ΜΑΪΡΑ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Ο ΙΟΥΔΑΣ ΦΙΛΟΥΣΕ ΥΠΕΡΟΧΑ Μυθιστόρημα
ΔΕΚΑΤΗ ΕΒΔΟΜΗ ΕΚΔΟΣΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΠΑΤΑΚ Η
Εκδόσεις Πατάκη - Σύγχρονη Ελληνική Λογοτεχνία Πεζογραφία - 49 Μάιρα Παπαθανασοπούλου, Ο Ιούδας φιλούσε υπέροχα Επιμέλεια έκδοσης Κώστας Σταμάτης Τυπογραφικές διορθώσεις Αγης Μπράτσος Φωτοστοιχειοθεσία Μέδουσα Ο.Ε. Οοργτί§Ηΐ © Στέφ. Αλ. Πατάκης και Μάιρα Παπαθανασοπούλου Αθήνα 1997 Πρώτη έκδοση από τις Εκδόσεις Πατάκη Αθήνα, Μάρτιος 1998 Ακολούθησαν οι ανατυπώσεις Μαίου 1998, Μαίου 1998, Ιουνίου 1998, Ιουνίου 1998, Ιουνίου 1998, Ιουλίου 1998, Ιουλίου 1998, Ιουλίου 1998, Ιουλίου 1998, Ιουλίου 1998, Ιουλίου 1998, Αυγούστου 1998, Αυγούστου 1998, Αυγούστου 1998, Σεπτεμβρίου 1998 Η παρούσα είναι η δέκατη έβδομη εκτύπωση, Σεπτέμβριος 1998 Κ.Ε.Τ. 0679 - Κ.Ε.Π. 812/98 Ι8ΒΝ 960-600-451-1
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ ΒΑΛΤΕΤΣΙΟΥ 14, 106 80 ΑΘΗΝΑ, Τηλ.: 36.38.362 - 36.45.236 - Ρ&χ: 36.28.950 ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: ΕΜΜ. ΜΠΕΝΑΚΗ 16, 106 78 ΑΘΗΝΑ, Τηλ.: 38.31.078 ΥΠΟΚ/ΜΑ: Ν. ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ 122, 563 34 ΘΕΣ/ΝΙΚΗ, Τηλ.: (031)70.63.54-5
Στον μπαμπά μου και στη Νάναμου
Πρόλογος
ΓΙΑ ΜΕΝΑ το Ηοίβϊ Οαϊί/ονηία ήταν το ερωτικότερο τραγούδι των τελευταίων τριάντα χρόνων. Για κείνον ήταν η κακοήθης προσπάθεια ενός συγκροτήματος να περάσει σατανιστικά μηνύματα στους ανύποπτους ακροατές, μέσω έντεχνα ελκυστικών μελωδιών. Έκλεινα τα μάτια κι έβλεπα εντονότερα τα πράγματα που με συγκινούσαν. Έκλεινε τα μάτια και μετά από λίγο ροχάλιζε. Στις εκδρομές μάζευα μεγάλες πέτρες και τις ζωγράφιζα με ζωηρά χρώματα. Τις έπαιρνε και στήριζε τις πόρτες, για να μην κλείνουν απότομα όταν έκανε ρεύμα. Φλέρταρα τις βιτρίνες με τις σοκολατένιες καρδιές την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου. Προτιμούσε τη χοληστερίνη που υπόσχονταν δυο κιλά παϊδάκια τη γιορτή της Τσικνοπέμπτης. Η αντίθεση χαρακτήρισε τη σχέση μας από την αρχή. Τον ερωτεύτηκα με την πρώτη ματιά. Εκείνος δε μου 'ριξε ούτε δεύτερη. Στην επόμενή μας συνάντηση στάθηκα πιο τυχερή. Αρχίσαμε να βγαίνουμε. Για την ακρίβεια, «τα φτιάξαμε». Επέμενα στο ασφαλές σεξ. Αντιδρούσε στη θέα του προφυλακτικού. Για κείνον ήταν σαν να έτρωγε το σοκολατάκι με το περιτύλιγμα.
5
Έμεινα έγκυος στα δεκαοχτώ. Έμεινε σύξυλος στα είκοσι τρία.
6
ΜΑΪΡΑ
Π ΑΠ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΎΛΟΥ
Αποφάσισα να κρατήσω το παιδί. Ασφαλώς είχε άλλη άποψη. Του την άλλαξαν οι γονείς του, όταν έμαθαν την περιουσία που μου κληροδοτούσε ο πατέρας μου. Ενωθήκαμε πριν από δεκαεφτά χρόνια με τα ιερά δεσμά του γάμου. Για μένα ήταν πράγματι ιερά. Για κείνον ήταν πράγματι δεσμά. Κάθε φορά που τσακωνόμασταν, μου το υπενθύμιζε με την εξής φράση: «Μακάρι να μου κοβόταν σύρριζα». Για το καλό ορισμένων, κάποιες ευχές μένουν απραγματοποίητες. Προσπαθούσα σκληρά να πετύχω σαν σύζυγος. Η λέξη «σούζα» χαρακτηρίζει επαρκώς τα χρόνια που πέρασα ιδρωκοπώντας να τον νιώθω ευχαριστημένο δίπλα μου. Ναι, μπορούσα να υπερηφανευτώ ότι τελικά τα είχα καταφέρει. Κάθε φορά που μ' αγκάλιαζε, κάθε φορά που μεγάλωνε το διάστημα χωρίς να τσακωθούμε, κάθε φορά που παίρναμε το παιδί μας και κάναμε διακοπές σαν όλες τις αγαπημένες οικογένειες, μέτραγα μια μικρή νίκη στον αγώνα μου να τον κρατήσω. Σιγά σιγά αραίωσαν οι εφιάλτες ότι μ' εγκατέλειπε μ' ένα γιο δύο, τριών, τεσσάρων... ετών. Κι αυτό, γιατί έπαψα να βλέπω στα μάτια του τη μανία του παγιδευμένου ζώου που ζει μόνο και μόνο επειδή ονειρεύεται κλουβιά
7
ΜΑΪΡΑ
Π ΑΠ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΎΛΟΥ
μ' ανοιχτές πόρτες. Δυστυχώς πριν από ένα χρόνο άρχισα να ξυπνάω πάλι τις νύχτες από το άγχος ότι θα με παρατήσει μ' ένα γιο δεκαέξι ετών. Δεν ξέρω τι έφταιγε. Ίσως οι καβγάδες μας, που αυξάνονταν με γεωμετρική πρόοδο. Ίσως η ξεχασμένη από χρόνια φράση που μου πέταξε ξαφνικά ένα πρωινό του Γενάρη: «Μακάρι να μου κοβόταν σύρριζα».
8
1.
Αυτή τη φορά καβγαδίσαμε στο οικογενειακό αυτοκίνητο, καθ' οδόν προς το λύκειο Χαλανδρίου. Αιτία ήταν ο γιος μας, ο οποίος φαίνεται ότι είχε δημιουργήσει μεγάλη αναστάτωση στους καθηγητές του. Ο λυκειάρχης είχε τηλεφωνήσει στο σπίτι μας το πρωί και μας είχε καλέσει στο γραφείο του μετά το σχόλασμα των μαθητών, για να συζητήσουμε ένα σοβαρότατο θέμα. Ο Αλέξης έχανε σταθερά την αυτοκυριαρχία του. Καταλάβαινα ότι ο καβγάς ήταν προ των πυλών, από το ροδοκόκκινο χρώμα που απλωνόταν στα μάγουλά του και που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το κάτασπρο των κλειδώσεων που έσφιγγαν το τιμόνι. Κάνοντας μια σφήνα, προσπέρασε ένα μαύρο ημιφορτηγό κι η μούντζα που εισέπραξε από τον οδηγό του ξεχείλισε το χείμαρρο των κατηγοριών. Φυσικά, εγώ ήμουν ο προσφιλής του στόχος: «Τρέμω στη σκέψη του τι μπορεί να 'χει κάνει ο κανακάρης σου για να μας καλέσουν στο σχολείο. Γιατί φυσικά δεν μπήκαν στον κόπο να μας φωνάξουν για να μας δώσουν συγχαρητήρια για την καλή του απόδοση στην τάξη. Αν τον βρήκαν να μαστουρώνει σε καμιά
9
1.
τουαλέτα, θα τον σκοτώσω! Αλλά να ξέρεις ότι για την κατάντια του φταις εσύ, που ποτέ δεν τον μάλωσες και που σ' έπιανε υστερία κάθε φορά που ετοιμαζόμουν να του τις βρέξω. Λούσου τα τώρα, κυρία Ελένη, παιδαγωγέ της δεκαετίας!» «Δεν έχεις βαρεθεί να αρνείσαι την πατρότητα του παιδιού κάθε φορά που συμβαίνει κάτι; Ας αφιέρωνες περισσότερες ώρες μαζί του αντί να προτιμάς την ασφάλεια του γραφείου σου. Σε βολεύει να γυρνάς το
10
ΜΑΪΡ Α
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
βράδυ και να κριτικάρεις εμένα για ό,τι στραβό κάνει ο Τάκης. Επιτέλους, μαζί τον κάναμε!» «Μακάρι να μου κοβόταν σύρριζα!» Μου έριξε ένα σαδιστικό βλέμμα, απολαμβάνοντας τη θέα των βουρκωμένων μου ματιών. Τα σάλια που πλημμύρισαν τη στοματική μου κοιλότητα με έκαιγαν σαν οξύ, ώστε ορκιζόμουν πως, αν έφτυνα, θα άνοιγα τρύπα στην κονσόλα του Φίατ. Κατάπια με δυσκολία και άνοιξα την πόρτα του συνοδηγού. Είχαμε φτάσει στο σχολείο του Τάκη. Έξω από το γραφείο του λυκειάρχη συνθηκολογήσαμε προσωρινά για να μη δώσουμε λαβή για σχόλια. Ο λυκειάρχης μας έγνεψε να καθίσουμε. «Ο γιος σας, παρά το νεαρόν της ηλικίας του, έκανε κάτι που με βάζει σε σκέψεις για το αν θα συνεχίσει να φοιτά στο σχολείο μας». Ο Αλέξης τον διέκοψε ανυπόμονα. «Πείτε μου, τον βρήκατε να τρυπιέται στις τουαλέτες ; Ξυλοκόπησε κάποιον συμμαθητή του και οι γονείς του θα μας κάνουν μήνυση;» «Όχι, όχι, τίποτα τέτοιο. Προσέβαλε έναν καθηγητή του την ώρα του μαθήματος». Ο Αλέξης, ανακουφισμένος που ο γιος του δεν ήταν πρεζόνι και μαχαιροβγάλτης,τον κοίταξε με απορία. «Καλά, μας φωνάξατε άρον άρον επειδή διαπληκτίστηκε μ' έναν καθηγητή του; Αυτό συμβαίνει
11
ΜΑΪΡ Α
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
πολύ συχνά μεταξύ μαθητών και καθηγητών... » Ο λυκειάρχης τον διέκοψε εκνευρισμένος: «Δε διαπληκτίστηκε μαζί του, τον προσέβαλε στο χείριστο βαθμό». Ο Αλέξης γύρισε και με κοίταξε, λες κι εγώ θα του 'δινα την απάντηση. Σήκωσα τους ώμους μου. Η ειρωνεία
12
Ο ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
στη φωνή του άντρα μου με έκανε να καταλάβω τι ακριβώς περνούσε από το μυαλό του εκείνη την ώρα. Ο Αλέξης, που τις προσβολές τις είχε κάνει τρόπο ζωής, δε θα σκεφτόταν ποτέ να τιμωρήσει τον Τάκη αν είχε πει κάποιον καθηγητή του μαλάκα μπροστά σε όλη την τάξη. Αντιθέτως, είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή του με το λυκειάρχη, που τον είχε ξεσηκώσει μεσημεριάτικα από τη σύσκεψη του γραφείου του. «Για να ακούσουμε το... μέγεθος της προσβολής». «Σήμερα ο γιος σας κλήθηκε να εξεταστεί στη φλογέρα, στο μάθημα μουσικής, που παραδίδει ο κύριος Σαχουρντιάν». Στο όνομα του συγκεκριμένου καθηγητή, τα συζυγικά βλέμματα διασταυρώθηκαν συνωμοτικά. Ήταν κοινό μυστικό, από τα χρόνια που πήγαινε κι ο Αλέξης στο συγκεκριμένο σχολείο, ότι ο γηραιός τώρα πια καθηγητής της μουσικής αρεσκόταν στους ομόφυλούς του. Μάλιστα στις συγκεντρώσεις των συμμαθητών, ο Σαχουρντιάν κρατούσε τα ηνία στην κούρσα της καζούρας των καθηγητών. Ο Τάκης, που συνέχισε την εκπαιδευτική παράδοση της οικογένειας Μπάρκα, ανέφερε ότι το μάθημα μουσικής παραδιδόταν «...από την ίδια αδελφάρα που
13
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
είχες κι εσύ, μπαμπά». Ο Αλέξης τότε, αντί να κατσαδιάσει τον Τάκη για τα κοσμητικά επίθετα που 'χε μάθει να μοιράζει αφειδώς, τον έβαλε να του δίνει αναφορά για ό,τι πικάντικο κυκλοφορούσε σε βάρος του Σαχουρντιάν. Έτσι, αυτός με τη σειρά του θα τα μετέφερε στις ετήσιες συγκεντρώσεις των παλιών συμμαθητών του. Εγώ, πάλι, ανησυχούσα για το αν ο καθηγητής των παιδιών κρατούσε τις
14
Ο ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
προτιμήσεις του έξω από την τάξη. Ο δε Τάκης ουδόλως έσκαγε για τη σεξουαλική ταυτότητα του Σαχουρντιάν, αλλά τα είχε βάλει με τον υπουργό Παιδείας, που υπέβαλλε στο μαρτύριο της φλογέρας δεκάδες χιλιάδες αγανακτισμένους δεκαεξάχρονους. Η φωνή του λυκειάρχη με επανέφερε στην πραγματικότητα. Ήταν σχεδόν βέβαιο πώς είχε αποκαλέσει ο Τάκης τον καθηγητή του: πούστη, συκιά, αδελφάρα... Κοίταξα έντρομη τον Αλέξη, που δάγκωνε σκεπτικός τα χείλια. Εκείνος σίγουρα υποπτευόταν πιο χοντροκομμένες λέξεις που συμπεριλαμβάνονταν στο λήμμα «ομοφυλόφιλος». Δυστυχώς ό,τι ξεστόμισε ο Τάκης έκανε τις αρχικές μας σκέψεις να φαίνονται σαν αβρές φιλοφρονήσεις μεταξύ πρέσβεων. Ο λυκειάρχης μάς μετέφερε αυτολεξεί τη στιχομυθία του γιου μας με το Σαχουρντιάν. Καλύτερα να μας πυροβολούσε ανηλεώς στον κρόταφο . Όταν ο καθηγητής τον μάλωσε για τον τραχύ και χωρίς συναίσθημα τρόπο με τον οποίο έπαιξε το Μπολερό του Ραβέλ, εκείνος του απάντησε ότι ευχαρίστως θα του έχωνε τη φλογέρα στο... «κατάλληλο» σημείο του σώ-
15
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
ματος του, για να σφιχτεί... και να το παίξει εκείνος! Επικράτησε σιγή. Εκκωφαντική σιγή. Άρχισα να παρατηρώ με ζήλο το βρόμικο πάτωμα, ενώ προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω τι είχε ξεστομίσει ο καρπός της σεξουαλικής μας συνεύρεσης. Ο Αλέξης έχασε ως δια μαγείας το ειρωνικό του ύφος. Βασικά έχασε τη λαλιά του. Όταν μίλησε, η φωνή του είχε κάτι το γλυκερά δου-
16
Ο ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
λοπρεπές. Είχα την αίσθηση πως, αν σήκωνα τα μάτια μου, θα τον έβλεπα να γλείφει με μια τεράστια γλώσσα το μούτρο του λυκειάρχη. «Πέφτω από τα σύννεφα! Μιλάτε σίγουρα για το γιο μας Τάκη Μπάρκα; Ο γιος μας μεγαλώνει σε μια αγαπημένη και ισορροπημένη οικογένεια με έντονες ηθικές αξίες, και κυρίως την αξία του σεβασμού προς τους καθηγητές του». Ναι, αυτή κυρίως, σκέφτηκα. Αμ το «ισορροπημένη και αγαπημένη οικογένεια» το 'λεγε για μας ή για το Μικρό σπίτι στο λιβάδι; Ο γηραιός κύριος έδωσε τέλος στην παράσταση του άντρα μου με μια ανυπόμονη κίνηση του χεριού. «Η θέση μου μου επιβάλλει να αποβάλω το γιο σας από το σχολείο, αφενός για να παραδειγματιστούν παρόμοιοι έξυπνοι,αφετέρου για να περισώσω ό,τι μπορώ από την κουρελιασμένη αξιοπρέπεια του κυρίου Σαχουρντιάν, ο οποίος, προς τιμήν του, με παρακάλεσε να μην προβώ σε ακρότητες. Πρότεινε να τιμωρηθεί ο Μπάρκας με τριήμερη αποβολή και ασφαλώς να ζητήσει συγγνώμη παρουσία όλης της τάξης. Αναγκάστηκα να συμφωνήσω μαζί του, γιατί σκέφτηκα ότι η οριστική αποβολή του γιου σας θα δημιουργούσε τεράστιες επιπτώσεις στην τάξη του, λόγω της ενορχηστρωμένης
17
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
επίθεσης των συμμαθητών του αποβληθέντος. Να ξέρετε πάντως πως αυτή είναι η μοναδική φορά που είμαι επιεικής. Θα καραδοκώ στη γωνία, και στο παραμικρό ολίσθημα του Μπάρκα δε θα λογαριάσω τις συνέπειες. Θα πάρει πόδι από το σχολείο. Δεν ξέρω πώς θα χειριστείτε το θέμα, όμως θα σας πω κάτι που έχει αποδειχτεί αποτελεσματικό: "Όπου δεν πίπτει λόγος πίπτει ράβδος"»...
18
Ο ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
Φύγαμε με πεσμένα μούτρα. Ο Αλέξης ξεσπάθωσε μόνο όταν βρέθηκε στον ασφαλή χώρο του αυτοκινήτου: «Θα τον ξεσκίσω τον πούστη!» «Δεν εννοείς, υποθέτω, το Σαχουρντιάν». Με στραβοκοίταξε. «Έχεις διάθεση για αστεία; Ο Σαχουρντιάν άλλο που δε θα 'θελε. Για τον Τάκη μιλάω . Πώς μπόρεσε να βρίσει έτσι τον καθηγητή του;» «Με την ίδια ευκολία που εσύ αμφισβητείς την ηθική της μάνας κάθε οδηγού που σε προσπερνάει. Λίγο ήθελε ο γιος μας να μάθει το λεξιλόγιο του λούμπεν προλεταριάτου στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου;» «Ελένη, αυτό που έλειπε από τον Τάκη ήταν το βρομόξυλο που δε με άφηνες να του δώσω. Εγώ στην ηλικία του, αν τολμούσα να αντιμιλήσω σε μεγαλύτερο, κοιμόμουν μπρούμυτα για δυο βδομάδες». «Και βλέπω τώρα τα απωθημένα σου κάθε φορά που πιάνεις τιμόνι». «Εγώ είμαι σαράντα και όχι δεκάξι. Όταν ο Τάκης, που φέρεται έτσι τώρα, φτάσει στην ηλικία μου, θα κάνει καριέρα βασανιστή σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Γι' αυτό σ' το ξεκαθαρίζω. Θα ασχοληθώ μόνο εγώ μαζί του. Επί τρεις μέρες που θα κάθεται λόγω αποβολής θα παρακαλάει για έλεος. Και, μέχρι να πάει φαντάρος, θα ξεχάσει τη γεύση του βραδινού φαγητού, το
19
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
σχήμα της τηλεόρασης και τη φάτσα του Κολοκοτρώνη στο πεντοχίλιαρο». Γκάζωσε και προσπέρασε μια αρχάρια, θίγοντας μια ανατομική της λεπτομέρεια. Έκλεισα τα μάτια και τα ξανάνοιξα όταν φρέναρε έξω από το σπίτι. Ο κατηγορούμενος μπήκε στο σπίτι δυο ώρες μετά από μας, όταν τέλειωσε το φροντιστήριο των αγγλικών.
20
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
Ήμαστε σίγουροι ότι δε θα την κοπάναγε από το μάθημα για να μην επιβαρύνει την ήδη άσχημη θέση του. Στάθηκε στην πόρτα του σαλονιού, όπου καθόμασταν, ζαρωμένος σαν τον Τζαννετάκο, περιμένοντας το ρεσιτάλ σφαλιάρας. Ο Αλέξης σηκώθηκε και κινήθηκε απειλητικά προς το μέρος του, μα, πριν προλάβει να κάνει οτιδήποτε, ο Τάκης τον αιφνιδίασε μ' ένα μεγαλόπρεπο αρχαιοελληνικό «πάταξον μεν άκουσον δε». Τουλάχιστον, έπιασε τόπο η περιουσία που δίναμε στο φροντιστήριο των αρχαίων. Ο Αλέξης έμεινε αποσβολωμένος, λες και του είχε μιλήσει ο ίδιος ο Θεμιστοκλής. Ο γιος μας εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση και άρχισε τις εξηγήσεις. «Ξέρω ότι σήμερα το πρωί παραφέρθηκα, αλλά είχα πολύ καλό λόγο. Απ' την αρχή της σχολικής χρονιάς με έχει βάλει στο μάτι ο Σαχουρντιάν, γιατί του δήλωσα ότι προτιμώ να ασχολούμαι με άλλα πράγματα από το να βουλώνω τον αέρα στις τρύπες της φλογέρας. Του είπα ότι σκοπεύω να σπουδάσω σκηνοθεσία κι όχι να βόσκω αιγοπρόβατα στις ραχούλες, με τη συντροφιά αυτού του γελοίου οργάνου. Από τότε με σηκώνει κάθε φορά και με ταράζει στους χαμηλούς βαθμούς, κινδυνεύοντας αυτή τη στιγμή να μείνω στο μάθημα της μου-
21
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
σικής. Σήμερα με ξαναμηδένισε και το ποτήρι ξεχείλισε. Έχει βαλθεί να με καταστρέψει». Ο Αλέξης συνήλθε κι άρχισε να φωνάζει. «Και δε μου λες, κύριε Φασμπίντερ,ήταν τρόπος αυτός να μιλήσεις στον καθηγητή σου; Τι λέξεις είναι αυτές που ξεστόμισες; Από πού τις ξεσήκωσες, από τα φιλαράκια σου;» «Δε χρειάζομαι τα φιλαράκια μου όταν μου κάνεις εσύ φροντιστήριο». Μας κοίταξε με το θράσος εκείνου
22
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
που ξέρει ότι, από τη στιγμή που έχει ξεπεράσει τα όρια, τα πάντα ισοπεδώνονται. «Φυσικά, θα μπορούσα να μιλήσω με τον εκλεπτυσμένο τρόπο της μαμάς, λέγοντας στο Σαχουρντιάν να τοποθετήσει τη φλογέρα εκεί που ξέρει και να ερμηνεύσει το Μπολερό με το "δικό του" τρόπο». Ξαφνικά πήρε απολογητικό ύφος, προφανώς σε μια έκλαμψη δειλίας, καθώς συνειδητοποίησε ότι ήταν το παιδί κι εμείς οι γονείς, ότι ήταν ένας κι εμείς δύο. «Ξέρω ότι δεν έπρεπε να συμβεί αυτό, αλλά, όταν θολώνει κανείς... » «Δεν ξέρει πού μπορεί να φτάσει!» ούρλιαξε ο Αλέξης στα πρόθυρα εγκεφαλικού. «Είσαι πολύ μικρός για να αυθαδιάζεις, αλλά δυστυχώς πολύ μεγάλος πια για να σε τουλουμιάσω στο ξύλο. Ας όψεται η μάνα σου γι' αυτό». Τι μονότονος που γινόταν ώρες ώρες... Δε βαριόταν να με κατηγορεί που δε δείραμε ποτέ τον Τάκη. Τον κοίταξα και ανησύχησα για το χρώμα που είχε απλωθεί στο δέρμα του. Εμ, βέβαια. Μια φορά αποφάσισε να ασχοληθεί σοβαρά με τη συμπεριφορά του γιου του και του 'πεσε βαρύ. Συνέχισε να φωνάζει: «Μέχρι το τέλος της σχολικής χρονιάς θα την περνάς μέσα τα Σαββατοκύριακα. Ούτε σινεμά ούτε γκομενί-
23
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
τσες ούτε χαρτζιλίκι. Θα βγάλεις κάλους στα δάχτυλα παίζοντας φλογέρα. Και τη βιντεοκάμερα που ήθελες για δώρο γενεθλίων μπορείς να την ξεχάσεις. Θα 'σαι τυχερός αν σου πούμε και "χρόνια πολλά". Άντε, για να μην αρχίσω να σε τραβολογάω στο Μέγαρο Μουσικής, στις βραδιές για σόλο φλάουτο». Αυτό ήταν η δήλωση της χρονιάς. Η σχέση του Αλέξη με το Μέγαρο ήταν ανάλογη της δικής μου με το Στά-
24
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
διο Ειρήνης και Φιλίας. Ανύπαρκτη, Από αυτή την απειλή δεν κινδύνευε ο Τάκης. Έκανε μεταβολή και μπήκε στο δωμάτιό του, υπολογίζοντας μάλλον πόσα Σαββατοκύριακα έμεναν μέχρι την άρση του εμπάργκο. Εκείνο όμως με τη βιντεοκάμερα τον έτσουξε περισσότερο απ' όλα. Πέντε λεπτά αργότερα άρχισε να φυσά τη φλογέρα με όλη τη δύναμη των δεκαεξάχρονων πνευμόνων του. Ο Αλέξης κατάπιε μια βρισιά πίσω από την εφημερίδα του. Τον πλησίασα και κάθισα στο μπράτσο της πολυθρόνας του. «Αλήθεια, εσύ τι έκανες τη φλογέρα σου;» «Τη χάρισα, με χαραγμένη αφιέρωση, σε μια μουσικόφιλη συμμαθήτρια που μου άρεσε» μουρμούρισε,χωρίς να σηκώσει τα μάτια του από την εφημερίδα. «Γι' αυτό λένε οι συμμαθητές σου, στις συγκεντρώσεις που πάμε, ότι παλιά χρειαζόσουν δυο όργανα για να πηδήξεις μια γκόμενα;» χαριτολόγησα για να ελαφρύνω την ατμόσφαιρα. «Μμμ» βυθίστηκε περισσότερο στην εφημερίδα. Σηκώθηκα για να μη δει ότι είχα βουρκώσει. Όχι ότι θα γυρνούσε να με κοιτάξει. Γι' αυτόν είχε λήξει η συζήτηση. Θα μου απηύθυνε πάλι το λόγο για να με ρωτήσει τι θα τρώγαμε. Επιβεβαιώθηκα μετά από μισή ώρα: «Ελέεενη, τι έχεις φτιάξει να φάμε;» Ήταν τόσο προβλέψιμος ύστερα από δεκαεφτά χρό-
25
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
νια γάμου, κι όμως εγώ τον αγαπούσα όπως την ημέρα που τον γνώρισα. Στη μίζερη μου εφηβεία.
26
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
2.
Στα δεκάξι μου δεν έλεγα πολλά πράγματα. Στρουμπουλή και άχαρα ντυμένη, με μαλλιά που δεν ήξεραν αν ανήκαν σε κεφάλι ή κοντάρι σφουγγαρίστρας. Και ναι μεν «τα σίδερα της φυλακής είναι για τους λεβέντες», αλλά τα δόντια μου είχαν διαφορετική άποψη μετά από τριετή στενή συνεργασία με τα ορθοδοντικά σιδεράκια. Αντιθέτως, η καλύτερη μου φίλη, η Χριστίνα, που μοιραζόταν επί χρόνια το ίδιο θρανίο μ' εμένα, ουδόλως μου έμοιαζε στην εμφάνιση. Το δέρμα της δε γνώριζε την ασφυκτική παρέα της ακμής, το σώμα της προκαλούσε τις πρώτες πονηρές σκέψεις των συμμαθητών μας και το πρόσωπό της έλαμπε από ομορφιά. Η καλλονή και το ασχημόπαπο ήταν κολλητές φίλες. Μοιραζόμασταν τα πάντα. Υπήρχε η σιωπηλή συμφωνία να με παίρνει μαζί της όταν έβγαινε ραντεβού με αγόρια, που την κατέκλυζαν με προτάσεις, και της έδειχνα την ευγνωμοσύνη μου αφήνοντάς τη να αντιγράφει από την κόλλα μου στα διαγωνίσματα. Δεν έτρεφα ψευδαισθήσεις για την εμφάνισή μου. Τα ραντεβού με αγόρια για σινεμά ή χορό ήταν τόσο αραιά όσο οι βροχοπτώσεις στο Σουδάν. Χάρις όμως
27
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
2.
στη Χριστίνα, δεν παραπονιόμουν για ανιαρά Σαββατοκύριακα. Κάτι από τη δική της χρυσόσκονη έπεφτε και στους δικούς μου ώμους καλύπτοντας την εφηβική πιτυρίδα. Η επιστήθια φίλη μου είχε το εξής κόλλημα: δεν της άρεσαν οι συμμαθητές μας. Επιζητούσε την παρέα μεγαλύτερων αγοριών, κατά προτίμηση φοιτητών φερέλπιδων κλάδων της επιστήμης, όπως της ιατρικής και της νομικής. Και, πράγματι, δεν της ήταν καθόλου δύσκολο να συναναστρέφεται μελλοντικούς καρδιολόγους και
28
Ο
ΙΟΥΔΑΣ·
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
ποινικολόγους. Σ' αυτή της την εμμονή χρώσταγα τη γνωριμία μου με τον Αλέξη. Όταν εξέπνεε η χρονιά της δευτέρας λυκείου, η Χριστίνα με κάλεσε στο χορό των τριτοετών της νομικής. Είχε γνωρίσει ένα φοιτητή ονόματι Λουκά, στον οποίο είχε αποφασίσει να χαρίσει τη γοητεία της. Με πήρε μαζί της, ως συνήθως. Εξάλλου τη Δευτέρα θα γράφαμε σημαντικό διαγώνισμα στην ιστορία. Ο Λουκάς είχε έρθει παρέα με ένα συμφοιτητή του ονόματι Αλέξη. Γρήγορα σχηματίσαμε μια τετράδα που ήπιε, ήρθε στο κέφι και χόρεψε με έξαψη. Όταν τα μεγάφωνα ανακοίνωσαν τη λήξη του χορού, η Χριστίνα μου έκανε νόημα ότι δε θα μοιραζόμασταν το ίδιο ταξί για το σπίτι. Αφού δε συμπεριλαμβανόμουν στα σχέδιά της, αποφάσισα να ρωτήσω τον Αλέξη αν είχε την ευγενή καλοσύνη να με βάλει σε ένα ταξί, μην τολμώντας να τον παρακαλέσω να κρατήσει το νούμερο της πινακίδας, όπως απαιτούσαν οι γονείς μου. Προτιμούσα να κινδυνέψω από το Χίλτον μέχρι το Χαλάνδρι παρά να νομίσει ότι είχε να κάνει με ένα μυξιάρικο. Η απάντησή του ξεπέρασε τα πιο τρελά μου όνειρα. Μου πρότεινε να με συνοδέψει ο ίδιος ως το σπίτι μου. Εξάλλου δεν τον έβγαζα από το δρόμο του.
29
Ο
ΙΟΥΔΑΣ·
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
Εκείνος έμενε στο Μαρούσι, και το Χαλάνδρι ήταν η παλιά του γειτονιά. Η διαδρομή από το ξενοδοχείο μέχρι το σπίτι κύλησε σιωπηλά και πολύ γρήγορα. Η χαρά μου, όταν πρότεινε να με συνοδέψει, μετατράπηκε σε απογοήτευση, καθώς δεν έκανε καμιά κίνηση που να δείχνει ερωτικό ενδιαφέρον. Όμως έπρεπε να τον ξαναδώ. Με το πιο ανέμελο ύφος που κατάφερα να πάρω, τον προσκάλεσα στο πάρτι που θα έκανα το επόμενο Σάββατο.
30
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
Δέχτηκε και με ρώτησε αν θα ερχόταν κι ο κολλητός του με τη Χριστίνα. Του απάντησα «αν θέλει ο Θεός» και τον καληνύχτισα. Ο Θεός στην προκειμένη περίπτωση ήταν ο πατέρας μου, που δεν είχε ιδέα για το πάρτι του Σαββάτου. Σάμπως ήξερα εγώ ότι θα κάνω πάρτι; Όμως ήταν η μόνη λύση να ξαναδώ τον Αλέξη και θα προσπαθούσα με νύχια και με δόντια να πείσω τους γονείς μου. Δε χρειάστηκαν πολλά παρακάλια. Δυνάμει του άγραφου νόμου περί ιδιαίτερου δεσμού μεταξύ πατέρα και κόρης, απέσπασα εύκολα τη συγκατάθεση του και τη δέσμευση να πείσει τη μητέρα μου να φτιάξει ορεκτικά για τους συμμαθητές μου. Μετρούσα τις μέρες σαν ανυπόμονος φαντάρος ενόψει της απόλυσης του. Παράλληλα, πήρα τη γενναία απόφαση να κόψω τα μαλλιά μου και ν' απαλλαγώ διά παντός από τις μπεμπεκίστικες αλογοουρές. Το αποτέλεσμα με κολάκεψε ιδιαίτερα και, σε συνδυασμό με τα δύο κιλά που έχασα από την ανορεξία της προσμονής, το Σάββατο με βρήκε άλλο άνθρωπο. Η ώρα είχε πάει δέκα, οι συμμαθητές μου χόρευαν ξέφρενα κι εγώ είχα καρφωμένο το βλέμμα στην πόρτα, αφού δεν είχαν φανεί ακόμα ούτε η Χριστίνα με το Λουκά ούτε ο Αλέξης.
31
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Γύρω στις έντεκα, κι ενώ εξέπνεε η προθεσμία που μου είχαν δώσει οι γονείς μου για την επιστροφή τους στο σπίτι, χτύπησε το κουδούνι. Πετάχτηκα σαν ελατήριο, αλλά, φτάνοντας στην πόρτα, άνοιξα με επιτηδευμένα απορημένο ύφος: «Εσείς είστε; Δε σας περίμενα». Η Χριστίνα με το Λουκά όρμησαν στο σαλόνι γιατί το πικάπ έπαιζε το αγαπημένο τους τραγούδι. Ο Αλέξης στεκόταν στην εξώπορτα κρατώντας ένα γλαστράκι με
32
Ο ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
κάκτους. Το πήρα με την ευλάβεια που άρμοζε σ' ένα μπουκέτο σπάνιες ορχιδέες. Το βλέμμα του έμεινε καρφωμένο επάνω μου. «Κάτι έκανες και άλλαξες. Τα μαλλιά σου ίσως;» Έφερα το χέρι μου στα μαλλιά, πασπατεύοντας την ανύπαρκτη αλογοουρά. " «Ναι, τα έκοψα... λίγο. Μου πάνε;» τον ρώτησα με υπερβολική ίσως αγωνία. «Πάρα πολύ. Βρίσκω τις γυναίκες με κοντά μαλλιά πολύ ενδιαφέρουσες». Έσκυψε στο αυτί μου ψιθυρίζοντας: «Προς τι το πάρτι ; Γιορτάζεις τίποτα;» Εσένα... «Μπα, έτσι το κάνω. Χωρίς ιδιαίτερο λόγο». Τον έπιασα απ' το χέρι, ευτυχής που ένα κούρεμα με μετέτρεψε από άχαρη έφηβη σε ενδιαφέρουσα γυναίκα. Τον οδήγησα στο τραπέζι με τα ποτά κι έτρεξα στο πικάπ. Η ώρα ήταν έντεκα, πράγμα που σήμαινε πως ό,τι ήταν να γίνει έπρεπε να γίνει μέχρι τις δώδεκα, που θα γύριζαν οι γονείς μου. Διέκοψα άγαρμπα το γρήγορο κομμάτι που παιζόταν, αντικαθιστώντας το με ένα αργό μπλουζ, του οποίου η επιλογή δεν ήταν τυχαία. Έφαγα ώρες την προηγούμενη μέρα, υπολογίζοντας ποιο ήταν το μεγαλύτερο σε διάρκεια τραγούδι, και κατέληξα στους Πινκ Φλόυντ, που ήξεραν από εφηβική καψούρα και έγραφαν κομμά-
33
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
τια που έπιαναν ολόκληρη την πλευρά του δίσκου. Τα φώτα έσβησαν, κι όταν ακούστηκαν οι πρώτες νότες αναζήτησα με το βλέμμα τον Αλέξη. Με κοίταζε χαμογελώντας. Μου άπλωσε το χέρι κι εγώ το κράτησα προσπαθώντας να κρύψω το τρέμουλο που τύλιγε το κορμί μου. Ήλπιζα ότι δε θα αναζητού-
34
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
σε άλλη ντάμα στην πρώτη ανάσα του Ντέιβιντ Γκίλ-, μουρ. Η ευχή μου πραγματοποιήθηκε και, όταν τελείωσε ο δίσκος, παραμείναμε αγκαλιασμένοι. Έσκυψε και με φίλησε στο στόμα. Μετά βίας κρατούσα τα πόδια μου να μη λυγίσουν. Ευχαρίστησα σιωπηλά τον οδοντίατρο που με είχε απαλλάξει από τα σιδεράκια πριν από μερικούς μήνες και, έτσι, μπορούσα να απολαύσω χωρίς ενοχές το ενδιαφέρον που μου έδειχνε εκείνη τη στιγμή ο Αλέξης. Λίγο πριν από τις δώδεκα ανάψαμε τα φώτα και τα χαλβαδιάσματα στο σαλόνι τελείωσαν. Είχε έρθει η ώρα για το σχέδιο «Αναμνηστικές φωτογραφίες». Αν όλα πήγαιναν καλά, η Χριστίνα θα απαθανάτιζε τους παρευρισκόμενους του πάρτι. Την είχα προειδοποιήσει ότι από το τριανταεξάρι θα χαράμιζε το πολύ δέκα φωτογραφίες με τους άλλους συμμαθητές μας. Οι υπόλοιπες θα ήταν αφιερωμένες στον Αλέξη μόνο του ή μαζί μου. Τα φλας άρχισαν να αστράφτουν κι εγώ πανευτυχής πόζαρα δίπλα στον άνθρωπο που ευχήθηκα να γινόταν κάποτε πατέρας των παιδιών μου. Την ώρα που το σκεφτόμουν, ο Αλέξης τύλιξε τα χέρια του γύρω από το λαιμό μου, προσπαθώντας αστειευόμενος να με στραγγαλίσει. Αν είχα εκδηλώσει φωναχτά την ευχή μου, θα είχε σφίξει λίγο
35
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
περισσότερο τα χέρια του. Όμως η επιθυμία μου έμεινε μόνο στη σκέψη κι η ζωή μου φάνηκε να μη διατρέχει άμεσο κίνδυνο, αφού χαμογελούσα στο φακό σαν ευτυχισμένο βόδι σε ηλιόλουστο λιβάδι., Το πάρτι είχε στεφθεί από επιτυχία, οι φωτογραφίες ήταν υπέροχες, αλλά οι γονείς μου στενοχωρήθηκαν που το φιλμ είχε καεί και είχαν σωθεί μόνο δέκα. Ασφαλώς δε συμμεριζόμουν τη στενοχώρια τους,για-
36
ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
τί οι υπόλοιπες είκοσι έξι που απεικόνιζαν το ζευγάρι της βραδιάς αναπαύονταν ασφαλείς στο κλειδωμένο συρτάρι του γραφείου μου κι έβλεπαν το φως της ημέρας, ή μάλλον της νύχτας, μόνο όταν άκουγα ροχαλητό στη διπλανή κρεβατοκάμαρα.
3. Το επεισόδιο με το Σαχουρντιάν μέτραγε τρία εικοσιτετράωρα παρελθόντος. Δυστυχώς δεν μπορούσα να ισχυριστώ το ίδιο για τους καβγάδες μου με τον Αλέξη, που γίνονταν επί καθημερινής βάσεως. Όταν παντρευτήκαμε, υποσχέθηκα στον εαυτό μου να παλέψω για το γάμο μου. Προσπαθούσα να διώξω τον εφιάλτη που με ξύπναγε τα πρώτα χρόνια της συζυγικής μου ζωής: ο Αλέξης με κατηγορούσε ότι του έκλεψα τα καλύτερα χρόνια της ζωής του, ρίχνοντάς τον στα δίχτυα της πατρότητας, που δεν ήταν σίγουρος ότι ήθελε, και με παρατούσε με το μικρό Τάκη να σπαράζει σαν το Βασιλάκη Καίλα «μπαμπούλη, μη φεύγεις». Ο τρελός μου έρωτας για τον Αλέξη, σε συνδυασμό με το άγχος να τον κρατήσω στο σπίτι του, με έκανε υποδειγματική σύζυγο: νοικοκυρά, τρυφερή ερωμένη, σχεδόν δουλοπρεπή σε όλες του τις ιδιοτροπίες. Το απολάμ-
37
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
βανε. Ενώ πίστεψε στην αρχή πως παγιδεύτηκε σε μια ζωή που δεν είχε επιλέξει, πως είχε πέσει θύμα της αιώνιας γυναικείας πλεκτάνης, ξαφνικά ένιωθε πασάς στα Γιάννενα. Ο ρόλος του μαλάκα είχε ανατεθεί στη σύζυγο, ενώ εκείνος εισέπραττε το χειροκρότημα του ζεν πρεμιέ. Η συνειδητοποίηση της αντιστροφής των ρόλων του χάρισε ανωτερότητα, που φρόντιζε να επιδεικνύει
38
ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
κάθε φορά που ξεπερνούσα τον εαυτό μου για να τον ικανοποιήσω. Η στοργική κίνηση που με καλούσε να χωθώ στην αγκαλιά του όταν χαλάρωνε στον καναπέ μετά το γραφείο με έκανε να νιώθω σαν ευτυχισμένο κουτάβι που το επιβραβεύει ο αφέντης του. Ακόμα και η σεξουαλική επαφή είχε μετατραπεί σε ένα είδος βραβείου για τις υπηρεσίες που προσέφερα, ας πούμε, κάτι σαν μπόνους. Ποτέ δε δυσανασχέτησα. Μου έφτανε που γύριζε στο σπίτι, σ' εμένα και στο γιο μας. Με τα χρόνια είχα αρχίσει επιτέλους να χαλαρώνω και να απολαμβάνω την οικογενειακή θαλπωρή. Μέχρι πέρυσι. Ξαφνικά άρχισε να επικαλείται φόρτο εργασίας και γύριζε αργά, στο σπίτι γινόταν ευερέθιστος με τον Τάκη, όσο για μένα, σχεδόν δεν υπήρχα. Φυσικά το σεξ γινόταν σιγά σιγά μια γλυκιά ανάμνηση. Κάπου δεν μπορούσα να χωνέψω ότι τα πράγματα στράβωσαν μετά από δεκαεφτά χρόνια. Υπήρχε άραγε πιθανότητα να με απατά εν ονόματι της «κλιμακτηρίου» που περνούσε στα σαράντα; Είχα δει κάποτε μια ταινία με τη Μέρυλ Στριπ, που ανακάλυψε ότι την απατούσε ο Νίκολσον, όταν τυχαία βρήκε στο συρτάρι της ντουλάπας μονές αντρικές κάλτσες. Κάθε σύζυγος έχει το δικό της τρόπο να καταλα-
39
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
βαίνει αν ο άντρας της ξενοκοιμάται. Εγώ αίφνης, αν έβρισκα μονές κάλτσες στο συρτάρι του Αλέξη, θα γκρίνιαζα για το χαμένο του μυαλό. Η Χριστίνα ανακάλυψε πως ο άντρας της ξενοπηδούσε όταν αυτός φορούσε επί ένα μήνα ζιβάγκο. Αυτό δεν έχει τίποτα το επιλήψιμο, εκτός αν πρόκειται για το μήνα Αύγουστο. «Τον έχει καταρουφήξει το βαμπίρ» μου έλεγε στο τηλέφωνο. «Μαύρος έχει γίνει ο λαιμός του από τις πιπιλιές».
40
ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
Αυτά βέβαια αποτελούσαν παρελθόν για τη Χριστίνα. Χώρισε πριν από ένα χρόνο και ησύχασε. Εκείνη δεν είχε παντρευτεί το μαθητικό της έρωτα, αλλά ένα μαθηματικό που την τάραζε στο κέρατο με μαθηματική ακρίβεια. Εγώ, που είχα παντρευτεί δικηγόρο, πάσχιζα να βρω αποδείξεις ότι ξενοπηδούσε. Αλλά από μόνη της η διαίσθηση δεν αποτελεί ισχυρό στοιχείο. Θα με παίρναν με τις λεμονόκουπες, αν τους έλεγα ότι ο άντρας μου με απατά, επειδή έχει πάψει εδώ και καιρό να μου χαϊδεύει το μηρό στο αυτοκίνητο κάθε φορά που αλλάζει ταχύτητα. Όμως το περιεχόμενο των μετρημένων μας συζητήσεων δε μου άφηνε πολλά περιθώρια να κοιμάμαι ήσυχη. Τέσσερις μέρες μετά τη φάση με το Σαχουρντιάν, έτρωγα με τον Αλέξη στην κουζίνα. Ήμουν ευδιάθετη γιατί ήταν από τις λίγες μέρες που είχε επιστρέψει νωρίς. Πιάσαμε συζήτηση για τον Τάκη. Αναρωτιόμουν πότε πέρασε από τη φάση του Ρ1αγηιοΜ στη φάση του ΡΙαγύογ. Συγχρόνως σκεφτόμουν πότε πέρασε κι ο άντρας μου από τη φάση του πιστού συζύγου στη φάση του κι εγώ δεν ξέρω τι. Το δεύτερο προβληματισμό μου τον κράτησα για μένα. Δεν ήθελα να χαλάσω τη συμπαθητική ατμόσφαιρα.
41
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Συμφώνησε και ο Αλέξης ότι δεν είχε καταλάβει για πότε το αγοράκι μας μεταμορφώθηκε σε οργισμένο έφηβο. Χαμογελώντας πρόσθεσα: «Σε λίγο θα αρχίσει να ξυρίζεται». Η συμπαθητική ατμόσφαιρα ψεκάστηκε από τη χλευαστική του απάντηση: «Ξυρίζεται εδώ κι έξι μήνες. Δε μυρίζεις το αΑ6Γ δΐιανο όταν τον φιλάς το πρωί για το σχολείο;» «Μα έχω να τον φιλήσω τουλάχιστον έξι μήνες, γιατί το θεωρεί μωρουδίστικο. Είναι κι αυτό μια από τις ε-
42
ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
φηβικές του επαναστάσεις, φαντάζομαι» απάντησα πειραγμένη και πέταξα πικρόχολα: «Εσύ, που έχεις να με φιλήσεις στο στόμα από πέρυσι, ζεις την επανάσταση της "κλιμακτηρίου";» «Κρατάς ημερολόγιο της ερωτικής μας ζωής, Ελενάκι;» τα μάτια του στένεψαν ειρωνικά. «Μη με προκαλείς να σου διηγηθώ την ερωτική μας δραστηριότητα τον τελευταίο χρόνο... δε θα μου πάρει πάνω από τέσσερα δευτερόλεπτα. Μήπως έχεις και γκόμενα;» αγρίεψα. «Άσε μας, ρε Ελένη, βραδιάτικα...» είπε και βγήκε από την κουζίνα. Έχει γκόμενα. Φυσικά, την επόμενη μέρα τηλεφώνησε ότι θα αργούσε στο γραφείο. Βρόντηξα το τηλέφωνο με λύσσα. Ξαναχτύπησε αμέσως. Το σήκωσα με την τρελή ελπίδα ότι είχε αλλάξει γνώμη. Ήταν ο Τάκης, που με ρώτησε αν ήθελα να μου φέρει κάτι καθώς θα επέστρεφε από το σχολείο. Μετά την τριήμερη αποβολή μας αγνοούσε επιδεικτικά και σπάνια μας απηύθυνε το λόγο. Έτσι με εξέπληξε το ξαφνικό του ενδιαφέρον, αλλά το απέδωσα στην προσπάθεια να αρθεί ο περιορισμός του στο σπίτι τα Σαββατοκύριακα. Λίγο ακόμα και θα αναλάμβανε πλύσιμο, ξεσκόνισμα και μαγείρεμα για να του δοθεί
43
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
χάρη. Ο Αλέξης ήταν ανένδοτος, εγώ πάλι, ενώ χαιρόμουν που τον είχα στο σπίτι το Σαββατοκύριακο, δεν τον έβλεπα, γιατί κλεινόταν στο δωμάτιο του μέχρι τη Δευτέρα που πήγαινε σχολείο. «Σίγουρα δε θες να σου φέρω τίποτα;» επέμεινε. «Αγόρι μου, μήπως είδες στον ύπνο σου ότι πέθανα και νιώθεις τύψεις για τα νούμερα που μου κάνεις κατά καιρούς;»
44
Ο ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
«Παράτα μας, ρε μάνα, με τις ψυχώσεις σου» είπε και το 'κλεισε. Αναστέναξα. Το τηλέφωνο είχε πάψει πια να κλείνει με ήρεμο τρόπο. Το μυστήριο της ξαφνικής καλοσύνης του Τάκη λύθηκε όταν, επιστρέφοντας από το σχολείο, κουβάλησε στο σπίτι ένα τρισάθλιο κουτάβι. Για την ακρίβεια ένα τρισάθλιο φαλακρό κουτάβι, που είχε πέσει θύμα ασυνείδητων ανθρώπων ή αδίστακτων δερματικών παρασίτων. «Όταν σου είπα στο τηλέφωνο πως δε θέλω τίποτα, το εννοούσα. Πάρ' το όπως είναι και άσ' το εκεί που το βρήκες». «Αν το αφήσω εκεί που το βρήκα, θα με καταδιώκουν οι τύψεις, ότι παράτησα ένα αδύναμο πλάσμα σ' ένα ξεροπήγαδο να πεθάνει από φόβο, πείνα, δίψα και... » «Καλά, καλά...» ανατρίχιασα σύγκορμη. «Θα το συνεφέρουμε και μετά θα βρούμε πού θα το δώσουμε». Ο Τάκης πήρε μελιστάλαχτο ύφος. «Μανούλα μου, γιατί να μην τον κρατήσουμε εδώ; Θα σου κρατά παρέα ολημέρα που λείπουμε εγώ κι ο μπαμπάς από το σπίτι»> Τον διέκοψα, πριν ολοκληρώσει το καλόπιασμα, με πετάρισμα των βλεφαρίδων: «Με συγκινούν τα τρυφερά σου αισθήματα, αλλά μπορώ να οργανώσω αλλιώς το χρόνο που μου
45
Ο ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
μένει μεταξύ μαγειρέματος και συγυρίσματος του σπιτιού. Λες κι έχω όρεξη να νταντεύω κουτάβια». «Μαμά, σε παρακαλώ... Σου ορκίζομαι πως θα αναλάβω αποκλειστικά τη φροντίδα του σκύλου. Εξάλλου» εδώ χαμήλωσε τη φωνή του «τα Σαββατοκύριακα που μένω κλεισμένος στο σπίτι περνάω απαίσια. Αν μ' αγαπάς, θα μ' αφήσεις να περνάω λίγες ευχάριστες ώρες παίζοντας με τον Γκουσγκούνη».
46
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
«Τον ποιον;» ψέλλισα. «Είναι αγοράκι και τον έβγαλα Γκουσγκούνη επειδή είναι φαλακρός» καμάρωσε για την πρωτοτυπία του ονόματος. «Καταρχήν, πού τον ξέρεις εσύ τον Γκουσγκούνη;» έφριξα. Με κοίταξε κοροϊδευτικά. «Είναι δυνατόν ένας άνθρωπος που θέλει να σπουδάσει σκηνοθεσία να μην τον ξέρει;» Σε ποιον τα πουλούσε αυτά; Προσπαθούσε να με πείσει ύτι έβλεπε τσύντες για να μελετήσει την άποψη του σκηνοθέτη; Και πότε νοίκιαζε τέτοιες κασέτες; Ή μήπως το 'σκαγε απ' το σχολείο για να περάσει το πρωινό του σε «Δύο έργα σεξ — η αίθουσα κλιματίζεται»; Μου χαμογέλασε ναζιάρικα, φέρνοντας το κουτάβι στο ύψος των ματιών μου. «Κοίτα τον. Μ' αυτή τη φαλάκρα, πώς αλλιώς θα τον έβγαζες;» ρώτησε με αφοπλιστική αθωότητα. «Σαβάλα. Ο Γκουσγκούνης για άλλα πράγματα φημίζεται και όχι για τη φαλάκρα του». «Αν τον φωνάζω Σαβάλα, θα τον κρατήσουμε;» Ξεφύσηξα. «Δεν ξέρω... ο πατέρας σου θα είναι ανένδοτος, ειδικά μετά από το περιστατικό με τον καθηγητή σου... » Ο Τάκης πήρε πονηρό ύφος. «Όπως λέει και η φίλη σου η Χριστίνα, λίγο να κουνήσετε εσείς οι γυναίκες
47
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
το δαχτυλάκι σας και αμέσως οι άντρες γίνονται αλοιφή». «Στον πατέρα σου δεν περνάνε αυτά. Κι άλλη φορά να μην κρυφακούς όταν συζητάω με τη Χριστίνα». «Δεν κρυφακούω. Το 'χει πει και μπροστά μου» υπερασπίστηκε τον εαυτό του.
48
ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
Άφησε το κουτάβι στο πάτωμα κι εκείνο έβγαλε μια εξαντλημένη φωνούλα. «Πάω να του δώσω κάτι να φάει κι ύστερα θα το βγάλω στη βεράντα για να το καθαρίσω απ' τα χώματα. Σε παρακαλώ, συζήτησε το με τον μπαμπά το βράδυ». Ποιο βράδυ; Ο Αλέξης ήδη είχε τηλεφωνήσει ότι μια σύσκεψη θα τον κρατούσε ως αργά στο γραφείο, οπότε ήταν ανώφελο να τον περιμένω ξύπνια. Για μια ακόμα φορά η λέξη «σύσκεψη» λειτούργησε συνειρμικά στο μυαλό μου. Ένα τεράστιο κρεβάτι όπου διευθυντές πηδούν γραμματείς, στελέχη κάνουν κόλπα μεταξύ τους και το κατώτερο προσωπικό τους παίρνει μάτι. Ξάπλωσα στον καναπέ με σκοπό να πνίξω τον εκνευρισμό μου στις σαπουνόπερες. Το ΡΠηιηοΙ έδειχνε την Ολέθρια σχέση. Παρακολούθησα το έργο με ανανεωμένο ενδιαφέρον. Σκέφτηκα ότι μπορεί να πάρω καμιά ιδέα από την ψυχοπαθή ερωμένη. Άσε να σιγουρευτώ ότι με απατά, και τότε η «Ολέθρια σχέση» θα φαντάζει παραμύθι του Ντίσνεϋ μπροστά σ' αυτά που θα του κάνω. Στη φαντασία έπαιρνα άριστα. Στην πραγματικότητα, δεν έπιανα ούτε τη βάση. Πώς να τολμούσα μια εκ βαθέων συζήτηση, που μπορούσε να προκαλέσει τη διάλυση του γάμου μου; Στα μάτια του Αλέξη διέκρινα τη βουβή πρόκληση. Αλλά κι εκείνος γιατί δε μου έλεγε ότι δεν
49
ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
αντέχει; Ίσως για τον ίδιο λόγο που δε ζήτησε διαζύγιο τα πρώτα δύσκολα χρόνια. Τον βόλευε η κατάσταση. Στέγη, τροφή, καθαρά ρούχα, γυναίκα οσιομάρτυρας που δεχόταν αδιαμαρτύρητα τα νεύρα του, γιος που, χαμένος στον κόσμο του, δεν είχε απαιτήσεις από εκείνον.
50
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Η περηφάνια γινόταν τροχοπέδη στην έντονη επιθυμία μου να τηλεφωνήσω στο γραφείο για να δω αν όντως είχε σύσκεψη. Ανέκαθεν υποστήριζα ότι, αν έφτανα στο σημείο να θέλω να τσεκάρω τον Αλέξη, θα χώριζα πάραυτα. Ευτυχώς που δεν το διατυμπάνισα, γιατί θα είχα εκτεθεί ανεπανόρθωτα σε συγγενείς και φίλους. Η σκέψη του διαζυγίου, και μάλιστα στα τριάντα έξι, μου προκαλούσε ανατριχίλα. Αν χωρίσω με τον Αλέξη και μετά από δυο χρόνια φύγει και ο Τάκης για σπουδές, θα τριγυρνάω σαν την κατάρα σ' ένα άδειο σπίτι. Εκείνη τη στιγμή αποφάσισα ότι το σκυλί θα γινόταν μόνιμος κάτοικος Χαλανδρίου. Μα τι μαυρίλα μ' είχε πιάσει πάλι; Προσπάθησα να σκεφτώ θετικά. Αν μ' εγκαταλείψουν και οι δύο, δε θα έχουν που την κεφαλήν κλίναι. Επί δεκαέξι χρόνια τους έρχονταν όλα στο πιάτο. Ποτέδεν έσκασαν για τσαλακωμένο πουκάμισο ή ξηλωμένο κουμπί. Άντε να πει ο Αλέξης στην γκόμενα, μετά από το άγριο πήδημα, να του ράψει τα κουμπιά που ξήλωσε με τα δόντια της από το παντελόνι του. Κι ο Τάκης, που θέλει να σπουδάσει στην Αγγλία, θα γνωρίσει την κόλαση της κονσέρβας. Με την προϋπόθεση ότι πρώτα θα μάθει πώς λειτουργεί το ανοιχτήρι. Θυμήθηκα μια ιαπωνική ταινία στην οποία η σύζυγος, που υπηρετούσε πιστά άντρα και παιδιά για πολλά χρόνια, πέθανε μια μέρα την ώρα που μαγείρευε. Όταν ο πατέρας γύρισε στο σπίτι, αντίκρισε τα παιδιά του, βρόμικα και νηστικά, να κλαίνε γοερά πάνω από
51
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
το πτώμα της μάνας τους. Άρχισαν όλοι μαζί να την ταρακουνούν και να φωνάζουν ότι δεν μπορεί να πεθάνει
52
Ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
και να τους αφήσει νηστικούς. Και τότε η νεκρή μάνα σηκώθηκε, έστρωσε τραπέζι, τάισε σύζυγο και παιδιά και μετά πήρε το δρόμο για το καθαρτήριο. Τις σκέψεις μου διέκοψε το κουτάβι, που γλίστρησε αθόρυβα από το δωμάτιο του Τάκη κι άρχισε την εξερεύνηση. Προσπάθησε να σκαρφαλώσει στον καναπέ που καθόμουν και τότε διαπίστωσα με φρίκη ότι η γούνα του ήταν παράδεισος για τους εντομολόγους. Το βούτηξα απ' το σβέρκο και κατευθύνθηκα στη βεράντα. Εκεί το έλουσα με Μπεταντίν και παρατηρούσα με ψυχρό ενδιαφέρον τα παράσιτα που εγκατέλειπαν απρόθυμα το οικοσύστημα του δέρματός του. Όλα ανεξαιρέτως βρήκαν τραγικό θάνατο κάτω από το παπούτσι μου. Μια ώρα αργότερα ο σκύλος, απαλλαγμένος από τη φαγούρα και τον πόνο, με ακολούθησε με ευγνωμοσύνη στην κουζίνα. Η θέση του στο σπίτι εδραιώθηκε όταν του έβγαλα ντολμάδες γιαλαντζί σ' ένα παλιό τάπερ και θυσίασα ένα αρχαίο πουλόβερ του Αλέξη για να κοιμάται στην αποθήκη. Ο άντρας μου, που δεν τα πήγαινε καλά ούτε με τα χρυσόψαρα, θα πάθαινε την πλάκα του με το σκυλί. Ο καβγάς ήταν δεδομένος. Όμως ήμουν έτοιμη να υπερασπιστώ το κουτάβι και οι υποψίες ότι ο Αλέξης
53
Ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
με απατούσε με είχαν ντοπάρει για σκληρό αγώνα. Έτσι και θα εκτονωνόμουν και θα κέρδιζα πόντους στην εκτίμηση του Τάκη. Ό,τι τον σκεφτόμουν, μπήκε στην κουζίνα. «Μπα, μπα, καλά τα πάτε εσείς οι δύο».Έσκυψε στο σκυλί, που έτρωγε, και χάιδεψε το φαλακρό του κεφάλι. «Τι έγινε, ρε Γκουσγκουνάκο, θα μείνεις εδώ τελικά;» «Το σκυλί θα μείνει μόνο αν του αλλάξεις όνομα. Δεν
54
ΜΑΪΡΑ
Π ΑΠ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
μπορώ να τον φωνάζω Γκουσγκούνη στη μέση του δρόμου και να με παίρνουν όλοι με τις λεμονόκουπες. Άσε που οι ένοικοι της πολυκατοικίας θα μαζέψουν υπογραφές για να μας διώξουν». «Μα η πολυκατοικία είναι δική σου, μάνα» επισήμανε τα περιουσιακά μου στοιχεία. «Αν παραπονεθούν, να τους διώξεις εσύ». «Θα αστειεύεσαι, βέβαια. Αν χάσω τα ενοίκια, πες αντίο στο γενναιόδωρο χαρτζιλίκι». Υποχώρησε πάραυτα. Καλύτερα αποτυχημένος νονός παρά άφραγκος έφηβος. «Πώς να τον πούμε τότε;» «Τι λες για Τζακ;» «Μάνα, μπράβο. Κέρδισες το βραβείο πρωτοτυπίας!» χτύπησε παλαμάκια κοροϊδευτικά. «Ας τον πούμε Γκουσγκούνη, γιατί έχω την αίσθηση ότι του αρέσει αυτό το όνομα» ξαναπροσπάθησε με παραπονιάρικο ύφος. Έσκυψε στο σκυλί: «Αν έχεις αντίρρηση, γάβγισε». Συμπτωματικά το κουτάβι άφησε ένα μακρόσυρτο γρύλισμα. Έβαλα τα γέλια κοιτώντας τον Τάκη, που δεν πίστευε στα αυτιά του. Γύρισε προς το μέρος μου. «Είναι πολύ μικρός για να εκφέρει γνώμη». Χαμογέλασε πονηρά. «Πάντως, αν ρωτήσεις και τη φίλη σου τη Χριστίνα θα συμφωνήσει ότι το Γκουσγκούνης είναι
55
ΜΑΪΡΑ
Π ΑΠ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
πετυχημένη επιλογή. Τα γουστάρει κάτι τέτοια περίεργα. Δεν είναι συντηρητικούρα σαν κι εσένα». Τον κοίταξα αυστηρά. «Δε μ' αρέσουν τα σχόλιά σου για τη Χριστίνα». Τον είδα που μαγκώθηκε και συνέχισα πιο μαλακά: «Έστω. Αν και να ξέρεις ότι αυτό το όνομα δε θα αρέσει καθόλου στον πατέρα σου».
56
Ο
ΙΟΥΛΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
«Στον πατέρα μου δε θα αρέσει καθόλου ο σκύλος, αφού δεν είναι και ράτσας» πήρε ύφος κατηγόριας. Δεν είχε άδικο. Ο Αλέξης υπήρχε πιθανότητα να δεχτεί ζώο στο σπίτι μόνο αν κατείχε πεντιγκρί τεσσάρων γενεών. «Εντάξει» ξεφύσηξα. «Θα αναλάβω εγώ τον πατέρα σου». Πριν αποσώσω τη φράση, δέχτηκα το ξαφνικό φιλί του στο μάγουλο. Μετά εξαφανίστηκε στο δωμάτιό του με το σκύλο. Αν ένα μπαστάρδικο κουτάβι κατάφερνε να ζεστάνει τις σχέσεις μου με τον Τάκη, δεν το 'χα σε τίποτα να δώσω στέγη και στα 101 σκυλιά της Δαλματίας...
4. Έπεσα στο κρεβάτι κατά τις εντεκάμισι και πρέπει να είχε περάσει καμιά ώρα, όταν ένιωσα τον Αλέξη να πλαγιάζει δίπλα μου. Ήμουν πολύ νυσταγμένη για ν' αρχίσω τις ερωτήσεις. Γύρισα πλευρό και βυθίστηκα σε λήθαργο. Κάποια στιγμή ένιωσα το χέρι του να με σκουντά. «Ελένη, ξύπνα, έχουν μπει κλέφτες στο σπίτι. Σαν να προσπαθούν ν' ανοίξουν απ' την αποθήκη». «Κοιμήσου, Αλέξη, ο Γκουσγκούνης είναι» απάντησα ναρκωμένη.
57
Ο
ΙΟΥΛΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
«Ποιος Γκουσ... Ελένη, ξύπνα απ' τα πορνοόνειρα που βλέπεις κι άκου τι σου λέω!» Ανακάθισα μισοζαλισμένη και άναψα το πορτατίφ. Ο Αλέξης πετάχτηκε από πάνω μου σαν ελατήριο και το ξανάκλεισε.
58
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
«Τρελάθηκες; Να μπουκάρει ο κλέφτης και να μας καθαρίσει;» ούρλιαξε πνιχτά. «Ηρέμησε, καλέ! Ένα κουτάβι που προσπαθεί να προσαρμοστεί σε ξένο περιβάλλον δεν απειλεί τη σωματική μας ακεραιότητα και την περιουσία μας». Αυτή τη φορά ήταν εκείνος που άναψε το φως: «Πήρες σκύλο; Με ρώτησες αν γουστάρω να ξυπνάω τα βράδια απ' τις νυχιές και τα κλαψουρίσματα;» Κοίτα που η διάθεση του για καβγά δεν τηρεί ωράριο! «Πρώτον, τον έφερε ο Τάκης. Δεύτερον, σε έπαιρνα τηλέφωνο γύρω στις δέκα στη δουλειά για να σ' το πω κι εσύ δεν απαντούσες» είπα ήρεμα. Γεγονός ήταν ότι ό σκύλος αποτέλεσε πολύ καλή δικαιολογία για να τηλεφωνήσω αργά το βράδυ στη δουλειά του Αλέξη. Σπάνια μου δινόταν η ευκαιρία να πείσω τον εαυτό μου και εκείνον ότι δεν τηλεφωνούσα για να ελέγξω αν είναι εκεί αλλά για να πω κάτι σημαντικό. «Έπειτα, σκέψου και το εξής: όταν ο Τάκης ήταν μωρό και σε ξύπναγε τις νύχτες με το κλάμα του, δε σκέφτηκες ποτέ να τον διώξεις»; « Μα, Ελένη, ο Τάκης είναι ο γιος μας και...» «Κι αυτός είναι ο σκύλος μας! Ας κοιμηθούμε τώρα, κι αύριο θα συζητήσουμε για το σκύλο και γι' άλλα πολλά» έκοψα μαχαίρι την αιμοσταγή του διάθεση. Έσβησα το πορτατίφ και κουκουλώθηκα ως τ'
59
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
αυτιά. Ο Αλέξης γύρισε πλευρό χωρίς να πει άλλη κουβέντα. Το ότι δεν είπε την τελευταία λέξη ήταν ενδεικτικό της κατάστασης που επικρατούσε εκείνη τη στιγμή στο κεφάλι του. Πώς θα μπάλωνε την απουσία του απ' το γραφείο την ώρα που τον έπαιρνα; Δικαιολογίες υπήρχαν άπειρες. Τον είχε πιάσει κόψιμο κι ήταν στην τουα-
60
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
λέτα με τις ώρες. Καθυστέρησε στο φωτοτυπικό και δεν πρόλαβε να σηκώσει το τηλέφωνο, που το άκουγε να χτυπά γύρω στις δέκα. Το πρωί θα μάθαινα ποια δικαιολογία του φάνηκε πιο ασφαλής. Μάλιστα, πήγαινα και στοίχημα πως θ' άνοιγε πρώτος τη συζήτηση, καθότι ο δολοφόνος γυρνά πάντα στον τόπο του εγκλήματος. Άκουσα τη ρυθμική του ανάσα γύρω στις δυόμισι. Παιδεύτηκε αρκετά, το πουλάκι μου, για να βρει τι θα μου πει. Κοιμήθηκα πολύ αργότερα. Στο όνειρό μου είδα ότι βρισκόμουν στο μουσείο βασανιστηρίων στο Άμστερνταμ. Την προσοχή μου τράβηξε μια περίεργη κατασκευή σε σχήμα Π, όπου από την οριζόντια μπάρα ξεκίναγε ένα τεράστιο πριόνι και στις πάνω γωνίες των δυο κάθετων υπήρχαν λουριά. Η αναρτημένη ταμπελίτσα ενημέρωνε τον επισκέπτη ότι με αυτό το όργανο τιμωρούσαν τους μοιχούς και τους ομοφυλόφιλους στο Μεσαίωνα. Δίπλα υπήρχε ζωγραφισμένο παράδειγμα μοιχού, που, δεμένος από τους αστραγάλους στις δυο μπάρες, κρεμόταν ανάποδα γυμνός, λίγο πριν πριονιστεί κάθετα στα δύο. Το πριόνι έκοβε στη μέση πρώτα τα γεννητικά όργανα και μετά το υπόλοιπο σώμα. Και, κοίτα σύμπτωση, ο μοιχός στο παράδειγμα ήταν ο
61
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
Αλέξης κι εγώ χειριζόμουν το πριόνι. Με ξύπνησε το νερό που 'τρεχε στο μπάνιο. Ο Αλέξης ζωντανός και με τα καρύδια στη θέση τους ετοιμαζόταν για το γραφείο. Σηκώθηκα να φτιάξω καφέ και να δω σε τι κατάσταση βρισκόταν το κουτάβι. Όρμησε έξω απ' την αποθήκη σέρνοντας το πουλόβερ του Αλέξη. Ο Αλέξης, που στεκόταν στον πάγκο της κουζίνας σιγοπίνοντας τον καφέ του, κόντεψε να πνιγεί βλέποντάς το.
62
ΜΑΙΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
«Το πουλόβερ μου!» τσίριξε. « Το κωλόσκυλο έβαλε χέρι στην ντουλάπα μου!» «Ναι και σου βούτηξε λεφτά απ' το πορτοφόλι. Αν ήξερα, καημένε, ότι θα σκούξεις για ένα τριμμένο πουλό-. βερ που σίγουρα δε θυμόσουν ότι υπάρχει ακόμη, θα του 'βρισκα άλλο πανί για να κοιμάται» είπα επιτιμητικά. Φούντωσε. Δεν τον είχα συνηθίσει σε ειρωνικά σχόλια με την τσίμπλα στο μάτι. «Επειδή φαίνεται πως μάνα και γιος έχουν συμμαχήσει για να μείνει εδώ ο σκύλος, θα πω ένα πράγμα. Όσο δεν μπλέκεται στα πόδια μου και δε βάζει χέρι στα προσωπικά μου αντικείμενα, θα τον υφίσταμαι. Αν θελήσει στενότερη επαφή μαζί μου, θα την έχει για μία και μοναδική φορά. Θα τον σβερκώσω και θα τον στείλω από κει που ήρθε. Έγινα αντιληπτός, αδελφή Τερέζα;» Περίμενε να χαμηλώσω με υποταγή το κεφάλι. Μπράβο, κύριε Αλέξη, εφάρμοσες την τακτική «η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση». Με λερωμένη τη φωλιά σου, μου κάνεις διάλεξη για το σκύλο αντί να πέσεις στα τέσσερα και να του κάνεις χάδια. Ε, λοιπόν, η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση, αλλά και ο αιφνιδιασμός είναι η μισή νίκη. «Πού ήσουν χτες όταν σου τηλεφώνησα;» τον προκάλεσα για να χαρώ τον πανικό στο βλέμμα του. Δυστυχώς, η πείρα της δικηγορίας τον βοήθησε να ανακτήσει την αυτοκυριαρχία του πριν καν γίνει αισθητή η απώλεια της.
63
«Εσύ ήσουν; Ήμουν στο φωτοτυπικό και δεν πρόλαβα το τηλέφωνο». Χριστέ μου, πώς τη λένε; Είναι από κει μέσα; Είναι μικρότερη μου; Τα 'χουν καιρό; Να τον σκοτώσω και ν' αυτοκτονήσω;
64
Ο ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
Αποτόλμησα την ερώτηση που με βασάνιζε εδώ και μήνες: «Έχεις βρει άλλη; Αν συμβαίνει κάτι, σου ορκίζομαι ότι θα μιλήσουμε πολιτισμένα...» αφού θα σ'έχω δεμένο στο όργανο για τους μοιχούς. «Η αδιαφορία σου για το γάμο μας με σκοτώνει. Λείπεις συνέχεια, λες και δεν αντέχεις να μένεις μαζί μας ούτε δευτερόλεπτο. Σ' εκνευρίζουμε, τα βάζεις μαζί μας, όταν φυσικά δε μας αγνοείς. Προτιμώ να μου πεις σταράτα "έχω άλλη". Δεν αντέχω τη σιωπή σου». Η φωνή μου ράγισε, αλλά τα στεγνά μάτια έσωσαν την αξιοπρέπειά μου. Διάλεξε προσεκτικά τα λόγια του. Δεν τον έπεισα, φαίνεται, για την πρόθεσή μου να μιλήσουμε πολιτισμένα. «Ελένη, μ' έχεις ξαναρωτήσει. Σ' το επαναλαμβάνω, δεν υπάρχει άλλη. Εδώ δεν τα βγάζω πέρα μ' εσένα, θα βάλω κι άλλο μπελά στο κεφάλι μου;» «Μα εγώ τι έχω κάνει και είσαι μόνιμα εκνευρισμένος μαζί μου;» Ήμουν έτοιμη να κλάψω. Ξεφύσηξε ανυπόμονα: «Κοίτα, έχω πολλή πίεση στην εταιρεία και τώρα δεν είναι ώρα για "βαθυστόχαστες" συζητήσεις. Θα τα πούμε το βράδυ». Πήρε το χαρτοφύλακά του και προχώρησε βιαστικά στο χολ, λες και η παραμικρή καθυστέρηση θα αποτελούσε αντικείμενο εκμετάλλευσης από μέρους
65
Ο ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
μου, για να τον ξαναστριμώξω σε μια συζήτηση που δεν ήθελε να κάνει. Τον ακολούθησα στην εξώπορτα. Στα πόδια μου μπλεκόταν το κουτάβι. «Θα μου τηλεφωνήσεις κάποια στιγμή;» σχεδόν τον
66
Ο
ΙΟΥΛΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
ικέτεψα και μίσησα τον εαυτό μου το ίδιο δευτερόλεπτο. «Αν λασκάρει λίγο η δουλειά...» Έριξε ένα αδιάφορο βλέμμα στο σκύλο και εμένα μου 'δωσε ένα ακόμα πιο αδιάφορο φιλί στο στόμα. Πάλι καλά που δε με φίλησε στο μέτωπο. Όταν έκλεισε η πόρτα, ξέσπασα σε κλάματα. Πόσο καιρό έπρεπε να. πληρώνω ακριβά την απόφαση μου να κρατήσω το παιδί παρά τη θέλησή του; Γιατί να με παντρευτεί, αφού δεν ήθελε; Γιατί να γυρίσουν οι εφιάλτες των πρώτων χρόνων; Πού έφταιξα μετά από τόσα χρόνια; Ένιωσα την ανάγκη να τηλεφωνήσω στη Χριστίνα για να μου τονώσει το ηθικό. Μια χωρισμένη φίλη που γλένταγε τη ζωή της ήταν μεγάλη παρηγοριά. Στο πέμπτο κουδούνισμα απάντησε με φωνή αλλοιωμένη από τον ύπνο. «Ποιος είναι;» «Χριστίνα, είμαι η Ελένη. Συγγνώμη που σε παίρνω έτσι πρωί, αλλά μ' έπιασαν οι μαύρες μου με τον Αλέξη. Πάλι έχω έντονη την αίσθηση ότι με απατά». Απ' το βάθος της γραμμής την άκουσα να ψαχουλεύει κάτι και μερικά δευτερόλεπτα αργότερα κατάλαβα ότι φυσούσε τον καπνό του τσιγάρου της: «Παράτα τον το μαλάκα κι άσ' τον να τα βγάλει πέρα μ' ένα παιδί στην πιο προβληματική ηλικία. Να
67
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
δεις για πότε θα του φύγει η διάθεση για ρομάντζα». Φαντάστηκα τον Αλέξη αξύριστο και βρόμικο να με εκλιπαρεί γονυπετής να επιστρέψω στο σπίτι και να εγκαταλείψω τον υπέροχο Ιταλό εραστή μου, που με κοίταζε στα μάτια κι έπινε νερό στο όνομά μου. Η σαπουνόφουσκα έσπασε στη φωνή της Χριστίνας: «Ελένη, μ' ακούς; Έγινε κάτι συγκεκριμένο;»
68
Ο
ΙΟΥΛΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
«Όχι, μωρέ, έχω πάλι αυτή την πικρή γεύση στο στόμα και την καούρα στο στομάχι... » «Ε, να φας ένα γαλακτομπούρεκο και να πιεις καπάκι μια σόδα. Εσύ, παιδί μου, θα αρρωστήσεις με τις εμμονές σου». Σαν να το σκέφτηκε λίγο, πρόσθεσε: «Δε μου λες, φορεί κι αυτός ζιβάγκο επί βδομάδες, σαν τον δικό μου τον ηλίθιο;» «Όχι, αλλά έχει γίνει ψυχρός, προφασίζεται φόρτο εργασίας, έτυχε κι εγώ να τον πάρω στη δουλειά και δεν απάντησε... Τα ξέρεις, μωρέ, σου τα 'χω ξαναπεί. Είναι μια απ' τις κακές μέρες μου». «Του μίλησες;» «Με διαβεβαίωσε ότι είμαι η μοναδική γυναίκα γι' αυτόν...» «Που της εμπιστεύεται τα άπλυτα ρούχα του» με διέκοψε με την ανυπομονησία της γυναίκας που 'χει μπουχτίσει από τέτοιου είδους αποκλειστικότητες. «Αυτό για τη μοναδική γυναίκα το 'χω ακούσει επανειλημμένως. Άντε, βάλε καφέ και θα τα πούμε νίδ α νίδ. Θα 'μαστε μόνες;» «Ο Αλέξης έχει φύγει ήδη, ο Τάκης ετοιμάζεται για το σχολείο και θα 'μαστε μόνες με τον Γκουσγκούνη». «Έτσι μπράβο. Η καλή μέρα απ' την τσόντα φαίνεται» ζωήρεψε η φωνή της. «Ο Γκουσγκούνης είναι το κουτάβι που κουβάλησε ο Τάκης».
