0382_07KP_COVER
04-04-11
15:15
™ÂÏ›‰·1
√ ª·ÚÛ¤Ï ¶ÚÔ˘ÛÙ ·ÁÈ‰Â˘Ì¤ÓÔ˜ ·Ó¿ÌÂÛ· ÛÙÔ Êfi‚Ô ÙÔ˘ ÁÈ· ÙË ‰ËÌfiÛÈ· ¤ÎıÂÛË Ù˘ ÔÌÔÊ˘ÏÔÊÈÏ›·˜ ÙÔ˘ Î·È ÙËÓ ·Ó¿ÁÎË ÙÔ˘ Ó· Â͈ÙÂÚÈ·ÛÂÈ ÙÔÓ ¤ÚˆÙ¿ ÙÔ˘ ı· ‚·Û·ÓÈÛÙ› ·fi ÙËÓ ÂÊ˂›· ÙÔ˘ Î·È Û fiÏË ÙË ‰È¿ÚÎÂÈ· Ù˘ ÂÓ‹ÏÈ΢ ˙ˆ‹˜ ÙÔ˘. √ √˘›ÏÈ·Ì ∫¿ÚÙÂÚ, Ô Ï¤ÔÓ ¤ÁÎÚÈÙÔ˜ ‚ÈÔÁÚ¿ÊÔ˜ ÙÔ˘, ÂÚÈÁÚ¿ÊÂÈ ÙȘ ¢¯¿ÚÈÛÙ˜ Î·È ‰˘Û¿ÚÂÛÙ˜ ÂÚȤÙÂȤ˜ ÙÔ˘ Û˘Ó‰˘¿˙ÔÓÙ¿˜ Ù˜ Ì ÙȘ Ô͢‰ÂÚΛ˜ Î·È Û˘¯Ó¿ ˆÌ¤˜ ·Ú·ÙËÚ‹ÛÂȘ ÙÔ˘ ›‰ÈÔ˘ ÙÔ˘ ¶ÚÔ˘ÛÙ Á‡Úˆ ·fi ÙÔÓ ¤ÚˆÙ· Î·È ÙË ÛÂÍÔ˘·ÏÈÎfiÙËÙ· Î·È ·Ó·‰ÂÈÎÓ‡ÂÈ Ò˜ ·˘Ù¤˜ ÔÈ ÂÌÂÈڛ˜ ÂÍÂÏ›¯ıËÎ·Ó Û ı¤Ì·Ù· ÙÔ˘ ∞Ó·˙ËÙÒÓÙ·˜ ÙÔÓ ¯·Ì¤ÓÔ ¯ÚfiÓÔ. ŒÙÛÈ Ô ·Ó·ÁÓÒÛÙ˘ ı· ·Ú·ÎÔÏÔ˘ı‹ÛÂÈ ÙËÓ Î·Ù·ÛÙÚÔÊÈ΋ ›ÛÎÂ„Ë ÙÔ˘ ¶ÚÔ˘ÛÙ Û ԛÎÔ ·ÓÔ¯‹˜ ÚÔÎÂÈ̤ÓÔ˘ Ó· ıÂڷ‡ÛÂÈ ÙȘ ÔÌÔÊ˘ÏÔÊÈÏÈΤ˜ ÙÔ˘ Ù¿ÛÂȘ Î·È Ó· ÍÂÂÚ¿ÛÂÈ ÙÔ˘˜ ÚÒÙÔ˘˜ ÙÔ˘ ¤ÚˆÙÂ˜Ø ÙË ÌÔÓÔÌ·¯›· ÌÂٷ͇ ÙÔ˘ ¶ÚÔ˘ÛÙ Î·È ÙÔ˘ ‰ËÌÔÛÈÔÁÚ¿ÊÔ˘ ∑·Ó §ÔÚ¤Ó, Ô ÔÔ›Ô˜ ‰ËÌÔÛ›Â˘Û ¤Ó· ¿ÚıÚÔ fiÔ˘ ¤Î·Ó ‰È¿ÊÔÚÔ˘˜ ˘·ÈÓÈÁÌÔ‡˜ ÁÈ· ÙËÓ ÔÌÔÊ˘ÏÔÊÈÏ›· ÙÔ˘ ¶ÚÔ˘ÛÙ Ø Ù· ÊÏÂÚÙ ÙÔ˘ Ì ·ÍÈÔÛ¤‚·ÛÙ˜ Î˘Ú›Â˜ Î·È fiÚÓ˜ ÔÏ˘ÙÂÏ›·˜ Î·È ÙȘ ÂÚˆÙÈΤ˜ ÙÔ˘ Û¯¤ÛÂȘ Ì Ó·ÚÔ‡˜ ·fi ÙËÓ Ù¿ÍË ÙˆÓ ˘ËÚÂÙÒÓ. ª¤Û· ·fi Ù· Ó¤· ÛÙÔȯ›· Ô˘ ·ÔηχÙÔÓÙ·È ÁÈ· ÙËÓ ÂÚˆÙÈ΋ ˙ˆ‹ ÙÔ˘ Á¿ÏÏÔ˘ Û˘ÁÁڷʤ· ηıÒ˜ Î·È ÙÔ ÏÔ‡ÛÈÔ ÊˆÙÔÁÚ·ÊÈÎfi ˘ÏÈÎfi ·˘Ù‹ Ë ·Ê‹ÁËÛË ·ÔÙÂÏ› ¤Ó· ÁÏ·Ê˘Úfi ÔÚÙÚ¤ÙÔ ÁÈ· ÙÔ ÂÚˆÙÈÎfi ¶·Ú›ÛÈ ÙÔ˘ ¶ÚÔ˘ÛÙ.
√ √˘›ÏÈ·Ì ∫¿ÚÙÂÚ Â›Ó·È Î·ıËÁËÙ‹˜ Ù˘ Á·ÏÏÈ΋˜ ÁÏÒÛÛ·˜ ÛÙÔ ¶·ÓÂÈÛÙ‹ÌÈÔ Ù˘ ∞Ï·Ì¿Ì·, ÛÙÔ ª¤ÚÌÈÁ¯·Ì. Œ¯ÂÈ ÁÚ¿„ÂÈ Â›Û˘ ÙË ÌÓËÌÂÈÒ‰Ë ‚ÈÔÁÚ·Ê›· Marcel Proust, A Life, ¤Ó· ‚È‚Ï›Ô Ô˘ ıˆڋıËΠ·fi ÙÔ˘˜ New York Times ˆ˜ ÙÔ ÈÔ ·ÍÈfiÏÔÁÔ ‚È‚Ï›Ô ÙÔ˘ 2000.
ISBN 978-960-455-245-0
μ√∏£. ∫ø¢. ª∏Ã/™∏™
4245
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
EYXAPIΣTIEΣ EIΣAΓΩΓH
13
15
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Αχαλίνωτος Προυστ 17 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Ακαταμάχητος ερμαφρόδιτος 35 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Η καρδιά μου χτυπάει μόνο για σένα 51 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
Ζήλια 69 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
Πάθος με την ταχύτητα 93 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
Ένα πλήθος όμορφες άγνωστες 104 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
Τρελός από έρωτα 140 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
Θρήνος και λησμονιά 152 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9
Νυχτοπερπατήματα 169
11
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10
Οι νεαροί του Ριτζ 191 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11
Θεϊκός έρωτας 218 ΣYNTOMOΓPAΦIEΣ ΣHMEIΩΣEIΣ
12
243
241
[απόσπασμα]
EIΣAΓΩΓH
Στο βιβλίο μου O ερωτευμένος Προυστ περιγράφω τις ευχάριστες —και δυσάρεστες— ερωτικές περιπέτειες του συγγραφέα Μαρσέλ Προυστ, από την εφηβεία του και καθ’ όλη τη διάρκεια της ενήλικης ζωής του, παραθέτοντας, κατά το δοκούν, τις δικές του λεπτές, οξυδερκείς παρατηρήσεις για τον έρωτα και τη σεξουαλικότητα, οι οποίες συχνά είναι ωμές και μερικές φορές εξαιρετικά διασκεδαστικές. Οι παρατηρήσεις αυτές έχουν επιλεγεί από την αλληλογραφία του Προυστ, το μυθιστόρημά του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο και τα διάφορα άλλα κείμενά του. Το επίτευγμα του Προυστ είναι από πολλές απόψεις μοναδικό. Ευρέως αναγνωρισμένος ως ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της παγκόσμιας λογοτεχνίας, έγραψε ένα και μοναδικό μυθιστόρημα, τεραστίων όμως διαστάσεων, το οποίο αποτελείται από επτά κύριες ενότητες που τιτλοφορούνται: Από τη μεριά του Σουάν, Στον ίσκιο των ανθισμένων κοριτσιών, Η μεριά του Γκερμάντ, Σόδομα και Γόμορρα, Η Φυλακισμένη, Η Δραπέτισσα ή Η εξαφάνιση της Αλμπερτίν και Ο ξανακερδισμένος χρόνος. Ο κεντρικός ήρωας, που μας αφηγείται την ιστορία της ζωής του στο πρώτο ενικό πρόσωπο και του οποίου η γοητευτική φωνή θα μας γίνει πολύ οικεία, δεν μας αποκαλύπτει ποτέ την ταυτότητά του. Αναφέρεται απλώς ως ο Αφηγητής. O ερωτευμένος Προυστ περιέχει αναπόφευκτα κάποιο από το υλικό της πρόσφατης βιογραφίας που έγραψα με τίτλο Marcel Proust: A Life, εδώ όμως επικεντρώνομαι στα στοιχεία που συνδέουν μεταξύ τους τις ερωτικές σχέσεις του Προυστ και το πώς τις μεταφέρει στις ερωτικές εμπειρίες του Αφηγητή, καθώς και στις απεικονίσεις μιας μεγάλης γκάμας σεξουαλικών τύπων, κυρίως ομοφυλόφιλων και αμφιφυλόφιλων. Προσπάθησα να μην φορτώσω το βιβλίο με πάρα πολλές ακαδημαϊκές
15
αναλύσεις, αλλά στις σημειώσεις μου παραπέμπω τον φιλοπερίεργο αναγνώστη στα έργα εκείνα που θεωρώ ως τα πλέον χρήσιμα για τη διερεύνηση των διαφόρων κριτικών και ψυχολογικών ερμηνειών των απόψεων του Προυστ για τον έρωτα και τη σεξουαλικότητα. H πλήρης έκδοση των απομνημονευμάτων του Φόρσγκρεν, The Memoirs of Ernest Forssgren, Proust’s Swedish Valet (Yale University Press, 2006), και η πρόσφατη, μετά θάνατον έκδοση του προσωπικού ημερολόγιου του Πολ Μοράν, Le Journal inutile, που κυκλοφορεί μόνο στην πρωτότυπη γαλλική έκδοση, προσθέτουν ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες στο πορτρέτο του ερωτευμένου Προυστ και μας επιτρέπουν να ρίξουμε μια ματιά στο modus operandi του, την εποχή που προσπαθούσε να αποπλανήσει νεαρούς από την τάξη των υπηρετών. Ο Μοράν ήταν ένας νεαρός συγγραφέας και διπλωμάτης, ο οποίος γνώρισε τον Προυστ το 1916. Ο ίδιος και η μελλοντική σύζυγός του, η ελληνορουμανικής καταγωγής πριγκίπισσα Ελένη Σούτσου, έγιναν σύντομα μέλη του στενού φιλικού κύκλου του Προυστ και παρέμειναν πολύ κοντά του μέχρι το θάνατό του. Από τα απομνημονεύματα εκείνων που γνώρισαν τον Προυστ, από τα γράμματά του, τις μαρτυρίες όσων ήταν παρόντες στα γεγονότα και τις σκηνές που περιγράφονται στο μυθιστόρημα, γίνεται σαφές ότι το ενδιαφέρον του κέντριζε η διαστροφική, σαδιστική πλευρά της σεξουαλικότητας. Είτε συμμετείχε σε τέτοιου είδους πράξεις είτε απλώς τις παρακολουθούσε, είναι βέβαιο ότι η σκοτεινή πλευρά του πάθους τον γοήτευε και συγχρόνως τον απωθούσε. Πράγματι, ο ζηλότυπος, ψυχαναγκαστικός και μερικές φορές σαδιστικός έρωτας είναι ένα ανίερο θέμα που απαντάται σε όλο το έργο του Προυστ και έρχεται σε άμεση αντίθεση με το υπέροχο, ιερό θέμα της δημιουργικής τέχνης, το οποίο και τελικά θριαμβεύει, όταν ο Αφηγητής ολοκληρώνει την αναζήτησή του. Σε όλη την πορεία του μυθιστορήματος, ο Προυστ απεικονίζει και αναλύει ευφυέστατα το πώς εκδηλώνεται ο έρωτας αυτός στα ετεροφυλοφιλικά ζευγάρια του Σουάν και της Οντέτ, του νεαρού Αφηγητή και της Ζιλμπέρτ, του ώριμου πλέον Αφηγητή και της Αλμπερτίν, του Ρομπέρ Σεν-Λου και της ηθοποιού Ρασέλ, στα ομοφυλοφιλικά ζευγάρια όπως εκείνο της δεσποινίδας Βεντέιγ και της ερωμένης της (ένα πρόσωπο-κλειδί που όμως παραμένει ανώνυμο), του Σαρλύς και του Σαρλί Μορέλ, αλλά και στους αμφιφυλόφιλους εραστές Σεν-Λου και Μορέλ. Παρά τους σκοτεινούς, αγωνιώδεις συνειρμούς που απορρέουν από τις πικρές εμπειρίες των ζηλότυπων, απογοητευμένων εραστών, ο Προυστ χρησιμοποιεί πολλές φορές το καυστικό πνεύμα ή το πειρακτικό χιούμορ του, καθώς αισθάνεται απέραντη ευχαρίστηση αποδεικνύοντας πόσο συχνά και πόσο ολοκληρωτικά μπορεί ο έρωτας να γελοιοποιήσει τον καθένα μας.
