Β Λ Κ Ν Τ Ι Ν Ν Ρ /Μ Α Γ Ι Α Κ Ο Φ Σ Κ Ι »
Η /VIOIXA ΣΤΙΣ Φ/ΙΟΓΕΣ
<ϋΙΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ αντιπαραλλΜλα
ΘΕΜΡΙΚΚ
Η ΜΟΣΧΑ ΣΤΙΣ ΦΛΟΓΕΣ
Κυκλοφορούν άπό τίς ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΛΛΗΛΑ:
ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ ΑΠΑΝΤΑ ΘΕΑΤΡΙΚΑ 1. Βλαντιμίρ Μ αγιακόφσκι (Τραγωδία) 2. Μ υ σ τ ή Ρ ΐο - Μ π ο ϋ φ φ ο (Ήρωϊκή, έπική καί σατιρική Απεικόνιση τής έποχής μας)
3 .'Ο Κοριός (Φαντασμαγορική Κωμωδία σέ ίννέα εικόνες) 4. Τό Χαμάμ (Δράμα σέ Εξι πράξεις μέ τσίρκο καί πυροτεχνήματα) 5. *Η Μ όσχα στίς φλόγες (Μαζική δράση μέ τραγούδι καί λόγο) Μετάφραση - ’Απόδοση: ’Από τά ρούσικα. Συγκριτικός έλεγχος: Μέ τη γερμανική (ΓΛΔ) έκδοση. Εισαγωγές — Σημειώσεις — Φωτογραφίες: Ά π ό τη σοβιετική καί τή γερμανική Ικδοση. Γιά τό σύνολο των 'Απάντων θεατρικών έργάστηκε ειδική έπιτροπή.
ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΒΙΒΛΙΟ ΠΕΜΠΤΟ Βλαντιμίρ Μ αγιακόφσκι: ' Η Μ όσχα στίς Φλόγες (Μαζική δράση μέ τραγούδι καί λόγο)
© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΛΛΗΛΑ Σόλωνος 138 — Π λ. Κ άνιγγος
’Εξώφυλλο: Γιώργος Άργυράκης
BAkNTINVIP /ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ
Η /ΜΟΣΧΑ ΣΤΙΣ ΦΛΟΓΕΣ
_ J ΕΚΔΟΣΕΙΣ ανηπαραλλΜ λα
1978
ΘΕΜΡΙΚΚ
t
'Η Μόσχα στίς φλόγες ( Ή χρονιά 1905)
Δεύτερη παραλλαγή Μαζική δράση μέ τραγούδι καί λόγο
Ό Τρέπωφ, στρατηγός τής αστυνομίας Φοιτητές Δ εσποινίς ’Α ξιω μ α τικοί Π ρώ τος Δ ικηγόρος Δ εύτερος Δικηγόρος Π ολίτης Μ ιά κυρία Συνδαιτημόνες Κρατούμενοι Στρατιώ τες τής φρουράς Έ να ς σωματοφύλακας Μ αντμαζέλ Έ να ς στρατηγός Φύλακες Ό τσάρος Ή τσαρίνα ' Υ πουργοί Έ να ς μικροαστός Έ να ς παπάς Έ νας πλούσιος άντρας Έ νας χω ρικός Έ νας εργάτης Έ να ς αστυνομικός Π ο λ λ ο ί εργάτες Π ο λ λ ο ί ιδιοκτήτες φάμπρικας Π ρώ τος φιλελεύθερος Λεύτερος φιλελεύθερος Έ να ς άζιω ματικός Κ οζάκοι Στρατιώ τες σω ματοφύλακες 'Αλυσοδεμένοι
"Ενας μουζικάντης κλόουν Ό Κ ερένσκι 'Ένας κουλάκος Ό πάπας τής Ρώ μης Ό Π ιλσούτσκι Ό Μ ακντόναλντ ό Ταρντιέ
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Τέσσερις ντελάληόες μπαίνουν άπό τίς τέσσερις μεριές στήν άρένα. ' Ο καθέ νας τους έχει γραμμένο πάνω στή φορεσιά του 'ένα φωτεινό ψηφίο: «I», «9», «0» καί «5» στέκονται ό ενας πλάι στόν άλλο, σχηματίζοντας τον άριθμό τής χρονιάς «1905».
ΠΡΩΤΟΣ ΝΤΕΛΑΛΗΣ: 'Ο πέμπτος χρόνος! 'Η όμορφη πέμπτη χρονιά! Πού τήνε ολοκλήρω σε ό χρόνος δεκαεφτά! Γιά κύτταξε στό παρελθόν, τόν κόσμο σκέψου, ώς ήταν, καθώς αύτός ό «πέντε» βρίσκονταν στίς φλόγες. ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΝΤΕΛΑΛΗΣ: Ξαστερωμένο κέφι, ρίξε δέσμες άπό φως! Κι αν κάνουμε αστεία μέ τήν κοφτερή μας γλώσσα — ποτέ μας δέν ξεχνάμε, πώς πεθάναν οί πατέρες μας μ έ σ ’ στίς βασανισμένες πόλεις καί χωριά μας. ΤΡΙΤΟΣ ΝΤΕΛΑΛΗΣ: ’Ακόμη σήμερα ή χεϊ σ τ ’ αύτιά τών έγγονιών τής θραύσης τών κυμάτων μουγκρητό τής Μαύρης Θ άλασσας — 9
καθώς του θωρηκτοΰ «Ποτέμκιν» τά κανόνια τό ιππικό τοΰ τσάρου σημαδεύαν. ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΝΤΕΛΑΛΗΣ: Στεριά καί θάλασσα από τό αίμα κοκκίνισαν, αμέτρητοι άνθρωποι σκοτώθηκαν άπό τίς σφαίρες, καθώς ό μηχανοδηγός Ο ύχτόμσκι επεσε, σάν ό συνταγματάρχης Ρήμαν τόσα πτώματα σά φόρτωμα ξυλείας στοίβαζε σωρό. ΠΡΩΤΟΣ ΝΤΕΛΑΛΗΣ: ’Αστέρι των Σοβιέτ, έπ ά ν’ ά π ’ δλα λάμψε! Καί ό,τι καί νά γίνει — ποτέ δέν θά πατήσει πόδι έχθροΰ τό χώμα μας. Έ , σύντροφε, χα ρού μ εν’ άφησε τά γέλια ν ’ άκουστοΰν, μά πρόσεχε καί τόν εχθρό καί μίσησέ τον ώς τό θάνατο. ΤΡΙΤΟΣ ΝΤΕΛΑΛΗΣ: Γιά δέστε: τόν Γενάρη — τί σερβίρει ό στρατός στόν τσάρο; Καθώς έκεΐνος κουταλιάζει στίς έννιά τήν αίματόσουπα. Σ ' δλο τό πλάτος τής θεατρικής Αρένας περπατώντας, οί μασκαρεμένοι στρατιώτες κουβαλάνε μακριά τεντωμένα παντελόνια. Ή Ατέλειωτη σειρά χάνεται στην Ανακτορική πόρτα κι άπό την Ανα κτορική πόρτα ξεκινάει άντίθετα μιά άλλη Ατέλειωτη σειρά, μέ
10
απλωμένα ροΰχα, πού χάνεται σέ μιά είσοδο μέ τήν έπιγραφή «Η πλύστρα τής αύτοΰ μεγαλειότητας». Στή μέση τής σκηνής έμφανίζεται ενας μικροαστός μέ γυαλιά, ό κοκκινομάλλης, πού πλησιάζει τούς παραταγμένους στρατιώτες.
Ο ΚΟΚΚΙΝΟΜΑΛΛΗΣ: Γιά ποΰ τό βάλατε μέ τόσα παντελόνια; Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ: 'Η αύτοϋ μεγαλειότητα τά στέλνει στό πλυντήριο. Δέν φτάνουνε τά παντελόνια. \ 'Η αύτοϋ μεγαλειότητα χρειάζεται, κάθε λεπτό ν ’ άλλάζει. Ή άρένα σκοτεινιάζει. Στή σκηνή παρουσιάζεται ενας μουζικάντης κλόουν μέ μιά μεγαλοπρεπή στραβοβαλμένη κορώνα. Τραγουδάει, χτυπώντας μιά άδεια μπουκάλα βότκας.
Ο ΚΛΟΟΥΝ: Ό τσάρος, άπό τήν τρομάρα του, εβγαλε διάγγελμα: στους πεθαμένους — λευτεριά, στους ζωντανούς — φυλάκα. Καί τό γραφτό του έσταζε μέλι καί ζάχαρη. Τούς πεθαμένους λευτερώστε, τούς ζωντανούς σκοτώστε. Στό στόμα τό χαμόγελο, ύγεία στό λαό! Στούς πεθαμένους λευτεριά, στούς ζωντανούς — φυλάκα. Μπροστά άπό τόν κλόουν πέφτει ή αύλαία έξαφανίζοντάς τον. Πάνω της γραμμένο τό διάγγελμα: Έλέω θεού Έμεϊς, Νικόλαος ό Δεύτερος, κλπ. Μπροστά άπό τήν αυλαία μπαίνει ό στρατηγός τής άστυνομίας Τρέπωφ, σβουρίζει τήν τεράστια ματοβαμμένη παλάμη του καί μέ τά πέντε δάχτυλα σφραγίζει τό διάγγελμα. Κείμενο: Σφραγισθέν Ιδίοις -
11
Τρέπωφ *Η αύλα,ία σηκώνεται' ndvco οχήν άρένα γίνεται μια γιορτή μέ χορό καί φαγοπότι. Ή στρατιωτική όρχήστρα Αντηχεί. Φοιτητές, δεσποινίς, Αξιωματικοί. Δυό τραπέζια γεμάτα μέ μπουκάλες κρασί, βαλμένα έτσι, πού άνάμεσά τους νά περνάει μιά πομπή κρατου μένων μέ τούς φρουρούς της. Καθένας, πού μπαίνει στή σκηνή, κρατάει ενα Αντίτυπο τοΰ τσαρικού διαγγέλματος, πού μοιάζει μέ μεγάλο χάρτη. Δυό δικηγόροι, μακιγιαρισμένοι καί μέ φράκο, τρέ χουν σ ’ δλο τό φάρδος τής σκηνής, πέφτοντας ό ενας πάνω στόν άλλο.
ΠΡΩΤΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ: Ά χ , Πιότρ Πέτροβιτς;! ’Επιτρέψατε μου δναν ασπασμό. 'Η Ιστορία ανοίγει μιά σελίδα νέα. ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ: Τελειώσαν οί διαμάχες πιά, μας ήρθε ή άνία καί ή πλήξη. Ί β ά ν Ίβ ά νιτς — τώ ρ’ <5ς φιληθούμε σταυρωτά. Μουσική. "Ενα ζευγάρι, ό φοιτητής κι ή δεσποινίς, χορεύουν βάλς.
Ο ΦΟΙΤΗΤΗΣ στή χαριτωμένη δεσποινίδα: Έ σ εΐς άστέρι στό σπουδαστικό στερέωμα... Μ ην πάτησα σ έ κουτσουλιές; Π αρντόν παρακαλώ. ’Ελευθερία επικρατεί, ελευθερία, λευτεριά ατέλειωτη: τής σκέψης, των μαζώξεων... καί των καθημερνών ηθών. Οί συνδαιτημόνες σκορπίζουν. Οί κρατούμενοι περνούν άπό μπρο στά ομαδικά. Τά πρόσωπα των στρατιωτών τής φρουράς μοιάζουν σκυλομούρικα. Πολλά ζευγάρια. "Ενας πολίτης μέ φράκο καί μιά κυρία.
Ο ΠΟΛΙΤΗΣ:'Ένα φιλάκι! 12
Η Ο Η Ο
ΚΥΡΙΑ Ά ναιδέστατε. ΠΟΛΙΤΗΣ: Σας θέλω... ΚΥΡΙΑ Βλάκα. ΠΟΛΙΤΗΣ: Μά τί ώραία είστε σάν θυμώνετε! Σάν άμαζόνα τής φρουράς. Παρακαλώ μαντάμ Τής βάζει μιά κόκκινη κορόέλλα στό φόρεμα -
αύτό τό εξαίσιο κόκκινο! Νά, στολιστείτε μέ αύτή τήν όμορφη κονκάρδα. Τά ζευγάρια συμμαζεύονται κι άφήνουν έλεύθερο χώρο. Οί κρατού μενοι, μιά μεγάλη όμάδα, περνούν άπό μπροστά. Παίζει ξανά μουσι κή. "Ενα ζευγάρι ξεχωρίζει. Ό σωματοφύλακας κι ή μαντμαζέλ.
Ο ΣΩΜΑΤΟΦΥΛΑΚΑΣ: Έ χύσαμ ε πολύν ιδρώτα στό γελοίο βάλς. ”Ας παμε βόλτα εξω — μήν υποψιάζεστε: Μ αμζέλ, τά χείλια σας! 'Έ ν ’ δκακο πλατάγισμα τής γλώσσας. "Αχ, μή θυμώνετε — ε ίν ’ ίσ α πιά τά δικαιώματά μας. Τά ζευγάρια σκορπίζουν. Μιά άτέλειωτη πομπή κρατουμένων. Ό στρατηγός υψώνει τό κρασοπότηρο. Οί συνόαιτημόνες τσουγκρί ζουν τά ποτήρια.
Ο ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ: Θεέ καί Κύριε! Σταμάτησε τη λάβα ά π ’ τόν έπαναστατικό κρατήρα. Τό σύν-ταγ-μα, άπό καιρό αδύναμο, ε ίν ’ πάλι έδώ! Μιά εύχή γιά τήν αύτοϋ μεγαλειότητα — τόν τσάρο καί πατέρα μας! Χ ί-χίπ, οδρρα!
13
Οί συνόαιτημόνες υψώνουν τά ποτήρια τους, τσουγκρίζουν κι άνεμίζουν τά χαρτονένια διαγγέλματα - πλακάτ. Πέφτουν ό 'ένας στό λαιμό τοΒ άλλου. ‘Αφήνουν τά ποτήρια καί χτίζουν μέ τά χαρτο νένια διαγγέλματα ενα πελώριο χαρτόσπιτο. Σ ’ ολόκληρο τό φάρ δος τής άρένας, εμφανίζονται άστυνομικοί, μέ αποβλακωμένα πρόσωπα. Πάνω c t μιά υπερυψωμένη έξέδρα εμφανίζονται: ό νανώδης τσά ρος, ή τσαρίνα καί μιά σειρά υπουργοί. Φουσκώνουν τά μάγουλά τους κι Αρχίζουν νά φυσάνε μέ δλη τή δύναμή τους, έτσι πού τό χαρτόσπιτο σαρώνεται μεμιάς. Ά π ’ τό πολύ φύσημα, σβήνουν οί λάμπες κι οί συνόαιτημόνες εξαφανίζονται. Τήν ”ιδία στιγμή πέφτει μιά βόμβα πάνω στή σκηνή. Ή βόμβα σκάει καί σκορπάει προκηρύξεις σ ' δλη τήν άρένα. Στις προκηρύξεις γραμμένη μιά διακήρυξη. Οί αστυνομικοί κι οί άλλοι πού φυσάνε, σκορπάνε τρομαγμένοι. Στις διάφορες γωνίες κι άκρες τής άρένας, περπατούν μπερδεμένα διάφοροι άνθρωποι, καθένας μέ τό δικό του τρόπο καί διαβάζουν τή διακήρυξη. Ό μικροαστός πιάνει μιάπροκήρυξη, τήν κυττάει, τήν πετάει καί ψάχνει γι ‘ άλλη. Ό παπάς ρίχνει μιά ματιά στή διακήρυξη, σταυροκοπιέται καί βρίζει. Ό πλούσιος άντρας σκίζει μιά προκήρυξη καί κοπανάει τις γροθιές του. Ό χωρικός χαϊδεύει απαλά, μέ τρυφερότητα, μιά προκήρυξη καί τήν κρύβει στόν κόρφο του. Ό ίργάτης τή διαβάζει πολύ προσεχτικά καί κά νει νόημα στούς συναδέλφους του· όλοι μοιάζουν νά προσέχουν τήν προκήρυξη, σοβαροί κι αποφασισμένοι.
ΕΝΑΣ: « 'Η έλευθερία των συγκεντρώσεων είναι κατο χυρωμένη, μά οί συγκεντρώσεις διαλύονται ά π ’ τό στρατό». ΕΝΑΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ: « 'Η έλευθερία τοΰ λόγου είναι κατο χυρωμένη, μά ή λογοκρισία παραμένει ίδια». ΕΝΑΣ ΤΡΙΤΟΣ: «* Η έλευθερία τοΰ προσώπου είναι κατο χυρωμένη, μά οί φυλακές είναι γεμάτες κρατου μένους». Ο ΠΡΩΤΟΣ: «Πρέπει ν ά ’μαστέ δλοι σ ’ έπαγρύπνηση κι έτοιμοι γ ι ’ αγώνα». Οί τρομαγμένοι άστυνομικοί, πού ’χαν σκορπίσει, πλησιάζουν προ σεχτικά τό σημείο, πού έγινε ή έκρηξη τής βόμβας. Βλέπουν αυτούς πού διαβάζουν ήσυχα κι δρμανε πάνω τους. Οί έργάτες διασκορπί ζονται. "Ενας φρουρός κυνηγάει εναν άντρα, ενας άλλος άντρας βρί σκει ευκαιρία, νά κολλήσει μιά προκήρυξη στήν πλάτη τοΰ φρουρού. Γέλια. 01 άστυνομικοί καταδιώκουν τόν άντρα, πού κόλλησε τήν
14
προκήρυξη. Αυτός πηδάει άπό τραπέζι σέ τραπέζι. Οί άστυνομικοί τόν κυνηγάνε συνέχεια, μέ κωμικές κινήσεις, μέ τά σπαθιά καί τίς θήκες τών ρεβόλβερ νά σκαλώνουν έδώ κι έκεϊ. Οί άστυνομικοί σφουγγίζουν τά ίδρωμένα τους κούτελα. Κυττάζουν ΰποπτα γύρω Παράλληλα, προσπαθούν, μέ μεγάλη προσοχή καί πολύ φόβο, πισωπατώντας, νά καλύψουν τά νώτα τους. Στά ψηλόλιγνα, σάν ξυλοπό δαρα πόδια τους, τρυπώνει ενας εργάτης. Μέ μεγάλη ταχύτητα εμφανίζονται στά χέρια του μεγάλες ταινίες, πού πάνω τους γράφουν «ΑΠΕΡΓΙΑ». Ό εργάτης χαιρετάει μέ τό χέρι του. Ά π ’ τήνάντίθετη μεριά, χυμάνε οί άστυνομικοί, ξωπίσω τους κυλάει ενα μονότροχο χειραμάξι, πάνω του εργάτες μέ πολύ θόρυβο καί τσίριγμα τοΰ τροχού κυνηγάνε τούς ιδιοκτήτες φάμπρικας. "Ολοι μπερδεύον ται άνάμεσα στά ξυλοπόδαρα.