69
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
«Μη μου πεις ότι την έχει ένα μέτρο...» ακούστηκε έκπληκτη. «Είναι φαλακρός» είπα ανόρεχτα. Αυτό το όνομα θα έφερνε μπελάδες. «Και γιατί δεν τον βγάλατε Σαβάλα; Αχ, το φουκαρά, όνομα που του 'λαχε!»
70
Ο ΙΟΥΛΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
Καλά που επέμενε ο Τάκης πως η Χριστίνα θα ενθουσιαζόταν με τη μία, άμα άκουγε το όνομα του σκύλου. Χτύπησα την πόρτα του δωματίου του, φωνάζοντας πως θ' αργούσε για το σχολείο. Βγήκε ντυμένος μ' ένα τζιν τόσο στενό στον καβάλο, που, αν τον έπιανε λόξιγκας, σίγουρα θα εκσπερμάτωνε. Η μπλούζα του, που απεικόνιζε μια παρέα από νεκροζώντανους με ηλεκτρικές κιθάρες, συμπλήρωνε το θλιβερό σύνολο. Έφριξα, αλλά κατάφερα να εκφράσω ελαφρά αποδοκιμασία. Ένας καβγάς μού έφτανε. «Βρε Τάκη, αυτά τα ρούχα δεν είναι για το σχολείο. Δηλαδή, για πουθενά δεν είναι, αλλά οπωσδήποτε όχι για το σχολείο. Με την αποβολή στην πλάτη σου έπρεπε να εμφανίζεσαι τουλάχιστον με κουστούμι». Δεν ίδρωσε τ' αυτί του. «Σιγά μην πηγαίνω και με σκάφανδρο. Έτσι μ' αρέσει να ντύνομαι, έτσι ντύνονται όλοι μου οι φίλοι και δε θα δώσω λογαριασμό ούτε στους καθηγητές μου ούτε σ' εσένα τη συντηρητική». «Πες μου πάλι ότι η Χριστίνα θα τρελαθεί με τις ενδυματολογικές σου επιλογές και θα σου πω τη γνώμη της για το όνομα του σκύλου». Ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους και εξαφανίστηκε στην κουζίνα. Τον έπιασα να πίνει νερό από το μπουκάλι. Ήμουν έτοιμη να του κάνω παρατήρηση, αλλά το μετάνιωσα, σκεφτόμενη ότι η κληρονομικότητα καθορί-
71
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
ζει σε μεγάλο βαθμό τη συμπεριφορά. Ο Αλέξης μ' αγνοούσε επιδεικτικά κι ο Τάκης είχε κληρονομήσει τα γονίδια που υπαγόρευαν την ίδια στάση απέναντι μου. Χάιδεψε το σκυλί και, μουρμουρίζοντας ένα «γεια», βγήκε απ' το σπίτι.
72
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
5. Ο Τάκης ήταν δύσκολο παιδί εξ απαλών ονύχων. Δύσκολο και κλεισμένο στον εαυτό του. Όταν έγινε τριών χρονών, πρότεινα στον Αλέξη να κάνουμε δεύτερο παιδί για να μεγαλώνει μαζί με τον Τάκη. Μου έδειξε τις προθέσεις του αγοράζοντας δυο σακούλες προφυλακτικά. Όμως κι ο γιος μας υπήρξε ο καλύτερός του σύμμαχος. Δεν ήθελε να ακούσει για δεύτερο παιδί στην οικογένεια. Με τους δυο τους δεν μπορούσα να τα βγάλω πέρα. Το ζήτημα ξεχάστηκε μέχρι τη στιγμή που ο Τάκης έγινε πέντε χρονώ και πήγε στο νηπιαγωγείο. Γυρίζοντας μια μέρα στο σπίτι, κι ενώ καθόμασταν στο τραπέζι, μας δήλωσε ότι θα 'θελε ένα αδελφάκι. Ο Αλέξης κι εγώ κοιταχτήκαμε με απορία και αναφωνήσαμε συγχρόνως: «Τάκη;» Λίγο αργότερα μας εξομολογήθηκε ότι βασικά ήθελε ένα ποδήλατο. Είχε ακούσει από τους φίλους του ότι οι γονείς τους τους χάριζαν ποδήλατο όταν αποκτούσαν κι άλλο παιδί. Ο Αλέξης εμφανώς ανακουφισμένος του έφερε την επόμενη μέρα ένα Βελοσόλεξ, που φώναζε από μακριά την τιμή του. Με γοήτευε ο τρόπος που αντιλαμβανόταν τη ζωή γύρω του. Ζητούσε εξήγηση για τα πάντα, ακόμα
73
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
και γι' αυτά που αδυνατούσαμε να του απαντήσουμε. Μας έφερνε συχνά σε δύσκολη θέση με τις ερωτήσεις του κι ο Αλέξης σπάνια είχε την υπομονή να συζητήσει μαζί του. Βασικά, σπανίως είχε την υπομονή ν' ασχοληθεί μαζί του. Έτσι εγώ προσπαθούσα να καλύψω τα κενά, ακόμα κι όταν οι ερωτήσεις ήταν προτιμότερο να απαντηθούν από κάποιον άντρα. Απολάμβανα όμως τη λογική
74
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
της παιδικής σκέψης, όπου η φαντασία και η πραγματικότητα γειτνίαζαν σε πολύ στενά όρια. Κάποτε, όταν ήταν τεσσάρων, είχαμε πάει στην εκκλησία να μεταλάβουμε. Με ρώτησε γιατί ο παπάς δίνει ψιχουλάκι μουσκεμένο σε κρασί. Του απάντησα ότι αυτά είναι το σώμα και το αίμα του Χριστού. Ξαφνικά άρχισε να τσιρίζει ότι δε θέλει να φάει το Χριστούλη γιατί θα τον τιμωρήσει ο μπαμπάς του ο Θεός. Φύγαμε άρον άρον, αφήνοντας πίσω μας δεκάδες αναστατωμένα πιτσιρίκια που δίσταζαν να μεταλάβουν μετά από αυτά που άκουσαν από το παιδί μου. Όσο μεγάλωνε, διάφορα καλά του στοιχεία, όπως η τάξη, η παιδική ευγένεια, η υπακοή, άρχισαν να τον εγκαταλείπουν. Εκτός από ένα, που χρόνο με το χρόνο θέριευε: τη φαντασία του. Μοναχικός καθώς ήταν, κλεινόταν με τις ώρες στο δωμάτιό του και χάζευε τις συλλογές του. Μάζευε τα πάντα. Βότσαλα, σπιρτόκουτα, ξερά φύλλα κι έκανε κολάζ που στόλιζαν τους τοίχους της κάμαράς του. Ο Αλέξης έφριττε κάθε φορά που ο Τάκης του έδειχνε μια καινούρια σύνθεση. Με έπαιρνε παράμερα και με ξετίναζε. «Δε μου λες, εσύ, που είσαι ολημέρα στο σπίτι, έχεις καταλάβει τίποτα ύποπτο στη συμπεριφορά του Τάκη;» «Σαν τι δηλαδή;»
75
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
«Ξέρω γω, πολύ βότσαλο και κοχύλι μαζεύει το παιδί μας, αντί να κρεμά στους τοίχους αφίσες με ηθοποιούς, όπως όλα τα νορμάλ παιδιά της ηλικίας του». «Μα έχει κολλήσει το Χάμφρεϋ Μπόγκαρτ και τον Τζέιμς Ντιν». «Ναι, αλλά αυτοί είναι άντρες. Δε βλέπω καμιά πληθωρική ξανθιά να ποζάρει φάτσα στο κρεβάτι του» ξεφυσούσε γεμάτος άγχος.
76
ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
«Αυτές ικανοποιούν την αισθητική των φορτηγατζήδων κι όχι κάποιου που θέλει να σπουδάσει σκηνοθεσία. Ο Τάκης ξέρει από τώρα τι θέλει» τον υπερασπιζόμουν από τα κραυγαλέα γούστα του πατέρα του. «Αρκεί να μη θέλει γόβες. Δε μου λες, τον παίρνει καμιά κοπέλα στο τηλέφωνο;» με ρωτούσε με φωνή όλο ελπίδα. «Μα είναι πολύ μικρός για γκομενιλίκια». Το υποτιμητικό του βλέμμα προηγούνταν της ηλίθιας απάντησης. «Ελένη, εγώ στην ηλικία του είχα ανακαλύψει ήδη ότι το μέλος που κρέμεται ανάμεσα στα πόδια μου είχε βαρεθεί την αποκλειστική παρέα της παλάμης μου και επιζητούσε νέους φίλους». Έφευγα από το δωμάτιο μην μπορώντας να αντέξω τις βλακείες που αράδιαζε για την πρώιμη σεξουαλικότητά του. Ο Τάκης τρελαινόταν για τις κλασικές ταινίες του παλιού κινηματογράφου. Αποστήθιζε τους διαλόγους, θυμόταν τις ενδυματολογικές λεπτομέρειες, κρατούσε στοιχεία για τον τρόπο με τον οποίο γυριζόταν κάθε ταινία που τον ενδιέφερε. Τον έπιανα πολλές φορές με κλειστά μάτια και τον ρωτούσα τι σκεφτόταν. «Την ταινία μου». Πριν από δυο χρόνια η φαντασία του μας έβαλε σε μεγάλους μπελά-
77
ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
δες. Ήταν Χριστούγεννα κι είχαμε τραπέζι τους συγγενείς μας. Ανταλλάξαμε εν μέσω μικρών κραυγών επιδοκιμασίας τα δώρα μας και περάσαμε στο σαλόνι για καφέ. Σχηματίσαμε «πηγαδάκια» και αρχίσαμε τη φλυαρία. Εγώ καθόμουν με τη Σίση, αρραβωνιαστικιά του αδελφού του Αλέξη, και τον Τάκη. Η Σίση, γνωστό «φτυάρι» στην οικογένεια, έθαβε την
78
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
πεθερά μας, που στην ηλικία της ήθελε να κάνει εγχείριση ανόρθωσης στήθους, επειδή την ενοχλούσε η σταθερή χαλάρωση του: «Δεν κοιτά τα μούτρα της, το στήθος της θέλει να φτιάξει. Λες κι έχει διάθεση ο πεθερός μας να της το πιάνει σ' αυτή την ηλικία!» σχολίασε με κακεντρέχεια. Ο Τάκης μας παρακολουθούσε χαμογελώντας και σε κάποια φάση είπε ότι θα βγει για λίγο και θα επιστρέψει σύντομα. Γύρισε λίγο αργότερα κουβαλώντας δύο... πινακίδες. Έδωσε τη μία στη Σίση λέγοντάς της: «Να την παίρνεις μαζί σου για να προειδοποιείς όσους πρόκειται να θάψεις». Η Σίση εμβρόντητη άφησε την πινακίδα να πέσει από τα χέρια της, αποκαλύπτοντας σε όλους εμάς τη γνωστή εικόνα με τον εργάτη που σκάβει και που προειδοποιεί για την εκτέλεση οδικών έργων. Πριν συνειδητοποιήσουμε το σκηνικό που εκτυλισσόταν στο σαλόνι μας, ο Τάκης έβαλε στα χέρια της κοκαλωμένης πεθεράς μου την πινακίδα που προειδοποιεί για κατολισθήσεις και της ευχήθηκε καλή επιτυχία στην εγχείριση ανόρθωσης στήθους. Η συγκέντρωση διαλύθηκε επιτόπου σε ένα όχι και τόσο ευχάριστο κλίμα, όπως κανονικά υπαγορεύει το πνεύμα των Χριστου-
79
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
γέννων. Όταν μείναμε οι τρεις μας, ο Αλέξης άρχισε να ωρύεται, επικαλούμενος τον Ηρώδη, που εκείνες τις μέρες ήταν επίκαιρος. Ο Τάκης προσπάθησε να αμυνθεί, λέγοντας πως κανένας στην οικογένεια, πλην του θείου του, δε γούσταρε τη Σίση και πως κανονικά έπρεπε να τον ευγνωμονούμε για αυτή του την κίνηση. Όσο για τη γιαγιά του, είχε αίσθηση του χιούμορ και δε θα τον παρεξηγούσε. Για την ακρίβεια, μας είπε, του έκλεισε συ-
80
Ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
νωμοτικά το μάτι την ώρα που έμπαινε στο ασανσέρ. Ο πατέρας του έδειξε να καλμάρει αλλά έριξε μια τελευταία κούφια απειλή, ότι θα τον καταδώσει στην αστυνομία αν δε βάλει τις πινακίδες εκεί που τις είχε βρει. Ο Τάκης του απάντησε ότι ευτυχώς που δεν είχε γίνει ηθοποιός, γιατί θα στερούσε από τον Αρτέμη Μάτσα το ρόλο του καταδότη στην Κατοχή. Επενέβην πριν πιαστούν στα χέρια. Αυτό το επεισόδιο κόστισε στην οικογένειά μας μερικούς μήνες παρεξήγησης με τον αδελφό του Αλέξη. Διέλυσε τον αρραβώνα του με το που μπήκε ο νέος χρόνος. Μας ξαναμίλησε το καλοκαίρι, συγκεκριμένα μας έγραψε από την Ελβετία. Είχε βρει τον έρωτα της ζωής του στην ύπαρξη μιας κοπέλας από το Βερμπιέ, της οποίας ο πατέρας είχε κτηνοτροφική μονάδα και παρήγε δικό του τυρί. Θα έρχονταν τον επόμενο χειμώνα για το γάμο. Ο Αλέξης προειδοποίησε τον Τάκη να μην κάνει κανένα βρόμικο αστείο, γιατί θα του έκοβε το σκηνοθετικό του κώλο. Στις αρχές του χρόνου ο γιος μας έφερε μερικές φορές στο σπίτι μια κοπελίτσα, τη Νόρα. Τη βοηθούσε στα μαθηματικά. Ο Αλέξης, χοντροκομμένος ως συνήθως, αντί να κάνει το σταυρό του που είχε
81
Ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
πραγματοποιηθεί η ευχή του, του κόλλαγε με πονηρά υπονοούμενα, που εκνεύριζαν τον Τάκη. Έπαψε να την εμφανίζει και, όταν τον ρωτούσα τι είχε γίνει και δεν ερχόταν πια η Νόρα, απαντούσε τσαντισμένος: «Μου τη δίνουν οι σπόντες ορισμένων». Αναρωτιόμουν αν ο γιος μας είχε αντιληφθεί ότι τον τελευταίο χρόνο οι σχέσεις των γονιών του πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Όμως κλεισμένος με τις ώρες στο δωμάτιό του, μου έκοβε κάθε δίαυλο επικοινωνίας.
82
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Η πινακίδα «δίορ», που μετά από σκληρό αγώνα διατηρούσε καρφωμένη έξω από την πόρτα του, υπεδείκνυε το απαραβίαστο της ψυχής του.
6. Η ώρα ήταν εννιά όταν χτύπησε η Χριστίνα το κουδούνι. Της άνοιξα προσπαθώντας να επαναφέρω σε τάξη το νευρικό μου σύστημα. Το σκυλί μπλέχτηκε στα πόδια της κι εκείνη το σήκωσε στην αγκαλιά της. «Τι είπε ο Αλέξης για τούτο εδώ το μαναράκι;» «Από τη στιγμή που θα 'χουν μια τυπική σχέση συγκατοίκησης, δεν τον ενοχλεί ιδιαίτερα. Εξάλλου την ίδια σχέση έχει αποφασίσει και για μας τους δυο». Η Χριστίνα πρόλαβε τους δακρυγόνους αδένες μου. «Χρειαζόμαστε μια γερή δόση καφεΐνης στις φλέβες μας. Και μετά χαλάρωση στον καναπέ και ανηλεές θάψιμο του αντρικού γένους». Μ' έπιασε απ' το χέρι, παρασέρνοντάς με στην κουζίνα. Ο Γκουσγκούνης βρισκόταν ήδη εκεί, αποβάλλοντας κάτω από το τραπέζι τα επεξεργασμένα προϊόντα του οργανισμού του. Μου 'ρθε να τον πετάξω απ' το παράθυρο. Κατάπια τα νεύρα μου, κι ενώ σφουγγάριζα τα κατορθώματά του η Χριστίνα έφτιαχνε καφέ σιγοσφυρίζοντας. Λίγο αργότερα, καθισμένες στον
83
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
καναπέ του σαλονιού, με τον Γκουσγκούνη στα πόδια μας να μασά αρειμανίως το πουλόβερ του Αλέξη, ξαναφούντωσα. «Βαρέθηκα να περιβάλλομαι από ανθρώπους που με κοιτούν και δε με βλέπουν. Κάποτε έφτανε μια ματιά του και τρίζαν οι σομιέδες τρία μερόνυχτα». Ύψωσε τα φρύδια της σαν να μη με πίστευε.
84
Ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
«Τι με κοιτάς έτσι; Είχα και τα τυχερά μου όλα αυτά τα χρόνια. Τώρα το μόνο που μου θυμίζει ότι είμαστε παντρεμένοι είναι η κοινή φορολογική δήλωση. Άσε πια τον Τάκη. Έχει υιοθετήσει τη μισόκλειστη ματιά του Τζέιμς Ντιν και αμφισβητεί τους πάντες και τα πάντα». «Πες του ότι το μπλαζέ βλέμμα του Τζέιμς Ντιν οφειλόταν σε υψηλή μυωπία και όχι σε ηθελημένο αντικομφορμισμό». «Να του το πεις εσύ, που είσαι απ' τα λίγα άτομα που παραδέχεται. Εγώ είμαι συντηρητικούρα, ενώ εσύ γουστάρεις τα περίεργα, κατά τα λεγόμενα του». Έπαιξε αυτάρεσκα με το κολιέ της. «Μπα, για κοίτα που τυγχάνω ιδιαίτερης εκτίμησης απ' τον κύριο Μπάρκα το νεότερο. Να του πεις πως θα μπω στην κατάψυξη και θα τον περιμένω σε δέκα χρόνια. Μη μας τον φάει καμιά ξένη». Ενοχλήθηκα, με τον ιδιαίτερο τρόπο που θίγεται η μάνα ακούγοντας από την αστειευόμενη φίλη της σεξουαλικά υπονοούμενα για το γιο της. «Αμάν, βρε Χριστίνα! Πώς να σε πάρουν σοβαρά οι άντρες, όταν λες κάτι τέτοια». «Και τι να τους κάνουμε τους άντρες, αφού μας βγάζουν την ψυχή; Να τους βλέπεις κι εσύ όπως εγώ. Σαν χακή συνήθεια, σαν το τσιγάρο».
85
Ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
«Τι να πω, ρε Χριστίνα, από αύριο ελαττώνω τον Αλέξη και σιγά σιγά θα τον κόψω;» «Αφού πιστεύεις ότι αυτός ο γάμος δεν τραβάει...» άφησε τη φράση ημιτελή για τα ευκόλως εννοούμενα. «Μακάρι να πέρναγε απ' το χέρι μου. Θα 'κάνα το παν για να ξαναδείξει ο Αλέξης λίγο ενδιαφέρον για μένα. Γλιστρά μέσα απ' τα χέρια μου σαν την άμμο. Θέλω να χρατήσω αυτόν το γάμο και νιώθω πως δεν μπορώ».
86
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Τα μάτια μου θόλωσαν, αλλά όχι τόσο ώστε να μη διακρίνω τη μεταβολή στη διάθεσή της. Δάγκωνε τα χείλη, που πριν από λίγα λεπτά χαμογελούσαν ανέμελα. Τι ήθελα κι εγώ να τη φορτώνω με τα προβλήματά μου, θυμίζοντάς της καταστάσεις που έζησε κι εκείνη σχετικά πρόσφατα; Γιατί έπρεπε η ανέμελη στάση της να μου δίνει το δικαίωμα να της κλαίγομαι; Μπορεί τελικά να μην είχε ξεπεράσει το Φίλιππο. Άσχετα αν έτσι ήθελε να το παρουσιάζει στον υπόλοιπο κόσμο. Αλλά εγώ ήμουν η καλύτερη της φίλη. Αν την πόναγε, δε θα μου το 'λεγε; Πήρα κουράγιο απ' τη λογική της ερώτησης μου και άφησα ελεύθερα τα αναφιλητά. Μου σκούπισε τα μάτια και η απάντησή της ξέπλυνε την ενοχή που με τύλιγε κάθε φορά που της μιλούσα για την άθλια συμπεριφορά του Αλέξη. Ήταν σκληρή γυναίκα. Πάει και τελείωσε. Μπορούσα άφοβα να κλαυθμυρίζω στον ώμο της. «Δεν είναι τόσο τραγικό όσο φαντάζεσαι. Τα πέρασα κι εγώ, αλλά δε με πήρε από κάτω. Εξάλλου, αν χωρίσεις με τον Αλέξη, δε θα μείνεις στους πέντε δρόμους. Οικονομικά ανεξάρτητη είσαι, το σπίτι σου ανήκει, κι έτσι κούκλα που είσαι μπορεί να βρεις και γκόμενο. Όχι τίποτ' άλλο, να δουν χαρά τα σκέλια σου».
87
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Μου χαμογέλασε πονηρά. Ό,τι πικρό κι αν σκεφτόταν πριν από λίγα δευτερόλεπτα, είχε χαθεί ξανά στους λαβυρίνθους του αριστερού της εγκεφαλικού ημισφαιρίου. Άναψε ένα Τσέστερφιλντ και μου το πρότεινε. «Πάρε, θα ξεχαρμανιάσεις». Αρνήθηκα και προτίμησα να βάλω ένα δεύτερο φλιτζάνι καφέ. Εκείνη ρούφηξε ηδονικά τον καπνό. «Χριστίνα, τους άντρες τους έκοψες όπως έχεις κόψει το τσιγάρο;»
88
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
«Δεν είπα ότι τους έκοψα, απλά διαπιστώνω ότι είναι επιβλαβείς για την υγεία μας». Η Χριστίνα ήταν μεν η καλύτερή μου φίλη, αλλά σπάνια μίλαγε για ό,τι τη βασάνιζε. Έτσι ήταν από το σχολείο. Εγώ έβγαζα τα εσώψυχά μου κι εκείνη με άκουγε. Ποτέ όμως δε μοιράστηκε τα δικά της μαζί μου. Αυτό δε με πείραζε, γιατί η εσωστρέφεια τη χαρακτήριζε σε όλες τις φάσεις της ζωής της και δεν είχε μόνο εμένα αποδέκτη. Η μητέρα της, που με συμπαθούσε ιδιαίτερα, με έπαιρνε παράμερα και μου έλεγε με παράπονο ότι ποτέ δεν ήξερε τι αισθάνεται πραγματικά η κόρη της. Τουλάχιστον χαιρόταν που είχε μια φίλη. Παίρνοντας θάρρος από την καλή της διάθεση, αποτόλμησα την ερώτηση που δεν της είχα κάνει από τότε που χώρισε. «Δεν έχεις πάει με άλλον μετά το διαζύγιο;» «Θα 'σουν η πρώτη που θα το μάθαινες. Πάντως, όποιος κι αν είναι ο επόμενος, του εύχομαι καλή δύναμη γιατί θα χρειαστεί κομπρεσέρ για εκεί κάτω». «Εγώ θα χρειαστώ ολόκληρο το Μετροπόντικα...» αναστέναξα. «Έλα, ρε!» φώναξε γελώντας. «Από πότε δεν έχει κοκό;» «Δέκα ολόκληρους μήνες. Τζάμπα πήγε τότε η εξόρ-
89
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
μησή μας στα καταστήματα εσωρούχων». Κοίταξε το ρολόι της. «Γλυκιά μου, πρέπει να φύγω, έχω ραντεβού στο κομμωτήριο. Θα σου τηλεφωνήσω αύριο». Σηκώθηκε στρώνοντας τις ζάρες της φούστας της — αν υποθέσουμε ότι το ελάχιστο ύφασμα που χρειάστηκε για να τη ράψει ήταν αρκετό για να ζαρώσει. Της πρότεινα να πάμε το βράδυ σινεμά, αφού «το άλλο έρ-
90
,ΜΑΪΡΑ
Π ΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
γο το 'χω ξαναδεί». Ο Αλέξης θα επέστρεφε αργά από το γραφείο. «Αγάπη μου, το βράδυ θα βγάλω τη μάνα μου για φαγητό. Της το χρωστάω από τότε που χώρισα·. Αν θες, το κανονίζουμε για την Κυριακή». Συμφώνησα και, αφού φιληθήκαμε, έκλεισα την πόρτα. Στον αέρα πλανιόταν το άρωμά της. Τη ζήλευα γιατί βγήκε αλώβητη απ' το διαζύγιό της. Λες κι έσπρωξε η ίδια το Φίλιππο στην απιστία για να τον ξαποστείλει γεμάτον τύψεις και μηνιαία οικονομική αιμορραγία. Έφερα στο μυαλό μου την ημέρα που βγήκαμε να ψωνίσουμε σέξι εσώρουχα. Εκείνη την εποχή ο γάμος της έπνεε τα λοίσθια κι ο δικός μου μόλις άνοιγε την πόρτα στη μεγάλη κρίση. Η Χριστίνα θα τα αγόραζε για προσωπική της ευχαρίστηση, εφόσον είχε αποφασίσει να πάρει διαζύγιο από το Φίλιππο. Εγώ θα ζουλούσα το σώμα μου σε κορσέδες και ζαρτιέρες, με την ελπίδα ότι θα επανέφερα τη λίμπιντο του Αλέξη, που σιγά σιγά χανόταν. Σταδιακά συνειδητοποίησα ότι πιο εύκολα διακτινιζόταν το Χαλάνδρι στον Άρη παρά η σεξουαλική επιθυμία του άντρα μου στο κρεβάτι μας. Την παρατηρούσα καθώς άλλαζε το ένα αιθέριο σετ μετά το άλλο, τραγουδώντας με βραχνή φωνή: «II
91
,ΜΑΪΡΑ
Π ΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
ίδ α ιτι&η'δ ΛνοΓίά βιιΐ ίΐ Λνοιιΐά 1>ο ηοίίπηξ Λνίΐΐιοιιΐ α Λνοηιαη». Παρ' ότι συνομήλικες, εκείνη ντυμένη, ή μάλλον γδυμένη έτσι, φαινόταν σαν τη μικρή μου αδελφή. Πλήρωνε αδρά ο Φίλιππος τα τένις κλαμπ και τα λασπόλουτρα της γυναίκας του σαν αντίβαρο στις σεξουαλικές του απιστίες. Μέχρι που η Χριστίνα αποφάσισε να συνεχίσει την καλοπέραση με τα χρήματα της διατροφής. Την έβλεπα να στροβιλίζεται μπροστά στον καθρέφτη και αναρωτιόμουν γιατί την κεράτωνε ο Φί-
92
ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
λιππος με ό,τι είχε δυο πόδια και φορούσε φουστάνι. Αλλά, βλέπεις, ο άντρας αντιδρά νευρωτικά στο φόβο ότι μετά το γάμο δε θα ξαναπλαγιάσει με άλλη γυναίκα πλην της συζύγου του. Η παράδοση δεν αλλάζει. Ο άντρας είναι πολυγαμικός από καταβολής κόσμου. Μπορεί στην Παλαιά Διαθήκη ο Αδάμ να έμεινε πιστός στην Εύα, αλλά δεν είχε και άλλες επιλογές. Πάντως, αν δε γινόταν το σκηνικό με το μήλο, σίγουρα θα την έπεφτε στο φίδι. Τελικά η εξόρμηση στα μαγαζιά είχε λήξει ως εξής: η Χριστίνα αγόρασε το μοναδικό σετ από βυσσινί εσώρουχα Ιταλού μόδιστρου, του οποίου η τιμή δικαιολογούσε την απόφαση του καταστηματάρχη να φέρει μόνο ένα κομμάτι στο μαγαζί του. Εγώ περιορίστηκα σ' ένα μαύρο κορμάκι από δαντέλα, το οποίο ουδόλως πρόσεξε ο Αλέξης το ίδιο βράδυ που το φόρεσα. Κατέληξα να το φορώ μέσα από μάλλινα πουλόβερ που με τσιμπούσαν, για να αποσβέσω τις τριάντα χιλιάδες που ξόδεψα γι' αυτό. Ξαπλωμένη στο κρεβάτι περίμενα να δω τις νυχτερινές ειδήσεις. Στα απογευματινά νέα είπαν για κάποιο πολύνεκρο δυστύχημα και νόμισα πως ανάμεσα στους νεκρούς ήταν ένας παλιός, συμμαθητής μου. Ήμουν όμως στο μπάνιο και δεν μπόρεσα να το ακούσω
93
ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
με σιγουριά. Στις 23.55' μπήκε ο Αλέξης στο σπίτι. Έκλεισα την τηλεόραση και περίμενα να εμφανιστεί στην κρεβατοκάμαρα. Καθώς δεν άκουσα καμία κίνηση που να υποδηλώνει τέτοια πρόθεση, σηκώθηκα να τον βρω. Καθόταν στον καναπέ του σαλονιού, με το βλέμμα καρφωμένο στο ταβάνι. Ασυναίσθητα σκέφτηκα μήπως παρέλειψα κανέναν ιστό αράχνης την προηγούμενη που καθάριζα τις γωνίες των ταβανιών. Με κοίταξε με το γνωστό τρόπο, μπα, εδώ είσαι;
94
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Ένιωσα πάλι την ανάγκη να μιλήσουμε για το γάμο μας, αλλά αντ' αυτού τον ρώτησα αν είχε φάει. Είχε φάει. «Ο Τάκης πού είναι;» «Στο δωμάτιό του με το σκυλί». Απέφυγα να του υπενθυμίσω πως το έλεγαν Γκουσγκούνη. «Καλά, πάω να ξαπλώσω. Με περιμένει πολύ δύσκολη μέρα στο γραφείο». Τον ακολούθησα στην κρεβατοκάμαρα και τον παρατηρούσα καθώς γδυνόταν. Είχα ξεχάσει και πώς ήταν γυμνός. Γύρισε και με κοίταξε ενοχλημένος. «Τι με κοιτάς έτσι; Έχω τίποτα;» Ε, αυτό ήταν! Ούτε να τον κοιτάξω δεν μπορούσα χωρίς να εκνευριστεί. Έπρεπε να μπει τέλος σ' αυτή την κατάσταση. Ξύπνησε ο Σπάρτακος μέσα μου. Πήρα φωτιά: «Αν έχεις τίποτα; Τα νεύρα σου! Αλλά εγώ δε φταίω να τα λούζομαι εδώ και μήνες. Για να μην πω εδώ και χρόνια. Με αγνοείς επιδεικτικά, το γιο σου σπάνια τον ρωτάς πώς τα πάει και γενικώς έρχεσαι για έναν ύπνο και καθαρή αλλαξιά. Ε, λοιπόν, βαρέθηκα! Ή καθόμαστε και συζητάμε σε βάθος ή σήκω φύγε απ' το σπίτι! Δε θα κάνει αίσθηση η απουσία σου!» Έτρεμα σύγκορμη. Όχι τόσο από οργή και παράπονο, όσο από τη συναίσθηση του τι θα μου απαντούσε. «Πολύ καλά» είπε παγερά. Φόρεσε αμίλητος το παντελόνι που μόλις είχε βγάλει και κίνησε για την
95
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
εξώπορτα. Τον πρόλαβα και μπήκα μπροστά του. «Πού πας;» «Θα σου πω όταν φτάσω». Με παραμέρισε και βρόντηξε την πόρτα πίσω του. Έφυγε ο μαλάκας! Δεν πρόλαβα να αποσώσω τη φράση μου και έφυγε. Λες και το προκάλεσε για να μη φα-
96
Ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
νεί ότι το ήθελε ο ίδιος. Δηλαδή έφυγε για τα καλά ή για να ξεθυμάνει; Έτρεξα στο μπάνιο και άνοιξα το ντους. Ήθελα να κλάψω και να ουρλιάξω αλλά φοβόμουν ότι θα με άκουγε ο Τάκης. Μπήκα στον πειρασμό να κλείσω το ντους και να κλάψω χωρίς κάλυψη, αλλά υποπτεύθηκα ότι και ο γιος μου δε θα 'μπαινε στον κόπο να δει τι μου συμβαίνει. Αυτό δε θα το άντεχα. Γέμισα την μπανιέρα και βυθίστηκα στο καυτό νερό. Μια ώρα αργότερα τα δάκρυα μου είχαν ανεβάσει τη στάθμη του νερού, τα δάχτυλα μου είχαν ζαρώσει από το μούλιασμα, και τα πρησμένα χείλη μου δεν είχαν να ζηλέψουν τίποτε απ' τα χείλη νέγρου τρομπετίστα. Όση ώρα ήμουν στο μπάνιο, είχα τεντωμένα τα αυτιά να ακούσω την εξώπορτα να ανοίγει. Φορώντας το μπουρνούζι μου, παραμύθιασα τον εαυτό μου ότι ο Αλέξης μπορεί να γύρισε την ώρα που το νερό έτρεχε και δεν έπιανα καλά τους θορύβους. Η άδεια κρεβατοκάμαρα έσβησε τη λυμφατική μου ελπίδα. Ξάπλωσα στο κρεβάτι και ένα λεπτό αργότερα ξανασηκώθηκα. Ήταν μιάμιση, αλλά ήμουν περίεργη να δω αν ο Τάκης είχε πάρει χαμπάρι τι είχε συμβεί. Στάθηκα έξω απ' το υπνοδωμάτιό του, διστάζοντας να χτυ-
97
Ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
πήσω. Το «δίορ» που ήταν κρεμασμένο στην πόρτα του με αποθάρρυνε ακόμα μια φορά.
7.
Ξημέρωσε και ο Αλέξης δεν είχε πατήσει το πόδι του στο σπίτι. Εγώ την έβγαλα καθισμένη στην μπερζέρα
98
ΜΑίΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
του σαλονιού που ήταν φάτσα στην εξώπορτα. Ο Τάκης, που προφανώς θεώρησε πολύ φυσικό να δει τη μάνα του κοκαλωμένη στην μπερζέρα στις εφτάμισι το πρωί, μου πέταξε ένα «μαμά, εγώ φεύγω. Ο Γκουσγκούνης κοιμάται στο κρεβάτι μου» και εξαφανίστηκε. Δε σηκώθηκα από τη θέση μου. Σκεφτόμουν μόνο πόσο πολύ είχα πεθυμήσει το σώμα του Αλέξη πάνω στο δικό μου. Κάποτε δεν ξεκόλλαγε ο ένας απ' την αγκαλιά του άλλου. Λέγαμε πως, αν είχαμε γεννηθεί σιαμαίοι, δε θα θέλαμε ποτέ να μας χωρίσουν. Αυτά όμως συνέβαιναν όταν εγώ ήμουν δεκάξι. Είκοσι χρόνια αργότερα δεν είχα να πω πολλά ευχάριστα για τη ζωή μου. Ο γάμος μου ήταν ένας διαρκής αγώνας δρόμου για να κρατώ τον Αλέξη ικανοποιημένο. Φαίνεται πως οι δυνάμεις μου είχαν αρχίσει να με εγκαταλείπουν. Πότε όμως συνέβη αυτό; Αόριστα το τοποθετούσα την περίοδο που αγόρασα το μαύρο κορμάκι, στην προσπάθειά μου να ζεστάνω τις σεξουαλικές μας σχέσεις, που μαράζωναν. Ήταν τόσο άδικο. Να 'χω υπερπηδήσει τόσο δύσκολα εμπόδια και ξαφνικά, μετά από δεκαεφτά χρόνια, να ξεσπά η κρίση που φοβόμουν στις αρχές του γάμου μου. Σκέφτηκα με πίκρα τον Αλέξη. Πότε σταμάτησε να με αγγίζει; Ποια ήταν η τελευταία φορά που υπήρξε
99
θερμός στο κρεβάτι, εξαιρουμένου του υψηλού πυρετού που έκανε πριν από τρεις μήνες και παρέμεινε κλινήρης μια εβδομάδα; Τις σκέψεις μου διέκοψε το κλειδί στην πόρτα. Απορημένη είδα τον Αλέξη να μπαίνει στο σπίτι στις δέκα το πρωί, ενώ αυτή την ώρα θα 'πρεπε να βρίσκεται στο γραφείο, πιθανότατα χουφτώνοντας τη γραμματέα του. Αιφνιδιάστηκε βλέποντάς με σαν το Χάρο στην πολυθρόνα.
100
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
Μετά από τόσες ώρες περισυλλογής και πεισματικής άμυνας του οργανισμού μου, κατάφερα να διατηρήσω ψυχραιμία αντάξια νευροχειρουργού. Χωρίς να κουνήσω βλέφαρο, τον άφησα να κάνει την πρώτη κίνηση. Την έκανε πηγαίνοντας στην κρεβατοκάμαρα. Απ' το σαλόνι τον άκουγα να ανοιγοκλείνει συρτάρια και να κροταλίζει κρεμάστρες στην ντουλάπα, ενώ κάποια στιγμή φώναξε «ουστ, κοπρόσκυλο, απ' τα πόδια μου». Αναρωτιόμουν αν τα μάζευε οριστικά μετά από δεκαεφτά χρόνια γάμου ή άφηνε προσωρινά τη συζυγική στέγη. Ήρθε στο σαλόνι με δύο παραφουσκωμένα σακ βουαγιάζ και μια βαλίτσα. Μάλλον σκόπευε να φύγει οριστικά. Στάθηκε απέναντι μου. «Μετά τα χτεσινά πιστεύω πως είναι καλύτερο για όλους να φύγω ένα διάστημα από το σπίτι για να σκεφτούμε με ηρεμία τι μέλλει γενέσθαι. Οι συνεχείς καβγάδες φθείρουν κι εμάς και το παιδί... » Έπαψα να τον ακούω. Αραιά και πού έφταναν στα αυτιά μου μεμονωμένες λέξεις: «τέλμα»... «υστερική»... «ο Τάκης»... «κουράστηκα»... Μέχρι που την ψυχραιμία νευροχειρουργού αντικατέστησε η θολή μανία Ιρακινού στρατιωτικού να εκτελέσει Κούρδο αντάρτη. Πετάχτηκα από την μπερζέρα ουρλιάζοντας.
101
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
«Να φύγεις! Αυτό ήθελες από καιρό. Μην τα ρίχνεις σ' εμένα, γιατί, αν ήμουν εγώ υστερική, εσύ ήσουν ο υστερόβουλος που έψαχνες δικαιολογία για να τα βροντήξεις». Τον έπιασα απ' τα μπράτσα. «Πες το λοιπόν, εδώ που φτάσαμε. Διαλύεις το σπίτι μας για μια άλλη;» «Όχι, Ελένη, κατάλαβέ το. Δεν έχω γκόμενα, δεν εί-
102
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
μαι παντρεμένος σε άλλη πόλη, ο Τάκης είναι ο μοναδικός μου σπόρος. Φεύγω γιατί νιώθω πως ασφυκτιώ σ' αυτό το σπίτι. Πες το "κλιμακτήριο", πες το όπως θες. Θα μείνω προσωρινά σε ξενοδοχείο και μετά βλέπουμε». «Σε ξενοδοχείο της Αυστραλίας θα μείνεις με τόσα ρούχα που παίρνεις;» Μου ξεαγκίστρωσε τά χέρια από τα μπράτσα του. Σήκωσε τα σακ βουαγιάζ και κίνησε για την πόρτα. Τον πρόφτασα και του έφραξα την έξοδο. «Δε θα το πεις στο παιδί;» «Πήγα στο σχολείο και ζήτησα απ' τον καθηγητή του να τον αφήσει να λείψει την πρώτη ώρα για να συζητήσουμε. Κάτσαμε σε μια καφετέρια εκεί κοντά και του μίλησα. Με ξάφνιασε η ωριμότητα της σκέψης του. Μου είπε πως, αν πιστεύω ότι η προσωρινή φυγή μου θα δώσει λύση στα προβλήματα της οικογένειας, τότε καλά κάνω και φεύγω». Μου 'ρθε το αίμα στο κεφάλι. Αποχωρούσε με τις ευλογίες του Τάκη! «Καλά, δε συνειδητοποιείς πως αυτός άλλο που δε θέλει να σε διώξει απ' τα πόδια του για να κάνει ό,τι γουστάρει; Ξεχνάς ότι του 'χεις απαγορέψει την έξοδο τα Σαββατοκύριακα και ότι τώρα θα σηκώσει παντιέρα; Ξαφνικά κατάλαβες ότι ωρίμασε επειδή δεν έφερε αντίρρηση που θα φύγεις. Τι να σου πω, Αλέξη!
103
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Είμαι η μόνη που προσπαθεί να κρατήσει ενωμένη αυτή την οικογένεια. Εγώ έπρεπε να φύγω για να εκτονωθώ κι όχι εσύ». Παραμέρισα για να τον αφήσω να φύγει. Κάθε προσπάθεια να τον εμποδίσω θα ενίσχυε την απόφαση του να δραπετεύσει από μένα. Όμως τον ρώτησα αν θα μπορούσα να του τηλεφωνώ στο γραφείο. Η απάντηση ήταν
104
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
αναμενόμενη. Καλύτερα να αποφεύγαμε κάθε επαφή για λίγο καιρό. Εκτός, βέβαια, αν επρόκειτο για κάτι πολύ σημαντικό. «Εξαρτάται,τι θεωρείς εσύ σημαντικό, Αλέξη. Μπορεί να τσακιστώ απ' τις σκάλες και να μην το θεωρήσεις σημαντικό. Μπορεί να το εκλάβεις σαν αρρωστημένη κίνηση εκ μέρους μου για να σε φέρω πίσω». Του γύρισα την πλάτη και κίνησα για την κουζίνα. Άκουσα την πόρτα να κλείνει και έβαλα τα κλάματα. Ακουμπισμένη στο νεροχύτη, έκλαιγα για ώρες και ούτε οι απελπισμένες προσπάθειες του Γκουσγκούνη να τραβήξει την προσοχή μου κατάφεραν να με κάνουν να συνέλθω. Ο Τάκης με βρήκε στην ίδια θέση όταν γύρισε απ' το σχολείο. «Μαμά, τα έμαθα. Με βρήκε το πρωί πριν μπω στην τάξη». Με τράβηξε από το νεροχύτη και μ' έβαλε να κάτσω σε μια καρέκλα. Κάθισε απέναντι μου και ο Γκουσγκούνης πήδησε στην αγκαλιά του. «Θα τον χωρίσεις;» «Θα τον σκοτώσω». «Εγώ λέω να αποφύγουμε τα αίματα και να τον αφήσουμε να κάνει αυτό που θέλει. Είμαι σίγουρος ότι γρήγορα θα επιστρέψει στο σπίτι. Πάρ' το από πρακτικής πλευράς. Θα γυρίσει για καθαρά ρούχα». «Έχει ξεκουβαλήσει σχεδόν όλη του την γκαρνταρό-
105
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
μπα. Νομίζω πως έφυγε οριστικά, κι απλά θα μας αφήσει να το καταλάβουμε μόνοι μας. Κι όχι τίποτε άλλο, λίγο πολύ με κατηγορεί ότι εγώ ευθύνομαι για τη φυγή του, επειδή, λέει, του κάνω σκηνές κάθε φορά που αργεί». Κοίταξα τον Τάκη. Σιχαινόμουν τον εαυτό μου που με έβλεπε σε τέτοια κατάσταση. Αν στεκόμουν αυτή τη
106
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
στιγμή στον καθρέφτη, θα αντίκριζα μια ιγκουάνα με πρησμένα βλέφαρα. «Μήπως σου έχει πει αν υπάρχει άλλη γυναίκα;» ρώτησα σιγανά. Χαμογέλασε. «Μου το 'πε ότι θα με ρωτήσεις. Υποστηρίζει ότι σου έχει γίνει εμμονή πως έχει γκόμενα και αυτό είναι ένας απ' τους λόγους που θέλει να μείνει λίγο μόνος». «Μόνος με την γκόμενα;» κλαψούρισα. Σηκώθηκε και με αγκάλιασε. «Μαμά, σε παρακαλώ. Μην τρελαίνεσαι. Ακόμα κι αν έχει άλλη γυναίκα, θα εκτονωθεί και θα του περάσει. Άσ' τον να ξεχαρμανιάσει και θα δεις ότι όλα θα ξαναστρώσουν». «Τι λες, παιδί μου; Και να μου τα φορέσει και να τον ξαναδεχτώ με ανοιχτές αγκάλες; Ε, δεν είμαι και τόσο ηλίθια. Αν έχει άλλη γυναίκα, να μείνει μαζί της. Κι αν δε σ' αρέσει κι εσένα εδώ πέρα, να του πεις να σου κλείσει δωμάτιο στο ξενοδοχείο που λέει ότι μένει. Και μη νομίζεις ότι τώρα που 'φυγε θα ξεπορτίζεις τα Σαββατοκύριακα. Η ποινή σου ισχύει!» Ο Τάκης σήκωσε τα χέρια στο πρόσωπό του σαν να προσπαθούσε να καλυφθεί από άγριο ξυλοκόπημα. «Σιγά, σιγά... ηρέμησε! Νομίζεις ότι όλοι οι άντρες του σπιτιού έχουν αλλοφρονήσει; Ο Γκουσγκούνης κι εγώ δε θα σε αφήσουμε λεπτό από κοντά μας. Για του
107
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
λόγου το αληθές, το βράδυ θα βγούμε και οι τρεις για σουβλάκια. Κερνάω εγώ με το χαρτζιλίκι που μου δίνεις. Και έχεις το λόγο μου για τα Σαββατοκύριακα. Μη νομίσει αυτός ότι τώρα που 'φυγε κληροδότησε χάος». Είναι απίστευτο πόσο γρήγορα αλλάζει η διάθεση του ανθρώπου! Εκεί που πίστευα πως ο συγγραφέας του βιβλίου Χωρίς οικογένεια είχε εμένα ως μούσα, ξαφνι-
108
ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
κά ανακάλυψα πως ό γιος μου δε με αγνοούσε, όπως πίστευα. Προς στιγμήν φαινόταν ότι είχα χάσει ένα σύζυγο αλλά είχα κερδίσει ένα γιο. Με αναπτερωμένο ηθικό, τηγάνισα στα γρήγορα λίγες πατάτες και για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό έφαγα μαζί με τον Τάκη στην κουζίνα. Ήπιαμε και από δύο μπίρες και ο Τάκης δήλωσε ότι θα ξυπνήσει την ώρα που θα πάμε για σουβλάκια. Η ώρα ήταν πέντε όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Παράτησα τη λάτρα στο νεροχύτη και έτρεξα να το σηκώσω με την τρελή ελπίδα ότι ήταν ο Αλέξης, μετανιωμένος και έτοιμος να επιστρέψει. Η φωνή που άκουσα ήταν γυναικεία και παντελώς άγνωστη. Λες να 'ναι η γκόμενα, που πήρε να τσεκάρει αν έφυγε απ' το σπίτι του; Ευτυχώς για την αξιοπρέπεια μου, η γυναίκα στην άλλη γραμμή συστήθηκε αμέσως. «Συγγνώμη, που παίρνω τέτοια ώρα. Λέγομαι Κατερίνα Ρήγα και θα 'θελα να μου πείτε αν η κυρία Ελένη Σπίνου εξακολουθεί να μένει σ' αυτό το σπίτι». Το γεγονός ότι κάποια Κατερίνα Ρήγα γνώριζε το πατρικό μου όνομα με καθησύχασε. «Εγώ είμαι η Ελένη, μόνο που έχω το επίθετο του άντρα μου, Μπάρκα». Αναρωτήθηκα με πικρία για πόσο καιρό ακόμα θα έκανα χρήση αυτού του επιθέτου. «Εσείς ποια είστε;» Ο πληθυντικός
109
ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
αντικαταστάθηκε αμέσως από ενικό ανακούφισης. «Ελένη, είμαι η Κατερίνα Αλεξιάδου, η συμμαθήτρια σου από το γυμνάσιο. Από κεκτημένη ταχύτητα χρησιμοποίησα κι εγώ το όνομα του άντρα μου. Στην τύχη πήρα στο πατρικό σου σπίτι, γιατί μετά το σχολείο δεν είχα άλλο σου τηλέφωνο. Δυστυχώς σε παίρνω για κάτι δυσάρεστο».
110
ΜΑίΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Έκανε παύση, σαν να ήθελε να δώσει έμφαση στο γεγονός που θα μου ανήγγειλλε. Εγώ πάλι δεν μπορούσα να σκεφτώ τι δυσάρεστο μπορούσε να με συνδέσει με την παλιά συμμαθήτριά μου. «Τον θυμάσαι το Μιχάλη Βασιλείου; Καθόταν στο πρώτο θρανίο, ακριβώς μπροστά σου... » Ξαφνικά κατάλαβα τι θα μου έλεγε. Δεν έκανα λάθος όταν νόμισα πως άκουσα το όνομά του στα θύματα του τροχαίου πριν από μια μέρα. Παρ' όλο που είχα να δω το Μιχάλη πάνω από δεκαπέντε χρόνια, μου κόπηκαν τα γόνατα. Σωριάστηκα σε μια καρέκλα κρατώντας το ακουστικό. Η Κατερίνα συνέχιζε μέσα από το τηλέφωνο: «...τον έφεραν σήμερα από την Καλαμπάκα, όπου έγινε το τροχαίο, και αύριο γίνεται η κηδεία του στο Πρώτο Νεκροταφείο. Είπα να μαζέψω όσους πιο πολλούς συμμαθητές μας μπορούσα για να του πούμε το τελευταίο αντίο. Αν μπορείς να έρθεις... » «Ναι, ναι, ασυζητητί. Βρήκες αρκετούς συμμαθητές μας;» προσπάθησα να συνέλθω απ' το σοκ. «Δεν είχα μεγάλη τύχη. Εσύ ήσουν απ' τους λίγους που συνέχισαν να ζουν στο πατρικό τους. Ένας μάλιστα τρόμαξε να θυμηθεί ποιος ήταν ο Βασιλείου. Κάποιοι προφασίστηκαν ανειλημμένες υποχρεώσεις.
111
ΜΑίΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Δεν τους αδικώ, μετά από τόσα χρόνια». «Εγώ, Κατερίνα, θα έρθω οπωσδήποτε. Θα τηλεφωνήσω μάλιστα και στη Χριστίνα Κουμπάρη, τη θυμάσαι; Κάνουμε ακόμα παρέα και θα θέλει να έρθει κι αυτή». Συνεννοηθήκαμε για την ώρα και κλείσαμε το τηλέφωνο. Αμέσως σχημάτισα τον αριθμό της Χριστίνας. Στο τρίτο χτύπημα απάντησε ο αυτόματος τηλεφωνητής. Της άφησα μήνυμα να με πάρει κατεπειγόντως. Πήγα στην κρεβατοκάμαρα και άνοιξα την ντουλάπα μου.
112
Ο ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
Στο βάθος ήταν καταχωνιασμένο ένα κουτί από παπούτσια μέσα στο οποίο είχα φωτογραφίες. Το πήρα και κατευθύνθηκα στο σαλόνι, αφού έκανα μια στάση στην κουζίνα για να πάρω μια μπίρα. Κούρνιασα στον καναπέ και άνοιξα το κουτί. Ήπια μια γερή δόση μπίρας κι άρχισα να σκαλίζω τις αναμνήσεις μου. Ο Αλέξης με τάιζε πτιφούρ σε μια δεξίωση. Η Χριστίνα έκανε κερατάκια πάνω από το κεφάλι του Αλέξη και του Λουκά στο πάρτι μου. Η Χριστίνα, ντυμένη Μίνι Μάους, χόρευε ξέφρενα με τον Αλέξη, ντυμένο νυμφομανή καλόγρια, σε κάποιο μπαλ μασκέ μας. Ο Τάκης, ντυμένος Αθανάσιος Διάκος, αποχαιρετούσε τα εγκόσμια σε μια σχολική γιορτή. Ο Φίλιππος κρατούσε μια τούρτα γενεθλίων και χαμογελούσε στο φακό αλληθωρίζοντας και βγάζοντας τη γλώσσα. Ξαφνικά το μάτι μου έπεσε σε μια φωτογραφία από τις ξεχασμένες εκείνου του πρώτου μου πάρτι. Μερικοί συμμαθητές μου κάθονταν σ' έναν καναπέ κοιτάζοντας το φακό. Ο άκρη δεξιά ήταν ο Μιχάλης Βασιλείου. Έφερα τη φωτογραφία κοντά στα μάτια και έμεινα να την παρατηρώ πολλή ώρα. Κοίταξα την υπόλοιπη μπίρα που περίμενε υπομονετικά στο μπουκάλι και με δυο γουλιές την έστειλα στο
113
Ο ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
στομάχι μου για τη διαδικασία της ζύμωσης. Είχε πάει οχτώ. Ξανατηλεφώνησα στη Χριστίνα, είχε πάλι τον αυτόματο. Αποφάσισα να πάρω τη μητέρα της. Δεν είχε νέα της κόρης της από χτες, κι όταν της είπα ότι την έψαχνα για την κηδεία του Μιχάλη αναστατώθηκε φοβερά. Είχα ξεχάσει ότι στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου η μαμά της Χριστίνας, φιλόλογος ούσα, τον βοηθούσε στην έκθεση. Ζήτησε να 'ρθει μαζί μου στο νεκροταφείο και με διαβεβαίωσε ότι θα προσπαθούσε και η ίδια να επικοινωνήσει με την κόρη της.
114
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Μόλις έκλεισα το τηλέφωνο, εμφανίστηκε ο Τάκης αγουροξυπνημένος, ακολουθούμενος από τον επίσης ζαβλακωμένο από τον ύπνο Γκουσγκούνη. Με απολογητικό ύφος ακύρωσε την έξοδό μας, γιατί την επομένη έγραφε διαγώνισμα και το 'χε ξεχάσει. Προσποιήθηκα άτι χασμουριόμουν για να κρύψω τα δάκρυα απογοήτευσης που ανέβηκαν στα μάτια μου. Πόνταρα πολλά σ' αυτήν την έξοδο. Αφενός θα ζέσταινα τις σχέσεις μου με τον Τάκη, αφετέρου θα ξέχναγα για λίγο ότι από δω και μπρος —και ο Θεός ήξερε για πόσο— θα κοιμόμουν μόνη στο διπλό κρεβάτι. «Δεν πειράζει, αγόρι μου, εξάλλου κι εγώ νύσταξα με τις πολλές μπίρες και θα πέσω νωρίς για ύπνο». «Δεν πιστεύω να το ρίξεις στο ποτό τώρα που 'φυγε ο μπαμπάς». «Δε θα γίνω αλκοολική με τις τρεις μπίρες που ήπια. Εξάλλου και οι αρχαίοι Σπαρτιάτες μαζί με το κολατσιό του σχολείου δίναν μπίρα στα παιδιά τους». «Επίσης, όταν σακατεύονταν, τα έριχναν στον Καιάδα. Δε σου κάνω κήρυγμα, μαμά, απλά δε θέλω να σε πάρει από κάτω, έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα». «Το ξέρω, μωρό μου, τα πρώτα πενήντα χρόνια είναι δύσκολα».
115
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Χαμογέλασε και, αφού με καληνύχτισε, κλείστηκε στο δωμάτιό του. Ξαφνικά με έπιασε ναυτία. Συγχρόνως ένα μπαράζ ρεψίματος κατέστησε επιτακτική την ανάγκη να βουρτσίσω τα δόντια μου. Στην πόρτα του μπάνιου μας μαρμάρωσα. Στη θέα του διπλού νιπτήρα έχασα κάθε διάθεση να αποκαταστήσω τη γεύση στο στόμα μου. Το κύμα της κατάθλιψης πάφλαζε ήδη στα αυτιά μου. Τότε που ανακαινίζαμε το διαμέρισμα με τον Αλέξη ήταν της μόδας οι διπλοί νιπτήρες. Πού να φα-
116
Ο ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
νταστώ όταν ανταλλάσσαμε χαμόγελα γεμάτα αφρούς οδοντόπαστας, σαν ερωτευμένοι επιληπτικοί, ότι σήμερα θα αντιλαμβανόμουν τη ματαιότητα του διπλού νιπτήρα. Ήμουν στο σωστό χώρο για να φτύσω τη συντροφικότητα του Αλέξη. Αποφασιστικά ζύγωσα τη γούρνα μου και άφησα το νερό να τρέξει για πολλή ώρα. Ήπια με τις χούφτες μέχρι που μ' έπιασε λόξιγκας. Εξαντλημένη έπεσα στο κρεβάτι. Μου φάνηκε πολύ μεγάλο για τα τετραγωνικά του δωματίου. Ζάρωσα στη μεριά μου και κουκουλώθηκα ως τα αυτιά, απαγορεύοντας αυστηρά στον εαυτό μου να μυρίσει το αριστερό μαξιλάρι. Κάποια στιγμή με πήρε ο ύπνος. Φυσικά είχα εφιάλτες. Ξύπνησα με την αίσθηση ότι φώναζα «πριόνι». Αφουγκράστηκα, αλλά το σπίτι ήταν τυλιγμένο στη σιωπή που επιβάλλουν οι πρώτες πρωινές ώρες. Στις εξίμισι σηκώθηκα να φτιάξω καφέ. Όσο έβραζε, επιθεώρησα την κατάσταση στην ντουλάπα του Αλέξη. Άνοιξα συρτάρια, ψαχούλεψα ράφια, κροτάλισα κρεμάστρες. Ούτε ο Ναπολέων δεν επιθεώρησε τόσο σχολαστικά το πλήγμα που υπέστη απ' το στρατηγό Μπλύχερ στο Βατερλό. Ο απολογισμός ήταν τραγικός: δύο ζευγάρια κάλτσες, κάποια παλιομοδίτικα πουκάμισα και
117
ΜΑΪΡΑ
Π ΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
σακάκια και τα αθλητικά του παπούτσια ήταν οι μόνοι επιζώντες μάρτυρες της αντρικής παρουσίας. Έτρεξα στο τηλέφωνο. Ήταν εφτά, αλλά η Χριστίνα θα 'δειχνε κατανόηση για το ακατάλληλον της ώρας μόλις της έλεγα για την κηδεία του Μιχάλη και τη φυγή του Αλέξη. Άλλο και τούτο... δεν απαντούσε. Η κυρία ή ζούσε έναν παράφορο μυστικό έρωτα ή διέτρεχε μεγάλο κίνδυνο ή —Χριστέ και Κύριε— ήταν ήδη νεκρή! Έδιωξα γρήγορα από το μυαλό μου την τρίτη πιθανό-
118
Ο ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
τητα. Απέκλεισα και τη δεύτερη, γιατί, αν όντως πίστευα ότι διατρέχει κίνδυνο, θα καλούσα αμέσως την αστυνομία. Πράγμα που θα έβαζε σε κίνδυνο τη φιλία μας, αν κάποιοι ευσυνείδητοι αστυνομικοί έκαναν έφοδο στο σπίτι της και έβρισκαν κατεβασμένο το τηλέφωνο και την ίδια γυμνή στην αγκαλιά της πρώτης πιθανότητας. Αποφάσισα να περάσω αργότερα απ' το σπίτι της. Πίνοντας καφέ στην κουζίνα, προσπάθησα να βάλω σε τάξη τις σκέψεις μου. Ήμουν προσωρινό θύμα της «κλιμακτηρίου» του Αλέξη ή παρατημένη του κερατά; Και από πότε περνούν οι άντρες «κλιμακτήριο» στα σαράντα; Να περιμένω ότι θα ξανασμίξουμε ή θα μου τηλεφωνήσει για να ζητήσει διαζύγιο; Σκέφτηκα τα άδεια συρτάρια του. Οι πιθανότητες να ξαναγυρίσει στη συζυγική κλίνη ήταν θλιβερά λίγες. Έτσι όπως με κοίταζε χτες, έδειχνε ότι θα προτιμούσε να ξαπλώσει στο κρεβάτι του Προκρούστη παρά στο δικό μας. Έβαλα τα κλάματα. Αν κάποιος άνοιγε εκείνη τη στιγμή ένα λεξικό συνωνύμων, θα 'βρισκε το όνομα μου δίπλα στη λέξη «μοναξιά». Ο Τάκης είχε δηλώσει ότι μετά το σχολείο θα φύγει στο εξωτερικό. Τι θα έκανα μόνη μ' ένα φαλακρό σκύλο σε ένα σπίτι εκατόν σαράντα τετραγωνικών; Δεν ήταν στο χαρακτήρα μου να γραφτώ στη ΧΕΝ και να μάθω βελονάκι στα τριάντα
119
ΜΑΪΡΑ
Π ΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
έξι μου. Μπορεί να έπαιρνα εσωτερική Φιλιππινέζα και να της μίλαγα με τις ώρες για την άκαρδη συμπεριφορά του Αλέξη. Θα αναπτύσσαμε βαθιά φιλία, όπως η κυρία Ντέιζυ με το σοφέρ της. Κι αν κάποτε τηλεφωνούσε ο Αλέξης, εκείνη θα τον διαολόστελνε σε άπταιστα ελληνικά Τρούμπας. Το τηλέφωνο χτύπησε πράγματι αλλά δεν ήταν ο Αλέ-
120
Ο ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
ξης. Η μητέρα της Χριστίνας ζητούσε συγγνώμη που τελικά δε θα με συνόδευε στην κηδεία. Της είπα ότι θα περάσω απ' το σπίτι της κόρης της. Βγήκα απ' την πολυκατοικία, ξέροντας εκ προοιμίου ότι δε θα την έβρισκα.
8. Όταν έφτασα στην παλιά μονοκατοικία με την τεράστια μπουκαμβίλια στην πρόσοψη, κατάλαβα ότι ήταν μάταιο να χτυπήσω το κουδούνι. Ένας λογαριασμός του ΟΤΕ και δύο φυλλάδια, που υπόσχονταν κοτόπουλο στα κάρβουνα και ΓαννοΓ σε έξι μήνες αντίστοιχα, σφηνωμένα στο χερούλι της εξώπορτας, μαρτυρούσαν την απουσία της. Χτύπησα το κουδούνι αλλά δεν απάντησε κανείς. Άρχισα να κάνω άσχημες σκέψεις και έφυγα πριν νομίσω ότι έφτασε στα ρουθούνια μου οσμή πτωμαΐνης. Θα ξαναπροσπαθούσα μετά την κηδεία. Κοίταξα το ρολόι μου, είχα μπροστά μου τουλάχιστον πέντε ώρες. Μπήκα σε ένα κατάστημα και ρώτησα την πωλήτρια αν είχε κάτι που να ταιριάζει με μαύρο. Με ρώτησε τι είχα μαύρο. Της απάντησα «διάθεση». Έφυγα από κει με ένα γκρι ταγέρ. Στο σπίτι τάισα τον Γκουσγκούνη, έγραψα ένα σημείωμα στον Τάκη για το πού θα είμαι και,
121
ΜΑΪΡΑ
Π ΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
φορώντας το καινούριο μου ταγέρ, έφυγα με έναν αέρα πένθους για το νεκροταφείο. Σταμάτησα ένα ταξί και, μόλις είπα τον προορισμό μας, ξέσπασα σε κλάματα. Ο ταξιτζής τραύλισε δυο λόγια παρηγοριάς και δισταχτικά με ρώτησε ποιος πέθανε. «Ο γάμος μου!» αναλύθηκα σε καινούρια δάκρυα. Στο υπόλοιπο της διαδρομής ο φου-
122
ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
καράς δεν έβγαλε άχνα, μόνο μου 'ριχνε κλεφτές ματιές απ' τον καθρέφτη. Κάλυψα τα πρησμένα μάτια πίσω από μαύρα γυαλιά και μπήκα στην εκκλησία. Προσπάθησα να βρω παλιούς συμμαθητές αλλά το τσούξιμο των ματιών μου, σε συνδυασμό με το χρόνο, που αλλάζει τις φυσιογνωμίες, κατέστησε αδύνατο τον εντοπισμό τους. Στάθηκα πίσω από δυο άντρες που σίγουρα δεν περηφανεύονταν για την πλούσια κόμη τους. Μπορεί αυτά τα αραιοκατοικημένα κεφάλια να ανήκαν κάποτε σε μαλλιάδες συμμαθητές μου. Συνέχισα να ψάχνω με το βλέμμα για κάποιον γνωστό ώσπου είδα την Κατερίνα, που με ειδοποίησε για το Μιχάλη. Δεν έκανα λάθος, γιατί η τριχωτή ελιά στο πιγούνι της δέσποζε ακόμα, μετά από δεκαοχτώ χρόνια, σαν φάρος σε ακρωτήρι. Αναρωτήθηκα πώς στην ευχή παντρεύτηκε με τέτοιο πράγμα στη μούρη. Εκτός αν είχε πάρει τυφλό. Αλλά και πάλι δε θα την έπιανε με τα δάχτυλα του; Εκτός αν πέρα από τυφλός ήταν και κουλός. Το νευρικό γέλιο που ανέβηκε στο λαρύγγι μου με-
123
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
τατράπηκε έντεχνα σε λυγμό και ο κύριος δίπλα μου μου 'πιασε απαλά το μπράτσο και ψιθύρισε κάτι σαν «όλοι εκεί θα καταλήξουμε». Γύρισα και τον κοίταξα. Αναγνώρισα ένα συμμαθητή μου. «Κώστα, με θυμάσαι; Η Ελένη Σπίνου είμαι» υποτόνθόρυσα. «Δε σας θυμάμαι, επειδή δε με λένε Κώστα αλλά Νικήτα» απάντησε στον ίδιο τόνο. Ντροπιασμένη μουρμούρισα συγγνώμη που τον μπέρδεψα με άλλον και έκανα λίγο πιο κει. Άκουσα τη φωνή του πάνω από τον ώμο μου: «Συμμαθήτρια του Μιχάλη ήσαστε;»
124
ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
Μα καλά, αυτός έχει διάθεση για κουβεντούλα την ώρα της κηδείας; Ενοχλημένη απάντησα ένα κοφτό «ναι» και κόλλησα πίσω από τους δύο άντρες με τη φαλάκρα. Ο ένας από τους δύο γύρισε και με κοίταξε. «Σοφάκι! Κι εσύ εδώ;» ψιθύρισε έκπληκτος. Του εξήγησα ότι δεν ήμουν το Σοφάκι. Ωραίοι ήμασταν! Αυτά κάνουν δεκαοχτώ χρόνια που έχεις να δεις τον άλλον. Κάποτε έφτασε η στιγμή να συνοδέψουμε το φέρετρο στον τάφο. Πλησίασα κοντά σε κάτι μαυροφορεμένους, προφανώς συγγενείς του. Το κλίμα ήταν πολύ βαρύ για την εύθραυστη ψυχική μου κατάσταση. Την ώρα που κατέβαζαν το φέρετρο στο λάκκο, ξέσπασα σε γοερό κλάμα, ώστε κάποιοι γύρισαν με περιέργεια προς το μέρος μου. Η γυναίκα του, που μέχρι εκείνη την ώρα φώναζε «Μιχάλη μου, γύρνα κοντά μου», σταμάτησε απότομα το μοιρολόι και κάρφωσε το αγριεμένο βλέμμα της επάνω μου. Ίσως σκεφτόταν ότι τελικά δεν ήξερε τον άντρα της τόσο καλά όσο νόμιζε. Απομακρύνθηκα πριν το «Μιχάλη μου, γύρνα κοντά μου» μετατραπεί σε «πόρνη, θα σε στείλω μαζί του». Άντε να εξηγήσεις σε όλους αυτούς ότι εγώ ζούσα το προσωπικό μου δρά-
125
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
μα κι ότι οικειοποιήθηκα το γενικό οδυρμό για να δώσω άλλοθι στη χαμένη μου αυτοκυριαρχία. Μήπως τε-\ λικά είχα παρεξηγήσει τον Αλέξη; Αν όντως δούλευε εξαντλητικά και δεν είχε διάθεση για ερωτήσεις; Μήπως το άγχος τόσων χρόνων να τον κρατήσω τον κούρασε και ήθελε να ξεσκάσει; Αυτές οι σκέψεις τριβέλιζαν το μυαλό μου την ώρα που καθόμουν σ' ένα γωνιακό τραπέζι στην αίθουσα που μοίραζαν κονιάκ και καφέ. Πάνω που έκανα στο ατομικό κέικ τρύπες με το δάχτυλο, είδα τον άντρα που είχα
126
ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
περάσει για συμμαθητή μου να έρχεται προς το μέρος μου. Σε μια αυθόρμητη αντίδραση κοκεταρίας, φόρεσα τα σκούρα γυαλιά με την ταχύτητα που έβγαζα στο σχολείο το διορθωτικό σιδεράκι από τα δόντια, όταν με πλησίαζαν αγόρια που μου άρεσαν. Με ρώτησε αν μπορούσε να καθίσει στο τραπέζι μου. Του το επέτρεψα. Όσο η υπάλληλος του κυλικείου άφηνε στο τραπέζι μας κονιάκ, καφέ και κέικ, είχα όλο το χρόνο να τον παρατηρήσω. Μπορεί να ήμουν παντρεμένη —αν και αυτό παιζόταν—, αλλ' αυτό ποτέ δε με εμπόδιζε να θαυμάζω σιωπηλά την αρρενωπή γοητεία ενός άντρα. Και εκείνη τη στιγμή είχα απέναντι μου ένα τέτοιο παράδειγμα. Με έπιασε που τον κοίταζα και χαμογελώντας μου πρότεινε το χέρι του. «Ας ξανασυστηθούμε μεγαλόφωνα. Νικήτας Χήρος». Του το έσφιξα μηχανικά. «Χήρος, είπατε;» «Ναι, με ήτα. Το μοναδικό επίθετο στον τηλεφωνικό κατάλογο και ένα από τα επώνυμα που τυγχάνουν μεγάλης καζούρας. Όλο λέω ότι θα το αλλάξω, αλλά τελικά μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε».
127
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
«Τι να πει και η γυναίκα σας, που θα λέγεται Χήρα. Κι αν έχετε και πέντε παιδιά, ποιος τη χάρη τους». Διαπίστωσα ότι το χαμόγελό του ήταν εξίσου γοητευτικό. «Αυτή τη στιγμή η γυναίκα μου μάλλον ζωντοχήρα , λέγεται. Όσο όμως ήμαστε παντρεμένοι, λεγόταν Χήρου. Και καλά που δεν αποκτήσαμε παιδιά, για πολλούς και διάφορους λόγους. Εσείς όμως δε μου επαναλάβατε το όνομά σας». «Χίλια συγγνώμη... Ελένη Σπίνου». Όπα σκέφτηκα γιατί Σπίνου και όχι Μπάρκα;
128
Ο ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
«Ε, πάντως κι ο άντρας σας ως "Σπίνος" θα 'χει φάει πολλά... σκάγια για το επίθετο του». Γέλασα με το λογοπαίγνιο. Οι άνθρωποι με χιούμορ μ' έκαναν να νιώθω άνετα. «Ώστε είστε παντρεμένη» συνέχισε. Μήπως διέκρινα κάποιον τόνο απογοήτευσης στη φωνή του; «Σε διάσταση». Μα καλά, τι έλεγα η τρελή; Μια μέρα είχε φύγει ο Αλέξης κι εγώ παντρολογιόμουν σε κηδεία! Μέχρι πριν από λίγο βαλάντωνα στο κλάμα και τώρα έψαχνα με το βλέμμα την πόρτα της τουαλέτας για να πάω να πουδράρω τη μύτη μου. Την εντόπισα και του ζήτησα συγγνώμη για λίγο. Στον καθρέφτη αντίκρισα το γνώριμο πια πρήξιμο των ματιών και την κατακόκκινη μύτη. Έριξα άφθονο νερό στο πρόσωπο και προσπάθησα να θάψω τη μύτη μου κάτω από τόνους πούδρα. Γύρισα στο τραπέζι και χαμογέλασα στο Νικήτα. Με κοίταξε παρατεταμένα, σε σημείο που άρχισα να νιώθω άβολα. Τελικά έλυσε τη σιωπή του. «Ο Μιχάλης φταίει, ή μάλλον έφταιγε, που είστε σε διάσταση με τον άντρα σας;»
129
Ο ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
«Ορίστε;» Η γνήσια έκπληξή μου τον έκανε να προσθέσει με απολογητικό ύφος. «Θα με περνάτε για τρελό, αλλά, όταν σας είδα να κλαίτε έτσι γοερά λίγο πιο πίσω από τους συγγενείς του, και τη γυναίκα του να σας κοιτά έτσι... » Τον διέκοψα έξαλλη: «Μα για ποια με περάσατε; Πιστεύετε πως, αν είχα σχέση με το Μιχάλη, θα 'χα το θράσος να εμφανιστώ στην κηδεία του και να κλαίω απροκάλυπτα;» Σηκώθηκα απότομα από τη θέση μου και κίνησα να φύγω. Μου
130
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
κράτησε το χέρι και με παρακάλεσε να καθίσω. Υπάκουσα. «Ήμουν άγαρμπος. Συγχωρέστε με και αφήστε με να σας εξηγήσω». Ήπιε μια γουλιά κονιάκ και ακολούθησα το παράδειγμα του. Ξαφνικά νοστάλγησα τον Αλέξη. Πριν ξαναγίνω έρμαιο των δακρυϊκών αδένων μου, του έκανα νόημα να μιλήσει. «Η γυναίκα μου με παράτησε πριν από δυο χρόνια για το Μιχάλη Βασιλείου». Η ψυχραιμία του με σόκαρε. «Μα αυτός ήταν παντρεμένος!» Με κοίταξε με ειρωνικό βλέμμα. «Και λοιπόν;» Αναστέναξα. «Σωστά, και λοιπόν;» Ένιωσα την ανάγκη να καπνίσω. Του ζήτησα τσιγάρο. «Λυπάμαι, δεν καπνίζω. Να σας βρω από κάπου αλλού». Κοίταξε γύρω του για κάποιον καπνιστή. «Αφήστε, ούτε εγώ καπνίζω. Έτσι μου 'ρθε. Λοιπόν, για πείτε μου» τον παρότρυνα να συνεχίσει. «Θα αναρωτιέστε γιατί ήρθα στην κηδεία του, αφού, όταν μου ζήτησε διαζύγιο η Λίζα, ορκίστηκα να πάω να τον σκοτώσω». «Σας πρόλαβε η διερχόμενη νταλίκα στην Καλαμπάκα» είπα στεγνά. Σήκωσε μοιρολατρικά τα χέρια. «Με δυο χρόνια καθυστέρηση. Όμως σ' αυτό το διάστημα ο θυμός μου ξεθύμανε και έφτασα στο σημείο να ευγνωμονώ το Βασιλείου, που μου 'δείξε τι
131
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
γυναίκα είχα παντρευτεί». «Καλό αυτό, πώς το κάνατε; Ίσως χρειαστεί και σ' εμένα». «Σας άφησε για άλλη γυναίκα;» φάνηκε να ξαφνιάζεται, σε σημείο που κολακεύτηκα.