16
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΑΧΑΛΙΝΩΤΟΣ
ΠΡΟΥΣΤ
Το βασικό γνώρισμα του χαρακτήρα μου: Η ανάγκη μου να αγαπηθώ και, για να γίνω πιο σαφής, η μεγαλύτερη από το να με θαυμάσουν ανάγκη μου να με χαϊδέψουν και να με κακομάθουν.
Ο Μαρσέλ Προυστ υπήρξε μαθητής του Λυκείου Κοντορσέ από το 1882 έως το 1889. Ο «στενός κύκλος» των συμμαθητών του περιελάμβανε έναν εκπληκτικό αριθμό μελλοντικών συγγραφέων. Ο Ντανιέλ Αλεβί έγραψε βιογραφίες του Φρειδερίκου Νίτσε, του Ζιλ Μισελέ και του Σεμπαστιέν Βομπάν· ο Λουί ντε Λα Σαλ, ο οποίος πέθανε σε νεαρή ηλικία, εξέδωσε μια ποιητική συλλογή και ένα μυθιστόρημα· ο Ρομπέρ Ντρέιφους έγινε ένας από τους σημαντικότερους ιστορικούς της Τρίτης Δημοκρατίας. Δύο άλλοι φίλοι από το λύκειο, ο ποιητής Φερνάν Γκρεγκ και ο θεατρικός συγγραφέας Ρομπέρ ντε Φλερ, εξελέγησαν μέλη της Γαλλικής Ακαδημίας, μια τιμή που δεν έγινε ποτέ στον Προυστ, το συγγραφικό επίτευγμα του οποίου έμελλε να επισκιάσει, έστω και καθυστερημένα, εκείνο των εξέχοντων συμμαθητών του. Οι συμμαθητές του Προυστ δεν έβρισκαν πάντα ευχάριστη τη συντροφιά του. Ένιωθαν μεν δέος μπροστά στα προφανή λογοτεχνικά του χαρίσματα, αλλά η προσωπικότητά του, ειδικά η ζηλότυπη ανάγκη του για αποκλειστικότητα του ενδιαφέροντός τους, πολλές φορές τους απωθούσε. Ο Ζακ-Εμίλ Μπλανς, ο οποίος ζωγράφισε σε ελαιογραφία μια πολύ γνωστή προσωπογραφία του Προυστ, αναφέρει στα απομνημονεύματά του έναν κοινό παιδικό τους φίλο, ο οποίος του είχε εκμυστηρευτεί ότι, κάθε φορά που έπαιζε με τον μελλοντικό συγγραφέα, πάντα «με κυρίευε ο φόβος όταν αισθανόμουν τον Μαρσέλ ν’ αρπάζει το χέρι μου και να μου δηλώνει την ανάγκη του για απόλυτη και τυραννική κατοχή».1 Με τη σκληρότητα που συνήθως χαρακτηρίζει 17
Ο Ε Ρ Ω Τ Ε Υ Μ Ε Ν ΟΣ Π Ρ ΟΥ Σ Τ
τα αγόρια στην εφηβική ηλικία, οι συμμαθητές του Προυστ πείραζαν και ταπείνωναν τον ευαίσθητο και φορτικό φίλο τους, απορρίπτοντας κοφτά τις προτάσεις του για μεγαλύτερη οικειότητα, γεγονός που τον πλήγωνε βαθιά. Ο Ντανιέλ Αλεβί ήταν ένα όμορφο, κατάξανθο, γεμάτο φακίδες αγόρι, με καστανά μάτια, που, όπως και ο Προυστ, καταγόταν από μια φιλελεύθερη οικογένεια της παρισινής μπουρζουαζίας, με διακεκριμένο λογοτεχνικό και μουσικό γενεαλογικό δέντρο. Τα δύο αγόρια είχαν μια σταθερή αλλά δύσκολη φιλία. Ο Αλεβί, που του άρεσε να τον θεωρούν αυταρχικό και σκληρό, βασάνιζε τον δύσμοιρο Μαρσέλ με τις οργισμένες αντιδράσεις του και την ικανότητά του να μένει για μέρες αμίλητος. Σε κάποια συνέντευξη, πολλά χρόνια αργότερα, ο Αλεβί αναφέρθηκε στον «απάνθρωπο» τρόπο με τον οποίο ο ίδιος και οι φίλοι του μεταχειρίζονταν τον Μαρσέλ: «Εμφανιζόταν ανάμεσά μας σαν αρχάγγελος, ενοχλημένος και ενοχλητικός […] με τα μεγάλα ανατολίτικα μάτια του, τον τεράστιο λευκό γιακά του, το φουλάρι που ανέμιζε στο λαιμό του. Υπήρχε κάτι επάνω του που βρίσκαμε απωθητικό […]. Την ευγένειά του, τις τρυφερές περιποιήσεις του, τα χάδια του […] τις περισσότερες φορές τα χαρακτηρίζαμε ως μανιερισμούς, θεατρινισμούς, και δεν χάναμε ευκαιρία να του το λέμε κατάμουτρα […]. Ήμασταν πολύ σκληροί μαζί του. Τον κακομοίρη!».2 Το 1888, σε ηλικία δεκαεπτά ετών, ο εν λόγω κακομοίρης, έμπλεος λογοτεχνικών φιλοδοξιών και έντονων εφηβικών σαρκικών επιθυμιών, ανεπηρέαστος από τις προηγούμενες προσβλητικές απορρίψεις προχώρησε ακόμα περισσότερο και άρχισε να στέλνει στους συμμαθητές του ποιήματα και γράμματα όπου εξυμνούσε τον έρωτα μεταξύ αγοριών, προσφέροντας πρόθυμα τον εαυτό του στο παιχνίδι της ερωτικής μύησης. Ο Μαρσέλ εστίασε το ενδιαφέρον του στον κατά τι νεότερο ξάδελφο του Αλεβί, τον Ζακ Μπιζέ, γιο του διακεκριμένου συνθέτη Ζορζ Μπιζέ, ο οποίος είχε πεθάνει το 1875, λίγους μήνες μετά την πρεμιέρα της Κάρμεν, όταν ο Ζακ ήταν μόλις τριών ετών. Η χήρα του Ζενεβιέβ, κόρη του διάσημου συνθέτη Φρομεντάλ Αλεβί, παντρεύτηκε αργότερα τον δικηγόρο Εμίλ Στράους. Η Ζενεβιέβ έμελλε να γίνει η πολυαγαπημένη κυρία Στράους του Προυστ, η έμπιστή του και το πρότυπο από το οποίο δανείστηκε την οξύτητα του πνεύματος της δούκισσας ντε Γκερμάντ στο μυθιστόρημά του. Παρόλο που ο Zακ είχε κληρονομήσει την ψυχασθένεια που αποτελούσε κατάρα για την οικογένεια Αλεβί, και η οποία τελικά τον οδήγησε στην εξάρτηση από τα ναρκωτικά και την αυτοκτονία, τί18
Α Χ Α Λ Ι Ν Ω Τ ΟΣ Π Ρ ΟΥ Σ Τ
ποτα ακόμη δεν πρόδιδε τα ίχνη της στο κεφάτο, όμορφο, δημοφιλές αγόρι που λάτρευε τις υπαίθριες δραστηριότητες και την πεζοπορία. Σε κάποιο γράμμα που έγραψε στον Ζακ, ο Μαρσέλ έλεγε ότι, επειδή αντιμετώπιζε πάρα πολλά οικογενειακά προβλήματα, είχε ανάγκη από διαβεβαιώσεις για τη φιλία του. Ελπίζοντας να κερδίσει τη συμπάθεια και —προπάντων— τη στοργή του, ο Προυστ τού εκμυστηρεύτηκε ότι οι γονείς του απειλούσαν να τον στείλουν πολύ μακριά, σε κάποιο οικοτροφείο της επαρχίας. Tον εκλιπαρούσε να γίνει η «δεξαμενή» του, ο αποδέκτης της πλημμύρας των καημών και της αγάπης του: «Η μοναδική παρηγοριά μου, όταν είμαι πραγματικά λυπημένος, είναι ν’ αγαπήσω και να αγαπηθώ». Τελείωνε τη σύντομη, απεγνωσμένη έκκλησή του, δηλώνοντας: «Σε φιλώ και σ’ αγαπώ με όλη τη δύναμη της ψυχής μου».3 Δεν πέρασε πολύς καιρός και ο Προυστ, μεταξύ δύο μαθημάτων στο σχολείο, έχωσε ένα γράμμα στο χέρι του Μπιζέ, ζητώντας του να κάνουν έρωτα. Στο επόμενο διάλειμμα, ο Μπιζέ έδωσε την απάντησή του στον Προυστ, που κατευθυνόταν προς την αίθουσα για το μάθημα της Ιστορίας. Μόλις κάθισε στο θρανίο του, διάβασε βιαστικά το γράμμα και στη συνέχεια, απογοητευμένος αλλά ανυποχώρητος, πήρε μια κόλα χαρτί και έγραψε την απάντησή του. Προσποιούμενος ότι δεχόταν την άρνηση του Μπιζέ, εγκωμίαζε τα πνευματικά χαρίσματα του φίλου του, ενώ επέμενε διακριτικά να κάνουν έρωτα, υποστηρίζοντας ότι, προς το παρόν, μια τέτοιου είδους συμπεριφορά θα ήταν πραγματικά τελείως ακίνδυνη, εφόσον ήταν ακόμη νέοι, αθώοι και άπειροι: Αγαπητέ μου Ζακ, Υπό το βλοσυρό βλέμμα του κυρίου Σουβλιέ, από το φόβο μου δεν κατάφερα να ρίξω παρά μια πολύ βιαστική ματιά στο γράμμα σου. Θαυμάζω τη σύνεσή σου και συγχρόνως την αποδοκιμάζω. Οι λόγοι σου είναι άριστοι, και χαίρομαι διαπιστώνοντας πόσο εμπεριστατωμένος και γρήγορος, πόσο κοφτερός και διεισδυτικός έχει γίνει ο τρόπος που σκέφτεσαι. Εντούτοις, η καρδιά —ή το κορμί— έχει τους δικούς της λόγους, τους οποίους αγνοεί η λογική, κι έτσι με θαυμασμό για το πρόσωπό σου (δηλαδή, για τον τρόπο που σκέφτεσαι και όχι για την άρνησή σου, διότι δεν είμαι ανόητος σε βαθμό που να πιστεύω ότι το κορμί μου είναι ένας θησαυρός τόσο πολύτιμος, ώστε η απάρνησή του να απαιτεί ιδιαίτερη δύναμη χαρακτήρα), αλλά και με λύπη επίσης, αποδέχομαι το 19