ΟΙ ΕΡΓΑΤΕΣ φωνάζουν τραγουδιστά: Αυτό, ναί, ναί, αύτό τό άθλιο, τό κουτό τό σύνταγμα του κύριου Βίτε — στό διάβολο άμέσως στείλτε! ’Αμάσητο εμείς θά τό ξεράσουμε, τό κάθε τι πού οί Ρομανώφ γιά μάς σκεφτήκαν. Ε π ά νω στά καρότσια νά σωριάσουμε, νά στείλουμε τούς μπουρζουάδες κεΐ πού βγήκαν! Τό φώς παιγχνιδίζει στό πάνω μέρος τής σκηνής. Σέ μιά εικόνα ενα τραίνο σέ κίνηση, σέ μιά δεύτερη άλογα σέρνουν ενα καρότσι, σέ μιά τρίτη ενα εργοστάσιο πού δουλεύει. Ό εργάτης κάνει μιά χειρονομία - αυτόματα στίς εικόνες σταματάει τό τραίνο, τ ’ άλογα μέ τό καρότσι καί τό εργοστάσιο. Ό εργάτης τινάζει τό πανωφόρι του - οί λάμπες σβήνουν. Βαθύ σκοτάδι.
ΠΡΩΤΟΣ ΝΤΕΛΑΛΗΣ: ’Α ρχίζει ή έξέγερση — ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΝΤΕΛΑΛΗΣ: άπό τή φάμπρικα ως τό τηλεγραφείο — ΤΡΙΤΟΣ ΝΤΕΛΑΛΗΣ: ά π ’ τό τηλεγραφείο μέχρι τό σταθμό— ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΝΤΕΛΑΛΗΣ: ά π ’ τό σταθμό φ ς τό λιμάνι. ΠΡΩΤΟΣ ΝΤΕΛΑΛΗΣ: ’Ακόμη δέν ξεκίνησε ή απεργία — καί ξεσηκώθηκαν χιλιάδες τριακόσιες. 15
Π ανηγυρίζουν πρίν τή μάχη, καί στην άνταριασμένη πόλη καθένας έτοιμάζεται γιά τόν αγώνα, μ ’ δ,τι βρει. "Ενας προβολέας φωτίζει διάφορες γωνίες τής άρένας- ή δέσμη των άκτίνων του πέφτει πάνω σέ ομάδες, Ετοιμες γιά τόν άγώνα. "Ενα ντιβάνι. Πάνω στό ντιβάνι δυό στολισμένοι φιλελεύθεροι μέ φλοτζάνια τσάι. Συζητοΰν χωρίς νά καταλήγουν. Φανερά νευρικοί, σηκώνονται καί κάθονται στίς θέσεις τους συνέχεια, βάζουν τά καπέλλα τους, βγάζουν τά καπέλλα τους, ξανακάθονται, ξαναπηδάνε πάνω.
ΠΡΩΤΟΣ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ: Νομίζω, πώς μέ ευχαρίστηση έμεΐς τούς απεργούς θά επρεπε νά ύποδεχτοΰμε. ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ: Γιατί γιά τίποτα νά διακινδυνέψουμε; Νά δοΰμε πρώτα, πώς θά παν χωρίς έμας. ΠΡΩΤΟΣ ΦΙΛΕΛΕΥΡΟΣ: Μ ά ’γώ νομίζω, κλπ. "Ενα καρότσι μέ φρούτα. Πλησιάζουν πελάτες. Αγοράζουν μικροποσότητες. 'Αλλάζουν κουβέντες. Δείχνουν τήν προκήρυξη, γυρνά νε γύρω τό κεφάλι, άνοίγουν τά πανωφόρια τους, Εμφανίζονται δπλα καί σφαίρες, μοιράζονται τά δπλα, τά κρύβουν. Τό καρότσι Εξαφανίζεται, στή θέση του Ενα παράνομο τυπογραφείο. "Ανθρωποι μέ υλικά καί προκηρύξεις. Τό καρότσι ξανάρχεται στήν προηγούμε νη θέση του. Στό ιερό μιας Εκκλησίας εικόνες άγιων. Ό παπάς άγιάζει λαστιχέ νια γκλόμπς, ξύλινα γκλόμπς, σιδερένιες γροθιές καί ρεβόλβερ, πού κρατάει ή ομάδα μαύρη Εκατοντάδα.
Ο ΠΑΠΑΣ: ’ Εσείς ον χριστιανοί πολεμιστές, γνωρίζετε τό θέλημα τής έκκλησίας; Χτυπάτε τούς Ίοΰδες,.
16
ειτ ’ έβραίους ε’ίτε ό χι έβραίους! Έ γώ ό ίδιος, σύμφωνα μέ τήν αγία θέση μου, δέν τά λερώνω φυσικά τά χέρια μου. Μέ τά πογκρόμ νά δείξετε τήν ύποταχτικότητά σας· άδέλφια έκατόμαυροι, γιά μένα κάντε το, χωρίς μετάνοια. Στό όνομα καί τοΰ πατρός καί τοΰ υίοΰ καί τοΰ άγίου πνεύματος — σιδερογρόνθους στά κεφάλια τών άπιστων πού προβάλλουν μπρός σας! Ό προβολέας σέ μιά όμάδα έργατών. Γύρω άπό τό τορνευτήρι ριγμένα θηκάρια καί ξιφολόγχες, πού τά βγάζουν οπλισμένοι άντρες.
ΠΡΩΤΟΣ ΕΡΓΑΤΗΣ: Σέ κάθε φάμπρικας αύλή πηγμένες λίμνες αιμα. ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΕΡΓΑΤΗ Σ:'Η ύπομονή έστέρεψε,σύντροφοι. Στά δπλα τώρα οί μαχητές! Ή Αρένα βυθίζεται στό σκοτάδι. Βγαίνουν ντελάληδες.
ΠΡΩΤΟΣ ΝΤΕΛΑΛΗΣ: 'Η Μ όσχα φλέγεται ά π ’ τήν εξέγερση. 'Ο ούρανός μ έσ ’ σ τόν Δεκέμβρη άνεμίζει φλάμπουρα σάν φλόγες. 'Αρένα. Ή πλατεία τών παθών στή Μόσχα. Στή μέση τό μνημείο τοΰ Πούσκιν. Σέ τρεις σειρές δρόμων, τοίχοι καί παράθυρα σπιτιών. Στά κάτω πατώματα έπιγραφές κρεμασμένες. Δεντροστοιχίες στό δρόμο πρός τήν έξοδο. Ή πλατεία γεμάτη πλήθος λαοΰ. "Ενας ίργάτης μ ’ έναν έφηβο, άνοίγει δρόμο γιά τό μνημείο, άνεβαίνει. Βγάζει τό κασκέτο άπ ’ τό κεφάλι του. Κραυγάζει.
17
Ο ΕΡΓΑΤΗΣ: Κάτω ή αυτοκρατορία! Οί χωροφύλακες γεμίζουνε τά δπλα τους, σκοτώστε τά καθάρματα. ’Εμπρός, στά οδοφράγματα! 'Η λευτεριά’ναι στά χαρτιά, στη ν πράξη οί κλαγγές τών δπλων. Έ τοιμαστήτε γιά τή μάχη! ’Εμπρός, στά οδοφράγματα! Συναγερμός στά οπλοστάσια, στά όπλομάγαζα. Στό χέρι τό ντουφέκι! Καί — στά οδοφράγματα! Τεντώνει μπροστά τό δπλο του. Ά π ό μακριά πυροβολισμοί. Πλησιάζουν. Ό έργάτης χτυπιέται στό στήθος. Πέφτει. Τό πλή θος σκορπίζει. Μόνο ό νεκρός έργάτης μένει στην πλατεία. Ό έφη βος στέκεται μονάχος. Στήν ίρένα καλπάζουν έφιπποι κοζάκοι. ' Ο αξιωματικός κυττάζει γύρω. Βγάζει τό ρεβόλβερ. Ρίχνει κάμποσες στόν Λέρα. Ή τελευταία σφαίρα βρίσκει τόν έφηβο. Ά π ’ δλα τά παράθυρα πυροβολούν. Ό Αξιωματικός καί δυό κοζάκοι πέ φτουν. Κουβαλώντας τούς νεκρούς καί τούς τραυματίες τους οί κοζάκοι φεύγουν. Ά π ό σπίτια καί δρόμους βγαίνουν οπλισμένες ομάδες έργατών καί πολιτών. Ά π ’ τά σπίτια πετιώνται στρώματα, σκαμνιά καί τραπέζια στό δρόμο. Ξεχαρβαλώνουν έπιγραφές καταστημάτών. Πριονίζουν στύλους καί σκάλες. Τ ' αντικείμενα στή νονται όδοφράγματα. Στό όδόφραγμα υψώνεται μιά κόκκινη σημαία. Οί ομάδες τών οπλισμένων έργατών, προχωρούν καλυπτόμενες, πυ ροβολούν ξωπίσω στους φευ/γάτους κοζάκους. Ά π ό μακριά άκούγεται τό τραγούδι τής μαρσίγια. Ή αρένα σκοτεινιάζει.
