιθανό ήταν ότι η φίλη της (αν ήταν ζωντανή,φυσικά) θα εξακολουθούσε να αφοδεύει,οπότε θα της ήταν λιγάκι δύσκολο να την υπερασπιστεί.Όχι,η σωτηρία της βρισκόταν στο να βρεί τον Ξαβιέ,που είχε και κεριά και όπλο.Απλώς,δεν έπρεπε να φωνάζει τόσο πολύ,γιατί κινδύνευε να τους φέρει όλους στο κατόπι της.Κι αν ο Ζαφέτ υποψιαζόταν το σχέδιό τους-που κι η ίδια δεν ήξερε καλά-καλά ποιό ήταν ακριβώς-...αλλοίμονό τους! «Λοιπόν,εδώ που φτάσαμε,ο τολμών νικά!» είπε μέσ’απ’τα δόντια της,και με μιά κίνηση,βγήκε στο διάδρομο κι έκλεισε πίσω της την πόρτα.Ευτυχώς οι παντούφλες της είχαν κι απ’έξω γούνα,και τα βήματά της ήταν εντελώς αθόρυβα.Εντελώς αθόρυβα κι ολότελα χαμένα. ‘Προς τα πού πηγαίνω,άραγε;’ σκέφτηκε σε μια στιγμή. Καθώς η καμπίνα τους βρισκόταν στο πίσω μέρος του σκάφους,το κατάστρωμα δεν είχε φανεί ακόμα,οπότε βάδιζε στα τυφλά.Υπήρχε λοιπόν μεγάλη πιθανότητα ξαφνικά η πορεία της να παρεκκλίνει και να δώσει κεφαλιά σε καμμιά πόρτα.Για να αποσοβήσει το ενδεχόμενο,άπλωσε τα χέρια της κι άγγιξε τα ξύλινα όρια του διαδρόμου. Ευτυχώς,ήταν αρκετά στενός για να τα φτάνει,κι έτσι συνέχισε να προχωρά με τα χέρια στους τοίχους,όπως όταν είχε ανέβει για πρώτη φορά στον πύργο της Πίζας κι είχε πάθει πανικό επειδή φοβόταν ότι το βάρος της θα τον έκανε να πέσει. Κατ’αυτόν τον τρόπο έφτασε ως τη βάση της σκάλας,χωρίς να σκοντάψει σε κανένα ξεχασμένο πτώμα.Αντίκρυζε κιόλας μια λωρίδα γκρίζο φώς απ’το κατάστρωμα,κι ήταν έτοιμη να αρχίσει ν’ανεβαίνει,όταν από πίσω της άκουσε ένα γυναικείο κλάμα.Τρομαγμένη,αναπήδησε και κοίταξε μέσα στο σκοτάδι.Όμως το κλάμα ερχόταν από κάποιο δωμάτιο,προς τα δεξιά της. ‘Μήπως είναι η Καρολίν;’ Ήταν η πρώτη σκέψη της.Ωστόσο κι η δυσκοιλιότητα έχει τα όριά της.Κι επιπλέον η γυναίκα που έκλαιγε ακουγόταν κάπως νεότερη από την φίλη της.Για άλλη μια φορά,η περιέργεια έκανς την πλάστιγγα να κλίνει προς το μέρος της,κι η Μπεατρίς άφησε για λίγο τον Ξαβιέ και το πιστόλι του,για να δεί από πού ερχόταν αυτό το κλάμα.Κλείνοντας τα μάτια,άφησε την ακοή να την οδηγήσει,και σύντομα στεκόταν μπροστά στην δεύτερη κατά σειρά πόρτα από τις σκάλες. ‘Αυτή δεν είναι η καμπίνα του Φιλίπ και της αδερφής του;’ σκέφτηκε,και την ίδια στιγμή από μέσα ακούστηκε η φωνή του Φιλίπ,να μιλά ανάμεσα από τα κλάμματα της Σαλομέ.Με μια κουτουλιά,η Μπεατρίς κάρφωσε το κεφάλι της μπροστά στην κλειδαρότρυπα,κι άρχισε να παρακολουθεί. Υπήρχαν μόνο δυό κεριά,ένα σε κάθε πλευρά του κρεβατιού.Αλλά οι κόρες της είχαν διασταλεί με μια τέτοια δίψα στο σκοτάδι,που κι αυτό το λιγοστό φώς της ήταν αρκετό για να βλέπει τα πάντα.Αυτή που έκλαιγε λοιπόν ήταν η Σαλομέ,η οποία είχε καθίσει στο κρεβάτι κι είχε τα χέρια σταυρωμένα στην αγκαλιά της,σαν μικρό παιδί.Η Μπεατρίς πρόσεξε για άλλη μια φορά τα τερατώδη γυαλιά της,που έδιναν στα μάτια της όψη αμφίβιου.Με τους λυγμούς να της κόβουν την ανάσα,επαναλάμβα-νε τις ίδιες κοφτές λέξεις: «Θα-πεθάνουμε-το ξέρω-θα-πεθάνουμε!» Κι ο Φιλίπ,που ή-ταν γονατισμένος μπροστά της,της χάιδευε το κεφάλι,της έλεγε να ησυχάσει,και την διαβεβαίωνε πως όλα θα πήγαιναν καλά.Μπροστά στην στοργική αυτή σκηνή,η Μπεατρίς ένοιωσε και πάλι ένα σούβλισμα παράλογης ζήλειας.Συγχρόνως θυμήθηκε αυ-
τό που είχε ακούσει προηγουμένως,ότι η Σαλομέ ήταν ίσως η μόνη που δεν γνώριζε τα σχέδια των συγγενών της,κι αισθάνθηκε να την λυπάται.Ακόμη κι αν απολάμβανε τα χάδια ενός τόσο γοητευτικού άνδρα κατ’αποκλειστικότητα,στην ουσία ο αδελφός της ήταν ένας αδίστακτος απατεώνας.Όμως μόλις η γλυκιά φωνή του απατεώνα ακούστηκε και πάλι,η Μπεατρίς δεν μπόρεσε να της αντισταθεί.Μ’ένα στεναγμό,τέντωσε το αυτί της σε όσα έλεγε ο Φιλίπ στην αδερφή του. «Έλα γλυκιά μου,μην κλαίς,ησύχασε,» της είπε,σκουπίζοντας μ’ένα μαντήλι τα μάτια της. «Δεν έχεις να φοβάσαι τίποτε,όλα θα πάνε καλά,θα το δείς.Άλλωστε η κυρία Νικολά μου υποσχέθηκε προσωπικά,μου έδωσε τον λόγο της πως οι άνδρες της θα έρθουν να μας πάρουν από’δώ.» ‘Γιατί δεν της λές και ποιά θα είναι η ηθοποιός που θα παίζει τον ρόλο της κυρίας Νικολά;’ σκέφτηκε όλο φθόνο η Μπεατρίς.Αλλά το θράσος του κυρίου Ντε Ραστιγιάκ δεν είχε όρια.Σαν να μην έφταναν όσα ήδη έκρυβε απ’την αδερφή του,τα στόλισε ακόμη περισσότερο,μ’ένα φρικιαστικό ψέμμα: «Και μετά,όταν θα φύγουμε από’δώ,θα είμαστε πάρα πολύ πλούσιοι,γιατί η κυρία Νικολά μου υποσχέθηκε πως θα μου δώσει πολλά λεφτά,όλη της την περιουσία,κι έτσι θα μπορέσουμε επιτέλους να ζήσουμε μαζί,οι δυό μας,ευτυχισμένοι!» Και το ψέμμα αυτό ήταν φρικιαστικό γιατί αποκάλυπτε μονομιάς όλη την αλήθεια.Δεν χρειαζόταν να αναρωτιούνται άλλο για το ποιός ήταν ο συνωμότης που είχε αρχίσει να δολοφονεί τους συνεργούς του.Τον είχε μπροστά της.Ο Φιλίπ,αυτό το μαυρόψυχο τέρας που την είχε σαγηνεύσει με τα γκρίζα μαλλιά και τις ταχυδακτυλουργίες του,ήταν ο ίδιος που είχε σκοτώσει τον Γκαστόν και τους υπόλοιπους,κι ίσως να έφτανε στο σημείο να σκοτώσει ακόμα και τον θείο του. ‘Γι’αυτό ο Ζαφέτ φαινόταν τόσο ξαφνιασμένος,κι αυτός τόσο σίγουρος!Το κάθαρμα!Σκοπεύει να κρατήσει την λεία του εγκλήματος,όλη για τον εαυτό του!’ Πράγματι,αν έκρινε από τα λόγια του,κι από την υπόσχεση που είχε δώσει στην αδερφή του πως θα οικειοποιούνταν όλη την περιουσία της Καρολίν,είχε μπροστά της έναν στυγερό εγκληματία. Ήταν εκείνη τη στιγμή που μερικά ακόμη απ’τα λόγια του Φιλίπ επέστρεψαν στο μυαλό της. ‘Να ζήσουμε επιτέλους μαζί,οι δυό μας,ευτυχισμένοι!’ Ήταν δυνατόν λοιπόν η αφοσίωση αυτού του άνδρα στην ανήμπορη αδερφή του να ξεπερνούσε ακόμη και τα δολοφονικά του ένστικτα;Σε τύπους σαν τον Φιλίπ θα ταίριαζε μια ζωή αχαλίνωτη,γεμάτη εξωτικές γυναίκες κι έκφυλες απολαύσεις. ‘Εκτός κι αν σκοπεύει να ξεφορτωθεί και την αδερφή του,κι απλώς την παραμυθιάζει για να την κρατήσει ήσυχη.’ Όμως η φωνή του είχε ακουστεί εξαιρετικά ειλικρινής όσο παρηγορούσε την Σαλομέ,τόσο που ούτε ο καλύτερος ηθοποιός δεν μπορούσε να την πετύχει. ‘Ναι,αλλά δεν είναι λίγο άρρωστο να περάσεις όλη σου την ζωή με την αδελφή σου;’ αναρωτήθηκε,με μια δόση ωφελιμισμού.Και τότε πρόσεξε πως,εδώ και λίγα λεπτά,η φωνή του Φιλίπ δεν ακουγόταν πιά.Ούτε τα κλάμματα της Σαλομέ.Περίεργη,έσκυψε μπροστά στην κλειδαρότρυπα.Κι αυτό που είδε την έκανε να παγώσει. Ο Φιλίπ εξακολουθούσε να είναι σκυμμένος μπροστά στην αδερφή του.Μόνο που όση ώρα η Μπεατρίς ήταν χαμένη στις σκέψεις της,εκείνη είχε ξεκουμπώσει το φόρεμα,είχε λύσει το σουτιέν,κι είχε βγάλει έξω το γυμνό της στήθος-κι ο Φιλίπ,σαν μεγαλόσωμο βρέφος ή σαν παθιασμένος εραστής,είχε πάρει το στήθος της στο στόμα του και το θήλαζε με μανία.Αυτή ήταν κι η αιτία της σιωπής τους,αφού εκείνος είχε το στόμα του γεμάτο,ενώ κι η Σαλομέ είχε γείρει το κεφάλι προς τα πίσω,με μιαν έκφραση απερίγραπτης ηδονής.Ανίκανη να πιστέψει στο αιμομεικτικό πάθος του οποίου ήταν μάρτυρας,η Μπεατρίς ένοιωσε προς στιγμή την παρόρμηση να χτυπήσει την πόρτα,και να πεί στον Φιλίπ: «Γιατί δεν δοκιμάζεις και το δικό μου;Μπορεί να μην είναι τόσο αφράτο,αλλά τουλάχιστον δεν είναι ηθικώς επιλήψιμο!» Ωστόσο η αηδία κι ο φόβος είχαν διώξει από μέσα της οριστικά την λαχτάρα γι’αυτό τον άνδρα.Η σκηνή
που έβλεπε ήταν απλώς η επιβεβαίωση των φόβων της,πως η άρρωστη ψυχή ενός δολοφόνου δεν μπορεί να εκδηλώνεται με κανέναν υγιή τρόπο.Το αντικείμενο της επί διημέρου λαγνείας της ήταν διεφθαρμένο,διεστραμμένο κι επικίνδυνο.Κι έπρεπε να φύγει από κοντά του όσο πιο γρήγορα γινόταν.Ξαφνικά,το σώμα της έγειρε προς τα εμπρός,κάνοντας το ξύλο της πόρτας να τρίξει ανεπαίσθητα με το βάρος της.Αλλά μέσα στην σιγή του αδερφικού θηλασμού,το τρίξιμο ακούστηκε πεντακάθαρα.Μονομιάς,ο Φιλίπ έπαψε να βυζαίνει κι έστρεψε το κεφάλι του προς την πόρτα,γουρλώνοντας τα μάτια.Αυτό ήταν.Ποτέ ξανά στην ζωή της η Μπεατρίς δεν ανέβηκε τόσα σκαλοπάτια τόσο γρήγορα.Όχι πως χρειαζόταν-κάθε άλλο.Γιατί μια στιγμή αφότου είχε εγκαταλείψει το ηδονοβλεπτικό της πόστο,ο Φιλίπ ξαναγύρισε στην δουλειά του.Κι επιπλέον,αυτό που συνάντησε στο κατάστρωμα δεν ήταν καθόλου αυτό που περίμενε. «ΞαβιέεεΞαβιέεε!»,φώναζε,ξεψυχισμένη από φόβο,καθώς ανέβαινε πηδώντας τα ξύλινα σκαλοπάτια,βέβαιη ότι ο Φιλίπ έτρεχε στο κατόπι της με κανέναν μπαλτά. Πριν προλάβει όμως να αντικρύσει τη νυχτερινή άποψη του Καλιμπάν μέσα στην ομίχλη,τα πόδια της μπερδεύτηκαν σ’έναν απροσδιόριστο σωρό που βρισκόταν παρατημένος στην κορυφή της σκάλας.Μ’έναν αλαλαγμό,η Μπεατρίς σωριάστηκε στο κατάστρωμα. ‘Να πάρει,πάντα πέφτω με τα μούτρα!’,σκέφτηκε,τρίβοντας τα πονεμένα της βυζιά,όμως καθώς αρπάχτηκε απ’τον σωρό για να σηκωθεί και να ξεφύγει απ’το κυνηγητό,είδε πως είχε κεφάλι ανθρώπου και σώμα ανθρώπου,νεκρού ανθρώπου για την ακρίβεια,κι ο άνθρωπος αυτός ήταν η Αραμπέλλα,που την κοιτούσε με κάτι πελώρια γουρλωμένα μάτια,ακίνητη σαν φάλαινα που ξώκειλε. Αφήνοντας ένα ουρλιαχτό,σηκώθηκε,έπαθε κράμπα στο ίδιο πέλμα,την αγνόησε,κι άρχισε να τρέχει προς την πλώρη.Πριν όμως κάνει πέντε βήματα,τα πόδια της μπλέχτηκαν και πάλι σ’ένα σωρό,η Μπεατρίς ξαναούρλιαξε και ξανάπεσε κάτω.Αυτή τη φορά την πτώση της σταμάτησε την τελευταία στιγμή η κουπαστή,στην οποία προσγειώθηκε με το σαγόνι.Αν είχε κάνει ένα βήμα παραπάνω,θα βρισκόταν στη θάλασσα.Τρομοκρατημένη,κόλλησε την πλάτη της στο ξύλινο γείσο και προσπάθησε να διακρίνει αν κανείς προχωρούσε μέσα στην ομίχλη του καταστρώματος.Έπειτα θυμήθηκε τον δεύτερο σωρό,κι έστρεψε με πανικό το βλέμμα για να δεί ποιό ήταν το δεύτερο πτώμα,ενώ συγχρόνως ψιθύριζε ασυναίσθητα: «Λυπηθείτε με,» στον άγνωστο δολοφόνο της.Μόλις όμως τα μάτια της προσαρμόστηκαν,είδε πως αυτό που βρισκόταν στα πόδια της δεν ήταν ένα πτώμα,αλλά το καλάθι με την Βαλεριάνα,με το κηροπήγιο του Ξαβιέ να καίει ακόμα,αναποδογυρισμένο δίπλα του.Με ανάμικτη απορία και συντριβή-αν είχε συμβεί κάτι στον Ξαβιέ,ποτέ δεν θα συγχωρούσε τον εαυτό τηςέσκυψε,μάζεψε το κηροπήγιο,κι αφού άναψε όσα κεριά είχαν σβήσει,περιεργάστηκε την γάτα,η οποία φυσικά κοιμόταν όπως πάντα.Τότε από πίσω της ακούστηκε ένας αμυδρός παφλασμός,σαν ένα μικρό κύμα να είχε σκάσει πάνω στο καράβι.Η Μπεατρίς αναπήδησε φοβισμένη,αλλά την ίδια στιγμή ο παφλασμός επαναλήφθηκε,και μαζί του άκουσε μια γνώριμη φωνή να λέει: «Λυπηθείτε με,» και μετά: «Κυρία,είστε καλά;» Με γουρλωμένα μάτια,η Μπεατρίς έσκυψε στην κουπαστή και κούνησε το πέπλο της ομίχλης με το χέρι της.Κι ανάμεσα στα μαύρα νερά είδε τον Ξαβιέ να επιπλέει,κουνώντας απαλά τα χέρια του σαν να βρισκόταν σε ιαματικά λουτρά,όμως το ίδιο έντρομος όπως και πριν. «Ξαβιέ,τί κάνεις μέσα στη θάλασσα;» τον ρώτησε αυστηρά. «Κυρία,είστε καλά;» ξαναρώτησε εκείνος. «Εγώ καλά είμαι,εσύ όμως μου φαίνεται ότι δεν είσαι καθόλου καλά,Ξαβιέ. Σε στέλνουμε να κάνεις το πιο απλό πράγμα του κόσμου,κι εσύ τα παρατάς όλα και κάνεις νυχτερινά μπάνια μ’αυτό το κρύο.Θα πρέπει να είσαι τρελλός για δέσιμο.»