132
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
«Θα δείξει. Όλα έγιναν πρόσφατα». Πιο πρόσφατα από ό,τι φαντάζεσαι. «Παρ' όλ' αυτά, δεν μπορώ να καταλάβω τι δουλειά έχετε στην κηδεία του». «Κι εγώ δεν ξέρω. Κάτι με παρακίνησε να έρθω». «Μήπως για να δείτε αν θα ερχόταν η πρώην γυναίκα σας;» «Δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση. Όταν κάποια στιγμή ο Βασιλείου της δήλωσε ότι δε σκοπεύει να χαλάσει το γάμο του για ένα ωραίο πήδημα —με συγχωρείτε για την έκφραση — , αυτή τον έλουσε με τα χειρότερα λόγια και τον απείλησε ότι θα τα ξέρναγε όλα στη γυναίκα του». «Και το έκανε;» «Ναι». «Και αυτή τον χώρισε;» «Τον συγχώρησε, πείτε καλύτερα. Φυσικά, αυτό δεν το περίμενε η Λίζα, που γύρισε σ' εμένα σαν τη βρεγμένη γάτα, ζητώντας να δείξω την ίδια μεγαλοψυχία που έδειξε και η Βασιλείου στον άντρα της». «Κι εσείς τη δείξατε;» «Όχι, γιατί εγώ την κίνηση της Βασιλείου δεν την εξέλαβα ως μεγαλοψυχία αλλά ως αδυναμία να διώξει τον άντρα που την ταπείνωσε. Πέρασα εφιαλτικές στιγμές παρακολουθώντας την πρώην γυναίκα μου να εξευτελίζεται εκλιπαρώντας με να ξαναφτιάξουμε τη ζωή μας».
133
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Ήπιε μια γουλιά κονιάκ και έμεινε σιωπηλός κοιτώντας το ποτήρι με το κεχριμπαρένιο υγρό. «Υποθέτω ότι το διαζύγιο που ήθελε αρχικά της το δώσατε εσείς με το ζόρι». «Σωστά υποθέτετε. Αν και ομολογώ ότι κάποιες στιγμές που ένιωθα πολύ μόνος ήμουν έτοιμος να της τηλε-
134
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
φωνήσω. Τελικά, καλά που δεν το 'κανα. Έμαθα από κοινούς γνωστούς ότι εδώ και αρκετούς μήνες τα έχει μπλέξει πάλι μ' έναν παντρεμένο. Νομίζω δικηγόρο». Ένιωσα ναυτία. Ο Αλέξης ήταν παντρεμένος δικηγόρος που εδώ και ένα χρόνο ήταν τουρίστας στο σπίτι του. Ο Νικήτας κατάλαβε την αλλαγή στη διάθεσή μου. «Συμβαίνει τίποτα, κυρία Σπίνου;» «Δε... δεν ξέρω. Ίσως η ταραγμένη μου φαντασία μου παίζει περίεργα παιχνίδια. Μήπως γνωρίζετε το όνομα του δικηγόρου;» έκανα με αγωνία. Λίγο ακόμα και θα σωριαζόμουν στο πάτωμα του κυλικείου. Γούρλωσε τα μάτια του. «Αν είναι ποτέ δυνατόν! Απ' όλους τους παντρεμένους δικηγόρους έτυχε να πέσει στον άντρα σας; Δεν το πιστεύω. Όμως μπορώ να μάθω για να σας φύγει η ιδέα. Θέλετε να βρεθούμε για φαγητό αύριο το μεσημέρι; Θα έχω τις πληροφορίες που θέλετε και συγχρόνως θα μου δοθεί η ευκαιρία να σας ξαναδώ» πρότεινε με την άνεση παλιού γνώριμου. Αν δεν είχε προηγηθεί η συζήτηση για τη νέα κατά-
135
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
κτηση της τέως συζύγου του, θα κολακευόμουν αφάνταστα απ' τη διάθεση του να με ξαναδεί, ειδικά στη σκέψη ότι ο Αλέξης γλεντοκόπαγε κάπου σαν χαμένο κορμί. Όμως τα φίδια που με είχαν ζώσει ασφυκτικά δε μου άφηναν περιθώρια για φιλάρεσκες σκέψεις. Με ενδιέφερε να τον ξαναδώ απλά και μόνο για να διαπιστώσω αν η πρώην γυναίκα του πηδιόταν με το σύζυγό μου. Δώσαμε ραντεβού την άλλη μέρα στις δύο, στο Ιντερκοντινένταλ. Έφτασα στο σπίτι σαν υπνωτισμένη. Στο βάθος του μυαλού μου χτύπαγε ένα τηλέφωνο. Όταν ενεργοποιήθηκε ο τηλεφωνητής και άκουσα τη
136
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
Χριστίνα να ρωτά πού είχα ξεπορτίσει, ξύπνησα. Έτρεξα και σήκωσα το ακουστικό πριν τελειώσει το μήνυμά της. «Καλά, πού ήσουν και δεν το άκουγες;» «Χριστίνα, πρέπει να 'ρθεις γρήγορα στο σπίτι, έχουν συμβεί πολλά» λαχάνιασα. «Μη μου πεις, πρόβλημα υγείας;» «Ναι, εντός ολίγου θα πάθω εγκεφαλικό. Έλα, σε παρακαλώ, πρέπει να μιλήσουμε».
9. Η ώρα ήταν εξίμισι και ο Τάκης δε θα ερχόταν πριν τις δέκα από το φροντιστήριο. Η σιωπή ήταν αφόρητη. Ακόμα και ο Γκουσγκούνης κοιμόταν στον καναπέ. Άνοιξα το ραδιόφωνο όσο περίμενα τη Χριστίνα. «Φεύγω κι αφήνω πίσω μου συντρίμμια... » τραγουδούσε η κυρία Αλεξίου. Γύρισα σταθμό πριν ακούσω τον εκφωνητή να λέει «ο Αλέξης το αφιερώνει στην Ελένη». Από τα συντρίμμια έπεσα στη Γλυκερία, που της έφαγαν τα δαχτυλίδια, και λίγο αργότερα η Δήμητρα Γαλάνη διαπίστωνε ότι «δεν είσαι εδώ, δεν υπάρχεις πια μες στη ζωή
137
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
μου». Το έκλεισα. Η επιθυμία να καπνίσω επανήλθε δριμύτερη. Ανοιγόκλεισα συρτάρια και ντουλάπια αλλά ο Αλέξης είχε πάρει και τα τσιγάρα του. Με σίγουρο βήμα κατευθύνθηκα στο δωμάτιο του Τάκη. Με λίγη τύχη και με τα στατιστικά στοιχεία, που ήθελαν το 90% των εφήβων να καπνίζουν κρυφά, άρχισα την έρευνα. Αφού βρήκα μερικά ΡβηίΗοιιχβ στον πάτο της ντουλάπας του και ένα κουτί προφυλακτικά —αυτό ήταν σοκ— κάτω από το στρώμα του, ανακάλυψα επιτέλους ένα πακέτο Κάμελ στη δεξιά τσέπη της σχολικής του
138
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
τσάντας. Το πουλάκι μου, είχε αρχίσει από τα βαριά. Αναρωτήθηκα αν έπρεπε να τον κατσαδιάσω που κάπνιζε, σκέφτηκα όμως ότι θα 'πρεπε να του εξηγήσω πώς το είχα ανακαλύψει. Πήρα ένα τσιγάρο, ευχόμενη σιωπηλά να μην τα είχε μετρημένα. Αλλά και να τα 'χε, ποτέ δε θα σκεφτόταν ότι η μανούλα του εισέβαλε στο βασίλειο του κι έκανε τράκα εν αγνοία του. Στην πρώτη ρουφηξιά λίγο έλειψε να δω τα έντερα μου στο πάτωμα. Βήχοντας μπήκα στο σαλόνι και σωριάστηκα στον καναπέ. Ο Γκουσγκούνης γλίτωσε την πολτοποίηση από θαύμα. Γρύλισε ενοχλημένος και τράβηξε για την κουζίνα. Κάπνισα το υπόλοιπο τσιγάρο με κάποια αξιοπρέπεια. Η διάθεσή μου πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Όταν άνοιξα στη Χριστίνα, τα μάτια μου είχαν το γνωστό κόκκινο χρώμα. «Τι έγινε, Ελένη; Γιατί είσαι έτσι;» ανησύχησε. «Θα σου πω. Πάμε μέσα,γιατί έχεις να ακούσεις πολλά και καλά θα κάνεις να τα ακούσεις καθισμένη». Προχωρήσαμε στο σαλόνι. Κάθισε και περίμενε κοιτάζοντας με στα μάτια. «Καταρχήν, πού ήσουν δυο
139
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
μέρες που σε έψαχνα;» την κατηγόρησα που έλειπε τις ώρες που υπέφερα. «Είχα δουλειές εκτός Αθηνών. Πες μου τώρα τι έγινε». Έριξε μια ματιά στο μισοσβησμένο τσιγάρο ανασηκώνοντας τα φρύδια και επανέλαβε την ερώτηση: «Τι έγινε, Ελένη;» «Ο Αλέξης έχει γκόμενα». Με κοίταξε σαν να μην πίστευε στα αυτιά της. «Πώς το ξέρεις;» Της διηγήθηκα όλα όσα διαδραματίστηκαν τις δύο τελευταίες μέρες. Από τη φυγή του Αλέξη, μέχρι τη συ-
140
Ο ΙΟΥΛΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
ζήτηση μου με το Νικήτα στο κυλικείο του νεκροταφείου. Κατά τη διάρκεια της διήγησης εκείνη παρουσίασε ένα περίεργο τρέμουλο καθώς κάπνιζε το ένα Τσέστερφιλντ μετά το άλλο. Ολοκλήρωσα και περίμενα την αντίδραση της. Πάντως δεν ήταν αυτή που φανταζόμουν. Ενώ περίμενα να αρχίσει το υβρεολόγιο κατά του Αλέξη, αυτή έβαλε τα κλάματα. Έμεινα να την κοιτώ σαν χαμένη. Υποτίθεται ότι είχε έρθει για να παρηγορήσει εμένα. «Άλλο και τούτο! Γιατί έβαλες τα κλάματα;» σταυροκοπήθηκα. «Δεν το πιστεύω αυτό που συμβαίνει!» ψιθύρισε μέσα από τα αναφιλητά της. Την κοίταζα μην ξέροντας τι να κάνω. «Αν εσύ η σκληροτράχηλη αντιδράς έτσι, εγώ τι πρέπει να κάνω; Να αυτοπυρποληθώ;» Σκούπισε τα μάτια της και με έπιασε από τους ώμους. «Ελένη, άκουσε με. Παράτα τον αμέσως! Έχεις παντρευτεί ένα ρεμάλι!» «Έτσι φαίνεται. Αλλά εσύ γιατί το πήρες κατάκαρδα;» ψέλλισα αδυνατώντας να εντάξω τη συμπεριφορά της σε κάποιο λογικό πλαίσιο.
141
Ο ΙΟΥΛΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
«Γιατί έχω σχέση με τον Αλέξη περίπου εδώ κι ένα χρόνο». «Τι εννοείς έχω σχέση με τον Αλέξη περίπου εδώ κι ένα χρόνο;» επανέλαβα τη φράση σαν χαζή, πιστεύοντας ότι η επανάληψη θα άλλαζε το νόημά της. «Εννοώ ότι κοιμόμαστε μαζί». Άφησε τους ώμους μου και έστρεψε αλλού το βλέμμα της. Αυτό ήταν από τα άγραφα. Είχε διάθεση για πλάκες, τη στιγμή που επιβεβαιωνόταν ο χειρότερος φόβος μου. Χαμογέλασα βεβιασμένα στην ενσυνείδητη πρόθεσή της να πάρω ριζικές αποφάσεις.
142
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
«Κόφ' το! Δε με κάνεις να νιώσω μεγαλύτερη οργή για να τον ξαποστείλω μια και καλή». Ξεφύσηξε κουρασμένα. «Δε σου κάνω πλάκα». Το σύστημα σκέψης μου έπαθε βραχυκύκλωμα. Έβγαλα κοφτές ανάσες σε μια προσπάθεια να εισπνεύσω όσο περισσότερο αέρα μπορούσα. Μάλλον ονειρευόμουν. Η πίεση και το άγχος τόσων χρόνων μου έκαναν ζημιά. Η αρρωστημένη φαντασία μου έβαζε την καλύτερη μου φίλη να πει λόγια που στην πραγματικότητα δεν ξεστόμισε. Σίγουρα ονειρευόμουν. Σύντομα θα εμφανιζόταν και ο Τάκης για να μου ανακοινώσει ότι θα πήγαινε στην Καζαμπλάνκα ν' αλλάξει φύλο για να παντρευτεί το αγόρι του. Χαμογέλασα χαζά. Εστίασα την προσοχή μου στην πασχαλίτσα που κρεμόταν με χρυσή αλυσίδα από το λαιμό της Χριστίνας. Κάπου είχα κι εγώ μια ίδια. Μας είχε χαρίσει από μία η μητέρα της κάποιο Πάσχα. Αναθάρρησα. Για να προσέχω τέτοιες λεπτομέρειες, αυτό σήμαινε ότι δεν είχε γίνει ο παραπάνω διάλογος. Αλλιώς γιατί να είμαι τόσο ήρεμη; Αντί να παρατηρώ πασχαλίτσες που κρέμονταν από χρυσές αλυσίδες, έ-
143
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
πρεπε να έχω πετάξει τη Χριστίνα από το παράθυρο. «Όπως σου έλεγα, ανακάλυψα τυχαία ότι με απατά... » έπιασα τη συζήτηση από κει που την είχα αφήσει πριν μπλεχτώ στο άσχημο παιχνίδι της φαντασίας μου. Κούνησε δεξιά κι αριστερά το κεφάλι. «Σταμάτα, Ελένη. Δεν ωφελεί να κάνεις ότι δεν το ακούς» φώναξε. «Φύγε!» ψιθύρισα. Ένιωσα κουρασμένη. Πολύ κουρασμένη. Ξαφνικά δε με βάσταγαν τα πόδια μου. Την απιστία του Αλέξη με μια άσχετη μπορεί να την άντεχα. Στο κάτω κάτω, ζούσα και ξαναζούσα αυτή τη σκη-
144
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
νή σε κάθε εφιάλτη. Ποτέ όμως δεν αναγνώριζα τη Χριστίνα στο πρόσωπο της γυναίκας που ξεμυάλιζε τον άντρα μου. Την προδοσία της καλύτερης μου φίλης πώς να την αντέξω; Πώς μπόρεσες; Τόσοι άντρες υπήρχαν ελεύθεροι. Τον δικό μου βάλθηκες να τυλίξεις; Της έριξα μια άγρια ματιά και την ξαναπρόσταξα να φύγει. «Άκουσέ με πρώτα και μετά θα φύγω» παρακάλεσε. «Δε με ενδιαφέρει ό,τι και να μου πεις» άρχισα να χάνω τον έλεγχό μου. «Το ήξερα ότι αργά ή γρήγορα θα γινόταν κάτι τέτοιο. Δεν ήθελα να χάσουμε τη φιλία τόσων χρόνων, αλλά ο Αλέξης με πλησίασε λίγο μετά το διαζύγιό μου, σε μια φάση που ήμουν πολύ τρωτή για να αντισταθώ. Τόνωσε τον εγωισμό μου, λέγοντας μου ότι με ήθελε από τότε που με γνώρισε αλλά εγώ τα 'χα με τον κολλητό του και δεν μπορούσε να μπει ανάμεσα μας». Θεέ μου, τι μου λέει; Ο Αλέξης την ήθελε τόσα χρόνια και ποτέ δεν το κατάλαβα; «Ενώ εσύ δε λογάριασες τη φιλία μας όταν έβγαζες τα μάτια σου μαζί του». «Πίστεψέ με, αντιστάθηκα μεγάλο διάστημα. Όμως ήμουν τσακισμένη από τις απιστίες του
145
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
Φίλιππου. Ο Αλέξης με πυρπολούσε με λουλούδια, γράμματα, δώρα, σε μια εποχή που γνώριζα μόνο εγκατάλειψη και προδοσία». «Εμένα μου φαινόσουν ακμαιότατη όταν χώριζες. Πού να φανταστώ ότι ευθυνόταν ο Αλέξης γι' αυτό». Άρχισα να ζαλίζομαι. «Δεν τα φτιάξαμε όταν έπαιρνα διαζύγιο. Προσποιόμουν την άνετη σ' όλο τον κόσμο γιατί έτσι είχα μάθει
146
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
από μικρή. Να μη με πατούν οι άντρες. Ο Φίλιππος το ανέτρεψε, αλλά αρνιόμουν να το παραδεχτώ. Πέρασα αρκετό διάστημα κλαίγοντας βουβά και συγχρόνως αρνιόμουν την πολιορκία του Αλέξη. Τον είχα σιχαθεί γι' αυτό που έκανε... » «Σκέψου να μην τον είχες σιχαθεί». Το δωμάτιο άρχισε να στροβιλίζεται. Μετά βίας στεκόμουν όρθια. Κι όλα αυτά τα παραμύθια ότι δεν είχε πάει μ' άλλον... Ότι θα ήμουν η πρώτη που θα το μάθαινε... «Μου 'λεγε ότι έφταιγε το γεγονός πως έμεινες έγκυος λίγο μετά το σχολείο και παντρευτήκατε αμέσως. Θα 'ταν διαφορετικά τα πράγματα αν είχε ζήσει τη ζωή του. Ένα βράδυ που τα συζητούσαμε πίνοντας κρασί στο σπίτι μου, μεθύσαμε, κι από κει άρχισε η ιστορία. Του είχα πει εδώ και καιρό να το διαλύσουμε πριν γίνει ανεπανόρθωτη ζημιά. Έβλεπα πόσο υπέφερες και δεν άντεχα στη σκέψη ότι σου παίζαμε τέτοιο παιχνίδι. Έφτασε στο σημείο να με απειλήσει πως, αν διαλύαμε τη σχέση μας, θα σ' τα ξέρναγε όλα. Ήμουν σ' ένα φαύλο κύκλο. Μου εκμυστηρευόσουν τις υποψίες σου κι εγώ προσπαθούσα να σε κάνω να τον διώξεις μόνη σου για να απαλλαγούμε και οι δύο».
8ο
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Τι γελοία που ήμουν, Θεέ μου! Να μιλάω για πιθανή γκόμενα του άντρα μου στην καλύτερη μου φίλη, που ήταν η γκόμενα του άντρα μου! Σωριάστηκα στον καναπέ, καλύπτοντας με τα χέρια το πρόσωπο. Δεν άντεχα να μοιράζομαι μαζί της την παραμικρή σύσπαση των μυών μου. Ήθελα να μείνω μόνη. «Σε παρακαλώ, φύγε τώρα, πριν αρχίσω να συνειδητοποιώ το κακό που μου 'χεις κάνει σ' όλη του την έκταση». «Θα φύγω, αλλά σκέψου ότι θα μπορούσες να μην
8ο
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
έχεις μάθει τίποτα για μένα. Όμως θυσίασα τη φιλία μας για να καταλάβεις ότι ο Αλέξης είναι σαν το Φίλιππο και σαν όλους τους άντρες. Σκέφτεται μόνο με το κάτω κεφάλι, αδιαφορώντας για το κακό που προξενεί στους οικείους του. Κάποτε έπρεπε να ανοίξεις τα μάτια σου». «Και προθυμοποιήθηκες εσύ να το κάνεις, βγάζοντας τα δικά σου με τον άντρα μου!» άρχισα να υψώνω επικίνδυνα τη φωνή μου. «Τσακίσου από δω μέσα! Να μη σε ξαναδώ μπροστά μου!» ούρλιαξα. «Μακάρι να πηδιέται αυτή τη στιγμή με κάποια άλλη! Ποτέ δεν περίμενα να το πω, αλλά τώρα το εύχομαι ολόψυχα». Έκανε μεταβολή και κατευθύνθηκε προς την έξοδο. Την ώρα που άνοιγε την πόρτα, τη σταμάτησα. «Περίμενε ένα λεπτό». Πήγα στην κρεβατοκάμαρά μου κι άνοιξα ένα ντουλάπι με καπέλα. Δεν άργησα να βρω αυτό που έψαχνα. Γύρισα στη Χριστίνα που είχε μείνει ακίνητη στην πόρτα. «Αυτό στο επιστρέφω». Της έδωσα ένα καπέλο του μπέιζ-μπολ, που μου 'χε φέρει από την Αμερική πριν από πολλά χρόνια. Είχε κεντημένο το σλόγκαν: Ο άντρας μου με παράτησε για την καλύτερη μου φίλη και μου λείπει η άτιμη. «Ήταν προφητικό αλλά μέχρι ενός σημείου. Εσύ δεν
149
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
πρόκειται να μου λείψεις ποτέ». Της γύρισα την πλάτη και, μόλις άκουσα την πόρτα του ασανσέρ να κλείνει, ξέσπασα σε γοερά κλάματα. Δεν κατάλαβα πώς βρέθηκα στο κρεβάτι μου, ούτε πόσες ώρες έκλαιγα. Θυμάμαι μόνο πως ο Τάκης με σκουντούσε κάποια στιγμή και κάπου στο βάθος του μυαλού μου αναγνώριζα έναν τόνο πανικού στη φωνή του: «Μαμά, τι έχεις; Τι συνέβη; Έγινε τίποτα με τον μπαμπά ;»
150
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Προσπάθησα να ανοίξω τα μάτια μου αλλά το πρήξιμο τα κρατούσε κλειστά με πείσμα. Και η προσπάθειά μου να μιλήσω ήταν το ίδιο απογοητευτική. Έβγαλα κάτι σαν ρόγχο, που προκάλεσε ταχυκαρδία στο γιο μου. «Μαμά, θα τηλεφωνήσω στη φίλη σου τη Χριστίνα. Έρχομαι σ' ένα λεπτό». Το όνομά της λειτούργησε σαν μπαρούτι. Τινάχτηκα από το κρεβάτι και του 'πιασα το χέρι: «Τάκη, περίμενε. Μην την πάρεις τηλέφωνο, θα σηκωθώ». Το βλέμμα του ήταν ένα μείγμα ανακούφισης, που νεκραναστήθηκα,και απορίας, που αντέδρασα έτσι στην πρόταση του. «Τσακώθηκες και με τη Χριστίνα;» Ξανακάθισα βαριά στο κρεβάτι, ανήμπορη να αποφασίσω τι να του πω. Να του πω για τα αίσχη του πατέρα του και να προσεύχομαι για ήπια αντίδραση ή να τα μπαλώσω αλλιώς; «Συγχώρεσε με, καλέ μου, που σε αναστάτωσα. Μένω πολλές ώρες μόνη μου εδώ μέσα και σκέφτομαι διάφορα... » «Γι' αυτό είπα να τηλεφωνήσω στη φίλη σου για να σε φτιάξει λίγο» επέμεινε. Χαμογέλασα πικραμένα. Με είχε φτιάξει με το παραπάνω. Σηκώθηκα αποφασιστικά από το κρεβάτι και
151
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
τον αγκάλιασα. Με έσφιξε κι αυτός κάπως μουδιασμένα, τα πολλά χάδια τον έφερναν σε δύσκολη θέση. Τον άφησα και πρότεινα να φτιάξω κάτι για φαγητό. «Έννοια σου, εγώ έχω φάει στο γυρισμό από το φροντιστήριο. Κοίτα να βάλεις εσύ κάτι στο στόμα σου». «Μα τι ώρα έχει πάει;» Ξαφνιάστηκα όταν μου είπε
152
ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
πως ήταν περασμένες έντεκα. Του είπα να μην ανησυχεί, θα έβαζα κάτι στο στόμα μου. «Ελπίζω να μην είναι η κάννη ενός όπλου» είπε μισοαστεία μισοσοβαρά. Στον ίδιο τόνο του απάντησα πως, αν μου 'λειπε το σίδερο, θα προτιμούσα τις φακές. Με καληνύχτισε και πήγε στο δωμάτιό του. Περίμενα να ακούσω το χαρακτηριστικό γδούπο της πόρτας του, όμως για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια το απόρθητο φρούριο του Τάκη έμεινε ανοιχτό. Μπήκα για ένα γρήγορο ντους, αλλά το ζεστό νερό που αγκάλιαζε παρήγορα το σώμα μου δε μ' άφηνε να εγκαταλείψω τη θαλπωρή της μπανιέρας. Έκλεισα τη βρύση μόνο όταν μου πέρασε από το μυαλό ότι ο Τάκης θα όρμαγε στο μπάνιο, νομίζοντας ότι έχω πάρει βαρβιτουρικά και κείτομαι νεκρή στα πλακάκια. Το ρολόι στον τοίχο της κουζίνας έδειχνε δύο όταν έριξα την ομελέτα άθικτη στον σκουπιδοτενεκέ. Την καμουφλάρισα με δυο τρεις χαρτοπετσέτες για να μη δει ο Τάκης το πρωί ότι τελικά δεν κατέβηκε μπουκιά στο στόμα μου. Στην όλη μου δυστυχία ήταν παρηγορητικό το γεγονός ότι τουλάχιστον αυτός δε μου γύρισε την πλάτη, αλλά με τον τρόπο του μου 'δωσε να καταλάβω ότι θα με υποστήριζε. Ξαπλωμένη στο
153
ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
κρεβάτι ξανάφερα στο μυαλό μου τα γεγονότα των τελευταίων εικοσιτετραώρων. Ποιος με είχε καταραστεί και ζούσα τέτοιο εφιάλτη; Κι αν ίσχυε αυτό που λένε «εδώ πληρώνονται όλα», εγώ τι αμαρτία είχα κάνει πέρα από την απόκρυψη δύο ενοικίων από την εφορεία; Έκλεισα σφιχτά τα μάτια και προσπάθησα να σκεφτώ κάτι πιο ευχάριστο. Στο μουσείο βασανιστηρίων του Άμστερνταμ υπήρχε η λεγόμενη «ξύλινη κάπα», φτιαγμένη από κορμό δέντρου, η οποία φορτωνόταν στην
154
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
πλάτη της πόρνης που διαπομπευόταν στην πλατεία της πόλης. Ήταν ό,τι έλειπε από την γκαρνταρόμπα της Χριστίνας. Μ' αυτήν την ενδυματολογική επισήμανση με πήρε ο ύπνος.
10. Στις πέντε ξύπνησα απότομα. Απόρησα μονάχα μια στιγμή στη θέα του άδειου μαξιλαριού του Αλέξη κι αμέσως το κομπιούτερ του εγκεφάλου μου φόρτωσε τις τελευταίες πληροφορίες. Ήταν 05.05' το πρωί κι εγώ ήμουν μια σύζυγος που ο άντρας της την απατούσε με την καλύτερη της φίλη, όπως πιθανότατα και με την ερωμένη του νεκρού πια συμμαθητή απ' το γυμνάσιο... Ξαφνικά θυμήθηκα το Νικήτα και το ραντεβού μας το μεσημέρι στην Πέργκολα του Ιντερκοντινένταλ. Μου ήταν αδύνατον να πάω αλλά δεν υπήρχε τρόπος να τον ειδοποιήσω. Τι να του πω του ανθρώπου; Άδικα έκανες τον κόπο, βρήκα με ποια πηδιέται ο άντρας μου; Αποφάσισα να πάω στο ραντεβού μόνο και μόνο για να του πω ότι ακυρώνεται. Στις δύο ακριβώς το ταξί με άφησε στην είσοδο του ξενοδοχείου. Πριν μπω στο εστιατόριο, πέρασα από την τουαλέτα για να διαπιστώσω αν η γενναία δόση του κονσίλερ έκρυβε καλά τους κύκλους των ματιών μου. Αναρωτήθηκα αν θα δινόταν ποτέ η ευκαιρία στο
155
Νικήτα να δει το πρόσωπο μου απαλλαγμένο από τη θλίψη. Μόλις με είδε, σηκώθηκε από το τραπέζι και ήρθε προς το μέρος μου. «Είχα το προαίσθημα πως δε θα 'ρθείτε, αλλά ευτυχώς το διέψευσε η παρουσία σας. Χαίρομαι ειλικρινά
156
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
που σας ξαναβλέπω». Με οδήγησε στη θέση μου και έκανε νόημα στο μετρ. Κατέφθασε με το μενού και περίμενε λίγο πιο πέρα διακριτικά μέχρι να αποφασίσουμε. «Ακούστε, δεν πρόλαβα να σας μιλήσω στην είσοδο, αλλά ήρθα για να επαληθεύσω το προαίσθημα σας. Δεν μπορώ να μείνω...» «Μα γιατί; Έχω νέα που θα σας χαροποιήσουν. Ένα καλό μπουκάλι κρασί θα εξαφανίσει τις αναστολές σας για όποιο λόγο κι αν υπάρχουν». Πριν προλάβω να αρθρώσω αντίρρηση, φώναξε το μετρ και παρήγγειλε ένα λευκό κρασί. Μου χάρισε το πιο γοητευτικό του χαμόγελο και με ρώτησε αν μπορούσαμε να καταργήσουμε τον πληθυντικό. Έβαλε κρασί στα ποτήρια μας και ύψωσε το δικό του. «Θα πιούμε στο χαμόγελο ανακούφισης που θα σχηματίσεις μόλις σου πω ότι ο άντρας σου είναι ασφαλής από τα νύχια της τέως συζύγου μου. Μίλησα χτες το βράδυ μ' ένα φίλο μου και μου είπε ότι η Λίζα τα 'χει μπλέξει μ' ένα δικηγόρο ονόματι Μπάρκα». Χαμογέλασα χαιρέκακα. Ώστε ο Αλέξης απατούσε και την γκόμενά του εκτός από μένα. Ρούφα τη, Χριστίνα! Ήπια το κρασί μου με τρεις γουλιές και βρέθηκα στα πρόθυρα της υστερικής ιλαρό-
157
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
τητας. Απ' τη στιγμή που ο Αλέξης είχε καταστρέψει την οικογένειά μου και τη σχέση μου με τη Χριστίνα, ποσώς με απασχολούσε πού αλλού έχωνε το πουλί του. Όσο σκεφτόμουν την κωμικοτραγική κατάσταση, τόσο τρανταζόμουν απ' τα γέλια. Ο Νικήτας αρχικά συνόδεψε την καλή μου διάθεση, σίγουρος ότι οφειλόταν στα ευχάριστα νέα. Όταν όμως παρατήρησε την κλιμάκωση
158
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
σε συνδυασμό με το μάτι μου, που γυάλιζε επικίνδυνα, κόπηκε το γέλιο του μαχαίρι. Κοίταξε ανήσυχος δεξιά κι αριστερά. Υπέθεσα ότι μάλωνε τον εαυτό του που έδινε ραντεβού με τέτοια ευκολία. Έπρεπε να του εξηγήσω ότι δεν το είχα σκάσει από το Δρομοκαΐτειο. Έκανα νόημα να μου γεμίσει το ποτήρι. Υπάκουσε, αν και κάπως διστακτικά, όταν είδε πόσο πρόθυμα είχα πιει το πρώτο. «Νικήτα, ο άντρας μου τα 'χει με την πρώην γυναίκα σου». Με κοίταξε αποσβολωμένος. «Μα αυτή τα 'χει μ' έναν Μπάρκα κι εσύ μου 'πες ότι λέγεσαι Σπίνου... πώς...» ψέλλισε. «Σου συστήθηκα με το πατρικό μου και, απ' ό,τι θυμάμαι, δεν ανέφερα όνομα συζύγου». Τα 'χασε. Το κρασί, που στα τρία πρώτα λεπτά της συζήτησης κόντευε να τελειώσει, αποδείκνυε ότι το λευκό Μαίουδ ήταν ιδανικό για συζητήσεις με έντονο περιεχόμενο. Παραγγείλαμε δεύτερο μπουκάλι και από ένα φιλέτο για να βγούμε ευπρεπώς από το Ιντερκοντινένταλ και όχι τρικλίζοντας. Η διάθεση να το βάλω στα πόδια μόλις αντίκρισα το Νικήτα αντικαταστάθηκε από την ανάγκη να τον κάνω κοινωνό της τραγωδίας μου. «Μπορεί να μην πιστέψεις αυτά που θα σου πω γιατί τέτοιες συμπτώσεις συμβαίνουν μία στο εκατομμύριο. Ομως αυτή η ιστορία έχει βάλει σε κίνδυνο
159
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
την ψυχική μου ισορροπία και θα τρελαθώ αν δεν τη διηγηθώ σε κάποιον. Κι αυτή τη στιγμή μου φαίνεσαι ο μόνος κατάλληλος. Χτες ήταν η πιο δύσκολη μέρα της ζωής μου. Έκλαψα, χτυπήθηκα, έβρισα και κάποια στιγμή πρέπει να με εγκατέλειψαν οι αισθήσεις μου. Σκέφτηκα να μη συναντηθούμε σήμερα, γιατί ό,τι και να μου 'λεγες δε θα μου έκανε εντύπωση. Ομως κατά κάποιο τρόπο με ω-
160
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
φέλησε η συνάντηση μας. Όπως συμπλήρωσε, πολύ σοφά, ο Μαρξ τον Χέγκελ: "Η ιστορία επαναλαμβάνεται, την πρώτη φορά σαν τραγωδία και τη δεύτερη σαν φάρσα"». Με κοίταζε σιωπηλός, διαισθανόμενος το βάρος της εξομολόγησης μου. Τα φιλέτα στα πιάτα μας παρέμεναν άθικτα, όμως το κρασί δεν είχε την ίδια τύχη. Άρχισα να του μιλάω για τον Αλέξη, για τις προσπάθειες που κατέβαλλα να σώσω το γάμο μου, για τον Τάκη, τη σχέση μου με τη Χριστίνα και την προδοσία της. Με άκουγε με πραγματικό ενδιαφέρον. Σταμάτησα να μιλάω κι επικράτησε σιωπή. Ο μετρ πλησίασε το τραπέζι μας και ρώτησε αν έφταιγε κάτι που δεν άγγιξε κανείς το φιλέτο του. Ο Νικήτας τον διαβεβαίωσε ότι φαίνονταν πολύ νόστιμα αλλά θυσιάστηκαν στο βωμό μιας ενδιαφέρουσας συζήτησης. Είπα να μας φέρουν το λογαριασμό. Πλήρωσε εκείνος, παρ' όλο που προέβαλα χειραφετημένη αντίσταση. Σηκώθηκα και ξανάκατσα απότομα. Ένιωσα το ταβάνι του εστιατορίου να προσγειώνεται στα πόδια μου. Με βοήθησε να σηκωθώ και, κρατώντας με γερά απ' τους ώμους, βγήκαμε απ' το ξενοδοχείο. Αν ζούσε ο
161
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Ορέστης Μακρής, θα ζήλευε το μεθυσμένο βάδισμά μου. Με οδήγησε στο αυτοκίνητό του. Σωριάστηκα στο κάθισμα του συνοδηγού κι έκλεισα τα μάτια. Κάθισε κι αυτός στη θέση του χωρίς να ανάψει τη μηχανή. Φαίνεται ότι βυθίστηκα σε λήθαργο, γιατί, όταν ξύπνησα, είχε σκοτεινιάσει κι εγώ δε βρισκόμουν πια καθισμένη στο αυτοκίνητο του Νικήτα αλλά ξαπλωμένη σ' έναν καναπέ κάποιου άγνωστου σπιτιού. Σηκώθηκα απότομα και χίλιες τρομπέτες παιάνισαν στο κεφάλι μου.
162
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Πριν προλάβω να μιλήσω, εμφανίστηκε ο Νικήτας με δύο φλιτζάνια καφέ και ένα κουτί ασπιρίνες. «Μ' έφερες στο σπίτι σου; Γιατί δε με πήγες στο δικό μου;» διαμαρτυρήθηκα χλιαρά. «Πρώτον, γιατί δεν ξέρω πού μένεις και, δεύτερον, γιατί άρχισες να ροχαλίζεις πριν προλάβω να σε ρωτήσω». Χαμογέλασε, σαν να διασκέδαζε με την κατάσταση. Κοκκίνισα. «Δεν έχω ροχαλίσει ποτέ μου». «Αυτό θα 'μαι σε θέση να το διαπιστώσω αν κοιμόμαστε μαζί για κάποιο διάστημα». Πετάχτηκα όρθια αψηφώντας το κύμα ναυτίας που με κατέκλυσε. «Ποια νομίζεις ότι είμαι! Σου άνοιξα την ψυχή μου κι εσύ πας να το εκμεταλλευτείς!» Έβαλε τα γέλια μπροστά στο ξέσπασμα της πτωχής πλην τιμίας κορασίδος. «Ελένη, είναι η δεύτερη φορά που με παρεξηγείς. Φοβάμαι ότι αρχίζεις να χάνεις το χιούμορ που διέγνωσα ότι έχεις». «Έχω χάσει τόσα πολλά αυτό το διάστημα, ώστε το χιούμορ είναι το τελευταίο που θα ψάξω να ξαναβρώ» μαλάκωσα. «Δεν έχεις δίκιο. Με χιούμορ αντιμετωπίζονται όλες οι καταστάσεις. Και οι πιο τραγικές. Ρώτα κι εμένα που είμαι αδελφή ψυχή. Έλα, πάρε μια ασπιρίνη και
163
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
πιες λίγο καφέ. Αν σου έκαναν αλκοτέστ αυτή τη στιγμή, θα έτρωγες ισόβια». «Τι ώρα είναι;» «Εφτάμισι». «Τι;» τσίριξα. «Ο Τάκης θα αναστατώσει τον κόσμο, που δε θα με βρει στο σπίτι. Πρέπει να φύγω τώρα! Πού έχει πιάτσα ταξί;»
164
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
«Εσύ μου 'λεγες ότι ο Τάκης ποσώς ενδιαφέρεται για τα τεκταινόμενα στο σπίτι σας». «Άλλαξε όταν έφυγε ο Αλέξης. Τώρα έχει βαλθεί να με προσέχει μην κάνω καμιά τρέλα». Προσπάθησα να εντοπίσω την τσάντα μου. Το πρόσεξε. Χάθηκε σ' ένα δωμάτιο κι εμφανίστηκε μετά από λίγο μ' ένα ασύρματο τηλέφωνο. «Ο κύριος Γκράχαμ Μπελλ θα αναλάβει να καθησυχάσει τον προστάτη σου γρηγορότερα από έναν ταξιτζή». «Άσε καλύτερα, λείπω πολλές ώρες και θέλω να συνέλθω στο οικείο μου περιβάλλον». Μου 'πιασε τα χέρια και με έβαλε να κάτσω στον καναπέ. «Θα επιμείνω σε δύο πράγματα. Αν τα δεχτείς, θα σε γυρίσω εγώ στο οικείο σου περιβάλλον. Πρώτον, θα ειδοποιήσεις τον Τάκη ότι είσαι ζωντανή κι ότι θα καθυστερήσεις σε μια φίλη σου γιατί πίνετε καφέ. Και, δεύτερον, θα πιεις το συγκεκριμένο καφέ στο σπίτι μου». Σχημάτισα το τηλέφωνο του σπιτιού μου και βγήκε ο τηλεφωνητής. Άφησα μήνυμα στον Τάκη ότι είμαι σε μια φίλη και να μην ανησυχεί. Ο Νικήτας κρατούσε το φλιτζάνι με τον καφέ και με παρατηρούσε. Μόλις τέλειω-
165
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
σα, μου έδωσε το φλιτζάνι και κάθισε σε μια πολυθρόνα απέναντί μου. «Το πρώτο βήμα για μια καλή φιλία είναι να γνωρίζει ο ένας πώς πίνει τον καφέ του ο άλλος. Εδώ υπάρχουν ζάχαρη και γάλα, σε περίπτωση που βάζεις κάτι απ' αυτά. Εγώ πάντως τον πίνω σκέτο για να απολαμβάνω ανόθευτη τη γεύση του». «Τι σύμπτωση! Κι εγώ γι' αυτό το λόγο τον πίνω σκέτο». Χαμογέλασα και μου το ανταπέδωσε.
166
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
«Ωραία, τώρα που γίναμε φίλοι, έλα να δούμε τι άλλα κοινά έχουμε». «Νόμιζα πως μου ζήτησες μόνο δύο πράγματα, το τηλεφώνημα και τον καφέ. Η εκ βαθέων συζήτηση τελείωσε στο Ιντερκοντινένταλ» του πέταξα ξερά. Φαίνεται πως η καφεΐνη που κύλησε στο αίμα μου, εκτός από το οινόπνευμα έσβησε και τα τελευταία ίχνη καλής συμπεριφοράς. Έσκυψε το κεφάλι εμφανώς στενοχωρημένος. Μετάνιωσα για τον απότομο τρόπο μου. Τι έφταιγε αυτός ο δυστυχής να πληρώσει τα σπασμένα; Τον έπιασα απ' τα μούτρα, αντί να τον ευχαριστήσω που με μάζεψε πριν γίνω σούργελο. Βιάστηκα να επανορθώσω. «Λοιπόν, πρώτο κοινό σημείο» άρχισα να μετράω με τα δάχτυλα «η πρώην σύζυγός σου, που τα 'φτιαξε με τον πρώην άντρα μου». Με κοίταξε έκπληκτος, σαν να περίμενε πως κρυβόταν παγίδα πίσω από την απότομη αλλαγή στη διάθεσή μου. Του χαμογέλασα ενθαρρυντικά. «Είμαι χωρισμένος και βρίσκεσαι στα πρόθυρα του διαζυγίου» έκανε δειλά, χωρίς να έχει πειστεί απόλυτα ότι ήθελα να παίξω το παιχνίδι των κοινών σημείων.
167
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
«Δεν είπα κάτι τέτοιο». Το χαμόγελο διατηρήθηκε στα χείλη μου. Ενθουσιάστηκε. «Μόλις τον βάφτισες "πρώην". Πώς θα 'ναι πρώην, χωρίς να χωρίσετε από τραπέζης και κοίτης;» Δάγκωσα σκεφτική τα χείλη και προσήλωσα το βλέμμα στο περιεχόμενο του φλιτζανιού μου, λες και εκεί θα έβρισκα λύση σε όλα τα προβλήματα. «Ολα έγιναν τόσο γρήγορα, που δεν ξέρω τι να κάνω. Νομίζω πως η μοίρα μού παίζει άσχημο παιχνίδι. Σε τόσα εκατομμύρια ανθρώπους, έπεσα σ' εσένα, που μου
168
ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΙΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
φανέρωσες τη σχέση του άντρα μου με την πρώην γυναίκα σου. Από τόσα εκατομμύρια γυναίκες, ο άντρας μου επέλεξε να τα φτιάξει με την καλύτερη μου φίλη. Κι ήρθαν έτσι τα πράγματα, ώστε τυχαία να της αποκαλύψω ότι ο Αλέξης την απατά. Μετά από τόσα χρόνια γάμου ανακαλύπτω ότι παντρεύτηκα ένα ρεμάλι, αλλά ακόμα δεν μπορώ να συνειδητοποιήσω την κατάσταση σε όλη της την έκταση. Παραείναι περίπλοκη και κάπου νομίζω ότι δε συμβαίνει στ' αλήθεια». Κούνησε το κεφάλι, ανήμπορος να πιστέψει τον αχταρμά των συμπτώσεων. «Το πιστεύεις ότι προσπαθώ να βρω ελαφρυντικά για τη συμπεριφορά τους;» «Μην πέφτεις σε τέτοιες παγίδες, Ελένη. Σε λίγο θα κατηγορείς και τον εαυτό σου ότι εσύ προκάλεσες την όλη φάση. Τα πέρασα κι εγώ με τη Λίζα. Διάγραψέ τον από τη ζωή σου και κάνε νέα αρχή». «Κι ο Τάκης; Πώς να του εξηγήσω τι συμβαίνει; Αν και φαίνεται να με υποστηρίζει, πιστεύει στο βάθος ότι ο πατέρας του περνά μια περίεργη φάση, αλλά παροδική. Νομίζει ότι είναι θέμα χρόνου να ξαναγίνει η οικογένειά μας όπως ήταν παλιά».
169
ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΙΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
«Δεν είναι μικρό παιδί, Ελένη. Καταλαβαίνει περισσότερα από αυτά που νομίζεις κι έχει αποκτήσει εμπειρίες που εσύ δε φαντάζεσαι». «Το ξέρω.. Πολύ πρόσφατα, ανακάλυψα προφυλακτικά και τσιγάρα στο δωμάτιό του. Όμως ποτέ δε θα φανταστεί πως είμαι ικανή να ζητήσω διαζύγιο από τον πατέρα του». «Ούτε αν του εξηγήσεις τι έχει συμβεί;» «Φοβάμαι την αντίδρασή του. Είναι φορές που νιώθω πως δεν τον ξέρω». «Χαρακτηριστικό ιδίωμα των εφήβων. Έτσι ένιωθε
170
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΘΥ
κι η συγχωρεμένη μάνα μου πριν από είκοσι έξι χρόνια». Σιωπηλά υπολόγισα την ηλικία του. Πρέπει να 'ταν γύρω στα σαράντα δύο με σαράντα τέσσερα. Αποτόλμησα μια κλεφτή ματιά. Ο Νικήτας ήταν... ερωτεύσιμος. Ναι, αυτό ήταν. Κι εγώ, αν δεν ήμουν παντρεμένη, θα του χάριζα ευχαρίστως την ψυχή και το σώμα μου. Κυρίως το σώμα μου, που τον τελευταίο χρόνο είχε βαρεθεί τη θερμή επαφή της κουβέρτας και ζητούσε κάτι πιο ανθρώπινο να το ζεστάνει. Κούνησα το κεφάλι αναστενάζοντας. «Τι σκέφτεσαι, Ελένη;» Ακόμα και ο τρόπος που πρόφερε το όνομα μου... «Σκέφτομαι πόσο ηλίθια είμαι. Με τα κέρατα που μου 'χει φορέσει ο Αλέξης πρέπει να σύρω το έλκηθρο του Αϊ-Βασίλη τα Χριστούγεννα, αλλά, παρ' όλ' αυτά, δεν τολμώ να σκεφτώ ότι μπορώ να τον πληρώσω με το ίδιο νόμισμα». «Μπήκες σε τέτοιο πειρασμό; Προθυμοποιούμαι να σ' τον εξαργυρώσω». Έσκυψε προς το μέρος μου χαμογελώντας. «Όχι, όχι, θεωρητικά μιλάω». Ψεύτρα! «Μάλλον ήμουν κύκνος στην προηγούμενη ζωή μου. Μονογαμική μέχρι να με χωρίσει ο θάνατος από το ταίρι μου». «Λυπάμαι, αλλά, όσο εσύ ήσουν κύκνος, ο Αλέξης
171
ήταν γάτος σε περίοδο ορμονικής επανάστασης. Αλλά, αφού έχεις ορίσει το θάνατο σαν όριο μονογαμίας, δεν έχεις παρά να στείλεις τον Αλέξη στον άλλο κόσμο». «Σίγουρα δεν οδηγούσες εσύ την νταλίκα που έλιωσε το αυτοκίνητο του Βασιλείου;» τον στραβοκοίταξα. «Θέλω μόνο να σου δώσω να καταλάβεις ότι τα αισθήματά σου παραείναι έντονα για κάποιους και δεν αξίζει τον κόπο. Καλύτερα να τα μοιράζεσαι με κάποιον
172
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
που τα εκτιμά. Αλήθεια, μήπως σου ανέφερα ότι κι εγώ ήμουν κύκνος σε προηγούμενη ζωή;» Γέλασα, κι αυτός ο ξεχασμένος ήχος κουδούνισε περίεργα στα αυτιά μου. Μέσα στην ατυχία μου υπήρχε ένας άντρας που με έκανε να νιώθω όμορφη και ποθητή. Αν άφηνα τον εαυτό μου ελεύθερο να το εκτιμήσει... Σηκώθηκα από τη θέση μου. Τα πράγματα έπαιρναν περίεργη τροπή και δεν ήξερα πώς να το χειριστώ. Έδωσα το χέρι στο Νικήτα. Το κράτησε και με κοίταξε ερωτηματικά. «Αν φεύγεις επειδή νομίζεις ότι σ' τα ρίχνω, κάνεις λάθος». «Ότι μου τα ρίχνεις;» « Σ' αυτό δεν κάνεις λάθος. Όμως είναι λάθος σου να φύγεις τη στιγμή που εδώ νιώθεις λιγότερη μοναξιά και θλίψη. Αν σ' ενοχλεί ο θαυμασμός μου για σένα, θα πάψω να τον εκδηλώνω. Μείνε, η παρουσία σου κάνει καλό και σ' εμένα» είπε σχεδόν παρακλητικά. Σχεδόν λύγισα. «Ήσουν ό,τι καλύτερο μπορούσε να μου συμβεί στην όλη μου δυστυχία. Όμως είμαι πολύ μπερδεμένη για να βάλω κι εσένα στη ζωή μου». «Αυτή τη στιγμή χρειάζεσαι ένα φίλο που... » «Νικήτα, λυπάμαι. Έχεις την ευκολία να χρίζεις φίλο σου όποιον μαθαίνει πώς πίνεις τον καφέ σου.
173
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
Εγώ προδόθηκα από την καλύτερη μου φίλη. Δεν εμπιστεύομαι κανέναν. Με βοήθησες να καταλάβω πέντε πράγματα για τον Αλέξη. Θέλω όμως να κλειστώ στο σπίτι μου και να δω τι θα κάνω. Το ενδιαφέρον σου για μένα μπορεί να με οδηγήσει σε παρορμητικές αποφάσεις». Άφησε απρόθυμα το χέρι μου. «Δε θα σε πιέσω. Αν θες να με ξαναδείς, είτε για μια
174
Ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
φιλική κουβέντα —γιατί, πίστεψε με, δε σερβίρω καφέ με μεγάλη ευκολία— είτε για οτιδήποτε σε κάνει πιο δυνατή, δεν έχεις παρά να μου τηλεφωνήσεις». Έβγαλε μια κάρτα από το πορτοφόλι του και μου την έδωσε. Την έβαλα στην τσάντα μου χωρίς να την κοιτάξω . «Δε θα πληγωθείς αν κοιμηθώ μαζί σου σαν αντίδραση για την απιστία του Αλέξη;» «Ξέρω πως, αν κοιμηθείς μαζί μου, δε θα το κάνεις γι' αυτό το λόγο. Υπάρχουν πολύ πιο σημαντικοί λόγοι απ' την εκδίκηση για να μοιραστείς το κορμί και την ψυχή σου με κάποιον. Εξάλλου πιστεύω πως, αν κάνεις κάτι με κάποιον άλλο, θα το κρατήσεις για τον εαυτό σου». Δεν είπα τίποτα. Ήθελα να βρεθώ μόνη και να σκεφτώ. Η ξαφνική ανυπομονησία να κουκουλωθώ ως τ' αυτιά με τα σκεπάσματα αποδείκνυε περίτρανα σωστή την παρομοίωση του κρεβατιού με τη γυναικεία μήτρα, όπου θέλουν να γυρίσουν όσοι βρίσκονται σε ψυχολογικό αδιέξοδο. Ήταν ώρα ν' αποχαιρετήσω το Νικήτα: «Σ' ευχαριστώ για τις ώρες που μου πρόσφερες και ζητώ συγγνώμη για τα πικρόχολα σχόλια που σου πέταξα. Ελπίζω να καταλαβαίνεις ότι προέρχονταν
175
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
από την τραγική μου διάθεση κι ότι δεν είχαν στόχο εσένα. Αυτή τη στιγμή σε νιώθω πολύ πιο κοντά μου από οποιονδήποτε άλλο, κι ας σε ξέρω μόνο δυο μέρες». «Είπαμε, σ' αυτή τη ζωή με ξέρεις μόνο δυο μέρες. Σε προηγούμενη πλατσουρίζαμε παρέα στην ίδια λίμνη». Έκλεισα πίσω μου την πόρτα. Πριν καλά καλά φτάσω στο ασανσέρ, ο Νικήτας την ξανάνοιξε. «Ελένη...» Γύρισα, χαμογελώντας στη σκέψη της ύστατής του προσπάθειας να μείνω. Τον κοίταξα με την τραγικότη-
176
Ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
τα της Ίνγκριντ Μπέργκμαν που αποχαιρετούσε για πάντα το Χάμφρεϋ Μπόγκαρτ στο αεροδρόμιο της Καζαμπλάνκα. «Μένω στο Καστρί. Σ' το λέω επειδή, όταν σ' έφερα, ήσουν εντελώς ανίκανη ν' αντιληφθείς το χώρο. Στο τρίτο στενό προς τα κάτω είναι ο κεντρικός δρόμος. Περνούν πολλά ταξί». Κούνησα καταφατικά το κεφάλι και εξαφανίστηκα στο ασανσέρ, ζεματισμένη από την ισοπεδωτική σκηνή. Ευτυχώς που με είχε προλάβει πριν πετάξω καμιά μελοδραματική ατάκα. Όταν μπήκα στο σπίτι, ήταν περασμένες δέκα. Ο Τάκης έβλεπε τηλεόραση στο σαλόνι και ο Γκουσγκούνης ροχάλιζε στα πόδια του. Αυτή ήταν η οικογένεια που μου απέμεινε. Παραξενεύτηκα που, ενώ σκέφτηκα κάτι τέτοιο, δεν ένιωσα τη θλίψη να με κυκλώνει. Τελικά, η συνάντηση με το Νικήτα μου βγήκε σε καλό. Θυμήθηκα την κάρτα του. Θα την εξέταζα αργότερα με την ησυχία μου. Δέχτηκα με χαρά την ανάκριση του Τάκη. Ποτέ μέχρι σήμερα δε με είχε ρωτήσει πού πήγαινα και τι έκανα. Αναγκάστηκα να επιμείνω στο ψέμα μου:
177
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
«Σε μια φίλη μου για καφέ, Τάκη. Αφού σ' το άφησα στον τηλεφωνητή. Εσύ πού ήσουν;» «Σε μια φίλη μου για καφέ» μιμήθηκε τη φωνή μου. «Πολύ ωραία, να δούμε πώς θα κοιμηθούμε το βράδυ μετά από τόσους καφέδες. Σε ποια φίλη σου; Την ξέρω;» έκανα ανάλαφρα. «Την... "τριγωνομετρία", που έλεγε κι ο μπαμπάς. Αλήθεια, επικοινωνήσατε καθόλου;» «Όχι, μου 'δωσε να καταλάβω πως θα τηλεφωνήσει εκείνος πρώτος» είπα προσεκτικά. «Έτσι μου 'ρχεται να πάω στο γραφείο του και να... »
178
Ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
Τον διέκοψα απότομα. «Τάκη, ούτε να το σκεφτείς. Θα νομίζει πως σε έβαλα εγώ και θα γίνουν τα πράγματα χειρότερα». «Μα νόμιζα πως θέλεις να γυρίσει γρήγορα κοντά μας. Τι πειράζει αν νιώσει λίγες τύψεις που άφησε το γιο του στα χέρια της... υστερικής, όπως σε λέει, γυναίκας του;» «Ακριβώς γι' αυτό το λόγο δε θέλω να γυρίσει τώρα. Άκου, Τάκη, συμβαίνουν διάφορα που κάποια στιγμή θα τα μάθεις. Είναι καλύτερα για όλους να μείνει ο πατέρας σου μακριά μας για ένα διάστημα. Όταν αποφασίσει να τηλεφωνήσει, θα δούμε τι θα κάνουμε. Προς το παρόν δε θέλω να ανακατευτείς». Σηκώθηκε τσαντισμένος. «Δε σε καταλαβαίνω. Εσύ ψόφαγες να γυρίσει πίσω. Τι άλλαξε σε δυο μέρες;» «Πολλά. Θα τα συζητήσουμε άλλη ώρα. Τώρα είναι ώρα να φάμε κάτι». «Σαν την ομελέτα που πέταξες στα σκουπίδια; Ή νομίζεις ότι είμαι τόσο βλάκας;» «Δεν έχεις να κάνεις τίποτα καλύτερο από το να σκαλίζεις το σκουπιδοτενεκέ μας;» Κοκκίνισα σαν παιδάκι που το έπιασαν να ατακτεί. «Εγώ έχω, ο Γκουσγκούνης όμως λατρεύει τις εξερευνήσεις, ειδικά όταν του αποφέρουν λάφυρα. Πήγα
179
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
να πετάξω κάτι και, πριν προλάβω, έχωσε τη μουσούδα του και ανέσυρε την ομελέτα που δεν έφαγες. Αλλά δε θα σκάσω. Αν θες να πεθάνεις από ασιτία, είναι δικό σου θέμα». Του τσίμπησα απαλά τη μύτη και, πιάνοντας τον από το χέρι, τον παρέσυρα στην κουζίνα. Με πηδηχτά βήματα μας ακολούθησε και ο προδότης. Έφτιαξα μια πρόχειρη μακαρονάδα και απόρησα με την όρεξή μου. Ο Τάκης παρακολουθούσε κάθε μπου-
180
Ο ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
κιά που χανόταν στο έρεβος του στόματός μου. Απολάμβανα την αγωνία του να μη μείνω νηστική. Επίτηδες άφηνα κάτω το πιρούνι, μόνο και μόνο για να με μαλώσει που δεν έτρωγα. Όσο τον είχα κοντά μου, ας γκρεμιζόταν το σύμπαν γύρω μου. Στις δύο το πρωί έπαψα να προσποιούμαι ότι κοιμάμαι. Άναψα το πορτατίφ και έπιασα την τσάντα μου από το κομοδίνο. Βρήκα την κάρτα του Νικήτα. Ώστε ήταν οδοντίατρος. Για φαντάσου, συζητούσαμε για το αν θα κάνουμε έρωτα ή όχι και δεν ξέραμε με τι ασχολείται ο καθένας. Όχι ότι είχε ιδιαίτερη σημασία. Στο ταξί είχα αποφασίσει να μην τον ξαναδώ. Είχε εισβάλει επικίνδυνα στο μυαλό μου και με εμπόδιζε να σκεφτώ καθαρά. Έπρεπε να αντιμετωπίσω την κατάσταση χωρίς εξωγενείς επιρροές. Γιατί αυτή η εξωγενής επιρροή ήταν που με άφησε ξάγρυπνη, σκεπτόμενη ότι με φιλούσε και μου ψιθύριζε γλυκόλογα ξεχασμένα από καιρό. Καημένε Αλέξη... πού να ξερες ότι την ώρα που αγκάλιαζες τη Λίζα εγώ έβρισκα παρηγοριά στο σπίτι του πρώην άντρα της. Ήταν η πρώτη φορά μετά από πολλές ώρες που σκεφτόμουν τον Αλέξη. Μ' έπιασε η κακία να του τηλεφωνήσω στη δουλειά και να του πω για τον άνθρωπο που μου άνοιξε τα μάτια
181
Ο ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
σχετικά με τα αίσχη του. Δεν ήθελα όμως να βγάλω ψεύτη το Νικήτα, που με θεωρούσε υπεράνω τέτοιων μικροτήτων. Ο Νικήτας... Ξανάφερα στο νου μου τη συνάντησή μας στο νεκροταφείο. Τελικά, τα καλύτερα μυθιστορήματα τα υπαγορεύει η ίδια η ζωή. Τι να την κάνω τη Δυναστεία, όταν σε δυο μέρες η ζωή μου έδωσε ίντριγκες, μίση, προδοσίες, πάθη, κι ήμουν ακόμα στην αρχή...
182
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Κρατούσα τσαλακωμένη στη χούφτα μου την κάρτα του όταν με πήρε ο ύπνος.
11. Με ξύπνησε ο ήλιος, που χτύπαγε ανελέητα τα μάτια μου. Ήταν έντεκα και κάτι και για πρώτη φορά σε τόσα χρόνια δε σηκώθηκα νωρίς από το κρεβάτι. Τι νόημα είχε άλλωστε; Ο Αλέξης έπινε αλλού πια τον καφέ του κι ο Τάκης εδώ και λίγο καιρό προτιμούσε να πίνει ένα γάλα στην καντίνα του σχολείου. Πήγα στην κουζίνα, όπου ο Γκουσγκούνης είχε στήσει καραούλι μπροστά στη γαβάθα του. «Κοιλιόδουλε προδότη, κανονικά πρέπει να σε αφήσω να χωνεύεις δυο μέρες την ομελέτα που ανακάλυψες, αλλά έχε χάρη που σου έχω αδυναμία». Κούνησε ανυπόμονα την ουρά κι έσπρωξε με το πόδι του τη γαβάθα. Τελικά είχα ακόμη λόγο να σηκώνομαι νωρίς. Αποφάσισα να κάνω γενική καθαριότητα στο σπίτι. Ήταν ο καλύτερος τρόπος για να μη σκέφτομαι. Παράξενο, ενώ χτες αδημονούσα να μείνω μόνη και να δω τι θα γίνει με το γάμο μου, στάθηκε αδύνατον να φέρω στο μυαλό μου το αντικείμενο του προβλήματος. Τη
183
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
θέση του πήρε θριαμβευτικά ο Νικήτας. Πώς τα κατάφερα να διώξω από τη σκέψη μου το κακό που με είχε βρει και να ονειροπολώ σαν χαζή μαθητριούλα; Χαιρόμουν μάλιστα που η πρωτοβουλία επικοινωνίας ανήκε στον Αλέξη, γιατί εγώ δε θα σήκωνα το ξερό μου να του τηλεφωνήσω πρώτη. Ξαφνικά, δεν ήθελα να γυρίσει στη ζωή μου. Η δια-
184
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
πίστωση ήρθε έτσι απλά, την ώρα που ξεσκόνιζα τα ασημικά του σαλονιού. Τα εύσημα ανήκαν στο Νικήτα. Αν δεν τον είχα γνωρίσει, θα σερνόμουν σαν το κουρέλι. Ο Θεός είναι μεγάλος. Έπεσα στον γκρεμό, αλλά βρήκα γερό κλαρί πριν τσακιστώ στο έδαφος. Η αισιοδοξία με τύλιξε σαν ζεστή μοχέρ κουβέρτα. Ένιωσα γενναιόδωρη. Αν με παρακαλούσε η Χριστίνα να τη συγχωρήσω, μπορεί και να το 'κανα. Με είχε προδώσει, αλλά κι εκείνη δεν πέρασε ζωή χαρισάμενη. Ίσως ενδόμυχα με ζήλευε που, παρά τη δυσκολία της κατάστασης, κατάφερνα να κρατώ τον άντρα μου, ενώ ο Φίλιππος την κεράτωνε αδιακρίτως και αδιαλείπτως. Είχε μείνει χωρίς άντρα, ο δικός μου την κεράτωσε με το που τα έφτιαξαν, έχασε τη μοναδική της φίλη. Για φαντάσου, κάποιος βρίσκεται σε χειρότερη μοίρα από μένα... Εγώ μπορεί να προδόθηκα διπλά, αλλά η τύχη τα 'φέρε να γνωρίσω τη χαρά του φλερτ, που είχα ξεχάσει και πώς γίνεται. Μέσα σε λίγες ώρες άκουσα τα κομπλιμέντα μιας δεκαετίας. Η μοίρα από τη μία με χαστούκιζε κι από την άλλη με φιλούσε. Με φιλούσε όμως ή απλά προσπαθούσε να με ρίξει στο κρεβάτι για ένα πήδημα και μετά μην τον είδατε, μην τον απαντήσατε... Κι όλα αυτά περί κύκνων και πλάτσουρίσματος στην ίδια λίμνη; Η μοχέρ κουβέρτα της αισιοδοξίας εξαφανίστηκε,
185
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
αφήνοντάς με γυμνή στα νύχια της απογοήτευσης. Πέταξα με οργή το ξεσκονόπανο. Απιστία, προδοσία, όλα μαζί σ' εμένα τη δόλια. Πώς κατέρρευσε έτσι η ζωή μου; Τώρα δε θα μπορούσα να εμπιστευτώ ούτε τον εαυτό μου. Έβαλα τα κλάματα. Εγώ δεν ήθελα εραστές και περιπέτειες. Ήθελα το γάμο μου, τη φίλη μου, τη ζωή μου όπως ήταν πριν από πολλά χρόνια. Τώρα στα τριάντα έξι μου δεν είχα αντοχή για νέες
186
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
αναζητήσεις. Δεν ήθελα να γνωρίσω το Νικήτα και αυτή τη στιγμή να αναρωτιέμαι αν αυτά που έλεγε τα εννοούσε . Δεν ήθελα να είμαι μόνη σ' αυτό το σπίτι χωρίς να ξέρω τι μου ξημερώνει η επόμενη μέρα. Δεν ήθελα να πάρω αποφάσεις για τη ζωή μου. Παράτησα τα ασημικά φύρδην μίγδην κι έτρεξα στην κρεβατοκάμαρα. Έπεσα μπρούμυτα και βύθισα το κεφάλι μου στο μαξιλάρι. Έκλαψα μέχρι που εξαντλήθηκα. Ο ύπνος με βρήκε στην ίδια θέση. Με ξύπνησε το κουδούνισμα του τηλεφώνου. Μέχρι να κάνω τη διαδρομή ως το σαλόνι, είχε κλείσει. Βυθίστηκα σε νέα απογοήτευση. Είναι τραγικό να νιώθεις μόνος και να μην προλαβαίνεις το τηλέφωνο. Περίμενα πάνω από τη συσκευή με την τρελή ελπίδα να ξαναχτυπήσει. Χτύπησε! Το σήκωσα μην ξέροντας ποιον ήθελα να ακούσω με τόση αγωνία. Τον Αλέξη, που σιχαινόμουν, τη Χριστίνα, που μισούσα, το Νικήτα, που δεν είχε το τηλέφωνό μου; «Εμπρός;» «Τι χρώμα είναι το κιλοτάκι σου, μωρό μου;» «Ό,τι και το δικό σου, ρε πούστη!» Κατέβασα με δύναμη το ακουστικό. Καλά, αυτοίοι ανώμαλοι τηλεφωνούν και πρωινιάτικα; Με αυξημένα νεύρα έπιασα να τσιγαρίζω μελιτζάνες. Το τηλέφωνο ξαναχτύπησε. Αυτή τη φορά άφησα
187
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
τον τηλεφωνητή να κόψει τη φόρα οποιουδήποτε ανώμαλου. Μόνο που ήταν ο Νικήτας: Άκουγα καλά ή ήταν τόση η λαχτάρα μου να με πάρει ; Πήγα, ή μάλλον τσακίστηκα, να απαντήσω. «Από τι σε διακόπτω κι είσαι έτσι λαχανιασμένη;» Η φωνή του χάιδεψε ευχάριστα τον ακουστικό μου πόρο. «Τσιγάριζα μελιτζάνες και... »
188
Ο
Ι Ο
Υ λ Α Σ
ΦΙΛΟΥΣΕ ΥΠΕΡΟΧΑ
«...απαιτούν ολική προσήλωση ώστε να αφήνεις ν' απαντά ο τηλεφωνητής σου;» με πείραξε. «Πού βρήκες το τηλέφωνο μου, Νικήτα; Εκτός αν πέρα από οδοντίατρος είσαι και μέντιουμ». «Η συσκευή του τηλεφώνου μου κρατά στη μνήμη της το τελευταίο νούμερο. Όταν τηλεφώνησες χτες στο σπίτι σου, φρόντισα να το σημειώσω πριν κάνω άλλα τηλεφωνήματα. Έτσι, εκτός των άλλων, διαπιστώνω ότι κάθε Πέμπτη η Βορειοηπειρώτισσα που μου καθαρίζει το σπίτι στέλνει τους τηλεφωνικούς της χαιρετισμούς στο Αργυρόκαστρο». «Και δεν την έχεις κατσαδιάσει;» «Είμαι πονόψυχος και...» «Ανυπόμονος. Νόμιζα ότι δε θα με πίεζες κι ότι θα άφηνες σ' εμένα οποιαδήποτε πρωτοβουλία». «Τουλάχιστον χαίρομαι που διάβασες την κάρτα μου. Μήπως τελικά σκεφτόσουν να με πάρεις;» Αν σκεφτόμουν να σε πάρω! Σάμπως έκανα και τίποτ άλλο όλο το βράδυ; «Το να διαβάσω από περιέργεια την κάρτα σου απέχει πολύ από το να σε πάρω τηλέφωνο». Το 'παιζα και άνετη. Όμως έκανε την πρώτη κίνηση και είχα την πολυτέλεια να το απολαύσω. Μια γλυκιά ζέστη πύρωσε το σώμα μου κι ήταν τόσο έντονο το συναίσθημα, ώστε μύριζα τον καπνό...
189
Ο
Ι Ο
Υ λ Α Σ
ΦΙΛΟΥΣΕ ΥΠΕΡΟΧΑ
Οι μελιτζάνες! «Νικήτα, καίγονται οι μελιτζάνες! Κλείσε και θα σε πάρω εγώ». «Ελπίζω να μη χρησιμοποιείς τα ζαρζαβατικά σαν δικαιολογία για να κλείσουμε... » «Σ' το ορκίζομαι, σε λίγη ώρα θα με ξανακούσεις». Κι αν θέλει ο Θεός θα με ξαναδείς.
190
ΜΑΙΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Ε, ναι. Ήταν δυνατόν να σκαρφίζεται τέτοια κόλπα για να με πάρει τηλέφωνο, απλά και μόνο για ένα πήδημα ; Κι αυτό να 'ταν, θα το απολάμβανα και μετά θα αναλογιζόμουν τις συνέπειες. Όπως έλεγε κι η γιαγιά μου, «ο παστουρμάς δε φοβάται το αλάτι». Θα άντεχα μια πληγή παραπάνω. Μπήκα τρέχοντας στην κουζίνα. Οι μελιτζάνες είχαν εξαϋλωθεί. Πολύ που μ' ένοιαζε. Έκανα μεταβολή για το σαλόνι και ξαφνικά σταμάτησα. Γιατί να μην παρατείνω λίγο αυτή τη γλυκιά προσμονή; Έβαλα ένα ποτήρι κρασί και κατευθύνθηκα προς το στερεοφωνικό. Την ώρα που αμφιταλαντευόμουν μεταξύ Μπάρμπρα Στρέιζαντ και Σπανουδάκη ξαναχτύπησε το τηλέφωνο: «Πριν με κατηγορήσεις ότι είμαι αφόρητα πιεστικός, πήρα να σου πω πως είμαι στο ιατρείο κι όχι στο σπίτι, σε περίπτωση που το σοκ της καμένης μελιτζάνας σε εμπόδιζε να το σκεφτείς». Πριν προλάβω να απαντήσω το 'κλείσε. Έβαλα τη Στρέιζαντ. Το «I αηι α \νοηιαη ίη Ιονο» χάιδεψε την ατμόσφαιρα. Έπινα με μικρές γουλιές το κρασί μου απολαμβάνοντας το τραγούδι. Ναι, ίσως ήμουν ερωτευμένη γυναίκα. Είχα κάθε δικαίωμα να είμαι ερωτευμένη.Τι κι αν είχαν
191
περάσει τρεις μέρες μόνο από τότε που μ' εγκατέλειψε ο Αλέξης; Ο έρωτας δεν τηρεί χρονοδιαγράμματα. Μπορεί να 'ρθει σήμερα, μπορεί ποτέ. Ας ήταν ελαφρύ το χώμα που σκέπαζε το Μιχάλη Βασιλείου. Έκλεισα το πικάπ και σχημάτισα το νούμερο του ιατρείου. Το σήκωσε στο τέταρτο χτύπημα. Μόλις είχε μπει μια πελάτισσα του για σφραγίσματα.
192
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
«Το 'χει η μοίρα μας να μας χωρίσει μια... κουφάλα» αστειεύτηκα. Το γέλιο του με ζέστανε. «Και να 'ταν μόνο μία, τέσσερις πρέπει να της βουλώσω. Λες κι έκανε βουτιά σε μαντολάτα. Θα είσαι σπίτι;» «Εκτός απροόπτου. Πάρε με μόλις τελειώσεις». Έβαλα στο πικάπ τον Ξαφνικό έρωτα.
12. Στο ταξί σκεφτόμουν την αντίδραση του Τάκη όταν του είπα ότι το βράδυ θα πάω σινεμά με μια φίλη. Ένιωθα ενοχές για τα παραμύθια που του αράδιαζα όταν εγώ ήμουν αυτή που του έκανε κατήχηση να μην ψεύδεται. Δε με παρηγορούσε ότι του έλεγα ψέματα κατά το ήμισυ, γιατί ναι μεν θα πήγαινα σινεμά, αλλά ο Νικήτας δεν ήταν ακριβώς ό,τι... θηλυκότερο. Απ' το ύφος του Τάκη κατάλαβα ότι δεν έχαψε ό,τι του 'πα. Ποτέ δεν είχα αναφέρει άλλη φίλη πλην της Χριστίνας, κι απ' τη στιγμή που δεν έδωσα περισσότερα στοιχεία άρχισαν οι υποψίες. «Ποια φίλη, αυτή που πίνατε χτες καφέ;» «Τάκη, γιατί με κάνεις να νιώθω ότι είμαι υπό ανάκριση ; Ώρα είναι να μου ρίξεις και προβολέα στα
193
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
μάτια. Εγώ σε ρωτάω όταν βγαίνεις;» «Φυσικά. Άσε που δε βγαίνω πια τα Σαββατοκύριακα». «Εγώ επιβάλλεται να σε ρωτάω. Είμαι μητέρα σου και ανησυχώ για τις παρέες σου». «Κι εγώ σαν γιος σου ανησυχώ για τις δικές σου παρέες, που ξαφνικά φαίνεται ότι άλλαξαν. Γιατί τη Χριστίνα έχεις καιρό να την αναφέρεις».
194
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
«Έχουμε παρεξηγηθεί, αλλά, πέραν τούτου, δεν είσαι σε θέση να γνωρίζεις όλο τον κοινωνικό μου περίγυρο». «Κάνεις λάθος. Βρίσκομαι αρκετές ώρες στο σπίτι για να ξέρω πόσο συχνά χτυπά το τηλέφωνο και πότε είναι για σένα». «Δε σε καταλαβαίνω. Κανονικά έπρεπε να με πιέζεις να βγαίνω για να ξεδίνω κι όχι να με περνάς από Ιερά Εξέταση. Εσύ δεν έλεγες πως μαζί θα ξεπεράσουμε αυτό το δύσκολο διάστημα;» «Ναι, μόνο που εμένα δε με χρειάζεσαι, έχεις τη... φίλη σου». Η συζήτηση είχε λήξει εκεί, γιατί ο Τάκης εξαφανίστηκε στο δωμάτιό του βροντώντας πίσω του την πόρτα. Έδιωξα τη σκηνή από το μυαλό μου και κοίταξα πού βρισκόμασταν. Στα επόμενα φανάρια θα κατέβαινα. Χαμογέλασα στη σκέψη ότι έβγαινα ραντεβού για σινεμά. Μου φάνηκε πολύ αστείο όταν το μεσημέρι μου πρότεινε ο Νικήτας να πάμε στην πρεμιέρα κάποιου ριμέικ παλιάς ταινίας. Παράλληλα μου φάνηκε ρομαντικό και αρκετά πρωτότυπο. Εντάξει, παραδέχομαι πως ρομαντική και πρωτότυπη θα έβρισκα κάθε πρόταση
195
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
του Νικήτα. Ακόμα κι αν μου πρότεινε σκυλάδικο στην Εθνική και μετά πατσά στην Κρεαταγορά. Η κόντρα με τον Τάκη λίγο πριν φύγω συννέφιασε την καλή μου διάθεση και αποφάσισα να του μιλήσω μετά το έργο. Θα ρωτούσα και το Νικήτα αν έπρεπε να το κάνω. Τον γνώριζα ελάχιστα, κι όμως υπολόγιζα πολύ στη γνώμη του. Η παρουσία του μου έδινε τη σιγουριά που 'χαν φροντίσει να στραπατσάρουν ο Αλέξης κι η Χριστίνα. Και μόνο ότι τους έφερνα στο μυαλό μου χωρίς να παθαίνω ντελίριο ήταν μεγάλη υπόθεση. Ο Νικήτας με περίμενε στην είσοδο του σινεμά με τα
196
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
εισιτήρια στο χέρι. Το σκοτάδι της αίθουσας με χαλάρωσε και αφέθηκα να απολαμβάνω ξεχασμένους ήχους από τσιπς που έτριζαν, από ψιθύρους και κοφτά γελάκια , από παρατηρήσεις ενοχλημένων σινεφίλ. Στα μισά της προβολής άρχισα να εκνευρίζομαι που δεν μπορούσα να παρακολουθήσω το έργο. Είχα καρφώσει τα μάτια μου στο αριστερό χέρι του Νικήτα, που ακουμπούσε χαλαρά στο μπράτσο της θέσης του. Γιατί εγώ η ανόητη πίστευα πως σινεμά ίσον σκοτάδι, ίσον κράτημα χεριού, όπως γίνεται ή, τουλάχιστον, γινόταν κάποτε σε τέτοιου είδους ραντεβού. Βέβαια, δεν ήμαστε δεκαπεντάχρονα που περίμεναν ένα σινεμά για να χουφτωθούν, αλλά ο πεινασμένος... Ο Νικήτας δεν έχανε καρέ από το έργο κι εγώ δεν ήξερα καν ποιοι έπαιζαν. Στο διάλειμμα με ρώτησε αν μ' άρεσε έτσι όπως εξελισσόταν η υπόθεση. Του απάντησα ότι κινούνταν σε αργούς ρυθμούς. Δε συμφώνησε, αλλά κι εγώ δεν αναφερόμουν στο έργο. Η αίθουσα βυθίστηκε ξανά στο σκοτάδι. Αποφάσισα να δω τουλάχιστον σε τι έργο είχα πάει. Για την ακρίβεια, χαλάρωσα στη θέση μου και απόλαυσα το δεύτερο μέρος
197
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
μιας αισθηματικής κομεντί. Σ' αυτό βοήθησε και ο Νικήτας, που, μόλις έσβησαν τα φώτα, πέρασε το μπράτσο του γύρω από τους ώμους μου. Αρνήθηκα να φάμε κάπου εκεί κοντά. Στα όρθια, έξω από το σινεμά, του περιέγραψα τη φάση με τον Τάκη. Συμφώνησε ότι έπρεπε να του μιλήσω πριν βγάλει δικά του συμπεράσματα. Προσφέρθηκε να με γυρίσει στο σπίτι. Προτίμησα να πάρω ταξί, σκέψου να 'σπαγε ο διάολος το ποδάρι του και να 'βλέπε ο Τάκης τη... φίλη μου. Μου ζήτησε να του τηλεφωνήσω την επομένη για να του πω τι έγινε με το γιο μου.