ΠΡΩΤΟΣ ΝΤΕΛΑΛΗΣ: 'Η φρουρά κροτάει τά σπιρούνια! Ξέρετε: — ό τσάρος στέλνει έδώ τό σύνταγμα Σεμιόνωφ. Μπροστά ο! μουστακαλήδες Αξιωματικοί, μπαίνουν στήν άρένα. Ξωπίσω τους σέ παρέλαση, Αλλάζοντας σύμφωνα μέ τό έμβατήριο
18
σχηματισμό, καλά έξασκημένοι σέ παρελάσεις, γυμνασμένοι σωματοφύλακες. Ά π ’ τίς δυό πλευρές του στρατιωτικού σώματος, γυρο λόγοι μέ στεφάνια λουκάνικα καί μπουκάλες βότκας. Ή φρουρά φαλτσάρει τό παλιό τραγούδι τής σωματοφυλακής (άπ ’ τή χρονιά 1905).
ΟΙ ΣΩΜΑΤΟΦΥΛΑΚΕΣ: Μέ βήμα μπρός, μέ βήμα πίσω. Τό τμήμα δεξιά — μεταβολή. 'Ο πού ελεύθερους πατά, συνθλίβει, τιμής καί δόξας άξιος. Οϋρρα! Οΰρρα! Οϋρρα! Φωναχτέ τώρα δυνατά — νά ζήσει ό τσαρικός δικέφαλος αητός. ’Αριστερά! Δεξιά! "Εν! Δυό! Φυσίγγια βάλτε πιό πολλά. 'Ο λόκληρη ή Μ όσχα μάς θέλει καί μάς νοσταλγεί — σάν κόκκινα κεράσια. Οϋρρα! Οΰρρα! Οΰρρα! Φωναχτέ τώρα δυνατά — νά ζήσει ό τσαρικός δικέφαλος αητός. Τό σώμα, αλτ! Τό σώμα, πϋρ! ’Α π ’ τά λαρύγγια βγάλτε τό τραγούδι! Έ μ εΐς οί άξιοι, ό χό , οί ακριβοί, λουκάνικο καί βότκα, Δόξα τφ Θεω. Οΰρρα! Οΰρρα! Οΰρρα! Φωναχτέ πάντα δυνατά — νά ζήσει ό τσαρικός δικέφαλος αητός. ΟΙ σωματοφύλακες φεύγουν. Ή αρένα φωτίζεται άπό τέσσερα σπασμένα φανάρια τοϋ δρόμου. Στό κέντρο τής σκηνής μιά φάμπρι κα. Πίσω άπ ’ τή φάμπρικα, έμφανίζονται τμήματα έργατών, προ χωρούν προσεχτικά. Δυό τρομαγμένα παιδιά τρέχουν πάνω στή σκηνή καί δείχνουν στό σκοτάδι, προειδοποιώντας τούς έργάτες, μετρώντας στά δάχτυλα τά κανόνια πού είδαν. Τά παιδιά φεύγουν. Τά τμήματα τών έργατών χωρίζουν, σέ δυό ή τρεις άντρες, πηγαί-
19
νοντας προφυλαγμένα, σύρριζα σέ τοίχους καί στύλους. Προετοι μασία γιά μάχη. Πέφτουν πυροβολισμοί. Κανονιά στή φάμπρικα. Ή φάμπρικα καίγεται, πέφτει. Πέφτουν έργάτες στά ερείπια. Οί υπό λοιποι τραβιώνται στό όδόφραγμα άπό μιά έξωτερική σκάλα. Τά κανόνια σημαδεύουν τώρα στό οδόφραγμα. "Ενας έργάτης άνεμίζει σ ’ ενα κοντάρι ενα άσπρο μαντήλι. Τά κανόνια κυλώντας μπαίνουν στην άρένα. Ό βουλευτής πιάνεται, καθώς ενα κανόνι τοΰ φράζει τό δρόμο, τόν χτυπούν μέ τό πιστόλι. Τό κανονίδι στ ’ όδόφραγμα, στην κορύφωσή του. "Ενας προβολέας φωτίζει τήν κόκκινη σημαία, πάνω στ ’ όδόφραγμα. Σφαίρες τρυπάνε τό πανί τής σημαίας· κομματιάζεται. Ή άρένα σκοτεινιάζει. Οί ντελάληδες μπαίνουν στή σκηνή.
ΠΡΩΤΟΣ ΝΤΕΛΑΛΗΣ: Λαμποκοπάει πάλι, ή ταξική, ή πυραμίδα. ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΝΤΕΛΑΛΗΣ: 'Ο παλιοεργολάβος θ ά ’χει λάμψη κι ησυχία. ΤΡΙΤΟΣ ΝΤΕΛΑΛΗΣ: Γιά δώδεκα ακόμη χρόνια — μέ κρεμάλες καί ντουφέκια ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΝΤΕΛΑΛΗΣ: μπορεΐ κυρίαρχος νά χαίρεται τή νίκη του. Ή άρένα φωτίζεται. Πάνω της προβάλλει μιά πυραμίδα. Κατώτατο στρώμα: δεμένοι, μ ’ άλυσίδες, βασανισμένοι έργάτες- άπό πάνω δεύτερο στρώμα: ή άπληστη υπαλληλία· τρίτο στρώμα: παπάδες, μουλάχοι, ραββίνον τέταρτο στρώμα: ή κυβέρνηση, τά μέλη τής γερουσίας, οί υπουργοί· πέμπτο στρώμα: οί μπουρζουάδες κι οί γαιοχτήμονες- στήν κορφή έπάνω: ό πυγμαίος τσάρος κάτω άπό μιά • πελώρια κορώνα. ’Ενώ ή πυραμίδα στέκεται, στό μήκος τοΰ κάτω διαξύλου κινούνται, δεμένοι μεταξύ τους, φρουρούμενοι, οί κατα δικασμένοι σέ καταναγκαστικά έργα, γιά τήν έπαναστατική τους δράση, έργαζόμενοι.
20
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Στην αρένα μπαίνουν τέσσερις ντελάληδες
ΠΡΩΤΟΣ ΝΤΕΛΑΛΗΣ: Ά π ό τά όδοφράγματα τής Δεκεμβριανής σφαγής εχουνε φύγει άρκετοί θρηνώντας. Ό τοίχος τών προβολών φωτίζεται. Πάνω του έμφανίζεται ή λιανή μορφή του διανοούμενου, μέ τό καπέλλο στό κεφάλι.
ΠΡΩΤΟΣ ΝΤΕΛΑΛΗΣ: Α κ ό μ η "καί ό σύντροφος Πλεχάνωφ έκλαψούριζε — ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΝΤΕΛΑΛΗΣ: «Δικό σας λάθος! Μ ονάχοι νά διαλέξετε τόν λαθεμένο δρόμο, τόν μοιραίο. Π ολύ τό αίμα, ή πίκρα κι ή σκληρότητα. Δέν επρεπε τά δπλα νά αρπάξουμε». Ή δεύτερη έπιφάνεια τών προβολών φωτίζεται. Ά π ' άκρη σ ’ άκρη της απλώνεται ή μορφή του Βλαντιμίρ Ίλίτς, μέ τό χέρι τεντωμένο νά δείχνει τό δρόμο.
ΤΡΙΤΟΣ ΝΤΕΛΑΛΗΣ: Σ ’ αύτόν τόν κακομοίρικο όλολυγμό καί γογγυσμό ό Λ ένιν φώναξε μέ δύναμη κι άποφασιστικά — ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΝΤΕΛΑΛΗΣ: «"Οχι, 21
καί ίπρεπε καί πρέπει νά άδράξουμε τά όπλα, μονάχα πιότερο ετοιμασμένοι καί άποφασιστικοί. Καινούργιων σηκωμών τή μέρα βλέπω. ’Ατρόμητη σηκώνεται καί πάλι ή εργατιά. Ε π ίθεσ η γιά πάντα, αμυνα ποτέ τό σύνθημα θά είναι τών μαζών καί ή πηγή τής δύναμής τους! Κι αύτός ό χρόνος μέσα σ τ ’ άφρισμένο αιμα καί οί πληγές αύτές στής έργατιας τή ράχη, θά βρούνε στήν έρχόμενη έφοδο δικαίωση — σάν δοκιμή σκληρή, σάν πρώτο δίδαγμα». Κόκκινο φως πάνω στόν τοίχο των προβολών. Στίς φορεσιές των ντελάληδων λάμπουν τώρα τά φωτεινά στοιχεία: «I», «9», «1» καί «7». Στήν άρένα άνθρωποι αλυσοδεμένοι.