«Μα κυρία,δεν κάνω μπάνιο,» απολογήθηκε ο Ξαβιέ, «αλλά πρέπει να σας πώ κάτι τρομερό-η κυρία Ντυτουά είναι νεκρή!» «Το ξέρω,Ξαβιέ,σκόνταψα πάνω της καθώς ερχόμουν,όμως αυτό δεν εξηγεί καθόλου γιατί εσύ βρίσκεσαι μέσα στη θάλασσα.Τί παριστάνεις;» «Ναι,κυρία,αλλά πριν πεθάνει...δηλαδή δεν ήξερα ότι πέθαινε,γιατί την βρήκα να βγαίνει απ’την κουζίνα,και με πλησίασε για να μου μιλήσει επειδή έλεγε πως η γάτα της κυρίας Νικολά είναι πολύ χαριτωμένη και ξαφνικά την ώρα που την χάιδευε τα μάτια της γουρλώσαν,σαν να κοιτούσε κάτι πίσω μου,κι εγώ φοβήθηκα πάρα πολύ, γιατί άρχισε να κοκκινίζει και να βγάζει αφρούς από το στόμα...» «...και για να γλυτώσεις,έπεσες στη θάλασσα!Δεν ήταν πιο απλό να κατέβεις κάτω,που με άφησες μόνη μου μές στα μαύρα σκοτάδια;» «Δεν πρόλαβα,κυρία,γιατί η κυρία Ντυτουά όρμησε κατά πάνω μου σαν νεκροζώντανη,και γρύλλιζε και δάγκωνε το χέρι της σαν βαμπίρ κι επειδή πλησίαζε...» «...σαν Γκόλεμ...» «...ναι,νόμισα πως είχε καταληφθεί απ’τις νεράιδες και τότε παραπάτησα κι έπεσα στη θάλασσα,κυρία.» «Και γιατί δεν φώναξες για βοήθεια;» είπε η Μπεατρίς,και μην μπορώντας να κρατηθεί άλλο,έβαλε τα γέλια. «Καλέ μου Ξαβιέ,ηρωϊκέ μου Ξαβιέ!» «Γιατί απ’τη μια μου είχατε πεί να κάνω ησυχία,κυρία,κι απ’την άλλη σκέφτηκα πως έτσι κι αλλιώς,αφού είχα πέσει στη θάλασσα που είναι το φυσικό τους στοιχείο,οι νεράιδες θα με πιάναν στα σίγουρα,οπότε ήταν μάταιο ν’αντιστέκομαι.» Κι ενώ η πρώτη δικαιολογία σχεδόν την συγκίνησε,η δεύτερη έκανε να φουντώσει μέσα της η πρωτύτερη οργή. «Ξαβιέ,είσαι αχαρακτήριστος.Το ξέρεις ότι μπορεί να πάγωνες μές στο νερό; Και μετά,ποιός θα κάνει τις δουλειές μέσα στο σπίτι;Ποιός θα αναλαμβάνει το μαγαζί όταν ταξιδεύω στο εξωτερικό;Ε;Μπορείς να μου πείς;» «Συγγνώμη κυρία,δεν ήθελα να παγώσω.» «Δεν ήθελες,αλλά ποιός κολυμπά σαν ανόητος;» «Εγώ κυρία,και τώρα μήπως μπορείτε να με βοηθήσετε να ανέβω πάνω γιατί κρυώνω;» είπε με παραπονιάρικη φωνή. Η Μπεατρίς του έριξε ένα σκοινί που βρήκε δεμένο σε μια μεταλλική προεξοχή,λέγοντάς του πως ήταν πολύ τυχερός που είχε ένα τόσο οξυδερκές αφεντικό,κι ότι αν δεν τον ακολουθούσε θα είχε πνιγεί το δίχως άλλο,κι ακόμα,όταν ο Ξαβιέ άθελά του αρπάχτηκε από πάνω της για να σκαρφαλώσει στο κατάστρωμα και την έβρεξε, ότι ήταν ένας τρισκατάρατος δαιμονολάτρης και θ’άξιζε να τον είχε αφήσει να πνιγεί. «Ρεζίλι μας έκανες πάλι!» γρύλλιζε,στραγγίζοντας το μανίκι της ρόμπας της. «Τί θα έλεγε κανείς αν ανέβαινε και σ’έβλεπε έτσι;» «Μα,κυρία,» είπε εκείνος ψιθυρίζοντας «όποιος ερχόταν τώρα θα ήταν σίγουρα ο δολοφόνος,έτσι δεν είναι;» Τα μάτια της Μπεατρίς άστραψαν ξαφνικά απ’τον φόβο. ‘Ο δολοφόνος!’ σκέφτηκε, ‘Χριστέ μου!Ο Φιλίπ!’ Και γυρνώντας προς το μέρος του,ρώτησε απότομα: «Το πιστόλι!Ξαβιέ,πού είναι το πιστόλι;» «Εδώ,κυρία,στην τσέπη μου,» είπε εκείνος,κι απ’την τσέπη του σακακιού του έβγαλε,μαζί με μερικά φύκια,το όπλο που του είχε δώσει η Καρολίν.Όμως μια ματιά στην κοντή ασημένια κάννη,απ’την οποία έτρεχε ένα ρυάκι θαλασσινό νερό,μαρτυρούσε πως το πιστόλι είχε πιθανότατα χάσει το αξιόμαχόν του. Η Μπεατρίς σκέπασε το πρόσωπο με τα χέρια της κι άρχισε να οδύρεται. «Τί έκανες,Θεέ μου,γιατί σε μένα,πόση βλακεία σ’έναν μόνο άνθρωπο;» «Μα γιατί το λέτε αυτό,κυρία;» ρώτησε πληγωμένος ο Ξαβιέ.
«Γιατί,ξεφτέρι μου,έτσι που το μούσκεψες,αυτό το πιστόλι δεν κάνει παρά μόνο για πρές-παπιέ!Νά γιατί!» Ο Ξαβιέ κοίταξε το όπλο με απορία,κι έπειτα το σήκωσε ανάμεσά τους. «Μα όχι,κυρία,εγώ δεν νομίζω πως χαλάνε τόσο εύκολα,δείτε...» Και χωρίς να το θέλει,έστρεψε την κάννη προς το μέρος της.Η Μπεατρίς άρπαξε το χέρι του πανικόβλητη. «Μην σημαδεύεις επάνω μου,σακατεμένε!» ούρλιαξε. Αλλά όπως συμβαίνει συνήθως και με τα γεννητικά όργανα,τα όπλα τείνουν να εκρήγνυνται όταν δύο άνθρωποι παίζουν συγχρόνως μαζί τους.Έτσι,πριν η Μπεατρίς προλάβει να γυρίσει το πιστόλι προς την θάλασσα,αυτό εκπυρσοκρότησε.Και η μοίρα το ήθελε την ίδια στιγμή απ’την σκάλα να ξεπροβάλλει ο ιερέας,τρεκλίζοντας και βογγώντας.Ήταν μια ατυχής σύμπτωση.Σκοντάφτονας πάνω στο πτώμα της Αραμπέλλα,ο Αιδεσιμώτατος Πίκμαν τινάχτηκε προς τα εμπρός,όπου και τον χτύπησε η σφαίρα,ακριβώς στο κέντρο του στήθους.Ο ιερέας παραπάτησε,κοιτώντας τους με μάτια γεμάτα τρόμο,κι έπειτα έγειρε στο πλευρό του σκάφους κι έπεσε στη θάλασσα. «Ξαβιέ,δε θέλω να σε τρομάξω,αλλά νομίζω ότι μόλις σκοτώσαμε τον παπά,» είπε η Μπεατρίς.Ο υπηρέτης της την κοιτούσε μουδιασμένος,ανίκανος να μιλήσει.Η ευκαιρία να αποποιηθεί την ευθύνη ήταν μοναδική.Αφήνοντας το πιστόλι στα χέρια του,πρόσθεσε: «Κι επειδή ασφαλώς καταλαβαίνεις ποιός είναι ο ηθικός αυτουργός του φόνου που μόλις διέπραξες,σε αφήνω να σκεφτείς μόνος σου πόσες ημέρες περιορισμού σου αναλογούν.» Ο καημένος,έμοιαζε έτοιμος να βάλει τα κλάμματα. «Κυρία...τί θα απογίνετε αν πάω φυλακή;» ήταν το μόνο που κατάφερε να πεί, όμως την ίδια στιγμή από την σκάλα ακούστηκε πάλι ήχος βημάτων. «Τί συμβαίνει;Τί ήταν αυτός ο θόρυβος;» Ήταν η φωνή του Φιλίπ,μα πριν προφτάσει να βγεί στο κατάστρωμα,έπεσε κι αυτός στη φυσική παγίδα της Αραμπέλλα.Βγάζοντας μια κραυγή σωριάστηκε στο πάτωμα,κι ύστερα επανέλαβε την κραυγή, όπως είχε κάνει κι η Μπεατρίς,διαπιστώνοντας ότι το εμπόδιο που τον είχε ρίξει χάμω ήταν το άψυχο σώμα της φίλης της αδελφής του.Φωνάζοντας μέσα στην ομίχλη: «Ποιός;Ποιός είναι εκεί;»,άρχισε να πλησιάζει προς το μέρος τους.Μόλις όμως έφτασε μπροστά τους κι είδε τον Ξαβιέ,που χωρίς να το καταλαβαίνει σημάδευε κατά πάνω του με το όπλο,σήκωσε τα χέρια του τρομαγμένος. «Κ...κυρία Λεμάν;» ψέλλισε, «Εσείς;-» Ήταν μια πολύ αστεία σκηνή αυτή που επικράτησε για μερικά δευτερόλεπτα. Κανείς δεν θα μπορούσε να πεί ποιός φοβόταν περισσότερο ποιόν.Στο τέλος η Μπεατρίς αποφάσισε να λύσει την σιωπή,αν μή τι άλλο για να μην επωμισθεί και τον δεύτερο φόνο.Παίρνοντας το όπλο απ’τα χέρια του Ξαβιέ,είπε: «Όχι,αγαπητέ μου,φοβάμαι πως η φίλη μας ήταν ήδη νεκρή όταν ανεβήκαμε στο κατάστρωμα.Κι αυτό,» πρόσθεσε,δείχνοντας το όπλο, «το βρήκαμε ακουμπισμένο δίπλα στο πτώμα.» Ήταν ένα ψέμμα της στιγμής που μάλλον δεν θα φαινόταν και πολύ πειστικό αν η Αραμπέλλα δεν είχε πάνω της μερικές τρύπες.Αλλά ήταν το καλύτερο που μπορούσε να σκεφτεί. «Κι ο...ο θόρυβος που ακούστηκε;» ρώτησε ο Φιλίπ. «Ναι,λυπάμαι,όμως καθώς περιεργαζόμασταν το όπλο,αυτό εκπυρσοκρότησε.Πέτυχε τον Αιδεσιμώτατο Πίκμαν.» «Τον Αιδεσιμώτατο Πίκμαν;» είπε ο Φιλίπ γουρλώνοντας τα μάτια. «Και πώς είναι;Πού είναι;Είναι καλά;» «Όχι πολύ,» είπε η Μπεατρίς,κατεβάζοντας τα μάτια.Ήταν ανόητο να νοιώθει ντροπή μπροστά σ’αυτό τον σκληρόπετσο δολοφόνο,που ίσως να είχε σκοτώσει τέσσερις ανθρώπους ως τώρα,ωστόσο δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. ‘Πώς θα με αγα-