198
ΜΑΪΡΑ
Π ΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
«Εντάξει, Νικήτα. Θα σε πάρω κάποια στιγμή. Θα είσαι σπίτι ή δουλεύεις και τα Σαββατοκύριακα;» «Όσοι έχουν πονόδοντο θα αρκεστούν αύριο στο ούζο. Θα περιμένω τηλεφώνημά σου». Έσκυψε και με φίλησε κάπου ανάμεσα στο μάγουλο και στο στόμα. Στο ταξί σκεφτόμουν τι κουβέντα θα έκανα στον Τάκη . Πώς να του 'λεγα τι είχε συμβεί αυτές τις μέρες; Θα πάθαινε σοκ αν μάθαινε για τον πατέρα του. Αμ τη Χριστίνα, που τη συμπαθούσε ιδιαιτέρως; Και πώς να του μιλούσα για το Νικήτα, την πρώην γυναίκα του και νυν ερωμένη του Αλέξη; Ξαφνικά αναρωτήθηκα αν συνέχιζε να έχει σχέσεις με τη Χριστίνα ή αποφάσισε να μείνει... πιστός στη Λίζα. Για μένα φυσικά δε γινόταν λόγος. Εγώ ήμουν καμένο χαρτί. Τα 'χα φάει τα ψωμιά μου. Είχα κλέψει τη νεανική ζωή του και έπρεπε να πληρώσω. Βούρκωσα στη διαπίστωση ότι τελικά δεν τα κατάφερα. Κι όμως θα μπορούσε να είχε δώσει τέλος στη σχέση μας πριν κάνουμε τον Τάκη. Το παιδί επέμεινα να κρατήσω τότε, όχι τον ίδιο. Τι έφταιγα εγώ αν οι γονείς του τον πίεσαν να με παντρευτεί; Κι όλα αυτά τα ήξερε η Χριστίνα και ποτέ δε μου είπε τίποτα,
199
ΜΑΪΡΑ
Π ΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
αφήνοντας με να πιστεύω ότι ο γάμος μου περνούσε μια επιφανειακή κρίση. Μπήκα στο σπίτι και κατευθύνθηκα στο δωμάτιο του Τάκη. Η πόρτα του ήταν κλειστή κι από μέσα ακουγόταν σιγανή μουσική. Πριν προλάβω να χτυπήσω, τον άκουσα να με καλεί. Μπράβο ραντάρ! Άνοιξα και έμεινα κόκαλο στη θέα ενός ημίγυμνου συμπλέγματος στο κρεβάτι. Ξανάκλεισα την πόρτα και η εικόνα που κυριαρχούσε στο μυαλό μου ήταν ο Τάκης σε ηλικία δέκα μηνών που χοροπηδούσε στο πάρκο του, φωνάζοντας «νιανιανιανιά».
200
Ο ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
Πήγα στο σαλόνι και έβαλα ένα ουίσκι. Το ήπια σχεδόν μονορούφι και ένιωσα την αμηχανία να υποχωρεί. Πέντε λεπτά αργότερα εμφανίστηκε ο Τάκης, μόνος, ντυμένος κι εξίσου αμήχανος. Μίλησε πρώτος και στη φωνή του διέκρινα έναν τόνο οργισμένης απορίας. «Νόμιζα ότι είχες πάει σινεμά. Τι θές τόσο νωρίς εδώ πέρα;» «Ε, δεν πήγα και στον Μπεν Χουρ. Μιάμιση ώρα κράτησε και μετά γύρισα. Σκόπευα να σου χτυπήσω την πόρτα, αλλά σε άκουσα που είπες "ελα" και υπέθεσα... πού να φανταστώ ότι γι' αλλού πήγαινε». Επικράτησε αμήχανη σιωπή. Τον λυπήθηκα ετσι όπως στεκόταν κοιτάζοντας τα παπούτσια του. «Η... Νόρα είναι μέσα;» «Ναι, εκτός αν έχει πηδήξει από το παράθυρο. Δε βγαίνει γιατί ντρέπεται που μας είδες... έτσι». Πήρα το πιο ανέμελο ύφος που μπορούσα «Ε, καλά, πες της να βγει. Το πολύ πολύ να της πω μιμήθηκα τη φωνή της Σαπφώς Νοταρά— "τον ρούφηξες το γιο μου"». Ο Τάκης γέλασε και μ' αγκάλιασε. "Μην τολμήσεις! Είναι ικανή να πάθει συγκοπή μπρστά μας. Θες να διαλύσεις μια τόσο όμορφη σχέση;» Ανταπέδωσα το αγκάλιασμα. Η μυρωδιά του έρωτα
201
Ο ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
τύλιξε τη μύτη μου. Χάιδεψα τρυφερά το ιδρωμένο του μέτωπο. «Θέλω να μιλήσουμε κάποια στιγμή· Εντάξει;» «Μαμά, αν είναι να μου πεις για προφυλάξεις και τέτοια... » άρχισε ανυπόμονα. Τον διέκοψα. «Είμαι σίγουρη ότι προσέχεις». Εξάλλου είχα δει τα προφυλακτικά κάτω από το στρώμα του- «Πρέπει να μιλήσουμε για άλλα πράγματα, πολύ σοβαρά. Τώρα όμως
202
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
φώναξε τη Νόρα, πριν πέσει σε νεκρική ακαμψία. Θα παραγγείλω κάτι απ' έξω για όλους μας». «Είσαι υπέροχη και καθόλου οπισθοδρομική, όπως πίστευα». Έτρεξε στο δωμάτιό του. Και πού να μάθεις για το Νικήτα... Τηλεφώνησα στην πιτσαρία και μετά έστρωσα το τραπέζι στην κουζίνα. Το αμαρτωλό ζευγάρι εμφανίστηκε στην πόρτα. Ο Τάκης με τον αέρα του κατακτητή, η Νόρα σαν μελλοθάνατος μπροστά στον Καίσαρα. Της έδωσα το χέρι, που το κοίταξε διστακτικά πριν το πιάσει. Λες και θα πάθαινε ηλεκτροπληξία. «Τι κάνεις, Νόρα; Καιρό έχω να σε δω. Πολλά μαθήματα;» Ακουγόμουν σαν ηλίθια αλλά τι να της έλεγα; Μετά την τριγωνομετρία περάσατε στην ανατομία; Δίκιο είχε τελικά ο Αλέξης, που το μυριζόταν. Αλλά, βέβαια, ήξερε απ' αυτά. Εκείνη μάσησε ένα «μάλιστα» και βάλθηκε να κοιτά το πάτωμα. Ο Τάκης την αγκάλιασε προστατευτικά από τους ώμους. «Η μητέρα μου, όταν μπήκε, μας είδε πολύ κοκαλιάρηδες και αποφάσισε να μας παχύνει». Η κοπέλα γλίτωνε δε γλίτωνε από το έμφραγμα. Το χιούμορ του γιου μου ήταν ώρες ώρες... Ήταν ανάγκη να της υπενθυμίσει ότι τους είχα δει τσιτσίδι;
203
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Αποφάσισα να παρέμβω, αλλά τι το 'θελα; Επηρεασμένη από την όλη κατάσταση, αντί να τη ρωτήσω πώς έτρωγε την πίτσα της, μπέρδεψα τα φωνήεντα και μείναμε κι οι τρεις να κοιταζόμαστε με γουρλωμένα μάτια. Το καημένο το κορίτσι θα το θυμόταν εφ' όρου ζωής. Ήλπιζα μόνο να μην έχει αντίκτυπο στη σχέση της με τον Τάκη. Ψέλλισε ότι την περίμεναν στο σπίτι της για φαγητό και σχεδόν έτρεξε προς την εξώπορτα. Το βλέμμα που μου 'ριξε ο
204
Ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
Τάκης πριν την ακολουθήσει επιδεχόταν πολλές ερμηνείες. Ήλπιζα μόνο να καταλάβαινε πως δεν το έκανα σκόπιμα. Γύρισε μετά από λίγο. Η έκρηξη που ακολούθησε δεν ήταν οργής, προς μεγάλη μου έκπληξη, αλλά γέλιου. Διπλωμένος στα δύο τρανταζόταν κακαρίζοντας κι εγώ δεν ήξερα αν έπρεπε να ακολουθήσω την υστερική ιλαρότητά του ή να αρχίσω τις συγγνώμες. Κάποτε ηρέμησε. «Τάκη,χίλια συγγνώμη. Πώς θα την ξαναντικρίσω την κοπέλα; Τι θα λέει για μένα; Προσπαθώντας να μπαλώσω τη χοντράδα σου, μπερδεύτηκα και τα 'κάνα χειρότερα. Κι εγώ ήταν ανάγκη να παραγγείλω πίτσα; Δεν έπαιρνα σουβλάκια καλύτερα;» «Μαμά,ηρέμησε. Της εξήγησα ότι η δική μου μητέρα ούτε με σφαίρες δε θα ξεστόμιζε σκόπιμα τέτοια λέξη. Κατάφερα να την πείσω ως ένα βαθμό, αλλά φοβάμαι ότι θα περάσει πολύς καιρός μέχρι να ξανάρθει στο σπίτι μας». Τα μάτια του είχαν δακρύσει απ' το γέλιο, αλλά αυτό δε μ' έκανε να νιώσω καλύτερα. «Άκου, Τάκη. Λυπάμαι ειλικρινά γι' αυτό. Το λιγότερο που μπορώ να κάνω είναι να σ' αφήσω πια να βγαίνεις τα Σαββατοκύριακα. Δεν έχει νόημα άλλωστε,
205
Ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
αυτή την τιμωρία σ' την επέβαλε ο πατέρας σου και δεν είναι εδώ για να έχει οποιοδήποτε λόγο. Το επόμενο Σάββατο θα πας τη Νόρα σ' ένα καλό εστιατόριο με δικά μου έξοδα». «Μήπως θες να την πάω στο Κουκλάκι, που είναι και κοντά μας;» Στην αναφορά του εστιατορίου, όπου τα ονόματα των φαγητών είναι παρμένα από το Κάμα Σούτρα και το ψωμί έχει τη φόρμα αντρικού οργάνου, μας ξανάπιασαν τα γέλια. Η κατάσταση ξέφυγε από
206
ΜΑΪΡΑ
Π ΑΕΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
τον έλεγχο όταν έκανε την εμφάνιση του ο Γκουσγκούνης, απορημένος με το σαματά που γινόταν στην κουζίνα. «Σε ρώτησε πώς λέμε το σκύλο μας;» κατάφερα να ρωτήσω ξελιγωμένη. «Ήταν το πρώτο σοκ. Μη στενοχωριέσαι, μαμά. Είναι δυνατή κοπέλα, θα το αντέξει. Και... σ' ευχαριστώ για το Σάββατο. Όταν της το πω, θα καταλάβει πως δεν τη βλέπεις σαν Μεσσαλίνα». «Ορκίσου μου πως δε θα την πας στο Κουκλάκι». «Σου τ' ορκίζομαι». Κοίταξε το ρολόι του. «Μα τι έγινε αυτή η... πίτσα;» Η πίτσα ήρθε, τη φάγαμε και περασμένες δώδεκα κάτσαμε στο σαλόνι για τη συζήτηση που τον είχα παρακαλέσει να κάνουμε. Αισθανόμουν ακόμα πολύ άβολα, παρ' όλες τις διαβεβαιώσεις ότι δεν είχε επηρεαστεί η σχέση του. Δεν ήξερα αν ήταν τελικά κατάλληλη ώρα να του μιλήσω για το βαθύτερο πρόβλημα με τον πατέρα του. Ξεκίνησα κάπως διαφορετικά: «Είσαι πολύ καιρό με τη Νόρα;» «Απ' την αρχή του χρόνου. Πάντως, όταν ερχόταν τον πρώτο καιρό εδώ όντως μελετούσαμε τριγωνομετρία, κι ας έριχνε τις μπηχτές του ο μπαμπάς». «Γι' αυτό σταμάτησες να την φέρνεις εδώ; Σ' ενοχλούσαν τα σχόλιά του;»
207
ΜΑΪΡΑ
Π ΑΕΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
«Ναι. Γι' αυτό αποφάσισα να την ξαναφέρω όταν έφυγε από το σπίτι. Πού να φανταστώ... » Με σκουντηξε με τον αγκώνα, χαμογελώντας μου πονηρά. «Τάκη, σε παρακαλώ, νιώθω ακόμα πολύ άσχημα. Δε θέλω να χαλάσω αυτό που έχετε. Χαίρομαι που έχεις κάποια κοπέλα να σε συντροφεύει και να σε ακούει. Ανησυχούσαμε με τον πατέρα σου, ότι δεν έχεις πολλές παρέες, κι ύστερα αυτό με την τιμωρία... »
208
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
«Έχω παρέες, απλά δεν είναι κολλητοί μου. Η Νόρα με καλύπτει σε όλα. Αν τη γνωρίσεις, θα δεις». «Την αγαπάς;» Δάγκωσε σκεφτικός τα χείλη. «Ενδεχομένως. Δε μ' έχει τραβήξει άλλο κορίτσι όσο αυτή». «Μόνο μην πέσεις στην παγίδα και την παντρευτείς γρήγορα». Με κοίταξε λες και του μίλησα κινέζικα. «Ποιος μίλησε για γάμο; Μπορεί να είμαστε καλά μαζί, αλλά κι οι δυο έχουμε σχέδια για το μέλλον, που σίγουρα δεν περικλείουν τέτοια δέσμευση. Πώς σου ήρθε αυτό;» «Ίσως εσείς οι νεότεροι σκέφτεστε γνωστικότερα απ' τους γονείς σας. Ο πατέρας σου κι εγώ βιαστήκαμε να παντρευτούμε, και στην πορεία φάνηκε ότι αυτό δημιούργησε μεγάλο ρήγμα στη σχέση μας». «Τι εννοείς ότι δεν περνά απλώς μια περίεργη φάση ο μπαμπάς;» Αναδεύτηκε στην πολυθρόνα, λες κι η συζήτηση του ήταν άβολη απ' όλες τις απόψεις. «Αυτή τη φάση φαίνεται ότι την περνούσε εδώ και αρκετά χρόνια, απλώς τώρα εκδηλώθηκε το πρόβλημα σε όλη του τη διάσταση. Για να είμαι ειλικρινής, δε νομίζω ότι θα επιστρέψει σύντομα στο σπίτι». Χαμήλωσα το κεφάλι περιμένοντας το ξέσπασμα.
209
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
«Τελικά είχες δίκιο, έτσι; Τα 'χει με άλλη» διαπίστωσε με παράδοξη ηρεμία. Η σιωπή μου άξιζε όσο μια πλήρης απάντηση. Κάλυψε το πρόσωπο με τα χέρια του. Όταν ξαναμίλησε, η φωνή του μόλις που ακουγόταν. «Κι εμείς; Μας ξεγράφει έτσι απλά; Μήπως έφταιγες κι εσύ που έφυγε; Έβλεπα που μερικές φορές τσακωνόσασταν αλλά δε φανταζόμουν ότι... » Τον διέκοψα ταραγμένη. Δε θα τον άφηνα να εξαπο-
210
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
λύσει μύδρους εναντίον μου για μια κατάσταση που μόνο εγώ πάλευα να σώσω. Επιτέλους, πού ζούσε αυτό το παιδί; Δεν έβλεπε την απαράδεκτη συμπεριφορά του Αλέξη; Τόσες φορές είχε γίνει κι εκείνος αποδέκτης της. «Τάκη, μη μου το κάνεις αυτό. Πίστεψέ με πως προσπάθησα πολύ να βοηθήσω το γάμο μου. Αν φταίω σε κάτι, είναι που τον παντρεύτηκα τόσο νωρίς. Αλλά δε γινόταν αλλιώς. Ας πούμε ότι η δική σου εμφάνιση μας έβαλε να σκεφτούμε πιο γρήγορα το γάμο απ' ό,τι σκοπεύαμε». «Δηλαδή, έμεινες έγκυος και τον παντρεύτηκες;» η φωνή του χρωματίστηκε από απορία, της οποίας, αν έξυνα την επιφάνεια, θα ανακάλυπτα μεγάλη δόση κατηγόριας για φτηνή αποπλάνηση με σκοπό το γάμο. Το τυπικό αντρικό σύνδρομο του «τυλίγματος», που δε γνώριζε ηλικία. «Αγαπιόμασταν, γλυκέ μου. Κάποια στιγμή θα παντρευόμασταν, απλώς εσύ επέσπευσες κάπως εκείνη τη στιγμή. Δεν τον αδικώ, ένας άντρας που παντρεύεται στα είκοσι τρία και συγχρόνως γίνεται πατέρας χάνει πολλές εμπειρίες των συνομιλήκων του. Όμως κέρδισε το αίσθημα της πατρότητας, κι αυτό δεν το
211
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
μετάνιωσε ποτέ. Εσύ ήσουν γι' αυτόν... » Από τα βάθη του μυαλού μου αναδύθηκε η ατάκα του Αλέξη «Μακάρι να μου κοβόταν σύρριζα». «Μακάρι!» είπα με ζέση, χωρίς να συνειδητοποιήσω ότι εξωτερίκευσα τη σκέψη μου. «Τι μακάρι;» απόρησε ο Τάκης. «Μακάρι, είπα; Καμάρι, ήθελα να πω και μπερδεύτηκα». Του 'ριξα μια φευγαλέα ματιά και το επανέλαβα. «Το καμάρι του ήσουν εσύ όλα αυτά τα χρόνια». «Καλά εγώ, εσείς από πότε δεν τα πηγαίνατε καλά;» «Αυτό δεν είμαι σε θέση να το απαντήσω. Νόμιζα ότι
212
Ο ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
ήμαστε καλά όλα αυτά τα χρόνια. Είχαμε τους καβγάδες μας, αλλά πίστευα πως ήταν συνηθισμένο σε όλα τα ζευγάρια. Όμως εδώ και ένα χρόνο κατάλαβα ότι τα πράγματα ήταν πολύ πιο σοβαρά». Κούνησε το κεφάλι του σαν να μην το πίστευε. «Καλά, αυτός δεν προσπάθησε να σου εξηγήσει τι του φταίει; Μπορεί αυτά που λες να είναι δικά σου συμπεράσματα». Μέσα μου πάλευα για την απάντηση που θα του έδινα. Να του έλεγα για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες μου το ομολόγησε η Χριστίνα; «Το γεγονός είναι ένα: ο πατέρας σου είναι πιθανό να μην ξαναγυρίσει στο σπίτι. Στο λέω έτσι ωμά για να μην απογοητευθείς περιμένοντας. Πάντως να ξέρεις ότι δε φταις εσύ». Πετάχτηκε όρθιος σαν ελατήριο κι άρχισε να φωνάζει. Πάνω που άρχισα να πιστεύω ότι θα το πάρει ψύχραιμα. «Δηλαδή θα πάρετε διαζύγιο τώρα στα γεράματα; Ξαφνικά αποφασίζει να κάνει νέα ζωή; Μήπως σκοπεύει να μου χαρίσει και αδελφάκι, που θα πρέπει να το πηγαίνω στις κούνιες;» «Όχι και γεράματα, Τάκη. Ακόμα δεν έχουμε πατήσει τα σαράντα. Άλλοι παντρεύονται για πρώτη φορά».
213
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
«Τον δικαιολογείς ή μου φαίνεται; Μήπως θες κι εσύ νέες περιπέτειες;» με κατακεραύνωσε. Δεν ήταν η κατάλληλη ώρα να του μιλήσω για τη γνωριμία μου με το Νικήτα. Σηκώθηκα και τον αγκάλιασα. «Πάμε να κοιμηθούμε. Όπως λέει κι η αγαπημένη σου Σκάρλετ Ο'Χάρα: "Αύριο ξημερώνει καινούρια μέρα"». «"Ειλικρινά, αγαπητή μου, δε δίνω δεκάρα"». Κλείστηκε στο δωμάτιό του. Κουρασμένη σύρθηκα στην κρεβατοκάμαρά μου. Ξάπλωσα και, πριν το κα-
214
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
ταλάβω, βυθίστηκα σε βαθύ ύπνο. Είδα άσχημα όνειρα και κάποια στιγμή ξύπνησα από το άγχος ότι ο Τάκης θα πάει να κάνει σκηνή στον πατέρα του. Στις οχτώ το πρωί της Κυριακής άνοιξα σιγά την πόρτα του δωματίου του και η καρδιά μου πήγε στη θέση της όταν τον είδα κουκουλωμένο στο κρεβάτι του. Μόλις ξύπναγε, θα τον έβαζα να ορκιστεί στη ζωή μου ότι δε θα πήγαινε να βρει τον πατέρα του. Έφτιαξα καφέ και περίμενα να πάει λίγο πιο αργά για να τηλεφωνήσω στο Νικήτα. Δεν έβλεπα την ώρα να του εξιστορήσω τα συμβάντα. Τον πέτυχα μόλις είχε ξυπνήσει και έπινε καφέ. Πήρα κι εγώ τον δικό μου και θρονιάστηκα στον καναπέ του σαλονιού. Του διηγήθηκα τη φάση με την κοπέλα του Τάκη και κόντεψε να πνιγεί απ' τα γέλια. Σοβάρεψε όμως μόλις άρχισα να του λέω για τη συζήτηση που ακολούθησε. «Πιστεύεις ότι θα πάει να του ζητήσει εξηγήσεις; Με έχει αγχώσει τρομερά αυτό το θέμα. Κι αν ο Αλέξης παραδεχτεί ότι έχει άλλη; Μήπως του πει και για τη σχέση του με τη Χριστίνα;» «Δώσ' του λίγο χρόνο να προσαρμοστεί στην ιδέα ότι
215
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
ο πατέρας του τα σκάτωσε. Δεν είναι και λίγο αυτό που του έσκασες χτες. Λογικά αντέδρασε έτσι. Περίμενες να πει: "Γεια σου, ρε πατέρα ανοιχτομάτη, που μας έκλεισες το σπίτι";» «Δεν ξέρω τι να κάνω... » είπα με ηττοπάθεια. «Εγώ ξέρω. Θα τον βοηθήσεις να το χωνέψει και παράλληλα θα δεχτείς την πρότασή μου να βγούμε το βράδυ για φαγητό». «Πολύ θα το 'θελα, αλλά πρέπει να το αναβάλουμε. Θα μείνω μαζί του. Ίσως έχει ανάγκη να μου μιλήσει, να ξεσπάσει. Θα τηλεφωνηθούμε».
216
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
«Εντάξει, θες να το αφήσουμε για το άλλο Σάββατο;» «Θα δούμε. Θα επικοινωνήσουμε τηλεφωνικώς». Κλείσαμε. Έμεινα καθισμένη στον καναπέ, κοιτώντας αφηρημένη την κούπα μου. Ο Τάκης κι ο Γκουσγκούνης εμφανίστηκαν αγουροξυπνημένοι. «Πώς είσαι, αγόρι μου;» τον ρώτησα ανήσυχη. «Για παιδί χωρισμένων γονιών είμαι σχετικά καλά». Έπνιξε ένα χασμουρητό και τεντώθηκε. Χαμογέλασα ξελαφρωμένη. Ο τανυσμός υποδήλωνε ανέμελο ύπνο. Και η καυστική απάντηση ήταν προϊόν της συνηθισμένης συμπεριφοράς του. Σηκώθηκα και τον αγκάλιασα. Στραβομουτσούνιασε. Εντάξει! Όλα ήταν υπό έλεγχο. Θα ανησυχούσα αν χωνόταν στην αγκαλιά μου. «Βρε Τάκη, δε χωρίσαμε ακόμα. Ούτε είναι σίγουρο ότι θα συμβεί». «Σκέφτεσαι να τον συγχωρήσεις, αν γυρίσει πίσω;» «Δεν ξέρω αν θα γυρίσει. Εσύ θες να γυρίσει;» του πέταξα το μπαλάκι. «Ούτε να τον βλέπω στα μάτια μου» απάντησε με άχρωμη φωνή, ενώ συγχρόνως έκανε νόημα στον Γκουσγκούνη να πηδήξει στην αγκαλιά του. Χαλάρωσα. «Άρα να μείνω ήσυχη ότι δε θα πας να τον βρεις και να δημιουργήσεις σκηνή. Ορκίσου μου ότι θ'
217
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
αφήσεις τα πράγματα να κυλήσουν μόνα τους». «Αφού το θες εσύ...» Με κοίταξε σαν να θυμήθηκε κάτι. «Αλήθεια, με τη Χριστίνα γιατί παρεξηγήθηκες ;» Γιατί θεώρησε έντιμο μετά από τόσα χρόνια φιλίας να πέσει στο κρεβάτι με τον άντρα της φίλης της και να της το κρύψει. «Για ψιλοπράγματα, Τάκη μου».
218
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
«Δε σκοπεύετε να καπνίσετε την πίπα της ειρήνης;» Η Χριστίνα θα 'χει μπουχτίσει από δαύτες. «Δεν ξέρω, αγόρι μου, είμαστε και οι δυο περήφανες, για να κάνουμε το πρώτο βήμα». Με κοίταξε δύσπιστα. «Αποκλείεται να κλοτσάτε έτσι τόσα χρόνια φιλίας. Κάτι άλλο συμβαίνει και δεν ξέρω γιατί δε θες να μου το πεις». «Γιατί σε κόφτει τόσο, καλέ μου, να μάθεις τι κάνω με τις φίλες μου;» «Γιατί, απλούστατα, δεν είναι τόσες πολλές, ώστε να έχεις την πολυτέλεια να τις διώχνεις άμα τσακώνεστε». «Δεν έχω πρόβλημα να μείνω μόνη μου. Τώρα άσε τα λόγια και, μια και είναι Κυριακή, πήγαινε να συμμαζέψεις το στάβλο στον οποίο κοιμάσαι». «Ποτέ την Κυριακή». Με φίλησε στο μάγουλο κι εξαφανίστηκε στο δωμάτιο του, ακολουθούμενος από το σκύλο. Τα λόγια του Τάκη τριβέλιζαν το μυαλό μου όλη τη μέρα. Η αλήθεια ήταν ότι οι φίλες μου μετριόνταν στα δάχτυλα του ενός χεριού. Για την ακρίβεια, περιορίζονταν στον αντίχειρα και στο δείκτη. Η μία ήταν η Χριστίνα, ενώ η άλλη πολύ καλή μου φίλη, η Άντα, είχε παντρευτεί Ιταλό και ζούσε στη Βερόνα εδώ και
219
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
δώδεκα χρόνια. Είχαμε αλληλογραφία και κάπου κάπου τηλεφωνική επαφή, αλλά δυστυχώς η απόσταση μας είχε απομακρύνει θέλοντας και μη. Υπήρχαν, βέβαια, και κάποιες άλλες γυναίκες συναδέλφων του Αλέξη, με τις οποίες διατηρούσα χλιαρές σχέσεις. Με τη Χριστίνα είχα πάθει το εξής περίεργο: απ' τη μια τη μισούσα για την προδοσία της. Απ' την άλλη, στο πλαίσιο της φιλίας που μας έδενε τόσα χρόνια, ξε-
220
Ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
χνούσα κατά κάποιο τρόπο την αδυναμία της να αντισταθεί στον Αλέξη και ήθελα να την παρηγορήσω που την είχε απατήσει με άλλη. Όπως ακριβώς θα έκανα αν επρόκειτο για κάποιον άλλο άντρα που την εκμεταλλεύτηκε. Απέδιδα αυτή την τάση στη συνειδητοποίηση ότι ξαφνικά είχα μείνει χωρίς τη φίλη που άκουγε τον καημό μου. Ευτυχώς για την ψυχική μου ισορροπία δεν πρόλαβα να γευτώ έντονα την αίσθηση της μοναξιάς. Ο Νικήτας αντικατέστησε με μεγάλη επιτυχία τη Χριστίνα. Έτσι εξηγούσα την εξομολογητική μου διάθεση κάθε φορά που μιλούσαμε. Στο πρόσωπό του βρήκα τους δυο πόλους που με στήριζαν και ξαφνικά είχαν χαθεί: τον άντρα και τη φίλη. Για την ακρίβεια, έπαιζε το διπλό ρόλο καλύτερα απ' τους προηγούμενους πρωταγωνιστές. Μ' έκανε να νιώθω επιθυμητή, πράγμα που μου είχε στερήσει ο Αλέξης τόσα χρόνια, κι άκουγε με αληθινό ενδιαφέρον τα προβλήματά μου, χωρίς να αποσκοπεί σε προσωπικά οφέλη, όπως η Χριστίνα. Σ' ένα μόνο τον νικούσε κατά κράτος. Δεν μπορούσα να διοχετεύσω κάπου τον ενθουσιασμό της νέας γνωριμίας. Εκεί ένιωθα έντονη την απουσία της Χριστίνας.
221
Ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
Δε γινόταν να εκμυστηρευτώ στο Νικήτα ότι τον είχα γνωρίσει. Αν δεν κινδύνευα να θεωρηθώ, μεγάλος μαλάκας, θα της τηλεφωνούσα να της διηγηθώ τις εξελίξεις. Όμως όποιος καίγεται στο χυλό φυσά και το γιαούρτι. Με το Νικήτα να λειτουργεί σαν φάρμακο, ένιωθα τη μετάλλαξη των συναισθημάτων μου. Τις πρώτες μέρες με πλημμύριζε η ανάγκη να μάθω αν συνέχιζε ο Αλέξης να βλέπει τη Χριστίνα, αν τα 'χαν χαλάσει κατόπιν δικής της επιθυμίας, όταν έμαθε ότι την κεράτωνε, αν ήταν ερωτευμένος με τη Λίζα. Εξακολουθούσα να αναρωτιέμαι για όλα αυτά, αλλά τη νοσηρή περιέργεια είχε
222
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
αντικαταστήσει πια η κουτσομπολίστικη διάθεση: να μάθαινα πώς συνέχιζαν τη ζωή τους χωρίς εμένα. Δεν επιζητούσα αυτές τις πληροφορίες για να πλέξω ελπίδες για την επιστροφή του Αλέξη, σε περίπτωση που είχε χωρίσει με τις άλλες. Κάθε μέρα που περνούσε, ενίσχυε την απόφαση μου να οχυρωθώ στον εαυτό μου. Ο Νικήτας αποτελούσε τον καλύτερο πολεμικό εξοπλισμό μου εναντίον του Αλέξη, σε περίπτωση που γύριζε — που δε θα το 'κανε. Όμως και το δικό μου οχυρό είχε,Κερκόπορτα. Αν εμφανιζόταν ξαφνικά μπροστά μου, ίσως παραδινόμουν αμαχητί.
13. Η εβδομάδα κύλησε ήσυχα. Ο Τάκης στο σχολείο, στο φροντιστήριο και στο σπίτι για διάβασμα, μια και σε λίγες μέρες άρχιζαν οι εξετάσεις. Εγώ έκανα κάποιες εξορμήσεις στα μαγαζιά για ανανέωση της γκαρνταρόμπας μου και μετά από μια γενναία δόση ουίσκι πήγα στο κομμωτήριο για αλλαγή κουπ. Το Σάββατο θα έτρωγα με το Νικήτα σ' ένα ιταλικό εστιατόριο κι είχα
223
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
μεγάλο τρακ για την εμφάνισή μου. Ο θαυμασμός στα μάτια του με έκανε να επιβραβεύσω σιωπηρά την επιμονή της κομμώτριας να μου κόψει πολύ κοντά τα μαλλιά. «Μπορώ να σου πω ότι σε βρίσκω υπέροχη ή θα με κατηγορήσεις ότι επιστρατεύω τις κολακείες για να σε ρίξω στο κρεβάτι;» «Τουλάχιστον μπορούμε να φάμε πρώτα;» χαμογέλασα. Με αγκάλιασε και μου ψιθύρισε στ' αυτί ότι χαιρόταν
224
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
που άρχιζα σιγά σιγά να χαλαρώνω μαζί του. Η κολόνια του εισχώρησε μεθυστική στα ρουθούνια μου κι ένιωσα σαν τον Κωνσταντάρα, που άκουγε χλιμιντρίσματα αλόγων όταν του γυάλιζε κάποια γυναίκα. Καθίσαμε στο απόμερο τραπέζι που 'χε κλείσει και παραγγείλαμε. Πήρα σκαλοπίνια βίνο μπιάνκο,το αγαπημένο μου πιάτο, όπως και του Νικήτα. Γενικά, του άρεσε η ιταλική κουζίνα. Κι εμένα. Απεχθανόμουν τη γιαπωνέζικη γιατί όλα ήταν ωμά. Κι εκείνος την έβρισκε αηδιαστική. Κατά τα άλλα, τον τραβούσε η κουλτούρα των Ιαπώνων γιατί είχε ένα μυστήριο. Συμφωνούσα απόλυτα. Όμως έβρισκα πως ο γοητευτικότερος λαός ήταν οι Ισπανοί, με το θερμό ταμπεραμέντο. Κι εκείνος το ίδιο. Είχε γοητευθεί από το ταξίδι του στην Ισπανία, αλλά τον είχε σοκάρει η φρικαλεοτητα της ταυρομαχίας. Κι εμένα το ίδιο. Δεν άντεχε τους μονόχνοτους Γάλλους. Ούτε εγώ. Εν αντιθέσει με τη γαλλική λογοτεχνία, και κυρίως τις γυναίκες συγγραφείς, που λάτρευε. Κι εγώ. Βέβαια, δε μ' άρεσαν τα γαλλικά τραγούδια, που τα θεωρούσα παντελώς γλυκανάλατα. Τι σύμπτωση! Με εξαίρεση όμως το Γάλλο συνθέτη Ρενέ Ομπρύ,που
225
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
έγραφε υπέροχη μουσική. Εκεί σήκωσα ψηλά τα χέρια: «Δεν τον έχω υπόψη μου. Έχει συνθέσει γνωστές μελωδίες ;» «Θα σου γράψω μια κασέτα. Είμαι σίγουρος ότι θα σε κάνει να ονειρευτείς». «Δε φαντάζεσαι πόση ανάγκη έχω να ονειρευτώ, Νικήτα. Τον τελευταίο καιρό βλέπω μόνο εφιάλτες. Όμως χαίρομαι που σε γνώρισα. Είσαι όαση στην ερημιά μου». «Γράφεις;» «Ούτε καν ημερολόγιο. Γιατί το λες;» «Γιατί σκέφτεσαι όμορφα».
226
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
«Έχω να σκεφτώ όμορφα πάρα πολύ καιρό. Ειδικά αφότου έφυγε ο Αλέξης, μόνο θρίλερ θα μπορούσα να γράψω με τις σκέψεις που κάνω. Πάντως, το 'χω πει επανειλημμένως ότι τα πιο ενδιαφέροντα μυθιστορήματα τα υπαγορεύει η ίδια η ζωή. Κι η δική μου θα γινόταν μπεστ-σέλερ». Με ρώτησε πώς τα βόλευα οικονομικά. Του είπα ότι ευτυχώς διατηρούσα την αξιοπρέπεια της οικονομικής ανεξαρτησίας. Στην πορεία της βραδιάς του μίλησα εκτενώς για τη γνωριμία μου με τον Αλέξη, τους γονείς του, που τον πίεσαν να με παντρευτεί έγκυο, το άγχος μου να κρατήσω ενωμένη την οικογένειά μου. Ένιωσα έναν κόμπο στο λαιμό και χαμήλωσα τα μάτια στο πιάτο μου. «Έχεις πάει ποτέ στη Μάνη;» άλλαξε από τακτ συζήτηση. Δυστυχώς χειροτέρεψε την κατάσταση, γιατί αμέσως με κατέκλυσαν εικόνες από ανέμελες διακοπές με τον Αλέξη και τον Τάκη. Ένευσα καταφατικά γιατί δεν έβγαινε φωνή. Τουλάχιστον διατηρούσα στεγνά τα μάτια μου. «Είχατε πάει και στην Παλιά Καρδαμύλη;» Ζάρωσα τα φρύδια μου προσπαθώντας να θυμηθώ.
227
Μ Α Ϊ Ρ Α
Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ
«Μην κάνεις τον κόπο να σκεφτείς. Αν είχες πάει, θα τη θυμόσουν σίγουρα». «Τώρα που το λες, είχαμε διασχίσει τη Νέα Καρδαμύλη, πηγαίνοντας προς την Καλαμάτα. Γιατί με ρώτησες;» «Γιατί πλησιάζει το καλοκαίρι και θα πάω για λίγες μέρες στο πατρικό μου στην Παλιά Καρδαμύλη. Συγκεκριμένα, σ' ένα μήνα. Κανόνισα ένα κενό στα ραντεβού των ασθενών μου και θα πάω να ξεκουραστώ από την πίεση του χειμώνα. Μ' αρέσει να φεύγω τον Ιούνιο. Δεν αντέχω να περιμένω ως τον Αύγουστο, που ξεχύνονται οι πάντες».
228
Ο ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
«Δυστυχώς κι εγώ ανήκω στους πάντες, αφού το γραφείο του Αλέξη κλείνει τον Αύγουστο». Ανασήκωσε τα φρύδια. «Έχει πια καμιά σημασία αυτό ; Ελπίζεις να γυρίσει στο σπίτι και να πάτε μαζί διακοπές σαν να μη συμβαίνει τίποτα;» Χαμογέλασα πικραμένα. «Μάλλον το είπα από κεκτημένη ταχύτητα. Δεν πρόκειται να γυρίσει. Δεν ξέρω καν αν θέλω κάτι τέτοιο». Ο καημένος ονειρευόταν ρομαντικό δείπνο και κατέληξε ν' ακούει τη νεκρολογία του γάμου μου. Δε θα τον αδικούσα αν έκανε νεύμα για το λογαριασμό. Αντ' αυτού, έγινα αποδέκτης μιας αναπάντεχης πρότασης: «Ήθελα να σου προτείνω να με συντροφέψεις στη Μάνη, όμως δεν ξέρω αν θέλω να ακούσω την άρνησή σου. Όσο κι αν το πολεμάς, δεν έχεις βγάλει ακόμα τον Αλέξη από το μυαλό σου. Όμως το ταξίδι που σου προτείνω είναι μια καλή ευκαιρία να αποτοξινωθείς. Πριν αρνηθείς, υποσχέσου μου ότι θα το σκεφτείς. Έχεις καιρό μπροστά σου». Αμίλητη αφέθηκα στην τρελή φαντασίωση του πρωινού ξυπνήματος στη Μάνη, δίπλα στον άντρα που μπήκε τόσο απρόσμενα στη ζωή μου. Το ίδιο βράδυ, μόνη
229
Μ Α Ϊ Ρ Α
Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ
στο διπλό κρεβάτι του σπιτιού μου, κοιμήθηκα ανάλαφρα για πρώτη φορά μετά από πολλές νύχτες.
14. Άρχισα να περιποιούμαι τον εαυτό μου. Άλλαξα μάρκα καλλυντικών, αγόρασα μακιγιάζ που τόνιζε το νέο μου κούρεμα, πήρα διαζύγιο από την κολόνια που φορούσα εδώ και οχτώ χρόνια και την αντικατέστησα με μια πιο
230
Ο ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
δροσερή. Γιατί κι εγώ ένιωθα έτσι. Απελευθερωμένη από το φόβο της μοναξιάς και της απόρριψης. Μέχρι αυτοκίνητο έβαλα στόχο να αγοράσω. Ευκαιρία ήταν να ξεσκονίσω το δίπλωμα οδήγησης μετά από τόσα χρόνια απραξίας. Έγραψα μια λίστα με πράγματα που έπρεπε να κάνω. Το πρώτο ήταν μια εκ βαθέων συζήτηση με το Νικήτα. Ήθελα να μάθω τι ζητούσε από μένα. Βέβαια, δε θα μου έλεγε ποτέ ευθέως «θέλω να κοιμηθούμε μαζί και μετά βλέπουμε», όμως, από την απάντηση που θα μου έδινε, θα καταλάβαινα. Ούτε είχα αξίωση να με ζητήσει σε γάμο. Αυτό, υποθέτω, δεν το 'χε σκεφτεί κανείς μας. Εξάλλου εγώ ήμουν ακόμα παντρεμένη. Τελικά, δε θα με πείραζε να μου πει «θέλω να κοιμηθούμε μαζί και μετά βλέπουμε». Από την απάντησή του εξαρτιόταν το δεύτερο πράγμα στη λίστα μου: να μιλήσω στον Τάκη για κείνον. Αν το 'παιρνε ψύχραιμα, θα φρόντιζα να γνωριστούν. Είχε μεγάλη σημασία για μένα η γνώμη του Τάκη. Αν κάτι πήγαινε στραβά, έπρεπε να δώσω τέλος σ' αυτή την εκκολαπτόμενη σχέση. Στη σκέψη και μόνο
231
Μ Α Ϊ Ρ Α
Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ
ανατρίχιασα. Μπορεί να είχα κάποιους ενδοιασμούς, αλλά αυτοί αφορούσαν την αντίδραση του γιου μου. Γιατί στη ζυγαριά της καρδιάς μου άρχισε να κερδίζει βάρος ο Νικήτας και να χάνει ο Αλέξης. Εξάλλου δεν πίστευα πως θα γύριζε. Φαινόταν να θέλει μια καινούρια αρχή. Ε, λοιπόν, κι εγώ. Αν τα δύο πρώτα θέματα πήγαιναν καλά, θα προχωρούσα στο τρίτο. Θα συναντούσα τη Χριστίνα. Το σκεφτόμουν, το ξανασκεφτόμουν και πάντα εκεί κατέληγα τις τελευταίες μέρες. Ήθελα να τη δω και να μιλήσουμε με περισσότερη ηρεμία. Το σοκ των αποκαλύψεών της
232
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
μου είχε μπλοκάρει το μυαλό. Όσο περνούσαν οι μέρες, ένιωθα την οργή να ξεθωριάζει. Άρχισα να τη βλέπω περισσότερο σαν θύμα του Αλέξη, παρά σαν αντροχωρίστρα. Στο κάτω κάτω της γραφής, έπρεπε να μάθω αν εξακολουθούσαν να βλέπονται, για να βγάλω την ετυμηγορία. Στην τέταρτη συνάντησή μας αποφάσισα να μιλήσω στο Νικήτα. Είχαμε κανονίσει να πάμε σινεμά και μετά για φαγητό. Ήταν Σάββατο και ο Τάκης θα 'βγαινε για φαγητό με τη Νόρα. Του έδωσα να καταλάβει ότι δε θα με πείραζε να τη φέρει μετά στο σπίτι. Αυτό, βέβαια, εξαρτιόταν από τη Νόρα. Εκείνος ενθουσιάστηκε με την ξαφνική ελευθερία, που σχεδόν δεν άκουσε ότι θα 'βγαινα κι εγώ. Ο Νικήτας στεκόταν στην είσοδο του κινηματογράφου παρατηρώντας την αφίσα του έργου που παιζόταν. Πήγα από πίσω του και του 'κλεισα τα μάτια. «Λόλα; Ευτυχώς που ήρθες! Σου 'φερα το εσώρουχο που ξέχασες χτες στο σπίτι μου». Μου 'ρθε ο ουρανός σφοντύλι. Τράβηξα τα χέρια μου και έκανα μεταβολή να φύγω. Μου 'πιασε τον καρπό γελώντας.
233
Μ Α Ϊ Ρ Α
Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ
«Καλά, πότε θα καταλάβεις ότι ο τύπος που βγαίνεις μαζί του και που είναι τρελός για σένα αρέσκεται να σε πειράζει;» Το πρόσωπό του ήταν ένα πλατύ χαμόγελο. Παρ' όλα αυτά, δε γλίτωσε την κατσάδα: «Δεν αντέχω πλάκες που περιέχουν άλλα γυναικεία ονόματα. Μου φτάνει ότι μου συνέβη στ' αλήθεια. Ήρθα με τόση χαρά να σε ξαφνιάσω και μ' έκανες σκουπίδι... » «Μα, καλή μου, ήταν ποτέ δυνατόν ένας ευυπόληπτος οδοντίατρος να τα μπλέξει με κάποια ονόματι Λό-
234
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
λα; Αυτό το όνομα μόνο τον Καρβέλα ενέπνευσε για να γράψει ένα χυδαίο τραγούδι». «Ναι, καλά, είδα και τη γυναίκα που παντρεύτηκες... Πάρ' τα, Λίζα, και κάν' τα κορνίζα». Με αγκάλιασε γελώντας. «Είσαι απίστευτα υπέροχη. Είσαι το μισό που μου έλειπε. Τρελαίνομαι για γυναίκες με χιούμορ. Απορώ τελικά πώς παντρεύτηκα τη Λίζα, που δεν είχε καθόλου». «Δεν έχεις δίκιο. Τα 'μπλεξε με τον άντρα μου, που είναι μεγάλο ανέκδοτο». Με άρπαξε και με φίλησε στο στόμα. Παρά την έκπληξη μου, ανταποκρίθηκα αμέσως. Ευτυχώς που με κρατούσε γερά, γιατί τα πόδια μου είχαν λυγίσει. Μου 'ρθε σχεδόν να βάλω τα κλάματα. Ο κόσμος που μας κοιτούσε, καθώς έμπαινε στο σινεμά, μας έκανε να συνέλθουμε γρήγορα. Έβγαλε από την τσέπη του σακακιού του ένα δεματάκι και μου το 'δωσε. Το πήρα κοιτάζοντας τον ερωτηματικά. «Μην το ανοίξεις ακόμα. Στο σπίτι σου θα καταλάβεις. Τώρα μπορείς να με συγχωρέσεις και να μπούμε στο σινεμά;» Με αγκάλιασε απ' τη μέση και, πριν προλάβω να μι-
235
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
λήσω, με παρέσυρε στην αίθουσα. Πώς μπορούσα να του κρατήσω κακία, τη στιγμή που δεν άφησε το χέρι μου ούτε στο διάλειμμα του έργου; Διαλέξαμε ένα ουζερί κοντά στο σπίτι μου. Το δεματάκι στην τσάντα μου δεν έφευγε δευτερόλεπτο απ' το μυαλό μου. Σχεδόν ανυπομονούσα να φύγουμε για να λυθεί η περιέργειά μου. Ανέβαλα τη συζήτηση που είχα προγραμματίσει για άλλη ώρα. Πρώτα ήθελα να δω τι μου είχε δώσει. Τον άφησα να με γυρίσει στο σπίτι, δια-
236
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
κινδυνεύοντας μια συνάντηση με τον Τάκη στην είσοδο της πολυκατοικίας. Το φιλί της καληνύχτας ήταν σύντομο αλλά γεμάτο πάθος. Συνεννοηθήκαμε να του τηλεφωνήσω την επομένη και κίνησα για την πόρτα. Με σταμάτησε η φωνή του: «Ελένη, μη βιαστείς να μου απαντήσεις. Εκτός αν πεις "ναι"». Έβαλε μπρος και εξαφανίστηκε στο σκοτάδι. Έμεινα ακίνητη στην είσοδο του σπιτιού. Λες να με ζητούσε σε γάμο; Έδιωξα τη σκέψη γελώντας από μέσα μου. Ξεκλείδωσα και άναψα τα φώτα στο θυρωρείο. Άκου «Λόλα»! Τούτη τη φορά βρήκα τον Τάκη με τη Νόρα σε πιο ευπρεπή στάση. Αυτή ήταν ικανή να 'ρθει με ράσο. Κάθονταν στο σαλόνι βλέποντας βίντεο. Κάθισα κι εγώ λίγο μαζί τους. Ο Τάκης δεν έκανε κανένα σχόλιο που μπήκα στο σπίτι στη μία.το πρωί. Ίσως δεν ήθελε να με ρωτήσει μπροστά στην κοπέλα του. Προσφέρθηκα να τους φτιάξω ένα τσάι. Αρνήθηκαν. Τους καληνύχτισα κι έτρεξα σχεδόν στην κρεβατοκάμαρα μου. Κάθισα στο κρεβάτι και με ανυπόμονα δάχτυλα έσκισα το περιτύλιγμα. Το δεματάκι περιείχε μια κασέτα, ένα διπλωμένο σημείωμα και μια φωτογραφία. Κοίταξα πρώτα τη
237
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
φωτογραφία. Ήταν ο Νικήτας καθισμένος σε μια βεράντα, προφανώς του εξοχικού του σπιτιού στην Καρδαμύλη. Χαμογελούσε στο φακό κι ήταν τόσο γοητευτικός. Το καλοκαιρινό μαύρισμα τόνιζε τα πράσινα μάτια του και το κοντομάνικο μακό με τη διαφήμιση της Κολγκειτ τον έκανε να φαίνεται σαν παιδαρέλι. Ξεδίπλωσα το σημείωμα. Μια πρόταση μόνο. «Την επόμενη φορά που θα ακούσεις Ρενέ Ομπρύ θέλω να είσαι κουρνιασμένη στην αγκαλιά μου, σ' αυτήν ακριβώς τη βεράντα».
238
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Έπιασα την κασέτα και μετά από σύντομη σκέψη σηκώθηκα και πήγα στο σαλόνι. Σταμάτησα έγκαιρα όταν τους είδα να φιλιούνται. Αν με έβλεπαν κι αυτή τη φορά, τη Δευτέρα η κοπέλα θα πήγαινε σε ψυχολόγο. Νυχοπατώντας, έκανα μερικά βήματα πίσω και, προκαλώντας λίγο θόρυβο, φρόντισα να τους προετοιμάσω για την εμφάνιση μου. Μπήκα στο σαλόνι και τους βρήκα να βλέπουν βίντεο. Στοιχημάτιζα πως, αν τους ρωτούσα ποια ταινία έβλεπαν, θα τους έφερνα σε δύσκολη θέση. «Τάκη, μπορείς να μου δανείσεις το γουόκμαν σου;» «Τι το θες βραδιάτικα;» «Εσύ για τι λες να το θέλω; Μου χάρισαν μια κασέτα και θέλω να την ακούσω». «Μπα; Ποιος σ' τη χάρισε;» Να τα! Δεν τη γλίτωσα την ανάκριση. Να του 'λεγα πάλι για την περιβόητη φίλη μου; Θα έμπλεκα τα πράγματα. Πέρασα στην επίθεση. «Άσε τις ερωτήσεις και φέρ' το μου. Και, μόλις τελειώσει η βιντεοκασέτα, πείτε καληνύχτα γιατί αύριο έχετε διάβασμα. Πλησιάζουν οι εξετάσεις και δε σας βλέπω... αγχωμένους». «Καλά, μη βαράς». Εξαφανίστηκε στο δωμάτιό του. Χαμογέλασα στη Νόρα κι εκείνη έγινε μπλε από την α-
239
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
μηχανία. Ευτυχώς ο Τάκης γύρισε γρήγορα με το γουόκμαν. Το πήρα και πήγα στην κρεβατοκάμαρά μου. Έβαλα την κασέτα και ξάπλωσα στο κρεβάτι με σβηστό το φως. Στα αυτιά μου ξεχύθηκε μια υπέροχη μελωδία. Η πλούσια φαντασία μου, που στο σχολείο επιβραβευόταν μονίμως με είκοσι στο μάθημα της έκθεσης, με ταξίδεψε στη Μάνη, παρέα με το Νικήτα. Η μουσική υπόκρουση ήταν ιδανική για τις πιπεράτες λεπτομέρειες. Άκουσα δύο φορές την κασέτα. Όταν πάτησα το δΐορ, ο
240
Ο
ΙΟΥΑΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
Ρενέ Ομπρύ δεν είχε εγκαταλείψει τα αυτιά μου. Το κεφάλι μου ήταν γεμάτο από την υπέροχη μουσική του. Κοιμήθηκα χαμογελώντας. Ξύπνησα χαμογελώντας. Πλύθηκα χαμογελώντας. Για την ακρίβεια, πλύθηκα χαμογελώντας και σιγοσφυρίζοντας κάποια απ' τις χτεσινές μελωδίες. Το χαμόγελο στόλιζε το στόμα μου όλη τη μέρα. Με τον Τάκη μίλησα ελάχιστα,γιατί τις περισσότερες ώρες ήταν κλεισμένος στο δωμάτιο του διαβάζοντας. Μετά από πολύ καιρό τέλειωσα το βιβλίο που είχα ξεκινήσει να διαβάζω. Ένιωθα τρομερά δημιουργική. Το απόγευμα αποφάσισα να απλώσω τα πράγματα μου σε όλη την ντουλάπα, μια και τα ρούχα του Αλέξη αγκάλιαζαν πια άλλες κρεμάστρες. Έκανα τη διαπίστωση χωρίς να με πιάσει υστερία. Στο βάθος ενός συρταριού ανακάλυψα το δαντελένιο κορμάκι που 'χα αγοράσει τότε με τη Χριστίνα. Μύριζε κλεισούρα. Εμ, βέβαια, αφού κλεισούρα μύριζε και η ερωτική μου ζωή. «Μέχρι πρότινος» αναφώνησα και έβαλα το εσώρουχο σε μια λεκανίτσα με μαλακτικό απορρυπαντικό. Την ώρα που το ξέβγαζα, του υποσχέθηκα ότι από δω και
241
Ο
ΙΟΥΑΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
πέρα θα έβλεπε καλύτερες μέρες. Ή μάλλον νύχτες. Τακτοποιώντας τα υπόλοιπα εσώρουχα στα συρτάρια, συνειδητοποίησα με δυσφορία ότι μόνο μια λέξη μπορούσε να τα χαρακτηρίσει: «βαρετά». Λες και ήμουν η καλύτερη πελάτισσα του καταστήματος Η Πουριτανή Κιλότα. Σκέφτηκα τη Χριστίνα, που είχε τροποποιήσει το διαφημιστικό σλόγκαν «Απ' έξω εμφάνιση και από μέσα άνεση» σε «Απ' έξω εμφάνιση και από μέσα εξαφάνιση». Με το ύφασμα ενός δικού μου στηθόδεσμου εκείνη έφτιαχνε τρεις. Δεν είχε άδικο ο Αλέξης, που προτίμησε το μαύρο τάνγκα σλιπάκι της, από τη λευκή, βαμβακερή, τριών τετάρτων κιλότα μου. Αύριο θα κα-
242
ο
ΙΟΥΛΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
λύψω τις ελλείψεις μου σ' αυτόν τον τομέα. Κι ας μου ξαναπείς, κύριε Νικήτα, για τη Λόλα! Αργά το βράδυ του τηλεφώνησα. «Η κασέτα σου είναι υπέροχη. Το ίδιο και η φωτογραφία με το σημείωμα». «Να ελπίσω ότι αρχίζεις να με ερωτεύεσαι;» «Να ελπίσω ότι δε με κοροϊδεύεις;» «Τότε, δε θα σε καλούσα στο εξοχικό μου. Λες να έμπαινα στον κόπο να σε αποπλανήσω σχεδόν τριακόσια ογδόντα χιλιόμετρα από την Αθήνα;» «Θες να πεις πως θα περιμένεις ένα μήνα; Κι αν εγώ αρνηθώ να σε ακολουθήσω, θα καταρρεύσουν τα σχέδια σου για ρομαντική αποπλάνηση;» «Είμαι σίγουρος πως κι εσύ δε θα θέλεις νωρίτερα. Ακόμα είναι πολύ νωπή η φυγή του Αλέξη. Στο μήνα που μεσολαβεί μέχρι την Καρδαμύλη, θα γνωριστούμε καλύτερα και θ' αποφύγουμε βεβιασμένες κινήσεις. Πιστεύω ότι μέχρι τότε θα ξέρεις αν θέλεις να προχωρήσουμε ή όχι. Έπειτα, το περιβάλλον της Παλιάς Καρδαμύλης θα 'ναι ο καλύτερός μου σύμμαχος στη μάχη της κατάκτησής σου». «Μπα, έχεις και αντίπαλο;» «Πολλούς. Πρώτα πρώτα, εσένα την ίδια. Ξαφνικά αλλάζει η ζωή σου και καλείσαι να πάρεις αποφάσεις. Μπορεί εγώ να μην είμαι μέσα σ' αυτές. Ύστερα υπάρ-
243
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
χει πιθανότητα να γυρίσει ο άσωτος σύζυγος κι εσύ να σφάξεις το καλύτερο μοσχάρι για να τον υποδεχτείς. Και, τέλος, θα δώσεις μεγάλη βαρύτητα στη γνώμη του γιου σου. Αυτούς τους τρεις αντιπάλους μπορώ να σκεφτώ. Ενδεχομένως υπάρχουν κι άλλοι». «Κι αν εγώ έχω πάρει ήδη την απόφαση μου;» «Θα 'ρθεις μαζί μου;»
244
ο
ΙΟΥΛΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
«Θα σου πω περίπου σ' ένα μήνα». «Εντάξει, δε θα σε πιέσω. Το πολύ πολύ να σε απαγάγω αν αρνηθείς». Η συζήτηση συνεχίστηκε σε εύθυμο τόνο. Κανονίσαμε να βγούμε δυο μέρες αργότερα. Την επομένη θα μιλούσα στον Τάκη. Η απόφαση για σοβαρή συζήτηση παίρνεται συνήθως την Κυριακή με σκοπό να υλοποιηθεί τη Δευτέρα. Τη Δευτέρα, λόγω άγχους για το αποτέλεσμα, αναβάλλεται για την Τρίτη ή την Τετάρτη, ανάλογα με τη σοβαρότητα του θέματος. Την Πέμπτη ο εκνευρισμός εξαιτίας της ολιγωρίας μάς ωθεί να κάνουμε τη συζήτηση οριστικά την Παρασκευή. Την Παρασκευή σκεφτόμαστε ότι η έκβαση της συγκεκριμένης συζήτησης μπορεί να καταστρέψει το Σαββατοκύριακο που επίκειται, οπότε την αφήνουμε από Δευτέρα... (...Παρουσία). Έτσι πέρασε μια ακόμη βδομάδα χωρίς να βρω το κουράγιο να μιλήσω στον Τάκη για το Νικήτα. Πλησίαζαν οι εξετάσεις του σχολείου και φοβόμουν ότι παραήταν αναστατωμένος από τη φυγή του πατέρα του ώστε να του φορτώσω κι άλλο μαντάτο. Από την άλλη, ένιωθα ότι δεν ήμουν εντάξει απέναντι του. Έβγαινα με το Νικήτα σχεδόν κάθε βράδυ και μου τη βάραγε που
245
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
έκοβα κάθε συζήτηση στον Τάκη μ' ένα ξερό «εγώ θα βγω, έχω το φαγητό στο φούρνο, μόλις φας πήγαινε να διαβάσεις». Όμως κι ο Τάκης έπαψε να με ρωτά από κάποια στιγμή κι ύστερα. Ίσως διαισθάνθηκε ότι κάτι είχε αλλάξει στη συμπεριφορά μου, ότι δεν ήμουν το κακόμοιρο πλάσμα των πρώτων ημερών. Οπωσδήποτε και η αλλαγή της εμφάνισής μου του έστελνε σήματα ότι κάτι είχε συμβεί τον τελευταίο καιρό στη μάνα του. Έμεναν τρεις βδομάδες μέχρι να απαντήσω στο Νι-
246
ο
ΙΟΥΛΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
κήτα. Σε τρεις βδομάδες έκλειναν και τα σχολεία. Αποφάσισα να αναβάλω τη συζήτηση μέχρι τη λήξη των εξετάσεων. Ο Αλέξης δεν είχε δώσει σημεία ζωής από την ημέρα που έφυγε, δηλαδή πριν από είκοσι εφτά μέρες. Εντελώς απροσδόκητα, πριν από είκοσι έξι μέρες, είχε ανοίξει καινούριο κεφάλαιο στη ζωή μου. Ουσιαστικά, οι μέρες που ένιωσα πραγματικά μόνη ήταν απίστευτα λίγες. Αναρωτιόμουν πώς θα ήμουν αυτή τη στιγμή χωρίς το Νικήτα. Προφανώς έγκλειστη σε φρενοκομείο. Σκεφτόμουν πόσο γαϊδούρι είχε αποδειχτεί ο άντρας μου. Καλά εγώ, πες πως δεν ήθελε να 'χει επαφές μαζί μου. Ο γιος του τι έφταιγε; Και μάλιστα σε τόσο κρίσιμη περίοδο της ζωής του. Κόντευε να περάσει ένας μήνας και δεν ενδιαφέρθηκε να μάθει αν ο Τάκης ήταν καλά, πώς τα φέρναμε βόλτα. Ήξερε, βέβαια, ότι από οικονομικής πλευράς εγώ ήμουν καλυμμένη με το παραπάνω. Αυτό όμως δεν του έδινε άφεση αμαρτιών. Τα πρώτα χρόνια του γάμου μας ζούσαμε από τα ενοίκια που εισέπραττα. Ο Αλέξης έπαιρνε μικρές υποθέσεις, που δεν του άφηναν πολλά κέρδη, δεδομένου ότι δούλευε με ποσοστά σε ξένο δικηγορικό γραφείο. Εί-
247
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
χα αποφασίσει να ανοίξω κοινό λογαριασμό γιατί δεν ήθελα να νιώθει πως διαχειρίζομαι εγώ τα οικονομικά μας. Τον έτσουζε που είχε υποχωρήσει να τον... αγοράσω. Το ήξερα ότι το πίστευε. Έκανα όμως σαν να ήμουν εγώ η οικονομικά εξαρτημένη από κείνον. Τον ρωτούσα αν μας επέτρεπαν τα οικονομικά μας να αγοράσω ένα ζευγάρι δερμάτινα πέδιλα που μου άρεσαν, τη στιγμή που ήξερα ότι με την περιουσία που μου ανήκε μπορούσα να αγοράσω και τον κροκόδειλο που έγδαραν για να περπατώ στο δέρμα του. Κάποιες φορές αναρωτιόμουν αν πάλευα για κάποιον άνθρωπο που δεν
248
Ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
ήταν πλασμένος για μένα. Ήμασταν τόσο αντίθετοι στις απόψεις μας. Κι όμως αυτό μας είχε τραβήξει αρχικά. Την πρώτη φορά ερωτεύτηκα με λάθος συνταγή. Τα ετερώνυμα μπορεί να έλκονται, αλλά σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να παντρεύονται. Ενώ με το Νικήτα ήμουν αδελφή ψυχή. Γιατί να μην τον είχα γνωρίσει πιο μπροστά; Αλλά πότε πιο μπροστά; Στα δεκαπέντε μου;
15. Ήταν Δευτέρα πρωί όταν συνάντησα στη λαϊκή τη μητέρα της Χριστίνας. Προσπαθώντας να την αποφύγω, σκόνταψα σ' ένα παρατημένο σακί πατάτες. Εκείνη με συγκράτησε από το πέσιμο. Δεν μπορούσα πια να προσποιηθώ ότι δεν την είδα. «Κυρία Κουμπάρη, τι έκπληξη! Πώς είστε;» «Εγώ καλά είμαι, παιδάκι μου. Όμως θα σου τα 'πε η Χριστίνα για το ατύχημα της». Ξαφνιάστηκα. Το τελευταίο πράγμα που περίμενα να ακούσω ήταν ότι η Χριστίνα είχε πάθει ζημιά. Και πώς να εξηγήσω στη μητέρα της ότι το πρωτομάθαινα από κείνη; «Εεε... ξέρετε, έχω πολύ καιρό να μιλήσω μαζί της. Είχα κάποια προβλήματα στο σπίτι που
249
Ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
απορροφούσαν όλο μου το χρόνο και γι' αυτό... » μάσησα. «Ελπίζω να μην είναι προβλήματα υγείας. Γιατί, από τότε που το 'παθε το παιδάκι μου» βούρκωσε και ράγισε η φωνή της «κάνω ολημέρα το σταυρό μου να μας έχει καλά ο Θεός» κι άφησε κάτω την τσάντα με τα ψώνια και σταυροκοπήθηκε. Ταράχτηκα. Μπορεί να μου είχε κάνει μεγάλο κακό,
250
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
όμως μας έδεναν τόσα χρόνια φιλίας. Κι έπειτα, εγώ ήμουν στο τσακ να ξαναφτιάξω τη ζωή μου. Εκείνη τι θα έκανε; «Τι συνέβη ακριβώς, κυρία Κουμπάρη;» «Έπεσε με το αυτοκίνητο της σ' έναν ξεροπόταμο και, καθώς δε φορούσε ζώνη, έπαθε ζημιά στον αυχένα κι έσπασε το δεξί της πόδι και το αριστερό της χέρι». «Πότε το 'παθε;» Η καρδιά μου χτύπαγε σαν τρελή. «Πριν κάνα μήνα. Τη βασάνιζαν διάφορα — εμένα δε μου τα 'λεγε, εσύ σαν φίλη της θα ξέρεις περισσότερα—, γι' αυτό αποφάσισε να πάει για λίγες μέρες στην πανσιόν της αδελφής μου, στην Τέμενη. Ήθελε να ηρεμήσει και να σκεφτεί. Τι να σκεφτεί ένας Θεός ήξερε». Κι εγώ ήξερα. Άρα το 'χε διαλύσει με τον Αλέξη. Ρώτησα τη μητέρα της αν ήταν εκτός κινδύνου και πού βρισκόταν. Ευτυχώς, δεν είχε γίνει μόνιμη ζημιά και, αφού νοσηλεύτηκε αρκετές μέρες στο νοσοκομείο, γύρισε στο πατρικό της για να την προσέχει.εκείνη. «Και να σκεφτείς, Ελένη μου, πως δε θα πάθαινε τίποτα αν φορούσε ζώνη». Και να σκεφτείτε, κυρία Κουμπάρη μου, πως δε θα πάθαινε τίποτα αν όντως φορούσε ζώνη και δεν την έλυνε για να πηδηχτεί με τον άντρα μου.
251
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
«Εγώ της το 'λεγα πάντα, κυρία Κουμπάρη. Έτσι όπως οδηγείς, θα το φας το κεφάλι σου. Τέλος πάντων. Στάθηκε τυχερή μέσα στην ατυχία της. Θα πεταχτώ να τη δω». Το είπα αβίαστα και το εννοούσα. Για την ακρίβεια, αντί να ψωνίσω,πήρα το δρόμο για το πατρικό της Χριστίνας. Η Βορειοηπειρώτισσα που είχαν για τις δουλειές μου άνοιξε την πόρτα. Από το βάθος άκουσα τη Χριστίνα να τη ρωτά ποιος είναι. Πήρα βαθιά ανάσα και
252
Ο
ΙΟΥΛΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
προχώρησα στο σαλόνι. Η εικόνα που αντίκρισα με σόκαρε. Η καλλονή είχε αντικατασταθεί από μια καταβεβλημένη γυναίκα, θαμμένη κάτω από τόνους γύψο. Προσπάθησα να δώσω έναν ελαφρύ τόνο στην άφιξη μου. «Τι έγινε, ρε Χριστίνα; Σου ρίξαν τα μπετά και αύριο θα σηκώσουν τον πρώτο όροφο;» Γούρλωσε τα μάτια της. Έπιασα μια κοντή τούφα από τα μαλλιά μου και την κοίταξα χαμογελώντας. Ανέκτησε την ψυχραιμία της. «Σου πάνε πολύ τα κοντά μαλλιά. Εν αντιθέσει μ' εμένα , εσύ δείχνεις να 'χεις αλλάξει εαυτό». «Ας πούμε ότι δεν κάθισα να πεθάνω, όπως παραλίγο να συμβεί σ' εσένα. Καλά,τι έγινε;» Την πλησίασα με δισταχτικά βήματα, φοβούμενη ότι ακόμα και το ρεύμα που γινόταν με την κίνηση μου θα προκαλούσε πόνο στα μπανταρισμένα της μέλη. «Οδηγούσα αφηρημένη και δεν κατάλαβα πώς βγήκα από το δρόμο. Δε φορούσα και ζώνη...» «Και σ' το 'λεγα εγώ. Τους καθρέφτες του αυτοκινήτου δεν τους ρυθμίζουμε για να βλέπουμε τον εαυτό μας αλλά τα διερχόμενα αυτοκίνητα. Πάλι καλά που δε συνέβη το μοιραίο, να αφανιστεί η τάξη μας από τροχαία α-
253
Ο
ΙΟΥΛΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
τυχήματα». Πήρα μια καρέκλα και κάθισα κοντά της. Με το δεξί της χέρι έπιασε το δικό μου. Έβαλε τα κλάματα. «Συγχώρεσε με, σε παρακαλώ. Δεν αντέχω πια να βασανίζομαι για το κακό που σου 'κανα. Σιχαίνομαι τον εαυτό μου και πολλές φορές ευχήθηκα να πεθάνω σ' εκείνο το τροχαίο. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο με τρώνε οι τύψεις που διέλυσα την οικογένειά σου». Την αγκάλιασα πάνω από τον παγωμένο γύψο. Το μάτι μου έπεσε στο στιλό πάνω στο τραπέζι. Το πήρα και έγραψα μια λέξη στο μπανταρισμένο της πόδι: ΦΙΛΕΣ.
254
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Το έγραψα αυθόρμητα. Αργότερα θα είχα όλο τον καιρό να σκεφτώ τις συνέπειες της μεγαλοψυχίας μου. Γέλασε και τη μιμήθηκα. «Είναι η ωραιότερη αφιέρωση που μου 'χουν κάνει». «Ωραιότερη κι απ' το τραγούδι που σου 'χε αφιερώσει ο Φίλιππος όταν τα πρωτοφτιάξατε;» «Πού το θυμήθηκες, ρε θηρίο;» χαμογέλασε λυπημένα. «Οι αφιερώσεις τον μάραναν». «Το θυμάμαι γιατί είχα ζηλέψει παράφορα. Εμένα ποτέ δε μου αφιέρωσαν τραγούδι στο ραδιόφωνο». «Ποτέ δεν είναι αργά. Ελένη,είσαι υπέροχος άνθρωπος γιατί έχεις το χάρισμα να συγχωρείς. Αυτό θα το βρεις μπροστά σου κάποια στιγμή. Ίσως όλο αυτό έγινε για να προφυλαχτείς από κάτι χειρότερο». «Ενδεχομένως. Σκέφτηκα αρκετές φορές να επικοινωνήσω μαζί σου. Όμως κάπου δε με άφηνε η περηφάνια μου. Καταλαβαίνεις πόσο προδομένη ένιωσα. Ειδικά από σένα» τόνισα. Αναστέναξε λυπημένα. «Ακόμα κι αν με συγχώρεσες, ξέρω πως τα πράγματα δε θα 'ναι πια ίδια μεταξύ μας. Λεν ξέρω τι μπορώ να κάνω για να ξανακερδίσω την εμπιστοσύνη σου. Μπορεί να με λυπάσαι επειδή είμαι σ αυτή την
255
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
κατάσταση, γι' αυτό υποχώρησες και ήρθες». Ένιωσα άβολα. Μπορεί να μην ήμουν ακόμα έτοιμη γι' αυτή τη συνάντηση. «Κοίτα, Χριστίνα, δε λέω πως όλα είναι όπως πριν, όμως δε νιώθω την οργή των πρώτων ημερών. Ούτε καν για τον Αλέξη. Ειλικρινά σκεφτόμουν να σε βρω και να μιλήσουμε. Το ατύχημα σου επέσπευσε αυτή τη συνάντηση. Εξάλλου, η παροιμία λέει: "Αυτοί που έπαψαν να είναι φίλοι ποτέ δεν υπήρξαν τέτοιοι". Κι εμάς μας δένουν τόσα πολλά». Άσχετα αν εσύ το ξέχασες.
256
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
«Θέλω να ξέρεις πως από τότε που 'φυγε ο Αλέξης από το σπίτι σας δεν έχω επικοινωνήσει μαζί του. Εγώ ούτως ή άλλως δε σκόπευα να τον δω, αλλά κι εκείνος απέφυγε κάθε επαφή. Δεν ξέρει ότι τα 'μαθες». Με κοίταξε στα μάτια και πρόσθεσε: «Όχι από μένα τουλάχιστον». «Ούτε από μένα. Εδώ κι ένα μήνα άνοιξε η γη και τον κατάπιε. Βασικά κάτι άλλο τον κατάπιε, αλλά δε θέλω να εκχυδάί'σω τη συζήτηση». Με κοίταξε ερωτηματικά. Αποφάσισα να της μιλήσω για τη σεξουαλική δραστηριότητα του Αλέξη. «Επιβεβαίωσα ότι τα 'χει με άλλη». Χαμογέλασα πικρά. «Εκτός από σένα ή μετά από σένα». «Ελένη, σου τ' ορκίζομαι. Δεν έχω επαφή μαζί του». Με το καλό της χέρι έκανε μια κίνηση δείχνοντας το γυψοδεμένο της κορμί. «Πάρ' το και από πρακτικής απόψεως. Με τόσο γύψο θα 'μουν πολύ κρύα για τα γούστα του». «Ναι, κι εγώ που ήμουν αρτιμελής...» κοίταξα το κενό. Πρόσεξα ότι δίστασε πριν μιλήσει. Χριστέ μου, τι κεραμίδα θα φάω πάλι; «Θα σ' το πω κι ας με μισήσεις. Εξάλλου, δεν μπορώ να τα κάνω χειρότερα απ' ό,τι είναι. Τον Αλέξη κι εμένα μας έριξε το στερημένο σεξουαλικό πάθος στο
257
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
κρεβάτι. Από κει και πέρα, δε μοιραζόμασταν άλλα αισθήματα. Εκείνος —έπρεπε να σ' το είχα πει τελικά— πίστευε πως είχε πεθάνει η σεξουαλική σας ζωή, όσες φιλότιμες προσπάθειες κι αν έκανες». «Η πολλή προσπάθεια μ' έφαγε» είπα με πίκρα. Έκανε να κουνήσει το κεφάλι της, αλλά μόρφασε από τον πόνο. Συνέχισε ακίνητη: «Έλεγε πως ήθελε να ζήσει νέες εμπειρίες. Θα μου
258
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
πεις, εμένα βρήκε; Απ' ό,τι μου λες, έριξε τα δίχτυα του κι αλλού. Σαν το παιδάκι που μετά από νηστεία χώνει το χέρι στο βάζο με τις καραμέλες, προσπαθώντας να αρπάξει όσες πιο πολλές μπορεί. Κι εγώ όμως σαν τέτοιο παιδάκι ένιωθα μετά το φτύσιμο του Φίλιππου. Ξέρεις πόσο λεπτά είναι τα όρια; Τη μια στιγμή νιώθεις την απόρριψη και την άλλη σε ποθούν και σε πολιορκούν μέχρι να λυγίσεις. Κι όταν λυγίσεις, δεν υπολογίζεις τις συνέπειες. Λύγισα μια φορά, κι όταν το συνειδητοποίησα ήταν αργά να κάνω πίσω. Με εκβίαζε ότι θα σου το πει. Κι εγώ η ηλίθια φοβήθηκα. Αν ήμουν ειλικρινής μαζί σου την πρώτη φορά,τώρα μπορεί να 'ταν διαφορετικά τα πράγματα». Με κοίταξε με αγωνία. «Όμως, βρε Ελένη, δεν περίμενες ότι αυτό θα συνέβαινε κάποτε;» Της αντιγύρισα το βλέμμα όλο ψυχρότητα. «Όχι μετά από δεκαεφτά χρόνια και οπωσδήποτε όχι μαζί σου». Ένιωσα ότι, αν μπορούσε, θα έσκυβε το κεφάλι. Έκλεισε τα μάτια της και μείναμε αμίλητες. Η γνωριμία μου με το Νικήτα με βοηθούσε να καταλάβω τη θέση της. Λες
259
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
και δεν ήξερα πόσο λεπτά είναι τα όρια του σωστού και του λάθους. Ήμουν σχεδόν έτοιμη να αψηφήσω τα πάντα και να τον ακολουθήσω. Σε μια παρόρμηση, μου ήρθε να της μιλήσω για την εξέλιξη της συνάντησης μου μαζί του. Όμως η Χριστίνα είχε δίκιο. Δεν την εμπιστευόμουν πια για κάτι τόσο προσωπικό. Από δω και πέρα θα μετρούσα τα λόγια μου. Της υποσχέθηκα ότι θα περνούσα το επόμενο πρωί να τη δω και έφυγα. Το απόγευμα ο Τάκης με παρακάλεσε να τον αφήσω να κοιμηθεί στη Νόρα για να διαβάσουν μαζί. «Καλά, βρε παιδί μου, οι γονείς της τι θα πουν;» «Οι γονείς της έφυγαν χτες για την Αγγλία. Η μητέρα
260
ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
της πρέπει να κάνει μια επέμβαση. Νομίζω ότι είναι σοβαρά, αλλά η Νόρα δε μου 'χει πει τίποτα. Ίσως να μην το ξέρει». Στενοχωρήθηκα. Τι της έτυχε της κακομοιροόλας τέτοιες μέρες. «Και θα μείνει μόνη της τόσο καιρό; Πες της, αν θέλει, να μείνει μαζί μας. Θα της ετοιμάσω τον ξενώνα και θα τρώει ένα σπιτικό φαΐ». «Είναι κι η μεγάλη της αδελφή στο σπίτι. Σ' ευχαριστώ πάντως που το πρότεινες. Θα μ' αφήσεις όμως σήμερα να μείνω κι εγώ εκεί;» «Εντάξει, αλλά θα μου υποσχεθείς ότι θα διαβάζετε. Οι εξετάσεις είναι προ των πυλών». Με αγκάλιασε και μου ψιθύρισε στο αυτί: «Σου 'χω πει τώρα τελευταία ότι είσαι υπέροχη; Τελικά δεν περνάμε άσχημα οι δυο μας. Δηλαδή οι τρεις μας, με τον Γκουσγκούνη». Χα! Αυτό τι ήταν πάλι; Υπονοούμενο ότι ο Τάκης άλλαξε γνώμη και δεν υπολόγιζε πια στην επιστροφή του πατέρα του; Αυτό απέκλειε μήπως και κάποια γνωριμία μου με άλλον άντρα; Ευχήθηκα να τέλειωναν οι εξετάσεις μια ώρα αρχύτερα για να του μιλήσω για το Νικήτα. Τουλάχιστον η επανασύνδεση μου
261
ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
με τη Χριστίνα, με απάλλαξε από ορισμένες δυσάρεστες εξηγήσεις. Αύριο θα του 'λεγα ότι την επισκέφτηκα και τα ξαναβρήκαμε. Τελικά,η ζώνη σώζει ζωές, αλλά με τον τρόπο της σώζει και σχέσεις. Ο Τάκης έφυγε γύρω στις οχτώ. Οχτώ και ένα τηλεφώνησα στο Νικήτα: «Αυτό που θα σου προτείνω ακούγεται εντελώς εφηβικό, αλλά ο γιος μου θα κοιμηθεί αλλού το βράδυ. Θες να 'ρθεις σπίτι για φαγητό; Θα φτιάξω κρέπες». «Δεν είναι επικίνδυνο;»
262
ΜΑΪΡΑ
Π ΑΠ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
«Δεν υπάρχει περίπτωση να γυρίσει σήμερα». Διασκέδασα με το φόβο που του ενέπνεε ο γιος μου. «Δε μιλάω για τον Τάκη. Για τις κρέπες μιλάω. Είσαι καλή μαγείρισσα ή θα με πεθάνεις για να μην έρθεις στην Καρδαμύλη;» Γέλασα. «Δεν έχεις παρά να το ρισκάρεις. Μόνο εγώ θα παίρνω τα ρίσκα στη ζωή μου;» «Δηλαδή, βρίσκεσαι σε καλό δρόμο σχετικά με την πρόταση μου;» «Θα σου πω μόνο όταν καταπιείς την τελευταία μπουκιά της κρέπας». «Αν μου πεις "ναι", δεν έχω πρόβλημα να καταπιώ κι ένα μαγκάλι κάρβουνα. Τι ώρα να 'ρθω;» Ήρθε στις δέκα. Μ' ένα ποτήρι κρασί στο χέρι και υπό τους ήχους μουσικών θεμάτων του σινεμά, παρατηρούσε το σπίτι μου. Κοντοστάθηκε στη βιβλιοθήκη του σαλονιού και χάζεψε τους τίτλους των βιβλίων για αρκετή ώρα. Επόμενη στάση του η κονσόλα με τις κορνιζαρισμένες φωτογραφίες. «Ώστε αυτός είναι ο Αλέξης. Μάλιστα, ο τύπος της Λίζας. Παρατήρησες ότι μοιάζει με το μακαρίτη το Βασιλείου ;» «Ούτε καν μου πέρασε απ' το μυαλό. Τη μόνη ομοιότητα που βρίσκω είναι ότι φορούσαν και οι δυο
263
ΜΑΪΡΑ
Π ΑΠ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
βέρα στο δεξί χέρι. Αν φυσικά συνεχίζει να τη φορά ο Αλέξης». Γύρισε και με κοίταξε έντονα. «Σου λείπει;» Απέφυγα τη ματιά του. Έκανα πως ισιώνω τις τέλεια τοποθετημένες κορνίζες. «Δεν το σκέφτομαι. Δεν ξέρω τι θα νιώσω αν τον δω, αλλά τέτοια περίπτωση την αποκλείω. Αν ήταν, θα 'χε επικοινωνήσει ήδη μαζί μου. Έστω για το παιδί».