ΠΡΩΤΟΣ ΝΤΕΛΑΛΗΣ: Κι έτσι ξέρουμε κι έμεΐς τήν άλλη τή φορά πιό δυνατά καί νικηφόρα νά χτυπάμε. ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΝΤΕΛΑΛΗΣ: Ί λ ίτς, σταθήκαμε πιστοί στήν έντολή σου — ΠΡΩΤΟΣ, ΔΕΥΤΕΡΟΣ, ΤΡΙΤΟΣ ΝΤΕΛΑΛΗΣ: — καί στόν άγώνα μπήκαμε μέ τό παράγγελμά σου... ΟΙ ΑΛΥΣΟΔΕΜΕΝΟΙ στήν άρένα σέ χορό: «Λαοί, άκοΟστε τά μηνύματα! Ε μ π ρ ό ς γιά τή στερνή τή μάχη!» 22
Οί Αλυσοδεμένοι σπαν τίς Αλυσίδες τους. Στέκονται στό εκτυφλωτι κό φως τών προβολέων. Στήν κόκκινη επιφάνεια τών προβολών: ή τεράστια σκιά, άπό ενα ζευγάρι χέρια, πού συντρίβει τίς Αλυσίδες του. Στήν άρένα μπαίνει ό μουζικάντης κλόουν. Παίζει σέ μιά σπασμένη τσαρική κορώνα.
Ο ΚΛΟΟΥΝ: Σύντροφοι, άπό τά γέλια θά ξεκαρδιστείτε. 'Ο Βάνια καί ό Νάστια, θά μπορούν νά χαχανίσουν. 'Ο λόκληρη ή τσαρική ή φάρα, ζεμένη, μέ τά χαλινάρια. Γιά τό ακίνδυνο μας νούμερο άς ξεκινήσουμε. "Ενας έργάτης σέρνει μέ θόρυβο καί κρότο, ενα ολόκληρο' σωρό Αγάλματα μέ τό καπίστρι. Ή όρδή χυμάει έξω άπ ' τήν κατασυν τριμμένη Ανακτορική πύλη, περιστρέφεται γύρω στήν Αρένα καί χά νεται Απ ' τήν κεντρική πόρτα. Π ρώτ ’ Απ ‘ όλους ό Πέτρος ό μέγας, όρθιος, καβαλλάρης, μέ τό στεφάνι τής νίκης νά γλιστράει στό κεφάλι του, σφίγγει στή μασχάλη του τήν συμβολική όχιά. Ξωπίσω του ή μεγάλη πετρωμένη Αικατερίνη, πού μπροστά στ ’ Ανάγλυφό της λιώνουν όλοι οί μεγάλοι τής αυτοκρατορίας. Ξωπίσω τους ό τσάρος Παύλος ό πρώτος, πού πηδάει άπ ’ τό βάθρο του καί τρέχει γιά νά γλυτώσει. Ξωπίσω του ό ‘Αλέξανδρος ό δεύτερος, πού κρατάει, άντί γιά τό αύτοκρατορικό σκήπτρο, τό κεφάλι του στό χέρι. Ό 'Αλέξανδρος ό τρίτος είναι καβάλλα σέ αφηνιασμένο Αλογοτό ζώο ταράζει τό κεφάλι του, πετάει φωτιές ά π ' τά ρουθούνια, κάθεται στά καπούλια, ξωπίσω γίνεται χαλασμός■ τελευταίος, γατζωμένος άπ ’ τήν οϋρά τ ’ άλογου, εμφανίζεται ό λιανός Νικόλαος ό δεύτερος. 'Ολόκληρη ή άγέλη τών Αλόγων εξαφανίζεται. Στήν Αρένα οί ντελάληδες.
ΠΡΩΤΟΣ ΝΤΕΛΑΛΗΣ: 'Ο διπλοκέφαλος άητός μαδήθηκε, ποδοπατήθηκε. ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΝΤΕΛΑΛΗΣ: Κι ευλύγιστος, σάν τό σκυλί ά π ’ τό στεφάνι, χόπ — ΤΡΙΤΟΣ ΝΤΕΛΑΛΗΣ: — βουτάει στά μαξιλάρια τής Φ ιοντόροβναλεξάντρας — ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΝΤΕΛΑΛΗΣ: — ό ’Α λέξανδρος Φ ιοντόροβιτς, 23
βρωμιάρης, πληγωμένος. Τό πέρασμα γιά τήν Ανακτορική πύλη, έχει γεμίσει μ ’ Ανθρώπους, πού 'χουν μεγαλοαστική έμφάνιση, καί κρατανε Από ενα στεφάνι. ΣτΑ στεφάνια συνθήματα: «Πόλεμος στούς γερμανούς!» ή «Οί εργά τες στίς φυλακές!» ή «Φέρτε καπιταλιστές υπουργούς!» κλπ. Ό Κερένσκι, κοκκινομάλλης, Ανεβαίνει πετώντας τή σκάλα Απ ' τήν πόρτα καί γλιστράει μέσα Απ ' τά στεφΑνια. Ά νοίγει τήν Ανακτορική πύλη καί χάνεται στό έσωτερικό. Κάτω άπό μία κουρτίνα ενα κρεβά τι. Στή μέση ή προτομή τοΰ Ναπολέοντα. Ό Κερένσκι γυρνάει γύρω άπό τόν Ναπολέοντα καί μιμείται τή στάση του. Κουρασμένος πέφτει στό κρεβάτι, πού είναι τό κρεβάτι τής τσαρίνας. Ό μουζι κάντης κλόουν μπαίνει πάλι στήν Αρένα.
Ο ΚΛΟΟΥΝ: Στόν μαυρισμένο ουρανό μιά κόκκινη ρωγμή: Ά π ’ τής «Αύρόρας» τήν κεραυνοβόλα κανονιά. Καί στοϋ Κερένσκι τή μορφή μιά χαρακιά άπό τήν άγρια δκρηξη στήν όχθη έκεΐ τοΰ Νέβα. Η άρένα γεμίζει άπό όπλισμένους κόκκινους σωματοφύλακες. "Ενας χαιρετιστήριος κανονιοβολισμός. Ό Ναπολέοντας δείχνει τόν λιπόψυχο Κερένσκι.
Ο ΚΛΟΟΥΝ: Έ γλίσ τρ η σ ε μέ τίς πυτζάμες εξω ά π ’ τό κρεβάτι πού ήταν τής τσαρίνας ενας ύπο-Ναπολέων. Καί τήν Πετρούπολη άφησε μέσα στόν άνεμο: Γιά τό Π αρίσι — εφυγε καί πάει. —ανά χαιρετιστήριος κανονιοβολισμός. Ό Κερένσκι Αναπηδάει. Μ ’ ενα αύτοκίνητο, μέ ταχύτητα ταχυσιδηροδρόμου, έξαφανίζεται Απ' τήν άρένα.
Ο ΚΛΟΟΥΝ: Σκυλί Μ πολώνιας σέ φίλους παριζιάνους, θά είναι τώρα, πιό καλά, κι ή έξουσία ώραιότερα. 24
/
Γαυγίζοντας θ ’ ά ρχίσει νά συκοφαντεί, αύτά πού έχει πάνω ή σοβιετική σημαία. Σκοτάδι. Στήν άρένα ενας ντελάλης- τά ψηφία τοΰ χρόνου άλλάζουν: «1918», «1919», «1920», κλπ.
ΠΡΩΤΟΣ ΝΤΕΛΑΛΗΣ: Π ονάει ό πολίτης, σβήνουν οί δυνάμεις του. Χωρίς άγώνα όμως δέν θ ’ αφήσει νά τόν θάψ ουν περάσαν δέκα χρόνια, άπό τούς δέκ’ άνέμους, μαζεύονται οί γύπες, τά κοράκια. ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΝΤΕΛΑΛΗΣ: Δέν είμαστε φτιαγμένοι γιά τροφή τών κορακιών. ’ Επάνω μας τά νύχια σπάζουν τά γαμψά. Δέν τό μπορούν τά νύχια τους νά μδς αρπάξουν εΰκολα. Οί μάζες ξεσηκώνονται, τό μίσος τους άστράφτει όπλα. Γιά δλους μας θά μένει ό Δεκέμβρης ματωμένη διδαχή. ΤΡΙΤΟΣ ΝΤΕΛΑΛΗΣ: Έ μ εϊς ένάντια στούς λευκούς όρμούσαμε — κι ή νίκη, ένα ζευγάρι ήτανε φτερά δικά μας. ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΝΤΕΛΑΛΗΣ: Γιά τήν άνοικοδόμηση στό νέο μέτωπο 25
παλεύει τώρα ό προλετάριος. Σέ δλη τήν άρένα, άπ ’ άκρη σ ' άκρη άπλωμένος, προβάλλει ό χάρτης τοΰ πεντάχρονου πλάνου. Κάτω τό κακομοιριασμένο περί φραγμα ενός έκκλησιοϋ, πίσω του σιγοκουβεντιάζουν οί ήθοποιοί, μέ έπίχρυσα κρεμμυόοκέφαλα, στή θέση τών κεφαλιών τους' τριγύ ρω τρεκλίζουν μεθυσμένοι, στό πάτωμα υποζύγια· συνέχεια Λνεβοκατεβαίνουν ομοιώματα μπουκαλιών. Ά π ό τίς δυό μεριές πλησιά ζουν ομάδες έργατών. Ανθρακωρύχοι μέ τά λαμπάκια καί τίς έξορυκτικές σκαπάνες, σιδεράδες μέ τά σφυριά, ραφτάδες μέ τίς βελό νες, ξυλουργοί μέ τά πριόνια Κάτω άπ ’ τά πέλματά τους συνθλίβονται τά περιφράγματα, σκορπίζουν σ ’ δλες τίς μεριές τό εκκλη σάκι κι οί μπουκάλες. Ένας κουλάκος μέ τό καρότσι ενός γυρολόγου έρχεται βιαστικά, παρατηρεί τόν χάρτη καί τήν λαϊκή μάζα καί σταματά. Ο ΚΟΥΛΑΚΟΣ μελετάει τό χάρτη:
Περίφημα! Μά τί πολλούς σκοπούς πού έχουν. Σπουδαία! Τό σιτεμπόριό μου σάν τ ’ αλεύρι θ ’ αύγαταίνει — θά μένει καί θά συνεχίζεται στά σκοτεινά καί στόν σοσιαλισμ ό θ ’ αύξαίνει. Οί εργάτες μπαίνουν σέ γραμμές, ρυθμίζοντας μέ απλές κινήσεις τά εργαλεία τους. Σπρώχνουν, στέλνοντας άπό τήν μιά ομάδα στήν άλλη τούς κουλάκους σάν μπάλλες.