πήσει,τώρα που είμαι μια φόνισσα;’ σκεφτόταν μέσα από αλλεπάλληλα κύματα αυτοοικτιρμού.Έτσι,με βαριά καρδιά,οδήγησε τον Φιλίπ και τον Ξαβιέ στη θέση απ’όπου είχε πέσει ο ιερέας στη θάλασσα.Ύστερα από μερικές προσπάθειες τον είδαν πράγματι να επιπλέει μπρούμυτα μέσα στο νερό,και φτιάχνοντας ανθρώπινη αλυσίδα,τον τραβήξαν έξω.Αυτή η ανέλκυση ήταν για την Μπεατρίς το πιο ευχάριστο κομμάτι της ημέρας,έστω κι αν οι νεκροί είχαν γίνει έξη,και πλησίαζε κι η δική τους σειρά. Κατ’αρχήν ο Φιλίπ είχε αντιδράσει με κατανόηση,παρηγορώντας την και λέγοντάς της ότι δεν ήταν δικό της σφάλμα,κι ότι αυτό θα μπορούσε να συμβεί στον καθένα.Κι επιπλέον,παρόλο που η γυναικεία φύση της θα μπορούσε να της εξασφαλίσει την τελευταία θέση,ή ίσως κι αποχή απ’την ανθρώπινη αλυσίδα,η Μπεατρίς διάλεξε με αυτοθυσία να μπεί στη μέση,και για μερικές στιγμές απήλαυσε την αίσθηση του Φιλίπ στα νώτα της κι έκανε ένα σωρό άσεμνες σκέψεις. Σε λίγο το πτώμα του ιερέα ακουμπούσε δίπλα σ’εκείνο της Αραμπέλλα,που είχαν φροντίσει να βγάλουν απ’τη μέση.Πιάνοντάς τον απ’τα χέρια,οι δυό άντρες ετοιμάστηκαν να τον γυρίσουν ανάσκελα,κι η Μπεατρίς κράτησε την ανάσα της.Δεν ήταν σίγουρη αν μπορούσε να αντικρύσει το έργο των χεριών της. «Η σφαίρα σας...τον πέτυχε στο στόμα;» ρώτησε αηδιασμένος ο Φιλίπ. Κι ήταν μια ερώτηση καθ’όλα λογική,αφού το στόμα του νεκρού είχε πάρει μια φρικιαστική όψη.Τα χείλη είχαν σκιστεί τελείως,σκορπίζοντας το αίμα τους στα μάγουλα και τη μύτη,ενώ από κάτω τα δόντια του ήταν μαύρα κι αχνίζαν.Το πιο αποτρόπαιο όμως απ’όλα ήταν η γλώσσα του,που ξεπηδούσε στο κέντρο,πρησμένη και γεμάτη μαύρες και κόκκινες φυσαλίδες,σαν σκοτωμένο ψάρι. «Μυρίζετε κάτι;» ρώτησε η Μπεατρίς, «Κάτι σαν χαλασμένο αυγό;» Ο Ξαβιέ ζήτησε την άδειά της και πήγε μέχρι την κουπαστή να ξεράσει.Όμως την ίδια στιγμη ο Φιλίπ άγγιξε κατά τύχη το στέρνο του ιερέα,και το χέρι του γέμισε με αίμα. «Νομίζω πως η σφαίρα σας τον χτύπησε εδώ,» είπε,και σχίζοντας την ραφή αποκάλυψε έναν μικρό κρατήρα που αιμορραγούσε ακόμα,στο κέντρο του τριχωτού του στήθους. «Αλλά τότε...» και κοιτάζοντας ξανά το στόμα του ιερέα,πρόσθεσε, «νομίζω πως δεν ευθύνεστε εσείς για το θάνατό του.Το τραύμα αυτό είναι επιπόλαιο, το βλέπετε και μόνη σας.Όμως αυτό το στόμα...Χριστέ μου,πώς μπορεί να έπαθε κάτι τέτοιο;...Πάντως,ό,τι κι αν είναι,φοβάμαι πως ο Αιδεσιμώτατος ήταν ήδη ετοιμοθάνατος όταν τον πετύχατε.» Η Μπεατρίς τον κοίταξε με ευγνωμοσύνη. «Κι η Αραμπέλλα;» ρώτησε, «Μήπως έπαθε κάτι παρόμοιο;Γιατί ο υπηρέτης μου είπε πως,λίγο πριν πεθάνει,την είδε που άφριζε και ρουφούσε το αίμα της.» «Ναι,έχετε δίκιο,» είπε ο Φιλίπ,ανοίγοντας διστακτικά το σαγόνι της νεκρής, «υπάρχει αίμα στα δόντια της,βέβαια όχι τόσο όσο στου Αιδεσιμώτατου,αλλά...» Συγχρόνως όμως κάτι άλλο τράβηξε το βλέμμα του. «Για δείτε αυτό,» της είπε,κι αναποδογύρισε το χέρι της Αραμπέλλα.Εκεί,στη βάση της παχουλής της παλάμης,το δέρμα ήταν γδαρμένο σε μια μεγάλη πληγή,που μάλλον είχε χαράξει με τα δόντια της.Και στο κέντρο του ματωμένου δέρματος,αυτή τη φορά καμμένο στην εντέλεια,ήταν το γνώριμο πλέον σύμβολο.
«Έξη-έξη-έξη,» είπε η Μπεατρίς, «δηλαδή,αγαπητέ μου,πάλι τα ίδια!» «Το μυστήριο περιπλέκεται,» συμφώνησε κι εκείνος χαμογελώντας.
Κι όσο κι αν η λογική την έσπρωχνε στην αντίθετη κατεύθυνση,υπενθυμίζοντάς της πως μόλις πριν από λίγο είχε ακούσει με τα ίδια της τ’αυτιά την ομολογία της ενοχής του Φιλίπ (για να μην μιλήσουμε για την σκηνή που είχε δεί με τα ίδια της τα μάτια),τώρα,αψηφώντας την προφανή μπλόφα με τους Σατανάδες και τα εξάρια,αντί να νοιώθει φόβο για τον φόβο που δεν ένοιωθε-απέναντι στον Φιλίπ,όχι απέναντι στο Σατανά-η Μπεατρίς ήταν το ίδιο μπερδεμένη μ’αυτή την παράγραφο και τον γλυκοκοίταζε,έτοιμη να αφεθεί και πάλι σε οποιοδήποτε παραμύθι είχε να της πεί.Ούτε πρόσεξε τον Ξαβιέ που ήρθε τρεκλίζοντας,κι όταν άκουσε για την σφραγίδα στο χέρι της Αραμπέλλα έτρεξε πάλι πίσω στο πόστο του ξερατού.Ήταν ψυχή τε και σώματι αφοσιωμένη στις εικασίες του Φιλίπ,που πάσχιζε να εξηγήσει τα ανεξήγητα. «Δεν ξέρω πιά κι εγώ τί να πιστέψω,αγαπητή μου!» έλεγε γελώντας, «Είναι τόσο φριχτά και παράλογα όλα αυτά που συμβαίνουν,κι όμως,κατά ένα παράξενο τρόπο,νοιώθω πως δεν μας αφορούν καθόλου!» ‘Επόμενο,’ σκέφτηκε η Μπεατρίς, ‘οι θάνατοι συνήθως αφορούν περισσότερο εκείνους που πεθαίνουν,παρά τους δολοφόνους τους.’ Όχι φυσικά πως η σκέψη αυτή επηρέασε σε τίποτε το μελιστάλαχτο χαμόγελό της. «Πάντως,να είστε σίγουρη,» της είπε,σφίγγοντας τα χέρια της, «πως η καλή μας φίλη,η κυρία Νικολά,θα φροντίσει για μάς τους δυό!Εμείς,είμαστε ασφαλείς.» ‘Τώρα αυτό πώς να το εκλάβω;’ αναρωτήθηκε η Μπεατρίς. ‘Δηλαδή ποιός θα φροντίσει,η Καρολίν-Ροζαλί,ή η Καρολίν-Καρολίν;Μήπως αυτή είναι η πρόταση που περίμενα;Κι αν ναί,είμαι αρκετά αδίστακτη για να σφετεριστώ το θρόνο της Σαλομέ και να το σκάσω με τα λεφτά όλων εδώ μέσα,με τον Φιλίπ να με θηλάζει ασταμάτητα;’ Ήταν μια ιδέα τόσο δελεαστική,που η Μπεατρίς προς στιγμήν βρέθηκε να λογαριάζει αν θα μπορούσε να ζήσει με το βάρος των ενοχών ενός φόνου,της Καρολίν,εφόσον αυτό σήμαινε ότι θα μοιραζόταν τα πλούτη της με τον Φιλίπ,για πάντα. Τις διαβολικές της όμως σκέψεις έμελλε να διακόψει η φωνή της αληθινής Καρολίν,που την ίδια ώρα ανέβαινε αγκομαχώντας τις σκάλες. «Τί δυσκοιλιότητα,Θεέ μου!» έλεγε, «Τουλάχιστον αν είχα σκεφτεί απ’την αρχή πως είμαστε νηστικοί από χθές το βράδυ!Τί να βρώ να χέσω;» Μόλις βγήκε στο κατάστρωμα όμως,σταμάτησε να μιλά,και τους κοίταξε γεμάτη απορία.Έπειτα στερέωσε τα γυαλιά στη μύτη της,κοίταξε τα δύο πτώματα με την βοήθεια του κεριού της, κι απευθύνθηκε βαριεστημένη στον Φιλίπ. «Τί βλέπω,καλό μου παιδί,η Αραμπέλλα κι ο Αιδεσιμώτατος πήγαν στους κυνηγότοπους των προγόνων τους;Δηλαδή,» είπε, μετρώντας σιωπηλά με τα δάχτυλα,σαν να ήταν κάποιο απλό λογιστικό θέμα «τώρα είμαστε ένας,δύο...επτά!» κατέληξε. «Πρέπει επιτέλους να βρούμε ποιός μας δολοφονεί,αλλιώς οι σωματοφύλακές μου δεν θα έχουν ποιόν να σώσουν!» Την ίδια στιγμή ο Ξαβιέ βγήκε από την ομίχλη παραπατώντας,την είδε να στέκεται ανάμεσά τους,φώναξε: «Κυρία,τί κάνετε εδώ;Δεν θα πηγαίνατε να παραστήσετε την πεθαμένη;» αλλά ύστερα πρόσεξε ότι ο Φιλίπ ήταν ακόμη εκεί,ψέλλισε: «Ωχ, μας ακούνε!» κι έφυγε τρέχοντας για τον τρίτο γύρο. «Γνωρίζουμε έστω από τί πέθαναν;» ρώτησε η Καρολίν,σκύβοντας πάνω από τα πτώματα.Όταν αντίκρυσε την πληγή στην οποία είχε μετατραπεί το στόμα του ιερέα,αναφώνησε: «Χριστέ μου,τί είν’αυτό;» και τραβήχτηκε αηδιασμένη. «Ναι,κι εμείς δεν μπορούμε να καταλάβουμε,» είπε ο Φιλίπ. Η Μπεατρίς,για πάν ενδεχόμενο,είχε κρύψει το πιστόλι στην ρόμπα της. «Ο Αιδεσιμώτατος κάπνιζε;» Κανείς απ’τους δυό τους δεν ήξερε. «Γιατί αν κάπνιζε,» είπε η Καρολίν μ’ένα μακάβριο χαμόγελο, «είχα διαβάσει παλιά μια πολύ διασκεδαστική ιστορία για έναν μεθύστακα,ο οποίος είχε πιεί τόσο πολύ,που μπέρδεψε το τσιγάρο με το σπίρτο,το έβαλε στο στόμα του,και καθώς αυτό