264
Ο ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
«Δεν μπορεί, κάποια στιγμή θα συναντηθείτε. Έστω για το παιδί. Ό,τι κι αν είναι, δεν μπορεί να αποποιηθεί τον τίτλο του πατέρα». «Νομίζω ότι η πρώην γυναίκα σου δεν τον αφήνει να σκεφτεί τέτοιους τίτλους. Ήταν καλή στο κρεβάτι;» «Πολύ καλή» είπε κοφτά. Σαν να πονούσε στη θύμηση των καλών της επιδόσεων, των οποίων δεν αποτελούσε πλέον εκείνος το ερέθισμα. «Αλλά δε μετρά μόνο αυτό για να κρατήσει μια σχέση». «Αυτό πες το στον άντρα μου. Τέλος πάντων, ας μη χαλάσουμε την όρεξή μας. Οι κρέπες είναι σχεδόν έτοιμες». Έπιασε στα χέρια του μια φωτογραφία του Τάκη, τραβηγμένη πριν από ένα καλοκαίρι. «Ο γιος σου είναι πολύ γλυκός. Σου μοιάζει». Γλίστρησα δίπλα του, ρίχνοντας μια ματιά στη φωτογραφία που ήξερα κάθε της λεπτομέρεια. «Εσύ πώς και δεν έκανες παιδί με τη γυναίκα σου; Δεν ήσασταν καιρό παντρεμένοι;» «Πώς, πώς, έξι χρόνια. Όμως τον πρώτο καιρό δε θέλαμε παιδιά, κι όταν εγώ ένιωσα την ανάγκη να γίνω πατέρας, η Λίζα ένιωσε την ανάγκη να γίνει ερωμένη άλλου. Τελικά, καλύτερα που δεν κάναμε, γιατί τι
265
Ο ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
φταίνε τα παιδιά να πληρώνουν τις βλακείες των γονιών τους;» «Έλα ντε, συνέχεια σκέφτομαι τον Τάκη και πόσο θα του κόστισε αυτή η ιστορία. Εμένα δε μου λέει πολλά για να μη με στενοχωρήσει, αλλά είμαι σίγουρη ότι, όταν κλείνεται στο δωμάτιο του, θα υποφέρει. Καλά που 'χει και την κοπέλα του για να εκτονώνεται». «Πόσω χρονώ είναι;» «Κοντεύει τα δεκαεφτά. Τον συνέλαβα στα δεκαο-
266
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
χτώ μου. Και, για να σε βγάλω από τον κόπο της πρόσθεσης, εγώ πλησιάζω επικίνδυνα τα τριάντα έξι. Εσύ πόσω είσαι; Σαράντα;» «Ε, όχι και σαράντα!» έκανε δήθεν προσβεβλημένος. Και συμπλήρωσε με σκανταλιάρικο ύφος: «Σαράντα τρία. Σου πέφτω πολύ μικρός ή πολύ μεγάλος;» «Όπως λέει ο Καρνέιγ, "η αξία του ανθρώπου δε μετριέται με την ηλικία". Είσαι πολύ καλός για να κολλάω σε ηλικίες». «Ναι, όμως αν ήμουν τόσο καλός αλλά ογδόντα ετών, θα με καλούσες για κρέπες;» «Και με τι δόντια θα τις έτρωγες;» «Μωρό μου, τυγχάνει να μιλάς με οδοντίατρο. Παρεμπιπτόντως, έχεις υπέροχη οδοντοστοιχία. Να χαμογελάς συχνότερα». Έσυρε τον αντίχειρά του στα χείλη μου. Ναι, σκούπισε τα σάλια που μου τρέχουν έτσι όπως σε βλέπω! «Για τη συγκεκριμένη οδοντοστοιχία αναγκάστηκα να φοράω ορθοδοντικά σιδεράκια για τρία χρόνια. Άνοιγα το στόμα μου κι έμοιαζα του Σαγόνια από τον Τζέιμς Μποντ. Τραγική εμπειρία για μια κοπελίτσα σε τόσο τρυφερή ηλικία». «Εξακολουθείς να βρίσκεσαι σε τρυφερή ηλικία. Αν δε μου 'λεγες ότι είσαι τριάντα έξι, θα σε
267
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
περνούσα για μικρότερη». «Σου πέφτω πολύ μικρή ή πολύ μεγάλη;» «Θα σε ερωτευόμουν ακόμα και στο γηροκομείο. Σου το 'πα και τις προάλλες: καμιά γυναίκα δε μ' έχει κάνει να νιώσω τόσο έντονα. Γνωριζόμαστε ελάχιστα, αλλά έχεις μπει στους πόρους του κορμιού μου». Χαμογέλασα αυτάρεσκα. Είχα ξεχάσει τι σήμαινε κομπλιμέντο . Αποτόλμησα την ερώτηση:
268
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
«Αφότου χωρίσατε με τη Λίζα, δεν υπήρξαν άλλες γυναίκες;» «Φυσικά. Για τον επόμενο ενάμιση χρόνο από το διαζύγιο έβγαινα κάθε βράδυ με διαφορετική. Όμως αυτό ήταν μια σπασμωδική αντίδραση του πληγωμένου εγωισμού μου. Όταν άνοιγα το πρωί τα μάτια μου κι έβλεπα το ξένο κορμί ξαπλωμένο πλάι μου, μ' έπιανε κατάθλιψη. Έτσι δοκίμασα να μείνω μόνος και από τότε ηρέμησα. Μέχρι που γνώρισα εσένα». «Δε σκέφτεσαι ότι μπορεί κι εγώ να σου προκαλέσω κατάθλιψη;» «Κατάθλιψη θα πάθω μόνο αν πάψω να σε βλέπω». Γέλασα. «Μιλάς σαν Λατίνος εραστής. Εδώ καλά καλά δε γνωριζόμαστε κι είμαι το παν για σένα. Ώρες ώρες με φοβίζουν αυτά που μου λες». Μου 'πιάσε τα χέρια. «Αφού σ' αρέσουν τα αποφθέγματα, άκου κι αυτό του Ηρόδοτου: "Τ' αυτιά πιστεύουν πιο δύσκολα απ' τα μάτια". Μπορεί αυτά που σου λέω να μην τα πιστεύεις, όμως σιγά σιγά θα καταλάβεις ότι τα εννοώ». Μου έσφιξε περισσότερο τους καρπούς. «Ελένη, η εμπιστοσύνη είναι απαραίτητη στις ανθρώπινες σχέσεις. Συχνά οι άνθρωποι ζημιώνονται από
269
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
τις υποψίες τους, παρά από τις απιστίες των άλλων». Μου άφησε τα χέρια και κατευθύνθηκε στην κουζίνα. «Και τώρα έλα να φάμε,γιατί η φιλοσοφική συζήτηση μου άνοιξε την όρεξη». Φάγαμε στη βεράντα. Οι τελευταίες νύχτες του Μαίου έδιναν στο απρόσωπο Χαλάνδρι ρομαντικό χαρακτήρα. Εκεί, στο ρετιρέ της οδού Αρτέμιδος, μαζί με τα γεράνια που άνθιζαν, άρχισε να σκάει μπουμπούκια ένας τρελός έρωτας. Το φιλί της καληνύχτας ήταν απρόθυμο
270
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
γιατί δε θέλαμε να τελειώσει η βραδιά. Όμως ξέραμε πως οι εσπευσμένες κινήσεις δεν ήταν μέρος της δικής μας σχέσης. Κλείσαμε όλη τη λαχτάρα της προσμονής σ' εκείνο το φιλί. Ήταν σαν μια υπόσχεση γι' αυτά που θα ακολουθούσαν. Κάθε λεπτό που περνούσε ενίσχυε την απόφαση μου να πάω μαζί του. Λίγο ακόμα να μ' έσφιγγε στην αγκαλιά του και θα μάζευα τα πράγματά μου επιτόπου. Έφυγε πριν χάσουμε τον έλεγχο. Ποιον έλεγχο; Εγώ τον είχα χάσει όταν του πρωτοσυστήθηκα με το πατρικό μου όνομα. Έσβησα τα φώτα, και το σκοτάδι που τύλιξε το σπίτι για πρώτη φορά έπαψε να είναι απειλητικό. Έβαλα στο κασετόφωνο την κασέτα του. Καθισμένη στον καναπέ του σαλονιού, που φωτιζόταν μόνο από τα φώτα του δρόμου, άκουσα τα τζιτζίκια στην Παλιά Καρδαμύλη. Το άγριο κουδούνισμα του τηλεφώνου, τόσο παράταιρο στην όλη σκηνή, με τράβηξε άγαρμπα από την ονειροπόληση. Κοίταξα το ρολόι: 01.40'. Περίμενα ν' ακούσω τη φωνή του Νικήτα για μια τελευταία καληνύχτα, όμως αντ' αυτού μου μίλησε η Χριστίνα:
271
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
«Συγγνώμη που σε ανησυχώ τέτοια ώρα, αλλά είναι πολύ σημαντικό. Άνοιξε το ραδιόφωνο στους 100;9 και θα καταλάβεις». Το 'κλεισε πριν προλάβω να της μιλήσω. Πέντε λεπτά αργότερα άκουγα τη Σοφία Βόσσου να τραγουδά το Φιλαράκι αποκλειστικά αφιερωμένο σ' εμένα από τη Χριστίνα. Δυνάμωσα την ένταση αδιαφορώντας για το ακατάλληλο της ώρας. Τι διάολο! Πρώτη φορά μου αφιέρωναν τραγούδι. Την επόμενη μέρα επισκέφθηκα ξανά τη Χριστίνα. Έδειχνε καλύτερα. Την ευχαρίστησα για τη χτεσινή της
272
ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
κίνηση. Μου είπε ότι ήταν το λιγότερο που μπορούσε να κάνει. Στο δεύτερο φλιτζάνι καφέ νιώσαμε και οι δυο πιο χαλαρωμένες. «Πότε θα πάψεις να πίνεις τον γαλλικό με το καλαμάκι ;» «Αύριο θα 'ρθει ο γιατρός στο σπίτι να μου πει πότε θα βγάλω το γύψο. Το πόδι μου θα μείνει εγκλωβισμένο στο γύψο δυο μέρες ακόμα και μετά θ' αρχίσω κινησιοθεραπεία. Από δω κι εμπρός η ΕΜΥ θα ενημερώνεται από μένα για τις αλλαγές θερμοκρασίας. Ο γιατρός μου είπε πως το σπάσιμο θα επηρεάσει τα κόκαλά μου». «Δε λες καλά που δεν ακολούθησες το Βασιλείου στον τάφο... » Ξαφνικά σαν να θυμήθηκε όσα της είχα διηγηθεί για το περιστατικό στο νεκροταφείο. Την είδα που δίσταζε να με ρωτήσει, φοβούμενη ότι θα επαναφέρω το θέμα του Αλέξη. Την έβγαλα από τη δύσκολη θέση κι εγώ δεν ξέρω για ποιο λόγο. Ενώ αρχικά είχα αποφασίσει να μην της κάνω κουβέντα για την προσωπική μου ζωή, αναπάντεχα με κυρίεψε η επιθυμία να της μιλήσω για το Νικήτα. Λίγο, χωρίς βαθύτερες λεπτομέρειες. Έτσι, για να πιούμε πιο ευχάριστα τον καφέ μας.
273
ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
«Μήπως θες να με ρωτήσεις αν ξανάδα τον τύπο που... μας άνοιξε τα μάτια για το ποιόν του Αλέξη;» «Εκείνος πώς το πήρε που η γυναίκα του τον άφησε για άλλον;» έστρεψε την κουβέντα μακριά απ' το απαγορευμένο όνομα. «Αυτός τράβηξε το Γολγοθά του πριν από δυο χρόνια που πήραν διαζύγιο. Τώρα είναι έτοιμος να συνεχίσει τη ζωή του». Μαζίμου. Της διηγήθηκα τις συμπτώσεις που οδήγησαν στο ξεσκέπασμα του Αλέξη. Με κοιτού-
274
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
σε σαν να μην πίστευε στ' αυτιά της. Στο τέλος με ρώτησε αυτό που περίμενα: «Αυτός ο Νικήτας λέει τίποτα; Γιατί, αν υπήρχε ενδιαφέρον, θα 'ταν πολύ καλό για σένα να πληρώσεις τον άντρα σου με το ίδιο νόμισμα». Ορίστε, είχα και τις ευλογίες της Χριστίνας! Μόνο που εκείνη το 'βλεπε απ' τη σκοπιά της εκδίκησης. «Είναι πολύ γοητευτικός. Αλλά αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να σκεφτώ έρωτες, πόσο μάλλον στην υπηρεσία της εκδίκησης. Μου φτάνει που έχω τον Τάκη» είπα προσεκτικά. Στο άκουσμα του ονόματός του, τσιτώθηκε. Και πάλι φρόντισα να τη βγάλω απ' τη δύσκολη θέση. «Δεν ξέρει για το σκηνικό μ' εσένα και τον πατέρα του. Ξέρει μόνο πως τα 'χει μπλέξει με κάποια άσχετη. Βέβαια, υποψιάστηκε ότι κάτι έτρεχε μεταξύ μας, αφού είχαμε διακόψει επαφές τον πρώτο μήνα. Του είπα ότι είχαμε ψιλοπαρεξηγηθεί. Τώρα είναι καιρός να μάθει ότι τα ξαναβρήκαμε. Από μένα πάντως δε θα μάθει ποτέ τη σχέση σου με τον Αλέξη. Είναι ικανός να τον μισήσει θανάσιμα». «Αφού δε με μίσησες εσύ...» «Όχι,τελικά δε σε μίσησα όπως νόμιζα στην αρχή».
275
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
«Ούτε τον Αλέξη τον μισείς;» έκανε δειλά σαν να φοβόταν ότι θα της έσπαγα και το «καλό» χέρι, αυτό που της απέμεινε. «Σ' αυτή τη φάση τον σιχαίνομαι. Έχασα την εμπιστοσύνη μου στους ανθρώπους και μόνο ένα θαύμα μπορεί να την επαναφέρει». «Πιστεύεις στα θαύματα;» «Φυσικά». Ορισμένα μάλιστα έχουν αντρικό όνομα. «Προσπαθώ να σκεφτώ θετικά, γιατί στο τέλος είναι αυτό που λέμε "κάθε εμπόδιο για καλό". Μπορεί σε με-
276
Ο ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
γαλυτερη ηλικία να μην άντεχα τέτοιες ιστορίες. Τώρα έχω ακόμα τη δύναμη να το παλέψω». Με κοίταξε με θαυμασμό: «Ελένη, χωρίς να με παρεξηγήσεις, νομίζω πως αυτή η ιστορία σου βγήκε σε καλό. Σαν να ξαναγεννήθηκες. Κοιτάξου στον καθρέφτη και θα δεις μια άλλη γυναίκα. Σχεδόν ερωτευμένη, θα έλεγα». Εγώ, πάλι, θα 'λεγα: απόλυτα ερωτευμένη. Αλλά και απόλυτα καχύποπτη απέναντι στη Χριστίνα. Αρκέστηκα να της πω ότι πράγματι αυτό το συμβάν με είχε σκληρύνει τόσο, ώστε να μη γίνω θύμα μιας αρρωστημένης κατάστασης. Εντάξει, δεν αρκέστηκα σ' αυτό: «Να φανταστείς, Χριστίνα, σε μια έκρηξη κοκεταρίας πέταξα όλα τα παλαιολιθικά μου εσώρουχα κι αγόρασα άλλα, που παραπέμπουν σε αισθησιακές νύχτες». Η φωνή της χρωματίστηκε από θαυμασμό με κάποια υποψία ζήλιας: «Κι ύστερα μου λες ότι δεν υπάρχει άλλος άντρας στη ζωή σου. Τελικά είναι ο, Νικήτας, έτσι;» Αντί να της απαντήσω, έπιασα την καφετιέρα κι έριξα λίγο καφέ στο φλιτζάνι μου. Κατάλαβε την απροθυμία μου να μιλήσω. Υποχώρησε. «Με συγχωρείς. Ξεχνάω ότι τα πράγματα έχουν αλ-
277
Ο ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
λάξει μεταξύ μας. Είναι στιγμές που θα προτιμούσα να με μισούσες και να αρνιόσουν να με δεις, παρά να αντιμετωπίζω την επιφυλακτικότητά σου. Αλλά θα πρέπει να είμαι ευχαριστημένη που έστω και τυπικά παραμένεις φίλη μου». Εκνευρίστηκα γιατί σχεδόν με κατηγορούσε για την αλλαγή στη στάση μου. «Κοίτα, Χριστίνα, αυτό που μου έκανες δεν ξεχνιέται, απλώς θάβεται σε κάποιο μακρινό ντουλαπάκι του μυαλού μου. Ίσως σταδιακά να νιώσω
278
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
καλύτερα απέναντι σου. Αλλά ας μην πιέσουμε τα πράγματα. Δεν είμαι έτοιμη για προσωπικές συζητήσεις». Η ατμόσφαιρα βάρυνε. Ήταν ώρα να φύγω. Παρ' όλ' αυτά, τη φίλησα στο μάγουλο και υποσχέθηκα ότι θα της τηλεφωνούσα σύντομα. Βγήκα από το πατρικό της με ταχυκαρδία. Τελικά, πόσο δύσκολο είναι να συγχωρείς τους ανθρώπους! Δηλαδή, τι έπρεπε να πει ο Χριστός, που δεν άφησε εχθρό του για εχθρό του ασυγχώρητο; Βρήκα τον Τάκη στην κουζίνα. Άρπαξα την ευκαιρία όταν με ρώτησε πού ήμουν: «Στη Χριστίνα. Έπαθε αυτοκινητικό ατύχημα και πήγα να τη δω στο πατρικό της». «Ελπίζω να μην είναι πολύ άσχημα. Πες της περαστικά εκ μέρους μου. Χαίρομαι που λύθηκε η παρεξήγησή σας». «Κι εγώ, καλέ μου. Με πήρε κανείς;» ρώτησα αδιάφορα. «Κάποιος Νικήτας». Ατάραχος συνέχισε να αλείφει τη φρυγανιά του με βούτυρο. Πάγωσα. Απ' τις πρώτες κιόλας μέρες είχα παρακαλέσει το Νικήτα να μη με παίρνει εκείνος τηλέφωνο, για να μην αρχίσει τις ερωτήσεις ο Τάκης. Το καταλάβαινε απόλυτα. Με έζωσαν
279
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
τα φίδια. Για να με πάρει, ήταν σοβαρό. Όμως εκείνη τη στιγμή με έτρωγε η αντίδραση του γιου μου. Δε θα μ' έτρωγε όμως για πολύ: «Μαμά, μπορώ να σου κάνω μια ερώτηση;» Προσπάθησα να κρύψω το τρέμουλο στη φωνή μου. «Φυσικά, μωρό μου». «Πότε σκοπεύεις να ανανεώσεις το περιεχόμενο του ψυγείου; Βαρέθηκα να το ανοίγω και να βλέπω μόνο βούτυρο και αυγά. Εσύ κάποτε ψώνιζες λες και μας απειλούσε πυρηνική καταστροφή».
280
ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
Με πλημμύρισε ανακούφιση. «Έχεις δίκιο, μωρό μου, μ' όλα αυτά που μας συνέβησαν σε παραμέλησα. Τώρα κιόλας θα βγω να ψωνίσω ό,τι τραβά η ψυχή σου». Σφυρίζοντας βούτηξα την τσάντα μου και κίνησα να φύγω. Στην πόρτα της κουζίνας με σταμάτησε η φωνή του: «Ποιος είναι ο Νικήτας;» Άλλη μια φορά στη ζωή μου θυμάμαι ότι άνοιξα το στόμα μου και δεν μπόρεσα να βγάλω ούτε γρύλισμα: όταν είχα σπάσει κατά λάθος ένα τζάμι της τάξης και δεν τολμούσα να φανερωθώ στη δασκάλα, που ρωτούσε έναν έναν ποιος το έκανε. Έφτασε η σειρά μου κι εγώ ανοιγόκλεινα το στόμα σαν ροφός. Στο τέλος ψέλλισα «δεν ξέρω». Τώρα δεν μπορούσα να ξεφύγω με μια παρόμοια απάντηση. Τι πάει να πει «δεν ξέρω»; Ο Νικήτας με είχε ζητήσει αυτοπροσώπως. Έπρεπε να σκεφτώ κάτι άλλο, χωρίς να καταφύγω στην εύκολη λύση, το ψέμα. Γύρισα και κοίταξα τον Τάκη με απορημένο ύφος. «Ο Νικήτας; Είναι ο οδοντίατρός μου. Λες να άλλαξε το ραντεβού μας; Θα τον πάρω να μάθω». Ευχαρίστησα σιωπηλά την απόφαση του να ακολουθήσει αυτό το επάγγελμα. Σκέψου να είχε γίνει αρχαιολόγος και
281
ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
να έλεγα στον Τάκη: «Ο Νικήτας; Είναι ο αρχαιολόγος μου. Λες να ανακάλυψε το χαμένο χέρι της Αφροδίτης της Μήλου; Θα τον πάρω να μάθω». «Όταν τον πάρεις, κλείσε κι ένα ραντεβού για μένα, γιατί νομίζω ότι έχω μια τρύπα σ' ένα πίσω δόντι και θέλω να το κοιτάξει». Δε φανταζόμουν ότι η πρώτη γνωριμία του Τάκη με το Νικήτα θα μπορούσε να γίνει στην επικλινή πολυθρόνα του οδοντιατρείου του. Ήταν όμως μια καλή ευκαιρία. Ήμουν απόλυτα σίγουρη ότι η μοίρα μου έκλεινε πονηρά το μάτι.
282
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Κάπως πιο ξαλαφρωμένη σχημάτισα τον αριθμό του ιατρείου. Απάντησε η γραμματέας του: «Ο κύριος Χήρος έχει πελάτη αυτή τη στιγμή. Να του αφήσω παραγγελία;» «Πείτε του να πάρει την Ελένη στο σπίτι. Επείγει». Καθόμουν σε αναμμένα κάρβουνα. Τι είχε συμβεί για να διακινδυνεύσει ένα τηλεφώνημα στο σπίτι μου; Μήπως είχε αλλάξει γνώμη για μας; Αλλά, πάλι, τόσο πολύ βιαζόταν να μου το ανακοινώσει; Βούλιαξα στην πολυθρόνα με το τηλέφωνο αγκαλιά. Το σήκωσα πριν καλά καλά χτυπήσει. Η φωνή του, αποχρωματισμένη από τη ζεστασιά που είχε κάθε φορά που μιλούσαμε, μ' έκανε να καταλάβω ότι είχε συμβεί κάτι σοβαρό. «Ελένη, είναι πιθανό να επιστρέψει ο άντρας σου στο σπίτι. Ενδεχομένως αυτή τη στιγμή που μιλάμε μαζεύει τα πράγματά του και ψάχνει τα κλειδιά του σπιτιού σας». Κινήθηκα προς τα εμπρός, σαν να τον είχα απέναντι μου και προσπαθούσα να ακούσω καλύτερα τι μου έλεγε. «Πώς σου ήρθε αυτό; Μήπως έχεις εμμονές, που...» Με διέκοψε εκνευρισμένος:
283
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
«Δε θα σ' έπαιρνα στο σπίτι σου ορμώμενος από μια εμμονή. Οι κοινοί γνωστοί που έχω με τη Λίζα και που μου είπαν για τη σχέση της με τον άντρα σου μου ανέφεραν τις εξελίξεις». Πάγωσα. «Και ποιες είναι οι εξελίξεις;» «Δεν μπορώ να σ' τα πω απ' το τηλέφωνο. Πρέπει να συναντηθούμε. Μπορείς να έρθεις το απόγευμα στο σπίτι μου; Ελπίζω μόνο να μην είναι πολύ αργά». «Τι λες, βρε Νικήτα; Ο Αλέξης έχει να δώσει σημεία ζωής πάνω από μήνα. Αν δεν ήξερα ότι τα 'χει με την
284
Ο ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
πρώην γυναίκα σου, θα τον αναζητούσα μέσω Ερυθρού Σταυρού. Τι θα τον κάνει να τραπεί σε άτακτη φυγή, και μάλιστα να επιστρέψει στο σπίτι μου;» «Ένα παιδί». Εκείνη τη στιγμή και η γυναίκα του Λωτ θα ζήλευε την ακινησία μου. Έμεινα ξερή να κοιτώ το ακουστικό. «Είναι έγκυος η Λίζα και θα την παρατήσει ο Αλέξης ;» ρώτησα χωρίς ανάσα. «Θα τα πούμε από κοντά, γιατί μόλις μπήκε πελάτης. Σε περιμένω στις έξι. Μην αργήσεις». Με πιάσαν τα νεύρα μου. Καταράστηκα τον πελάτη του να υποφέρει τα πάνδεινα στον τροχό. Ήταν μία το μεσημέρι και για τις επόμενες πέντε ώρες θα ύφαινα δεκάδες σενάρια με αυτά που είχα μάθει. Ο Τάκης εμφανίστηκε στο σαλόνι κρατώντας το σάκο του σχολείου. «Φεύγω. Θα τελειώσω γύρω στις οχτώ και μετά λέω να πεταχτώ στη Νόρα για διάβασμα. Θα γυρίσω κατά τις έντεκα. Έκλεισες ραντεβού με το γιατρό για το δόντι μου;» Τον κοίταξα σαν χαζή. Κούνησε το χέρι του μπροστά στα μάτια μου. «Εεε! Πού βόσκεις; Μίλησες στο γιατρό για το δόντι μου; Δε θέλω να 'χω ιστορίες στη μέση των εξετάσεων».
285
Ο ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
«Δε... δεν ήταν στο ιατρείο του. Θα πάρω αργότερα» απάντησα σαν χαμένη. «Και με ποιον μιλούσες στο τηλέφωνο κι έχεις τώρα τέτοια φάτσα;» «Με τη Χριστίνα». Με κοίταξε συνοφρυωμένος. «Υπήρξε καμιά επιπλοκή στην υγεία της;» «Πονάει λίγο, γι' αυτό θα πάω στο σπίτι της το απόγευμα. Μην ανησυχήσεις, αν δε με βρεις». Τελικά, δεν το
286
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
γλίτωσα το ψέμα. Προσπαθώντας να κρύψω τις ενοχές μου, τον φίλησα και του είπα να μην καθυστερήσει στη Νόρα. Έπειτα πήρα τον Γκουσγκούνη και πήγαμε στο κοντινό άλσος. Μου ήταν αδύνατον να μείνω στο σπίτι. Μήπως φοβόμουν την επιστροφή του Αλέξη; Όση ώρα άφηνε το σκυλί την υγρή σφραγίδα του στα δέντρα του άλσους, εγώ προσπαθούσα να σκεφτώ πώς θα δεχόμουν τον Αλέξη, αν τελικά γυρνούσε. Μήπως δεν έπρεπε να τον δεχτώ καν", αλλά να κινήσω τη διαδικασία διαζυγίου; Και ο Τάκης; Θα βρισκόταν ανάμεσα στα ανταλλασσόμενα πυρά λίγες μέρες πριν από τις εξετάσεις του; Προσπάθησα να καθησυχάσω τον εαυτό μου, ότι δεν ήταν σίγουρη η επιστροφή του. Μπορεί αυτή τη στιγμή να κυλιόταν στο κρεβάτι άλλης γυναίκας. Το σκεφτόμουν αλλά δεν το πίστευα. Κάτι μου έλεγε πως η μοίρα, που πριν από λίγο μου έκλεινε συνωμοτικά το μάτι, τώρα είχε στρέψει αλλού το βλέμμα της. Στις έξι το απόγευμα χτύπησα τρέμοντας το κουδούνι του Νικήτα. Με υποδέχτηκε σκεφτικός. «Τι θα πιεις;» «Υδροκυάνιο. Εκτός βέβαια αν σου περισσεύει λίγος καφές». Έφερε δυο κούπες και μοιραστήκαμε τον
287
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
καναπέ. Επιτέλους μου χαμογέλασε. «Είσαι καλά;» «Εξαρτάται από το τι θα μου πεις». Ήπια μια γουλιά καφέ και περίμενα. «Η γυναικολόγος της Λίζας είναι παντρεμένη μ' ένα φίλο μου, γιατρό επίσης. Καμιά φορά συζητούν για μας, αλλά η γυναίκα του δεν ξέρει ότι εγώ έχω διατηρήσει επαφές με τον άντρα της. Έτσι έμαθα και για τον Αλέξη, γιατί την ψάρεψε ο φίλος μου. Το πρωί με πήρε τηλέφωνο για να μου πει ότι η Λίζα είχε πάει πριν από λίγο
288
ο
ΙΟΎΛΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
καιρό στο ιατρείο της γυναίκας του για να της βγάλει το σπιράλ. Αυτό μόνο ένα πράγμα μπορούσε να σημαίνει. Αποφάσισαν να κάνουν παιδί». «Μπορεί να έπαθε κάποια μόλυνση και να έπρεπε να το αφαιρέσει». Μου ήταν αδύνατον να δεχτώ το γεγονός ότι ο Αλέξης αποφάσισε να ξανακάνει παιδί, τη στιγμή που είχε ξεχάσει ότι ήταν ήδη πατέρας ενός αγοριού. Εκτός κι αν ήταν φουλ ερωτευμένος. Όμως δε θα με είχε ειδοποιήσει για τις προθέσεις του; Είπα τον προβληματισμό μου στο Νικήτα. «Ο φίλος μου δεν είχε καταλάβει καλά. Η Λίζα αποφάσισε να βγάλει το σπιράλ ερήμην του Αλέξη. Όταν τελικά του το είπε, έκαναν χοντρό καβγά, κι αυτός απείλησε ότι θα την παρατήσει αν δεν το ξανάβαζε. Η Λίζα πήγε με δάκρυα στη γιατρό της, αλλά ξαφνικά μουλάρωσε και επέστρεψε στο σπίτι, δηλώνοντας στον Αλέξη ότι δε θα υπέκυπτε στις πιέσεις ενός τυχαίου γκόμενου». «Τυχαίου γκόμενου; Αυτή πριν από λίγες μέρες τον έχρισε πατέρα του παιδιού της. Ξαφνικά έγινε τυχαίος γκόμενος;» φώναξα έξαλλη. «Έτσι φαίνεται. Της είπε η γυναικολόγος ότι στε-
289
ΜΑΪΡΑ
Π ΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
νεύουν τα περιθώρια για παιδί και καλά θα έκανε να κοιτάξει την πορεία της σχέσης της. Κι εκείνη αποφάσισε να φτάσει το μαχαίρι στο κόκαλο. Χτες ο φίλος μου έγινε κατά λάθος μάρτυρας του τηλεφωνήματος μεταξύ της γυναίκας του και της Λίζας. Απ' τα συμφραζόμενα κατάλαβε ότι έπαιξε κι έχασε. Ο Αλέξης της δήλωσε ότι το 'χει ξαναζήσει το έργο, ότι μια οικογένεια του φτάνει κι ότι τουλάχιστον η γυναίκα του ήταν αρνί, χωρίς απαιτήσεις». Με κοίταξε χαμογελώντας. Εξεμάνην. «Εγώ αρνί; Καταρχήν, αυτός έφυγε απ' το
290
ο
ΙΟΎΛΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
σπίτι επειδή έλεγε ότι τον καταπιέζω. Ξαφνικά έγινα αρνί χωρίς απαιτήσεις; Ας τολμήσει να γυρίσει και θα δει το αρνί να γίνεται λύκος». «Γι' αυτό σε φώναξα, λύκε μου. Για να μου πεις τι θα κάνεις αν ο Αλέξης επιστρέψει σαν να μη συνέβη τίποτα». «Τώρα που το σκέφτομαι, η Λίζα είναι η δεύτερη φορά που την πατάει. Δεν έχει τύχη με τους παντρεμένους. Έτσι την έδιωξε και ο Βασιλείου. Αναρωτιέμαι μήπως στραφεί πάλι σ' εσένα». Δάγκωσα νευρικά μια παρανυχίδα, στην προσπάθεια να διασκεδάσω τις ανασφάλειες που με ζύγωναν απειλητικά. Κρεμάστηκα από τα χείλη του. «Πρώτον, το θεωρώ απίθανο καθότι έχουμε πάρει διαζύγιο εδώ και δύο χρόνια και δεν έχουμε ανταλλάξει ούτε ευχετήριο τηλεγράφημα. Υποθέτω ότι θα τα ρίξει σε κάποιον άλλο παντρεμένο. Εγώ πάντως φρόντισα να προειδοποιήσω το φίλο μου. Δεύτερον, δε μου απάντησες σ' αυτό που σε ρώτησα: θα δεχτείς πίσω τον Αλέξη αν γυρίσει ή θα του πεις να χωρίσετε και θα με ακολουθήσεις στην Καρδαμύλη;»
291
ΜΑΪΡΑ
Π ΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
«Τώρα τίθεται τέτοιο θέμα; Ή ο Αλέξης ή ο Νικήτας;» του επιτέθηκα ξεχνώντας ότι πριν από δέκατα του δευτερολέπτου έτρεμα μην ακούσω πως θα τη δεχόταν πίσω. «Δε νομίζω ότι μπορείς να έχεις συγχρόνως δύο άντρες. Άσε που δε θα το δεχτώ εγώ». Ξεφύσηξα συλλογισμένη. «Το μόνο που σκέφτομαι είναι ο Τάκης. Αν χαρεί για την επιστροφή του πατέρα του, εγώ δεν μπορώ να του διαλύσω την επιθυμία να τα ξαναβρούν. Φαντάσου να του πει ο Αλέξης "γιε μου, γύρισα" και συγχρόνως να ακούσει τη μάνα του να λέει
292
ο
ΙΟΎΛΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
"γιε μου,τώρα που γύρισε ο πατέρας σου, εγώ θα φύγω με το Νικήτα". Εμείς δεν είμαστε οικογένεια αλλά αγώνας σκυταλοδρομίας». Κατέβασε το κεφάλι και ψιθύρισε: «Καταλαβαίνω». Προσπάθησα να τον καθησυχάσω. «Αν ακούσεις όμως πώς μιλά για τον πατέρα του, θα καταλάβεις ότι δεν είναι πολύ πιθανό να τα ξαναβρούν. Αντιθέτως, εξέφρασε την επιθυμία να σε γνωρίσει». Σήκωσε έκπληκτος το κεφάλι. «Του μίλησες για μας και δε μου το λες τόση ώρα;» «Λεν του μίλησα ακριβώς για τη στενότερη γνωριμία μας. Απλά, θέλει να κοιτάξεις τα δόντια του πριν από τις εξετάσεις. Νομίζει ότι έχει κάνει τρύπα σ' ένα δόντι». Του διηγήθηκα την αφορμή της συζήτησης. Ξαναβούλιαξε στην κατήφεια. «Εγώ πάντως είμαι της γνώμης να του μιλήσεις για μας πριν εμφανιστεί ο Αλέξης. Θα το 'κάνες έτσι κι αλλιώς μόλις τέλειωνε τις εξετάσεις. Πειράζει να επισπεύσεις τη συζήτηση;» «Τώρα έχω ένα λόγο παραπάνω να περιμένω. Αν δεχτεί τον πατέρα του, δεν μπορώ να κάνω τίποτα» αμύνθηκα. Κατάλαβα ότι τσιτώθηκε. «Τον εαυτό σου δεν τον σκέφτεσαι; Θα δώσεις άφε-
293
ΜΑΪΡΑ
Π ΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
ση αμαρτιών στο ρεμάλι που παντρεύτηκες μόνο και μόνο για να μεγαλώσει ο γιος σου με πατέρα; Ωραίο πρότυπο θα 'χει. Ειδικά αν μάθει τα αίσχη του. Τελικά, μπορώ να ελπίζω μόνο στην ορθή κρίση του γιου σου. Εσύ με απογοητεύεις. Γίνεσαι χαλί για να περπατήσει θριαμβευτής ο Αλέξης. Μέχρι, φυσικά, να ξαναφύγει. Αλλά τότε δε νομίζω η μοίρα να ξανασταθεί καλή μαζί σου. Θα μείνεις μόνη σου, γιατί κι ο Τάκης θ' ανοίξει κάποια στιγμή τα φτερά του». Άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω.
294
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Βρόντηξα την κούπα στο τραπεζάκι και πετάχτηκα όρθια με τα χέρια στη μέση: «Νομίζεις ότι δεν αναλογίζομαι τις συνέπειες; Αλλά εσύ δεν έχεις παιδί για να καταλάβεις. Δε θέλω να με κατηγορήσει ότι χάλασα την οικογένεια μας». Σταμάτησε απότομα να κινείται. «Ότι ΕΣΥ χάλασες την οικογένειά σας; Τι να σου πω, κορίτσι μου. Τελικά, είσαι άξια της τύχης σου. Σ' αρέσει να σε μεταχειρίζονται σαν σκουπίδι» φώναξε έξαλλος. Τον διέκοψα υψώνοντας περισσότερο τη φωνή μου: «Εσένα σε καίει ότι ίσως δεν μπορέσεις να νικήσεις τον αντίπαλο, που μου έλεγες τις προάλλες. Εδώ τίθεται θέμα εγωισμού κι όχι αλτρουιστικό ενδιαφέρον για το συνάνθρωπό σου. Ποσώς σε νοιάζει αν γίνει χάλια η ζωή μου. Το ζητούμενο είναι να μη γίνει χάλια η δική σου ζωή». Χαμογέλασε θλιμμένα. «Λυπάμαι που σου έδωσα τέτοια εντύπωση. Βασικά λυπάμαι που επέτρεψα στον εαυτό μου να ονειρευτεί για πρώτη φορά μετά από καιρό και που προσπάθησα να παρασύρω κι εσένα. Τελικά η Καρδαμύλη θα παραμείνει χίμαιρα. Καλύτερα να απαλλαγείς απ' το δίλημμά σου. Εξάλλου, πώς
295
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
μπορεί η' δική μας γνωριμία, του ενός μηνός και κάτι, να σταθεί απέναντι στα τόσα χρόνια γάμου; Ήμουν βλάκας που πίστεψα κάτι τέτοιο». Έπιασε την τσάντα μου και μου την έδωσε. «Καλύτερα να φύγεις. Μπορεί να 'χει γυρίσει ο άντρας σου». Θεέ μου, τον χάνω! Την έριξα με δύναμη στο πάτωμα. Τον έπιασα από τους ώμους και τον ανάγκασα να σκύψει προς το μέρος μου. Τον φίλησα με μανία. Μια μανία που περιέκλειε έρωτα και ανάγκη για συγγνώμη.
296
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
Ξαφνιάστηκε με την κίνηση μου, αλλά γρήγορα παρασύρθηκε στη δίνη του φιλιού μου. Άρχισα να του ξεκουμπώνω το πουκάμισο με ανυπόμονα δάχτυλα. Προσπάθησε να τραβηχτεί. «Μη, Ελένη, μην το κάνεις αυτό για να μου ρίξεις στάχτη στα μάτια... » αντιστάθηκε χλιαρά. «Σκάσε, Νικήτα. Μη φέρεσαι σαν αρσακειάδα. Έχω επίγνωση των πράξεων μου. Αυτό έπρεπε να 'χε γίνει από την αρχή. Δεν είχε νόημα να καταπιέζω τα αισθήματά μου για σένα, μόνο και μόνο επειδή ήταν νωρίς». Με σήκωσε στα χέρια του και με μετέφερε, στην κρεβατοκάμαρα. Κάναμε έρωτα ξανά και ξανά. Έκλαιγα στην αγκαλιά του κι εκείνος μου ψιθύριζε ότι όλα θα πήγαιναν καλά. Με πήρε ο ύπνος ακούγοντας τα τζιτζίκια της Καρδαμύλης. Ξύπνησα με την αίσθηση ότι κάποιος μου πείραζε τις βλεφαρίδες. Άνοιξα τα μάτια και αντίκρισα το Νικήτα να χαμογελά κοντά στο πρόσωπό μου. Το δωμάτιο φωτιζόταν μόνο απ' τις λάμπες του δρόμου. Μ' έπιασε πανικός. «Τι ώρα είναι;» Γέλασε. «Είναι η δεύτερη φορά που ξυπνάς στο σπίτι μου και πετάς την ίδια ατάκα. Την επόμενη φορά δο-
297
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
κίμασε το "αγάπη μου, έλα να ξανακάνουμε έρωτα"». Πέταξα από πάνω μου τα σκεπάσματα ψάχνοντας συγχρόνως με τα μάτια την τηλεφωνική συσκευή. Δεν τη βρήκα και ρώτησα το Νικήτα. «Πού είναι το τηλέφωνο;» «Τι θέλεις, πάλι να τηλεφωνήσεις;» γκρίνιαξε ναζιάρικα. «Όχι, να λουστώ!» αντιγύρισα απότομα, εκνευρισμένη από τη σκηνή που γνώριζα ότι θα διαδραματιζόταν στο σπίτι: η ειρωνική σιωπή του Τάκη.
298
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Μισάνοιξε απορημένος το στόμα του. Συνέχισα μαλακωμένη : «Ο Τάκης θα ανησυχεί. Του 'πα ότι θα 'μαι στη Χριστίνα». «Μα ξέρει ότι τα 'χετε τσουγκρίσει». «Επίσης ξέρει ότι τα ξαναβρήκαμε. Θα σου τα διηγηθώ άλλη ώρα. Τώρα πρέπει να τηλεφωνήσω». Κοίταξα το ρολόι μου. «Μπα, προλαβαίνω να γυρίσω κάι χωρίς τηλεφώνημα». «Έτσι λοιπόν θα 'ναι η σχέση μας; Κυνηγητό και κρυφτό ;» «Προς το παρόν καλύτερα να είναι κυνηγητό και κρυφτό παρά αμπάριζα. Λώσε μου λίγο χρόνο και θα του μιλήσω για μας». Σηκώθηκα, τυλίγοντας σεμνότυφα το, σεντόνι γύρω από το σώμα μου. Ντύθηκα αστραπιαία, φροντίζοντας να μη δει ούτε χιλιοστό της γυμνής μου σάρκας. Οι ντροπές με είχαν πιάσει εκ των υστέρων. «Κι αν γυρίσει ο Αλέξης; Πάλι τα ίδια θα ξαναλέμε;» επέμεινε. Εκνευρίστηκα γιατί με την επιμονή του κατέστρεφε τις τρυφερές στιγμές που είχαμε μοιραστεί. «Όχου, βρε Νικήτα! Σου καρφώθηκε ότι θα γυρίσει. Πάμε στοίχημα ότι θα μείνει στ' αυγά του;»
299
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
«Ωραία, ο χαμένος κερνά δείπνο στο ακριβότερο εστιατόριο της Αθήνας». «Εντάξει, ετοιμάσου να ξηλωθείς. Τώρα είναι ώρα να φύγω. Θα σου τηλεφωνήσω αύριο».
16. Στο ταξί χαμογελούσα ηλιθιωδώς, μέχρι που ανακάλυψα τον ταξιτζή να μου ρίχνει ματιές απ' τον καθρέφτη
300
Ο
ΙΟΥΛΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
και το 'κοψα. Ήταν δέκα και κάτι όταν με υποδέχτηκε το άδειο σπίτι. Ανακουφίστηκα που δε χρειαζόταν να κρύψω το όμορφο συναίσθημα που ένιωθα. Μπήκα χαμογελώντας στο μπάνιο. Προλάβαινα να κάνω ένα ντους πριν έρθει ο Τάκης. Άνοιξα τη βρύση και μυρμήγκιασα στη σκέψη του απογεύματος. Κι όσο σκεφτόμουν ότι παραλίγο να τον χάσω για μια ανόητη εικασία... Συννέφιασα. Μήπως όμως γυρνούσε ο Αλέξης; Έδιωξα αυτή τη σκέψη μαζί με τις σαπουνάδες. Τυλίχτηκα στο μπουρνούζι μου και βγήκα απ' το μπάνιο. Είδα φως στο σαλόνι. Ο Τάκης είχε έρθει χωρίς να τον ακούσω. Του φώναξα ότι ήμουν στην κρεβατοκάμαρα κι ότι θα 'βγαινα σε δυο λεπτά. Έβγαλα το μπουρνούζι και χώθηκα στην ντουλάπα, αναζητώντας μια καλοκαιρινή ρόμπα, όταν ένιωσα κάποιον από πίσω μου. Γύρισα απότομα και παραλίγο να τσιρίξω από τρομάρα στη θέα του Αλέξη. Τον έσπρωξα και άρπαξα το μπουρνούζι από το πάτωμα. Γέλασε όταν με είδε να το σφίγγω σπασμωδικά μπροστά μου και να το φορώ σε χρόνο μηδέν. «Ελενάκι, μη γίνεσαι σεμνότυφη. Σ' έχω δει γυμνή άπειρες φορές» κορόιδεψε. Το σοκ
301
Ο
ΙΟΥΛΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
διαδέχτηκε η οργή. Τα μάτια μου έβγαλαν φλόγες όταν γύρισα να του μιλήσω. «Τι γυρεύεις εδώ; Και πώς τολμάς να μπαίνεις σαν κλέφτης στην κρεβατοκάμαρά μου;» Το χαμόγελο αυτοπεποίθησης που σχηματίστηκε στα χείλη του με εξαγρίωσε περισσότερο. «Φύγε τώρα από δω μέσα, αλλιώς...» «Αλλιώς θα φωνάξεις την αστυνομία να συλλάβει το σύζυγο που επέστρεψε στο σπίτι του;» Προχώρησε ένα βήμα μπροστά, πισωπάτησα ένα βήμα. «Μήπως περίμενες σαμπάνια και κόκκινο χαλί μετά
302
Ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
την άθλια συμπεριφορά σου; Δεν είμαι τόσο ηλίθια» σφύριξα μέσα από τα δόντια μου. «Όχι, αλλά υπέθεσα ότι θα ήσουν πιο συζητήσιμη. Εξάλλου, έχουμε να τα πούμε πάνω από μήνα». «Σ' αυτό δεν έφταιξα εγώ. Μου είχες ξεκόψει κάθε επαφή εκ μέρους μου. Καλά, το γιο μας δεν τον σκέφτηκες όλο αυτό το διάστημα που αλώνιζες;» «Δεν αλώνιζα, προσπαθούσα να σκεφτώ κάπου μόνος μου. Και τελικά αποφάσισα ότι δεν μπορώ να είμαι μακριά από την οικογένειά μου». Μου 'ρθε ταμπλάς. Καλά, ο μαλάκας δεν υποψιάστηκε ότι η παντελής έλλειψη επικοινωνίας θα με οδηγούσε σε ανάλογα συμπεράσματα; Πίστευε ότι θα έχαβα τα περί αυτοσυγκέντρωσης και περισυλλογής; Μου ήρθε η διάθεση να τον χαστουκίσω. Αρκέστηκα να τον ειρωνευτώ : «Για να μη δώσεις σημεία ζωής, υποθέτω ότι πήγες στο Θιβέτ. Καλά που δε γύρισες με πορτοκαλί μανδύα». Αιφνιδιάστηκε από την επίθεση και τραύλισε ανεπαίσθητα: «Έ...έμενα σε ξενοδοχείο, όπως σου είχα πει. Εδώ που τα λέμε, πίστευα ότι, παρά τα όσα συνέβησαν, εσύ θα μου τηλεφωνούσες στο γραφείο. Δε σε πήρα λοι-
303
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
πόν για να δω μέχρι πού θα έφτανε η υπομονή σου». Α, το δικηγορίσκο! Ήταν δυνατόν να βρει τέτοια δικαιολογία για την αναισθησία του; Από αυτόν τελικά μπορούσες να ακούσεις τα πάντα. Ήμουν έτοιμη να του πω ότι ήξερα για την γκόμενά του, αλλά το κλειδί στην πόρτα σήμανε τη λήξη της συζήτησης. Τον παραμέρισα και κίνησα για το χολ. Με ακολούθησε πριν προλάβω να προετοιμάσω τον Τάκη. «Τάκη, αγόρι μου, γύρισα». Τον άρπαξε απ' τους ώμους και τον αγκάλιασε. Εκείνος έμεινε ξερός όση ώρα
304
Ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
περίμενε τον εγκέφαλό του να επεξεργαστεί την πληροφορία που δέχτηκε. Τελικά τον αγκάλιασε κι αυτός μηχανικά , ενώ ταυτόχρονα με κοίταζε ερωτηματικά πάνω από την πλάτη του πατέρα του. Ανασήκωσα τους ώμους. Ο Αλέξης ήταν που έσπασε και πάλι τη σιωπή: «Τουλάχιστον εσύ με υποδέχεσαι πιο εγκάρδια από τη μητέρα σου. Σε πεθύμησα, άτιμε». «Ωραίο τρόπο βρήκες να το δείξεις. Πώς και γύρισες; Σου τέλειωσαν οι καθαρές κάλτσες;» του πέταξε ξερά. Κορδώθηκα από περηφάνια. Να ένας γιος αντάξιος της μάνας του. Θα πέθαινα αν τον καλωσόριζε μετά βαΐων και κλάδων. Κοίταξα προκλητικά τον Αλέξη. Έκανε ότι δεν κατάλαβε το σχόλιο και συνέχισε στονίδιο χαρούμενο τόνο: «Άνοιξε τη βαλίτσα μου και θα βρεις κάτι που θα σε χαροποιήσει ιδιαίτερα». «Δεν έχω διάθεση αυτή τη στιγμή. Είμαι κουρασμένος και αύριο έχω πολύ διάβασμα». Κίνησε για το δωμάτιό του. Η εκνευρισμένη φωνή του Αλέξη τον σταμάτησε: «Τάκη, περίμενε λίγο. Καταλαβαίνω ότι η ξαφνική μου εμφάνιση σας έχει αναστατώσει. Όμως το είχα εξηγήσει και στους δυο σας ότι είχα ανάγκη από λίγη
305
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
απομόνωση. Ίσως φταίω επειδή δε σας τηλεφώνησα όλο αυτό το διάστημα. Μάθαινα όμως από φίλους ότι ήσαστε καλά». Με δυσφορία σκέφτηκα τη Χριστίνα. Σίγουρα θα του 'λεγε, τουλάχιστον τις δυο πρώτες μέρες, ότι κόντευα να τρελαθώ. «Φυσικά, αν παθαίναμε κάτι, θα το μάθαινες από την τηλεόραση. Καλά δε λέω, μπαμπά;» Ο Αλέξης έκανε μια κίνηση συγκατάβασης, χάνοντας σιγά σιγά το «υφάκι» της άφιξης.
306
Ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
«Καταλαβαίνω το θυμό σου κι είμαι έτοιμος να τον αντιμετωπίσω. Τώρα που γύρισα θα μπει η σχέση μας σε νέα βάση. Το διάστημα που μείναμε χώρια συνειδητοποίησα πόσο πολύτιμοι μου είστε. Δε θέλω να σας χάσω για τίποτα στον κόσμο». Ράγισε η φωνή του. Ωραία, απολαμβάναμε και θέατρο βραδιάτικα. Μήπως θα 'ριχνε και μια λιποθυμία για να δώσει έμφαση στα λόγια του; Όλα έπρεπε να τα περιμένει κανείς. Έχε χάρη που δε θέλω να σε ξεσκεπάσω μπροστά στο παιδί. Περίμενα να μείνουμε μόνοι μας την επομένη, που θα 'φευγε για το σχολείο. Αποφάσισα να δώσω τέλος στη συζήτηση: «Είναι αργά, Τάκη. Αύριο μπορούμε να συζητήσουμε πιο ξεκούραστα και ήρεμα». Τον φίλησα και με παρακλητικό ύφος του έδωσα να καταλάβει ότι δεν είχε νόημα η περαιτέρω όξυνση της κατάστασης. Μουρμούρισε ένα ξερό «καληνύχτα» και εξαφανίστηκε στο δωμάτιό του. Φυσικά κλείδωσε την πόρτα του. Μείναμε όρθιοι στο χολ, ανάμεσα στα μπαγκάζια του Αλέξη. Αυτή η σκηνή θα μπορούσε να σημαίνει αποχωρισμό. Όπως πριν από ένα μήνα, που στεκόμασταν στο ίδιο σημείο, ανάμεσα σε βαλίτσες και σακ βουαγιάζ. Μόνο που τότε εγώ ένιωθα τη γη να φεύγει από
307
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
τα πόδια μου και ο Αλέξης δεν έβλεπε την ώρα να κάνει το βήμα προς την ελευθερία. Σήκωσε τα πράγματά του και κατευθύνθηκε προς την κρεβατοκάμαρα. Η διαδρομή ήταν αντίστροφη. Σαν να γυρίζαμε πίσω την κασέτα. Τα στοίβαξε πρόχειρα σε μια γωνιά του δωματίου, παίρνοντας μόνο το τσαντάκι με τα ξυριστικά του. Αμίλητη του έκανα χώρο να περάσει. Τον ακολούθησα στο μπάνιο, όπου σφυρίζοντας τοποθέτησε τα πράγματά του στις παλιές τους θέσεις, στην αριστερή πλευρά του πάγκου. Είχα την αίσθηση
308
Ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
που περιγράφουν μερικοί, που, ενώ είναι ναρκωμένοι, νομίζουν ότι παρακολουθούν την πορεία της εγχείρισης τους και μετά ξυπνούν και τα διηγούνται λεπτομερώς. Εκείνη τη στιγμή ήμουν και δεν ήμουν στο σπίτι. Μου ήρθε στο μυαλό ο Νικήτας. Ένας κόμπος έφραξε το λαρύγγι μου. Ευτυχώς που ο Αλέξης ήταν απασχολημένος με τη διαδικασία της επανεγκατάστασής του και δε μου έδινε σημασία. Ήθελα να κλάψω, αλλά. μου στερούσε αυτή την πολυτέλεια. Μπορεί να νόμιζε ότι έκλαιγα από ανακούφιση που επέστρεψε. Δε θα του 'κανα το χατίρι. Πήγα στο σαλόνι κι έβαλα ένα ουίσκι. Δεν ήμουν διατεθειμένη να ξαπλώσω δίπλα του, δεν ήθελα να χαμογελάσει θριαμβευτικά. Ξάπλωσα στον καναπέ κι έκλεισα τα μάτια. Τον άκουγα από μέσα που ανοιγόκλεινε συρτάρια. Μπορεί να πρόσεξε και τα καινούρια μου εσώρουχα. Πολύ που με ένοιαζε. Άλλον σκεφτόμουν όταν τα αγόρασα. Αλλά αυτός, με το υπερφίαλο «εγώ», πού να το φανταστεί! Πριν από ένα μήνα ανοιγόκλεινε τα ίδια συρτάρια, αδειάζοντας την προσωπική του ζωή από τούτο το σπίτι. Πώς φούντωνα στη σκέψη ότι γύρισε σαν να
309
Ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
μην είχε φύγει ποτέ! Με έτρωγε να του πω ότι δεν ήμουν θυμωμένη μαζί του, γιατί με τον τρόπο του με βοήθησε να καταλάβω τι σημαίνει πραγματικός έρωτας. Όμως όχι, η σχέση μου με το Νικήτα ήταν πολύ σημαντική για να τη χαραμίσω στο ανόητο παιχνίδι της εκδίκησης. Ο Νικήτας δε θα γινόταν έρμαιο του σάπιου γάμου μου. Ας πίστευε ο Αλέξης ότι θα συνεχίζαμε από κει που είχαμε μείνει. Ο Γκουσγκούνης εμφανίστηκε από την κουζίνα. Μ' ένα σάλτο ανέβηκε στην αγκαλιά μου. Χαμογελώντας χαιρέκακα, τον κατέβασα και με μια κατευθυντήρια σπρωξιά του έδωσα να καταλάβει πως απόψε μπορού-
310
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
σε να κοιμηθεί στο κρεβάτι μου. Τον είδα να χάνεται στην κρεβατοκάμαρα. Περίμενα με κομμένη ανάσα. Ένα δευτερόλεπτο αργότερα ακούστηκε η γεμάτη δυσφορία φωνή του Αλέξη. «Οχ, σε είχα ξεχάσει εσένα. Άντε, πήγαινε μέσα. Όχι, όχι πάνω στο κρεβάτι. ΕΛΕΝΗ!» Σκέπασα το στόμα μου για να μην ακουστούν τα γέλια. Ώστε ο Αλέξης είχε αποφασίσει να παίξει το παιχνίδι του για τα καλά. Τον έκαιγε τόσο να μείνει στο σπίτι, που δεν ύψωσε καν τη φωνή του στο σκύλο. Υπό άλλες συνθήκες, ο Γκουσγκούνης θα πετάριζε τώρα ευτυχισμένος στον παράδεισο των κοπριτών. Απόψε μπορούσε κάλλιστα να μοιραστεί το μαξιλάρι του Αλέξη και το πρωί να τον καλημερίσει με ζουμερά γλειψίματα στο πρόσωπο. Αγνόησα την παρακλητική φωνή του Αλέξη να πάω να μαζέψω το σκύλο και έσβησα το πορτατίφ. Το σαλόνι βυθίστηκε στο σκοτάδι. Ζαλισμένη από το ουίσκι, κι ενώ μ' έπαιρνε ο ύπνος, πρόλαβα να ακούσω τις απεγνωσμένες προσπάθειες του άρτι αφιχθέντος συζύγου μου να υποτάξει τις μεταμεσονύκτιες ορέξεις του Γκουσγκούνη για παιχνίδια στο μαλακό στρώμα.
311
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Το πρώτο πρωινό λεωφορείο με έβγαλε από το λήθαργο. Άνοιξα τα μάτια απορημένη που κοιμόμουν στον καναπέ του σαλονιού. Μου πήρε μερικά δευτερόλεπτα να συνειδητοποιήσω ότι ο Αλέξης κοιμόταν στο διπλό κρεβάτι. Η ώρα ήταν πεντέμισι, αλλά το πρώτο καλοκαιρινό φως έμπαινε αμυδρά στο δωμάτιο. Μελαγχόλησα στη σκέψη του Νικήτα. Τώρα δυσκόλευαν τα πράγματα. Έπρεπε να τον δω οπωσδήποτε, τον είχα τρομερή ανάγκη. Ποιος ήξερε αν τελικά είχε μέλλον η σχέση μας. Μπορεί ο Τάκης, ξεπερνώντας το θυμό της πρώτης ε-
312
Ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
παφής, να δεχόταν τον Αλέξη ξανά στη ζωή του. Εγώ όμως; Δεν ήθελα ούτε να τον βλέπω. Άραγε αν δεν είχα γνωρίσει το Νικήτα... Έδιωξα τη σκέψη από το μυαλό μου. Τι ωφελούσαν οι υποθέσεις; Η ουσία ήταν ότι, πάνω που ετοιμαζόμουν να κάνω κι εγώ μια νέα αρχή στη ζωή μου, επέστρεψε ο Αλέξης. Εγώ, που όταν βρόντηξε την πόρτα πίσω του κόντεψα να πεθάνω. Σηκώθηκα να πάω στο μπάνιο. Περνώντας από την κρεβατοκάμαρα, τον είδα να κοιμάται στην παλιά του πλευρά, με τον Γκουσγκούνη κουλουριασμένο στα πόδια του. Έπνιξα το γέλιο που ανέβηκε στο λαιμό μου και κλειδώθηκα στο μπάνιο. Δεν είχα καμία διάθεση για εισβολή πρωινιάτικα. Πάντως είχε δίκιο σ' ένα πράγμα. Δεν άντεχα να με βλέπει πια γυμνή. Ξαφνικά αντιδρούσα όπως θα αντιδρούσα σ' έναν ξένο. Μου ήταν αδύνατον πια να του δείξω το κορμί μου, που το ήξερε απ' έξω κι ανακατωτά. Πόσο μάλλον να κάνουμε έρωτα... Αναρωτήθηκα αν θα επιδίωκε τέτοιου είδους προσέγγιση. Ακόμα δεν είχε καλά καλά κρυώσει το πουλί του από τις άλλες του γκόμενες, εμένα θα έβαζε στόχο; Αλλά γιατί όχι; Είχε γυρίσει για να μείνει. Ακόμα
313
Ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
κι αν έπρεπε να με πείσει ότι ξανάνιωσε ερωτικά για μένα. Ανατρίχιασα. Βγήκα από το μπάνιο και κατευθύνθηκα στην κουζίνα. Αυτό που ήθελα επειγόντως ήταν ένας σκέτος καφές. Όπως τον έπινε και ο Νικήτας. Όπως τον έπιναν αυτοί που ήξεραν τις προτιμήσεις των φίλων τους. Βρόντηξα το ντουλάπι με τα ποτήρια. Δε με πείραζε τόσο να μην ξανακάνω έρωτα με το Νικήτα, όσο η ιδέα ότι μπορεί να μην τον ξανάβλεπα. Ούτε ως φίλο. Ήμουν σίγουρη ότι θα μου έθετε το ζήτημα «ή εγώ ή ο άλλος». Κι εγώ δε θα 'ξερα τι να απαντήσω. Άλλο μου υπαγό-
314
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
ρευε το συναίσθημα κι άλλο η λογική, που ήθελε τον Τάκη όσο πιο ήρεμο και ισορροπημένο γινόταν. Αν δεχόταν τον πατέρα του, ο Νικήτας δε χωρούσε στη ζωή μου. Μισούσα τον εαυτό μου που γινόμουν ολίγον από Βούρτση, αλλά έτσι ήταν τα πράγματα. Ή άσπρο ή μαύρο. Και τι μαύρο, μαύρο κι άραχνο! Γιατί άντε να ζεις μες στο ψέμα και στην υποκρισία, προσπαθώντας να κρατήσεις την ισορροπία σ' αυτό το έρημο σπίτι. Σκούπισα τα μάτια μου και αποτέλειωσα τον καφέ. Εγώ και οι προσπάθειες μου για ισορροπία. Να προσπαθώ δεκαεφτά χρόνια να κρατήσω το γάμο μου για μένα και τώρα να προσπαθώ να τον κρατήσω για τον Τάκη. Αν ο Αλέξης ακολουθούσε τις παλιές του συνήθειες, θα 'βλεπα τα μούτρα του σε μια ώρα. Άνοιξα ανόρεχτα το βιβλίο που είχα ξεκινήσει και χάζευα αφηρημένη την ίδια σελίδα. Μάταιος κόπος. Εγώ καβουρδιζόμουν σαν αράπικο φιστίκι περιμένοντας να ξυπνήσει ο κύρης του σπιτιού για να μιλήσουμε κι εκείνος ροχάλιζε αρειμανίως. Τελικά, ήρθε η ευλογημένη ώρα που χτύπησε το ξυπνητήρι της κρεβατοκάμαρας. Τους ηλεκτρονικούς χτύπους συνόδεψε η εκνευρισμένη φωνή του Αλέξη, που έδιωχνε τον Γκουσγκούνη απ' το κρεβάτι. «Άντε, κάτω, κάτω! Αυτά θα κοπούν διά ροπάλου, αλλιώς θα φύγεις με τις κλοτσιές». Η τελευταία
315
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
πρόταση ειπώθηκε πιο δυνατά, προφανώς για να την ακούσω εγώ. Μωρέ, τι μας λες! Μετά το χτεσινό ευνουχισμό που υπέστη ο εγωισμός του, τώρα προσπαθούσε να περισώσει ό,τι μπορούσε με ψευτοαπειλές. Πήγα στην κουζίνα και έβαλα την καφετιέρα. Ήταν μια μηχανική κίνηση που έκανα όλα αυτά τα χρόνια. Τέσσερις μεζούρες γαλλικός για δυο γεμάτα φλιτζάνια. Διέκοψα τη λειτουργία της καφετιέρας, βγάζοντας το
316
Ο ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
καλώδιο απ' την μπρίζα. Έχυσα το νερό και πέταξα το φίλτρο στα σκουπίδια. Αν ήθελε καφέ, ας τον έπινε στο γραφείο του. Μπορεί να είχε γυρίσει με το έτσι θέλω, αλλά θα του έδινα να καταλάβει πόσα άλλαξαν όσο έλειπε. Ο πόλεμος κερδίζεται στις λεπτομέρειες και ουαί τοις ηττημένοις! Καφέ ήθελε να του ψήσω; Το ψάρι στα χείλη θα του 'ψηνα... Τον άκουσα να πηγαίνει στο μπάνιο. Μετά από λίγο σηκώθηκε και ο Τάκης. Εμφανίστηκαν συγχρόνως στην κουζίνα. Ο Αλέξης έψαξε με το βλέμμα του για καφέ. Είδε πως η καφετιέρα ήταν εκτός λειτουργίας, αλλά δεν το σχολίασε. Αντιθέτως, προθυμοποιήθηκε να φτιάξει εκείνος καφέ για όλους. Ο Τάκης δέχτηκε, εγώ είπα πως είχα πιει τον δικό μου. Κάθισαν με τις κούπες στο τραπέζι κι εγώ προσποιήθηκα ότι έψαχνα σε κάτι ντουλάπια για να κρύψω τα δάκρυα οργής που ανέβηκαν στα μάτια μου. Δεν άντεχα το θριαμβευτικό βλέμμα που μου 'ρίξε ο Αλέξης, όταν πρόσφερε την αχνιστή κούπα στον Τάκη. Ώστε αυτή θα ήταν από δω και πέρα η ζωή μας; Ένας αγώνας με έπαθλο την εύνοια του γιου μας;
317
Ο ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
Άρχισαν να συζητούν για το σχολείο, που θα 'κλεινε την επομένη, και τις εξετάσεις εφ' όλης της ύλης. Πρώτη φορά ενδιαφερόταν τόσο για την πορεία του γιου του. Τουλάχιστον, αυτό ήταν κάτι. Την τελευταία φορά που είχε ασχοληθεί μαζί του ήταν όταν τον τιμώρησε για το Σαχουρντιάν. Πάνω που το σκεφτόμουν, άκουσα τον Αλέξη να ρωτά για τη σχέση του Τάκη με τον καθηγητή του. Εκείνος του 'πε πως δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα πια. Μετά από στιγμιαίο δισταγμό, του αποκάλυψε πως τον είχα απαλλάξει από την τιμωρία πριν από δυο βδομάδες. Ο Αλέξης αντέδρασε θετικά.
318
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
«Εντάξει, αφού η μαμά έκρινε πως δε χρειαζόταν άλλη τιμωρία, εγώ είμαι σύμφωνος». Μου 'ρθε εμετός. Ο τουρίστας της μιας μέρας ενέκρινε τις αποφάσεις μου σχετικά με τη διαπαιδαγώγηση του Τάκη. Αμ τον έπαιρνε να κάνει κι αλλιώς; Γούνα να του ζητούσα αυτή τη στιγμή, το απόγευμα θα την είχα. Ο Αλέξης συνέχιζε τις ειρηνευτικές διαβουλεύσεις: «Χτες σου είπα ότι σε περιμένει μια έκπληξη. Σήμερα, που είσαι ξεκούραστος, έχεις διάθεση να την ακούσεις;» «Για λέγε» πέταξε αδιάφορα ο Τάκης. «Στη βαλίτσα μου έχω τη βιντεοκάμερα που ονειρευόσουν εδώ κι ένα χρόνο». Μάλιστα... Η δωροδοκία στην υπηρεσία της προσέγγισης! Αν ήταν λίγο έξυπνος ο Τάκης, θα καταλάβαινε το πνεύμα με το οποίο προσφέρθηκε αυτό το δώρο. « Δεν ήταν ανάγκη ». Έμπαινε, Γιούτσο! «Όμως σ' ευχαριστώ. Την ήθελα πολύ αυτή τη βιντεοκάμερα. Τώρα φεύγω». Α, τον παραδόπιστο! Πήρε την τσάντα του και, πετώντας ένα βιαστικό «γεια», εξαφανίστηκε. Πρόλαβα να δω το χαμόγελο της ευτυχίας στα χείλη του. Έσκασα σαν μπαρούτι.
319
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
«Ε, λοιπόν, αυτό είναι από τα άγραφα. Φεύγεις ξαφνικά, γυρνάς ξαφνικά, αφού έχεις αναστατώσει τη ζωή δυο ανθρώπων, και το κλου της υπόθεσης: αγορά βιντεοκάμερας την παραμονή των εξετάσεών του. Πώς θα παλουκωθεί να διαβάσει μαθηματικά, όταν θα βιντεοσκοπεί από το πρωί ως το βράδυ;» «Έννοια σου, θα του το ξεκόψω μέχρι να τελειώσει τις εξετάσεις του».
320
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
«Φυσικά, εσύ κόβεις και ράβεις σ' αυτό το σπίτι. Τι να σου πω! Έχεις τρομερό ταλέντο στο να ταράζεις την ισορροπία κάποιων πραγμάτων». «Θες να πεις πως, όσο έλειπα, στράφηκε σ' εσένα; Τον είδα πώς έφυγε: ούτε που γύρισε να σε κοιτάξει» πέταξε με κακία. «Όσο κι αν σου φανεί απίθανο, πριν από λίγες μέρες μου έλεγε πως οι δυο μας τα περνούσαμε θαυμάσια. Και τις πρώτες μέρες της εξαφάνισης σου ήθελε να σε βρει στο γραφείο να σου τα ψάλλει. Τον όρκισα να μην το κάνει». Θεέ μου, κράτα με να μην του ορμήσω! «Αυτό δείχνει πόσο πολύ με έχει ανάγκη». Σήκωσε την κούπα του σε μια κοροϊδευτική πρόποση. «Στην υγειά μας!» Του άρπαξα το φλιτζάνι πριν προλάβει να το φέρει στα χείλη του και το έστειλα στην άλλη άκρη της κουζίνας. Έσκασε στον τοίχο κι ο καφές άρχισε να κυλά διαγράφοντας καφέ ρυάκια μέχρι το πάτωμα. «Είσαι φίδι! Θέλω να τα μαζέψεις και να γυρίσεις στην γκόμενά σου. Μια και θέλει παιδί, έχεις μια δεύτερη ευκαιρία να αποδείξεις πόσο καλός πατέρας είσαι» ούρλιαξα. Έμεινε κόκαλο. Το χάρηκα. Δεν ήταν σε θέση να αμ-
321
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
φισβητήσει τη σχέση μου με τον Τάκη. Κι αν έφυγε με ένα ξερό «γεια» για το σχολείο, σ' αυτό έφταιγε η άσχημη επίδραση που ασκούσε επάνω του ο Αλέξης. Το «κόκαλο» ξαναβρήκε τη μιλιά του: «Πώς το έμαθες; Έβαλες ντετέκτιβ να με παρακολουθεί ;» «Σιγά μην έβαζα και τον αστυνόμο Μπέκα! Μπορεί να πόνεσα που έφυγες έτσι, όμως για όλους υπάρχει Θεός. Πίστευες ότι θα έχαβα τα περί "κλιμακτηρίου" και αυτοσυγκέντρωσης; Εσύ τη μόνη αυτοσυγκέντρωση που
322
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
καταλάβαινες πριν από ένα μήνα ήταν ανάμεσα σε δυο γυναικεία πόδια. Μη μου το παίζεις λοιπόν συνειδητοποιημένος σύζυγος, γιατί δε λέει. Ξέρω καλά τις συνθήκες υπό τις οποίες επέστρεψες στο... αρνί». Κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό. Με κοίταξε αδυνατώντας να πιστέψει ότι γνώριζα ακόμα και τις εκφράσεις που χρησιμοποίησε για μένα. «Πού τα έμαθες;» ψέλλισε. «Αυτό σε ενδιαφέρει ή το ότι όπου εμφανίζεσαι προκαλείς τη δυστυχία; Χέστηκες για την γκόμενα που παράτησες, όταν σου ζήτησε σοβαρότερη δέσμευση. Το πιστεύεις ότι τη λυπάμαι; Λυπάμαι όμως και τον εαυτό μου, που αναγκάζομαι να σε υπομείνω λόγω του παιδιού. Εγώ φταίω που δεν ήμουν τόσο δυνατή να σε χωρίσω όταν έμεινα έγκυος. Σ' αγαπούσα τόσο, που ανεχόμουν και τις προσβολές και τις απαιτήσεις και τα φτυσίματα. Όμως λάβε υπόψη σου ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει. Το αρνί μεταλλάχτηκε σε λύκο. Αν μείνεις, θα προσέξεις πολύ τη συμπεριφορά σου. Δε θα ανεχτώ τσαμπουκάδες, καρφιά για τη σχέση μου με τον Τάκη και απόπειρες να τον στρέψεις εναντίον μου».