Ο Ε Ρ Ω Τ Ε Υ Μ Ε Ν ΟΣ Π Ρ ΟΥ Σ Τ
απεχθές και ανελέητο βάρος του ζυγού που μου επιβάλλεις. Ίσως να έχεις δίκιο. Ωστόσο εξακολουθώ να πιστεύω ότι είναι κρίμα να μην κόψουμε το υπέροχο άνθος που σύντομα δεν θα μπορούμε να κόψουμε. Γιατί τότε θα έχει γίνει πια καρπός… και θα είναι απαγορευμένος.4 Ο Μπιζέ αγνόησε και πάλι την πρόσκληση. Με τη σιγουριά που του εξασφάλιζαν οι καθαρά ετεροφυλοφιλικές του τάσεις, προφανώς θεώρησε τα προκλητικά ανοίγματα του Προυστ ένα ακίνδυνο αστείο. Σύμφωνα με τον συμμαθητή και φίλο τους Ρομπέρ Ντρέιφους, στον Μπιζέ «άρεσαν οι γυναίκες, οι οποίες τον έβρισκαν επίσης πολύ ελκυστικό, κι έτσι θεώρησε ότι η περίεργη συμπεριφορά του Μαρσέλ δεν τον εξέθετε στον παραμικρό κίνδυνο· αντιθέτως, τον κολάκευε».5 Εκείνη την άνοιξη, ο Προυστ πληροφόρησε σε ένα γράμμα του τον Μπιζέ ότι οι γονείς του, έχοντας ανακαλύψει τη φύση των ερωτικών επιθυμιών του και την ψυχαναγκαστική ανάγκη του να αυνανίζεται, του απαγόρευσαν να τον συναναστρέφεται.6 Έκπληκτος ο Zακ απάντησε στο γράμμα του λέγοντας ότι δεν καταλάβαινε για ποιο λόγο δεν μπορούσαν πια να παίζουν μαζί. Ο Προυστ απάντησε με τη σειρά του ότι η μητέρα του ανησυχούσε μήπως η «κάπως υπερβολική αγάπη» που έτρεφε για εκείνον «εκφυλιζόταν» σε «σαρκική αγάπη», επειδή φοβόταν ότι τα δύο αγόρια είχαν «τα ίδια ελαττώματα… ανεξάρτητο πνεύμα, νευρικότητα, διαταραγμένο νου, και ότι ίσως μάλιστα αυνανίζονταν μαζί».7 Ο Μπιζέ έδωσε το γράμμα στον Αλεβί, που διαθέτοντας ήδη το μικρόβιο του ιστορικού, το κατέγραψε στο ημερολόγιό του σημειώνοντας ταυτόχρονα: «Ο καημένος ο Προυστ είναι τελείως τρελός».8 Ο Αλεβί, συνεχίζοντας την ανάγνωση, διαπίστωσε ότι η κυρία Προυστ δικαιολογημένα ανησυχούσε. Ο δρ Προυστ είχε τσακώσει τον Μαρσέλ να αυνανίζεται: «Σήμερα το πρωί, πολυαγαπημένε μου, όταν ο πατέρας μου με είδε […] με ικέτευσε να σταματήσω να αυνανίζομαι για τέσσερις τουλάχιστον ημέρες». Ο Προυστ ορκίστηκε στον Μπιζέ ότι, αν χρειαζόταν, θα αψηφούσε τους γονείς του και θα δραπέτευε από την οικογενειακή φυλακή, για να συναντήσει το φίλο του και να κάνει έρωτα μαζί του «εκτός των τειχών» σε κάποιο κοντινό καφέ. Όπως κάθε έφηβος, ο Προυστ ένιωθε απομονωμένος και παρεξηγημένος. Στα πρώτα του κείμενα, και αργότερα στο μυθιστόρημά του, περιέγραψε το συναίσθημα της μοναξιάς, τις εναντίον του συνωμοσίες, την αιχμαλωσία από την 20
Α Χ Α Λ Ι Ν Ω Τ ΟΣ Π Ρ ΟΥ Σ Τ
ίδια του την οικογένεια, όλα αυτά που διέγειραν «εκείνη την παλιά επιθυμία να επαναστατήσω εναντίον μιας φανταστικής συνωμοσίας που ύφαιναν εις βάρος μου οι γονείς μου (οι οποίοι υπέθεταν ότι θα αναγκαζόμουν να τους υπακούσω), εκείνη την επιθυμία να αγωνιστώ, εκείνη τη λαχτάρα που κάποτε με ωθούσε να επιβάλλω βάναυσα τη θέλησή μου σε όσους αγαπούσα περισσότερο από καθετί άλλο στον κόσμο, έστω κι αν τελικά συμμορφωνόμουν με τα δικά τους θέλω, αφού πρώτα είχα καταφέρει να τους κάνω να ενδώσουν».9 Στο έργο Ζαν Σαντέιγ, την πρώτη συγγραφική του προσπάθεια, ο Προυστ, τον οποίο οι συμμαθητές του θεωρούσαν κακομαθημένο, έγραψε, με λόγια που απηχούν άμεσα το γράμμα στον Μπιζέ, ότι η παιδική ηλικία του Ζαν έμοιαζε με φυλακή, ότι «έβλεπε το πατρικό του σπίτι ως τόπο σκλαβιάς».10 Στην ενότητα Από τη μεριά του Σουάν, ο νεαρός Αφηγητής του Προυστ, τη στιγμή που αυνανίζεται, ονειρεύεται να βρει κάποιο πρόσωπο να ερωτευτεί, κάποιο πρόσωπο του αντίθετου φύλου. Όταν για πρώτη φορά βλέπει τη Ζιλμπέρτ, την κόρη του Σουάν και της Οντέτ, εκείνη κάνει μια χειρονομία που ο ίδιος ερμηνεύει ως άσεμνη και προσβλητική, αλλά που η πραγματική της σημασία είναι ακριβώς η αντίθετη. Καθηλωμένος από την απρόσιτη, όπως εκ προοιμίου συμπεραίνει, ομορφιά της, συνεχίζει να την κοιτάζει επίμονα. Η χειρονομία της Ζιλμπέρτ είναι τόσο διφορούμενη και ο ίδιος τόσο αθώος, που μένει σαστισμένος και ταπεινωμένος. Η μόνη του διέξοδος είναι να συνεχίσει τις μοναχικές, αισθησιακές του συνήθειες, πράγμα που κάνει όταν αποτραβιέται στο «μοναδικό δωμάτιο του οποίου την πόρτα είχα δικαίωμα να κλειδώσω, κάθε φορά που η ασχολία μου ήταν του είδους που απαιτεί απαραβίαστη απομόνωση: όπως το διάβασμα ή η ονειροπόληση, τα δάκρυα ή η σαρκική ηδονή». Καθώς εξερευνά και προσπαθεί να ανακουφίσει τις γενετήσιες ορμές του, ατενίζει μακριά τον πύργο του Ρουσενβίλ: Αλίμονο, μάταια εκλιπαρούσα τον πύργο του Ρουσενβίλ, μάταια του ζητούσα να μου στείλει ένα κοριτσάκι από το χωριό του, καθώς μονάχα σ’ αυτόν είχα εμπιστευτεί τις πρώτες μου ερωτικές επιθυμίες, όταν από το ψηλότερο σημείο του σπιτιού μας στο Κομπραί, εκείνο το μικρό δωματιάκι που μύριζε ίριδα, μέσα από το μισάνοιχτο παράθυρο έβλεπα μόνο τις πολεμίστρες του, ενώ με τους ηρωικούς δισταγμούς του ταξιδιώτη που φεύγει για το εξερευνητικό του ταξίδι ή του απελπισμένου που αυτοκτονεί, λιποψυχώντας, άνοιγα μέσα μου έναν άγνω21
Ο Ε Ρ Ω Τ Ε Υ Μ Ε Ν ΟΣ Π Ρ ΟΥ Σ Τ
στο δρόμο που νόμιζα θανατηφόρο — έως ότου ένα φυσικό αποτύπωμα, όπως το ίχνος που αφήνει πίσω του το σαλιγκάρι, ερχόταν να προστεθεί στα φύλλα του άγριου μαύρου φραγκοστάφυλου που έγερναν πάνω μου.11 Ο πύργος του Ρουσενβίλ είναι όντως φαλλικός, όχι μόνο επειδή ο πρωταγωνιστής τον ατενίζει από το παράθυρό του ενώ αυνανίζεται και λαχταρά ένα κορίτσι, αλλά και επειδή μαθαίνει, ύστερα από πολλά χρόνια, ότι ο πύργος ήταν χώρος ερωτικών πειραματισμών για τη νεολαία του χωριού, καθώς και ότι η απρεπής χειρονομία που έκανε η Ζιλμπέρτ όταν τον πρωτοείδε, και που εκείνος λανθασμένα είχε ερμηνεύσει ως χειρονομία περιφρόνησης, στην πραγματικότητα ήταν μια πρόσκληση για να πάρει μέρος μαζί της στα παιχνίδια του πύργου.12 Πολλά χρόνια αργότερα, όταν η Ζιλμπέρτ είναι πια παντρεμένη με τον Ρομπέρ ντε Σεν-Λου, ο Αφηγητής την επισκέπτεται στο Κομπραί. Ένα βράδυ, κάνοντας μαζί περίπατο, εκείνη αναπολεί τις σεξουαλικές της αφυπνίσεις: «Συνήθιζα […] να πηγαίνω και να παίζω στα ερείπια του πύργου του Ρουσενβίλ με τους φιλαράκους μου. Και θα μου πείτε ότι ήμουν πολύ άτακτο κορίτσι, γιατί εκεί