ήταν ακόμα γεμάτο με οινόπνευμα,πήρε φωτιά,σαν το δράκο!Αν ήταν όντως έτσι,τότε είναι μεγάλο κρίμα που δεν προλάβατε να συνεργαστείτε όσο ζούσε,Φιλίπ.Εσύ με τα τραπουλόχαρτα κι αυτός να βγάζει φωτιές απ’το στόμα,θα είσασταν ένα αχτύπητο δίδυμο!» Και ξέσπασε σε γέλια.Ο Φιλίπ χαμογέλασε ντροπαλά,κι εξακολούθησε. «Η καημένη η Αραμπέλλα ήταν ήδη εδώ όταν ανεβήκαμε,και δείτε,είχε πάλι αυτό το σημάδι στο χέρι της,» είπε εκείνος,κι αναποδογύρισε ξανά την παλάμη της νεκρής.Αλλά η αντίδραση της Καρολίν ήταν ιδιαίτερα βίαια.Έπαψε αμέσως να γελά. «Α,όχι,δεν είναι δυνατόν!» φώναξε και σηκώθηκε όρθια,χτυπώντας νευρικά το πόδι της στο κατάστρωμα. «Κάποιος εδώ μας κάνει πολύ χοντρή πλάκα!Φιλίπ,» γρύλλισε,γυρνώντας απότομα προς το μέρος του, «είσαι σίγουρος,μετά απ’όσα είπαμε,πως δεν πρόκειται για κάποια ιστορία του θείου σου και της Ροζαλί;» ‘Μα περιμένεις ειλικρινά να σου απαντήσει;’ ήθελε να της πεί η Μπεατρίς,αν και δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για εκμυστηρεύσεις. «Μου φαίνεται τελείως απίθανο,» είπε σαστισμένος ο Φιλίπ, «αν και ποτέ δεν ξέρει κανείς.Πάντως σίγουρα θα είναι πολύ δύσκολο να τους ανακοινώσω αυτό τον διπλό θάνατο,κι όσο για την Σαλομέ,δεν θέλω ούτε να το σκέφτομαι.» «Μήπως θα θέλατε να μιλήσω εγώ στην αδελφή σας;» παρενέβη η Μπεατρίς, που θα έκανε οτιδήποτε για ν’αποφευχθεί μια νέα σκηνή αδελφικού έρωτος. «Όχι,όχι,το καλύτερο θα ήταν να μεταφέρουμε τους νεκρούς μαζί με τους υπόλοιπους και να μαζευτούμε όλοι μαζί,μέχρι να ξημερώσει,» είπε η Καρολίν. «Αν είμαστε συγκεντρωμένοι,μπορούμε τουλάχιστον να αποκλείσουμε κάποιος απ’όλους μας να εργάζεται πίσω από την πλάτη των υπολοίπων.» O Φιλίπ συμφώνησε μ’ένα νεύμα,και πιάνοντας τον ιερέα απ’τα πόδια,άρχισε να τον σέρνει προς την σκάλα.Η σκηνή φάνηκε εξαιρετικά οικεία στην Μπεατρίς,και την έκανε ν’ανατριχιάσει,ιδίως όταν το κεφάλι του ιερέα πήρε να κατεβαίνει τα σκαλοπάτια με διαδοχικούς γδούπους. ‘Για να σέρνεις ένα νεκρό κατ’αυτό τον τρόπο,δεν αρκεί να σου είναι άγνωστος-χρειάζεται μια αλλιώτικη σκληρότητα,’ σκέφτηκε,αλλά το τρυφερότερο κομμάτι του μυαλού της αντιπρότεινε πως μάλλον ήταν η βιασύνη που ανάγκαζε τον μπισκοτάνθρωπό της σε μια τέτοια πρόχειρη μεταχείριση του πτώματος.Συγχρόνως,ο Ξαβιέ ξεπρόβαλλε και πάλι,και μόλις είδε ότι το σώμα της Αραμπέλλα είχε απομείνει μόνο του,έβαλε τις φωνές. «Θεέ μου,κυρία,ο Αιδεσιμώτατος σηκώθηκε!Είναι απέθαντος!» «Ο μόνος απέθαντος είσαι εσύ,Ξαβιέ,προς μεγάλη ατυχία όλων μας,» του είπε αυστηρά η Μπεατρίς,και προφταίνοντας τις απορίες της φίλης της συμπλήρωσε: «Ορίστε,αγαπητή μου Καρολίν,κοίτα κατάσταση,μόλις τώρα βγήκε απ’τη θάλασσα κι είναι ο μόνος που τα κατάφερε να βγεί ζωντανός!Κι όλα αυτά γιατί;Για να τον έχουμε τώρα να μας λέει ένα σωρό ασυναρτησίες!» Η Καρολίν όμως είχε πιο μεγάλη καρδιά.Βγάζοντας το σάλι που φορούσε,το πέρασε στους ώμους του Ξαβιέ που τουρτούριζε,λέγοντας: «Έλα χρυσό μου,ελπίζω μόνο να μην πήρες και την Βαλεριάνα μου για μπάνιο!» «Όχι κυρία,είναι εκεί,μια στιγμή να σας την φέρω.» Αλλά εκείνη τον σταμάτησε και πάλι,πιάνοντάς του τρυφερά τα χέρια. «Καλύτερα να κατέβεις και να αλλάξεις,για να μην ξυλιάσεις,καλό μου παιδί. Επιπλέον βλέπω ότι έβγαλες τα γάντια σου,κι η Βαλεριάνα αντιπαθεί τα βρεγμένα χέρια.» Έπειτα γύρισε στην Μπεατρίς και της είπε: «Καλή μου Ζενεβιέβ,απ’ό,τι άκουσα προ ολίγου,το πιστόλι που σας έδωσα δουλεύει.Οπότε κατέβα μαζί του στην καμπίνα σου,και προς Θεού,μην αφήσετε το όπλο απ’τα μάτια σας.Έτσι,γλυκιά μου;» Και μ’αυτά τα λόγια,τρίβοντάς της την πλάτη μ’εκείνο τον αέρα παλιάς φιλίας που εξακολουθούσε να την φέρνει σε αμηχανία,η Καρολίν χώθηκε στην ομίχλη της
πλώρης,φωνάζοντας με μωρουδιακή προφορά: «Πού είναι το γατί της μαμάς;Πού είναι το μικρό κι αξιολάτρευτο γατάκι της μαμάς;» Η Μπεατρίς έπιασε τον Ξαβιέ απ’τον αγκώνα αυστηρά,κι άρχισε να κατεβαίνει μαζί του την σκάλα.Συγχρόνως τον επέπληττε: «Πότε θα μάθεις να είσαι ψύχραιμος;Έ;Πότε θα ακολουθήσεις το παράδειγμά μου,που ποτέ δεν φοβάμαι τίποτε;Έ;» «Μα κυρία,δεν πρόλαβα να σας πώ αυτά που άκουσα...» «Σίγουρα θα είναι τίποτε ιστορίες για νεράιδες,έτσι δεν είναι;» ρώτησε νευρικά η Μπεατρίς,καθώς γυρνούσε το πόμολο της καμπίνας τους. «Απ’αυτές που διάβαζες όλο το βράδυ και τώρα τα μάτια σου είναι σαν φλυτζάνια απ’το ξενύχτι και ξερνάς και σ’όλο τον τόπο και μας κάνεις ρεζίλι.» «Μα όχι κυρία,αφήστε με να σας πώ,ήταν η κυρία Ροζαλί κι ο κύριος ντε Ραστιγιάκ και λέγαν ότι-» «Ο Φιλίπ;» αναφώνησε η Μπεατρίς με γουρλωμένα μάτια. «Όχι,κυρία,ο κύριος Ζαφέτ ντε Ραστιγιάκ,και-» «Τί λύσσα είναι αυτή που έχεις,δούλε στην ψυχή και το σώμα,και φωνάζεις όλο τον κόσμο με τα επίθετα,μπορείς να μου πείς;Τέρας!» «Συγγνώμη κυρία,αλλά οι δυό κύριοι,δηλαδή η κυρία Ροζαλί κι ο κύριος ντε Ραστιγιάκ μιλούσαν ψιθυριστά για μάς,κι όταν εκείνη τον ρώτησε αν ο ανηψιός του,ο κύριος ντε Ραστιγιάκ,τα είχε κάνει πλακάκια κι αυτή δεν ξέρει με ποιόν για να τους την φέρει,εκείνος είπε πως δεν ήταν δυνατόν,και μετά άρχισαν να διαφωνούν αλλά στο τέλος αποφάσισαν ότι θα προχωρούσαν με το σχέδιό τους ακόμη κι αν αυτό σήμαινε ότι θα έπρεπε να ξεφορτωθούν την φίλη σας,την κυρία Νικολά,μια ώρα αρχύτερα,αφού έτσι κι αλλιώς τίποτε δεν τους εξασφάλιζε πως δεν θα μιλούσε στην αστυνομία για όσα είχε δεί και ακούσει.» Και λαχανιασμένος,ο Ξαβιέ άνοιξε το φύλλο της ντουλάπας και κρύφτηκε από πίσω του για να αλλάξει ρούχα.Η Μπεατρίς αναλογιζόταν ανήσυχη όσα της είχε πεί, ενώ με το ένα χέρι άγγιζε ασυναίσθητα το πιστόλι,στην τσέπη της ρόμπας της. ‘Αστυνομία,’ επαναλάμβανε από μέσα της,σαν να επρόκειτο για κάποια εξωτική,μαγική λέξη,πιο μαγική κι απ’τις ίδιες τις νεράιδες του Μάν.