323
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Έσκυψε το κεφάλι. Άρχισα να το απολαμβάνω. «Ελένη, έχεις κάθε δικαίωμα να μιλάς έτσι. Έφταιξα, αλλά κατάλαβα ότι δε θέλω μπλεξίματα. Δεν υπάρχει χώρος για άλλα άτομα στη ζωή μου. Σου τ' ορκίζομαι. Ήταν μια περιπέτεια μέσα σε τόσα χρόνια γάμου. Δεν μπορείς να δείξεις λίγη ανοχή; Εξάλλου, δεν είμαι ο πρώτος που απάτησε τη γυναίκα του. Διάολε, κατάλαβε ότι απ' τα είκοσι τρία μου δεν έχω κοιμηθεί με άλλη». Σώπασε και με κοίταξε παρακλητικά. Ξαναμίλησε, και μόλις που ακουγόταν: «Θα μπορούσα να μη σε είχα παντρευτεί. Οι γονείς
324
Ο ΙΟΥΛΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
μου δε στάθηκε δυνατό να με πείσουν. Στο βάθος ήταν δική μου η απόφαση. Σ' αγαπώ, απλά ένιωθα περιορισμένος σε κάποιες φάσεις της ζωής μου και το καταπίεζα. Μου βγήκε μετά από δεκαεφτά χρόνια. Όμως έληξε. Κατάλαβα ότι δεν υπάρχει άλλη για μένα. Εσύ κι ο Τάκης είστε η οικογένειά μου. Δε θέλω να πειραματιστώ ξανά. Μια φορά μου έφτασε». Δεν του μίλησα για τη Χριστίνα. Ας πούμε ότι ήθελα έναν άσο στο μανίκι μου. «Αν θες τις παλιές σου κρεμάστρες, είναι στην αποθήκη» είπα ξερά. Κοίταξα το ρολόι κι αναρωτήθηκα αν θα έμενε στο σπίτι ή θα πήγαινε στη δουλειά του. Δεν έμεινα πολύ με την απορία. Πήγε στην κρεβατοκάμαρα κι επέστρεψε στην κουζίνα κρατώντας το χαρτοφύλακα του. «Πάω στο γραφείο. Αλλά το μεσημέρι θα γυρίσω νωρίς. Θες να βγούμε έξω για φαγητό;» «Αύριο αρχίζουν οι εξετάσεις του Τάκη. Θα μείνω για να του μαγειρέψω». «Καλά, τότε θα φάμε όλοι μαζί. Θα 'μαι πίσω κατά τις τρεις». Με αιφνιδίασε φιλώντας με στο στόμα. Έφυγε σιγοσφυρίζοντας. Όταν σιγουρεύτηκα ότι ξεκουμπίστηκε, έτρεξα στο
325
Ο ΙΟΥΛΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
τηλέφωνο. Σχημάτισα το νούμερο του οδοντιατρείου. Το σήκωσε η γραμματέας του. «Ο κύριος Χήρος έχει πελάτη αυτή τη στιγμή. Πάρτε...» «Επείγει! Φωνάξτε τον τώρα!» «Μα μου 'χει πει να μην τον ενοχλώ όταν κάνει επέμβαση... » αντέδρασε ενοχλημένη από τον επιτακτικό μου τόνο. «Γεννά η γυναίκα του!» Άκουσα το γδούπο του α-
326
Μ Α ϊ ΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
κουστικού πάνω στο γραφείο. Ο Νικήτας ακούστηκε απορημένος. «Ποιον θέλετε, παρακαλώ;» «Νικήτα, είμαι η Ελένη... » Με διέκοψε γελώντας: «Καλά, στη γραμματέα μου, που ξέρει ότι έχω χωρίσει εδώ και δυο χρόνια, βρήκες να πεις ότι θα γίνω πατέρας; Σχεδόν με έβρισε που δεν της είχα πει ότι... ξαναπαντρεύτηκα». «Γύρισε». Ένιωσα τη γραμμή να παγώνει. Μετά από μικρή παύση με ρώτησε: «Πότε;» «Χτες το βράδυ. Λίγο αφότου έφυγα από το σπίτι σου». Σταμάτησα να μιλάω. Δεν ήξερα τι να του πω. Μίλησε εκείνος: «Και;» «Και αποφάσισε να μείνει». Ξαφνικά ένιωσα τρομερή κούραση. Έκλεισα τα μάτια και ψιθύρισα: «Δεν ξέρω τι να κάνω». «Δε θα μιλήσεις στον Τάκη;» «Αύριο αρχίζουν οι εξετάσεις του και θα τελειώσουν σε δυόμισι βδομάδες. Δεν υπάρχει περίπτωση να ταράξω την ηρεμία του με τέτοιου είδους συζήτηση». «Δεν ταράχτηκε αρκετά με την απρόσμενη εμφάνιση του πατέρα του;» ρώτησε κάπως εκνευρισμένος ο Νικήτας.
327
Μ Α ϊ ΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
«Δεν ξέρω. Ενώ χτες βράδυ τον υποδέχτηκε ψυχρά, σήμερα το πρωί φάνηκε πιο μαλακωμένος. Ο Αλέξης του χάρισε τη βιντεοκάμερα που ήθελε και φάνηκε να τον κερδίζει». Αναστέναξα. «Πες του ότι θα του φτιάχνω δωρεάν τα δόντια μέχρι να βγω στη σύνταξη».
328
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
«Οχ, μωρέ Νικήτα, έχεις διάθεση για αστεία...» Με διέκοψε παντελώς εκνευρισμένος. «Όχι, δεν έχω καμία διάθεση για αστεία. Βασικά, δεν έχω καμία διάθεση. Μάλλον έχω κι είναι πολύ άσχημη. Αλλά τώρα πρέπει να τελειώσω μια λεπτή επέμβαση. Πάρε με τηλέφωνο το βράδυ στο σπίτι». Το έκλεισε πριν προλάβω να του απαντήσω. Σύρθηκα ως την κρεβατοκάμαρα. Ο Αλέξης είχε στρώσει το κρεβάτι. Για όλα υπάρχει πρώτη φορά. Στις τρεις άκουσα κλειδιά στην εξώπορτα. Περιμένοντας να δω τον Τάκη, ξαφνιάστηκα στη θέα του Αλέξη . Τον κοίταξα σαν χαζή. «Τι θες εσύ εδώ;» «Μα, βρε Ελενάκι, σου το 'πα και το πρωί ότι θα γυρίσω νωρίς για φαγητό. Πού πέταγε το μυαλό σου;» Δε θες να ξέρεις. «Θα μουν αφηρημένη και δε σ' άκουσα. Δεν έχω ετοιμάσει σπουδαία πράγματα, μια μακαρονάδα ναπολιτέν, που αρέσει στο παιδί». Άρχισα να στρώνω τραπέζι. Ήρθε από πίσω μου και με αγκάλιασε. Δεν αντέδρασα. Με άφησε βλέποντας την απροθυμία μου. «Βγαίνω για λίγο. Δε θα αργήσω» είπε και μ' άφησε μόνη στην κουζίνα. Στα τσακίδια. Άκου «Ελενάκι»! Να δεις που θα ξεθάψει και τα σαχλά παρατσούκλια που είχαμε στους μεγάλους μας έρωτες.
329
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
Γύρισε μετά από λίγο με ένα τεράστιο κουτί σοκολατάκια από την Οοάίνα. Τα πήρα και τα ακούμπησα στο τραπέζι. «Την καρτούλα δε θα τη διαβάσεις;» Άνοιξα το φακελάκι με την αδιαφορία που άνοιγα το λογαριασμό της ΔΕΗ και διάβασα:
330
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
«Θα με συγχωρέσεις, γλυκό μου κουρκουμπίνι;» Περίμενε να αντιδράσω. Έδειξα με το βλέμμα μου το κουτί: «Τι σοκολατάκια είναι;» «Οι καρδιές με γέμιση πραλίνα. Δε θυμάσαι πόσο σου άρεσαν;» μου χαμογέλασε γλυκερά. «Εγώ το θυμάμαι. Εσύ το είχες ξεχάσει εδώ και χρόνια. Όπως άλλωστε και την προσφώνηση "κουρκουμπίνι"» απάντησα ψυχρά. Πλησίασε και με αγκάλιασε στους ώμους. Δεν αντιστάθηκα όταν έσκυψε στο αυτί μου και ψιθύρισε: «Από δω και πέρα δε θα ξεχνάω τίποτα. Βοήθησε με όμως κι εσύ, έστω για χάρη του Τάκη». Άνοιξε το κουτί με τα σοκολατάκια και πήρε μια καρδούλα. Την έφερε στο στόμα μου. Έστρεψα αλλού το κεφάλι. Το χέρι του έμεινε μετέωρο. Τελικά έφαγε εκείνος το σοκολατάκι. «Δε σ' αρέσουν πια;» με ρώτησε μόλις εξαφάνισε με τη γλώσσα του κάποια ίχνη σοκολάτας από το δείκτη και τον αντίχειρα. «Όχι, από τη στιγμή που έμαθα ότι αποτελούν ερωτικό υποκατάστατο». Του 'ριξα μια στραβή ματιά. «Έτσι εξηγείται γιατί είχα τρελαθεί να τρώω σοκολάτες».
331
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
«Ποιος τις λέει αυτές τις βλακείες;» γέλασε. «Ο οδοντίατρός μου. Και δεν είναι βλακείες» υπερασπίστηκα το Νικήτα. «Ε, τότε είναι βλάκας ο οδοντίατρός σου, που κανονικά έπρεπε να τρίβει τα χέρια του με τους πελάτες που θα του 'στελνε το ερωτικό υποκατάστατο. Όχι να σας προειδοποιεί κιόλας». Εξεμάνην. «Δεν είναι όλοι αριβίστες σαν κι εσένα, που πανηγυρίζεις όταν βλέπεις στις στατιστικές τη θεα-
332
Ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
ματική αύξηση των διαζυγίων. Δε σε νοιάζει που κλείνουν σπίτια, αρκεί να παίρνεις υποθέσεις». Βούτηξα το κουτί με τα σοκολατάκια και το άδειασα στο σκουπιδοτενεκέ. Τον κοίταξα με θριαμβευτικό ύφος, ακονίζοντας τα μαχαίρια μου για καβγά. Δε δέχτηκε την πρόκληση, αλλά απάντησε εύθυμα: «Λοιπόν, καλά έκανες και τα πέταξες. Τέρμα τα υποκατάστατα, αφού γύρισα εγώ». Έκανε βαθιά υπόκλιση προς το μέρος μου: «Είμαι όλος δικός σου». Άνοιξα το σκουπιδοτενεκέ και πήρα το σοκολατάκι που βρισκόταν πάνω πάνω στη στοίβα. Το κατάπια κοιτάζοντας τον προκλητικά. «Νοστιμότατο!» Βγήκα από την κουζίνα. Εκείνη την ώρα άνοιξε την εξώπορτα ο Τάκης. «Τι γίνεται;» με ρώτησε και, πριν προλάβω να του απαντήσω, στύλωσε τα μάτια πάνω από τους ώμους μου: «Μπα, πώς και γύρισες έτσι νωρίς;» Ο Αλέξης εμφανίστηκε χαμογελώντας. Ό,τι και να αισθάνθηκε στην κουζίνα, φρόντισε να το κρύψει πολύ καλά. «Θα φάμε όλοι μαζί σήμερα. Και μετά θα πάρω τη μαμά και θα πάμε μια βόλτα για να σε αφήσουμε να συγκεντρωθείς στο διάβασμά σου». Μου έριξε ένα προειδοποιητικό βλέμμα. Ούτως ή άλ-
333
Ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
λως, δε θα έκανα σκηνή μπροστά στο παιδί. Τον ρώτησε τι μάθημα έδινε την επομένη. «Χημεία, κι έχω να διαβάσω τα κερατά μου. Όμως πρώτα λέω να ρίξω μια ματιά στη βιντεοκάμερα. Μου τη δίνεις;» «Η βιντεοκάμερα θα σου ανήκει μετά τις εξετάσεις. Αν σου τη δώσω τώρα, δε θα έχεις μυαλό για διάβασμα και... »
334
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
«Άσε μας, ρε πατέρα, ας μη μου το 'λεγες καθόλου, αν ήξερες ότι θα βιντεοσκοπούσα ολημέρα». Γύρισε προς το μέρος μου με παρακλητικό ύφος: «Μαμά, πες του...» «Έχει δίκιο ο πατέρας σου. Καλύτερα να σ' τη δώσει αφού ξεμπερδέψεις με το σχολείο». Έσφιξε τις γροθιές του κι άρχισε να μου φωνάζει: «Καλή είσαι κι εσύ. Ακόμα δεν ήρθε και παίρνεις το μέρος του. Μέχρι χτες δεν ήθελες ούτε να τον βλέπεις και σήμερα του δίνεις δίκιο». Μας κοίταξε κουνώντας το κεφάλι του και κλείστηκε στο δωμάτιό του βροντώντας την πόρτα. Μείναμε οι δυο μας στο σαλόνι. Μίλησε ο Αλέξης: «Είχες δίκιο. Δεν έπρεπε να του πω για τη βιντεοκάμερα». Βούλιαξε σε μια πολυθρόνα κι άρχισε να τρίβει τους κροτάφους του. Σχεδόν τον λυπήθηκα. Το ότι αναγνώριζε το λάθος του σήμαινε κάτι. Τον πλησίασα κι ακούμπησα το χέρι μου στον ώμο του. Ήμασταν σαν φωτογραφία των αρχών του αιώνα. Γύρισε και με κοίταζε. «Αλέξη, μπορεί εμένα να με έχασες, αλλά με τον Τάκη υπάρχει καιρός να τα βρείτε. Πήγαινε να του μιλήσεις ήρεμα. Δικηγόρος είσαι, μπορείς να τον πείσεις να ξεχάσει το δώρο του για λίγες μέρες».
335
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Φυλάκισε το χέρι μου με το δικό του. «Σ' έχασα, Ελένη; Δεν αξίζω μια ευκαιρία; Τουλάχιστον όσο έχει ο Τάκης εξετάσεις;» Τράβηξα το χέρι και κάθισα απέναντι του. «Εντάξει, για την ηρεμία του και μόνο θα προσπαθήσω να μην αντικρούω τις προσπάθειες που κάνεις για να εξιλεωθείς. Όμως μη ζητάς τη συμμετοχή μου. Δεν ξέρω τι θα γίνει μετά από είκοσι μέρες». «Θα πολεμήσω για να σε ξανακερδίσω. Δεν πρόκει-
336
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
ται να αμφισβητήσω ξανά τη σχέση σου με τον Τάκη. Σου τ' ορκίζομαι, θα κάνω τα πάντα για να με δεχτείς πίσω». «Ξεκίνα με το γιο σου». Έφυγα από δίπλα του και κατευθύνθηκα στην κουζίνα. Ήρθε από πίσω μου: «Καλύτερα να του μιλήσεις εσύ. Ίσως είναι πολύ νωρίς να του επιβάλω πράγματα». Τον κοίταξα παραξενεμένη. Ένα δυο τέτοια να μου 'λεγε ακόμα και θα ζητούσα να μου δείξει την αστυνομική του ταυτότητα. Αυτός δεν ήταν ο Αλέξης που ήξερα, αλλά ο Αλέξης που θα ήθελα να ξέρω. Στάθηκα έξω από την πόρτα του Τάκη, διστάζοντας όπως πάντα μπροστά στο «δΐορ». Του χτύπησα. Τον άκουσα να λέει ένα κοφτό «ναι» και μπήκα. Ήταν ξαπλωμένος μπρούμυτα στο κρεβάτι, έχοντας μπροστά του ένα βιβλίο και δεκάδες σημειώσεις. Χωρίς να γυρίσει, μου 'πε: «Λέγε!» Κάθισα δίπλα του. «Θα του κάνεις τη ζωή δύσκολη;» Παρέμεινε μπρούμυτα φυλλομετρώντας το βιβλίο. «Κάποιος πρέπει να του την κάνει, αφού εσύ λύγισες έτσι εύκολα» μουρμούρισε. Σκέφτηκα το σοκολατάκι που έφαγα από τα σκουπίδια.
337
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
«Δε λύγισα έτσι εύκολα. Όμως είχε δίκιο για τη βιντεοκάμερα. Τι κι αν την πάρεις μετά τις εξετάσεις; Σημασία έχει ότι σ' την αγόρασε γιατί την ήθελες». Γύρισε και με κοίταξε. «Κι αν ξαναφύγει; Του έχεις εμπιστοσύνη;» Ανασήκωσα τα φρύδια σκεφτική. Δεν του είχα εμπιστοσύνη. Αλλά όφειλα να ομολογήσω ότι ιδρωκοπούσε για να την αποκτήσω. «Είναι νωρίς ακόμα. Δεν ξέρω πώς θα εξελιχθούν τα
338
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
πράγματα. Μπορεί να πέρασε μια κακή φάση και να το μετάνιωσε. Εσύ τουλάχιστον πρέπει να του δώσεις μια ευκαιρία. Εμείς μπορεί να μην τα ξαναβρούμε, όμως ποτέ δε θα πάψει να 'ναι πατέρας σου κι εσύ γιος του. Αυτό δεν μπορεί να αλλάξει με τίποτα». Τον χάιδεψα στην πλάτη. «Έλα, σήκω να φάμε κι οι τρεις μαζί. Έχουμε πολύ καιρό να το κάνουμε». Σηκώθηκα και με ακολούθησε. Με αγκάλιασε από τη μέση και μπήκαμε στην κουζίνα, όπου ο Αλέξης είχε τελειώσει το στρώσιμο του τραπεζιού που είχα αφήσει στη μέση. Τι βλέπει κανείς όσο ζει...
17.
Η ατμόσφαιρα στο τραπέζι ήταν τυπική. Ακούγονταν μόνο τα πιρούνια που ακουμπούσαν στα πιάτα μας και το νερό που κύλαγε από την κανάτα στα ποτήρια... και ο Γκουσγκούνης, που άρχισε να ξύνει την πόρτα της κουζίνας για να τον βάλουμε μέσα. Ο Τάκης σηκώθηκε και του άνοιξε. Ο σκύλος ήρθε και ακούμπησε τη μουσούδα του στο μηρό του Αλέξη. Ούτε να τον πληρώναμε να το κάνει. Αντάλλαξα ματιά με τον Τάκη και περι-
339
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
μέναμε την αντίδραση του Αλέξη. Αυτός πήρε μια μπουκιά ψωμί και σκούπισε το πιάτο του. Την έδωσε στον Γκουσγκούνη, που τον κοίταξε με λατρεία πριν χλαπακιάσει το μεζεδάκι. Πέρασε τη γλώσσα του γύρω από τη μουσούδα και περίμενε τη δεύτερη δόση. «Φτάνει, φτάνει» γέλασε ο Αλέξης δίνοντάς του μια χαϊδευτική σφαλιάρα στο σβέρκο. Κατόπιν σήκωσε τα μάτια του και μας κοίταξε.
340
ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
«Πώς είπαμε ότι τον λένε;» «Γκουσγκούνη» είπε σχεδόν προκλητικά ο Τάκης. «Σωστά. Πώς μπόρεσα να ξεχάσω τέτοιο όνομα;» Μας κοίταξε συνοφρυωμένος. «Από τι εμπνευστήκατε;» «Από τη φαλάκρα του». «Από το πουλί του» ακουστήκαμε συγχρόνως. Γύρισα με γουρλωμένα μάτια προς το μέρος του: «Τάκη!» «Άσ' τον, Ελένη. Είναι η σκηνοθετική του άποψη». Άφησε την πετσέτα του στο τραπέζι και σηκώθηκε. «Αν είσαι έτοιμη, πάμε για να τον αφήσουμε να διαβάσει με την ησυχία του». Γύρισε προς τον Τάκη με κουρασμένο ύφος. «Δε θα αργήσουμε». Εκείνος ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους. Ο Αλέξης βγήκε από την κουζίνα αφήνοντας μας μόνους. Σηκώθηκα κι εγώ και τον κοίταξα έντονα. Χαμήλωσε το βλέμμα στο πιάτο του. «Εντάξει, σόρι. Πες του ότι φταίει το άγχος των εξετάσεων». Έμεινε να κοιτά τα υπολείμματα της μακαρονάδας του. Με περίμενε στην είσοδο της πολυκατοικίας. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο κι έβαλε μπρος. «Πού πάμε;» με ρώτησε χαρωπά. «Στον αγύριστο» είπα και συγχρόνως μετάνιωσα. Μου άρεσε που τα έβαλα με τον Τάκη για τη
341
ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
συμπεριφορά του. Έσβησε τη μηχανή κι έμεινε αμίλητος κοιτώντας ευθεία. Οι κλειδώσεις του είχαν ασπρίσει από το σφίξιμο στο τιμόνι. Κατέβασα το κεφάλι και ψιθύρισα: «Σου οφείλω δύο συγγνώμες. Ο Τάκης μου ζήτησε να σου πω ότι φταίει το άγχος των εξετάσεων».
342
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
«Κι εσύ;» ρώτησε ψυχρά χωρίς να ξεκολλά το βλέμμα του από το παρμπρίζ. Τον κοίταξα και ύψωσα τον τόνο της φωνής μου: «Ρωτάς κιόλας; Σου ζητώ συγγνώμη επειδή είπα ότι θα προσπαθήσω να φέρομαι πολιτισμένα για λίγες μέρες αλλά φαίνεται πως δεν τα καταφέρνω. Ίσως φταίει ότι μου τα φόρεσες». Σώπασα και κοίταξα έξω από το παράθυρο για να κρύψω τα δάκρυα οργής που πλημμύρισαν τα μάτια μου. Μείναμε μερικές στιγμές αμίλητοι. Τη σιωπή έσπασε ο Αλέξης. «Τι θες να κάνω; Θες να φύγω τώρα; Θες να χωρίσουμε ;» Αναστέναξα. «Κι εγώ δεν ξέρω. Ας περάσουν οι εξετάσεις και βλέπουμε. Άντε, βάλε μπρος και πάμε κάπου για καφέ». Άναψε τη μηχανή σιωπηλός. Στην πορεία κατάλαβα ότι πηγαίναμε προς Κηφισιά. Κατέβασα το τζάμι και με φύσηξε δροσερό αεράκι. Ακόμα δεν είχαν αρχίσει οι μεγάλες ζέστες. Κάτσαμε στον κήπο ενός νεοκλασικού σπιτιού που είχε διαμορφωθεί σε καφετέρια. Παραγγείλαμε φραπέ. Ο Αλέξης μου 'ριχνε κλεφτές ματιές όσο εγώ παρατηρούσα το περιβάλλον.
343
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
«Κάπου εδώ πρέπει να 'χει νερό. Κοίτα πόσα πλατάνια υπάρχουν στην περιοχή». Έριξε γύρω του μια αδιάφορη ματιά και συμφώνησε. «Πράγματι». Ξανάπεσε σιωπή μετά το σχόλιο για τη χλωρίδα της Κηφισιάς. Ήρθαν οι καφέδες κι ασχολήθηκε ο καθένας με το καλαμάκι του. Η σκέψη μου πέταξε στο Νικήτα. Τι να του έλεγα το βράδυ στο τηλέφωνο; Κοίταξα το ρολόι μου. Ακόμα ήταν απόγευμα. Τι χρώματα να 'χε άραγε αυτή τη στιγμή ο ουρανός της Καρδαμύλης;
344
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
«Γαλάζιο» άκουσα απ' τα βάθη του μυαλού μου τον Αλέξη. «Τι γαλάζιο;» ψέλλισα σαν χαζή, μην τολμώντας να πιστέψω ότι είχε εισχωρήσει στη σκέψη μου. «Λέω ότι σου πάει το γαλάζιο. Είναι καινούριο αυτό το πουκάμισο; Δεν το 'χω ξαναδεί». Κατέβασα μηχανικά τα μάτια στο ρούχο που φορούσα. «Ναι, το αγόρασα πρόσφατα. Μαζί με διάφορα άλλα». Σκέφτηκα τα σέξι εσώρουχα που αντικατέστησαν τις συντηρητικούρες. «Και τα μαλλιά σου είναι πολύ όμορφα έτσι όπως τα 'κοψες. Όπως τότε που πρωτογνωριστήκαμε. Θυμάσαι;» «Θυμάμαι. Με την αλογοουρά με είχες στο φτύσιμο και, μόλις έπεσε ψαλίδι, λες και μ' έβλεπες για πρώτη φορά». Με κοίταξε χαμογελώντας και μου έτεινε το χέρι. «Ανακωχή;» Το πήρα και το έσφιξα. «Τουλάχιστον για είκοσι μέρες». Συνέχισε να το κρατά. Το τράβηξα μετά από λίγο και έπιασα το καλαμάκι μου. Έπαιξα μηχανικά με τους αφρούς του φραπέ που 'χαν μείνει στον πάτο του ποτηριού.
345
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
«Τι είπες στον Τάκη για τη βιντεοκάμερα;» με ρώτησε. «Ότι οι επόμενες δυόμισι βδομάδες θα 'ναι δύσκολες». Τον κοίταξα με νόημα και πρόσθεσα: «Για όλους μας. Αλλά τελικά θα περάσουν και τότε θα ασχοληθούμε μ' αυτά που μας ενδιαφέρουν πραγματικά». «Εσένα τι σ' ενδιαφέρει πραγματικά, Ελένη;» «Η ηρεμία μου. Και του Τάκη» είπα αποφασιστικά. Δίστασε πριν κάνει την επόμενη ερώτηση.
346
ΜΑΪΡΑ
Π ΑΠ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
«Θα κοιμηθείς κι απόψε στον καναπέ; Αν είναι να κάνουμε μια προσπάθεια, έστω για τον Τάκη, ας την κάνουμε σωστά. Να ξέρεις ότι δε θα το εκμεταλλευτώ. Η πρωτοβουλία θα ανήκει σ' εσένα». «Εντάξει» είπα κι έκανα νόημα στο σερβιτόρο που μας είχε πάρει την παραγγελία. Κατέφθασε με το λογαριασμό. Ο Αλέξης πλήρωσε και σηκωθήκαμε. Είχε πάει εφτά. «Θα σ' αφήσω στο σπίτι και θα πεταχτώ για καμιά ωρίτσα στο γραφείο» είπε καθώς ξεκλείδωνε την πόρτα του συνοδηγού. Αυθόρμητα σκέφτηκα ότι μπορεί να πήγαινε σε καμιά γκόμενα. Ίσως στη Λίζα για το αποχαιρετιστήριο πήδημα. Τον κοίταξα αποφασιστικά. «Δε θα πάω ακόμα στο σπίτι. Είναι ευκαιρία να πεταχτώ στον οδοντίατρο μου για κάτι που μ' ενοχλεί. Θα πάρω ταξί στην επιστροφή». Παραξενεύτηκε αλλά δεν το σχολίασε, παρά μόνο προθυμοποιήθηκε να με πάει. Αρνήθηκα. «Μην κάνεις τον κόπο. Είναι πέντε λεπτά με τα πόδια». Με κοίταξε, προσπαθώντας να σκεφτεί αν έπρεπε να με υποψιαστεί ή όχι. Φαίνεται όμως πως δεν του γέμισα το μάτι — τι θα μπορούσα άλλωστε να κάνω
347
ΜΑΪΡΑ
Π ΑΠ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
όσο έλειπε; Να κοιμηθώ με τον άνθρωπο που μου έκανε φθορίωση; Έκανε μια χλιαρή προσπάθεια αμφισβήτησης: «Θα σε δεχτεί χωρίς ραντεβού; Μπορεί να έχει πολλούς πελάτες σήμερα». «Μπα, δε νομίζω. Επειδή τους προειδοποιεί για τις σοκολάτες, δεν τον έχουν ιδιαίτερη ανάγκη». Του 'κλεισα το μάτι χαμογελώντας. Χαλάρωσε. «Εντάξει. Να προσέχεις». Με φίλησε πεταχτά στο μάγουλο και έκανε το γύρο του Φίατ. Ξεκλείδωσε την πόρτα του και μπήκε στο αυτοκίνητο. Όταν χάθηκε στη
348
Ο ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
στροφή του κεντρικού δρόμου, έκανα νόημα σ' ένα ταξί που έτυχε να περνά από μπροστά μου. «Καστρί, παρακαλώ ». Η καφετέρια της Κηφισιάς από το σπίτι του Νικήτα δεν ήταν ακριβώς πέντε λεπτά με τα πόδια, όμως ό,τι δε γνωρίζουμε δε μας ενοχλεί κιόλας. Κι εγώ δεν υπήρχε περίπτωση να επιμείνω μπροστά στον Αλέξη ότι Κηφισιά-Καστρί το κόβεις άνετα με το πόδι. Εξάλλου το ψέμα της απόστασης ήταν άκακο. Σημασία είχε ότι πράγματι πήγαινα σε οδοντίατρο. Πλήρωσα το ταξί και στάθηκα έξω από την τριπλό κατοικία όπου ζούσε ο Νικήτας. Χτύπησα πρώτα το κουδούνι του ιατρείου. Ουδεμία απάντηση. Δοκίμασα στο σπίτι του. Δευτερόλεπτα αργότερα ακούστηκε η φωνή του στο θυροτηλέφωνο. «Ποιος είναι;» Έκανα ένα βήμα πίσω για να φανώ καλύτερα στην οθόνη της θυροτηλεόρασης. Άκουσα το μπιπ που ανοίγει αυτόματα την πόρτα κι έσπρωξα. Μπήκα στο ασανσέρ και πάτησα τον δεύτερο. Με περίμενε στην εξώπορτα με απορημένο βλέμμα. «Τι θες εδώ; Νόμιζα ότι θα μου τηλεφωνούσες το βράδυ».
349
Ο ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
Τον πλησίασα και, καθώς δεν έκανε καμιά κίνηση να με καλέσει μέσα, τον ρώτησα: «Μήπως σε διακόπτω από τίποτα; Είναι εδώ μήπως η Λόλα και ψάχνει τα εσώρουχα της;» Παραμέρισε χαμογελώντας και προχώρησα στο εσωτερικό του σπιτιού. Έκλεισε την πόρτα κι ήρθε από πίσω μου. Δεν έκανε καμιά κίνηση να με αγκαλιάσει. Έμεινε όρθιος, περιμένοντας να μιλήσω πρώτη. «Ήμουν εδώ γύρω κι είπα να περάσω. Ελπίζω να μη σε πειράζει που δε σε ειδοποίησα».
350
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΗΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
«Εμένα τι να με πειράζει; Τι ψέμα είπες στον άντρα σου για να με δεις;» ρώτησε κάπως πιο έντονα, χωρίς όμως να με πλησιάσει. «Ξέρει ότι ήρθα να σε βρω». Βρέθηκε απότομα μπροστά μου και μου 'πιάσε τα χέρια.· «Του 'πες για μας;» Δεν μπορούσε να κρύψει το χαμόγελό του. «Του είπα ότι πάω στον οδοντίατρό μου». Άφησε τα χέρια μου. Το χαμόγελο έσβησε από τα χείλη του. Κούνησε το κεφάλι. «Μάλιστα, μια από τα ίδια. Πατέρας και γιος γνωρίζουν εξ ακοής τον οδοντίατρο σου, χωρίς να υποπτεύονται στο ελάχιστο τις σχέσεις του μαζί σου. Τι να σου κάνω, έπρεπε να γίνω κουρέας. Να δω τι θα τους έλεγες». «Πάντως, δε θα έλεγα στον Αλέξη ότι πάω να πηδηχτώ με τον πρώην άντρα της γκόμενας για την οποία με παράτησε πριν από λίγο καιρό» απάντησα εκνευρισμένη . «Ήρθες να πηδηχτείς;» χαμογέλασε παγερά. Βούλιαξα στον καναπέ του κι απάντησα κουρασμένα: «Έχεις δίκιο. Ας μην υποβιβάσουμε τη συζήτηση. Ήθελα να σε δω. Ήρθε ο Αλέξης κι έχασα την ηρεμία μου. Το αστείο είναι ότι την είχα χάσει κι όταν έφυγε. Αλλά βρέθηκες εσύ και άλλαξες τη σκέψη μου».
351
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΗΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Του έκανα νόημα να κάτσει δίπλα μου. Υπάκουσε. Του χάιδεψα το μάγουλο. «Τώρα σε σκέφτομαι περισσότερο από πριν. Απλά, κατάλαβε ότι πριν τελειώσει ο Τάκης δεν μπορώ να κάνω καμία συζήτηση. Ούτε σ' εκείνον ούτε στον Αλέξη». Μαλάκωσε η έκφρασή του. Με αγκάλιασε από τη μέση. «Τρελαίνομαι στη σκέψη ότι θα προσπαθήσει να σε
352
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
ξανακερδίσει με κάθε τρόπο. Ακόμα και στο σεξουαλικό ζήτημα. Να δεις που μπορεί να σε τουμπάρει και, από τον καναπέ που κοιμήθηκες χτες, από σήμερα να κοιμάσαι στο κρεβάτι σας». Δεν το σχολίασα. Αν του μαρτυρούσα την απόφαση μου να επιστρέψω στη συζυγική κλίνη, θα με εκπαραθύρωνε από τη ζωή του. Εξάλλου, υπερασπίστηκα τον εαυτό μου, στο κρεβάτι μου θα επέστρεφα, όχι στην αγκαλιά του Αλέξη. Παρέμεινα σιωπηλή. Με ρώτησε αν ήθελα καφέ. Του απάντησα ότι ένας δεύτερος καφές μέσα σε μια ώρα θα τίναζε το νευρικό μου σύστημα, που ούτως ή άλλως δεν περηφανευόταν για την ακεραιότητά του. «Το νευρικό σου σύστημα αντέχει τουλάχιστον την ανταλλαγή αντισωμάτων μέσω των χειλιών μας;» «Νομίζω ότι μπορώ να δεχτώ επίσκεψη από τα αντισώματα σου». Μισάνοιξα τα χείλη μου περιμένοντας το φιλί του. Δευτερόλεπτα αργότερα έδειξε επεκτατικές διαθέσεις. Τραβήχτηκα κουμπώνοντας σεμνότυφα το πουκάμισο, που τόσο άρεσε στον Αλέξη. «Όχι, Νικήτα. Δεν έχω διάθεση για παραπέρα. Νιώθω ότι το κάνεις παρακινημένος από ανασφάλεια
353
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
ότι θα με χάσεις κι όχι επειδή με ποθείς». Μαζεύτηκε σαν παιδάκι που το έπιασαν να κλέβει κέρματα από το πορτοφόλι του πατέρα του. «Ίσως έχεις δίκιο. Το μυαλό μου δεν μπορεί να λειτουργήσει σωστά τώρα που γύρισε ο άντρας σου». Κούνησε απογοητευμένος το κεφάλι του κι αναστέναξε: «Αχ, βρε Λίζα! Να μην μπορείς να κρατήσεις έναν άντρα!» Του χαμογέλασα. Ήταν τόσο αξιαγάπητος. «Θα φύγω τώρα. Θα σου τηλεφωνήσω σύντομα». Έ-
354
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
κανα να σηκωθώ. Μου έπιασε αποφασιστικά το χέρι, καθηλώνοντας με στη θέση μου. «Δε θα μου τηλεφωνήσεις καθόλου. Αρνούμαι να κλωσάω το τηλέφωνο μέχρι να σ' ακούσω. Να περιμένω δηλαδή πότε θα λείπουν οι πάντες από το σπίτι σου για να με πάρεις στα γρήγορα; Και να μου πεις τι; Υπομονή, λιγοστεύουν οι μέρες;» Προσπάθησα να διαμαρτηρηθώ. Με διέκοψε: «Άσε που σ' αυτό το διάστημα μπορεί να τα ξαναβρείτε και μια ωραία πρωία να μου σερβίρεις την τηλεφωνική χυλόπιτα. Προτιμώ να επικοινωνήσουμε μια και καλή μόλις τελειώσει ο Τάκης με τα μαθήματα. Χωρίς εμένα να σε επηρεάζω, θα 'χεις όλο το χρόνο να καταλάβεις τι ακριβώς θες. Τον Αλέξη ή εμένα. Ή κανέναν μας». Σηκώθηκε και μου 'δώσε την τσάντα, που 'χα αφήσει στο πάτωμα. Την πήρα κοιτάζοντας τον στα μάτια. Μίλησε πάλι εκείνος: «Την προηγούμενη φορά που σου 'δωσα την τσάντα σου, την πέταξες στο πάτωμα και με παρέσυρες να κάνουμε έρωτα. Μακάρι να την έριχνες και τώρα. Όμως ξέρω πως δε θα το κάνεις». Την κρέμασα στον ώμο χωρίς να αφήσω το πρόσωπό
355
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
του από τα μάτια μου. Με οδήγησε στην εξώπορτα. Με ρώτησε πότε τέλειωναν οι εξετάσεις. «Στις δεκαπέντε Ιουνίου. Τρεις μέρες μετά τα γενέθλιά του». «Κάποιο από τα επόμενα εικοσιτετράωρα λοιπόν θα έχω φορτώσει τις βαλίτσες μου στο αυτοκίνητο. Πριν φύγω για τη Μάνη, θα κάνω μια στάση έξω από το σπίτι σου. Θα σου τηλεφωνήσω και τότε θα ξέρω αν θα συνεχίσω μόνος». Μου χαμογέλασε. «Να προσέχεις... »
356
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
«Εντάξει». Έφυγα μην μπορώντας να κοιτάξω πίσω μου. Ούτε μπρος μου. Τα δάκρυα είχαν θολώσει τα μάτια μου. Μπήκα στο σπίτι ψυχικά εξαντλημένη. Στο ταξί μέχρι το Χαλάνδρι έκλαιγα με αναφιλητά κι ο ταξιτζής δυστύχησε μην μπορώντας να με βοηθήσει. Τους βρήκα να κάθονται στη βεράντα, πίνοντας αναψυκτικά και τρώγοντας φρούτα. Ο Γκουσγκούνης κοιμόταν στην μπαλκονόπορτα, κουνώντας κατά διαστήματα ανεπαίσθητα την ουρά του. Πήγα κατευθείαν στο μπάνιο να ελέγξω την κατάστασή μου: τουλάχιστον τραγική. Έριξα κρύο νερό στα μάτια μου και, φορώντας το καλύτερό μου χαμόγελο, ετοιμάστηκα να βγω έξω. Ευτυχώς είχε νυχτώσει και τα φώτα της βεράντας δεν ήταν αρκετά για να με προδώσουν. Ή ήταν; Ξαφνικά είχα την εντύπωση ότι η βεράντα φωτιζόταν από ένα εκτυφλωτικό φως για πρώτη φορά στα τόσα χρόνια που ζούσα σ' αυτό το σπίτι. Κοντοστάθηκα στην ασφάλεια που μου παρείχε το σκοτάδι του σαλονιού. Η φωνή του Τάκη με ανάγκασε να αφήσω την κρυψώνα μου: «Έλα έξω, ρε μάνα. Ο μπαμπάς αντικατέστησε τις
357
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
παλιές λάμπες και τώρα έχει πολύ φως, για να μη στραβωνόμαστε τα βράδια. Αποφάσισα να διαβάζω εδώ όταν νυχτώνει. Έχει δροσιά». Μάλιστα. Ο Κύρος Γρανάζης μάς άλλαξε και τα φώτα. Και πώς μας τα άλλαξε! Βγήκα έξω παρακαλώντας σιωπηλά να μην έβλεπαν τα κοκκινισμένα μου μάτια. «Έκλαιγες;» ρώτησαν εν χορώ. Παραδόθηκα στο ψέμα. «Όχι, απλά το ρίμελ που χρησιμοποίησα το απόγευμα μου προκάλεσε ερεθισμό. Πήρα σταγόνες από το φαρμακείο και, τώρα που έβαλα,
358
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
κοκκίνισαν τα μάτια μου». Με κοίταξαν αμίλητοι. Ο Αλέξης κάπως παρατεταμένα. Ο Τάκης έσπασε τη σιωπή: «Παραγγείλαμε σουβλάκια. Σου πήραμε δύο με απ' όλα. Δεν πιστεύω να σε πειράζει το τζατζίκι». «Δε θα φιλήσω κανέναν» είπα ανέμελα και κάθισα σε μια φερ φορζέ. «Πώς πάει το διάβασμα;» «Αγκομαχώντας. Αλλά θα επιβιώσω». «Τι σου 'πε ο οδοντίατρος;» ρώτησε ο Αλέξης, λίγο ξινισμένα από το σχόλιο μου για το φιλί. «Να προσέχω». «Τι να προσέχεις;» Τις δόλιες προσπάθειες σου να με ξανακερδίσεις. «Τα δόντια μου. Βρίσκονται σε οριακό σημείο». «Παρά τις συμβουλές του για αποχή από τις σοκολάτες;» επέμεινε κάπως ειρωνικά. «Ναι, παρά τις συμβουλές του». Σηκώθηκα δίνοντας τέλος στη συζήτηση. «Πάω να κόψω σαλάτα. Έχετε παραγγείλει και πατάτες ή να τηγανίσω μερικές;» «Τηγάνισε» είπε ο Τάκης και έσκυψε στο βιβλίο του. Έφυγα νιώθοντας το βλέμμα του Αλέξη καρφωμένο στην πλάτη μου. Φάγαμε υπό το εκτυφλωτικό φως της βεράντας. Κατά τις εντεκάμισι ο Τάκης μας καληνύχτισε. Ο Αλέξης χασμουρήθηκε και σηκώθηκε. «Θα 'ρθεις για ύπνο;» «Σε λίγο».
359
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Προσπάθησα να συγκροτήσω τις σκέψεις μου. Με έκπληξη διαπίστωσα ότι αδυνατούσα να σκεφτώ. Σαν να απωθούσα τη δεδομένη κατάσταση στο τελευταίο κύτταρο του εγκεφάλου. Το μυαλό μου απασχολούσαν άλλα πράγματα. Τι θα μαγείρευα την επομένη, πότε έληγε ο λογαριασμός του νερού, το λίπασμα που έπρεπε
360
ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
να ανανεώσω στις τριανταφυλλιές. «Αύριο» μονολόγησα. «Αύριο θα κάτσω να σκεφτώ τι θα κάνω». Μπήκα στο σαλόνι και πάτησα το διακόπτη, λυτρώνοντας τη νύχτα από το ανηλεές φως της βεράντας. Έμεινα για λίγο στο σκοτάδι. Τι θα 'πρεπε να σκεφτώ; Αφού είχα αποφασίσει εκ των προτέρων να αφήσω τον Αλέξη για το Νικήτα. Πριν εμφανιστεί καν ο Αλέξης. Είχε αρχίσει να με επηρεάζει η επιστροφή του σε σημείο να αμφισβητώ την αρχική μου απόφαση; Σαν φλας άστραψε η εικόνα του Αλέξη με τον Τάκη, που έτρωγαν φρούτα στη βεράντα. Πριν από δυο μέρες είχαμε ξαναγίνει οικογένεια. Όχι εύκολα, αλλά είπαμε να προσπαθήσουμε. Φυσικά δεν ήξεραν ότι εγώ τους ξεγελούσα για είκοσι μέρες, και μετά ξανά ρημαδιό, εξαιτίας μου αυτή τη φορά. Έφερα στο μυαλό μου τη Χριστίνα τη στιγμή που μου αποκάλυψε ότι την κουτούπωνε ο Αλέξης. Ένιωσα καλύτερα, χωρίς να μπορώ να το εξηγήσω. Σαν να πάλεψα με τον εαυτό μου για χάρη του Νικήτα. Αλλά τότε γιατί δε σκέφτηκα τη σκηνή που έκανα έρωτα μαζί του; Γιατί να νιώσω πιο κοντά στην αρχική μου απόφαση εξαιτίας της εκδίκησης και όχι εξαιτίας
361
ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
των στιγμών που μου προσέφερε ο γοητευτικός οδοντίατρος και πρώην σύζυγος της τέως γκόμενας του άντρα μου; «Αύριο» ξαναείπα στον εαυτό μου. «Αύριο, που θα ανατείλει νέα μέρα, θα σκεφτείς με καθαρό μυαλό. Η απόφαση είναι δική σου». Έξω από το μπάνιο κοντοστάθηκα, ακούγοντας τον Αλέξη να κάνει γαργάρες με διάλυμα για πλύσεις στόματος, προφανώς για να εξαλείψει την κακοσμία του τζατζικιού. Άνοιξα την πόρτα τη στιγμή που έφτυνε μια γενναία δόση στην αριστερή γούρνα, που επί δεκαεφτά χρόνια ήταν δική του. Τα καλλυντικά του γέμιζαν ξανά
362
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
την αριστερή πλευρά του πάγκου, τα ρούχα του την αριστερή ντουλάπα, ο ίδιος κοιμόταν ξανά στην αριστερή πλευρά του διπλού κρεβατιού. Γύρισε και μου χάρισε ένα διάπλατο χαμόγελο μέντας. Εκτυφλωτικό σαν το φως που είχε αντικαταστήσει στη βεράντα. Τον κοίταξα μέσα από τον καθρέφτη χωρίς να πλησιάσω το νιπτήρα μου. Με προσκάλεσε. «Έλα μέσα. Τι στέκεσαι στην πόρτα;» «Θέλω να κατουρήσω». Γέλασε με την κοφτή μου δήλωση. «Κάποτε δε σε ενοχλούσε η παρουσία μου στις πολύ προσωπικές σου στιγμές». «Κάποτε έψαχνα την παρουσία σου με το ντουφέκι» αντιγύρισα. «Και τώρα, αν θες, μπορείς να βγεις έξω γιατί δε θα αντέξω για πολύ;» Βγήκε ανέκφραστος. Ξαλάφρωσα την υπερφορτωμένη κύστη μου και έπιασα την οδοντόβουρτσα. Την ξανάφησα στο ποτηράκι μου και βγήκα από το μπάνιο. Μπήκα στην κρεβατοκάμαρα βρομοκοπώντας τζατζίκι. Ο Αλέξης ήταν ήδη ξαπλωμένος και διάβαζε εφημερίδα. Άνοιξα την ντουλάπα κι έβγαλα από το συρτάρι το νυχτικό μου. Δηλαδή την υποψία νυχτικού. Σκάλισα νευρικά τα εσώρουχα, προσπαθώντας να βρω κάποια
363
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
απ' τις παλιές βαμβακερές μου πιτζάμες. Μάταιος κόπος. Είχαν πεταχτεί όλες, στο πλαίσιο της ανανέωσής μου. Το να προσπαθήσω να κόψω την όρεξη του Αλέξη με την κακοσμία του στόματος μου, αλλά φορώντας συγχρόνως αραχνοΰφαντο νυχτικό, ήταν σαν να αποφάσιζα αυστηρή δίαιτα με γιαούρτι και δύο γουρουνόπουλα για επιδόρπιο. Δίπλωσα το νυχτικό και το ξανάβαλα στο συρτάρι. Βγήκα από το δωμάτιο και πήγα στου Τάκη. Είχε
364
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
κλειστή την πόρτα, αλλά το φως που διαχεόταν από τη χαραμάδα μαρτυρούσε πως ο γιος μου δεν είχε κοιμηθεί. Του χτύπησα σιγά. Άνοιξα και τον βρήκα ξαπλωμένο στο πάτωμα, περιτριγυρισμένο από σημειώσεις χημείας. «Βολεύεσαι, βρε παιδί μου, στο πάτωμα; Γιατί δεν κάθεσαι στο γραφείο σου;» «Αυτό -σε έκαιγε να μου πεις βραδιάτικα;» μου είπε άχρωμα, απορροφημένος από το διάβασμα. «Όχι. Έχεις να μου δώσεις καμιά μπλούζα; Από τις φαρδιές που φοράς». Γύρισε απορημένος και με κοίταξε. Έσκυψα τα μάτια με αμηχανία. Δε με ρώτησε τίποτα. Σηκώθηκε σβέλτα και άνοιξε την ντουλάπα του. Κατόπιν μου 'κανε νόημα να πλησιάσω στο συρτάρι με τις μπλούζες. «Διάλεξε όποια θες». Στάθηκα δίπλα του. Πήρα την πάνω πάνω που είχε μια γελοιογραφία με το γουρούνι του Αρκά. Τη μέτρησα με το μάτι και ικανοποιήθηκα με αυτά που έκρυβε. Τον φίλησα και βγήκα από το δωμάτιό του κλείνοντας πίσω μου την πόρτα. Στο μπάνιο έβγαλα τα ρούχα και φόρεσα την μπλούζα που μου έφτανε στα γόνατα, ενώ στο φάρδος χώραγε άνετα τον Ντέμη Ρούσσο πριν από την
365
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
εξαντλητική του δίαιτα. Μπήκα στην κρεβατοκάμαρα νυχοπατώντας. Ο Αλέξης είχε σβήσει το φως. Γλίστρησα στη μεριά μου με τις αισθήσεις στην τσίτα. Αν έβηχε, ήμουν ικανή να τσιρίξω. Προσπάθησα να καταλάβω αν ετοιμαζόταν για... προσέγγιση. Μετά από πέντε λεπτά πλήρους ακινησίας υπέθεσα ότι τον είχε πάρει ο ύπνος. Διακινδύνευσα μια στραβή ματιά προς τη μεριά του. Η ρυθμική αναπνοή σε συνδυασμό με το ανεπαίσθητο ρουθούνισμα πρόδιδαν την κατάσταση στην οποία είχε περιπέσει. Χαμογέλασα χαζά μες στο σκοτάδι. Σιγά σιγά
366
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
επέτρεψα στους μυς του κορμιού μου να χαλαρώσουν. Λίγες στιγμές αργότερα τους ακολούθησαν οι μύες των βλεφάρων. Ξύπνησα ξαφνικά μέσα στη νύχτα, μ' ένα βάρος στο στέρνο. Αναρωτήθηκα αν έπρεπε να φοβάμαι την πιθανότητα καρδιακής προσβολής στα τριάντα έξι. Έκανα απελπισμένες προσπάθειες να αναπνεύσω, αλλά κάτι με δυσκόλευε. Λες κι ένα χέρι είχε γραπώσει τα πνευμόνια μου. Έβαλα δύναμη κι ανασηκώθηκα στην πλάτη μου. Το δεξί χέρι του Αλέξη μετατοπίστηκε στην κοιλιά μου. Έμεινα κοκαλωμένη περιμένοντας τη συνέχεια. Το χέρι του δεν κουνήθηκε. Γύρισα και τον κοίταξα. Κοιμόταν μπρούμυτα. Υπέθεσα ότι στον ύπνο του απλώθηκε περισσότερο από ό,τι του επέτρεπαν πια οι συνθήκες. Σήκωσα με προσοχή το μπράτσο του και κρατώντας το γλίστρησα μαλακά από το κρεβάτι. Το απίθωσα ξανά στη μεριά μου. Έφερα το ρολόι κοντά στα μάτια κι είδα ότι ήταν τέσσερις. Φόρεσα τις παντόφλες και βγήκα από το δωμάτιο. Μου 'χε φύγει ο ύπνος. Όχι δηλαδή ότι τον είχα χορτάσει. Πήγα στην κουζίνα κι άνοιξα το ψυγείο. Το λαμπάκι
367
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
του εσωτερικού του φώτισε αμυδρά το χώρο. Πήρα μια διαιτητική Κόκα κι έκλεισα την πόρτα, ξαναβυθίζοντας το δωμάτιο στο σκοτάδι. Κατευθύνθηκα στο σαλόνι. Οι λάμπες του δρόμου φώτιζαν αμυδρά το χώρο. Πού και πού περνούσε κάποιο αυτοκίνητο, χαϊδεύοντας φευγαλέα τα έπιπλα με την αντανάκλαση των φώτων του. Χώθηκα στον καναπέ σιγοπίνοντας την Κόκα-κόλα. Από κάπου άκουσα τα νύχια του Γκουσγκούνη να χτυπάνε στο πάτωμα καθώς με πλησίαζε. Βρέθηκε μπροστά μου και μου χάρισε ένα ερεβώδες χασμουρητό. Καθότι κολλητικό, του το ανταπέδωσα. Μ' έναν πήδο ανέβηκε στον
368
Ο ΙΟΥΑΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
καναπέ και κουλουριάστηκε δίπλα μου ακουμπώντας το φαλακρό του κεφάλι στα πόδια μου. Τον πήρε αμέσως ο ύπνος. Κι ύστερα σου λένε, σκυλίσια ζωή. Πουθενά δεν μπορώ να απλώσω το κορμί μου. Το χέρι του Αλέξη στην κρεβατοκάμαρα, το κεφάλι του Γκουσγκουνη στο σαλόνι... Κοίταξα τρυφερά το κουβαράκι που ανέπνεε. «Τουλάχιστον εσύ δε με απογοήτευσες» μονολόγησα στο σκοτάδι του σαλονιού. «Μαμά, είσαι εντάξει;» ακούστηκε σιγανά ο Τάκης, του οποίου το σκοτεινό περίγραμμα είδα να με πλησιάζει. «Τάκη, δεν κοιμάσαι;» τον ρώτησα ξαφνιασμένη. «Τώρα πάω να πέσω. Μόλις τελείωσα την ύλη. Νομίζω ότι δε συγκράτησα τίποτα». Στάθηκε μπροστά μου. «Να ανάψω φως; Έγινε τίποτα με τον μπαμπά;» «Να μην το ανάψεις. Δεν έγινε τίποτα με τον μπαμπά. Απλώς ζεστάθηκα στην κρεβατοκάμαρα κι ήρθα εδώ να πιω μια Κόκα-κόλα». Σήκωσα ψηλά το κουτάκι για να αποδείξω τα λεγόμενα μου. «Άντε, πήγαινε τώρα για ύπνο γιατί σε περιμένουν δύσκολες ώρες. Θα κουτουλάς στην κόλλα». Μου έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο κι εξαφανίστηκε στο δωμάτιό του. Αποτέλειωσα το αναψυκτικό, διώχνοντας
369
Ο ΙΟΥΑΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
κάθε ίχνος νύστας με την καφείνη που κύλησε στις φλέβες μου. Προσπάθησα να φανταστώ το σπίτι του Νικήτα στην Καρδαμύλη. Μου είχε πει πως του ανήκε ένας από τους παλιότερους πύργους στην περιοχή. Ο προπάππος του τύγχανε μεγάλου σεβασμού, καθότι γιατρός κι εκείνος. Όχι οδοντίατρος αλλά παθολόγος. Τότε δεν υπήρχαν ειδικότητες. Πάντως, απ' ό,τι ήξερε ο Νικήτας, είχε ξεριζώσει και πέντ' έξι μανιάτικα δόντια. Με επιτυχία, διό-
370
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
τι το να κάνεις εκείνα τα χρόνια το γιατρό σε Μανιάτη ήταν σαν να εξέταζες νευρικό λιοντάρι με στηθοσκόπιο. Με συνεπήραν οι σκέψεις για το μέρος που μου περιέγραφε με τόση θέρμη. Χαλάρωσα κι έκλεισα τα μάτια. Στο τέλος με πήρε ο ύπνος, νανουρισμένη από τα γνωστά πλέον τζιτζίκια της Καρδαμύλης.
18. Κρατώντας κλειστά τα μάτια, παρακολουθούσα με τα αυτιά την πρωινή ζωή του σπιτιού. Υπολόγισα ότι ήταν γύρω στις εφτά, αφού άκουσα τον Αλέξη στο μπάνιο. Λίγο αργότερα ο Γκουσγκούνης εγκατέλειψε την αγκαλιά μου, ακολουθώντας τη φωνή του Τάκη, που τον καλούσε στην κουζίνα. Σηκώθηκα με κόπο τρίβοντας τα πιασμένα μου μέλη και, ισιώνοντας την μπλούζα με το γουρούνι του Αρκά, κατευθύνθηκα στην κρεβατοκάμαρα. Ο Αλέξης είχε στρώσει ξανά το κρεβάτι, όχι όμως με τη χτεσινή επιμέλεια. Μάλλον ένα τράβηγμα του σεντονιού πάνω στα μαξιλάρια. Ξαφνικά με έπιασε άγχος για το τι θα του έλεγα σχετικά με τη δεύτερη διανυκτέρευση μου στον
371
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
καναπέ: Έβαλες το χέρι σου ασυναίσθητα στο στήθος μου και νόμισα πως θα με βιάσεις; Σαν αστραπή επέστρεψα στο σαλόνι, όπου με μια θεαματική βουτιά προσγειώθηκα στον καναπέ και έκλεισα τα μάτια, κάνοντας πως κοιμάμαι. Δευτερόλεπτα αργότερα άκουσα τον Αλέξη να ανοίγει την ντουλάπα στην κρεβατοκάμαρα. Κατάφερα να προσποιηθώ την κοιμισμένη, ακόμα κι όταν τον αισθάνθηκα να σκύβει από πάνω μου, να διστάζει για την επόμενη του κί-
372
ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
νηση και στο τέλος να με φιλά στο μάγουλο και να φεύγει. Άνοιξα τα μάτια και μου κόπηκε η χολή αντικρίζοντας τον Τάκη πάνω από το πρόσωπό μου. Μου πρότεινε μια κούπα καφέ και είπε χαμογελώντας: «Έλα... ξύπνα, έφυγε». Και, σαν να το διασκέδαζε, «μην κάνεις τον κόπο να τεντωθείς και να χασμουρηθείς. Σε είδα από την κουζίνα τι πήδο έριξες στον καναπέ». Κοκκίνισα μέχρι τις ρίζες των μαλλιών μου, ενδεχομένως και ως τα κύτταρα του εγκεφάλου μου. Πήρα τον καφέ μουρμουρίζοντας «ευχαριστώ». Κάθισε δίπλα μου παρακολουθώντας κάθε μου γουλιά. Τον ρώτησα τι ώρα έδινε μάθημα. «Στις δέκα» μου απάντησε κι έπιασε να παίζει με το στρίφωμα της μπλούζας του. «Πώς πάει, αγόρι μου;» Χάιδεψα το γόνατό του. «Ποιο απ' όλα;» Σταμάτησε να ασχολείται με την μπλούζα του και με κοίταξε. «Το διάβασμα... ο μπαμπάς σου... η Νόρα...» «Τσουλώντας... παλεύοντας... με τη Νόρα είμαστε μια χαρά» ζωήρεψε δυο τόνους η φωνή του. «Τι ακριβώς παλεύεις με τον μπαμπά σου; Δε χάρηκες που επέστρεψε;» «Δεν ξέρω. Με ενοχλεί που μας εγκατέλειψε αλλά τελικά ξαναγύρισε. Το ξέρω ότι ακούγεται ηλίθιο, αλλά
373
ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
το πιστεύεις ότι κάπου θα τον παραδεχόμουν, αν έμενε με την άλλη; Έτσι έγινε πολύ εύκολο. Βαρέθηκε εδώ, πήγε κι έπαιξε αλλού, βαρέθηκε, γύρισε. Ποιος ξέρει αν του την ξανακαρφώσει; Θα φύγει και θα ξαναγυρίσει, ξέροντας ότι η οικογένειά του τον περιμένει με ανοιχτές αγκάλες». Σηκώθηκε απ' τη θέση του και στάθηκε μπροστά μου. «Του το κάνεις πολύ εύκολο. Κι αυτό με τον καναπέ είναι για γέλια. Καλύτερα να κοιμάσαι στο κρε-
374
ΜΑΪΡΑ
Π ΑΠ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
βάτι σας χωρίς να του δίνεις σημασία, αν θες να τον τσιτσιρίσεις». «Δεν έχω πρόθεση ούτε να τον τσιτσιρίσω ούτε να τον καβουρντίσω. Έτυχε να μην έχω ύπνο και δεν ήθελα να τον ξυπνήσω» είπα με αμυντικό ύφος. «Και μη βιάζεσαι να τον κρίνεις γι' αυτό που έκανε. Σημασία έχει ότι γύρισε σ' εμάς». «Για πόσο;» «Κανείς δεν ξέρει τίποτα και για κανέναν. Αύριο μπορεί να μου πεις ότι θα πιάσεις σπίτι με τη Νόρα. Ή μπορεί να νιώσω εγώ την ανάγκη να φύγω ένα διάστημα... » τον κοίταξα πλαγίως για να δω την αντίδρασή του. Χαμογελούσε με νόημα. «Καλά, θα αφήσεις τον μονάκριβό σου να πάει να ζήσει με άλλη γυναίκα σε τόσο μικρή ηλικία; Ας τολμήσω να το προτείνω... » έβαλε τα γέλια. «Δεν είπα ότι θα το κάνεις σύντομα. Αλλά κάποια στιγμή θα θελήσεις να φύγεις». Συνέχισε να γελάει. «Ναι, όταν αποφασίσεις κι εσύ να φύγεις, πάρε με απ' το χέρι να πάμε μαζί». Με παρέσυρε κι εμένα και βρεθήκαμε να κακαρίζουμε, φτιάχνοντας σενάρια για το πώς θα του 'ρχόταν του Αλέξη να βρεθεί ξαφνικά μόνος στο σπίτι.
375
ΜΑΪΡΑ
Π ΑΠ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Κοίταξε το ρολόι του και σοβάρεψε. «Αμάν, πρέπει να φύγω». Μου 'σκασε ένα φιλί στο μάγουλο και εξαφανίστηκε στο δωμάτιό του για να ετοιμαστεί. Βγήκε πέντε λεπτά αργότερα και, κάνοντάς μου «γεια» με το χέρι, έκλεισε την εξώπορτα. Έμεινα μόνη στον καναπέ, διατηρώντας ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο, κατάλοιπο της προηγούμενης διάθεσης. Κοίταξα την κούπα του καφέ. Άδεια. Σηκώθηκα για ανανέωση καφείνης στις φλέβες. Ενώ περίμενα τον ελληνικό να φουσκώσει στο μπρίκι,
376
Ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
κλωθογύριζα στο μυαλό μου τη συζήτηση με τον Τάκη: «Μαμά, τον σκέφτεσαι να τριγυρνά αξύριστος και να κοντοστέκεται στις φωτογραφίες μας αναστενάζοντας ;» «Τουλάχιστον θα 'χει συντροφιά τον Γκουσγκούνη». «Πάντως αυτή είναι η δοκιμασία που του χρειάζεται. Να βρεθεί στη θέση που σε έφερε κι εκείνος. Τώρα που 'μαστε εδώ, απλά προσπαθεί απέναντι μας. Κι εμείς επαινούμε τις προσπάθειές του. Αλλά εσύ, καλή μου μητερούλα, ποτέ δεν πρόκειται να εγκαταλείψεις το Χαλάνδρι». «Μην είσαι τόσο σίγουρος, παιδί μου» μονολόγησα χύνοντας τον καφέ στο φλιτζάνι. «Σε είκοσι μέρες μπορεί να λιάζομαι στην Καρδαμύλη... » Άνοιξα την μπαλκονόπορτα και βγήκα στη βεράντα. Θρονιάστηκα σε μια φερ φορζέ τεντώνοντας τα πόδια σε μια άλλη. Ο Γκουσγκούνης εμφανίστηκε χαρωπός και ξάπλωσε δίπλα μου. Το αεράκι δρόσιζε ευχάριστα το κορμί μου. Έκλεισα τα μάτια και ξανασκέφτηκα το καταφύγιο των ονείρων μου. Παλιοί πύργοι λουσμένοι στο λαμπερό φως της Μάνης. Ξερά στάχυα και ελιές που ασήμιζαν στον ήλιο. Και τζιτζίκια... πολλά τζιτζί-
377
Ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
κια, που σε αποχαύνωναν με το μονότονο τρίψιμο των ποδιών τους στα δέντρα. Χαμογέλασα ονειροπολώντας. Το χαμόγελο άρχισε να ξεθωριάζει, μέχρι που τα χείλη μου έγιναν μια ίσια γραμμή. Κάτι με ενοχλούσε. Κάτι απροσδιόριστο. Άνοιξα τα μάτια και προσπάθησα να σκεφτώ τι δε μου πήγαινε. Στο μυαλό μου είχα την αίσθηση μιας τέλειας κατάστασης, από την οποία μου διέφευγε μια λεπτομέρεια. Αν φανερωνόταν, θα κατέστρεφε τα πάντα. Σαν να συναντάς τον άντρα των ονείρων σου. Κούκλος, έξυπνος,
378
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
ευγενικός, υπέροχος εραστής αλλά... κάτι δε σου πάει και δεν μπορείς να το προσδιορίσεις. Και μια μέρα, εκεί που οδηγεί και κάθεσαι δίπλα του, πατά την κόρνα κι αντί για το κλασικό μπιιιπ, ακούγονται Τα παιδιά του Πειραιά. Αυτή η δυσάρεστη ακουστική έκπληξη είναι μια λεπτομέρεια, που όμως παίρνει τρομερές διαστάσεις στο μυαλό σου και απομυθοποιεί αυτόν τον άντρα. Συνειδητοποιείς ότι η κιτσάτη επιλογή κόρνας αποτελεί το πρώτο ντόμινο που θα πέσει και θα παρασύρει τα υπόλοιπα, χαλώντας την τέλεια στοίχιση. Ξαφνικά ανακαλύπτεις όλες του τις ατέλειες και διαλύεις τη σχέση ανασαίνοντας με ανακούφιση.. Την επόμενη στιγμή βρέθηκα στο τηλέφωνο σχηματίζοντας το νούμερο του οδοντιατρείου. Το σήκωσε ο ίδιος ο Νικήτας. «Νικήτα, το ξέρω ότι παραβαίνω τη συμφωνία μας να μη μιλήσουμε καθόλου, αλλά πρέπει να μάθω οπωσδήποτε κάτι. Πώς κάνει η κόρνα του αυτοκινήτου σου;» ρώτησα και περίμενα με αγωνία την απάντηση. Περίμενα αρκετά, προφανώς επειδή ένας οδοντίατρος δεν είναι συνηθισμένος να δέχεται τέτοιου είδους ερωτήσεις στις δέκα το πρωί.
379
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Όταν μίλησε, ακούστηκε ανησυχητικά καθησυχαστικός. Όπως μιλά ο γιατρός που ετοιμάζεται να κάνει ένεση στον έντρομο ασθενή. «Ελένη, είσαι εντάξει; Μήπως θέλεις να τα πούμε από κοντά να ξεσκάσεις; Αν δεν αντέχεις άλλο την κατάσταση στο σπίτι, φύγε πριν τρελαθείς... » Τον διέκοψα ανυπόμονα: «Είμαι μια χαρά. Απλά, θέλω να ξεκαθαρίσω κάτι στο μυαλό μου και δεν μπορώ να σου πω λεπτομέρειες. Πες μου πώς κάνει η κόρνα σου!»
380
ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
Μου φάνηκε αρκετά εκνευρισμένος όταν απάντησε. Το αγνόησα. Εδώ παιζόταν η σχέση μας. «Μπιπ». Ανάσανα με ανακούφιση. Ξαναμίλησε εντελώς μπερδεμένος. «Δε σε καταλαβαίνω. Μήπως πρόκειται για κάποιο σύντομο ανέκδοτο;» «Όχι, όχι. Είσαι σίγουρος πως όταν την πατάς δεν παίζει καμιά μελωδία βραβευμένη με όσκαρ;» Ας σιγουρευόμουν ότι είχε καταλάβει την ερώτηση μου. Πρέπει να είχα εξαντλήσει την υπομονή του γιατί άρχισε να ωρύεται: «Είσαι με τα καλά σου πρωινιάτικα; Τελευταία φορά που κόρναρα, δε βγήκε κανένας περίεργος ήχος. Δεν ξέρω αν αύριο το κλάξον αρχίσει τα αρχοντορεμπέτικα. Σ' την έχει δώσει, κορίτσι μου, και πας να τρελάνεις και τους υπόλοιπους; Κι εγώ χάρηκα που σε άκουσα, επειδή πίστεψα ότι με πεθύμησες...» «Σε πεθύμησα» του απάντησα μηχανικά, ισιώνοντας τους τηλεφωνικούς καταλόγους που βρίσκονταν δίπλα στη συσκευή. «Ωραίο τρόπο βρήκες να το δείξεις» γκρίνιαξε, έχοντας όμως μαλακώσει. Του ζήτησα συγγνώμη για την πρωινή αναστάτωση και υποσχέθηκα ότι δε θα τον ξαναενοχλούσα. Με ρώτησε αν σκέφτομαι την
381
ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
Καρδαμύλη. «Δεν κάνω τίποτ' άλλο» του απάντησα με θέρμη. Με πίστεψε. Κλείσαμε το τηλέφωνο. Αισθάνθηκα πολύ βλάκας. Τι θα 'λεγε κι αυτός ο χριστιανός που τον πήρα πρωί πρωί να τον μπερδέψω με τις ψυχώσεις μου. Μου 'ρθε να τηλεφωνήσω πάλι και να του πω: «Νικήτα, τα παρατάω όλα. Ούτε ισορροπίες ούτε τίποτα. Φεύγουμε τώρα». Σήκωσα το ακουστικό και πάτησα τα πλήκτρα. Το
382
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
τηλέφωνο χτύπησε τρεις φορές. Στην τέταρτη απάντησε μια φωνή που δεν ήξερα. «Παρακαλώ, τη Χριστίνα» είπα αβέβαιη, πιστεύοντας πως είχα κάνει λάθος. Μου είπε να περιμένω γιατί «το κυρία Κριστίνα ατύχημα, όχι καλό πόδια, σιγά σιγά τηλέφωνο». Περίμενα στο ακουστικό με μια έκφραση απορίας. Μετά από λίγο άκουσα τη Χριστίνα να λέει «εμπρός». «Ποια απάντησε στο τηλέφωνο αγκομαχώντας να περιγράψει την κατάσταση σου;» «Η Φιλιππινέζα που πήρε η μαμά για εσωτερική. Η Βορειοηπειρώτισσα,που είχε δυο φορές την εβδομάδα, γύρισε στους Άγιους Σαράντα». «Και δε μου λες, στις ελεύθερες ώρες θα της διδάσκει νεοελληνική γραμματική και συντακτικό για να θυμάται και την παλιά της τέχνη;» ρώτησα γελώντας. «Μμμ, δεν ξέρω. Από αύριο εγκαθίσταμαι στο σπιτάκι μου, με την ησυχία μου και την κινησιοθεραπεία μου. Σήμερα θα βγάλω το γύψο των ποδιών και του χεριού. Θα κυκλοφορώ υποβασταζόμενη από πατερίτσες για μερικές μέρες και μετά θα 'μαι εντάξει. Όσο για τον αυχένα, θα απαλλαγώ από το κολάρο σε μια βδομάδα.