Ο ΚΟΥΛΑΚΟΣ: 'Ωραία πού προσαρμοστήκαμε κι αναπτυχθήκαμε!... 'Ο εξηλεκτρισμός — μας φέγγει στά χαλάσματα. Βοήθεια! — Συνέχεια καί δίχως χωρατά έμάς, τήν τάξη τών κουλάκων, μάς συντρίβουν. 26
Ό κουλάκος παλεύει νά ξεφνγει, άπό μιά τρύπα ανάμεσα στις ομά δες. Σ ’ αύτό τό άνοιγμα όρμάει ενα τρακτέρ. Ά π ό τό τρακτέρ πηδούν χωρικοί καί μπαίνουν όλοι μαζί, στήν φάλαγγα τών έργατών.
ΟΙ ΧΩΡΙΚΟΙ: Καθώς μ έ σ ’ στή σπορά, τό ίδιο καί στό θέρισμα ε ίν ’ τό τρακτέρ θαυματουργό. Στούς κουλάκους:
Φυλάχτε τόν ιδρώτα σας. Φαιδρά θά βυθιστείς, κουλακοσυρφετέ. "Ερχονται νά βοηθήσουν τούς στριμωγμένους κουλάκους, άνοίγοντας βιαστικά δρόμο μ έ σ ' ά π ' τις γραμμές, τέσσερις άνθρωποι: ό πάπας τής Ρώμης, ό Πιλσούτσκι, ό Μακντόναλντ καί ό Ταρντιέ, μέ τούς άκόλουθούς τους. Πιασμένοι άπ ' τά χέρια φτιάχνουν ενα κύκλο. Στή μέση. προσπαθεί νά συνέλθει άπ ’ τό τράνταγμα ό κουλάκος.
Ο ΠΑΠΑΣ: Σας προσκαλώ, εγώ ό άγιος πατήρ, τίς ενορίες καί τίς όργανώσεις. ’Ακουστέ με, πνευματικοί καί κοσμικοί μου κύριοι, μέ προσοχή: Στό όνομα τής πίστης καί τής μεγαλογαιοχτησίας σας κηρύσσω τήν ταπεινή τήν προσευχή πρός τόν Θεό! Οί άνθρωποι τής ομάδας Ά ντάντ, βγάζουν τά δπλα τους καί σχημα τίζουν μέ σπαθιά καί ρεβόλβερ, σταυρούς στόν άέρα. Οί σειρές τών έργατών, μέ φαρδύ διασκελισμό, προχωρούν ενα βήμα μπροστά. Στόν κύκλο τής Ά ντάντ πέφτει μιά βόμβα. Ό κύκλος διαλύεται. Ή βόμβα σκορπίζεται σέ πολύχρωμες προκηρύξεις. Στίς διάφορες άκρες τής άρένας, έμφανίζονται ντελάληδες, μέ χωνιά.
ΠΡΩΤΟΣ ΝΤΕΛΑΛΗΣ: Τελειώσαμε, τής μάγισσας τό θρέμα σ τ ’ άραχνόδιχτο! Σωπαστε, οί πάπες καί οί λόρδοι,
μάθετε καλά: — ολόκληρος ό κόσμος κάποτε θά σηκωθεί, καθώς έμείς τόν πέμπτο χρόνο. ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΝΤΕΛΑΛΗΣ: “Οπου ή έξέγερση δέν πάει καλά, έκεΐ ό τσάρος μαίνεται καί άναπαύετ’ ό δικτάτορας. ’ Εργάτες, μέ όρμή στό χέρι σφίχτε τό όπλο τής δικτατορίας τοΰ προλεταριάτου! ΤΡΙΤΟΣ ΝΤΕΛΑΛΗΣ: 'Ο κόσμος προχωράει άπό τά λόγια στά φυσίγγια. Καί τό κεφάλαιο γκρεμίζετ’ ά π ’ τόν θρόνο του σάν φάντασμα. Γιά θυμηθείτε, τότε πού στό στέρεο θρονί του ή Π ρέσνια έσπασε τά πόδια της. ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΝΤΕΛΑΛΗΣ: Ά ν τ ά ν τ σημαίνει: Κάτεργα καί άλυσίδες. Τής επανάστασης τούς άντρες πολέμα καί βρίζει. Μ προστά σ ’ αύτή τήν άπειλή όρμητικά καί σταθερά δουλέψτε γιά τό πλάνο του πεντάχρονου. Ο ί έργάτες προχωρούν στίς γραμμές, κρατώντας μακριά κοντάρια, πού πάνω τους κρέμονται παντελόνια μέ τά «διεθνή» χρώματα.
Ο ΚΟΚΚΙΝΟΜΑΛΛΗΣ: Γιά ποΰ τό βάλατε 28
μέ τόσα παντελόνια; ΠΡΩΤΟΣ ΚΟΝΤΑΡΟΦΟΡΟΣ: 'Η συμμαχία τών λαών τά στέλνει στό πλυντήριο. Τοΰ κεφαλαίου, ή αύτοΰ μεγαλειότητα, χρειάζεται, κάθε λεπτό ν ’ αλλάζει. 'Ο λόκληρη ή παράτα κινείται, μπροστά οί ντελάληδες, ακολουθούν οί κονταροφόροι, μέ τά υψωμένα παντελόνια, άκολουθοΰν σέ σχημα τισμό παρέλασης τά τμήματα των εργατών. Μάρς:
’ Αντλία, φυσερό τό στήθος, πάει κι ερχεται! ’Εμπρός τό σύνθημα, τρανή κλαγγή: « Ά π ό τ ’ όδόφραγμα μ ’ όρμή στό τμήμα τοΰ εργοστασίου, άπό τό τμήμα τοΰ έργοστασίου μέ όρμή στό εργοστάσιο!» ΠΡΩΤΟΣ ΝΤΕΛΑΛΗΣ: Τ ’ άσκί τοΰ στήθους, στήν άναπνοή, φουσκώνει! ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΝΤΕΛΑΛΗΣ: Τό στόμα νά κραυγάσει σ ’ όλους τήν έλπίδα! ΤΡΙΤΟΣ ΝΤΕΛΑΛΗΣ: Καί κάθε τέταρτη χρονιά — ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΝΤΕΛΑΛΗΣ: — ένα πεντάχρονο. ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ: ’Εμπρός! ’Εμπρός! ’Εμπρός! ’Εμπρός! Τέλος (1930) 29
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Ή Μ όσ χα στίς φλόγες:Μ όσχα 1930. Γράφτηκε μ έ άφορμή τήν εικοστή πέμπτη έπαίτειο τής επανάστασης τοΰ 1905. Τό λιμπρέτο γράφτηκε μ έ τή συνεργασία τοΰ ”Ο σιπ Μ πρίκ. Στίς 23 Γενάρη 1930, τό σω ματείο τώ ν δραμα τουργώ ν κ α ί συνθετώ ν τής Μ όσχας, έκλεισε σ τ ' δνομα τοΰ Μ ιαγιακόφσκι συμφωνία, μέ τήν κεντρική διεύθυνση τώ ν κρατικώ ν τσίρκων, γιά μ ιά «φαντασμαγορική παντομίμα πά νω στά γεγονότα τοΰ 1905». Σ τίς 20 Φλεβάρη, ό Μ αγιακόφσκι άπάγγελνε κιόλας τήν «Μ όσχα στίς Φ λόγες», σ τό π ολιτισ τικ ό -π ο λιτικ ό συμ βούλιο τής κεντρικής διεύθυνσης, πού έκφράστηκε θετικά γιά τό έργο. Σ τίς 28 Φλεβάρη, έγινε δεύτερη άπαγγελία σ ’ ένα έργοστάσιο τής Μ όσχας. Α ν ά μ εσ α στούς 189 σ υνολικά άκροατές, βρίσκονταν, εκτός άπ ’ τό συμβούλιο πού άναφέρθηκε, έργάτες τοΰ έργοστασίου κ α ί ή αντιπροσω πεία τοΰ κεντρικοΰ γραφείου τής Κ ο μ σ ομ όλ τής συνοικίας «Κ ράσναγια Π ρένσγια». Μ ετά τήν άπαγγελία κ α ί τή συζήτηση πάρθηκε μ ιά απόφαση, όπου άναφέρονταν: « ’Εκτιμάμε τήν εργασία τοΰ σύντροφου Μ αγιακόφσκι « Ή Μ όσχα σ τίς φλόγες», σάν θετική κ α ί χρήσιμη κ α ί χαιρετίζουμε τό γεγο νός, πώ ς τό τσίρκο περνάει σέ νέα φάση, πώς παρουσιάζει θέματα, πού βρ ίσκοντα ι στό επί πεδό τώ ν άναγκώ ν κ α ί τώ ν άπαιτήσεών μας». Ό Μ αγιακόφ σκι χρησιμοποίησε γι ’ αύτό τό έργο, έναν όγκο ίστορικοΰ ύλικοΰ άπό μουσεία κ α ί άρχεϊα κι όχι μόνο γεγονότα, άλλα κ α ί σα τιρικά ποιήματα κ α ί τραγούδια τής εποχής τοΰ 1905. Μ ερικές σκηνές βασίζονται σέ καρικα τούρες σατιρικώ ν περιοδικώ ν. Μ ά οί προθέ σεις του προχω ρούσαν πολύ π ιό πέρα, άπό μιά άναπαραγωγή τής ιστορίας. Μ προστά στό άκροατήριο τής δεύτερης απαγγελίας είπε: «Δ έν άναπαριστάνω τήν Κ ράσναγια Πρένσγια, μά δίνω μ ιά γενικευμένη εικόνα τής χρονιάς