Πράγματι,έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα,θα της φαινόταν πιο φυσικό αν έβλεπε έναν αέρινο δαίμονα να ανεβαίνει στο καράβι τους,παρά έναν ένστολο επιβολέα του νόμου.Πώς θα μπορούσαν να εξηγήσουν τις πλαστοπροσωπίες και τους φόνους που συνέβαιναν κατά κόρον;Είχαν φτάσει πλέον στο σημείο όπου μονάχα η ομολογία ή η σύλληψη από τους ίδιους του δολοφόνου θα ήταν σε θέση να τους ξελασπώσει.Ειδάλλως... «Α,κυρία,επίσης ήθελα να σας πώ αυτό που δε μ’αφήσατε να πώ προηγουμένως,αν και τώρα δεν ξέρω αν πρέπει να σας το πώ,γιατί θα θυμώσετε,» είπε ο Ξαβιέ. «Να υποθέσω πως έχει να κάνει πάλι με τις νεράιδες;» ρώτησε θυμωμένη. «Μάλιστα,κυρία.» «Να υποθέσω επίσης ότι αν δεν σ’αφήσω να μου το πείς θα μου πρήξεις το σηκώτι μέχρι να σε διατάξω από μόνη μου να μου το πείς;» «Μα...μάλιστα,κυρία,» ψέλλισε όλο ντροπή. «Μαύρη μοίρα!» φώναξε η Μπεατρίς, «Μίλα!Μίλα να δούμε πού θα πάμε!» «Να,κυρία...το βιβλίο έλεγε πως...αυτοί οι μεσάζοντες...δηλαδή οι άνθρωποι που παίζουν κάποιο ρόλο,κι υποκρίνονται ότι είναι άλλο απ’αυτό που είναι...» «...όπως εγώ αυτή τη στιγμή,που υποκρίνομαι ότι είμαι υπομονετική και δεν σε αρπάζω από το λαιμό να σε καρυδώσω...» «...ακριβώς,κυρία,όπως εσείς,αυτοί οι άνθρωποι λοιπόν,έγραφε ότι οι νεράιδες τους επισκέπτονται μονάχα στον ύπνο τους,κάνοντάς τους να βλέπουν προφητικά όνειρα.Κι επειδή εσείς είχατε πεί ότι το μεσημέρι είδατε την δεσποινίδα Μαριάν-»
Ξαφνικά,το πρόσωπο της Μπεατρίς πέτρωσε. «Ξαβιέ!Για σκάσε λίγο!Γιατί νομίζω ότι κάτι μου ήρθε!» είπε,και φοβισμένη, σηκώθηκε απ’το κρεβάτι κι άρχισε να πηγαινοέρχεται στην καμπίνα.Η φιγούρα της έμπαινε κι έβγαινε απ’το σκοτάδι στο φώς του κεριού. «Τί...τί συμβαίνει,κυρία;» ρώτησε ο Ξαβιέ. Αλλά φυσικά,δεν ήταν δυνατόν να του πεί πως-ήταν απίθανο,ασύλληπτο!-πως το βιβλίο είχε δίκιο!Γιατί το πρωί είχε ξυπνήσει από εκείνο το παράξενο όνειρο,όπου παζάρευε αντίκες με τον Γκαστόν.Και λίγο μετά,ο Γκαστόν είχε βρεθεί πνιγμένος.Το μεσημέρι είχε δεί πράγματι το όνειρο με την γαζέλα.Αλλά το πιο φοβερό ήταν το σύντομο όνειρο που είχε δεί πριν από λίγη ώρα,και το οποίο είχε ξεχάσει,μέχρι αυτή την στιγμή. ‘Χριστέ μου!Ήταν η Αραμπέλλα με τον παπά!Και τώρα είναι κι οι δύο νεκροί!’ σκέφτηκε με τρόμο.Μάλιστα θυμόταν ότι στο όνειρό της υπήρχε και μια φωτιά,κι αν η Καρολίν είχε δίκιο,ο ιερέας είχε πεθάνει επειδή κάποιος του είχε βάλει φωτιά στο στόμα.Κι όσο κι αν ήθελε να απορρίψει κάθε υπόνοια υπερφυσικού,ήταν δύσκολο να πιστέψει πως και στις έξη φορές‘-μα ποιές έξη φορές;Ο Μαουρίτσιο κι ο γιατρός δεν εμφανίστηκαν σε κανένα μου όνειρο,κι όμως είναι νεκροί!Άρα,δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας,’σκέφτηκε.Και με καινούρια αποθέματα αυστηρότητα,σήκωσε το βλέμμα στον υπηρέτη της,που της είχε γυρίσει την πλάτη για να κουμπώσει το πουκάμισό του.Τότε πρόσεξε ότι κάτι λευκό προεξείχε απ’το γιακά του,σαν ένα μικρό,μαλακό κολλάρο που είχε κολλήσει στα βρεγμένα του μαλλιά.Ξεχνώντας για λίγο τις σκέψεις της,σηκώθηκε και είπε: «Ξαβιέ;Τί είναι αυτό που έχεις στο σβέρκο σου;» Με μια κραυγή τρόμου,εκείνος άρχισε να χοροπηδά. «Α!Βγάλτε το!Βγάλτε το,κυρία!Κυρία,βγάλτε το!» «Κάτσε ήσυχα,επιτέλους,τρελλέ!» γρύλλισε η Μπεατρίς,κι αρπάζοντάς τον απ’τους ώμους,ξεκόλλησε το αινιγματικό λευκό ύφασμα.Μόλις όμως τό’πιασε στα χέρια της,κατάλαβε πως δεν ήταν ύφασμα-ήταν ένα κομμάτι μουσκεμένο χαρτί.Και μάλιστα,φέρνοντάς το στο φώς του κεριού,είδε ότι απ’την άλλη πλευρά του υπήρχε κάτι γραμμένο.Ο Ξαβιέ την πλησιάσε τρέμοντας. «Τί είναι,κυρία;» ρώτησε. «Ένα χαρτί,» είπε εκείνη,προσπαθώντας να διαβάσει το σκορπισμένο μελάνι. «Και γιατί ήταν στο κεφάλι μου,κυρία;» ρώτησε πάλι. «Γιατί κάποιος κατάλαβε τί κομοδίνο είσαι,και το ακούμπησε εκεί πάνω για να μην το χάσει!» γρύλλισε η Μπεατρίς. «Δεν βλέπεις ότι προσπαθώ να το διαβάσω;» Και φέρνοντας το κερί ακόμη πιο κοντά,το κράτησε κάτω απ’το χαρτί,για να το στεγνώσει.Πράγματι,καθώς το νερό εξατμίζονταν,τα γράμματα γίνονταν πιο ευκρινή,χορεύοντας θαρρείς πάνω απ’την κίτρινη φλόγα.Η Μπεατρίς άρχισε να διαβάζει με δυσκολία: «Ε...επειδή στην...στην ζωή συμβαίνουν συχνά πα-παρεξηγήσεις,δεν θα ήθελα να είμαι κι εγώ μια από...από αυτές.Έτσι,α...αποφάσισα να αλλάξω την διαθήκη μου,κι αντί για την...μισητή,αντί για την μισητή οικογένεια ντε Ραστιγιάκ,να αφήσω όλη μου την πε...περιουσία στην Οντέτ Ντυκά.Μετά τιμής,Καρολίν Νικολά,η...η γνωστή Δούκισσα...» Και τελειώνοντας την ανάγνωση,κοίταξε τον Ξαβιέ με γουρλωμένα μάτια. «Εί...είναι μια δεύτερη διαθήκη,» είπε εκείνος. «Ποιός την έγραψε;» «Απ’ό,τι φαίνεται,ο ίδιος που έγραψε και την πρώτη,γιατί δές,τα γράμματα,αν κι είναι μουντζουρωμένα,μοιάζουν πολύ...» Και θέλοντας να αποδείξει αυτό που έλεγε,κράτησε το χαρτί μπροστά στο κεφάλι του Ξαβιέ,με το κερί κολλημένο από πίσω. Μονάχα που,ύστερα από τόση ώρα στεγνής ανάγνωσης,το χαρτί δεν ήταν πια βρεγμένο.Έτσι,σε μια στιγμή που η φλόγα γαργάλησε την μύτη του,ο Ξαβιέ άφησε ένα δυνατό φτέρνισμα,το χαρτί έπεσε πάνω στο κερί και πήρε φωτιά.Μάταια προσπάθησε η Μπεατρίς να το περισώσει,ουρλιάζοντας και χτυπώντας τον Ξαβιέ στο κεφάλι με το
μαξιλάρι.Ένα λεπτό αργότερα,το μόνο που είχε απομείνει απ’την δεύτερη διαθήκη ήταν η σκόρπια στάχτη της στο πάτωμα της καμπίνας. «Ξαβιέ,μόλις κατάστρεψες ένα πολύτιμο αποδεικτικό στοιχείο,και τώρα μονάχα ο Θεός μπορεί να σε σώσει από τα χέρια μου!» φώναξε η Μπεατρίς,κι όρμηξε κατά πάνω του.Πανικόβλητος,ο Ξαβιέ βγήκε από την καμπίνα,όμως εκείνη τον ακολούθησε. «Μή φεύγεις!» φώναζε,και μονάχα όταν φτάσαν στο κατάστρωμα ο Ξαβιέ σταμάτησε την τρεχάλα. «Τί έγινε,κουράστηκες;» είπε λαχανιασμένη η Μπεατρίς,πλησιάζοντάς τον από πίσω,κι αυτός,πριν προλάβει να πεί: «Κυ-κυρία...μην πλησιάζετε...», γύρισε και φτερνίστηκε μεγαλοπρεπώς στα μούτρα της,γεμίζοντάς την σταλαγματιές σάλιου.Έπειτα κοκκίνησε,έβγαλε το μαντήλι του και της το πρόσφερε λέγοντας: «Με συγχωρείτε,κυρία,αλλά έφυγα τρέχοντας γιατί δεν ήθελα να φτερνιστώ και πάλι μπροστά σας-ξέρω ότι σας εκνευρίζει.» Η Μπεατρίς πήρε το μαντήλι,κι άρχισε να σκουπίζεται,ψελλίζοντας στον εαυτό της: «Όχι-δεν θα πεθάνω από αηδία-όχι-δεν θα τρελλαθώ-ψυχραιμία.» Ταυτόχρονα,η πόρτα του σαλονιού άνοιξε απότομα κι από μέσα βγήκε η Καρολίν,φωνάζοντας: «Τί κάνετε εδώ έξω,χρυσά μου;» Η Μπεατρίς,που δεν περίμενε μια τόσο έντονη προσφώνηση,άφησε μια κραυγή τρόμου,ενώ ο Ξαβιέ έσπευσε με τον ιδιαίτερο τρόπο του να της μεταφέρει τα νέα. «Ελπίζω να μην μας ακούει κανείς,κυρία,αλλά πριν από λίγο βρήκαμε στο κεφάλι μου την δεύτερη διαθήκη σας,» είπε.