383
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Τώρα καταλαβαίνω τι τράβηξες τρία χρόνια με τα ορθοδοντικά σιδεράκια». «Άσε, μη μου το θυμίζεις. Λοιπόν, από αύριο θα σε βρίσκω στο σπίτι σου;» «Ναι και χαίρομαι που δείχνεις διάθεση να επικοινωνείς μαζί μου. Εγώ δεν τολμώ να σου τηλεφωνήσω σπίτι σου, παρ' όλο που το θέλω τόσο. Ακόμα ντρέπομαι, και θα ντρέπομαι για πολύ. Γι' αυτό αφήνω σ' εσένα την πρωτοβουλία. Όποτε θες, θα με παίρνεις εσύ». «Εντάξει» είπα, σκεπτόμενη τον Αλέξη να σηκώνει
384
Ο
ΙΟΥΛΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
το τηλέφωνο και να τσιτώνει στη φωνή της Χριστίνας, κάνοντάς την κι εκείνη να χάσει τα λόγια της. Μιλήσαμε περί ανέμων και υδάτων και κάποια στιγμή κλείσαμε, γιατί πλησίαζε το ραντεβού της με το γιατρό. Η μέρα κυλούσε ήρεμα, χωρίς βαθυστόχαστες σκέψεις. Το τηλέφωνο χτύπησε δύο φορές. Τη μια ήταν ο Τάκης, που μου είπε ότι έγραψε συμπαθητικά κι ότι θα πήγαινε στο σπίτι της Νόρας για να ξεκινήσουν την ύλη της ιστορίας. Την άλλη ήταν ο Αλέξης, που πήρε για να μου πει ότι είχε πολλή δουλειά και θα 'ρχόταν το βραδάκι. Δεν απέφυγα τη σκέψη ότι από δω και στο εξής θα προσπαθούσε να συμπτύξει τα πονηρά ραντεβού του στις ώρες του γραφείου, ώστε να βρίσκεται νωρίς στο σπίτι και να 'μαστε όλοι ευχαριστημένοι. Ακόμα κι αν του κοβόταν σύρριζα —όπως ευχόταν πολύ συχνά στο παρελθόν—, εγώ δε θα έπαυα να τον υποψιάζομαι για γυναικοδουλειές. Πάντως δε βαυκαλιζόμουν. Όταν είδα το κρεβάτι στρωμένο πρόχειρα, κατάλαβα ότι δε θα άφηνε το πολύβουο γραφείο του για δεύτερο συνεχόμενο μεσημέρι. Όχι πως με ένοιαζε. Από την ημέρα που γύρισε, ένιωθα πως εγώ κινούσα τα νήματα και
385
Ο
ΙΟΥΛΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
πως εκείνος κρεμόταν από τη διάθεσή μου. Όπως και ο Νικήτας. Εκείνος τουλάχιστον για τις επόμενες δυο βδομάδες. Στη σκέψη του αναστέναξα. «Γλυκέ μου Νικήτα, με τι τρελή έμπλεξες» μονολόγησα. Κάθισα στο τραπέζι της κουζίνας για να καθαρίσω φασολάκια. Άρχισα να σιγοσφυρίζω. Απολάμβανα την ησυχία του διαμερίσματος. Δε με τρόμαζαν πια τα άδεια δωμάτια. Είχα τόσους γύρω μου, που μπορούσα ακόμα και να διαλέξω. Ανάμεσα στο σύζυγο και στον εραστή, με ή χωρίς τη μετανοημένη Χριστίνα. Ο Τάκης φυσικά ήταν εκτός συναγωνισμού. Και ο Γκουσγκού-
386
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
νης, που, σαν να διάβασε τη σκέψη μου, ήρθε και τρίφτηκε στα πόδια μου. Για κοίτα που ξαφνικά με αγαπάνε όλοι! γέλασα. Το ίδιο βράδυ, ξαπλωμένη στη δεξιά πλευρά του κρεβατιού κι ακούγοντας το ελαφρύ ρουθούνισμα του Αλέξη, επέτρεψα στον εγκέφαλό μου να θέσει σε κίνηση τους τροχούς της σκέψης. Παρά τους αρχικούς μου φόβους, ο Αλέξης δε με ρώτησε γιατί πέρασα την προηγούμενη νύχτα στον καναπέ. Δεν έδειξε να παραξενεύεται από την ξαφνική μου προτίμηση για τις μπλούζες του Τάκη. Δεν το σχολίασε όταν με βρήκε ξαπλωμένη στη δεξιά πλευρά του κρεβατιού το αποψινό βράδυ, διαβάζοντας το μυθιστόρημα μου σαν να μην έτρεχε τίποτα. Δεν εξερράγη συναισθηματικά όταν τον καληνύχτισα αγγίζοντας απαλά το μάγουλό του με τα ακροδάχτυλά μου — η πρώτη αυθόρμητη κίνηση ενδιαφέροντος από τη μέρα που ήρθε. Μετά τη συμφωνία μας για προσωρινή εκεχειρία δεχόταν σιωπηλά ό,τι κι αν έκανα. Λες κι αν αντιδρούσε εγώ θα τρόμαζα και θα κλεινόμουν στο καβούκι μου ή θα χάλαγα τη συμφωνία μας. Δεχόταν ό,τι κι αν έκανα. Μπορεί να ξυπνούσε το
387
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
πρωί και να μ' έβρισκε καθισμένη οκλαδόν να ψαλιδίζω τη μοκέτα, τραγουδώντας μανιάτικα μοιρολόγια και να έλεγε μόνο «καλημέρα, αγάπη μου, κοιμήθηκες καλά;». Αυτή του η ανοχή με βόλευε. Μου έκανε ευκολότερες τις μέρες που απέμεναν μέχρι να φύγω. Διαισθανόταν ότι τον περίμενα στη γωνία για καβγά και δεν έστριβε. Όμως, από την άλλη, φούντωνε η αρρωστημένη μου διάθεση να τον προκαλέσω, αψηφώντας την υπόσχεση που είχα δώσει και σ' αυτόν και σ' εμένα για ένα εικοσαήμερο ηρεμίας. Όταν τον ακούμπησα στο μάγουλο ένιωσα πως κράτησε την αναπνοή του, περιμένοντας την
388
ο
ΙΟΎΛΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
επόμενη κίνηση. Εγώ έσβησα το πορτατίφ και του γύρισα την πλάτη. Θα μπορούσα να τον αποδεκατίσω με τέτοιες κινήσεις. Να τον προκαλώ ερωτικά και μετά να τον στέλνω για κρύο ντους. Λε θα 'ταν άσχημη ιδέα να φορούσα το αραχνοΰφαντο νυχτικό το επόμενο βράδυ... έτσι,για να τον προκαλέσω μόνο. Άνοιξα τα μάτια και με κύκλωσε το σκοτάδι. Τα στύλωσα στο ταβάνι προσπαθώντας να διώξω μια σκέψη που πέρασε σαν αστραπή από το μυαλό μου. Κι αν η πρόθεση σου, Ελενάκι, δεν είναι απλά να πειραματιστείς με τις ορέξεις του αλλά να δοκιμάσεις τις δικές σου; Αν, παρ' όλα όσα σου έκανε, δεν μπόρεσες να ξεχάσεις τη λαχτάρα που σ' έκαιγε ένα χρόνο, να κάνετε έρωτα; Αν όλα αυτά τα νάζια είναι προπέτασμα καπνού για να μη λέει ότι υπέκυψες στο πιτς φιτίλι; Αν τον αγαπάς ακόμα τόσο, ώστε να τον συγχωρέσεις για σένα κι όχι για την ηρεμία του Τάκη; Αν τελικά αναβάλλεις μέχρι τη λήξη των εξετάσεων τη χυλόπιτα στο Νικήτα; ΑΠΟΚΛΕΙΕΤΑΙ! Το Νικήτα τον έχω ερωτευτεί παράφορα. Στάθηκε ικανός να με βγάλει από τη μιζέρια μου. Φώτισε τις μαύρες μου μέρες, μ' έκανε να μη χάσω τον αυτοσεβασμό μου, ανακάλυψε ευαισθησίες μου που έθαβα τόσα χρόνια με τον Αλέξη, κάναμε έρωτα τη στιγμή που δεν είχα διανοηθεί να απατήσω τον άντρα μου. Και με δική μου πρωτοβουλία, παρακαλώ. Και ήταν υπέροχο... νομίζω. Δηλαδή δε θυμάμαι και καλά. Έγινε υπό ψυχολογική πίεση κι από τους δύο. Πάντως έφυγα χαμογελώντας ευτυχισμένη από το σπίτι του. Αυτό το θυμάμαι. Κι αν δεν επέστρεφε το ίδιο βράδυ ο Αλέξης, τώρα θα κοιμόμουν στην αγκαλιά του Νικήτα, φορώντας το αραχνοΰφαντο νυχτικό μου κι όχι την μπλούζα με το γουρούνι του Αρκά. Αν δεν επέστρεφε ο Αλέξης... Αν δεν
389
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
επέστρεφε ο Αλέξης, θα 'μουν με το Νικήτα... Αν δεν έφευγε ποτέ ο Αλέξης, δε θα 'μουν με το Νικήτα. Θα ζούσα ευτυχισμένη με τον άντρα μου και το παιδί μου ξεχνώντας τους παλιούς εφιάλτες, ότι θα με απατούσε επειδή τον παγίδεψα μ' ένα μωρό. Θα με κοίταζε στα μάτια και θα μου λεγε πως είμαι η μοναδική γυναίκα που αγάπησε. Χωρίς να υπολογίζουμε βέβαια τη Λίζα και την καλύτερή μου φίλη... σκέφτηκα με πικρία, που γρήγορα μεταλλάχτηκε σε ακράτητο θυμό. Πετάχτηκα από το κρεβάτι καταπνίγοντας την επιθυμία να αρχίσω να τον κοπανάω στο κεφάλι με το ρολόι. Ήταν ικανός να χαμογελάσει αιμόφυρτος και να μου πει: «Αχ, αγάπη μου, χτυπά κιόλας το ξυπνητήρι;» «Όχι, ηλίθιε, εγώ σε χτυπάω με το ξυπνητήρι» με φαντάστηκα να του λέω, γελώντας σατανικά και χτυπώντας τον μέχρι θανάτου για να ξεθυμάνω που μου είχε διαλύσει τη ζωή. Δεύτερο βράδυ που αναζήτησα λίγη ηρεμία μπροστά στην πόρτα του ψυγείου. Το άνοιξα ψάχνοντας τη σωτήρια Κόκα-κόλα. Πώς το έλεγε η διαφήμιση; «Πάντα Κόκα-κόλα». Πριν, κατά τη διάρκεια και μετά το σεξ, με το φαγητό, με το διάβασμα, στον περίπατο, στην αϋπνία, για τα κουρελιασμένα νεύρα, για τις αποφάσεις που δεν μπορείς να πάρεις... Πάντα Κόκακόλα. Έψαξα στο ράφι που βάζαμε τα αναψυκτικά, αλλά βρή-
390
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
κα μόνο ένα Περριέ. Παραμέρισα κάτι τάπερ με την κρυφή ελπίδα ότι είχε ξεμείνει κάποιο κουτάκι από πίσω. Τίποτα. Κοίταξα το ρολόι μου. Δωδεκάμισι. Η κάβα είχε κλείσει εδώ και ώρα. Άρχισε να με τριγυρίζει το σύνδρομο στέρησης. Πώς θα έβγαζα κι αυτή τη νύχτα χωρίς να νιώσω το μείγμα ανθρακικού και καφείνης να γδέρνει ευχάριστα το λαρύγγι μου; Αναποφάσιστη κρα-
391
ο
ΙΟΎΛΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
τούσα ανοιχτό το ψυγείο, προσπαθώντας να δω με τι ποτό θα κατευθυνόμουν στον καναπέ του σαλονιού. Το Περριέ δεν το έβαζα στο στόμα μου, κι έτσι δεν έριξα δεύτερη ματιά στο πράσινο καμπυλόγραμμο μπουκάλι. Θυμήθηκα το λευκό κρασί που άνοιξα το προηγούμενο μεσημέρι για να ρίξω στη σάλτσα ναπολιτέν. Το γράπωσα θριαμβευτικά και βγήκα από την κουζίνα. Ένα δυο ποτηράκια και θα ροχάλιζα μακαρίως και χωρίς ενοχλητικές σκέψεις. Πηγαίνοντας προς το σαλόνι είδα φως στο δωμάτιο του Τάκη. Ακούμπησα το κρασί σ' ένα χαμηλό τραπεζάκι και του χτύπησα την πόρτα. Περίμενα λίγο και, καθώς δεν έπαιρνα απάντηση, γύρισα να φύγω. «Έλα» άκουσα την τελευταία στιγμή και μπήκα. Τον βρήκα να κάθεται στο γραφείο του με το βιβλίο της ιστορίας ανοιχτό σε μια σελίδα όπου ένας ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης κάπνιζε πούρο φορώντας γυαλιά ηλίου, κατόπιν, καλλιτεχνικής παρέμβασης του Τάκη. Γύρισε χαμογελώντας προς το μέρος μου. «Και σήμερα στον καναπέ θα τη βγάλουμε;» «Εεε... όχι. Λεν τα 'παμε πολύ όταν γύρισες και ήρθα να δω αν είσαι εντάξει κι αν θες τίποτα» του είπα
392
ο
ΙΟΎΛΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
χωρίς να ελπίζω ότι τον έπεισα. Λεν τον έπεισα. «Εγώ είμαι μια χαρά, αν εξαιρέσεις ότι δε βλέπω την ώρα να ξεμπερδεύω με το διάβασμα. Το θέμα είναι ότι εσύ τραβάς μεγάλο ζόρι και δεν καταλαβαίνω γιατί. Αν δεν τον θέλεις πια και σπαταλάς τις νύχτες σου στον καναπέ, πες του το. Αν το κάνεις για μένα, μη φοβάσαι. Είμαι μεγάλο παιδί και θα αντέξω οτιδήποτε αποφασίσετε. Λε μου αρέσει να σε βλέπω σε τέτοια κατάσταση». Με κοίταξε έντονα και πρόσθεσε: «Αν εξαιρέσεις τις πρώτες μέρες που ήσουν χάλια, μετά κάτι άλλαξε
393
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
σ' εσένα. Και εσωτερικά και εξωτερικά. Μου φάνηκες σχεδόν, ευτυχισμένη. Απελευθερωμένη, χωρίς άγχος. Δεν ξέρω ακριβώς πώς το κατάφερες, αλλά μου άρεσε που έπαψες να είσαι το αδύναμο πλάσμα που καθόταν σούζα στον μπαμπά. Και τώρα ξανά τα ίδια». «Ε, δεν κάθομαι και σούζα, βρε Τάκη!» υπερασπίστηκα τον εαυτό μου. «Απλά, δε θέλω να πετάξω στα σκουπίδια τόσα χρόνια γάμου. Όχι χωρίς να το σκεφτώ. Σύντομα θα πάρω τις αποφάσεις μου». «Καλά, καλά, μην τρελαίνεσαι». Με τα μάτια του έδειξε την μπλούζα του Αρκά: «Σε βόλεψε;» «Ναι, σ' ευχαριστώ πολύ. Κάνει ζέστη αυτές τις μέρες και δεν έχω κάτι ελαφρύ για τον ύπνο». Σηκώθηκε από την καρέκλα και άνοιξε την ντουλάπα του. Έβγαλε μια σακουλίτσα και μου την έδωσε. «Σου πήρα ένα μικρό δωράκι. Βασικά, για να αφήσεις ήσυχες τις δικές μου μπλούζες». Άνοιξα τη σακούλα και έβγαλα μια ολόμαυρη μακό μπλούζα. Πήγα να τον φιλήσω, αλλά με έκοψε ανυπόμονα : «Δεν την είδες από μπροστά. Έχει λεζάντα». Τη γύρισα και είδα δύο φούσκες ομιλίας, σαν αυτές που έχουν τα κόμικς. Η μια έλεγε: «Γιατί είναι τόσο σκοτεινά απόψε;» Η άλλη απαντούσε: «Δεν ξέρω,
394
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
αλλά μην προσπαθήσεις να επωφεληθείς... » «Κι αύριο να τη φορέσεις, να σιγουρευτείς ότι διάβασε τις λεζάντες και να κοιμηθείς στο κρεβάτι σας σαν καλό κορίτσι» μου έκλεισε πονηρά το μάτι. «Αρχικά είπα να σου πάρω μια μπλούζα που έγραφε "μήπως είμαι μαζόχα;", αλλά ήμουν σίγουρος ότι δε θα τη φορούσες». «Αυτή θα τη φορέσω, σ' το υπόσχομαι». Τον φίλησα
395
ο
ΙΟΎΛΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
και κρατώντας το δώρο μου βγήκα από το δωμάτιό του. Στο σαλόνι επικρατούσε το χτεσινό σκηνικό. Ησυχία, σκοτάδι, που ταραζόταν από κάποια φώτα αυτοκινήτων, ο μαλακός καναπές κι ο Γκουσγκούνης, που εμφανίστηκε περιχαρής και τρίφτηκε στα πόδια μου. Άρχισα να σιγοπίνω το δροσερό κρασί. Με ζάλισε ευχάριστα. Μου 'ρθε μια άσχετη σκέψη. Τα καλοκαίρια που με έστελναν οι γονείς μου στην κατασκήνωση και γύριζα μονίμως με ψείρες. Λεν ξέρω σε ποια φάση με πήρε ο ύπνος. Προφανώς αφού είχα αδειάσει το μπουκάλι και αναπολήσει τα ζεστά μεσημέρια, που όλα τα παιδιά ξαπλώναμε στα ράντζα κάτω από τα πεύκα της κατασκήνωσης. Το άλλο πρωί ξύπνησα με φριχτό πονοκέφαλο. Ήταν το τίμημα ενός ύπνου χωρίς όνειρα. Το σπίτι ήταν άδειο. Λε χρειάστηκε να προσποιηθώ ότι κοιμόμουν βαριά και δεν τους άκουσα να φεύγουν. Ήπια δυο ασπιρίνες και άναψα το καμινέτο για καφέ. Το κεφάλι μου παιάνιζε εμβατήρια και ανοιγόκλεισα πολλές φορές τα μάτια για να διώξω τη θολούρα που περιέβαλλε τα πάντα γύρω μου. Το στόμα μου ήταν τσαρούχι. Σαράντα
396
ο
ΙΟΎΛΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
έξι νούμερο. Την ώρα που πέταγα το άδειο μπουκάλι του κρασιού στα σκουπίδια, ορκίστηκα να ξαναπιώ οινόπνευμα στο γάμο του Τάκη. «Ελπίζω να αργήσει να παντρευτεί» μονολόγησα και, παίρνοντας το φλιτζάνι με τον ελληνικό, βγήκα στη βεράντα. Έκανε ζέστη και κατέβασα την τέντα. Η μπλούζα κολλούσε στο σώμα μου, κι όταν ρούφηξα τις τελευταίες γουλιές, μπήκα στο μπάνιο για ένα αναζωογονητικό ντους. Φόρεσα το μακό που μου χάρισε ο Τάκης. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη κι έβαλα τα γέλια. Θα μπορούσα να τυπώσω διάφορα μηνύματα σε μπλούζες και να μη
397
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
χρειάζεται να απευθύνομαι στον Αλέξη. Παραδείγματος χάριν, το πρωί θα εμφανιζόμουν φορώντας μπλούζα με τη λεζάντα: «Καλημέρα, Αλέξη, θες καφέ;» Το μεσημέρι θα την άλλαζα με αυτή που θα 'γραφε: «Κάθισε, το τραπέζι είναι έτοιμο». Μπα, αυτή η μπλούζα θα 'ταν άχρηστη, δεδομένου ότι ο Αλέξης δεν εμφανιζόταν το μεσημέρι στο σπίτι. Το βράδυ θα τον υποδεχόμουν με το εξής τυπωμένο μήνυμα: «Καλώς τον. Πώς πήγε η μέρα σου; Είχες κανένα καυτό ραντεβού ή ξεχαρμάνιασες χουφτώνοντας τη γραμματέα σου;» Και στο κρεβάτι θα του φύλαγα το δώρο του Τάκη. Κατόπιν πρακτικής σκέψης, έβγαλα την μπλούζα για να μην τη λερώσω ως το βράδυ που θα τη φόραγα στον ύπνο. Λίγο αργότερα κατέβηκα στην κάβα της γωνίας και αγόρασα ένα κιβώτιο Κόκα-κόλες. Γυρίζοντας σπίτι βρήκα τον Τάκη χωμένο στα βιβλία και στις σημειώσεις. Μου ζήτησε να μην τον ενοχλήσω μέχρι το βραδινό φαγητό. Φάγαμε οι δυο μας γιατί ο Αλέξης τηλεφώνησε ότι είχε ραντεβού από μέρες με έναν αρεοπαγίτη, ότι το 'χε ξεχάσει κι έπρεπε να φύγει εσπευσμένα γιατί τον είχε στήσει. Όταν μου το
398
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
είπε στο τηλέφωνο, δέχτηκα το νέο με την ψυχραιμία του δήμιου που ζυγιάζει το τσεκούρι πάνω από το σβέρκο του μελλοθάνατου. Ούτε υστερίες ούτε ανασφάλειες ούτε τίποτα. Μπορεί να είχε όντως ξεχάσει ότι είχε κλείσει ραντεβού με τον αρεοπαγίτη και τον είχε στήσει. Ή μπορεί να είχε στύση κι έπρεπε να την αξιοποιήσει κάπως, δεδομένου ότι εγώ δεν του καθόμουν. Πολύ που μ' ένοιαζε. Υπήρχε ο Νικήτας. Ακόμα. Όμως για πόσο θα μπορούσα να ακούω με άνεση τις καθυστερήσεις του Αλέξη; Ο Νικήτας δε θα με περίμενε για πάντα. Θύμωσα με τον εαυτό μου. Καλά, υπήρχε περίπτωση
399
Ο
ΙΟΥΛΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
να κάνω πίσω; Αφού είχα κάνει την επιλογή μου. Κι ορίστε! Λεν είχε προλάβει να γυρίσει ο άλλος, κι άρχισε πάλι τα ίδια. Εντάξει, θα πήγαινε πολύ να με απατήσει πάλι σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, αλλά ποτέ δεν ξέρεις... Πάντα θα τον υποψιαζόμουν. Περίμενα η φτωχή να σέρνεται από πίσω μου σαν το σκουλήκι; Είχε κι αυτός εγωισμό. Μπορεί να δεχόταν αδιαμαρτύρητα ό,τι του 'λεγα, αλλά δεν ήταν μαλάκας. Ξαφνικά ένιωσα ρίγος στη σκέψη ότι ο Αλέξης μπορεί να γνώριζε την ύπαρξη του άλλου κι έκανε τον καλό μέχρι να λυγίσω και να ξαναπέσω στην αγκαλιά του, διώχνοντας έτσι μια για πάντα το Νικήτα. Και μετά, σίγουρος ότι ξεπάστρεψε τον αντίπαλό του, να ξαναρχίσει τις γυροβολιές. «Λεν πειράζει, έχω αρκετές μέρες μπροστά μου μέχρι να αποφασίσω» καθησύχασα τον εαυτό μου. Το κλειδί του Αλέξη γύρισε στην πόρτα όταν το ρολόι έδειξε δώδεκα. Ανακάθισα στα μαξιλάρια του κρεβατιού, ισιώνοντας τη μαύρη μακό μπλούζα για να φαίνονται καθαρά οι λεζάντες. Μπήκε στην κρεβατοκάμαρα χαλαρώνοντας συγχρόνως τη γραβάτα του. Έδειξε
400
Ο
ΙΟΥΛΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
έκπληξη σαν με είδε ξύπνια να τον περιμένω. Τον υποδέχτηκα με ελεγχόμενη κατινιά: «Καλώς τη Σταχτοπούτα. Κι ό,τι έλεγα πως ο αρεοπαγίτης θα σε κρατούσε απασχολημένο όλη τη νύχτα». «Άσε, Ελένη, ο ευυπόληπτος δικαστικός που απονέμει δικαιοσύνη την ημέρα είχε διάθεση να με σύρει σε σκυλάδικο κάποιου αρχιμαφιόζου που αθώωσε κάποτε. Το τι σκαρφίστηκα για να ξεφύγω από τα νύχια του... » ξεφύσηξε και μου χάρισε ένα πλατύ χαμόγελο του στιλ όμως τώρα είμαι με τη γυναικούλα μου, θα πέσω στο μαλακό μου κρεβατάκι...
401
ΜΑΙΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
«Για να ξεφύγεις από τα νύχια του, ε; Και δε μου λες, μήπως είναι μακριά και βαμμένα με χτυπητό κόκκινο βερνίκι;» του πέταξα με κακία που θύμιζε καταστάσεις πριν από δυο μήνες. Το χαμόγελο πάγωσε στα χείλη του. Με πλησίασε και κάθισε δίπλα μου. Πήρε σοβαρό ύφος. Ή μήπως ήταν συγκρατημένα απειλητικό, σαν ηφαίστειο που βγάζει προειδοποιητικές αναθυμιάσεις λίγο πριν ξεράσει τα σωθικά του; «Πιστεύεις ότι θα σε απατούσα τη στιγμή που προσπαθώ να επανορθώσω για ό,τι σας έκανα; Για τόσο μικρονοϊκό με έχεις; Το ξέρω ότι δε μου έχεις εμπιστοσύνη , αλλά, διάβολε, κάνω τα πάντα για να επαναφέρω την ισορροπία στο σπίτι μας. Δε θα ξενοπηδουσα με το που γύρισα γονυπετής να ζητήσω συγγνώμη». Μου έπιασε τα χέρια και με κοίταξε κατάματα. Του αντιγύρισα θαρρετά το βλέμμα. «Ε, ναι, θα περιμένεις να φτιάξουν τα πράγματα μεταξύ μας για να ξαναρχίσεις τις αταξίες. Σωστά, είναι νωρίς ακόμα. Θα σφίξεις τα δόντια καθότι εγώ δε σου κάθομαι —όχι δηλαδή ότι σε νοιάζει, ένα χρόνο λες και δεν υπήρχα για σένα—, κι όταν διασφαλίσεις τη θέση σου στην οικογένεια θα ξεχαρμανιάσεις με
402
ΜΑΙΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
τον δικαστικό, τον μπαρόβιο που αθώωσε κι όλο το σκυλολόι που τραγουδά στο κέντρο του». Έκανα να σηκωθώ όσο ήλεγχα ακόμα τα δάκρυα που συσσωρεύονταν στα μάτια μου. Με κράτησε ακόμα πιο σφιχτά κι έφερε το πρόσωπό του επικίνδυνα κοντά στο δικό μου. Ασυναίσθητα άνοιξα τα ρουθούνια μου να μαζέψω αποδεικτικά στοιχεία. Ούτε ίχνος γυναικείας κολόνιας. Λίγο ξεθυμασμένο αίΐ6Γ δΐιανο και ανεπαίσθητη μυρωδιά ιδρώτα. Μ' ένα γρήγορο οπτικό δοαηηίη§ διαπίστωσα ότι το πουκάμισό του δεν έφερε παράσημα από κραγιόν. Ηρέμησα κά-
403
Ο ΙΟΥΛΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
πως. Το κατάλαβε και χαλάρωσε τη λαβή του. Για την ακρίβεια, δεν τη χαλάρωσε απλώς, αλλά πέρασε τα χέρια του γύρω από το σβέρκο μου, σαν να ήθελε να πλησιάσει το κεφάλι μου στα χείλη του. Κράτησα την αναπνοή μου. Αν με φιλούσε, θα ανταποκρινόμουν. Ήμουν σίγουρη γι' αυτό. Λε με φίλησε. Απλά, έτριψε για λίγο το σβέρκο μου με τα ακροδάχτυλα και με άφησε για να πάει στο μπάνιο. Σκεπτόμενη παρορμητικά, θα 'χα αντικαταστήσει αυτοστιγμεί το μακό μπλουζάκι με το αραχνοΰφαντο νυχτικό. Σκεπτόμενη λογικά, θα 'πρεπε να σβήσω το πορτατίφ και να προσποιηθώ ότι με πήρε ο ύπνος. Το κλικ του διακόπτη βύθισε το δωμάτιο στο σκοτάδι. Σκεπάστηκα μέχρι τα αυτιά με τα σεντόνι κι έκλεισα τα μάτια. Τον άκουσα να ακροπατεί μέχρι το κρεβάτι και να ξαπλώνει στη μεριά του χωρίς να ανάψει το δικό του φως. Στο σκοτάδι αιωρήθηκε η κουρασμένη του καληνύχτα, την οποία ανταπέδωσα μ' ένα κοφτό μουγκρητό. Παραδόξως, ο ύπνος με τύλιξε σε δευτερόλεπτα.
19.
404
Ο ΙΟΥΛΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
Πέρασαν δέκα μέρες από την έναρξη των εξετάσεων. Ο Τάκης κλεινόταν με τις ώρες στο δωμάτιό του κι έβγαινε μόνο για το βραδινό φαγητό. Εξαιρουμένης της βραδιάς με τον αρεοπαγίτη, ο Αλέξης γύριζε σχετικά νωρίς το βράδυ. Τον συνέδεσα με το ηλιοβασίλεμα. Άκουγα το κλειδί του την ώρα που ο ήλιος έβαφε μενεξελί το σαλόνι και δε μου 'κανε καρδιά να χαλάσω αυτό το υπέροχο φως ανάβοντας τις λάμπες. Έμπαινε για λίγο στο δωμάτιο του Τάκη κι ύστερα ερχόταν στην κου-
405
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
ζίνα να μου κρατήσει συντροφιά όσο ετοίμαζα το δείπνο. Συνήθισε ακόμα και τον Γκουσγκούνη. Πολλές φορές τον είδα να τον ξύνει στ' αυτιά, κι ο σκύλος έβγαζε βαθιούς λαρυγγισμούς ευφορίας. Πέρα από το φιλί της καλησπέρας στο μάγουλο, δεν είχε προσπαθήσει να με πλησιάσει. Με έτρωγε η περιέργεια αν ενεργούσε έτσι κατόπιν σχεδίου ή εξακολουθούσε να αδιαφορεί ερωτικά για μένα. Στο χέρι μου ήταν να το διαπιστώσω. Όμως κάτι με κρατούσε. Ο φόβος μήπως με απορρίψει ακόμα μια φορά; Η απόφαση μου να ανήκω μόνο στο Νικήτα από δω κι εμπρός; Ενώ τις πρώτες δυο τρεις μέρες φερόταν αηδιαστικά δουλοπρεπώς, κάνοντας κομπλιμέντα ακόμα και για το πώς τσιγάριζα το κρεμμύδι, άρχισε να κινείται σε χαμηλούς τόνους. Σαν να παρατηρούσε εκ νέου τη ζωή του σπιτιού στο οποίο έζησε δεκαεφτά χρόνια. Και φαινόταν να το απολαμβάνει. Κι εγώ άρχισα να ξεθαρρεύω. Έπαψα να είμαι εχθρική, για την ακρίβεια έπαψα να είμαι αδιάφορη. Η φωνή μου απέκτησε ζεστασιά κι ενδιαφέρον καθώς τον ρωτούσα για την ημέρα του και σιγά σιγά ξεπέρασα τους φόβους ότι πηδούσε κάθε
406
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
πελάτισσα που του εμπιστευόταν την υπόθεση της. Μόλις τελειώναμε το φαγητό, ο Τάκης αποχωρούσε στο δωμάτιο του και μέναμε οι δυο μας στη βεράντα. Δε μιλούσαμε πολύ και αποφεύγαμε επικίνδυνα μονοπάτια. Ήθελα να τον ρωτήσω για τη Λίζα, πώς και πότε τη γνώρισε, για τα συναισθήματα του όσο ζούσαμε μαζί αλλά κι όταν έφυγε. Θεέ μου, είχα τόσες ερωτήσεις να του κάνω, αλλά δεν ήθελα να χαλάσω τις ήρεμες στιγμές που ζούσαμε στη βεράντα του σπιτιού μας. Μια βδομάδα πριν τελειώσουν οι εξετάσεις, έπεσα εντελώς τυχαία πάνω στο Νικήτα. Εγώ δηλαδή έπεσα τυ-
407
Ο
ΙΟΥΛΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
χαία. Γιατί εκείνος το είχε προσχεδιάσει. Η συνάντηση έλαβε χώρα στην κάβα της γειτονιάς μου. Στεκόμουν στο ράφι με τις σαμπάνιες, κοιτάζοντας να διαλέξω μια για τα γενέθλια του Τάκη, που ήταν σε τέσσερις μέρες. «Να πάρεις αυτή. Γαλλική γεύση κι ελληνική τιμή» άκουσα μια λιποθυμικά γνώριμη φωνή πάνω από τον ώμο μου. Γύρισα απότομα και σχεδόν βρέθηκα στην αγκαλιά του Νικήτα. «Τι θες εσύ εδώ;» τραύλισα κοιτώντας λοξά προς το ταμείο, ελπίζοντας ότι ο κύριος Μανόλης θα ασχολούνταν με τις εισπράξεις της ημέρας. Ο κύριος Μανόλης είχε καρφώσει το βλέμμα του στον άγνωστο που μιλούσε με την κυρία Ελένη, την καλύτερη πελάτισσα Κόκακόλας ολόκληρου του οικοδομικού τετραγώνου, όπως χαριτολογούσε για μένα. «Μου τέλειωσε το Ντραμπούι» απάντησε λακωνικά. «Κι ήρθες απ' το Καστρί στο Χαλάνδρι για να το αγοράσεις;» χαμογέλασα ψεύτικα στον κύριο Μανόλη, που είχε τεντωθεί επικίνδυνα πάνω από τον πάγκο του για να ακούσει τη συνομιλία μας. «Αν σκεφτείς ότι στη διαφήμιση περνούν του λιναριού τα πάθη για να το αποκτήσουν, εγώ έκανα
408
Ο
ΙΟΥΛΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
απλά έναν περίπατο». Μου έκλεισε το μάτι χαμογελώντας. Τον κοίταξα μην ξέροντας αν έπρεπε να χαρώ που τον είδα ή να βάλω τις φωνές. «Δεν μπορούσες να περιμένεις μια βδομάδα; Τι έκανες, στεκόσουν με τις ώρες μέχρι να βγω από την πολυκατοικία; Δε μου φαινόσουν για τέτοιος τύπος» είπα κάπως επιτιμητικά. Αντεπιτέθηκε. «Κι εγώ δε φανταζόμουν ότι θα μου τηλεφωνήσεις μια ωραία πρωία για να με ρωτήσεις πώς κάνει το κλάξον του αυτοκινήτου μου».
409
ΜΑΪΡΑ
Π ΑΠ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
«Είχα τους λόγους μου» απάντησα πειραγμένη. «Θα σου εξηγήσω κάποια στιγμή, τώρα δεν μπορούμε να μιλήσουμε περισσότερο. Ο ιδιοκτήτης κοντεύει να φάει τούμπα έτσι όπως έχει γείρει πάνω από τον πάγκο». Ο Νικήτας γύρισε προς το μέρος του κυρίου Μανόλη, ο οποίος, καταλαβαίνοντας ότι είχε περάσει τα όρια της αδιακρισίας, συρρικνώθηκε πίσω από την ταμειακή μηχανή. «Πώς πάει στο σπίτι;» ρώτησε δισταχτικά και με περισσότερη αγωνία απ' ό,τι ήθελε να δείξει. «Καλούτσικα. Αλλά, σε παρακαλώ, δεν είναι ώρα να κάνουμε τέτοια συζήτηση. Αφού ξέρεις ότι θα τα πούμε σύντομα » τον καθησύχασα. «Θα τα πούμε, Ελένη; Ή θα μου πετάξεις ένα ξερό: "Νικήτα, υπερίσχυσαν τα δεκαεφτά χρόνια γάμου. Καλά να περάσεις στην Καρδαμύλη"...» Με πλησίασε επικίνδυνα κοντά στο πρόσωπο. «Μη, Νικήτα! Τι θα πω αν μας δει κανείς έτσι; Μπορεί να μπει ο Τάκης! Είναι πάνω και διαβάζει...» τραβήχτηκα και κόλλησα σχεδόν στα ράφια με τις σαμπάνιες. «Να του πεις ότι συνάντησες τυχαία τον οδοντίατρο σου κι ότι σε πλησίασε για να ελέγξει την κακοσμία του
410
Ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
στόματός σου» απάντησε ειρωνικά. «Εξάλλου το επάγγελμά μου σ' έχει βολέψει αρκετές φορές». «Το στόμα μου δε μυρίζει!» απάντησα μουτρωμένη. «Κι εγώ δεν είμαι ο οδοντίατρός σου! Είμαι πολλά άλλα, αλλά όχι ο οδοντίατρός σου!» είπε σφιγμένα. Προχώρησε στο ταμείο και πήρε αδιάφορα ένα πακέτο αλμυρά μπισκότα από μια στοίβα εκεί δίπλα. Πλήρωσε και βγήκε από την κάβα. Έμεινα να κοιτώ την πόρτα μέχρι που με συνέφερε η φωνή του κυρίου Μανόλη: «Κυρία Ελένη, να σας βοηθήσω;»
411
ΜΑΪΡΑ
Π ΑΠ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Δεμαςχέζεις, ρε ηλίθιε... «Όχι, Μανόλη μου. Μια σαμπάνια παίρνω για τα γενέθλια του Τάκη κι έρχομαι». Πήρα αυτή που μου συνέστησε ο Νικήτας και κατευθύνθηκα στο ταμείο. «Ο κύριος... δεν τον έχω ξαναδεί στα μέρη μας» άφησε να αιωρηθεί με φαινομενική αδιαφορία, καθώς χτυπούσε την τιμή στο πληκτρολόγιο της μηχανής. Γεροκουτσομπόλη, ούτε Σουρωτή δε θα ξαναπάρω από την κάβα σου... «Ο οδοντίατρός μου ήταν και βρέθηκε τυχαία στη γειτονιά μου» είπα και τον κοίταξα αυστηρά, δείχνοντάς του ότι η συζήτηση είχε λήξει. Δεν πτοήθηκε: «Αγόρασε κρακεράκια, ενώ θα 'πρεπε να πάρει ένα κιβώτιο ούζο για τους ασθενείς του» έβγαλε ένα γκάρισμα που υποδείκνυε τη διάθεσή του να γελάσει. Τον άφησα να γκαρίξει μέχρι να ξεθυμάνει και τον ρώτησα με μελιστάλαχτο ύφος: «Δε μου λες, βρε Μανόλη, σε ξέρω τόσα χρόνια και ποτέ δε σε ρώτησα. Είσαι παντρεμένος;» Άλλαξε τη χαμογελαστή του γκριμάτσα με μια εντελώς απογοητευμένη . «Αααχ, όχι, κυρία Ελένη μου... » «Είπα κι εγώ!» απάντησα ξερά, πήρα τη σακούλα με τη σαμπάνια και τον άφησα να χάσκει πίσω από την ταμειακή μηχανή.
412
Ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
Στο σπίτι έβαλα τη σαμπάνια στο ψυγείο και βγήκα στη βεράντα να ποτίσω τα λουλούδια. Κοίταζα αφηρημένη το νερό που ιρίδιζε από τον ήλιο στην καμπύλη πορεία του προς τις γλάστρες, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Αυθόρμητα σκέφτηκα ότι τηλεφωνούσε ο Νικήτας. Έμεινα αναποφάσιστη για λίγο, κι όταν τελικά μπήκα στο σπίτι για να απαντήσω, η συσκευή με υπο-
413
ΜΑΪΡΑ
Π ΑΠ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
δέχτηκε με βουβή διαμαρτυρία. Στάθηκα για λίγο εκεί δίπλα μήπως και ξαναχτυπήσει. Τίποτα. Μπήκα στην κρεβατοκάμαρα κι άνοιξα το τελευταίο συρτάρι της σιφονιέρας μου. Έβγαλα ένα κουτί στο οποίο φύλαγα ευχετήριες κάρτες και ξέθαψα τη φωτογραφία του Νικήτα, στην οποία είχα πιάσει με συνδετήρα το σημείωμα για την Καρδαμύλη. Ξάπλωσα στο κρεβάτι κι έφερα την εικόνα του κοντά στα μάτια μου. Όταν, καθισμένη στο ίδιο κρεβάτι, πρωτοάνοιξα το πακέτο που μου είχε δώσει έξω από το σινεμά, χτύπησε η καρδιά μου σαν τρελή κι ορκίστηκα ότι θα ακολουθούσα αυτόν τον άντρα όχι στην Καρδαμύλη αλλά και στα υψίπεδα του Γκολάν. Κι όταν τον είδα πριν από λίγο στην κάβα του γερο-ηλίθιου, έκανα σχεδόν πως δεν τον ήξερα. Γιατί; Επειδή το σπίτι μου είχε αποκτήσει, έστω φαινομενικά, την ισορροπία που ζητούσα τόσα χρόνια; Επειδή καθόμουν τα βράδια με τον Αλέξη και κοιτούσαμε τα φώτα της νυχτερινής Αθήνας; Επειδή πίστευα ότι είχε αλλάξει κι ήταν έτοιμος να ζήσει για πάντα κοντά μου, ανακαλύπτοντας τον έρωτά του για
414
Ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
μένα και επιδιώκοντας την αγάπη μου με κάθε μέσο; Τότε, γιατί στα κομμάτια δε μου είχε αποκαλύψει τη σχέση του με τη Χριστίνα; Γιατί μου έλεγε πως από δω και πέρα η ζωή μας θα βασιζόταν στην τιμιότητα και στην ειλικρίνεια των συναισθημάτων; Αν παραδεχόταν ότι είχε κοιμηθεί με τη φίλη μου, μπορεί να τον συγχωρούσα. Και δε θα σκεφτόμουν να τον παρατήσω για το Νικήτα. Όχι μετά από δεκαεφτά χρόνια παθιασμένης αγάπης. Θα τον είχα συγχωρήσει. Αλλά φαίνεται πως δε διακινδύνευε αυτήν την ομολογία τώρα που το νερό είχε αρχίσει να κυλά στο αυλάκι. Γιατί ήμουν σίγουρη ότι, από τη στιγμή που επέστρεψε, ήξερε ότι θα μείνει.
415
Ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
Ήξερε πόσο τον αγαπούσα κι ότι όλες μου οι κινήσεις ήταν απελπισμένες προσπάθειες εκτόνωσης ενός τσακισμένου εγωισμού. Το ήξερε και απλά περίμενε χωρίς φανφάρες τη στιγμή που θα ενέδιδα. Κι ήμουν έτοιμη. Αναστέναξα και κοίταξα άλλη μια φορά τη φωτογραφία με το χαμογελαστό Νικήτα. Σαν να μου 'λέγε: «Ελένη, είμαι η ευκαιρία σου. Μην τη χάσεις για κάποιον που εξακολουθεί να σε παραμυθιάζει». «Αν μου το ομολογούσε...» μονολόγησα με θλίψη. Έβαλα τη φωτογραφία στο κουτί κι έκλεισα το συρτάρι της σιφονιέρας. Μετά σήκωσα το ακουστικό του τηλεφώνου και σχημάτισα το νούμερο του σπιτιού της Χριστίνας. «Ναι;» ακούστηκε λαχανιασμένη. Με δυσφορία τη φαντάστηκα κάτω από το ιδρωμένο σώμα του Αλέξη. «Η Ελένη είμαι. Έχουμε να τα πούμε μέρες και πήρα να δω πώς πάει η κινησιοθεραπεία». «Θαυμάσια!» ακούστηκε χαρούμενη. «Βγαίνω κι από το σπίτι. Σιγά σιγά, αλλά με πρόοδο. Έβγαλα και το κολάρο. Νομίζω ότι ο λαιμός μου έχει αποκτήσει ένα εκτυφλωτικό άσπρο χρώμα. Καλά που έρχεται το καλοκαίρι και θα με δει ο ήλιος».
416
Ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
«Έχεις σχέδια για το καλοκαίρι;» τη ρώτησα μάλλον χλιαρά. «Θα πάμε με τη μαμά και τη Φιλιππινέζα στη θεία μου που ζει στην Τέμενη. Ελπίζω αυτή τη φορά να φτάσω» γέλασε. «Εσύ τι κάνεις; Ο Τάκης; Έχει εξετάσεις αυτόν τον καιρό;» «Τελειώνει σε μια βδομάδα. Γι' αυτό σε πήρα. Θα θυμάσαι ότι έχει γενέθλια στις δώδεκα». «Και βέβαια το θυμάμαι!» με διέκοψε με πάθος, επιβεβαιώνοντάς μου το αντίθετο.
417
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
«Έλεγα μήπως θέλεις να φάμε μαζί στις δεκαπέντε, που τελειώνει τις εξετάσεις. Θα του ανοίξουμε και σαμπάνια για τα δεκαεφτά του χρόνια». «Εεε, πολύ ευχαρίστως. Μιλάς για το βράδυ;» είπε κάπως μουδιασμένα. «Ναι, το πρωί δίνει το τελευταίο μάθημα. Γύρω στις εννιά αν μπορείς. Αν, πάλι, δεν μπορείς... » «Όχι, θα 'ρθω οπωσδήποτε. Απλά, να, την τελευταία φορά είχα φύγει κακήν κακώς από το σπίτι σου και δεν ξέρω αν θέλεις πραγματικά να ξανάρθω...» σώπασε περιμένοντας να την καθησυχάσω. «Αν δεν ήθελα, δε θα σε καλούσα. Ας προσπαθήσουμε να ξεπεράσουμε εκείνη την άσχημη φάση. Λοιπόν, αν δεν επικοινωνήσουμε μέχρι τότε, σε περιμένουμε στις δεκαπέντε Ιουνίου, γύρω στις εννιά». Κλείσαμε. Χαμογέλασα στον καθρέφτη. Το είδωλό μου μου ανταπέδωσε το χαμόγελο. Του έβγαλα κοροϊδευτικά τη γλώσσα. Το αντιγύρισε. Εγκατέλειψα την κρεβατοκάμαρα σιγοσφυρίζοντας. «Αν δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό, πάει το βουνό στο Μωάμεθ» είπα δυνατά και βγήκα στη βεράντα να συνεχίσω το πότισμα. Λίγο αργότερα βγήκε ο Τάκης από το δωμάτιό του, αναψοκοκκινισμένος από τη ζέστη και την πίεση
418
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
του διαβάσματος. Την επομένη έγραφε θεωρία της μουσικής. «Ευτυχώς που η εξεταστέα ύλη δεν περιλαμβάνει και φλογέρα» είπε καθώς άνοιγε το ψυγείο να πάρει μια Κόκα-κόλα. «Γιατί να μη δίνουμε ιστορία του κινηματογράφου και σκηνοθεσία;» Τα λόγια του συνόδεψε το «κλικ», καθώς άνοιγε το κουτάκι με το αναψυκτικό. «Τι ώρα θα 'ρθει σήμερα ο μπαμπάς;» ρώτησε ανάμεσα σε δυο γουλιές Κόκας. «Τη συνηθισμένη» απάντησα.
419
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
«Τη συνηθισμένη πριν ή μετά την επανεγκατάσταση;» είπε και βγήκε χωρίς να περιμένει απάντηση. Δεν τον είχε συγχωρήσει; Τόσο πολύ του κόστισε λοιπόν; Κι όμως υπήρχαν στιγμές που τους έβλεπα μαζί κι ένιωθα πως η σχέση τους ήταν δυνατή. Ο Αλέξης ακολουθούσε με τον Τάκη την ίδια τακτική που εφάρμοζε και σ' εμένα. Άντεχε τις ειρωνείες και τα κακόβουλα σχόλιά του. Σαν να μην τον αφορούσαν. Και ο Τάκης μπροστά του άρχισε σιγά σιγά να ξεθυμαίνει. Αραίωσε τις σπόντες, τον ρωτούσε για κάποιες απορίες στα μαθήματα. Ο Αλέξης είχε πιάσει καλά το νόημα. Όταν βαράς με λύσσα έναν τοίχο και δεν αντιγυρίζει τα χτυπήματα, το παίρνεις απόφαση και σταματάς. Χρειάζονται δύο για τον καβγά. Δύο και για την απιστία, σκέφτηκα με πίκρα. «Τι να κάνω, Θεέ μου;» ψιθύρισα κι απέμεινα σιωπηλή, λες και ο Θεός θα μου 'στελνε την απάντηση με την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος. Ασφαλώς δεν πέταξαν περιστέρια ούτε συνέβη το θαύμα της φλεγόμενης βάτου στην κουζίνα του σπιτιού μου. Απλά, ξαναμπήκε ο Τάκης για να μου πει ότι
420
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
θα πεταγόταν μέχρι τη Νόρα για να ξεσκάσει. «Τάκη, πριν φύγεις θέλω να σου πω κάτι. Την ημέρα που τελειώνεις τις εξετάσεις μην κανονίσεις τίποτα με τη Νόρα ή τους φίλους σου. Θα 'θελα να βγούμε οι δυο μας για φαγητό, να τα πούμε με την ησυχία μας. Μας απασχολούν πολλά, και αυτές τις μέρες δεν μπορούμε να τα συζητήσουμε λόγω πίεσης. Θα μου κάνεις αυτή τη χάρη;» τον κοίταξα παρακλητικά. «Εντάξει. Εξάλλου κι εγώ θέλω να τα πούμε μόνοι μας κάποια στιγμή» μου χαμογέλασε κι έκανε να φύγει. Τον ξανασταμάτησα. «Και κάτι άλλο. Επειδή τα γενέθλιά σου πέφτουν σε
421
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
ημέρα που έχεις εξετάσεις, θα τα γιορτάσουμε στις δεκαπέντε το βράδυ. Θα 'ρθει κι η Χριστίνα». Εκνευρίστηκε: «Έλα, ρε μάνα! Το μεσημέρι, που θα πανηγυρίζουν όλοι και θα μπουγελώνονται στο σχολείο, εγώ θα πω "σόρι, παιδιά, θα φάω με τη μανούλα μου". Και το ίδιο βράδυ θες να με καπελώσεις στο σπίτι με τον μπαμπά και τη φίλη σου. Εγώ θέλω να βγω με την παρέα για τα γενέθλια μου. Μεγάλωσα πια για οικογενειακές καταστάσεις». Ξίνισε τα μούτρα του. «Ώρα είναι να καλέσεις και τα σόγια μας για να μου τραγουδήσουν πάνω από την τούρτα». Έβαλε το δάχτυλό του στο στόμα, δήθεν ότι θέλει να κάνει εμετό. «Κάνε μου αυτή τη χάρη και δε θα το μετανιώσεις». Με κοίταξε μπερδεμένος. «Διακρίνω έναν τόνο πανικού στη φωνή σου;» «Είναι πολύ σημαντική αυτή η μέρα για μένα, Τάκη. Κι όχι μόνο επειδή θα 'χεις μεγαλώσει κατά ένα χρόνο. Κάνε μου το χατίρι. Από την επομένη θα 'χεις όλο το χρόνο δικό σου». Ξεφύσηξε συγκαταβατικά. «Εντάξει. Αρκεί να μην αρχίσετε να σκαλίζετε με νοσταλγικό ύφος τα παιδικά μου κατορθώματα, θα φάμε, θα σβήσω τα κεριά μου και μετά θα
422
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
κανονίσω με τη Νόρα. Θα 'χουμε τελειώσει ως τις έντεκα. Έτσι;» μου 'ριξε ένα προειδοποιητικό βλέμμα, που δεν επιδεχόταν αντίρρηση. «Έτσι» υπερθεμάτισα. Χαμογέλασε ικανοποιημένος και βγήκε από την κουζίνα. Κοίταξα το ρολόι του τοίχου. Έδειχνε τρεισήμισι. Η ζέστη ήταν ανυπόφορη μέσα στο σπίτι. Αποφάσισα να βγω μια βόλτα. Κάλεσα ένα ραδιοταξί και λίγο αργότερα χτύπησε το κουδούνι. Κατέβηκα στην είσοδο, ψάχνοντας με τα μάτια για το κίτρινο όχημα. Κοκάλωσα στη θέα του Νικήτα, που στεκόταν δίπλα στα κουδούνια της πολυκατοικίας. Κοιτώντας νευρικά γύρω μου, τον πλησίασα.
423
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
«Εσύ χτύπησες το κουδούνι;» «Ναι. Και μη μου πεις ότι είναι ο Τάκης επάνω, γιατί τον είδα που έφυγε πριν από λίγο. Όσο για τον άντρα σου, αποκλείεται να έχει γυρίσει τόσο νωρίς». «Και πού το ξέρεις;» τον ρώτησα με ύφος που εξέφραζε συγχρόνως πρόκληση και εκνευρισμό. Μου ανταπέδωσε τη ματιά σε ποιον τα πουλάς αυτά και με ρώτησε γιατί κατέβηκα αντί να απαντήσω στο θυροτηλέφωνο . «Γιατί ετοιμαζόμουν να βγω και νόμισα ότι ήταν το ραδιοταξί» απάντησα μουτρωμένη. «Μπορώ να σε πάω εγώ με το αυτοκίνητο... » προσφέρθηκε σχεδόν με ικεσία. Εκνευρίστηκα, γιατί μου φάνηκε αδύναμος, ανασφαλής, επίμονος και... Χριστέ μου! Τι έφαγε και κόλλησε στα μπροστινά του δόντια; «Σου είπα, έχω καλέσει ραδιοταξί» απάντησα ξινίζοντας ελαφρά τα μούτρα. «Μπορώ να σε ρυμουλκήσω» συνέχισε με επιμονή καλυμμένη πίσω από χιούμορ. Μου χαμογέλασε, ξέροντας ότι έβρισκα ακαταμάχητο το χαμόγελό του. Φυσικά δεν ήξερε ότι ένα πράσο ή κάτι παρόμοιο είχε σφηνώσει στην τέλεια οδοντοστοιχία του, συνηγορώντας καθοριστικά στην απόφασή μου να περιμένω το
424
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
ραδιοταξί. Μου 'ρθε η σαδιστική διάθεση να τον ντροπιάσω. «Τι έτρωγες όσο σκεφτόσουν να μου χτυπήσεις το κουδούνι;» Με κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει το νόημα της ερώτησης. «Είναι κι αυτή ερώτηση του τύπου "πώς κορνάρει το αυτοκίνητό σου";» Κι αμέσως συμπλήρωσε ξαφνιασμένος: «Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι έτρωγα όσο σκεφτόμουν να σου χτυπήσω το κουδούνι;» «Το χορταρικό που 'χει σφηνώσει ανάμεσα στα μπρο-
425
ΜΑΪΡΑ
Π ΑΠ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
στινά σου δόντια και το οποίο δεν είχες όταν ειδωθήκαμε στην κάβα». Κοκκίνισε και γύρισε από την άλλη για να ευπρεπιστεί, μουρμουρίζοντας κάτι σαν «ανάθεμα τα κρακεράκια με σπανάκι». Γύρισε ξανά προς το μέρος μου και, περνώντας άλλη μια φορά τη γλώσσα πάνω από τα δόντια του, μου τα' δείξε. «Εντάξει» είπα και του χαμογέλασα ζεστά, νιώθοντας τύψεις που τον έφερα σε δύσκολη θέση. Εκείνη τη στιγμή σταμάτησε μπροστά μας το ραδιοταξί που είχα καλέσει. Άνοιξα βιαστικά την πίσω πόρτα και χώθηκα στο κάθισμα. Έριξα στο Νικήτα ένα απολογητικό βλέμμα, τι να κάνουμε, ήρθε το ταξί μου. Υπέθεσα ότι απέμεινε στη μέση του δρόμου, παρακολουθώντας απογοητευμένος το ραδιοταξί να χάνεται στον ορίζοντα. Σαν φινάλε από ταινία με το κοινωνικό επιμύθιο: Μάγκες, μη δοθείτε σε γυναίκα που μια ερωτική απογοήτευση την έσπρωξε στην αγκαλιά σας. Όταν σταθεί στα πόδια της, θα σας πατήσει. Αναδεύτηκα στο κάθισμα, προσπαθώντας μάταια να διώξω τις σκέψεις που με τριγύριζαν. Δηλαδή κι εγώ σ' αυτές τις γυναίκες ανήκω; Ένιωσα κάποια στιγμή πως βούλιαζε η ζωή μου και βρήκα το Νικήτα για σωσίβιο;
426
ΜΑΪΡΑ
Π ΑΠ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Και, μόλις επέστρεφε ο Αλέξης, αποφάσισα να ξεχάσω τις κακές στιγμές, να τον συγχωρήσω και να ξαποστείλω το Νικήτα; Και τότε σε τι διαφέρω από τον Αλέξη; Το ίδιο κάθαρμα είμαι κι εγώ. Παίζω με τα αισθήματα του άλλου, τονώνεται ο πληγωμένος μου εγωισμός και στο τέλος τον πετάω σαν στυμμένη λεμονόκουπα. Δηλαδή, αν δεν είχε επιστρέψει ο Αλέξης, εγώ θα εννοούσα τη ζωή μου χωρίς το Νικήτα; Όχι, κυρία Ελένη. Θα 'σουν ευτυχής στο πλευρό του οδοντίατρου που ξέθαψε από
427
ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
μέσα σου αισθήματα ξεχασμένα από καιρό, σύμφωνα με τα λεγόμενά σου. Επί Νικήτα έδειξες μεγαλοσύνη στη Χριστίνα, επί Νικήτα ανανεώθηκες εξωτερικά και εσωτερικά, επί Νικήτα γλίτωσες την επιπεφυκίτιδα που κόντεψες να πάθεις από το κλάμα. Και, τέλος, επί Νικήτα ευχόσουν να μη γυρίσει ποτέ ο Αλέξης. Σιχάθηκα τον εαυτό μου. Έσκυψα μπροστά και παρακάλεσα τον ταξιτζή να αλλάξει πορεία. Δε φάνηκε ενθουσιασμένος. «Μα, μαντάμ, όταν μπήκατε, σας ρώτησα πού πάμε και μου απαντήσατε: "Βουλιαγμένη, για καφεδάκι στην παραλία". Και ξαφνικά σας τη δίνει και μου λέτε: "Καστρί". Έχουμε φτάσει στην αρχή της Συγγρού και με βάζετε να αλλάξω κατεύθυνση. Ποιος μου λέει ότι στο δρόμο δε θα μου πείτε: "Λιβαδειά για σουβλάκια". Ταξιτζής είμαι, κυρία μου, δεν είμαι... » σταμάτησε μπλοκαρισμένος, μην ξέροντας πώς να ολοκληρώσει τη φράση που συνήθως ξεκινά με άλλη ιδιότητα για να καταλήξει... «δεν είμαι ταξιτζής». «Το επάγγελμά σας επικαλούμαι κι εγώ λοιπόν και σας ζητώ να με πάτε στο Καστρί. Πάντως, αν σας κάνει κόπο, αφήστε με στο πρώτο φανάρι και θα με εξυπηρετήσει κάποιος άλλος συνάδελφός σας» απάντησα σε επικριτικό τόνο. Δεν ξέρω αν, υπενθυμίζοντάς του το ε-
428
ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
πάγγελμα που ασκούσε, άγγιξα το φιλότιμό του ή η πρόθεσή μου να πάρω ανταγωνιστή του υπήρξε το υπομόχλιο της απόφασής του να με πάει στο Καστρί. Πνίγοντας μια βρισιά μέσα στα δόντια του, έκανε στροφή επιτόπου σ' ένα φανάρι με πινακίδα που απαγόρευε το συγκεκριμένο τρόπο στροφής και πήρε το δρόμο για τα βόρεια προάστια. Ξαναβυθίστηκα στις σκέψεις μου. Πάλι με περικύκλωσαν οι Ερινύες.
429
ΜΑΪΡΑ
Π ΑΠ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Κάτσε, ρε Ελένη. Ακόμα δεν έχεις ξεκαθαρίσει τι θέλεις. Πώς προδικάζεις ότι θα μείνεις με τον Αλέξη, τη στιγμή που ξέρεις ότι δε σου 'χει πει την αλήθεια για τη Χριστίνα. Αφού στο βάθος είσαι διατεθειμένη να δοκιμάσεις με το Νικήτα πριν αποφασίσεις οτιδήποτε. Εξάλλου, αν δε σου άρεσε, θα το είχες ξεκαθαρίσει από τη στιγμή που επέστρεψε ο νυμφίος. «Νικήτα μου, ως εδώ. Τώρα γύρισε ο καλός μου και εσύ μπορείς να πας στα τσακίδια». Θέλησες να τον πληγώσεις γιατί βρέθηκες σε θέση ισχύος για μια φορά στη ζωή σου κι είπες να δοκιμάσεις πώς είναι να τσιτσιρίζεις έναν ερωτευμένο. Απωθημένα δεκαεφτά χρόνων είναι αυτά. Είπες να νιώσεις τη δύναμη του θύτη όταν ανακάλυψες ότι έπεσε θύμα σου. Και σ' τη βάρεσε η αδυναμία του. Σήκω, Νικήτα, κάτσε, Νικήτα. Πώς κορνάρει το κλάξον σου, Νικήτα; Τι έφαγες όσο με περίμενες; Κι αυτός ο δυστυχής, προσπαθώντας να περισώσει την αξιοπρέπεια του, απαντά με χιούμορ και με το χαμόγελο στα χείλη —που κι αυτό σε ενόχλησε όταν ανακάλυψες την πρασινάδα στα δόντια του— αντί να σε διαολοστείλει για το ηλίθιο σου φέρσιμο. Αλλά αν σε διαολόστελνε, θα 'τρεχες από πίσω του. Και τώρα γι' αυτό πηγαίνεις στο Καστρί. Φοβάσαι ότι θα σου κλείσει την πόρτα κατάμουτρα πριν αποφασίσεις αν θέλεις να τελειώσεις μαζί του. Γιατί στο βάθος σ' αρέσει. Ελένη μου, τον Αλέξη τον αγαπάς, ίσως από συνήθεια πλέον. Δε θέλεις να τον χάσεις. Θα μπορούσες να του κλείσεις κατάμουτρα την πόρτα, λέγοντάς του ότι, όσο έλειπε, γνώρισες κάποιον άλλο. Τον δέχτηκες πίσω, αλλά δε μίλησες, παριστάνοντας την απατημένη του κερατά. Αυτό ακριβώς. Σε απάτησε κι εσύ τον κεράτωσες. Αλλά με κάποιον που σου άρεσε. Κι αυτό περιπλέκει τα πράγματα. Γιατί τους θέλεις και
430
Ο
ΙΟΥΛΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
τους δύο. Κι όσο πλησιάζουν οι μέρες που πρέπει να πάρεις μια απόφαση, τα νεύρα σου σε κάνουν να στρέφεσαι πότε κατά του ενός και πότε κατά του άλλου. Σε ενόχλησε το κολλημένο σπανάκι στα δόντια του Νικήτα. Προχτές σ' τη βάρεσε ο Αλέξης, που ζούληξε από τη μέση το καινούριο σωληνάριο οδοντόκρεμας. Κυρία Ελένη, έχετε μεταλλαχθεί σε μπαλάκι του πινγκ πονγκ. Έβγαλα βαθύ αναστεναγμό και ο ταξιτζής με αγριοκοίταξε από τον καθρέφτη. «Μήπως αλλάξατε πάλι γνώμη, τώρα που πλησιάζουμε στον προορισμό μας;» «Όχι, μην ανησυχείτε. Στο φανάρι στρίψτε αριστερά και προχωρήστε ευθεία. Στο τρίτο στενό με αφήνετε» έβγαλα το πορτοφόλι μου και περίμενα. Φτάσαμε στο στενό που έμενε ο Νικήτας και πλήρωσα ακριβά την απόφαση μου να εγκαταλείψω τη θάλασσα για το βουνό. Χτύπησα το κουδούνι του σπιτιού του και περίμενα. Ουδεμία απάντηση. Χτύπησα στο ιατρείο. Σιγή. Μου 'ρθε να βάλω τα κλάματα από την απογοήτευση. Τι περίμενα; Να μου ανοίξει την πόρτα αξύριστος και καταβεβλημένος επειδή τον παράτησα πριν από μια ώρα έξω από το σπίτι μου; Κάθισα στο πλατύσκαλο και περίμενα. Μου 'ρθε στο μυαλό η σκηνή από την ταινία Σονβ ΜοΓγ, όπου η Άλι ΜακΓκρόου, μετά από γερό καβγά με το Ράιαν Ο'Νιλ, φεύγει από το σπίτι για να ξεχαρμανιάσει, κι
431
Ο
ΙΟΥΛΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
όταν γυρίζει, ανακαλύπτει ότι δεν έχει κλειδιά. Χτυπά, αλλά ο άντρας της έχει πάρει τους δρόμους για να την ψάξει, κι όταν επιστρέφει τη βλέπει καθισμένη να κλαίει και συγχρόνως να τρέμει, επειδή στο ενδιάμεσο έβρεξε καρεκλοπόδαρα. Αγκαλιάζονται και της ζητεί συγγνώμη, κι αυτή, αντί να τον χέσει που την κλείδωσε απ' έξω, του
432
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
λέει ανάμεσα στα μυξοκλάματα: «Αγάπη είναι να μη ζητάς ποτέ αυγγνώμη». Κι ύστερα έπαθε λευχαιμία και πέθανε. Δεν ξέρω γιατί παρομοίασα την κατάσταση μου με τη συγκεκριμένη ταινία. Αν κάποιος έπρεπε να ζητήσει συγγνώμη, ήμουν εγώ κι όχι ο Νικήτας. Κι οπωσδήποτε δε θα μου 'λεγε τη φιλοσοφημένη ατάκα της ΜακΓκρόου. Το πιθανότερο ήταν να μου πει να χώσω τη συγγνώμη μου εκεί που ήξερα. Ούτε έβρεχε καταρρακτωδώς για να με δει μουσκεμένη ως το κόκαλο έξω από το σπίτι του και να μαλακώσει. Τουναντίον, έκανε διαολεμένη ζέστη κι ο ήλιος βάραγε κατακούτελα, παρ' όλο που κόντευε απόγευμα. Μπορεί να πάθαινα ηλίαση και να με λυπόταν. Σηκώθηκα όρθια κι άρχισα να κόβω βόλτες μέχρι τη γωνία του δρόμου, ελπίζοντας να δω το αυτοκίνητό του να στρίβει. Η ώρα είχε πάει πέντε και τέταρτο. Αρκετά αργά για την υπομονή μου. Όμως ο Νικήτας έπρεπε να δει ότι πέρασα από το σπίτι του. Θα του άφηνα ένα σημείωμα. Άνοιξα την τσάντα μου, ψάχνοντας για χαρτί και μολύβι. Δεν υπήρχε όμως ούτε το ένα ούτε το άλ-
433
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
λο. Μόνο το πορτοφόλι μου, μισή τσίχλα στο περιτύλιγμά της, καθρεφτάκι, κραγιόν και χτένα. Πώς στα κομμάτια θα του έγραφα ότι τον περίμενα τόση ώρα; Το μάτι μου έπεσε στο κραγιόν. Το άνοιξα και πλησίασα αποφασιστικά την τζαμαρία της εισόδου. Έγραψα «ΕΛΕΝΗ» και έκανα ένα βήμα πίσω, για να επιθεωρήσω τη δουλειά μου. Ήταν διακριτικό, αλλά όχι τόσο ώστε να μην το δει καθώς θα άνοιγε την πόρτα. Βέβαια, θα τραβούσε την προσοχή οποιουδήποτε. Από τη γραμματέα ώς τους πελάτες του. Ευχήθηκα να έφτανε πρώτος εκείνος.
434
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
Έμεινα με το μισολιωμένο κραγιόν στο χέρι. Αναρωτήθηκα αν έπρεπε να συμπληρώσω κάτι. Το μέσο γραφής δε με βοηθούσε για μακρηγορίες, αλλά μόνο το όνομα μου μου φάνηκε λίγο. Πλησίασα την τζαμαρία και ζωγράφισα μια καρδιά δίπλα στο «ΕΛΕΝΗ». Το μετάνιωσα την ίδια στιγμή. Ήταν πολύ δεσμευτικό. Βασικά, ήθελα να του ζητήσω συγγνώμη που ήμουν τόσο απότομη. Όχι να του πω ότι τον αγαπούσα. Μου άρεσε πολύ, αλλά δεν τον αγαπούσα. Και τι ζωγραφίζεις όταν κάποιος απλά σου αρέσει; Κοιτούσα συλλογισμένη τη σύνθεσή μου όταν άκουσα τη μηχανή του αυτοκινήτου του να σβήνει μπροστά στην πόρτα. Γύρισα και τον είδα να βγαίνει και να κλειδώνει την πόρτα του οδηγού. Μ' έπιασε πανικός. Άπλωσα την παλάμη μου στην τζαμαρία κι άρχισα να τρίβω το μήνυμα από κραγιόν, εξαφανίζοντας πρώτα την καρδιά. Έφτασε μπροστά μου τη στιγμή που έσβηνα το πρώτο γράμμα του ονόματός μου. Κοίταξε την κατακόκκινη μουντζούρα πάνω στην τζαμαρία κι έπειτα το χέρι μου, που λες και είχε λάβει μέρος σε σφαγή γουρουνιού. Δεν τόλμησα να τον αντικρίσω. Έσκυψα το κεφάλι και περίμενα να αρχίσει τις φωνές πριν
435
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
με πετάξει κλοτσηδόν από το σπίτι του. Η φωνή του είχε απλά έναν τόνο περιέργειας: «Όταν αρνήθηκες να σε συνοδέψω, ήταν επειδή σκόπευες να μου κάνεις κάποιου είδους έκπληξη; Ή απλά βρίσκεσαι στα πρόθυρα της παράνοιας και την εκδηλώνεις μουντζουρώνοντας με κραγιόν τις τζαμαρίες των σπιτιών;» Μου 'πιασε το κατακόκκινο χέρι και το εξέτασε. Ξαναμίλησε, αφήνοντας αυτή τη φορά ελεύθερο ένα μέρος του συσσωρευμένου εκνευρισμού του: «Δεν ξέρω αν αντέχω άλλο αυτή την κατάσταση. Νομίζω ότι, αν αφε-
436
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
θώ στα παιχνίδια σου, θα τρελαθώ. Και δεν είναι δίκαιο μετά από όσα έχω περάσει στη ζωή μου». Μου άφησε το χέρι και κοίταξε το δικό του. Ήταν πασαλειμμένο με κραγιόν. Έτριψε τα δάχτυλα μεταξύ τους, προσπαθώντας να εξαφανίσει το κόκκινο χρώμα. Δυστυχώς το συγκεκριμένο κραγιόν φημιζόταν για την εικοσιτετράωρη αντοχή του και το μόνο που κατάφερε ήταν να το απλώσει περισσότερο στο χέρι του. Τον κοίταζα πετρωμένη, ανίκανη να πω οτιδήποτε. Αισθανόμουν τόσο γελοία, με το μισολιωμένο κραγιόν στο ένα χέρι και το άλλο μια σκέτη κοκκινίλα. Και δεν είχα ούτε ένα χαρτομάντιλο... Έριξε μια ματιά στη μουντζουρωμένη τζαμαρία και ξεκλείδωσε. Μου έκανε νόημα να περάσω μέσα. Υπάκουσα. Ανατρίχιασα στην ξαφνική δροσιά που εξέπεμπε το μάρμαρο στο εσωτερικό της εισόδου. Μπήκαμε στο ασανσέρ κι ανεβήκαμε αμίλητοι μέχρι το διαμέρισμα. Ξεκλείδωσε και προχώρησε στο σαλόνι. Ήλεγξε τον τηλεφωνητή του. Τράβηξε τις κουρτίνες κι άνοιξε την μπαλκονόπορτα. Ούτε γύρισε να με κοιτάξει. Λες και δε με κάλεσε να τον ακολουθήσω. Κι αν είχα παραφράσει το νόημα του; Μπορεί το κούνημα του κεφαλιού να
437
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
μη σήμαινε «έλα επάνω» αλλά «δίνε του». Ακούμπησα αμήχανη στην πόρτα του χολ. Τον είδα να στέκεται στην ανοιχτή μπαλκονόπορτα με την πλάτη γυρισμένη σ' εμένα. Αποφάσισα να φύγω. Έπρεπε να του κοινοποιήσω την πρόθεσή μου ή να εξαφανιστώ αθόρυβα, αφήνοντάς τον να ατενίζει το δρόμο; Έκανα μεταβολή και πήγα στο ασανσέρ, χωρίς να κλείσω την εξώπορτα. Βρέθηκε δίπλα μου ξαφνικά και με άρπαξε από τους ώμους. Έβγαλα μια τσιρίδα τρόμου γιατί δεν τον άκουσα να με πλησιάζει. Με γύρισε απότομα προς το μέρος του.
438
ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
«Δε βαρέθηκες να το σκας από αυτό το σπίτι;» με ρώτησε άγρια. «Δε μου 'δινες σημασία κι υπέθεσα...» ψιθύρισα και σταμάτησα, έτοιμη να βάλω τα κλάματα. «Κάθε φορά τα καταφέρνεις και κάνεις δραματική την αναχώρησή σου. Και κάθε φορά τρέχω από πίσω σου, ακόμα κι όταν στέκομαι ακίνητος στην πόρτα, βλέποντάς σε να φεύγεις. Γιατί μου φέρεσαι έτσι, Ελένη; Εμένα διάλεξες να πληρώσω τα σπασμένα του γάμου σου;» «Ήρθα για να σου ζητήσω συγγνώμη» είπα και με πήραν τα δάκρυα. Με κοίταξε μην ξέροντας αν έπρεπε να με αγκαλιάσει ή να με χαστουκίσει. Δεν έκανε τίποτε από τα δύο. Άφησε τα χέρια του από τους ώμους μου και τα 'χωσε στις τσέπες του παντελονιού του. Τα ξανάβγαλε απότομα, πνίγοντας μια βλαστήμια για το παντελόνι του που λερώθηκε από κραγιόν. Τον κοίταξα ρουφώντας τη μύτη μου. Αν γινόταν διαγωνισμός για το πιο περίλυπο θέαμα της χρονιάς, θα σάρωνα τα βραβεία. Η έκφρασή του μαλάκωσε. «Έλα μέσα. Και μην ακουμπήσεις τίποτα μέχρι να μπούμε στο μπάνιο». Τον ακολούθησα. Έκλεισε την πόρτα και κατευθυνθήκαμε
439
στο μπάνιο. Άνοιξε τη βρύση του νιπτήρα και μου έδωσε το σαπούνι. Το πήρα και έβαλα τα χέρια μου κάτω από το νερό, που αρχικά έπεφτε κόκκινο σαν αίμα στην πορσελάνη του νιπτήρα και σιγά σιγά ξεθώριαζε, μέχρι που άρχισε να κυλά στη διάφανη του μορφή. Όταν φάνηκε να με ικανοποιεί το αποτέλεσμα, έκλεισα τη βρύση και κοίταξα τα χέρια μου. Το αριστερό, που χρησιμοποιήθηκε για να σβήσει το μήνυμα από κραγιόν, ήταν ελαφρά πιο κόκκινο από το δεξί. Όμως ήμουν σε θέση να πιάσω οτιδήποτε χωρίς να αφήσω αποτυπώματα.
440
ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΜΑΙΡΑ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Έπλυνε κι αυτός τα δικά του. Του ζήτησα να με αφήσει μόνη για λίγο. Με κοίταζε χωρίς να κάνει καμία κίνηση. «Τι φοβάσαι, Νικήτα; Ότι θα σου κλέψω τα διακοσμητικά σαπουνάκια ή ότι θα το σκάσω από το φεγγίτη ;» ρώτησα αγριεμένη. «Δεν είσαι τόσο αδύνατη ώστε να χωράς από το φεγγίτη» μου αντιγύρισε παγερά και έκλεισε την πόρτα του μπάνιου, αφήνοντάς με μόνη. Τράβηξα με μανία μερικά χαρτομάντιλα από το κουτί πάνω στον πάγκο και φύσηξα τη μύτη. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη κι ετοιμάστηκα να βγω από το μπάνιο. Το μάτι μου έπεσε στην ηλεκτρονική ζυγαριά δίπλα στο καλάθι για τα άπλυτα. Έριξα μια κλεφτή ματιά στην κλειστή πόρτα, κίνηση αντανακλαστική, γιατί τον άκουγα να κάνει κάτι στην κουζίνα που ήταν μεσοτοιχία με το μπάνιο. Έβγαλα τα παπούτσια μου κι ανέβηκα στη ζυγαριά. Η βελόνα σταθεροποιήθηκε στα πενήντα κιλά. Ήμουν σχεδόν αδύνατη για το ύψος μου. Άκου, δε χωράς από το φεγγίτη! Πίεσα με φούρκα το πόμολο και άνοιξα την πόρτα. Μπήκα στην κουζίνα, όπου ο Νικήτας τηγάνιζε αυγά. Με κοίταξε μια στιγμή και αφοσιώθηκε ξανά στο τηγάνισμα. Ήθελα να φύγω. Αντί γι' αυτό, κάθισα σε
441
μια καρέκλα και περίμενα να μιλήσει εκείνος. Εγώ δεν ήξερα τι να πω. Έβαλε τα αυγά σ' ένα πιάτο και κάθισε απέναντί μου. «Θέλεις το ένα;» με ρώτησε τυπικά, ξέροντας ότι θα αρνιόμουν. « Όχι, ευχαριστώ. Έχω φάει». «Εγώ είμαι όλη μέρα μ' ένα πακέτο κρακεράκια με γέμιση σπανάκι» είπε. «Ξέρεις, από κείνα που σφηνώνουν στα δόντια» διευκρίνισε παγερά κι έφερε το πι-
442
ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
ρούνι στο στόμα. Δεν ανταλλάξαμε άλλη κουβέντα μέχρι να τελειώσει. Είχε αφοσιωθεί στο πιάτο του κι εγώ παρατηρούσα το σχέδιο στα πλακάκια που κάλυπταν τον τοίχο απέναντι μου. Είχα μετρήσει πενήντα έξι μαργαριτούλες, όταν μου πρότεινε καφέ στη βεράντα. Δέχτηκα και παράτησα το μέτρημα. Βγήκαμε με τα φλιτζάνια μας και καθίσαμε σε δύο αντικριστές πολυθρόνες. Η κατεβασμένη τέντα μας σκίαζε ευχάριστα. «Λοιπόν, γιατί ήρθες να μου ζητήσεις συγγνώμη;» άρχισε την κουβέντα. «Βασικά επειδή σε έχω μπλέξει σ' αυτή την κατάσταση. Κι επειδή νιώθω αρκετά πράγματα για σένα, που δε δικαιολογούσαν το σημερινό μου φέρσιμο». «Σώπα, καλέ! Επειδή έκανες ότι δε με ήξερες μέσα στην κάβα, με ειρωνεύτηκες για το σπανάκι στα δόντια, με παράτησες φεύγοντας με το ραδιοταξί και, τέλος, μουντζούρωσες με κραγιόν την εξώπορτά μου; Μην το κάνεις θέμα» με κοίταξε με παγερή ειρωνεία. Πετάχτηκα όρθια σαν ελατήριο. Τα φλιτζάνια ταρακουνήθηκαν στα πιατάκια τους, αλλά το περιεχόμενο δε χύθηκε. Έσκυψα αμίλητη να πιάσω την τσάντα μου, που ήταν αφημένη δίπλα στην πολυθρόνα. Η
443
φωνή του Νικήτα έχασε την ειρωνική χροιά, αλλά παρέμεινε παγερή: «Αν φύγεις τώρα, δε θα σε σταματήσω. Ούτε θα σε αναζητήσω. Θα μπορέσεις να επαναφέρεις την ισορροπία του σπιτιού σου χωρίς να... σκοντάφτεις επάνω μου. Κι αν ποτέ ξανακαβγαδίσεις με τον Αλέξη, ίσως χρησιμοποιήσεις τη σύντομη ιστορία μας για να τον πικάρεις». Νικημένη, κάθισα στη θέση μου, μην τολμώντας να αντικρίσω το θριαμβευτικό του βλέμμα. Ξαναμίλησε, κι η ευχαρίστηση στη φωνή του έδειχνε ότι το διασκέδαζε που ήταν κύριος της κατάστασης.
444
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
«Ωραία! Και τώρα που κάθισες σαν καλό κοριτσάκι, μπορείς να μου πεις γιατί σηκώνεσαι να φύγεις όταν σε στριμώχνουν ή δε σου λένε αυτό που θέλεις να ακούσεις;» «Εγώ ήρθα με όλη την καλή διάθεση να σου ζητήσω συγγνώμη για όλα τα παραπάνω κι εσύ μ' άρπαξες από τα μούτρα. Τι ήθελες να κάνω;» γκρίνιαξα θιγμένη. Δε μου ήταν ευχάριστη η αλλαγή από τα κομπλιμέντα στην κατσάδα. «Εντάξει. Δέχομαι ότι τα νεύρα σου δεν είναι σε πολύ καλή κατάσταση, κι ίσως φταίω εγώ που δε σου είπα να διακόψουμε μόλις εμφανίστηκε ο άντρας σου. Αν δε σου πιπιλούσα το μυαλό για την Καρδαμύλη, μπορεί τώρα να κανόνιζες τις οικογενειακές διακοπές σας». «Θέλεις να... διακόψουμε, Νικήτα;» τον ρώτησα, νιώθοντας την καρδιά μου να αυξάνει τους παλμούς της. Έτριψε τους κροτάφους του συλλογισμένος. Όταν μίλησε, η φωνή του πρόδινε κάποια εγκατάλειψη: «Δεν ξέρω. Εξάλλου τι να διακόψουμε; Την αναμονή για την απάντηση σου; Υποθέτω ότι μπορώ να αντέξω μια βδομάδα μέχρι να μου πεις αν θα 'ρθεις ή όχι. Αρχι-
445
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
κά με τρέλαινε η ιδέα ότι μπορεί να αρνηθείς. Τώρα, μπορώ να δεχτώ οτιδήποτε. Αν δε φύγεις μαζί μου, θα λυτρωθώ από την παρουσία σου, που μου δημιουργεί μεγάλα προβλήματα έτσι όπως έχει η κατάσταση. Αν πάλι μου πεις "έρχομαι", θα με τρώει η αγωνία για πόσο καιρό θα 'σαι μαζί μου. Και δε θα ξέρω αν τη στιγμή που με φιλάς θα σκέφτεσαι εμένα ή τον Αλέξη». Χαμογέλασε θλιμμένα και συμπλήρωσε: «Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα». Πήγα να μιλήσω και δεν έβγαινε η φωνή μου. Κατάπια και κατάφερα να τον ρωτήσω αν όλα αυτά που έλεγε σήμαιναν πως τελικά το είχε μετανιώ-
446
ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
σει. Δεν απάντησε. Χαμήλωσε το βλέμμα στο φλιτζάνι που στριφογύριζε στα χέρια του. «Γι' αυτό ήρθες σήμερα να με βρεις; Για να μου πεις ότι δεν αντέχεις άλλο να περιμένεις;» ψιθύρισα τρεμουλιαστά, πασχίζοντας να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. «Από την αρχή δεν άντεχα να περιμένω. Όμως υποχώρησα, γιατί έβλεπα πόσο σημαντικό ήταν για σένα να περιμένεις τις εξετάσεις του γιου σου. Και, για να λέμε την αλήθεια, δεν ένιωθα να απειλούμαι από τη χρονική απόσταση. Μέχρι που γύρισε ο άντρας σου. Και τότε άρχισα να τρελαίνομαι. Κι η αλλόκοτη συμπεριφορά σου όταν επικοινωνήσαμε με έκανε να καταλάβω ότι ο Αλέξης κέρδιζε έδαφος, ενώ εγώ έπαιρνα άλλες διαστάσεις στο μυαλό σου. Ο υπέροχος Νικήτας μεταλλασσόταν σε κακόμοιρο ανθρωπάριο, που γινόταν ενοχλητικό με την επιμονή του να φυτρώνει εκεί που δεν το έσπειραν. Τη στιγμή που η ζωή σου, Ελένη, άρχισε να κυλά επιτέλους όπως την ονειρευόσουν τόσα χρόνια, εγώ έχασα τη χρυσόσκονη που μ' είχες πασπαλίσει». Σταμάτησε να μιλά κι έβαλε το χέρι στην τσέπη, βγάζοντας ένα πακέτο τσιγάρα κι έναν αναπτήρα.