33
1905. Θ έλω νά δείξω, πώς ή εργατική τάξη, μέσα άπό τήν γενική δοκιμή, έφτασε στό σήμερα». "Ο πω ς Ιστορούσε αργότερα ό Ντ. Ά λπ έρ ω φ , πού ειχε παρακολουθήσει τήν πρώ τη παράσταση, ό Μ αγιακόφσκι είχε στό νοΰ του, μιά όλότελα καινούργια μορφή τσιρκατζίδικης παντομίμας: «Μ ιά κοφτερή πολιτική σάτιρα, σύμφωνα μ έ τίς αρχές τοϋ κινηματο γράφου, άποτελούμενη άπό διαδοχικές εικόνες. 'Ο Μ αγιακόφσκι... εδινε κατά κάποιον τρόπο ενα μοντάζ άπό αυτοτελείς, ενεργητικές, ζω ν τανές εικόνες, μιά διαδοχή πλακάτ, προσαρ μοσμένη στό τσίρκο. Τό σενάριο του Μ αγιακόφ σκι περιείχε πολύ κείμενο κι αύτό ανησύ χησε στήν άρχή τούς κα λλιτέχνες τοϋ τσίρ κου, μά καθώς άποδείχτηκε, ο ί λα κ ω νικ ο ί κα ί μ έ οξύτητα στίχοι, ήχοϋσαν περίφημα κ α ί τό κοινό τούς δέχτηκε μ ’ ενθουσιασμό». Α ρ χ ικ ά τό έργο ονομάστηκε « Ή χρονιά 1905», μά αργότερα ό Μ αγιακόφσκι διάλεξε τόν τίτλο « Ή Μ όσχα στίς φλόγες». ’Έπαιρνε ενεργητι κά μέρος στίς πρόβες. Ή πρεμιέρα τής πρώτης μορφής δόθηκε στό πρώ το κρατικό τσίρκο τής Μ όσχας, στίς 21 ’Α πρίλη 1930, μιά βδομάδα μετά τήν αυτοκτο νία του Μ αγιακόφσκι. Στήν Ίδια σκηνή είχε πα ιχτεί τό «Μ υστήριο-Μ ποΰφφο», στά γερμα νικά, πρός τιμή τοϋ τρίτου συνέδριου τής Κομιντέρν. Βασισμένες στή μ οσχοβίτικη σκη νοθεσία, πού άνανεώθηκε τό 1931, άκολούθησαν παραστάσεις, τοϋ έργου « Ή Μ όσχα στίς φλόγες», στό Α ένινγκραντ (1931), στό Κ ίεβ ο κ α ί στό Σαράτοβο. Τή δεύτερη παραλλαγή τοϋ έργου, τήν 'έφτιαξε ό Μ αγιακόφσκι τόν Μ άρτη 1930, γιά νά δημο σ ιευτεί στό περιοδικό «Δραματολόγιο τής Λ έσ χη ς» ( Ή πρώτη μορφή δημοσιεύτηκε, γιά πρώ τη φορά ολοκληρω μένη, τό 1936). Ή σύν ταξη τοϋ περιοδικού ήθελε νά δημοσιεύσει μιά
παραλλαγή τοΰ έργου, πού θά μπορούσαν οί λέσχες νά τήν Ανεβάσουν. Ο ί διαστάσεις δμως τοΰ έργου, προσαρμόζονταν σε μικρούς σ χετι κά χώ ρους. Τόν Μ αγιακόφσκι, στήν επεξεργα σία τοΰ έργου, τόν είχαν θέλξει άκριβώ ς ο ί μεγαλύτερες δυνατότητες, πού πρόσφερε τό τσίρκο, σέ σύγκριση μ έ τό θέατρο: «Στό θέατρο μπορούμε νά δημιουργήσουμε ενα μυστήριο, μπορούμε νά δημιουργήσουμε μιάν είσοδο. Σ τό τσίρκο δμως, μπορούμε νά φέρου με αύτοκίνητα καί ζώα, πάνω στήν άρένα, μπορούμε κιόλας νά δείξουμε, πώ ς ενας ζω ν τανός κουλάκος, βυθίζεται στό νερό». "Ετσι, προσανατολιζόταν σ ’ ένα άνέβασμα τής δεύτε ρης παραλλαγής, σέ ανοιχτό χώ ρο, σέ στάδια ή σέ πλατείες. Ά π ’ αύτό β γή κ ε ή «μαζική δρά ση μ έ τραγούδι κ α ί λόγο», δπω ς ονόμασε ό Μ αγιακόφσκι τήν δεύτερη παραλλαγή (Τήν πρώτη μορφή τήν ονόμαζε «ήρωϊκή μ ελομίμα», για τί ό δρος «παντομίμα», δέν άφηνε νά τονισ τεί ό ρ όλος τού λόγου κ α ί τοΰ τραγου διού). Ο ί διαφορές Ανάμεσα στήν πρώτη μ ορ φή κ α ί τήν δεύτερη παραλλαγή άφοροΰν κύρια τίς σκηνοθετικές κατευθύνσεις. Μ ονάχα τό φινάλε (άπό τήν εμφάνιση τοΰ κουλάκου κα ί πέρα) Αλλάχτηκε όλότελα: Ή πρώτη μορφή πρόβλεπε, μιά παντομίμα μ έ νερό, πού τροφο δοτεί μιά τουρμπίνα κ α ί σ υμβ όλιζε τόν σοβιε τικό εξηλεκτρισμό. Μ έσα στό νερό βυθίζον ταν, πέφτοντας Από ψηλά, ό κουλάκος. "Ομως, έξω άπό τό τσίρκο, ή παντομίμα μ έ τό νερό, δέν μπορούσε νά παρουσιαστεί. ’Έτσι, στό φινάλε τής δεύτερης παραλλαγής, ό Μ αγιακόφ σκι πρόσθεσε καινούργια πρόσωπα: τόν πάπα τής Ρώμης, τόν Π ιλσούτσκι, τόν Μ ακντόναλντ κ α ί τόν Ταρντιέ, πού έρχονται νά βοηθήσουν τόν κουλάκο κ α ί βρίσκοντα ι Αντι μ έτω ποι μ έ τούς εργάτες. Μ έ τήν εμφάνιση πάλι τώ ν ντελάληδων έκανε π ιό άμεσο και πιό
35
όξύ τό π ολιτικ ό μήνυμα. Ο ί ντελάληδες, μ ι λώ ντας μεταφέρουν άμεσα στό Εργο στίχους, πού στήν πρώτη μορφ ή ήταν γραμμένοι μ ό νο σέ προκηρύξεις κ α ί πλακάτ. *
σελ. 10
11
12
14
36
*
*
«Ο ύχτόμσκι» - Ό Α. Ο ύχτόμσκι (1876-1905) ήταν οδηγός τραίνου, στή σιδηροδρομική γραμ μ ή Μ όσχα-Κ αζάν, πρω τοπόρος επαναστάτης. Τουφεκίστηκε άπό τόν Ρήμαν, πού ήταν άρχηγός μιας συμμορίας κ α ί ξεκαθάριζε μ έ τόν πιό βάρβαρο τρόπο τούς λογαριασμούς του. « Ό τσάρος, άπό τήν τρομάρα του,...» - ‘Α να φορά σ ’ ενα επαναστατικό τραγούδι, πού ήταν π ολύ δημοφιλές τό 1905. «Τρέπωφ» - Ό Ντ. Τρέπωφ (1855-1906) ήταν τό 1905, γενικός κυβερνήτης τής Π ετρούπο λης- στή διάρκεια τής γενικής άπεργίας, τόν Ό χ τ ώ β ρ η τοΰ 1905, εβγαλε τήν δια τα γή:« "Ο χι μονάχα π υροβολισμούς γιά έκφοβισμό, μην κάνετε οικονομία σ τίς σφαίρες». 'Αργότερα δημοσιεύτηκε σ τό N o 1 /1906, τοΰ περιοδικού «Π ολυβόλο» τής Π ετρούπολης, μιά άπόδοση τοΰ Δ ιαγγέλματος τοΰ Ν ικόλαου Β ', τής 17 Ό χ τ ώ β ρ η 1905, μ έ τό κόκκινο Αποτύπωμα ενός χεριοΰ κ α ί τήν λεζάντα: «Σφραγισθέν ίδιοχείρω ς υπό τοΰ ταξιάρχου Τρέπωφ, έκ τής αύλής τής αΰτοΰ μεγαλειότητος». «μέ τά χαρτονένια διαγγέλματα 'ένα πελώ ριο χαρτόσ π ιτο» - 'Ο Μ αγιακόφ σκι χρησιμοποίη σε έδώ, μ ιά καρικατούρα άπό τό N o 19/1905, τοΰ περιοδικού «θεα τή ς» τής Π ετρούπολης: ενα χάρτινο σπίτι, πάνω σ ’ ενα τραπέζι κι άπό π ίσω ό χτίστης του, πού φαίνονται μ όνο τά χ έ ρια του έπάνω κ α ί τά πόδια του κάτω, μέσα σέ στρατιω τικά παντελόνια κ α ί μπότες. Ή λ ε ζάντα: «Τό σύνταγμά μας - Π αρακαλώ μήν φυσάτε...» « Ή έλευθερία τώ ν συγκεντρώ σεω ν είναι κατο χυρω μένη...» - Παρμένο, σ ' ενα του μέρος,