ΧΧ Στο σαλόνι δεν είχε βέβαια ζέστη,αλλά δεν είχε και το ψοφόκρυο που είχε έξω,όπως επεσήμανε ο Ξαβιέ,τρίβοντας τα χέρια του.Η Μπεατρίς τον επέπληξε άλλη μια φορά για την χαμέρπεια του λεξιλογίου του,κι ύστερα καθίσαν όλοι μαζί γύρω από ένα μικρό τραπεζάκι.Τρία κεριά φωτίζαν την συντροφιά τους. «Για πείτε μου,λοιπόν,πριν ανέβουν οι άλλοι,τί μαθαίνω;Έγραψα λέει και δεύτερη διαθήκη;» ρώτησε η Καρολίν,μ’ένα χαμόγελο ως τ’αυτιά. «Είμαι σχεδόν βέβαιη ότι είχε γραφτεί απ’τον ίδιο άνθρωπο,» σχολίασε χαμηλόφωνα η Μπεατρίς, «τα γράμματα έμοιαζαν πολύ,καθώς επίσης και το ύφος.» «Πούν’τη;Είμαι περίεργη να την δώ.» Η Μπεατρίς κοίταξε τον Ξαβιέ βγάζοντας φωτιές από τα μάτια,κι εκείνος έσπευσε να απολογηθεί: «Από δικό μου σφάλμα η διαθήκη δεν υπάρχει πιά,κυρία,» είπε. «Ναι,ο Ξαβιέ απέδειξε για άλλη μια φορά το αστυνομικό του δαιμόνιο,» πρόσθεσε φαρμακερά η Μπεατρίς,αγγίζοντας με την λαβή του μπαστουνιού της την μύτη του υπηρέτη της. «Έχει μια αληθινή μύτη λαγωνικού!» «Έλα,Ζενεβιέβ,αγάπη μου,μην τον μαλώνεις τον καημένο,» είπε γλυκά η Καρολίν,μοιράζοντας τα χάδια της ανάμεσα στον Ξαβιέ και στην Βαλεριάνα.Ο Ξαβιέ,όχι και τόσο συνηθισμένος στις διαχύσεις,σχεδόν γουργούρισε μαζί με τη γάτα. «Αυτό που έχει σημασία είναι ότι προλάβατε να την διαβάσετε.Κι επιπλέον,είμαι σίγουρη πως έγραφε και πάλι τις ίδιες ανοησίες,με σκοπό κι εγώ δεν ξέρω τί...να με φοβίσουν, να με εκβιάσουν...ηλιθιότητες!» Ανάβοντας ένα τσιγάρο,φύσηξε νευρικά τον καπνό, κι όπως αν ο θυμός της είχε εξευμενιστεί μέσα από το μικρό συννεφάκι,η όψη της γλύκανε πάλι,και ρώτησε χαμογελώντας: «Είμαι περίεργη,όμως,πείτε μου,τί άφηνα στην οικογένεια ντε Ραστιγιάκ αυτή τη φορά;Την παρθενιά μου;»
«Εδώ είναι το περίεργο,» είπε η Μπεατρίς, «το καινούριο κείμενο έλεγε πως η οικογένεια ντε Ραστιγιάκ είναι μισητή κι ότι ήθελες να διορθώσεις για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις...» «Για φαντάσου!Αποκληρώθηκαν από μόνοι τους!» είπε η Καρολίν κι έβαλε τα γέλια. «Τελικά οι απειλές μου έπιασαν!» «Όχι,όχι,υπήρχε και πάλι ένας κληρονόμος,αλλά αυτή τη φορά ήταν ένα περίεργο γυναικείο όνομα...» Κι η Μπεατρίς πήρε ένα απλανές βλέμμα,καθώς προσπαθούσε να θυμηθεί το όνομα της μυστηριώδους κληρονόμου. «Να δείς,εδώ το έχω, στην άκρη της γλώσσας μου,αλλά φταίει ότι δεν πρόλαβα να το δώ παρά μόνο για μια στιγμή,έτσι Ξαβιέ;» είπε,ραπίζοντας τις γάμπες του με το μπαστούνι.Εκείνος αναπήδησε ξαφνιασμένος,κι απολογήθηκε,ψελλίζοντας: «Mea culpa.» «Μήπως ήταν το πατρικό της Ροζαλί;» ρώτησε με ανυπομονησία η Καρολίν, και γέλασε ξανά. «Έχει γούστο,να θέλουν να ρίξουν ο ένας τον άλλο με τα δικά μου λεφτά!-καλά,πόσο ηλίθιοι μπορεί να είναι οι άνθρωποι;Ε;Για θυμήσου,καλή μου Ζενεβιέβ,μήπως το όνομα ήταν Εστέλ-Ροζαλί Φλερμόντ;Ή κάτι τέτοιο;» «Όχι,όχι δεν ήταν η Ροζαλί,ήταν ένα μικρό όνομα,να δείς...να πάρει η οργή, σταμάτησε το μυαλό μου,πώς-α,ναί!» φώναξε ξάφνου,χτυπώντας το μέτωπό της, «Οντέτ,λεγόταν,ναί έγραφε ότι άφηνες όλη σου την περιουσία σε μια Οντέτ....Οντέτ,αχ, καταραμένε Ξαβιέ,τώρα ξέχασα και το επίθετο.» Όμως πριν προλάβει να απορροφηθεί σ’έναν καινούριο κυκεώνα αμνησίας,η Μπεατρίς έριξε μια ματιά στη φίλη της κι είδε πως την κοιτούσε κατάπληκτη,σαν να είχε αναφέρει το πιο απίθανο όνομα του κόσμου. «Οντέτ,είπες;» ρώτησε ανέκφραστη, «Μήπως το επώνυμο ήταν Ντυκά;» «Ναι!Αυτό ήταν!Οντέτ Ντυκά!Το χαρτί έλεγε πως τα άφηνες όλα σ’αυτήν!» Και ξαφνιάζοντάς τους για άλλη μια φορά,το προσωπείο της αποσβολωμένης Καρολίν άρχισε να διαπερνά ένα τρέμουλο στα χείλη ώσπου,χωρίς να τους δώσει εξηγήσεις,η φίλη τους έσκασε στα γέλια.Γελούσε τόσο δυνατά,που αναγκάστηκε να αφήσει το καλάθι με τη Βαλεριάνα δίπλα της,για να μην της πέσει.Κι όταν τελείωσε, με δάκρυα να τρέχουν απ’τα μικρά της μάτια,τους κοίταξε που την παρατηρούσαν άναυδοι και ξέσπασε σε καινούρια γέλια. «Μα γιατί;Τί συμβαίνει;Ποιά είναι αυτή η Οντέτ Ντυκά;» ρώτησε η Μπεατρίς γεμάτη απορία.Αλλά την φίλη της είχε πιάσει λόξυγγας απ’τα γέλια. «Άχ-χικ!-δεν είναι-χίκ!-δυνατόν!Χίκ!Οι άνθρωποι είναι-χίκ!-για δέσιμο!» Ο Ξαβιέ,από ανάμικτη περιέργεια και δουλικότητα,είχε ήδη εξαφανιστεί για να της φέρει ένα ποτήρι νερό από το μπάρ.Μόλις το ήπιε και συνήλθε κάπως,η Καρολίν άρχισε να μιλά.Το γέλιο,ωστόσο,παραμόνευε στα χείλη της. «Ομολογώ ότι η φαντασία τους με αφήνει κατάπληκτη,» είπε στην αρχή,ανάβοντας ξανά το τσιγάρο της που είχε σβήσει. «Δεν πίστευα πως έκρυβαν τέτοια ευφάνταστη φλέβα,ο Ζαφέτ κι οι υπόλοιποι!» «Γιατί;Τί εννοείς,καλή μου;Ποιά είναι αυτή η Οντέτ;» Αλλά η φίλη της στράφηκε προς τον Ξαβιέ. «Δεν μου λές,χρυσό μου,πού βρήκες αυτό το χαρτί;» τον ρώτησε. «Δεν ξέρω ακριβώς,κυρία,» αποκρίθηκε εκείνος, «όταν βγήκα από τη θάλασσα όπου είχα πέσει για να γλυτώσω απ’την κυρία Ντυτουά που ήθελε να μου πιεί το αίμα,πρέπει να ήταν ήδη κολλημένο επάνω μου.» «Ξέρεις γιατί σε ρωτάω;» τον διέκοψε εκείνη. «Όχι,κυρία,γιατί;» «Γιατί αν το χαρτί αυτό ανέφερε το όνομα που μου λέτε,το πιο πιθανό απ’όλα είναι να το έχουν συντάξει οι ίδιες οι φοράδες του Μάν,ή πως διάολο τις λένε.» «Οι νεράιδες,κυρία;» ρώτησε έντρομος ο Ξαβιέ.