μέσα υπήρχαν κάθε είδους αγόρια και κορίτσια, που εκμεταλλεύονταν το σκοτάδι».13 Ως έφηβος, ο Προυστ διασκέδαζε φλερτάροντας και παίζοντας αθώα κυνηγητό με τις δύο αδελφές Μπεναρντακί, τη Μαρί και τη Νέλλυ, οι οποίες αποτελούν το πρόπλασμα της Ζιλμπέρτ Σουάν. Έγραψε για τα παιχνίδια τους αυτά στο έργο του Ζαν Σαντέιγ, χρησιμοποιώντας τα πραγματικά τους ονόματα. Ο Προυστ ισχυρίστηκε αργότερα ότι η Μαρί ήταν «η μέθη και το μαράζι» της νεανικής του ηλικίας.14 Η όψιμη εφηβεία του Αφηγητή, στην πραγματική ζωή του Προυστ αντιστοιχεί με την περίοδο εκείνη όπου, διατηρώντας ακλόνητα τα ιδανικά και τις ψευδαισθήσεις του, πίστευε, όπως και ο νεαρός του ήρωας «που ήταν ερωτευμένος με τη Ζιλμπέρτ […] ότι ο Έρωτας πραγματικά υπάρχει ανεξάρτητα από εμάς».15 Παίζοντας με τη Ζιλμπέρτ στους κήπους των Ηλυσίων Πεδίων, ο Αφηγητής βιώνει αναπάντεχα την πραγμάτωση εκείνων των «ποταπών» αναγκών που ικανοποιούνται πολύ πιο εύκολα απ’ ό,τι η επιθυμία της αμοιβαίας παθιασμένης αφοσίωσης.16 Ενώ παλεύει μαζί της προσπαθώντας να πάρει από τα χέρια της κάποιο γράμμα, η παιχνιδιάρικη αυτή συμπλοκή πολύ σύντομα εξελίσσεται σε απομίμηση συνουσίας, καταλήγοντας σε μια αναπάντεχη εκσπερμάτιση που οι συνθήκες δεν του δίνουν το 22
Α Χ Α Λ Ι Ν Ω Τ ΟΣ Π Ρ ΟΥ Σ Τ
χρόνο να απολαύσει. Η Ζιλμπέρτ, που επίσης έχει ερεθιστεί, δείχνει απρόθυμη να σταματήσει την πάλη: [Η Ζιλμπέρτ] έβαλε [το γράμμα] πίσω από την πλάτη της· πέρασα τα χέρια μου γύρω από το λαιμό της, ανασηκώνοντας τις κοτσίδες της που έπεφταν στους ώμους της […] και παλεύαμε, με τα κορμιά μας να σχηματίζουν τόξο. Προσπαθούσα να την τραβήξω προς το μέρος μου, εκείνη αντιστεκόταν· τα μάγουλά της, φλογισμένα από την προσπάθεια, ήταν κόκκινα και στρογγυλά σαν δυο κεράσια· γελούσε λες και τη γαργαλούσα· την είχα ακινητοποιήσει ανάμεσα στα πόδια μου σαν μικρό δεντράκι που ήθελα να το σκαρφαλώσω· κι ενώ έκανα τη γυμναστική μου, δίχως να λαχανιάσω περισσότερο από όλη αυτή τη μυϊκή άσκηση και την έξαψη του παιχνιδιού, σκόρπισα την ηδονή μου, σαν μερικές σταγόνες ιδρώτα που έτρεξαν από την προσπάθεια, ανίκανος να την καθυστερήσω λίγο ώστε να μπορέσω να τη γευτώ· άρπαξα αμέσως το γράμμα. Και τότε η Ζιλμπέρτ είπε καλοσυνάτα: «Ξέρετε, αν θέλετε, μπορούμε να παλέψουμε λιγάκι ακόμα».17 Μέσα στην αθωότητά της, η πρόωρη και αναπάντεχη αυτή εκσπερμάτιση τη στιγμή ενός παιδιάστικου παιχνιδιού είναι χαριτωμένη και δεν δημιουργεί ενοχές ή ντροπή, σε αντίθεση με πολλά σεξουαλικά παιχνίδια ενηλίκων, μερικά από τα οποία περιλαμβάνουν σαδισμό και μαζοχισμό και στην ουσία είναι ομοφυλοφιλικά. Το γράμμα που έγραψε ο Mαρσέλ στον Ζακ Μπιζέ για να το σκάσουν μαζί εξέπληξε τον Αλεβί όχι μόνο λόγω των αποκαλύψεων γύρω από την ιδιωτική ζωή της οικογένειας του Προυστ, αλλά και ως ένα δείγμα γραφής που τον έκανε να ζηλέψει. Ο Αλεβί ήξερε αρκετά από λογοτεχνία. Ο πατέρας του, Λουντοβίκ, ήταν θεατρικός συγγραφέας που είχε γράψει επίσης, μαζί με τον Ανρί Μελάκ, το λιμπρέτο για την Κάρμεν του Μπιζέ, καθώς και λιμπρέτα για πολλές από τις εξαιρετικά δημοφιλείς οπερέτες του Ζακ Όφενμπαχ. Όσο ο Αλεβί διάβαζε και ξαναδιάβαζε το γράμμα του Προυστ, τόσο ο σεβασμός του μεγάλωνε· ο συμμαθητής του είχε γράψει αυτό το αξιοπρόσεκτο γράμμα πολύ βιαστικά δίχως να διαγράψει ούτε μία λέξη, ένα απίστευτο κατόρθωμα που τον οδήγησε στο εξής συμπέρασμα: «Αυτό το ανισόρροπο πλάσμα είναι εξαιρετικά προικισμένο, και δεν έχω δει ΤΙΠΟΤΑ πιο μελαγχολικό και πιο 23
Ο Ε Ρ Ω Τ Ε Υ Μ Ε Ν ΟΣ Π Ρ ΟΥ Σ Τ
υπέροχα γραμμένο από αυτές τις δυο σελίδες». Ο Αλεβί εξέφρασε την πεποίθησή του ότι οι υπερβολές της μεγαλοφυΐας μπορεί να γίνουν ανεκτές, αλλά φοβόταν ότι οι λάγνες εμμονές του φίλου του ίσως κατέστρεφαν τα χαρίσματά του. «Είναι ο πιο ταλαντούχος όλων. Καταπονεί υπερβολικά τον εαυτό του. Αδύναμος, νεαρός, συνουσιάζεται, αυνανίζεται, και ίσως είναι παιδεραστής! Δεν αποκλείεται να εμφανίσει στη ζωή του αναλαμπές ιδιοφυΐας που θα πάνε χαμένες».18 Είναι εκπληκτικό το γεγονός ότι ο Αλεβί προέβλεπε έτσι το κύριο θέμα της πλοκής του μελλοντικού μυθιστορήματος του Προυστ: θα ανακάλυπτε, άραγε, ο Αφηγητής την κλίση του και θα συνειδητοποιούσε εγκαίρως τη συγγραφική του ικανότητα, ώστε να μετατρέψει τις εμπειρίες των άδικα χαμένων χρόνων σε μυθιστορηματικό υλικό; Δεκαετίες αργότερα, όταν ρωτήθηκε αν οι συμμαθητές του Προυστ είχαν προαισθανθεί τη μεγαλοφυΐα του, ο Αλεβί απάντησε ότι, ενώ όλοι αναγνώριζαν το ταλέντο του Μαρσέλ, κανείς δεν πίστευε ότι διέθετε «τέτοια δύναμη θέλησης ώστε να γράψει ένα αριστούργημα».19 Η απειλή που σκίαζε τη μελλοντική επιτυχία του Προυστ βασάνιζε τους γονείς του, μια απειλή που στο μυαλό τους και στα επιστημονικά συγγράμματα του δρος Προυστ συνδεόταν άμεσα με τη νευρασθένεια και την έλλειψη βούλησης: τον αυνανισμό. Η έξη αυτή, η οποία την εποχή του Προυστ θεωρούνταν ευρέως ένας από τους σοβαρότερους κινδύνους που απειλούσαν την υγεία και το ήθος των νεαρών, έγινε, ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο, η «βασική εμμονή» γονέων και δασκάλων. Υποψιάζονταν επίσης ότι ο αυνανισμός ήταν ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που συνέβαλλαν στην ομοφυλοφιλία. Δεδομένου του αναπόφευκτα υψηλού ποσοστού εφήβων που κατέφευγαν στον αυνανισμό, δεν προκαλεί καμία έκπληξη το γεγονός ότι οι επισκέψεις στις διάφορες πόρνες με τη συγκατάθεση των οικογενειών άρχιζαν από τα γυμνασιακά ήδη χρόνια. Ο τζίρος των οίκων ανοχής αυξανόταν ραγδαία «στις διακοπές και τις ημιαργίες της Πέμπτης», όταν στα πορνεία «συνωστίζονταν νεαροί μαθητές» που αναζητούσαν το φάρμακο για την κατάρα του αυνανισμού.20 «Μερικοί γιατροί […] συνιστούσαν ως μέσο θεραπείας συχνές επισκέψεις στους οίκους ανοχής, και μάλιστα αφού είχε προηγηθεί μεγάλη κατανάλωση αλκοόλ, με το σκεπτικό ότι μια πεπειραμένη πόρνη ήξερε πώς να προκαλέσει τη σωστή αντίδραση ακόμα και στον αμήχανο, μεθυσμένο ομοφυλόφιλο».21 Ο Εντμόν ντε Γκονκούρ περιγράφει στο περίφημο ημερολόγιό του μια τέ24
Α Χ Α Λ Ι Ν Ω Τ ΟΣ Π Ρ ΟΥ Σ Τ