15
16
17 19
20
21/22
23
άπό ένα άρθρο τής σύνταξης τής εφημερίδας « ’Α νακοινώ σεις τώ ν Σ ο β ιέτ τών εργατών» τής Π ετρούπολης, N o 3 /1 9 0 5 . «Βίτε» - Ό Σ. Βίτε (1849-1915) ήταν πρόε δρος τοΰ ύπουργικοΰ συμβουλίου 1905/1906. Συντάκτης τοΰ διαγγέλματος μέ ημερομηνία 17 Ό χ τ ώ β ρ η 1905, γιά τό συνταγματικό π ο λίτευμα. «παράνομο τυπογραφείο» - Στήν οδό Λέσναγια 55, στή Μ όσχα, βρέθηκε πραγματικά ένα παράνομο μ π ο λσ εβίκ ικ ο τυπογραφείο, σ ’ ένα μ α γα ζί μ έ τήν επιγραφή «Καλαντάντς-Κ αυκασιανά Φροΰτα»· σήμερα λειτο υρ γεί σάν μ ου σείο. «ή πλατεία τώ ν παθώ ν» - Σήμερα πλατεία Π ούσκιν. «Μ έ βήμα μπρός, μ έ βήμα π ίσ ω ...» - Ο ί πρώ τες τρεις στροφές τοΰ ποιήματος «Στρατιω τι κ ό τραγούδι», πού δημοσιεύτηκε στό No 3 /1 9 0 6 τοΰ περιοδικού «Τρομερό φάντασμα» τής Π ετρούπολης, μ έ τόν υπότιτλο: «"Ενας άθλιος φρουρός». Ό Μ αγιακόφσκι έχει πα ρ αλλάξει τήν τελευταία στροφή. «ή ταξική, ή πυραμίδα» - Ο ί τρεις ντελάληδες απαγγέλλουν, μοιρασμένο μεταξύ τους, τό ελά χισ τα άλλαγμένο κείμενο μιας προκήρυξης, πού τυπώθηκε σ ’ ένα παράνομο τυπογραφείο, τό 1901. « 'Α κ ό μ η κ α ί ό σύντροφος Π λέχάνω φ.... σάν δοκιμή σκληρή, σάν πρώ το δίδαγμα» (χω ρίς τίς σκηνοθετικές υποδείξεις) - Π αρμένο άπό τό ποίημα τοιΤιδιου τοΰ Μ αγιακόφσκι «Βλαντιμ ίρ Ί λ ίτ ς Λένιν». «ό Π έτρος ό μέγας, όρθιος καβαλλάρης» κ α ί «ή μ εγάλη πετρωμένη Αικατερίνη» - Π ρόκει ται γι ’ άγάλματα στό Λένινγκραντ. «ό ’Α λέξανδρος ό δεύτερος, πού κρατάει,... τό κεφάλι του στό χέρι» - Ν ύξη γιά τή δολοφονία τοΰ ’Α λέξανδρου Β ' άπό τούς Ν αροντοβόλτσι
37
25
27
29
(μέλη μυστικής όργάνωσης, πού ήθελε ν ’ Ανα τρέψει τόν τσαρισμό μ έ τήν άτομική τρομο κρατία). « Ό ’Α λέξανδρος ό τρίτος είναι καβάλλα σέ άφηνιασμένο άλογο» - “Α γαλμα στό Λένινγκραντ. «Φ ιοντόροβναλεξάντρας» - Ή ’Α λεξάνδρα Φιοντόροβνα, τσαρίνα, γυναίκα τοϋ Ν ικολάου Β '. « ’Α λέξανδρος Φ ιοντόροβιτς» - Ό Κερένσκι. «θά μένει ό Δ εκέμβρης ματω μένη διδαχή» Ή έξέγερση τής Μ όσχας, τόν Δ εκέμβρη 1905. « ' Ε μείς ένάντια στούς λευκούς όρμούσαμε... παλεύει τώρα ό προλετάριος» - Μ έ μερικές αλλαγές, παρμένο άπό τό ποίημα τοϋΊδιου τοϋ Μ αγιακόφσκι «Μάρς τώ ν 25.000» «ό πάπας τής Ρ ώ μης» - Ή έμφάνισή του είναι υπαινιγμός, γιά τίς άντισοβιετικές δηλώ σεις τοϋ πάπα Π ίου τοϋ XI, άρχές 1930. «Π ιλσούτσκι» - Τζ. Π ιλσ ούτσ κι (1867-1935), Αντιδραστικός Π ολω νός πολιτικός, άπό τό 1926 μ έχρι τό 1935, πραγματικός δικτάτορας τής Π ολωνίας. «Μ ακντόναλντ» - Ό γνω στός άγγλος π ο λι τικός. «Ταρντιέ» - Α. Ταρντιέ (1876-1945), άντιδραστικός γά λλος πολιτικός, πρω θυπουργός τό 1928, 1930 κ α ί 1932. « ’Α ντλία... μ έ ορμή στό εργοστάσιο» - ’Α π ό τό ποίημα τοϋ Ίδιου τοϋ Μ αγιακόφσκι «Μάρς τώ ν ορμητικώ ν οδοφραγμάτων».
Ό Β. Μ αγιακόφσκι μέ νεαρούς επισκέπτες σ τήν εκθεσή του: «20 χρόνια έργο», Φ λεβάρης 1930.
41
'
JWKi"-"" f «ttfcr'
'
'
^
'
"
"
·
x^. ' /
ft
i J f
i t \ ί 'Vi
•
MAO}· * «
r^ftx a e*A*JU ?-»* n p * * t« * v
... Ύ"
sere*s4: 44^ jus»* ae*cMnE .>'· *|Ptaci^K:,'i {«MU «*<■··«toeM'Sew**»’ x i u n «**»*j.
Σελίδα άπό ε από τό εργο « Ή Μ όσχα στις Φ λόγες»
42
~ ;;—
m m y a o c r o tc p c m w , J * XUho to», b t|w ,
1
y * - r. Λ /. ^
■
e
r a
s
*
" i.\ C a rt* • Le JournaUtovge» eamaradf / w y ^ t i l j l ^ i y ^ · fait w t t » jf o 4|M l W ^
Zftodnaa w » i n ii RM adm m i
C t v p e m e g * ρβύύκπi m
r<*
s Μ ιά ά π ’ τις δημοσιογραφικές ταυτότητες τοΰ Μ αγιακόφσκι. Ή «Κ ομσομόλσκαγια Π ράβντα» μέ τό ποίημα: «Θέλω νά γίνω κλέφτης».
τοϋ Β. Μ αγιακόφσκι, Γενάρης 1930.
B E T b l 5Λ Α Π Κ yXAHJT K HOW |f APb Ημκολαμ
IS
m
h* 6ΜΛ MX OHEHb.
«Τά λουλούδια μυρίζουν νύχτα. ' Ο τσάρος Ν ικόλαος τά λάτρευε» τοΰ Μ αγιακόφσκι, 1919.
Ά π ό έργο
45
r
ΠοτργΑΝΙΚΧ B ΟΚΤϋβρε X fle H b
μ
HOHb 6 yp w ye 8 6pen.
Από τό άλμπουμ « Ή ρ ω ες καί θύματα τής ’Επανάστασης»: « Ό ναύτης»...
46
Φ ω τοστοιχειοθεσία: «Σουπερφώτ» Παν. Γ κολέμα ς κ α ί Σία Χαρ. Τρικούπη 23, ‘Αθήνα Τηλ. 36.13.349
«Στό θέατρο μπορούμε νά δημ ιουργή σουμ ε ενα μυστή ριο, μπορούμε νά δημιουργήσουμε μ ιά ν είσ οδο. Στό τσίρκο όμω ς, μπορούμε νά φ έρουμε αυτοκίνη τα καί ζώ α, π ά νω στήν α ρ ένα , μπορούμε κ ιόλα ς νά δ είξου μ ε, πώ ς εν α ς ζω ντα νό ς κ ου λά κ ος, βυθίζεται στό νερό». Βλ. Μαγιακόφσκι, 1930
«Μ ιά κοφτερή π ολιτικ ή σάτιρα, σύμφ ω να μέ τίς ά ρ χές του κ ινη μ α τογράφ ου, άποτελούμ? νη άπό δ ια δ ο χικ ές εικ ό ν ες...» . Ντ. Άλπέρω φ