«Γιατί το λές αυτό,γλυκιά μου;» ρώτησε η Μπεατρίς,πιάνοντας ανάμεσα στα δυό της δάχτυλα την μύτη του Ξαβιέ που ετοιμαζόταν να συνεχίσει. «Γιατί,αγαπητή μου Ζενεβιέβ,απ’όσο ξέρω,η Οντέτ Ντυκά είναι νεκρή!» «Νεκρή;!» φώναξαν κι οι δυό τους μ’ένα στόμα. «Καλά,καλά,πώς κάνετε έτσι;» είπε η Καρολίν,γελώντας ακόμα, «Μάλιστα, νεκρή.Κι απ’ό,τι θυμάμαι,πάνε πάνω από σαράντα χρόνια που-» «Μα πώς;Δεν είναι δυνατόν!» τη διέκοψε η Μπεατρίς,χτυπώντας το μπαστούνι της στο πάτωμα. «Τί γίνεται επιτέλους σ’αυτό το καράβι;Πώς γίνεται να σε κληρονομεί μια νεκρή;Μόνο αν είσαι νεκρός ο ίδιος μπορεί να έχεις συμφέρον απ’την κληρονομιά ενός άλλου νεκρού!» «Κι αν δεν είναι νεκρή;» ρώτησε δειλά ο Ξαβιέ. «Α,όχι,αυτό αποκλείεται-το θυμάμαι πολύ καλά,» είπε η Καρολίν, «γιατί στην οικογένεια ντε Ραστιγιάκ είχε ξεσπάσει πολύ μεγάλο σκάνδαλο με την Οντέτ.» «Ναι,κυρία,αλλά μπορεί η Οντέτ να γύρισε απ’τον τάφο μεταμορφωμένη και να μας εκδικείται.Μπορεί να είναι οποιοσδήποτε.Εγώ,εσείς,η κυρία Φρα-» «Ξαβιέ,σκάσε!» ούρλιαξε η Μπεατρίς. «Κι από πού κι ως πού να μας εκδικείται;Τί της έχουμε κάνει;Κι επιπλέον,ποιά στο διάολο είναι αυτή η Οντέτ Ντυκά;» Την ίδια στιγμή όμως η πόρτα πίσω της άνοιξε,και στο σαλόνι μπήκε ο Ζαφέτ. Κρατούσε ένα κηροπήγιο,φορούσε την ρόμπα του,κι αναμαλλιασμένος όπως ήταν έδειχνε ακόμη πιο γέρος.Μόλις τον είδε η Μπεατρίς σώπασε απότομα,με το χέρι στον αέρα.Είχε μια τόσο θλιβερή όψη,που την έκανε να ντρέπεται για τις φωνές της.Προφανώς ο Φιλίπ του είχε εξιστορήσει την νέα τροπή της κατάστασης,κι αυτό τον είχε μετατρέψει σε ψυχικό ράκος.Κι ήταν λογικό-ακόμη κι αν δεν τον βάραινε η ενοχή όλων αυτών των φόνων,η ιδέα πως γίνονταν επάνω στο δικό του σκάφος,σε συνδυασμό με τον κίνδυνο για την δική του ζωή (εφόσον φυσικά δεν ήταν ο δολοφόνος) τον είχαν καταβάλλει τρομερά.Χωρίς να τους ρίξει ούτε μια ματιά,προχώρησε μέχρι την πολυθρόνα που βρισκόταν δίπλα στο μπάρ,σέρβιρε στον εαυτό του ένα ποτό,και κάθισε αμίλητος.Αλλά πριν η Μπεατρίς προλάβει να ξανανοίξει το στόμα της,τον Ζαφέτ ακολούθησε η Ροζαλί,που έμοιαζε διατεθειμένη να ζητήσει τα ρέστα. «Τί συμβαίνει;» ρώτησε εκνευρισμένη μόλις μπήκε. «Γιατί φωνάζετε;Ποιά ακόμη είναι νεκρή,εκτός από την ευτραφή φιλενάδα της Σαλομέ;» «Μας έπιασες στην μέση μιας συζήτησης για την Οντέτ Ντυκά,» είπε η Καρολίν,και για κάποιο λόγο έστρεψε πονηρά το βλέμμα της στον Ζαφέτ.Εκείνος,σαν να αναγνώριζε το όνομα και να ήθελε να αποφύγει οποιαδήποτε συμμετοχή στην κουβέντα,απέφυγε το βλέμμα της,κοιτώντας τις φλόγες των κεριών του.Το άκουσμα ωστόσο του άγνωστου αυτού ονόματος προκάλεσε μιαν εξίσου παράδοξη αντίδραση κι απ’ τη μεριά της Ροζαλί.Στην αρχή συνοφρυώθηκε,κι έπειτα,γελώντας αμήχανα,είπε: «Να κι ένα όνομα από το παρελθόν!Αλλά πού την θυμηθήκατε;Δεν έχετε τίποτε πιο ενδιαφέρον να συζητήσετε;» «Δεν την θυμηθήκαμε εμείς,» είπε η Καρολίν,με το ίδιο πάντα μειδίαμα. «Εκείνη μας θυμήθηκε.» «Χα!Επιτέλους παραδέχεσαι ότι είσαι νεκρή!» φώναξε η Ροζαλί, «Τί συμβαίνει τώρα,έχεις και πλύστρες απ’τον άλλο κόσμο να σου στέλνουν μηνύματα;» «Πολύ φοβάμαι πως η Οντέτ δεν βρίσκεται πλέον στον άλλο κόσμο,» είπε η Καρολίν με στόμφο.Ο Ζαφέτ γύρισε προς στιγμήν και την κοίταξε βλοσυρά. «Αλλιώς δεν μπορώ να εξηγήσω πώς βρέθηκε το όνομά της στην διαθήκη μου.» «Ποιά διαθήκη σου;Εννοείς εκείνο το παλιόχαρτο που έγραψες μόνη σου για να μας τρομάξεις;» Η φωνή της Ροζαλί γινόταν όλο και πιο επιθετική.Όμως παραδόξως,αυτή τη φορά η Καρολίν διατηρούσε μια κρυστάλλινη ψυχραιμία.
«Το ξεκαθάρισα απ’την αρχή πως εκείνο το κείμενο δεν είχε γραφτεί από μένα.Αλλά ούτως ή άλλως,κι αν ήταν αυθεντικό,δεν θα ίσχυε πιά.Γιατί πριν από λίγο,η καλή μου φίλη κι ο υπηρέτης της της ανακάλυψαν μια δεύτερη πλαστή διαθήκη.» «Και πώς είσαι σίγουρη πως η φίλη σου δεν είναι αυτή που...;» «Θα σου συνιστούσα να προσέχεις τα λόγια σου!» φώναξε η Καρολίν,δαγκώνοντας τις λέξεις στον αέρα, «Τουλάχιστον η Ζενεβιέβ δεν τριγυρνάει μασκαρεμένη, παριστάνοντας πως είναι κάποια άλλη!» ‘Αμ δέ που δέν το κάνω!’ σκέφτηκε έντρομη η Μπεατρίς. «Το θέμα όμως δεν είναι η διαθήκη,αλλά το όνομα που βρέθηκε πάνω της.Η Ζενεβιέβ δεν είχε ακούσει ποτέ ξανά να γίνεται λόγος για την δεσποινίδα Ντυκά.Κι ούτε θά’πρεπε άλλωστε.Αυτά ήταν οικογενειακά σας,έτσι Ζαφέτ;Απ’όσο θυμάμαι,η Οντέτ ήταν επί σειρά ετών πολύ στενά δεμένη με την οικογένειά σας,ή κάνω λάθος;» Απ’τη μεριά του Ζαφέτ,που είχε πάλι στρέψει αλλού το βλέμμα,την υποδέχτηκε η παγερή σιωπή.Η Μπεατρίς ένοιωθε να καίγεται από περιέργεια. «Αλλά ειλικρινά,αυτή την φορά αδυνατώ να καταλάβω το κόλπο σας,» είπε η Καρολίν,κι άφησε ένα σύντομο γελάκι. «Για ποιό λόγο δηλαδή θα γράφατε πως αφήνω όλη μου την περιουσία στην Οντέτ Ντυκά,που δεν έχω συναντήσει ποτέ σ’όλη μου την ζωή,για να εκδικηθώ την οικογένεια ντε Ραστιγιάκ,με την οποία δεν έχω καμιά διαφορά;Γιατί αυτό γράφετε,κατά λέξη!Κι είναι τόσο παράλογο,ώστε το μόνο συμπέρασμα που μπορώ να βγάλω είναι πως το σημείωμα αυτό γράφτηκε με μαγικό τρόπο απ’το υπερπέραν,από την ίδια την Οντέτ.Όμως και πάλι,πές μου Ζαφέτ,τί λόγο θα είχε αυτή η κοπέλα να σας κυνηγάει από την άλλη όχθη του Αχέροντα;» «Κανένα λόγο απολύτως-αυτά είναι ανοησίες,» είπε ο Ζαφέτ,πλέκοντας νευρικά τα δάχτυλά του.Αυτή τη φορά η Μπεατρίς δεν άντεξε. «Με συγχωρείτε για την περιέργειά μου,» είπε ευγενικά, «αλλά μπορείτε να μου πείτε ποιά ήταν αυτή η δεσποινίς Ντυκά;» «Πφφ!Σιγά το πρόσωπο!» είπε βιαστικά η Ροζαλί, «Δεν ήταν παρά μια από τις δεκάδες υπηρέτριές σας,έτσι δεν είναι Ζαφέτ;» «Ακριβώς,» είπε εκείνος, «Μία από τις δεκάδες.» «Κι απ’το πώς φερόσασταν στο υπηρετικό σας προσωπικό,φαίνεται τί είδους μπούρδες καθόμαστε και συζητάμε τόση ώρα,» πρόσθεσε η Ροζαλί. «Θα ήταν πολύ μεγάλη γαϊδούρα,αν γύρευε τα ρέστα από το υπερπέραν-έτσι κι αλλιώς,χάρη της κάνατε που την αφήνατε να δουλεύει στο σπίτι σας.» «Γιατί το λέτε αυτό;» ρώτησε ο Ξαβιέ,που πάντα ήθελε να είναι ενήμερος σε θέματα δουλικού συνδικάλισμού. «Γιατί η κοπέλα ήταν τυφλή,» είπε η Ροζαλί,ανάβοντας ένα τσιγάρο. «Ε,όχι ακριβώς τυφλή,απλώς δεν έβλεπε καλά,» την διόρθωσε ο Ζαφέτ. «Τέλοσπάντων,όπως και νά’χει,θα της ήταν πολύ δύσκολο να βρεί το δρόμο απ’τον Άδη ως εδώ,οπότε ταλαιπωρούμαστε άδικα.Επιπλέον,μας απασχολούν πιό πρακτικά προβλήματα,όπως του τί συμβαίνει και πεθαίνουμε ο ένας μετά τον άλλο.Τί θα κάνουμε αν ποτέ βρεθούμε στη στεριά;Εγώ,προσωπικά,δεν θέλω ούτε να σκέφτοαι τις εξηγήσεις που θα πρέπει να δώσω στην οικογένεια του Μαουρίτσιο.» Αλλά η Καρολίν δεν την άκουγε πιά.Είχε σηκωθεί απ’την πολυθρόνα της,είχε πάρει κεριά και γάτα στα δυό της χέρια,και γνέφοντας στην Μπεατρίς,είπε: «Όχι,νομίζω πως εμείς πρέπει ν’ασχοληθούμε λίγο ακόμη με την Οντέτ.»