τοια «επιτυχημένη» θεραπεία υπό την καθοδήγηση του δρος Ζαν-Μαρί Σαρκό, του πιο διακεκριμένου ίσως γάλλου γιατρού εκείνης της εποχής. Ο Σαρκό υπήρξε δάσκαλος του Ζίγκμουντ Φρόιντ και ήταν εκείνος που έστρεψε τον τελευταίο προς την «κατεύθυνση όπου είχε ήδη εμφανίσει σημάδια εντυπωσιακής προόδου: την ψυχολογία».22 Ο Σαρκό είχε συστήσει σε κάποιον ασθενή του, έναν τριανταδυάχρονο βέλγο καθηγητή Nομικής, μια επίσκεψη σε πορνείο. Ο Βέλγος αυτός, σε ηλικία επτά ετών, είχε δει ένα άγαλμα του Ηρακλή, το οποίο έγινε αιτία «να αποκτήσει μια προτίμηση για τους άντρες και ένα είδος αποστροφής για τις γυναίκες. Ως νεαρός, δεν είχε κάνει ποτέ έρωτα, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε ν’ αντισταθεί στις ανώμαλες κλίσεις του. Όταν τελικά υπεβλήθη στη θεραπεία που του είχε υποδείξει ο Σαρκό σε κάποιον παρισινό οίκο ανοχής, βγήκε από το πορνείο φωνάζοντας δυνατά: «Μπορώ να το κάνω! Ναι, μπορώ!». Σύμφωνα με τα τελευταία νέα του, ετοιμαζόταν «να παντρευτεί μια από τις εξαδέλφες του».23 Τέτοια μαρτυρία, προερχόμενη από μια αυθεντία όπως ο Σαρκό, έδωσε ένα επιπλέον κίνητρο στους απελπισμένους γονείς για να δοκιμάσουν τη θεραπεία του πορνείου. Ήταν το καλύτερο φάρμακο που επιστήμη και παράδοση είχαν να προσφέρουν. Οι σεξουαλικές τάσεις του Προυστ ανησυχούσαν έντονα τους γονείς του, που έκριναν ότι κάτι έπρεπε να γίνει. Ο δρ Προυστ, ο οποίος, όπως και ο Σαρκό, πίστευε ότι ο υπερβολικός αυνανισμός και η ομοφυλοφιλία συνδέονταν άμεσα μεταξύ τους, έδωσε στο γιο του δέκα φράγκα και τον έστειλε σε έναν οίκο ανοχής. Ο Mαρσέλ υπάκουσε, αλλά στο πορνείο ένιωσε τέτοια νευρικότητα, που έσπασε ένα δοχείο νυκτός, χάνοντας έτσι όχι μόνο τη στύση, αλλά και τα χρήματά του. Ταραγμένος, αλλά και αποφασισμένος να ολοκληρώσει επιτυχώς το πείραμα, ζήτησε επειγόντως δεκατρία φράγκα από τον παππού του, τον Νατέ Βέιλ, γράφοντας στο αίτημά του: «Ο λόγος είναι ο εξής: χρειαζόμουν τόσο απεγνωσμένα μια γυναίκα προκειμένου να σταματήσω την κακιά συνήθεια του αυνανισμού, που ο μπαμπάς μού έδωσε δέκα φράγκα για να πάω σε πορνείο. Αλλά μέσα στην ταραχή μου, πρώτον, έσπασα ένα δοχείο νυκτός και, δεύτερον, έτσι αναστατωμένος όπως ήμουν δεν μπόρεσα ούτε να πηδήξω. Κι έτσι περιμένω ακόμη, από στιγμή σε στιγμή, αυτά τα δέκα φράγκα για να ικανοποιηθώ, και τρία επιπλέον φράγκα για να πληρώσω το δοχείο νυκτός». Το αίτημά του τελείωνε με ένα αστείο σχόλιο: «Αλλά δεν τολμώ να ξαναζητήσω τόσο σύντομα χρήματα από τον μπαμπά και ελπίζω ότι θα με συνδράμεις σ’ αυτή την περίπτωση που, όπως ξέρεις, δεν είναι μόνο εξαι25
Ο Ε Ρ Ω Τ Ε Υ Μ Ε Ν ΟΣ Π Ρ ΟΥ Σ Τ
ρετική αλλά και μοναδική: δεν γίνεται να είσαι δύο φορές στη ζωή σου τόσο αναστατωμένος, ώστε να μην μπορέσεις να πηδήξεις».24 Δεν ξέρουμε αν το αίτημά του ικανοποιήθηκε και αν τελικά κατόρθωσε να επιστρέψει στο πορνείο. Άσχετα όμως με το τι έγινε, ο Προυστ δεν θεραπεύτηκε από την έντονη επιθυμία του να έχει ερωτικές επαφές με αγόρια. Εκείνη την άνοιξη, ενώ παρακολουθούσε το «ανιαρό» μάθημα Γεωγραφίας του κυρίου Σουμπλιέ, ο Προυστ έγραψε στον Αλεβί ένα μακροσκελές σημείωμα. Ύστερα από μερικές τυπικές φλυαρίες γύρω από τους αγαπημένους του συγγραφείς, εξέφραζε την επιθυμία να τον συναντήσει κάποια μέρα μετά το σχολείο. Στο υστερόγραφο προσφερόταν να μοιραστεί μαζί του τις πληροφορίες που είχε συλλέξει γύρω από το θέμα της ομοφυλοφιλίας μεταξύ εφήβων. Προφανώς το θέμα το είχε θίξει ο Αλεβί, υπαινισσόμενος ότι κάποιος γνωστός του ήταν μάλλον ομοφυλόφιλος, ή τουλάχιστον κρυφός ομοφυλόφιλος. Ο Προυστ προειδοποίησε τον Αλεβί ότι μπορεί κάλλιστα να έκανε λάθος για τις τάσεις του νεαρού, όπως είχε κάνει λάθος και ο ίδιος: (αν ενδιαφέρεσαι και μου υπόσχεσαι απόλυτη εχεμύθεια, να μην μιλήσεις ούτε καν στον Μπιζέ, θα σου δώσω μερικά εκπληκτικά τεκμήρια, που ανήκουν και δόθηκαν σε μένα) από νεαρούς, και ειδικά από ορισμένους ηλικίας από οκτώ μέχρι δεκαεπτά ετών, που είναι ερωτευμένοι με άλλους άντρες, πάντα πρόθυμοι να τους συναντήσουν (όπως εγώ τον Μπιζέ), που κλαίνε και υποφέρουν μακριά τους και που δεν επιθυμούν παρά μόνο να τους αγκαλιάζουν και να κάθονται στα γόνατά τους, που τους αγαπούν για τη σάρκα τους, που τους τρώνε με τα μάτια τους, που τους αποκαλούν αγάπη μου, άγγελέ μου, και το εννοούν, που τους γράφουν παθιασμένα γράμματα και που για τίποτα στον κόσμο δεν θα γίνονταν παιδεραστές. Αφού παραδέχτηκε ότι μερικά από τα αγόρια δεν μπορούσαν να συγκρατηθούν και αγγίζονταν μεταξύ τους, ο Προυστ εξέφρασε τη γνώμη του για τον ομοφυλοφιλικό έρωτα: «Παρ’ όλα αυτά, ο έρωτας συνήθως υπερνικά τις δυσκολίες και [τα αγόρια] αυνανίζονται μαζί. Όμως μην κοροϊδεύεις ούτε αυτά τα αγόρια ούτε το φίλο στον οποίο αναφέρθηκες, αν είναι κι αυτός τέτοιος. Είναι απλώς ερωτευμένοι. Και δεν καταλαβαίνω γιατί ο έρωτάς τους είναι πιο βρόμικος από τον φυσιολογικό έρωτα».25 Ο Προυστ διατήρησε σταθερά την 26
Α Χ Α Λ Ι Ν Ω Τ ΟΣ Π Ρ ΟΥ Σ Τ
ίδια στάση ανεκτικότητας σε όλη τη ζωή του. Λίγο μετά τα είκοσί του χρόνια, ανέπτυξε διεξοδικά την άποψή του αυτή στο διήγημα «Πριν νυχτώσει» (Avant la Nuit), χρησιμοποιώντας ένα αισθητικό επιχείρημα προκειμένου να δικαιολογήσει τον λεσβιακό έρωτα.26 «Αν ο γόνιμος έρωτας, ο προορισμένος στη διαιώνιση του είδους, ο ευγενής ως συνηθισμένο, κοινωνικό, ανθρώπινο καθήκον, είναι ανώτερος του καθαρά σαρκικού έρωτα, τότε οι άγονοι έρωτες δεν υπόκεινται σε ιεράρχηση, και ένας τέτοιος έρωτας δεν είναι λιγότερο ηθικός — ή, μάλλον, δεν είναι πιο ανήθικο για μια γυναίκα να απολαμβάνει την ηδονή με μια άλλη γυναίκα απ’ ό,τι με κάποιο πρόσωπο του αντίθετου φύλου».27 Το φθινόπωρο του 1888 ο Προυστ έστειλε στον Αλεβί ένα σονέτο όπου περιέγραφε τα ερωτικού περιεχομένου όνειρά του. ο τίτλος του ήταν γραμμένος με κεφαλαία γράμματα: ΠΑΙΔΕΡΑΣΤΙΑ. Αν είχε ένα τσουβάλι χρυσάφι, θα δραπέτευε σε μια χώρα ιδανική, για «να κοιμάται μονίμως, να κάνει έρωτα ή να ζει με έναν θερμό νεαρό, τον Ζακ, τον Πιερ ή τον Φερμέν», την υπέροχη «οσμή» του οποίου θα «ανέπνεε […] μέχρι να πεθάνει […] μακριά από την καταθλιπτική πένθιμη κωδωνοκρουσία της φορτικής Αρετής».28 Την ίδια περίπου εποχή, ο Προυστ έδωσε προς δημοσίευση ένα πεζό ποίημα με θέμα την ομοφυλοφιλία στο Revue lilas, ένα από τα πολλά μικρά λογοτεχνικά περιοδικά που είχαν δημιουργήσει ο ίδιος και οι φίλοι του όταν ακόμη φοιτούσαν στο Λύκειο Κοντορσέ.29 Οι εκδότες του περιοδικού σοκαρίστηκαν με το έργο του και το απέρριψαν. Το ποίημα αυτό, προφανώς αποτέλεσμα έντονων εφηβικών επιθυμιών, απεικονίζει μια εξιδανικευμένη, αν και κάπως παρηκμασμένη, αρχαία Ελλάδα, όπου ο έρωτας μεταξύ αγοριών είναι όχι μόνο απόλυτα αποδεκτός, αλλά και εξυμνείται ανοιχτά. Ένας ωραίος νεαρός, ο Γλαύκος, ο οποίος συμμερίζεται την αγάπη του Προυστ για τη φιλοσοφία, την ποίηση και τους νεαρούς, περιστοιχίζεται από σωρούς γραμμάτων που του στέλνουν αγόρια τα οποία λατρεύουν το «μικρό, απαλό κορμί του» και του ανταποδίδουν την τρυφερότητά του με τον «παράφορο», «ατελείωτο» έρωτά τους. Ο Γλαύκος αρέσκεται να λιάζεται μισόγυμνος, συντροφιά με τους όμορφους και αφοσιωμένους αυτούς νεαρούς. Είναι φανερό ότι ο Προυστ θα ήθελε πάρα πολύ να κατοικεί σ’ έναν τέτοιο κόσμο, όπου θα μπορούσε να κουρνιάζει στην αγκαλιά ενός όμορφου αγοριού, ικανοποιώντας μακαρίως τους έντονους σαρκικούς και πνευματικούς του πόθους: «Πολλές φορές, καθισμένος στα στιβαρά γόνατα κάποιου από αυτούς, μάγουλο με μάγουλο, και με τα κορμιά να τυλίγονται το ένα γύρω από τ’ άλλο, [ο Γλαύκος] 27
Ο Ε Ρ Ω Τ Ε Υ Μ Ε Ν ΟΣ Π Ρ ΟΥ Σ Τ
συζητά με το νεαρό τις φιλοσοφικές απόψεις του Αριστοτέλη και τα ποιήματα του Ευριπίδη, ενώ φιλιούνται και χαϊδεύονται, κάνοντας εκλεπτυσμένα, ευφυή σχόλια, μέσα στο πολυτελές δωμάτιο με τα υπέροχα λουλούδια».30 Σε αντίθεση με τους φίλους του τυχερού Γλαύκου, οι φίλοι του Προυστ απέρριπταν τις σεξουαλικές προτάσεις του και τον βασάνιζαν επειδή τολμούσε να κάνει τέτοιου είδους κρούσεις, καθώς και επειδή η φορτική κτητικότητά του τους ενοχλούσε και τους εξόργιζε. Η κρίση σεξουαλικής ταυτότητας είναι από τις πιο τραυματικές και επικίνδυνες που μπορεί να αντιμετωπίσει ένας έφηβος. Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο της λογοτεχνικής μεγαλοφυΐας του Προυστ έγκειται στην ικανότητά του να αντιλαμβάνεται και να απεικονίζει τόσο την κωμική όσο και τη σοβαρή πλευρά τέτοιων δυσάρεστων ανθρώπινων καταστάσεων. Ο νεαρός Προυστ, που όχι μόνο οι τρίτοι θεωρούσαν, αλλά και ο ίδιος πολλές φορές στα πρώτα του γράμματα περιέγραφε τον εαυτό του ως την προσωποποίηση του αξιοθρήνητου, ανασφαλούς παιδιού της μαμάς, αποδείχτηκε πρώιμος ψυχολόγος και προικισμένος κωμικός, που του άρεσε να μιμείται τους φίλους και τους καθηγητές του. Ξέροντας πόσο γελοίος φάνταζε συνήθως στα μάτια των φίλων του, τους διασκέδαζε συχνά διακωμωδώντας σκανδαλωδώς τον εαυτό του. Κάποια μέρα του Σεπτέμβρη, καθώς πήγαινε για μάθημα ιππασίας στο δάσος της Βουλόνης, ενθουσιασμένος από τον όμορφο φθινοπωριάτικο καιρό, ο Προυστ έστειλε στον Ρομπέρ Ντρέιφους ένα αυτοσαρκαστικό κείμενο, όπου παρουσίαζε τον εαυτό του ως σπουδαίο άρχοντα που μπορούσε να «παραγγέλνει θεατρικά έργα» και να κάνει ό,τι ήθελε. Στην αρχή εξέφραζε τον έρωτά του προς τον Ζακ Μπιζέ. Έπειτα, προκειμένου να παρηγορηθεί για τον δίχως ανταπόκριση έρωτά του, έκανε μια βόλτα με άμαξα στους κήπους των Ακακιών, όπου πήγαιναν οι κομψοί, πλούσιοι Παριζιάνοι, για να δουν και να τους δει ο κόσμος. «Αυτό, για τα δικά μου αισθητικά κριτήρια, είναι το αποκορύφωμα του παριζιάνικου κάλλους το έτος 1888». Στη συνέχεια, φανταζόταν δύο εταίρες να κουτσομπολεύουν ενώ έκαναν την ιππασία τους στο πάρκο. Η μία από τις δύο ρωτάει την άλλη αν γνωρίζει τον «Μ.Π.» και μετά αρχίζει να φλυαρεί για το πώς ο Προυστ ξελογιαζόταν με τους συμμαθητές του, αποκαλύπτοντας ότι δεν είναι παρά ένας αξιοκαταφρόνητος υποκριτής, διότι, αν και είχε ισχυριστεί ότι έτρεφε «αισθήματα πάθους» για την ίδια και αδελφική απλώς αγάπη για κάποιο συμμαθητή του, εκείνη είχε μάθει την αλήθεια, ότι δηλαδή «αγαπούσε» το νεαρό έτσι όπως 28
Α Χ Α Λ Ι Ν Ω Τ ΟΣ Π Ρ ΟΥ Σ Τ
«θα αγαπούσε και μια γυναίκα». Σύμφωνα με τα λεγόμενα της εταίρας, ο Προυστ ήταν πάρα πολύ άστατος, ακόμα και με τα αγόρια: «Το πιο αισχρό της όλης ιστορίας, αγαπητή μου, είναι ότι, ύστερα από τη φασαρία που έκανε για τον Β., τον παρατάει και καλοπιάνει τον Ντ., τον οποίο πολύ σύντομα αφήνει για να πέσει στα πόδια του Ε. και την επόμενη στιγμή στην αγκαλιά του Φ. Πώς μπορείς να τον χαρακτηρίσεις, ζιγκολό, τρελό, τσαρλατάνο, ανόητο;». Παρόλο που ο Προυστ έγραψε αυτό το κείμενο στο τρίτο πρόσωπο, η απάντηση που δίνει στην ερώτηση της εταίρας είναι σαφώς δική του: ο Προυστ είναι «όλα αυτά μαζί».31 Η αμφιλεγόμενη, ευμετάβλητη φύση της σεξουαλικότητάς του, όπως απεικονίζεται στις αυτοπροσωπογραφίες αυτές των σχολικών του χρόνων, θα μεταφερόταν αργότερα στους πλασματικούς του ήρωες. Στα τέλη Σεπτεμβρίου, είτε επειδή τον πίεσαν οι γονείς του είτε επειδή έκρινε ο ίδιος αναγκαία την αλλαγή της κατάστασης, ο Προυστ έγραψε ξανά στον Ντρέιφους για τα «καινούργια» ερωτικά του ενδιαφέροντα, ετεροφυλοφιλικά αυτή τη φορά, ισχυριζόμενος ότι ένιωθε πλατωνικό «πάθος» για μια διάσημη, μη κατονομασθείσα όμως, «εταίρα». Ανέφερε επίσης, δίχως και πάλι να την κατονομάζει, μία κοπέλα από τη Βιέννη την οποία είχε γνωρίσει στο μάθημα χορού, δίνοντας στον Ντρέιφους να καταλάβει πως είχε εμπλακεί σε μια «πολύ ενδιαφέρουσα σχέση» μαζί της, και πως ο αισθηματικός δεσμός του «απειλεί να συνεχιστεί τουλάχιστον για ένα χρόνο, προς μεγάλο όφελος των café-concerts και των διάφορων άλλων παρόμοιων χώρων, στους οποίους συνοδεύει κανείς ένα τέτοιο πρόσωπο».32 Τίποτα περισσότερο δεν είναι γνωστό για την αυστριακή καλλονή που συνάντησε στο μάθημα χορού, εκτός από το γεγονός ότι —αν όντως υπήρξε— γρήγορα την ξέχασε. Το γράμμα αυτό, σε αντίθεση με τα γράμματα που απευθύνονταν ή αναφέρονταν σε αγόρια, ακούγεται τελείως επιφανειακό. Ο Προυστ έκανε όντως μια πολύ τολμηρή προσπάθεια ετεροφυλοφιλικής κατάκτησης, η αυθεντικότητα της οποίας δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, εφόσον ο Αλεβί, συνένοχός του, υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας και την κατέγραψε. Ο Αλεβί είχε μιλήσει στον Mαρσέλ για μια όμορφη γυναίκα που την είχε προσέξει πίσω από τον πάγκο κάποιου γαλακτοκομείου στα ανηφορικά δρομάκια της Μονμάρτρης.33 Κάποια μέρα μετά το σχολείο, ο Αλεβί πήγε τον γεμάτο περιέργεια Προυστ στο κατάστημα· οι δύο ερωτύλοι σταμάτησαν στο πεζοδρόμιο και απλώς κοίταζαν, καθηλωμένοι από το θέαμα της πολυάσχολης κυρίας Σιράντ που σερβίριζε στους πελάτες της νοστιμότατα τυριά και 29
Ο Ε Ρ Ω Τ Ε Υ Μ Ε Ν ΟΣ Π Ρ ΟΥ Σ Τ
γλυκίσματα. Έκθαμβος από το μεγαλείο των μαύρων μαλλιών της, του λευκού δέρματος και των λεπτών χαρακτηριστικών του προσώπου της, ο Προυστ ψιθύρισε στο αυτί του Αλεβί: «Είναι πανέμορφη!». Ακολούθησε μια σύντομη σιωπή, στη διάρκεια της οποίας ο Προυστ, απορροφημένος από το θαυμασμό του, προσπαθούσε να φανταστεί πώς θα ήταν να κατακτά ένα τόσο υπέροχο πλάσμα. Έπειτα, αιφνιδίασε τον Αλεβί ρωτώντας: «Τι λες, μπορούμε άραγε να κάνουμε έρωτα μαζί της;». Ο Αλεβί, που δεν είχε διανοηθεί ποτέ να φερθεί τόσο τολμηρά, ένιωσε έναν ξαφνικό σεβασμό για το φίλο που θεωρούσε «αδελφή». Ξαναμμένος από τον πόθο και έτοιμος για δράση, ο Προυστ αμέσως πρότεινε: «Να της φέρουμε λουλούδια». Λίγες μέρες αργότερα, οι δύο νεαροί επέστρεψαν στη Μονμάρτρη, με τον Προυστ να κουβαλάει μια αγκαλιά τριαντάφυλλα. Μόλις έφτασαν μπροστά στο κατάστημα, κοίταξαν μέσα και είδαν την κυρία Σιράντ στη συνηθισμένη της θέση να περιποιείται τους πελάτες. Ο Αλεβί, νιώθοντας μια ανεξήγητη ντροπή, έμεινε κολλημένος στο πεζοδρόμιο, με μάτια ορθάνοιχτα και γουρλωμένα, να αναρωτιέται αν πράγματι ο Προυστ θα τολμούσε να προσεγγίσει τη γυναίκα. Εκείνος, κρατώντας τα λουλούδια μπροστά του, μπήκε στο κατάστημα και πήγε κατευθείαν στην κυρία Σιράντ. Ο Αλεβί κοίταζε την πλάτη του φίλου του, όσο εκείνος μιλούσε στο σαγηνευτικό πλάσμα. Tην είδε να χαμογελάει ευγενικά αλλά αποφασιστικά, και τα χείλη της να σχηματίζουν τη λέξη όχι ενώ κουνούσε το κεφάλι της. Προφανώς ο Προυστ επέμενε, και τότε η όμορφη κυρία, πάντα χαμογελαστή και αποφασισμένη, άρχισε να προχωράει με αργά, σταθερά βήματα, αναγκάζοντάς τον να οπισθοχωρεί μέχρι που, προτού καν το καταλάβει, ξαναβρέθηκε έξω στο πεζοδρόμιο δίπλα στον έκπληκτο και ταραγμένο φίλο του. Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ο Αλεβί χρησίμευσε ως πιόνι στο καλοστημένο κόλπο του Προυστ, ο οποίος μπήκε στο κατάστημα βέβαιος για δύο πράγματα: πως η κυρία σίγουρα θα αρνιόταν και πως ο Αλεβί θα βεβαίωνε σε όλους τους φίλους τους ότι ο Προυστ όχι μόνο ενδιαφερόταν ερωτικά για τις γυναίκες, αλλά, στην προσπάθειά του να τις σαγηνεύσει, γινόταν επίσης και απίστευτα τολμηρός. Τα παιδιά μοιραία θα κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι τα ομοφυλοφιλικά του ανοίγματα δεν ήταν παρά αποτέλεσμα εκείνου του τόσο συνηθισμένου στα αγόρια σχολικής ηλικίας φαινομένου των βίαιων σεξουαλικών ορμών που αναζητούσαν κάποια βολική διέξοδο. Εξάλλου μήπως ο Προυστ, που ήξερε ότι περιφρονούσαν τους ομοφυλόφιλους 30
Α Χ Α Λ Ι Ν Ω Τ ΟΣ Π Ρ ΟΥ Σ Τ
και τους θεωρούσαν θηλυπρεπείς, δεν είχε πει τα ίδια στο γράμμα του στον Μπιζέ, όταν σχολίαζε ότι από τη στιγμή που το «άνθος» της νιότης ωρίμαζε και γινόταν «καρπός» θα ήταν «απαγορευμένο»; Ίσως ο Προυστ είχε αποφασίσει, με την ολόψυχη σίγουρα επιδοκιμασία των γονέων του, ότι η καλύτερη δημόσια στάση ήταν να εμφανίζεται ως ετεροφυλόφιλος. Ωστόσο, στην ιδιωτική του ζωή έμεινε πιστός στους ομοφυλοφιλικούς έρωτές του, αν και δεν ήταν απρόσβλητος από τους πειρασμούς κοριτσιών που —όπως η Μαρί Μπεναρντακί και η Ζαν Πουκέ—, όσο βρίσκονταν ακόμη στη φάση του αγοροκόριτσου, διέθεταν ορισμένες αρσενικές ιδιότητες οι οποίες συμπλήρωναν τα δικά του γυναικεία χαρακτηριστικά. Στο μυθιστόρημά του, τα κορίτσια αυτά ενσαρκώνονται στο πρόσωπο της Ζιλμπέρτ και κυρίως της Αλμπερτίν με το αθλητικό παράστημα. Η κάπως κωμική προσπάθεια να αποπλανήσει την κυρία Σιράντ και η καταστροφική επίσκεψη του Προυστ στον οίκο ανοχής ήταν πρωτοβουλίες που εντάσσονται στο πλαίσιο της φυσιολογικής σεξουαλικής συμπεριφοράς που περιμένει κανείς από υγιείς νεαρούς. Είναι φανερό ότι τέτοιου είδους πρωτοβουλίες ευχαριστούσαν τον δρα Προυστ, ο οποίος, όπως είδαμε, πρόσταξε το γιο του να αποδείξει τον ανδρισμό του κάνοντας έρωτα με μια πόρνη, σύμφωνα με την επί σειρά γενεών συνήθεια των νεαρών που έφταναν στην ενηλικίωση. Ο Πολ Μοράν διηγήθηκε λεπτομερώς την καθιερωμένη σεξουαλική μύηση από την οποία πέρασαν ο ίδιος και οι φίλοι του στην εφηβική τους ηλικία. Τα ανυπόμονα αγόρια διάβαζαν κρυφά πρόστυχα μυθιστορήματα στα βιβλιοπωλεία ή χασομερούσαν στους δρόμους παρακολουθώντας τις πόρνες να «ψωνίζουν» άντρες που έφταναν στο σταθμό Σεν-Λαζάρ. Μόλις διεγείρονταν αρκετά, έτρεχαν όλα μαζί στις δημόσιες τουαλέτες, όπου σχημάτιζαν έναν κύκλο και αυνανίζονταν, αλλά το καθένα χωριστά —ο Μοράν επιμένει σ’ αυτό—, δίχως καμία απολύτως επαφή μεταξύ τους. Όταν μπήκαν στα δεκάξι, ηλικία ενηλικίωσης, έβαλαν στην τσέπη πέντε φράγκα και πήγαν στο πλησιέστερο πορνείο της οδού ντ’ Ανόβρ ή της οδού ντε Μουλέν. Μόλις τα αγόρια ολοκλήρωσαν αυτή τη διαβατήρια τελετουργία και έγιναν πια νεαροί άντρες, «σταμάτησαν τα μοναχικά παιχνίδια» του αυνανισμού.34 Την τελευταία σχολική χρονιά του στο Λύκειο Κοντορσέ, ο Προυστ διδάχτηκε φιλοσοφία από τον άνθρωπο που υπήρξε ο πιο σεβαστός καθηγητής του, τον Αλφόνς Νταρλί. Από τον Νταρλί έμαθε, ως αντίδοτο στο θετικισμό του 31
Ο Ε Ρ Ω Τ Ε Υ Μ Ε Ν ΟΣ Π Ρ ΟΥ Σ Τ
Ιπολίτ Τεν, τη διδασκαλία του Πλάτωνα, τον ιδεαλισμό και τον ορθολογισμό του Καντ. Οι φιλόσοφοι αυτοί, με την προσθήκη αργότερα της αισθητικής του Ράσκιν, στάθηκαν οδηγοί για τον Προυστ, μέχρις ότου προχώρησε πέρα από τα φιλοσοφικά αυτά δόγματα, για να διαμορφώσει τη δική του αισθητική και δεοντολογία.35 Αυτό που θαύμαζε ο Προυστ στον Νταρλί ήταν η σταθερότητα των πεποιθήσεών του, η ενθουσιώδης και μεταδοτική αγάπη του για τη φιλοσοφία και η ακλόνητη πίστη του στην πρόοδο του πολιτισμού, την οποία εξασφάλιζαν οι μεγάλες διάνοιες που διαδέχονταν η μία την άλλη σε όλους τους τομείς της δημιουργικότητας. Ο Νταρλί πίστευε με πάθος τόσο στην επιστήμη όσο και στη φιλοσοφία, καθώς επίσης και στο ρόλο που έπαιζε η θρησκεία μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας της· κατά την άποψή του, ο Θεός ήταν το πνεύμα στο οποίο ενσαρκωνόταν η αλήθεια.36 Κάποια στιγμή, το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς, ο Προυστ έγραψε ένα γράμμα στον Ντανιέλ Αλεβί αποκαλύπτοντάς του ότι, στη διάρκεια του μαθήματος του Νταρλί, οι σκέψεις του ταξίδευαν κατά διαστήματα σε θέματα λιγότερο ιδεαλιστικά και υπερβατικά από τον Πλάτωνα και τον Καντ. Έχοντας προφανώς δεχτεί ένα λεκτικό μαστίγωμα από τον Αλεβί, ο οποίος τον είχε επίσης αποκαλέσει παιδεραστή, ο Προυστ απάντησε ότι «η δεοντολογία του» του επέτρεπε «να θεωρεί τις απολαύσεις των αισθήσεων ως κάτι το υπέροχο». Στη συνέχεια προσπάθησε να εξηγήσει για ποιο λόγο τα τρυφερά χάδια μεταξύ αγοριών δεν ήταν κατ’ ανάγκην και ανήθικα: Με θεωρείς βαριεστημένο και ανήθικο. Κάνεις λάθος. Αν είσαι νόστιμος, αν έχεις όμορφα μάτια που καθρεφτίζουν τη χάρη και τη φινέτσα του μυαλού σου με τόση καθαρότητα ώστε να νιώθω πως δεν μπορώ ν’ αγαπήσω ολοκληρωτικά το μυαλό σου δίχως να φιλήσω τα μάτια σου, αν το κορμί και το μυαλό σου, όπως οι σκέψεις σου, είναι τόσο ευκίνητα και λεπτεπίλεπτα ώστε να νιώθω πως θα μπορούσα να γίνω ένα με τις σκέψεις σου μόλις καθίσω στα γόνατά σου, αν, τέλος, νιώσω ότι η γοητεία σου, που μέσα της αδυνατώ να διαχωρίσω το κοφτερό μυαλό σου από το σβέλτο κορμί σου, θα εξευγένιζε και θα αύξανε τη «γλυκιά απόλαυση του έρωτα» για μένα, δεν υπάρχει τίποτα σε όλα αυτά που να αξίζει τα περιφρονητικά σου λόγια, τα οποία θα ταίριαζαν περισσότερο σε κάποιον που έχει μπουχτίσει τις γυναίκες και αναζητά καινούργιες απολαύσεις στην παιδεραστία. Με μεγάλη ικανοποίηση δηλώνω ότι 32
Α Χ Α Λ Ι Ν Ω Τ ΟΣ Π Ρ ΟΥ Σ Τ
έχω μερικούς εξαιρετικά ευφυείς φίλους που διακρίνονται για τη μεγάλη ευαισθησία τους σε θέματα ηθικής, οι οποίοι είχαν περάσει κάποτε μερικές απολαυστικές στιγμές με κάποιο νεαρό […]. Έτσι ξεκίνησε η νεανική τους ηλικία. Αργότερα, ξαναγύρισαν στις γυναίκες.37 Το επιχείρημα αυτό, που δικαιολογεί τον έρωτα μεταξύ αθώων νεαρών ως διαβατήρια τελετουργία, μπορεί να θεωρηθεί μια πιο ώριμη και εκλεπτυσμένη εκδοχή της έκκλησης του Προυστ στον Μπιζέ να απολαύσουν το υπέροχο άνθος του καρπού προτού γίνει απαγορευμένο. Αποτελεί προοίμιο επίσης της εξήγησης που θα δώσει αργότερα στο μυθιστόρημά του σχετικά με την εξαφάνιση της «συμβατικής ομοφυλοφιλίας» στη σύγχρονη, παρηκμασμένη εποχή, με τη μορφή που αυτή απαντάται στα παραδείγματα των «παλιών διδασκάλων», του Σωκράτη και του Μοντέν, οι οποίοι «επέτρεπαν στους πολύ νεαρούς άντρες να “προσφέρουν στους εαυτούς τους διασκεδάσεις”, προκειμένου να γνωρίσουν όλων των ειδών τις ηδονές και να εκτονώσουν την πλεονάζουσα τρυφερότητά τους».38 (Ο Προυστ συνειδητοποίησε αργότερα ότι είχε ερμηνεύσει λανθασμένα τη θέση του Μοντέν απέναντι στην ομοφυλοφιλία.) Αν και ισχυρίστηκε ότι πίστευε πως οι «παλιοί διδάσκαλοι» είχαν άδικο, εντούτοις αποδεχόταν το «γενικό περιεχόμενο των παραινέσεών τους». Στη συνέχεια ικέτευε τον Ντανιέλ να χαμηλώσει τους τόνους: «Μην με αποκαλείς παιδεραστή, πληγώνεις τα αισθήματά μου».39 Όταν ο Προυστ κατάλαβε ότι ο Νταρλί ετοιμαζόταν να του κάνει κάποια ερώτηση, αναγκάστηκε να σταματήσει το γράμμα του και να συγκεντρωθεί στη φιλοσοφία. Πρόλαβε ωστόσο να απευθύνει βιαστικά μια ερώτηση στον Ντανιέλ: «Για πες μου τι εννοείς λέγοντας ότι τα χέρια σου δεν είναι καθαρά…».40 Η πλάγια ερώτηση, δοσμένη έτσι ώστε να μοιάζει με τυχαία δεύτερη σκέψη, φανερώνει τη χαρακτηριστική λαχτάρα του Προυστ να μαθαίνει όσο το δυνατόν περισσότερα από τα μυστικά των φίλων του. Ο Προυστ είκαζε ότι, με αυτή την αναφορά του στα «ακάθαρτα χέρια», ο Ντανιέλ ομολογούσε ότι αυνανιζόταν. Βλέπουμε ότι ο νεαρός Προυστ βρισκόταν εγκλωβισμένος σε μια πάλη μεταξύ της επιθυμίας του κάθε παιδιού να παραμείνει αγνό από τη μία, και της επιθυμίας του να δοκιμάσει τον απαγορευμένο καρπό από την άλλη. Και καθώς πάντα ξεχείλιζε από τρυφερότητα, αναζητούσε μια δεοντολογία που επέτρεπε τη σωματική κατοχή του αρσενικού ιδεώδους του: της νοήμονος 33
Ο Ε Ρ Ω Τ Ε Υ Μ Ε Ν ΟΣ Π Ρ ΟΥ Σ Τ
ομορφιάς. Η δεοντολογία μου μου επιτρέπει να θεωρώ τις απολαύσεις των αισθήσεων ως κάτι το υπέροχο. Μπορεί ο Νταρλί να μην ήξερε ότι ο γεμάτος θαυμασμό μαθητής του περνούσε μέρος του μαθήματος γράφοντας γράμματα που δικαιολογούσαν τον ομοφυλοφιλικό έρωτα μεταξύ νεαρών, σίγουρα όμως ήξερε ότι ο Προυστ ξελογιαζόταν συχνά με κάποιον από τους συμμαθητές του. Κάποια μέρα, όταν ο Νταρλί τον είδε στο Λύκειο Κοντορσέ με έναν ακόμα καινούργιο φίλο, δεν παρέλειψε στη συνέχεια να ρωτήσει: «Τι νούμερο του έδωσες όταν πέρασε το κατώφλι της καρδιάς σου;».41 Είναι ολοφάνερο ότι ο νεαρός Προυστ ήταν ανοιχτό βιβλίο. Το 1892, όταν ο Προυστ ήταν είκοσι δύο ετών, ο ίδιος και ο πρώην συμμαθητής του Φερνάν Γκρεγκ σκιαγράφησαν ο ένας το πορτρέτο του άλλου. Ο Γκρεγκ δανείστηκε το όνομα που χρησιμοποίησε για τον Προυστ από τον «Φαμπρίς», ήρωα του συγγραφέα στα αποσπάσματα της ιταλικής κωμωδίας του που δημοσιεύτηκαν αργότερα ως τμήμα του έργου του Tέρψεις και ημέραι (Les plaisirs et les jours)*. Ο Γκρεγκ παρέθετε το στοιχείο που καθόριζε το χαρακτήρα του φίλου του στην πρώτη κιόλας αράδα: «Ο Φαμπρίς έχει απόλυτη ανάγκη από αγάπη», αποδεικνύοντας ότι ακόμα και μετά το τέλος της στρατιωτικής του θητείας και το ξεκίνημα των πανεπιστημιακών σπουδών του, ο Προυστ δεν είχε ξεπεράσει την άσβεστη δίψα του για στοργή.42
* Στα ελληνικά κυκλοφορεί με τον τίτλο Hδονές και μέρες από τις εκδόσεις Hριδανός, 2002. [Σ.τ.E.] 34
0382_07KP_COVER
04-04-11
15:15
™ÂÏ›‰·1
√ ª·ÚÛ¤Ï ¶ÚÔ˘ÛÙ ·ÁÈ‰Â˘Ì¤ÓÔ˜ ·Ó¿ÌÂÛ· ÛÙÔ Êfi‚Ô ÙÔ˘ ÁÈ· ÙË ‰ËÌfiÛÈ· ¤ÎıÂÛË Ù˘ ÔÌÔÊ˘ÏÔÊÈÏ›·˜ ÙÔ˘ Î·È ÙËÓ ·Ó¿ÁÎË ÙÔ˘ Ó· Â͈ÙÂÚÈ·ÛÂÈ ÙÔÓ ¤ÚˆÙ¿ ÙÔ˘ ı· ‚·Û·ÓÈÛÙ› ·fi ÙËÓ ÂÊ˂›· ÙÔ˘ Î·È Û fiÏË ÙË ‰È¿ÚÎÂÈ· Ù˘ ÂÓ‹ÏÈ΢ ˙ˆ‹˜ ÙÔ˘. √ √˘›ÏÈ·Ì ∫¿ÚÙÂÚ, Ô Ï¤ÔÓ ¤ÁÎÚÈÙÔ˜ ‚ÈÔÁÚ¿ÊÔ˜ ÙÔ˘, ÂÚÈÁÚ¿ÊÂÈ ÙȘ ¢¯¿ÚÈÛÙ˜ Î·È ‰˘Û¿ÚÂÛÙ˜ ÂÚȤÙÂȤ˜ ÙÔ˘ Û˘Ó‰˘¿˙ÔÓÙ¿˜ Ù˜ Ì ÙȘ Ô͢‰ÂÚΛ˜ Î·È Û˘¯Ó¿ ˆÌ¤˜ ·Ú·ÙËÚ‹ÛÂȘ ÙÔ˘ ›‰ÈÔ˘ ÙÔ˘ ¶ÚÔ˘ÛÙ Á‡Úˆ ·fi ÙÔÓ ¤ÚˆÙ· Î·È ÙË ÛÂÍÔ˘·ÏÈÎfiÙËÙ· Î·È ·Ó·‰ÂÈÎÓ‡ÂÈ Ò˜ ·˘Ù¤˜ ÔÈ ÂÌÂÈڛ˜ ÂÍÂÏ›¯ıËÎ·Ó Û ı¤Ì·Ù· ÙÔ˘ ∞Ó·˙ËÙÒÓÙ·˜ ÙÔÓ ¯·Ì¤ÓÔ ¯ÚfiÓÔ. ŒÙÛÈ Ô ·Ó·ÁÓÒÛÙ˘ ı· ·Ú·ÎÔÏÔ˘ı‹ÛÂÈ ÙËÓ Î·Ù·ÛÙÚÔÊÈ΋ ›ÛÎÂ„Ë ÙÔ˘ ¶ÚÔ˘ÛÙ Û ԛÎÔ ·ÓÔ¯‹˜ ÚÔÎÂÈ̤ÓÔ˘ Ó· ıÂڷ‡ÛÂÈ ÙȘ ÔÌÔÊ˘ÏÔÊÈÏÈΤ˜ ÙÔ˘ Ù¿ÛÂȘ Î·È Ó· ÍÂÂÚ¿ÛÂÈ ÙÔ˘˜ ÚÒÙÔ˘˜ ÙÔ˘ ¤ÚˆÙÂ˜Ø ÙË ÌÔÓÔÌ·¯›· ÌÂٷ͇ ÙÔ˘ ¶ÚÔ˘ÛÙ Î·È ÙÔ˘ ‰ËÌÔÛÈÔÁÚ¿ÊÔ˘ ∑·Ó §ÔÚ¤Ó, Ô ÔÔ›Ô˜ ‰ËÌÔÛ›Â˘Û ¤Ó· ¿ÚıÚÔ fiÔ˘ ¤Î·Ó ‰È¿ÊÔÚÔ˘˜ ˘·ÈÓÈÁÌÔ‡˜ ÁÈ· ÙËÓ ÔÌÔÊ˘ÏÔÊÈÏ›· ÙÔ˘ ¶ÚÔ˘ÛÙ Ø Ù· ÊÏÂÚÙ ÙÔ˘ Ì ·ÍÈÔÛ¤‚·ÛÙ˜ Î˘Ú›Â˜ Î·È fiÚÓ˜ ÔÏ˘ÙÂÏ›·˜ Î·È ÙȘ ÂÚˆÙÈΤ˜ ÙÔ˘ Û¯¤ÛÂȘ Ì Ó·ÚÔ‡˜ ·fi ÙËÓ Ù¿ÍË ÙˆÓ ˘ËÚÂÙÒÓ. ª¤Û· ·fi Ù· Ó¤· ÛÙÔȯ›· Ô˘ ·ÔηχÙÔÓÙ·È ÁÈ· ÙËÓ ÂÚˆÙÈ΋ ˙ˆ‹ ÙÔ˘ Á¿ÏÏÔ˘ Û˘ÁÁڷʤ· ηıÒ˜ Î·È ÙÔ ÏÔ‡ÛÈÔ ÊˆÙÔÁÚ·ÊÈÎfi ˘ÏÈÎfi ·˘Ù‹ Ë ·Ê‹ÁËÛË ·ÔÙÂÏ› ¤Ó· ÁÏ·Ê˘Úfi ÔÚÙÚ¤ÙÔ ÁÈ· ÙÔ ÂÚˆÙÈÎfi ¶·Ú›ÛÈ ÙÔ˘ ¶ÚÔ˘ÛÙ.
√ √˘›ÏÈ·Ì ∫¿ÚÙÂÚ Â›Ó·È Î·ıËÁËÙ‹˜ Ù˘ Á·ÏÏÈ΋˜ ÁÏÒÛÛ·˜ ÛÙÔ ¶·ÓÂÈÛÙ‹ÌÈÔ Ù˘ ∞Ï·Ì¿Ì·, ÛÙÔ ª¤ÚÌÈÁ¯·Ì. Œ¯ÂÈ ÁÚ¿„ÂÈ Â›Û˘ ÙË ÌÓËÌÂÈÒ‰Ë ‚ÈÔÁÚ·Ê›· Marcel Proust, A Life, ¤Ó· ‚È‚Ï›Ô Ô˘ ıˆڋıËΠ·fi ÙÔ˘˜ New York Times ˆ˜ ÙÔ ÈÔ ·ÍÈfiÏÔÁÔ ‚È‚Ï›Ô ÙÔ˘ 2000.
ISBN 978-960-455-245-0
μ√∏£. ∫ø¢. ª∏Ã/™∏™
4245