447
ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
Τον κοίταξα με γουρλωμένα μάτια. «Καπνίζεις;» «Εκπλήσσεσαι; Έπρεπε να εκτονώσω κάπου τον εκνευρισμό μου για να μην αρχίσω να χάνω τους πελάτες μου. Πριν από λίγες μέρες παραλίγο να σκίσω με τον τροχό τη γλώσσα κάποιου κακόμοιρου. Μπήκε σαν άνθρωπος και κόντεψε να φύγει σαν φίδι, με διχαλωτή γλώσσα. Η γραμματέας μου σε έχει μισήσει χωρίς να σε γνωρίζει προσωπικά». «Μήπως είναι ενδόμυχα ερωτευμένη μαζί σου;» προσπάθησα να ελαφρύνω την ατμόσφαιρα.
448
ΜΑΪΡΑ
,ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΎΛΟΥ
«Η Άσπα;» γέλασε. «Μόνο με διευθύντρια γυναικείων φυλακών μπορεί να είναι ερωτευμένη». Τον κοίταξα σοκαρισμένη. «Τι με κοιτάς έτσι; Απ' τη στιγμή που είναι επαγγελματίας στη δουλειά της, δε με νοιάζουν οι σεξουαλικές της προτιμήσεις. Για να μη σου πω ότι έτσι γλιτώνει και τα βάσανα που τραβάω εγώ». «Λυπάμαι» ψιθύρισα. «Εγώ να δεις. Θα έχει πλάκα να γυρίσεις στον αντρούλη σου κι εγώ να πεθάνω από καρκίνο του πνεύμονα, αφού έχω καταστρέψει την επαγγελματική μου υπόληψη. Μου τη δίνει που έχω χάσει την αξιοπρέπειά μου εξαιτίας σου. Μου θυμίζει καταστάσεις με τη Λίζα». «Θ...θες να φύγω;» τραύλισα. Το σαρκαστικό γέλιο του με μαχαίρωσε. «Άντε πάλι!» Άπλωσε το χέρι του σε μια κίνηση ο αφέντης Λείπει και τα σκυλιά είναι δεμένα. Δεν κουνήθηκα γιατί ήξερα ότι δε θα με σταματούσε. Και δεν άντεχα να τον χάσω. Όχι πριν το αποφασίσω εγώ. «Τι θες από μένα, Νικήτα;» «Να μου απαντήσεις τώρα. Θα 'ρθεις ή όχι; Τι περιμένεις να συμβεί σε μια βδομάδα; Θα αλλάξει κάτι την απόφασή σου; Κανονικά θα έπρεπε να την έχεις
449
ΜΑΪΡΑ
,ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΎΛΟΥ
πάρει ήδη. Δε νομίζω να περιμένεις μέχρι την τελευταία στιγμή». Σηκώθηκε από τη θέση του και άρχισε να βηματίζει νευρικά, τραβώντας βαθιές ρουφηξιές από το τσιγάρο. Τον παρακολουθούσα που πηγαινοερχόταν. Πέταξε το τσιγάρο από το μπαλκόνι. Τον μάλωσα γιατί ήταν καλοκαίρι και μπορεί να έπιανε φωτιά. «Εσύ μιλάς; Που μ' έχεις κάψει; Που έχω χάσει τον ύπνο μου εξαιτίας σου, ενώ κανονικά θα 'πρεπε να 'χω πάρει των ομματιών μου και να χαλαρώνω στην Καρ-
450
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
δαμύλη;» Ποπό, κι έλεγα για τα δικά μου νεύρα! Είχε κοκκινίσει και οι φλέβες του πάλλονταν καθώς έσφιγγε το σαγόνι. Ήθελα να τον αγκαλιάσω, αλλά, αν κουνιόμουν, μπορεί να νόμιζε ότι θέλω να φύγω, και πού ήξερα πώς θα αντιδρούσε; Δεν τον είχα ξαναδεί σε τέτοια κατάσταση κι ένιωθα τύψεις που ήμουν εγώ η αιτία. Στάθηκε μπροστά μου ανασαίνοντας γρήγορα. Το ύφος μου πρέπει να ήταν πολύ τρομαγμένο, γιατί αυτόματα ένιωσα την προσπάθειά του να χαλαρώσει: «Συγγνώμη αν σε τρόμαξα με τις φωνές μου. Δε μου έχει συμβεί πολλές φορές. Συνήθως αντιμετωπίζω με χιούμορ τις δύσκολες καταστάσεις. Αλλά η φάση που περνάω μαζί σου δεν είναι για γέλια». Ξανακάθισε στην πολυθρόνα του κι άναψε δεύτερο τσιγάρο. Τον παρακολούθησα που το έφερνε στο στόμα. Με κοίταξε κι αυτός. Το έσβησε. «Έχεις δίκιο. Μόνο κακό μου κάνει» παραδέχτηκε κουρασμένα. «Δεν έχεις ιατρείο σήμερα; Είναι εφτά». «Όχι. Ακύρωσα τα ραντεβού μου γιατί μετά τη συνάντησή μας όποιο εργαλείο κι αν έπιανα στο χέρι μου θα μετατρεπόταν σε φονικό όπλο. Έδωσα και
451
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
στην Άσπα ρεπό». «Μπα, και πού θα το περάσει; Στον Κορυδαλλό;» χαριτολόγησα, ατυχώς, γιατί ξανάβαλε τις φωνές: «Μη χλευάζεις ανθρώπους που δεν ξέρεις. Σε πληροφορώ ότι μόνο η γραμματέας μου είναι ικανή να με συνεφέρνει από τέτοιες καταστάσεις. Και τότε με τη Λίζα αυτή με βοήθησε να το ξεπεράσω και να μην κλείσω το ιατρείο. Και τώρα, που με βλέπει σε τέτοια χάλια, πάλι στέκεται κοντά μου. Κι αλίμονο αν σε πιάσει στα χέρια της, απειλεί». «Της έχεις πει πώς έχουν τα πράγματα;» ρώτησα
452
ΜΑΪΡΑ
Π ΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
προσπαθώντας να κρύψω την ενόχληση μου. Τα εν οίκω μη εν δήμω. Τι δουλειά είχε να τα κοινοποιεί στην υπάλληλό του; «Πάνω κάτω. Κι είναι φυσικό να με ρωτήσει όταν τη μια μέρα με βλέπει να πετάω στα σύννεφα και την άλλη να μη μιλιέμαι. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο με ανακουφίζει όταν καθόμαστε μετά τη δουλειά στο χώρο αναμονής και, πίνοντας ένα ποτό, στοχαζόμαστε και αναφωνούμε: "Αχ, γυναίκες!"» Μου 'ριξε ένα λοξό βλέμμα. «Λοιπόν; Περιμένω απάντηση. Δε θα φύγεις αν δε μου πεις τι έχεις αποφασίσει για μας. Κι αν δε μου πεις, θα το εκλάβω ως άρνηση και δε θα ξαναεπικοινωνήσουμε». «Γιατί με πιέζεις;» αναστέναξα. «Γιατί με βασανίζεις;» αντιγύρισε. Μελετήσαμε σιωπηλά ο ένας τον άλλο πριν σηκωθούμε συγχρόνως από τις θέσεις μας, σαν κάποιος να μας έδωσε το σύνθημα να πράξουμε έτσι. Σταθήκαμε αντικριστά. Κανείς μας δε μιλούσε, κανείς μας δεν έκανε την πρώτη κίνηση. Ο Νικήτας περίμενε να πάρω την πρωτοβουλία που θα του εξασφάλιζε την υπομονή να με περιμένει. Ρίχτηκα στην αγκαλιά του. Τον
453
ΜΑΪΡΑ
Π ΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
φίλησα στο λαιμό. Έσυρα το στόμα μου στο πιγούνι του. Ένιωσα την πικρή γεύση της κολόνιας στο δέρμα του. Άνοιξε τα χείλη του προσκαλώντας τα δικά μου. Φιληθήκαμε μέχρι που μας κόπηκε η ανάσα. Μου απομάκρυνε το πρόσωπο με τα χέρια του χωρίς ν' αφήσει τα μάτια του απ' τα δικά μου. «Λοιπόν; Να υποθέσω ότι θα φύγουμε παρέα σε λίγες μέρες;» Έκανα μερικά βήματα μέχρι τα κάγκελα της βεράντας. Ακούμπησα στην κουπαστή και κοίταξα κάτω στο δρόμο. Τον ένιωσα να με πλησιάζει και να με αγκαλιά-
454
Ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
ζει προστατευτικά απ' τη μέση. «Μη σκύβεις πολύ. Θα πέσεις και θα μείνω με την απορία». Ίσιωσα το κορμί και γύρισα προς το μέρος του. Δεν άφησε τα χέρια του από τη μέση μου. «Σε παρακαλώ, μη με πιέζεις. Σε μια βδομάδα θα 'χουν ξεκαθαρίσει τα πάντα. Να ξέρεις όμως ότι σε σκέφτομαι πολύ κι ότι δε θέλω να σε πληγώσω. Αν το κάνω, γίνεται άθελά μου». Ξεφύσηξε κι έκανε μια χειρονομία: εντάξει, παραδίδομαι . Έφυγε από κοντά μου και ξανακάθισε στην πολυθρόνα του. Έπιασε τα τσιγάρα και, μετά από στιγμιαίο δισταγμό, τράβηξε ένα και το άναψε. Με κοίταξε φυσώντας προκλητικά τον καπνό. Το κάπνισμα δεν του πήγαινε. Αντιθέτως, ο Αλέξης κάπνιζε με στιλ. Αλλά, αν ο Νικήτας συνέχιζε μ' αυτό το ρυθμό, σύντομα θα αποκτούσε τον αέρα του επαγγελματία καπνιστή. Η ερώτηση του με ξάφνιασε. «Κάνατε έρωτα από τότε που γύρισε;» Χάρηκα που μπορούσα να του πω την αλήθεια. Το δύσκολο θα ήταν αν με ρωτούσε: «Σκέφτηκες να κάνετε έρωτα από τότε που γύρισε;» «Όχι. Ούτε που πλησιάσαμε ερωτικά ο ένας τον άλλο». Με κοίταξε σαν να μη με πίστευε. Του
455
ΜΑΙΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
αντιγύρισα θαρρετά το βλέμμα. Συνέχισε με δύσπιστο ύφος: «Δηλαδή, θες να πεις ότι δε σε πλησίασε με ερωτικές διαθέσεις; Υποτίθεται ότι θέλει να μείνει και κάνει τα πάντα για να το καταφέρει. Πάω στοίχημα ότι θα λέει και θα ξαναλέει πόσο πιστός σου ήταν όλα αυτά τα χρόνια, μέχρι να γίνει το μοιραίο». «Ναι, τόσο πιστός, που δεν έκανε έρωτα ούτε μαζί μου» είπα με πικρία. «Μιλήσατε για τη Λίζα και τη φίλη σου;» «Όχι ακόμα. Αν γίνει οποιαδήποτε συζήτηση, θα
456
Ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
θρηνήσουμε θύματα στο σπίτι. Περιμένω να περάσει η εβδομάδα των εξετάσεων. Γι' αυτό, σε παρακαλώ, να μη με πιέζεις. Σε λίγες μέρες θα μπουν τα πράγματα στη θέση τους. Ή θα γκρεμιστούν απ' αυτήν. Πάντως, θα λάβει τέλος αυτή η μετέωρη κατάσταση». Τον κοίταξα παρακλητικά. Έκανε νόημα ότι δέχεται να περιμένει κι έσβησε το τσιγάρο. Ένιωσα ότι η επόμενη ερώτηση έγινε κατόπιν πολλής σκέψης. Ξεκίνησε δισταχτικά και ολοκλήρωσε την πρόταση σαν να μην πίστευε ότι ισχύει ο συλλογισμός του, αλλά πως έπρεπε να με ρωτήσει για να βεβαιωθεί: «Μήπως καθυστερείς επειδή στο βάθος δε θέλεις να διώξεις κανέναν; Αγαπάς τον Αλέξη και το απολαμβάνεις που κάνει τα πάντα για να κερδίσει την εύνοιά σου, αλλά παράλληλα σου καλάρεσε η φάση μαζί μου και θες να με κρατήσεις καβάτζα, μην ξαναγίνει καμιά στραβή με τον άντρα σου και μείνεις μόνη... » Αχ, ναι! Τι καλά που θα 'τανε! «Τι λες, βρε Νικήτα!» πήρα προσβεβλημένο ύφος. «Μ' έχεις ικανή για τέτοιες σκέψεις; Η αναμονή σ' την έχει βαρέσει και το μυαλό σου δουλεύει περίεργα». Αλλά δυστυχώς δουλεύει. Ευχήθηκα να μην το παράπαιξα θιγμένη. Η
457
ΜΑΙΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
υπερβολή φέρνει αντίθετα αποτελέσματα. «Μμμ». Φάνηκε ικανοποιημένος. Κοίταξα το ρολόι μου. Έπρεπε να φύγω πριν του 'ρθουν κι άλλες φαεινές σκέψεις. «Ήρθε η ώρα να γυρίσω στο σπίτι». Ένευσε καταφατικά και σηκώθηκε από τη θέση του. Μπήκε στο σπίτι. Τον ακολούθησα και τον έφτασα καθώς έπιανε το πόμολο της εξώπορτας. «Μια βδομάδα, Ελένη. Στις δεκάξι του μήνα θα φύγω για τη Μάνη. Με ή χωρίς εσένα. Θα το μάθω εκείνη τη μέρα». Μου άνοιξε την πόρτα και παραμέρισε να πε-
458
Ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
ράσω. Δεν έκανε καμία κίνηση να με φιλήσει. Είχε κρυφτεί πάλι πίσω από το ψυχρό προσωπείο. Βγήκα. Έκλεισε την πόρτα πριν φτάσω στο ασανσέρ. Μπήκα στο σπίτι γύρω στις εννιά. Προφασίστηκα αδιαθεσία και κλείστηκα στην κρεβατοκάμαρα, μακριά από το απορημένο βλέμμα του Τάκη και του Αλέξη. Με ένα Υπνοστεντόν κοιμήθηκα σαν πουλάκι. Συγκεκριμένα, σαν στρουθοκάμηλος που έχωσε το κεφάλι της στην άμμο για να γλιτώσει από όσα τη βασάνιζαν.
20. Την ημέρα που ο Τάκης θα γινόταν δεκαεφτά, άνοιξε ο Θεός τους ουρανούς κι έριξε καρεκλοπόδαρα. Βγήκα από την πολυκατοικία λίγο πριν από την μπόρα, ανυποψίαστη για το τι μπορεί να επιφυλάσσει μια ζεστή μέρα του Ιουνίου. Η μεταλλική οσμή που πλανιόταν στον αέρα εισχώρησε στα ρουθούνια μου σημαίνοντας συναγερμό. Σήκωσα τα μάτια στον ουρανό κι αντίκρισα τα μολυβιά σύννεφα να τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα, σαν από ταινία του Κόππολα, όπως θα 'λεγε ο γιος μου. Ήμουν αρκετά μακριά από το σπίτι για να γυρίσω να
459
ΜΑΙΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
πάρω ομπρέλα. Καταπίνοντας μια βρισιά, άρχισα να κινούμαι κολλημένη κάτω από τις μαρκίζες των καταστημάτων και τα μπαλκόνια των πολυκατοικιών. Έφτασα στον προορισμό μου μουσκεμένη ως το κόκαλο. Η κυρία Πετρούλα, ιδιοκτήτρια του ταξιδιωτικού γραφείου μέσω του οποίου είχαμε γνωρίσει κάποια μέρη του πλανήτη όλα αυτά τα χρόνια, με υποδέχτηκε κάπως ανήσυχη για την κατάστασή μου. «Δεν πειράζει, Πετρούλα μου, θα στεγνώσω γρηγο-
460
ΜΑΪΡΑ Π ΑΠ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
ρότερα, αν μου φτιάξεις ένα ζεστό καφέ» την καθησύχασα. Εξαφανίστηκε στο διπλανό δωμάτιο κι εγώ κάθισα σε μια πολυθρόνα μπροστά στο γραφείο της, χαζεύοντας κάποια φυλλάδια για ονειρεμένα Χριστούγεννα στη Λαπωνία. Όταν μπήκε με το φλιτζάνι μου, εγώ είχα καρφωμένα τα μάτια σε μια αφίσα που διαφήμιζε την παραμυθένια Ντίσνεϋλαντ. Ακολούθησε το βλέμμα μου και είπε: «Ακόμα ονειρεύεσαι αυτό το ταξίδι... » «Πάντα θα το ονειρεύομαι. Όλο λέγαμε ότι θα πάμε οι δυο μας, κάτι σαν μήνα του μέλιτος. Όμως γεννήθηκε ο Τάκης, ήταν περίεργες οι συνθήκες... τέλος πάντων» αναστέναξα και της χαμογέλασα ευχαριστώντας την για τον καφέ. «Ο Μίκυ και η παρέα του είναι πάντα εκεί. Μπορεί τα χρώματα να ξέβαψαν λίγο με τον καιρό, όμως η μαγεία του αντιστέκεται στο χρόνο» επέμεινε. «Τυχερή η Ντίσνεϋλαντ, λοιπόν. Είναι από τα λίγα πράγματα που ακούω ότι δεν άλλαξαν. Όλους τους άλλους τους πήρε η μπόρα» είπα κι έδειξα τον εαυτό μου χαμογελώντας. «Υπάρχει και η Γιουροντίσνεϋ, αν η Αμερική σας πέ-
461
ΜΑΪΡΑ Π ΑΠ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
φτει πολύ μακριά ή πολύ ακριβά» συνέχισε να ασκεί αμυδρή επαγγελματική πίεση. «Δεν είναι θέμα απόστασης ή χρημάτων, Πετρούλα μου. Όχι πλέον. Ο Αλέξης ποτέ δεν πίστεψε στον παραμυθένιο κόσμο του Ντίσνεϋ. Θεωρεί ότι ο Μίκυ Μάους δεν είναι ένα έξυπνο ποντίκι με κόκκινο σορτσάκι, αλλά το σύμβολο του αμερικανικού πολιτιστικού ιμπεριαλισμού». Της χαμογέλασα απολογητικά. «Αν ήθελε πραγματικά να πάμε, θα 'χαμε πάει ήδη».
462
Ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
«Είχα την εντύπωση ότι ως μεγαλοδικηγόρος θα έπρεπε να ασπάζεται ευλαβικά τη θρησκεία του καπιταλισμού , μέρος του οποίου αποτελεί κι ο Ντόναλντ με τα ανίψια του» είπε με απορία. «Χα, έπρεπε να δεις το δωμάτιό του στο πατρικό του σπίτι. Σαν γιάφκα της 17 Νοέμβρη. Αν δεν τρόμαζε τους πελάτες του, θα 'χε κρεμασμένη την αφίσα του Τσε στο πολυτελέστατο γραφείο του. Τέλος πάντων. Ο Αλέξης μπορεί να ωρύεται το σαββατόβραδο ανάμεσα στους φίλους του από το πανεπιστήμιο ότι οι πλουτοκράτες κατάντησαν την κοινωνία μας σ' αυτά τα χάλια, αλλά τη Δευτέρα το πρωί φοράει το μπλέιζερ Αρμάνι, οδηγεί τα βήματά του μέσα σε χειροποίητα παπούτσια Πολ Σαρκ κι υποδέχεται με το καπιταλιστικότερο χαμόγελο τους πλούσιους πελάτες του. Καλή η ιδεολογία, αλλά πόρρω απέχει από την καλοπέρασή του». Γέλασε εγκάρδια κι άλλαξε συζήτηση ρωτώντας με για την υγεία της οικογένειάς μου. «Καλά είναι» απάντησα βιαστικά, ενώ συγχρόνως αναρωτιόμουν αν γνώριζε την κατάσταση που επικρατούσε μέχρι πρότινος στο σπίτι μου αλλά από τακτ δεν ανέφερε τίποτα. Έξυσα νευρικά το μάγουλο. Μ'
463
Ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
ενοχλούσε η καχυποψία που τύλιγε τις κοινωνικές συναναστροφές μου. Τι δουλειά είχε να ξέρει η Πετρούλα τα τεκταινόμενα στην οικογένεια; Εγώ σπάνια επικοινωνούσα μαζί της και ο Αλέξης έδινε εντολή στη γραμματέα του να τακτοποιεί τα εισιτήρια και τα πακέτα των ταξιδιών που μας ενδιέφεραν. Υπέθεσα ότι αυτό είναι το τίμημα που πληρώνει κάθε απατημένη σύζυγος που δέχεται πίσω τον άντρα της: την τρώει το σαράκι ότι οι πάντες γνωρίζουν τα μυστικά της κρεβατοκάμαράς της. «Με ξάφνιασε το τηλεφώνημά σου, Ελένη. Σπάνια ε-
464
ΜΑΪΡΑ
Π ΑΠ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
πικοινωνούμε μαζί για κάποιο ταξίδι» διέκοψε τις σκέψεις μου. «Η αλήθεια είναι ότι θέλω να κάνω έκπληξη στον Τάκη, που σήμερα έχει γενέθλια. Ούτε ο Αλέξης το ξέρει. Θα του το πω το βράδυ μόλις γυρίσει. Δε νομίζω να φέρει αντίρρηση». «Ο Τάκης έχει γενέθλια; Πόσο γίνεται, βρε Ελενάκι;» ρώτησε ζωηρά η Πετρούλα. «Άσ' τα! Δεκαεφτά. Όσο σκέφτομαι πόσο γρήγορα περνάει ο καιρός, με πιάνει κατάθλιψη. Νιώθω σαν σταφιδόγρια» κατέληξα απογοητευμένη. «Ποπό, πράγματι!» είπε με σκεφτικό ύφος η Πετρούλα. «Δεν περίμενα να συμφωνήσεις τόσο γρήγορα» γέλασα, προσπαθώντας να κρύψω ότι πειράχτηκα. Με κοίταξε σαν να ξυπνούσε εκείνη τη στιγμή από τις προσωπικές της σκέψεις και προσπαθούσε να καταλάβει το βαθύτερο νόημα της στιχομυθίας μας. Πήρε τρομαγμένο ύφος και βιάστηκε να διορθώσει το σχόλιό της: «Αχ, όχι, Ελενάκι μου. Δεν εννοούσα εσένα. Εμένα σκεφτόμουν όταν το 'λεγα. Αισθάνομαι ότι σαν να ήταν χτες που έβγαλα το διάφραγμα και σήμερα το πρωί ανακάλυψα ότι η κόρη μου έχει προφυλακτικά στο
465
ΜΑΪΡΑ
Π ΑΠ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
συρτάρι της. Κι είναι μόλις δεκάξι. Φρίκη!» «Τουλάχιστον διατηρεί την παράδοση της μητέρας της και κάνει σεξ με συνείδηση. Να χαίρεσαι που γνωρίζει τους κινδύνους μιας ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης και των ιών με μικρό όνομα και τεράστιες επιπτώσεις στην υγεία» πήρε τη στωική μου απάντηση. Έκανε μια γκριμάτσα αποδοκιμασίας. «Τέλος πάντων. Ο Θεός να φυλάει τα παιδιά μας από κακές επιλογές» χαμογέλασε και ύψωσε σιωπηλή
466
Ο 10ΥΛΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
τα φρύδια της σε ένα ερωτηματικό τόξο, δίνοντας μου να καταλάβω ότι είχε έρθει η ώρα να μιλήσουμε για το σκοπό της επίσκεψής μου. «Ο Τάκης θέλει να σπουδάσει σκηνοθεσία. Ο πατέρας του του χάρισε μια βιντεοκάμερα για τα γενέθλιά του κι εγώ σκέφτηκα ότι θα του έκανε καλό ένα ταξίδι στο εξωτερικό, ας πούμε για ένα μήνα. Ευκαιρία να αποσυμπιεστεί από το δύσκολο χρόνο που πέρασε στο σχολείο. Και στο σπίτι. Αν επισκεφθεί μερικά μέρη, θα πλουτίσει τις εικόνες του, τη φαντασία του, θα απαλλαχτεί από μας, που τον πρήξαμε όλο το χρόνο, και ενδεχομένως θα βελτιώσει τα αγγλικά του. Θέλω να μου φτιάξεις ένα πακέτο που θα ικανοποιεί τις οπτικοακουστικές ανάγκες ενός μέλλοντα σκηνοθέτη» της είπα χαμογελώντας. Μισόκλεισε τα μάτια και δάγκωσε σκεφτική τα χείλη της, έχοντας μπει προφανώς στη διαδικασία της επαγγελματικής σκέψης. Την κοίταζα αμίλητη καθώς συμβουλευόταν φυλλάδια, μπροσούρες, καταλόγους, το κομπιούτερ της. Πού και πού έβγαζε κοφτά επιφωνήματα θριάμβου. Μετά από δέκα λεπτά ίσιωσε τα γυαλιά στη μύτη και άρχισε να μου διαβάζει τις σημειώσεις της. Σύ-
467
Ο 10ΥΛΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
ντομα βρέθηκα σε μια δίνη αεροπορικών εισιτηρίων, δρομολογίων τρένων και λεωφορείων, τιμών από ξενώνες για νέους, μουσείων κινηματογράφου, αφίξεων και αναχωρήσεων από πόλεις του εξωτερικού. Τη διέκοψα ζαλισμένη. «Πετρούλα, σταμάτα. Αδυνατώ να σε παρακολουθήσω. Σου ζήτησα να μου κάνεις ένα πακέτο για δυο τρεις πόλεις του εξωτερικού κι όχι για το γύρο του κόσμου σε ογδόντα μέρες. Αρκέσου στα πολύ βασικά. Ας πούμε Λονδίνο, Παρίσι» της πρότεινα κι αμέσως την είδα να φορά τη μάσκα της απογοήτευσης.
468
ΜΑΪΡΑ
Π ΑΠ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
«Τι κρίμα. Κι υπάρχουν τόσα πολλά μέρη να τραβήξει με τη βιντεοκάμερα... Το μαβί σούρουπο στα φιόρδ, τραβηγμένο από το κατάστρωμα του κρουαζιερόπλοιου που πλέει στη Βαλτική. Τα καταπράσινα χάιλαντς της Σκοτίας, το κίτρινο χρώμα της Σαρδηνίας... » ονειροπόλησε. «Αν πρόκειται να ξεπουλήσω την περιουσία μου για να αποτυπώσει ο Τάκης στην κάμερά του τα χρώματα της Ευρώπης, μπορώ να τον στείλω στην ταράτσα του σπιτιού μας να τραβήξει το μαύρο χάλι της Αθήνας». Κοίταξα το ρολόι μου και σηκώθηκα. «Μάξιμουμ τρεις ευρωπαϊκές πόλεις, Πετρούλα. Για τις υπόλοιπες έχει πολύ καιρό στη ζωή του. Και όχι πάνω από ένα μήνα. Τηλεφώνησέ μου μόλις φτιάξεις το πακέτο, αλλά σύντομα, γιατί, αν όλα πάνε καλά, θέλω να φύγει στις δεκάξι Ιουνίου». «Τι;» σηκώθηκε έκπληκτη από τη θέση της. «Αυτό είναι σε τέσσερις μέρες!» Έβγαλε τα γυαλιά από τα γουρλωμένα της μάτια. «Γιατί δε με ειδοποιούσες νωρίτερα;» μου είπε σε επικριτικό τόνο. «Γιατί δεν το είχα σκεφτεί νωρίτερα. Εξάλλου έχω εμπιστοσύνη στις ικανότητες σου, κυρία Πετρούλα» την καλόπιασα. «Εσύ είσαι ικανή να πουλήσεις στον
469
ΜΑΪΡΑ
Π ΑΠ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
πάπα ξενάγηση στα κόκκινα φανάρια του Άμστερνταμ με δωρεάν κουπόνι για να παρακολουθήσει φλορ σόου με λεσβίες και αναμνηστική βιντεοκασέτα Σκύψε, ευλογημένη». Την κοίταξα πονηρά. «Δεν είναι τυχαίο ότι σε προτιμούμε από όλα τα άλλα ταξιδιωτικά γραφεία. Το ξέρω ότι θα με πάρεις τηλέφωνο το απόγευμα να μου πεις ότι τα κανόνισες». Γκρίνιαξε λίγο ακόμα, ενθουσιασμένη από τη διάθεσή μου να την κολακέψω, ώστε να εισπράξει μερικούς ακόμα επαίνους για την επαγγελματική καπατσοσύνη της.
470
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
Το ίδιο απόγευμα τηλεφώνησε για να μου αναγγείλει θριαμβευτικά ότι ο Τάκης θα εγκατέλειπε την Αθήνα στις δεκαέξι του μήνα και ώρα οχτώ και τριάντα, με πρώτο σταθμό τη Ρώμη. Την ευχαρίστησα εγκάρδια και κανονίσαμε να περάσει από το σπίτι μετά το κλείσιμο του γραφείου, για να μου αφήσει το λεπτομερή κατάλογο του ταξιδιού και να κανονίσουμε το οικονομικό ζήτημα. Στην είσοδο της πολυκατοικίας με ρώτησε αν το είπα στον Τάκη. «Αφού είναι έκπληξη, Πετρούλα». «Κι αν είναι δυσάρεστη έκπληξη, Ελένη; Αν έχει κανονίσει με την παρέα του να περάσει τις διακοπές του στα ελληνικά νησιά; Θα πετάξεις ένα τόσο ακριβό δώρο στα σκουπίδια;» «Ξέρω το γιο μου και το πάθος του. Αν επιζήσει από το έμφραγμα μόλις ακούσει τι έκανε η μανούλα του γι' αυτόν, θα μαζέψει τη βαλίτσα του και θα σταθεί στην πόρτα του διαμερίσματος μέχρι να ξημερώσει για να τον πάω στο αεροδρόμιο». Με κοίταξε δύσπιστα. Της πήρα τον κατάλογο από το χέρι και πρόσθεσα γελώντας: «Αν αποδειχτεί ότι έκανα λάθος, θα πάρω εγώ το αεροπλάνο
471
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
για την Ιταλία και θα αφήσω το γιο μου να κολυμπάει με την παρέα του στα γαλάζια νερά του Αιγαίου». «Κι ο Αλέξης; Μπορώ να τροποποιήσω την εκδρομή ώστε να έρθει κι εκείνος αν δε δεχτεί ο Τάκης» είπε η Πετρούλα, προσπαθώντας να καταπραΰνει βασικά τους δικούς της φόβους για το όλο εγχείρημα. «Είπαμε ότι έχεις ικανότητες, Πετρούλα μου, αλλά θαύματα δεν μπορείς να κάνεις. Ο Αλέξης είναι σαν τον κολιό. Κάθε πράγμα στον καιρό του κι οι καλοκαιρινές διακοπές τον Αύγουστο. Νωρίτερα δεν κλείνει το γρα-
472
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
φείο του, ο κόσμος να χαλάσει. Αλλά μην ανησυχείς. Όλα θα πάνε κατ' ευχήν. Θα πω του Τάκη να σου στείλει κάρτα από την Τσινετσιτά». Το βράδυ των γενεθλίων κύλησε όπως όλα τα προηγούμενα και μόνο οι ευχές μας να τα εκατοστίσει, όταν κάτσαμε κι οι τρεις μας να φάμε στη βεράντα, υποδείκνυαν ότι η μέρα είχε κάτι το ξεχωριστό. Μετά το φαγητό ο Τάκης κλείστηκε στο δωμάτιό του να διαβάσει αρχαία ελληνικά. Μείναμε ο Αλέξης κι εγώ να κοιταζόμαστε σιωπηλοί πάνω από τα υπολείμματα του φαγητού μας. Έσπασα πρώτη τη σιωπή: «Του έδωσες τη βιντεοκάμερα;» «Όχι. Συμφωνήσαμε να την πάρει στις δεκαπέντε, την ημέρα που τελειώνει τις εξετάσεις». «Του έχω κι εγώ ένα δώρο». Σηκώθηκα από την καρέκλα μου και μπήκα στο σαλόνι. Επέστρεψα αμέσως κρατώντας τα φυλλάδια που περιέγραφαν το ταξίδι του Τάκη. Τα έδωσα στον Αλέξη, που τα πήρε χαρίζοντάς μου ένα απορημένο βλέμμα. Τα ξεφύλλισε προσπαθώντας να καταλάβει περί τίνος επρόκειτο. «Του οργάνωσα ένα ταξίδι στη Ρώμη, στο Παρίσι και στο Λονδίνο. Θα 'χει μπόλικο υλικό για τη βιντεοκάμερα του, αφού θα μείνει ένα μήνα στην Ευρώπη»
473
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
είπα συνεπαρμένη και η ίδια από τις εικόνες που υπέθεσα ότι θα καταγράψει το σκηνοθετικό του μάτι. Κοίταξα τον Αλέξη περιμένοντας την αντίδραση του. «Θα αφήσεις το γιο μας να γυρνάει μόνος του ένα μήνα στην Ευρώπη, εκτεθειμένος σε ένα σωρό ιταλικούς, γαλλικούς και αγγλικούς κινδύνους;» αναφώνησε έκπληκτος. Γέλασα με το σοκαρισμένο ύφος του. «Αλέξη, ακούγεσαι σαν υστερική μανούλα. Εσύ έλεγες ότι είμαι υπερπροστατευτική, ότι δεν τον αφήνω να
474
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
φύγει από τα φουστάνια μου, ότι επεμβαίνω πιεστικά στη ζωή του, ευνουχίζοντάς του κάθε πρωτοβουλία. Είπα λοιπόν ότι, για να μου το κοπανάς συνέχεια, μάλλον έχεις δίκιο. Και αποφάσισα να κάνω την καρδιά μου πέτρα και να του προσφέρω ένα μήνα απόλυτης ελευθερίας. Ούτως ή άλλως, θα φύγει για το εξωτερικό μόλις τελειώσει το σχολείο. Κι όχι για ένα μήνα, αλλά για κάμποσα χρόνια. Έτσι προετοιμάζομαι κι εγώ ψυχολογικά». Με κοίταξε καχύποπτα. Δε φάνηκε να τον πείθει η επιχειρηματολογία μου. «Τι να σου πω, Ελένη. Ποτέ δε διανοήθηκα ότι η φαντασία σου για δώρο στο γιο μας θα υπερέβαινε την αγορά ενός ρολογιού ή κάποιου ρούχου. Δεν το λέω με προσβλητική διάθεση, απλά δε σε είχα συνηθίσει τόσο άνετη, ειδικά στα θέματα του Τάκη». «Του το οφείλω, Αλέξη» είπα με σοβαρό ύφος. «Αυτός ο χρόνος τον σημάδεψε. Μπορεί να μη μιλούσε, αλλά καταλάβαινε πολύ καλά τι συνέβαινε μεταξύ μας. Τι τον έκανε, νομίζεις, να μιλήσει έτσι στον καθηγητή του; Ο εκνευρισμός που εισέπραττε στο σπίτι. Επειδή είναι κλειστό παιδί και δε μιλάει εύκολα, δε σημαίνει
475
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
ότι δεν καταλαβαίνει τι γίνεται γύρω του. Θέλω να λέει κάποτε ότι στα δεκαεφτά του χρόνια οι γονείς του του έκαναν τα ωραιότερα δώρα που πήρε ποτέ. Κι όχι ότι πέρασε το χειρότερο χρόνο της ζωής του, μέλος μιας διαλυμένης οικογένειας που έκανε προσπάθεια να ανασυσταθεί». Με κοίταξε σκεφτικός. Άργησε να μιλήσει κι η φωνή του ήταν χρωματισμένη από συγκατάθεση. «Έχεις δίκιο. Ήταν πολύ δύσκολη χρονιά γι' αυτόν. Χαίρομαι που εσύ τουλάχιστον δεν τυφλώθηκες από εγωισμό, σαν εμένα, που δεν έβλεπα τίποτ' άλλο εκτός από τα δικά μου προβλήματα. Αυτό το ταξίδι θα τον
476
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
ανεβάσει ψυχολογικά. Μόνος του θα σκεφτεί πολλά πράγματα. Όπως κι εμείς». Η φωνή του ζεστάθηκε. «Είναι ευκαιρία να μείνουμε μόνοι μας, Ελένη, και να κάνουμε μια επισκόπηση της σχέσης μας. Μπορούμε, αν θες, να φύγουμε κι εμείς όσο θα λείπει ο Τάκης».. Χαμογέλασε ενθουσιασμένος από την ξαφνική ιδέα που άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά στο δικηγορικό του κεφάλι. «Μπορούμε να κάνουμε κι εμείς ένα ταξιδάκι. Μόνοι μας. Τώρα συνειδητοποιώ ότι ποτέ δεν ταξιδέ-, ψαμε οι δυο μας. Πάντα παίρναμε και το παιδί. Θα 'ναι υπέροχο να ανακαλύψουμε εκ νέου τους εαυτούς μας». Χτύπησε παλαμάκια, επιβραβεύοντας την ιδέα του. Η απάντησή μου του έκοψε τη φόρα: «Νόμιζα ότι εσύ ανακάλυψες τον εαυτό σου όταν έφυγες από το σπίτι. Δεν είναι ανάγκη να ξεσπιτωθείς και πάλι για χάρη μου. Εγώ δεν έχασα ποτέ τον εαυτό μου για να τον ξαναψάξω». Σηκώθηκε από τη θέση του και ήρθε δίπλα μου. Γονάτισε σαν ιππότης μπροστά στα πόδια μου και μου έπιασε τα χέρια. «Δε σε πιστεύω. Εξαιτίας μου έχασες την ταυτότητά σου. Τόσα χρόνια ήσουν η καλόβολη ερωτευμένη
477
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
γυναίκα και ξαφνικά ένιωσες μόνη, προδομένη, γεμάτη ερωτηματικά για το ποιος έφταιγε που ο γάμος μας πέρασε τέτοια κρίση. Θέλω να σε πάρω από δω, να πάμε κάπου όπου τίποτα δε θα θυμίζει κακές καταστάσεις. Κάπου όπου θα σβήσει η μνήμη και ο χρόνος θα αρχίσει να κυλά από νέα αφετηρία». «Χωρίς τη μνήμη, Αλέξη, ο χρόνος δε θα 'χε το παραμικρό νόημα. Δεν μπορώ να ξεχάσω τα χρόνια που προσπαθούσα να σε κάνω ευτυχισμένο, διώχνοντας τις ενοχές που με κατέκλυζαν, ότι έκλεψα τη ζωή σου. Τι κι αν πάμε στο Σουρινάμ, δε θα ξεχάσω ποτέ το πρόσωπό
478
ο
ΙΟΎΛΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
σου την ημέρα που με εγκατέλειψες. Λεν μπορώ να διαγράψω τόσα γεγονότα από τη μνήμη μου. Η παρουσία σου θα μου θυμίζει πάντα το παρελθόν». Σηκώθηκα δακρυσμένη, απελευθερώνοντας τα χέρια μου από τα δικά του. Τον παραμέρισα και μπήκα στο σπίτι. Με ακολούθησε στην κρεβατοκάμαρα. «Συγχώρεσέ με, σε παρακαλώ. Θέλω τόσο πολύ να επανορθώσω για το κακό που σου έχω κάνει. Θα περιμένω με υπομονή σταλακτίτη μέχρι να πειστείς ότι τα αισθήματά μου για σένα είναι αληθινά. Σου ορκίζομαι ότι τα ψέματα έχουν τελειώσει. Από δω και πέρα θα βαδίζουμε μαζί. Θα πλάσουμε μια νέα σχέση ειλικρίνειας και εμπιστοσύνης». «Σταμάτα, Αλέξη» τον διέκοψα εκνευρισμένη. «Μου θυμίζεις προεκλογική εκστρατεία». Πριν βγει από την κρεβατοκάμαρα, πρόλαβα να δω μια φευγαλέα λάμψη θυμού στο βλέμμα του. Η αμφισβήτησή μου για την καθαρότητα των προθέσεών του τον ενοχλούσε αφάνταστα. Εμένα πάλι με ενοχλούσε αφάνταστα που με είχε κερατώσει με την καλύτερή μου φίλη και δεν το έλεγε στα ίσια. Σάμπως θα μου άνοιγε κανείς τα μάτια ότι
479
ο
ΙΟΎΛΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
αυτός έβγαζε τα δικά του με τη Λίζα, αν ο κόσμος δεν ήταν τόσο μικρός, ώστε να γνωρίσω τον τέως σύζυγό της και να μου το αποκαλύψει εκείνος; Εδώ είναι που επαληθεύεται η άποψη ότι όλες οι ανακαλύψεις οφείλονται στη σύμπτωση. Από το μήλο που έπεσε στο κεφάλι του Νεύτωνα μέχρι την κεραμίδα που χτύπησε το δικό μου. Η τεταμένη ατμόσφαιρα μεταφέρθηκε και στο κρεβάτι. Εγώ έκανα ότι διάβαζα ένα μυθιστόρημα κι εκείνος, καθισμένος αριστερά μου, με τα μαξιλάρια στην πλάτη, σκάλιζε το χαρτοφύλακα του. Έβγαλε κάτι σημειώσεις κι άρχισε να τις μελετάει. Ο εκνευρισμός ήταν
480
ΜΑΪΡΑ
Π ΑΠ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
τόσο έντονος, που θα μπορούσε να πάρει στερεά μορφή και να μας πλακώσει. Μετά από μισή ώρα έκλεισα το βιβλίο και ετοιμάστηκα να σβήσω το πορτατίφ μου. Χωρίς να πω καληνύχτα. Με πρόλαβε την ώρα που πίεζα το διακόπτη. «Πού είναι όλα εκείνα τα νυχτικά που φορούσες παλιότερα;» Από το ύφος που διατύπωσε την ερώτηση κατάλαβα ότι ποσώς τον ενδιέφερε το περιεχόμενο της απάντησης που θα εισέπραττε. Θα μπορούσε να είναι η τυχαία σκέψη που άδραξε εκείνη τη στιγμή απ' το μυαλό του. Το μόνο που ήθελε ήταν να εκφράσει κάπως την κακεντρεχή διάθεση που τον περιέβαλλε. Ο τόνος του μου θύμισε τον προάγγελο των παλιών συζυγικών μας καβγάδων. «Τα πέταξα» πήρε τη λακωνική απάντησή μου, ενώ συγχρόνως άσκησα ελάχιστη πίεση στο διακόπτη του πορτατίφ και το δωμάτιο σκοτείνιασε κατά το ήμισυ. Θέλησα να του δείξω πως δεν είχα διάθεση για καβγά και του γύρισα επιδεικτικά την πλάτη. Δυστυχώς, αυτό τον ερέθισε περισσότερο. Η παγερή φωνή του πρόδινε έναν παιδιάστικο σαδισμό:
481
ΜΑΪΡΑ
Π ΑΠ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
«Για ποιο λόγο; Βολεύεσαι καλύτερα με τις εφηβικές μπλούζες που φέρουν ηλίθια μηνύματα;» Παρ' όλο που ενθουσιάστηκα επειδή είχε προσέξει τη στάμπα στο μαύρο μακό που μου χάρισε ο Τάκης, αναστέναξα με δυσφορία γιατί τρωγόταν να με προκαλέσει. Κι όλα αυτά επειδή δεν πήδηξα στην αγκαλιά του όταν πρότεινε να φύγουμε οι δυο μας. Το «κλικ» του διακόπτη επανέφερε στο δωμάτιο το πλήρες φως. Ίσως να μην εξελισσόταν καλά αυτή η νύχτα. Ήθελε καβγά για να εκτονώσει τον πληγωμένο του εγωισμό. Δε θα του έκανα το χατίρι.
482
ο
ΙΟΎΛΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
«Λυπάμαι, δε συμφωνούν τα γούστα μας στα συνθήματα. Κάνε μου όμως τη χάρη να μην το συζητήσουμε τέτοια ώρα. Είμαι πολύ κουρασμένη» είπα μ' επίταση κι ετοιμάστηκα να ξανασβήσω το φως, οριστικά αυτή τη φορά. Μου έπιασε το μπράτσο, καθηλώνοντάς με. «Τι συμβαίνει, Ελένη; Γιατί είσαι τόσο εχθρική σήμερα; Ό,τι κι αν σου πω το παίρνεις στραβά. Νόμιζα ότι η πρόταση μου θα σε χαροποιούσε, κι εσύ μόνο που δε με κατασπάραξες. Προσπαθώ να σου δείξω ότι σε αγαπάω, αλλά εσύ με παγώνεις με τη στάση σου». «Και καλά θα κάνεις να μείνεις παγωμένος. Όταν γύρισες πίσω, συμφωνήσαμε να μη με πιέσεις. Λεν μπορώ να βγάλω από το μυαλό μου ότι πριν από λίγους μήνες αγκάλιαζες και φίλαγες κάποια άλλη και τώρα μου μιλάς για ρομαντικά ταξίδια και αναβίωση της αγάπης μας. Λεν ξέρω αν με αγαπάς. Ίσως δε μ' αγάπησες ποτέ...» «Μα τι λες τώρα;» δυσανασχέτησε. « Συγκρίνεις την περιπέτεια του ενός μήνα με τα δεκαεννιά χρόνια που γνωριζόμαστε; Λεν περηφανεύομαι γι' αυτό που έκανα, αλλά μη με σταυρώνεις έτσι. Λεν μπορείς να καταλά-
483
ο
ΙΟΎΛΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
βεις ότι το κορμί μπορεί να πλήξει κάποια στιγμή; Το κορμί, Ελένη, όχι η καρδιά». Χαμήλωσε τη φωνή σε παρακλητικό τόνο. «Άσε με να επανορθώσω. Άσε με να σου δείξω πόσο μου έχεις λείψει. Πόσο έχω πεθυμήσει την επαφή μαζί σου». Χαλάρωσε τη λαβή του, αλλά, χωρίς να μου αφήσει το μπράτσο, σύρθηκε προς το μέρος μου. Πέρασε το ελεύθερο χέρι του από πάνω μου και έσβησε το πορτατίφ. Άφησε τα τεντωμένα του μπράτσα να λυγίσουν μαλακά δεξιά κι αριστερά και ξάπλωσε επάνω μου με τη φυσικότητα που η Σιτροέν ξεκουράζει το αμάξωμά της στα πίσω λάστιχα. Έμεινα ακίνητη, παλεύοντας με τη
484
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
σκέψη να τον διώξω από πάνω μου ή να τον αφήσω να προχωρήσει. «Σβήσε και το δικό σου φως» ψιθύρισα και το δωμάτιο βυθίστηκε στο σκοτάδι.
«Σ' αγαπώ» ακούστηκε η φωνή του στην ησυχία του ξημερώματος. Στηρίχτηκε στους αγκώνες του και, κοιτώντας με χαμογελώντας, πρόσθεσε: «Με συγχώρεσες ή θα μου το φυλάς για πάντα;» Στο βλέμμα του αναγνώρισα την παλιά του αυτοπεποίθηση. Από τη στιγμή που κάναμε έρωτα, πίστεψε ότι το κάστρο έπεσε. Καιρός ήταν να πέσει λίγο καυτό λάδι στη ράχη του: «Σε συγχωρώ λίγο λίγο. Προσπαθώ να πιστέψω ότι μετάνιωσες πραγματικά κι ότι όντως θα γύριζες κοντά μου, ακόμα κι αν δε σου έκανε ποτέ λόγο για παιδί η Λίζα» του απάντησα αδιάφορα, ξέροντας όμως ότι το σχόλιό μου θα τον γκρέμιζε από το ουράνιο επίπεδο στο οποίο υπερίπτατο από τη στιγμή που ενέδωσα στις γαλιφιές του. Τραβήχτηκε από κοντά μου σαν να τον δάγκωσε ορεξάτο φίδι που μόλις είχε ξυπνήσει από χειμερία νάρκη.
485
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
«Εντάξει, Ελένη. Για λίγο πίστεψα ότι τα πράγματα θα πάρουν το δρόμο τους. Όμως φαίνεται πως δε θα με αφήσεις σε χλωρό κλαρί. Ακόμα και μετά από αυτό που μοιραστήκαμε πριν από λίγες ώρες». «Εδώ είναι το πρόβλημά μου, Αλέξη. Κάναμε έρωτα για πρώτη φορά μετά από πολλούς μήνες και όλη την ώρα πάσχιζα να πείσω τον εαυτό μου ότι σκεφτόσουν εμένα κι όχι κάποια άλλη. Σχεδόν δεν ήθελα να σε ακούω να ψιθυρίζεις το όνομά μου, φοβούμενη ότι πάνω στην έξαψη θα το μπέρδευες με κάποιο άλλο. Ονειρευό-
486
ο
ΙΟΎΛΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
μουν τη στιγμή που θα με πλησίαζες με δική σου πρωτοβουλία, κι όταν ήρθε, δεν μπόρεσα να το ευχαριστηθώ. Με καταδίκασες σε μόνιμη καχυποψία. Λεν μπορώ να είμαι σίγουρη πια για τη γνησιότητα των κινήτρων σου. Νιώθω ότι επέστρεψες στη ζωή μου με μια εκπληκτική υποκριτική ικανότητα: υποδύεσαι τέλεια το μεταμελημένο σύζυγο, τον τρυφερό εραστή, τον υποχωρητικό πατέρα, το αφεντικό σκύλου. Αλλά δεν τα νιώθεις. Λημιουργείς μια επίπλαστη κατάσταση μέχρι να διασφαλίσεις τη θέση σου εδώ μέσα». «Και γιατί να ακολουθήσω τέτοιες υποκριτικές μεθόδους; Νομίζεις ότι μου λείπει η στέγη ή τα χρήματα; Ή οι γυναίκες;» Το τελευταίο το μάσησε, γιατί φοβήθηκε ότι θα ξεσπάθωνα πάλι. Μόλις διαπίστωσε ότι δε συσπάστηκε ούτε ένας μυς στο πρόσωπό μου, αναθάρρησε και συνέχισε τη δικανική ρητορεία: «Όχι, γλυκιά μου. Γύρισα γιατί μου έλειψε η οικογένειά μου. Κι όχι επειδή τρόμαξα στη σκέψη ότι μπορεί να ξαναγίνω πατέρας. Λεν ξέρω πόσο καλά πληροφορημένη είσαι, όμως η σχέση μου με τη Λίζα είχε ημερομηνία λήξης».
487
ο
ΙΟΎΛΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
«Τότε, πρέπει να επρόκειτο περί κονσέρβας με πολλά συντηρητικά για μεγάλη διάρκεια. Έτσι κατάλαβα όταν σε είδα να παίρνεις όλα σου τα προσωπικά αντικείμενα από το σπίτι. Λεν αποκόμισα την εντύπωση πως ήταν σχέση ενός σώβρακου και καθαρής οδοντόβουρτσας. Όταν έφυγες, άφησες πίσω σου μόνο κάτι ντεμοντέ ρούχα και τα αθλητικά σου παπούτσια. Εκτός αν ήθελες να υπονοήσεις ότι θα ερχόσουν σπίτι για να γυμναζόμαστε παρέα». Σηκώθηκα από το κρεβάτι, φορώντας βιαστικά την μπλούζα που μου είχε βγάλει ανυπόμονα πριν από λίγες ώρες. Όποια μαγεία υπήρχε στο δωμάτιο, αν υπο-
488
ΜΑΙΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
θέσουμε ότι υπήρχε, διαλύθηκε. Μπήκα στο μπάνιο κι άνοιξα τη βρύση του ντους. Ψέματα, ψέματα, ψέματα. Εδώ και μήνες δεν είχε ακουστεί αλήθεια σ' αυτό το σπίτι. Η φίλη μου με παραμύθιαζε, ο άντρας μου με παραμύθιαζε, εγώ παραμύθιαζα τον Τάκη ότι έβγαινα με μια φίλη μου ενώ συναντούσα το Νικήτα. Έκλεισα συλλογισμένη τη βρύση και κάθισα στο χείλος της μπανιέρας. Ο Νικήτας. Ενώ τον σκεφτόμουν όλη μέρα, μόλις είδα τον Αλέξη, ξέχασα ακόμα και τη συνάντηση στο σπίτι του. Για την ακρίβεια, απάτησα τον εραστή μου με τον άντρα μου. Πώς ήταν δυνατόν να ζητάω νέμεση για τον Αλέξη, τη στιγμή που εγώ είχα μπλέξει τα μπούτια μου; Αντί να ξεκαθαρίσω την κατάσταση, την περιέπλεκα κάνοντας έρωτα με τον άντρα μου. Το διακριτικό χτύπημα στην πόρτα με έβγαλε από τις σκέψεις. Το πρόσωπο του Αλέξη φάνηκε στη χαραμάδα της πόρτας. «Να μπω;» με ρώτησε δειλά. «Έλα, θα κάνω μπάνιο αργότερα». Έκανα να σηκωθώ, αλλά πρόλαβε και έκατσε δίπλα μου. Ευτυχώς ο Τάκης είχε δικό του μπάνιο. Τι θα σκεφτόταν αν τον έ-
489
ΜΑΙΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
πιανε η ανάγκη του στις έξι τα χαράματα κι έβρισκε τους γονείς του να κάθονται δίπλα δίπλα στο χείλος της μπανιέρας, σαν γέροι συνταξιούχοι σε παγκάκι άλσους; Μου έπιασε το χέρι. «Αφού δεν ήθελες να κάνουμε έρωτα, γιατί με ενθάρρυνες ;» «Λεν ξέρω. Από παρόρμηση. Από στέρηση και απωθημένο τόσων μηνών. Από λαχτάρα να σε συγχωρήσω και να συνεχίσουμε τη ζωή μας λίγο πιο πίσω από το σημείο που την κατέστρεψες». «Αν σ' ενδιαφέρει, εγώ το ευχαριστήθηκα πολύ. Ή-
490
Ο ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
μουν βλάκας που πήγα μ' άλλη γυναίκα και δεν κοίταζα να χαρώ τη δικιά μου». Με κοίταξε σαν δαρμένο σκυλί. «Τι πρέπει να κάνω για να με συγχωρέσεις; Αν κόψω τις φλέβες μου εδώ μπροστά σου;» Πετάχτηκε όρθιος αρπάζοντας την ξυριστική του μηχανή. Την έβαλε σε λειτουργία και την κράτησε πάνω από τους καρπούς του, χαρίζοντάς μου το βλέμμα του Μιμίκου λίγο πριν αυτοκτονήσει στην αγκαλιά της ήδη νεκρής αγαπημένης του. Ζζζζζζζζζ... ακουγόταν η Φίλιπς στο μπάνιο, αφαιρώντας κάθε δραματική πρόθεση του Αλέξη. Χαμογέλασα με το θέαμα. «Αν καταφέρεις να αυτοκτονήσεις με ηλεκτρική μηχανή ξυρίσματος, ίσως σε συγχωρήσω». Έκλεισε το διακόπτη και την άφησε πάνω στον πάγκο με τους δυο νιπτήρες. Άρχισε να ανοιγοκλείνει τα συρτάρια με θεατρικές κινήσεις, αναφωνώντας συγχρόνως: «Πού είναι τα ξυραφάκια σου; Μη μου κρύβεις τα ξυραφάκια σου!» «Λε χρησιμοποιώ ξυραφάκι. Κάνω χαλάουα» απάντησα γελώντας. Κοκάλωσε και, κάνοντας ότι το σκέφτεται, αναφώνησε: «Θα αυτοκτονήσω με χαλάουα. Θα καταπιώ όλη τη συσκευασία, θα κολλήσει στο λαιμό μου και θα πνι-
491
Ο ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
γώ». Μου έκλεισε το μάτι. «Τι λες, θα με συγχωρέσεις αν πνιγώ;» «Αφού θα είσαι νεκρός, τι σε νοιάζει;» συνέχισα κι εγώ. σε εύθυμο τόνο, παρασυρμένη από την παιχνιδιάρικη του διάθεση. Στάθηκε μπροστά μου και, χάνοντας το χαμόγελο, είπε με σοβαρότητα: «Με νοιάζει οτιδήποτε έχει να κάνει μ' εσένα». Βγήκε από το μπάνιο, αφήνοντάς με στην ίδια θέση που με βρήκε. Έκανα γρήγορα ένα ντους, φόρεσα τη ρό-
492
ΜΑΪΡΑ
Π ΑΠ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
μπα μου και πήγα στην κουζίνα. Τον βρήκα να παρατηρεί το νερό που μεταλλασσόταν σε καφέ καθώς φιλτραριζόταν στην καφετιέρα. Έβγαλε αμίλητος δύο φλιτζάνια από το ντουλάπι. Παρατηρούσα τις κινήσεις του, που είχαν αποκτήσει και πάλι τη συζυγική σιγουριά. Όταν είχε πρωτοέρθει, δεν τολμούσε να ακουμπήσει ούτε την μπρίζα της καφετιέρας χωρίς να ζητήσει τη συγκατάθεσή μου. Γύρισε και με κοίταξε. «Θα τον πιούμε εδώ ή στη βεράντα;» «Καλύτερα έξω. Δεν έχει πιάσει ακόμα ζέστη». Βγήκαμε με τα φλιτζάνια και βολευτήκαμε σε δυο αντικριστές καρέκλες. Αυθόρμητα άπλωσα τα πόδια μου πάνω του, όπως συνήθιζα να κάνω παλιότερα, στις καλές μας εποχές. Κοιταχτήκαμε ξαφνιασμένοι. Ετοιμάστηκα να τα κατεβάσω στο δάπεδο, αλλά τα κράτησε κολλημένα στους μηρούς του. «Άσ' τα εκεί!» με πρόσταξε καρφώνοντας το βλέμμα του στο δικό μου. Η επίταση στη φωνή του έκανε το αίμα μου να κοχλάσει από επιθυμία. Έσυρα αργά τα πέλματα μου σ' αυτό που επιστημονικά καλείται υπογάστριο. Το αποτέλεσμα ήταν θεαματικό. Αμίλητος άφησε το φλιτζάνι του στο τραπέζι και μου κατέβασε με προ-
493
ΜΑΪΡΑ
Π ΑΠ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
σοχή τα πόδια. Πιασμένοι χέρι χέρι πήραμε το δρόμο για την κρεβατοκάμαρα. Κυλιστήκαμε στο ξέστρωτο κρεβάτι, κι αυτή τη φορά αφέθηκα να απολαύσω κάθε στιγμή της συνεύρεσής μας. Δε μ' ένοιαζε τίποτα, κανένας δε σκίαζε τη σκέψη μου. Απέβαλα κάθε φόβο κι αφέθηκα στη στιγμή που ζούσα. Ήμουν το ξεροπήγαδο που δέχτηκε άπληστα την υγρασία της ξαφνικής μπόρας στα κουρασμένα του τοιχώματα. «Σ' αγαπώ» του ψιθύριζα κι εγώ, απαλλαγμένη από το άγχος ότι του άνοιξα ξανά την καρδιά μου κι
494
Ο
ΙΟΎΛΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
εκείνος θα φρόντιζε να την ποδοπατήσει σε πρώτη ευκαιρία. Πέσαμε ξέπνοοι στα μαξιλάρια έχοντας πλεγμένα τα χέρια μας. Με πήρε ο ύπνος και δεν κατάλαβα πότε έφυγε για το γραφείο του. «Ξύπνα, τεμπέλα». Από τις χαραμάδες των βλεφάρων μου είδα τον Τάκη να μου χαμογελάει. Ασυναίσθητα τράβηξα το σεντόνι μέχρι το σαγόνι, αλλά, ταυτόχρονα με αυτή την κίνηση ευπρέπειας, θυμήθηκα ότι τη δεύτερη φορά που έκανα έρωτα με τον Αλέξη δε βγάλαμε καν τα ρούχα μας από τη βιασύνη. «Τι ώρα είναι, καλέ μου;» τον ρώτησα προσπαθώντας συγχρόνως να καταπνίξω ένα χασμουρητό. «Ώρα να μιλήσεις με έναν κύριο που σε ζητάει στο τηλέφωνο» απάντησε και, βγαίνοντας από το δωμάτιο, πρόσθεσε ότι θα πήγαινε στη Νόρα για διάβασμα. Πετάχτηκα από το κρεβάτι με πολύ κακό προαίσθημα. Μέχρι να διανύσω την απόσταση ως το σαλόνι, όπου βρισκόταν το τηλέφωνο, πρόλαβα να υποθέσω, πρώτον, ότι τηλεφωνούσε ο Νικήτας για να μου ανακοινώσει πως θα τα ξεράσει όλα στον Αλέξη· δεύτερον, ότι τηλεφωνούσε ο Νικήτας για να μου πει ότι, αφού θα τα ξεράσει όλα στον Αλέξη, θα τον πάρει να πάνε να τα πιουν
495
Ο
ΙΟΎΛΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
παρέα, καταστρώνοντας σχέδια εκδίκησης που αφορούσαν το άτομο μου, τρίτον, ότι τηλεφωνούσε ο Νικήτας για να με λοιδορήσει επειδή διαισθάνθηκε ότι κοιμήθηκα με τον άντρα μου. Σήκωσα το ακουστικό τρέμοντας. «Νι...;» πρόλαβα ευτυχώς να κόψω τη φόρα μου, κάνοντας την πρώτη συλλαβή του ονόματος του Νικήτα να ακουστεί σαν καταφατικό ιδίωμα της Καρδίτσας. «Μιλώ με την κυρία Μπάρκα;» ακούστηκε δειλά ο
496
ΜΑΊΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
συνομιλητής μου, του οποίου η φωνητική χροιά δε σήμανε συναγερμό στο μυαλό μου. Χαλάρωσα και επέτρεψα στην περιέργεια να πάρει τη θέση του άγχους. «Μάλιστα. Εσείς ποιος είστε, παρακαλώ;» «Ονομάζομαι Κορκοβέσης Ιπποκράτης και τηλεφωνώ από την πανσιόν σκύλων. Είχατε τηλεφωνήσει να κρατήσουμε το σκυλάκι σας από τις δεκαπέντε Ιουνίου μέχρι τις είκοσι Ιουλίου, αν δεν απατώμαι. Σας πήρα για να δω αν ισχύουν οι ημερομηνίες». «Ισχύουν. Μπορείτε να περάσετε στις δεκαπέντε, γύρω στο απόγευμα; Θέλω να τον αποχαιρετίσει κι ο γιος μου. Θα χτυπήσετε το κουδούνι και θα σας τον κατεβάσω». Συνεννοηθήκαμε για τις λεπτομέρειες και κλείσαμε. Έμεινα καρφωμένη στη θέση μου μέχρι που η επιτακτική ανάγκη για τσιγάρο με έσπρωξε στο δωμάτιο του Τάκη. Έψαξα σε όλα τα πιθανά σημεία που έκρυβε τα πακέτα του, αλλά δυστυχώς δε βρήκα τίποτα που να καπνίζεται. Πήγα στο σαλόνι και σωριάστηκα στον καναπέ. Το μάτι μου έπεσε αμέσως στο ξεχασμένο πακέτο Σάλεμ του Αλέξη. Ενθουσιάστηκα με την καλή μου τύχη. Η επιστροφή του συζύγου είχε τελικά τα καλά της. Σεξ εκεί που δεν το περίμενα, τσιγάρο εκεί που δεν το περί-
497
μενα. Χαμογελώντας, άναψα ένα Σάλεμ και ρούφηξα τον καπνό με την ηδονή του ανυπόμονου ερασιτέχνη που μετά από πολύ καιρό του ήρθε η διάθεση να καπνίσει. Μόρφασα από αηδία. Μα καλά, κοτζάμ άντρας και κάπνιζε τσιγάρα μέντας; Τόσα χρόνια που ήμασταν μαζί, πρώτη φορά συνειδητοποιούσα τη γεύση της μάρκας που προτιμούσε. Έφερα το τσιγάρο σε ασφαλή απόσταση από τα μάτια μου και βάλθηκα να το παρατηρώ καθώς καιγόταν αργά, χωρίς τη δική μου επέμβαση.
498
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
Κατέβαινε με περιμετρικές πυρακτωμένες κινήσεις προς το φίλτρο, φορτώνοντας την πλάτη του μ' ένα κωνοειδές καπέλο στάχτης. Με κινήσεις ζογκλέρ μετέφερα στο τασάκι την γκρίζα στήλη που ισορροπούσε επικίνδυνα στην άσπρη βάση. Η μέντα μου 'κοψε την όρεξη για κάπνισμα. Καλύτερα. Ποτέ δεν το είχα ιδιαίτερη ανάγκη. Η ψυχολογική πίεση που ένιωθα κάποιες φορές υπαγόρευε την καπνιστική μου διάθεση. Καθώς και τη διάθεση να κάνω πράγματα που στις νορμάλ φάσεις της ζωής μου ούτε καν τα σκεφτόμουν, π.χ., να απατήσω τον άντρα μου με κάποιον που ήξερα ελάχιστα. Ο Νικήτας επέστρεψε στο μυαλό μου με μορφή παλιρροϊκού κύματος. Έπνιξε όλες τις άλλες σκέψεις και λίμνασε στο κεφάλι μου. Ό,τι κι αν έκανα τις επόμενες ώρες, δεν μπορούσα να μη σκέφτομαι το ερωτικό τρίγωνο που είχα αρχίσει να σκιτσάρω. Εκνευρίστηκα με τον εαυτό μου. Είχα περάσει ένα από τα ωραιότερα ξημερώματα της ζωής μου με τον άντρα που λάτρευα επί χρόνια και δεν μπορούσα να φέρω στο νου μου τις ερωτικές σκηνές χωρίς να επέμβει ο Νικήτας σαν λογοκρισία. Ο Αλέξης και ο Νικήτας είχαν μετατραπεί σε
499
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
συγκοινωνούντα δοχεία κι εγώ είχα γίνει το υγρό που τα αγκάλιαζε. Οι όμορφες στιγμές που μοιραζόμουν με τον ένα δηλητηριάζονταν από τις τύψεις που ένιωθα για τον άλλο. Στο τέλος εκνευριζόμουν και με τους δύο. Ντύθηκα βιαστικά και βγήκα από το σπίτι, με τον Γκουσγκούνη να μπερδεύεται στα πόδια μου περιχαρής. Ο καημένος θα ξενιτευόταν για ένα διάστημα, αλλά ήταν το μόνο που μπορούσα να κάνω για να μην τον έχω στα πόδια μου τις κρίσιμες μέρες που θα ακολουθούσαν. Πήγαμε στο κοντινό άλσος. Κάθισα σε μια ξύλινη
500
Μ Α ϊ ΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
κούνια κι άρχισα να κουνώ ελαφρά τα πόδια. Η κίνηση μεταφέρθηκε σε όλο μου το σώμα και σε λίγο βρέθηκα να κουνιέμαι μπρος πίσω σαν ξετρελαμένο παιδάκι. Δυο κοριτσάκια που μοιράζονταν τις διπλανές κούνιες με παρατηρούσαν με περιέργεια. Έβαλα στόχο να αγγίξω με τη μύτη του παπουτσιού το κλαδί ενός πεύκου που βρισκόταν απέναντι μου. Αν τα κατάφερνα, τότε όλα θα έμπαιναν σε τάξη κι εγώ θα γινόμουν η πιο ευτυχισμένη γυναίκα του κόσμου. Πήρα φόρα κι άρχισα να ωθώ το κορμί μου προς το δέντρο. Τέντωνα με δύναμη το πόδι και, κάθε φορά που πλησίαζα όλο και περισσότερο, δυνάμωνε και η αισιοδοξία μου ότι όλα θα διορθώνονταν από μόνα τους τις επόμενες μέρες. Πόσα χρόνια είχα να παίξω αυτό το παιχνίδι... Αν πατούσα μόνο στους αρμούς κι όχι στα πλακάκια, θα γλίτωνα την εγχείριση αμυγδαλών. Αν σημάδευα σωστά τον σκουπιδοτενεκέ, δε θα γράφαμε διαγώνισμα φυσικής. Και τις αμυγδαλές έβγαλα και διαγώνισμα έγραψα, αλλά ποτέ δεν έχασε τη γοητεία του το παιχνίδι της οργανωμένης σύμπτωσης. Κάθε φορά που έβλεπα τα σκούρα, έβαζα διάφορους στόχους
501
Μ Α ϊ ΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
για να ξορκίσω τη δύσκολη κατάσταση. Με κίνδυνο να εκσφενδονιστώ από την κούνια και να σφηνωθώ στα κλαδιά του πεύκου, κατάφερα να ακουμπήσω με τη μύτη του παπουτσιού μου το κλαδί που μ' ενδιέφερε. Έκοψα φόρα και σιγά σιγά σταθεροποιήθηκα. Τα κοριτσάκια με χειροκρότησαν ζωηρά. Τους υποκλίθηκα ευτυχισμένη και φώναξα τον Γκουσγκούνη για να γυρίσουμε στο σπίτι. Με ακολούθησε απρόθυμα, γιατί αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τους κοπρίτες που συναναστρεφόταν κάθε φορά που πηγαίναμε στο άλσος.
502
ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
Το σπίτι ήταν άδειο. Βγήκα στη βεράντα και κατέβασα την τέντα μέχρι τα κάγκελα. Ο ήλιος στην Αθήνα ήταν ανυπόφορος από τις έντεκα και μετά. Ας έφευγε ο Τάκης για διακοπές και τότε θα την κοπάναγα κι εγώ. Με το Νικήτα στην Καρδαμύλη ή με τον Αλέξη οπουδήποτε αποφασίζαμε. Ή μόνη μου. Για να σκεφτώ ποιον ήθελα, αν ήθελα κάποιον από τους δύο. Αν τους είχα μες στα πόδια μου, δε θα μπορούσα να αποφασίσω με καθαρό μυαλό. Πώς δεν το 'χα σκεφτεί νωρίτερα; Εξάλλου, αν με αγαπούσαν αληθινά, θα με περίμεναν. Γέλασα, χαρούμενη με την απόφαση μου: Θα έπαιζα επί ίσοις όροις. Κι όποιος κέρδιζε τη νοσταλγία μου, θα κέρδιζε και την καρδιά μου. Δεν ήμουν εγώ για ηΐ6ηα§6 α ίΓοίδ, όπως αποκαλούν οι Γάλλοι το ερωτικό τουρλουμπούκι. Ανέβηκα στο πατάρι και ξέθαψα πίσω από τόνους άχρηστα πράγματα τη βαλίτσα μου. Την ετοίμασα, υπολογίζοντας πως η απουσία μου θα κρατούσε ένα μήνα. Όσο και το ταξίδι του Τάκη. Αυτό το διάστημα θα ήταν αρκετό για την απόφασή μου. Όση ώρα δίπλωνα ρούχα στη βαλίτσα, προσπαθούσα να διώξω από το
503
ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
μυαλό μου τη σκέψη ότι αυτό το ταξίδι γινόταν μόνο και μόνο για να έχω καθαρή τη συνείδησή μου απέναντι στο Νικήτα. Η ζυγαριά έγερνε, υπέρ του Αλέξη, παρ' όλα όσα μου 'χε κάνει. Παρ' όλα όσα μου έκρυβε. Όμως το γεγονός ότι προσπαθούσε να εξιλεωθεί μου 'δινε ελπίδες ότι κάποια στιγμή, που θα σιγουρευόταν ότι τον είχα συγχωρήσει, θα αποκάλυπτε και τη σχέση του με τη Χριστίνα. «Άσ' τον ακόμα. Φοβάται να τα πει μαζεμένα. Έχουμε όλο τον καιρό να ξαναστρώσουμε τη ζωή μας. Και πού ξέρεις; Μπορεί να πάμε και στη Ντίσνεϋλαντ» ψιθύρισα καθώς έκλεινα τη βαλίτσα. Κάθισα στο σεκρετέρ του σαλονιού και άνοιξα το
504
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
συρτάρι. Έβγαλα δύο φακέλους και δύο επιστολόχαρτα. Στον πρώτο φάκελο έγραψα «Νικήτας». Χαμογέλασα θλιμμένα στη σκέψη του. Γλυκέ μου Νικήτα. Μακάρι να σε είχα γνωρίσει σε άλλη ζωή. Μακάρι να ήμασταν δυο κύκνοι στην ίδια λίμνη. Είσαι τόσο καλός για να σε πληγώσω. Λες και δεν πέρασες τόσα με τη Λίζα. Ομως πάλευα για τον Αλέξη τόσα χρόνια. Και, όταν γύρισε γονυπετής, ήταν η μόνη μου ευκαιρία να νιώσω κυρίαρχος σ' αυτό το γάμο. Δεν είναι σωστό να σε κρατώ στην καβάτζα μόνο και μόνο επειδή νιώθω ανασφάλεια. Γιατί, όταν εμφανίστηκε στο κατώφλι του σπιτιού μου ο Αλέξης, συνειδητοποίησα ότι δεν ήθελα κανέναν άλλο στη ζωή μου. Και όλο το μίσος που ξεχείλιζε από τους πόρους μου τις πρώτες μέρες ήταν στην ουσία συσσωρευμένος, πληγωμένος εγωισμός. Ήθελα κι εγώ να νιώσω ερωτευμένη, ανανεωμένη, κι έγινες το πρόσχημα. Προφανώς, δεν ερωτεύτηκα εσένα τον ίδιο, αλλά το συναίσθημα να νιώθεις όμορφα. Κι ένιωθα τόσο όμορφα, που δεν μπορούσα να σου πω στα ίσια «χωρίζουμε». Κι είχα αυτόν τον παράλογο φόβο, ότι, αν έφευγες από τη ζωή μου, θα ξαναγινόμουν η βαρετή γυναίκα που είχε εγκαταλείψει ο Αλέξης. Λες και η γνώση ότι κάποιος ήταν ερωτευμένος μαζί μου με μεταμόρφωνε από ταπεινή νοικοκυρούλα στη γυναίκα-θαύμα, που κερδίζει την εμπιστοσύνη του γιου της, ξυπνά στον άντρα της αισθήματα που είχαν πέσει σε λήθαργο και κάνει τη φίλη της ν' απορείγι' αυτή τη θεαματική αλλαγή. Ήρθε η ώρα να πατήσω στα δικά μου πόδια. Δεν αξίζεις τη μεταχείριση της πατερίτσας. Έπαιξα σκεφτική με το μολύβι. Έπρεπε να του το γράψω χωρίς να τον πληγώσω ανεπανόρθωτα. Να κατα-
505
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
λάβαινε ότι θα του έγνεφα αντίο χωρίς να μου κουνά τον καρπό ο Αλέξης. «Μόνη μου θα φύγω, γλυκέ μου. Αυτό σ' το χρωστάω» μονολόγησα κοιτώντας την κόλλα. Άρχισα να γράφω: Καλέ μου Νικήτα, Φαίνεται ότι στις προθεσμίες δεν τα πάω καλά. Αλλά, βλέπεις, πρώτη φορά καλούμαι να πάρω μία απόφαση, που θα αλλάξει τη ζωή τόσων ανθρώπων. Δεν μπορώ να τα παρατήσω όλα έτσι ξαφνικά και να φύγω μαζί σου, παρ' όλο που θα το έκανα —το παραδέχομαι— αν δε γύριζε ο Αλέξης. Όμως πάντα θα επέστρεφε το φάντασμά του να δηλητηριάσει τις όμορφες στιγμές μας. Και κατάφερες να μου χαρίσεις τόσες πολλές μέσα σε τόσο λίγο χρόνο. Θα τις φυλάξω στη μνήμη μου σαν πολύτιμο δώρο ενός ανθρώπου που μου χάρισε νέα ταυτότητα. Πιστεύω ότι, αν μείνω μόνη ένα διάστημα — υπολογίζω ένα μήνα—, θα καταφέρω να αποφασίσω προς τα πού γέρνει η ζυγαριά. Ο Αλέξης προσπαθεί να βγάλει τον καλύτερο εαυτό του για να με ρίξει. Κι ομολογώ ότι τα καταφέρνει. Όμως πάντα κάτι με
506
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
σπρώχνει να τρέξω σ' εσένα για να σιγουρευτώ ότι υπάρχεις. Είναι εγωιστικό εκ μέρους μου. Όσο περνά ο καιρός και δε σου ξεκαθαρίζω την κατάσταση, νιώθω ότι σε χρησιμοποιώ. Αν φύγω μόνη μου, θα καταλάβω ποιος θέλω να με περιμένει όταν γυρίσω. Η μοναξιά θα με βοηθήσει να βρω την απάντηση. Όποια κι αν είναι, δε θα ακολουθείται από ενοχές, τύψεις, πειράματα, αμφιβολίες. Αν δε θες να περιμένεις, δε θα σε κακίσω. Ήδη περίμενες αρκετά. Μακάρι να περάσεις όμορφα στην Καρδαμύλη. Θα σου τηλεφωνή-
507
ΜΑΪΡΑ
Π ΑΠΑΘ ΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
σω όταν επιστρέψω. σηκώσει γραμματέας σου.
Ελπίζω
να
μην
το η
Ξαναδιάβασα το γράμμα. Προσπάθησα να πάρω τη θέση του την ώρα που θα το 'παιρνε στα χέρια του. Δεν τον ενθάρρυνα να κάνει σχέδια για τους δυο μας, όμως, από την άλλη, του άφηνα ελπίδες. Ελπίδες που χαϊδεύουν μια καταστροφή, όπως τα χορταράκια ένα ερείπιο . Έπιασα το δεύτερο φάκελο κι έγραψα το όνομα του Αλέξη. Δε μου πήρε πολλή ώρα να σκεφτώ τι θα του έγραφα. Θα τον τρόμαζα λιγάκι. Όχι πολύ, για να μην το βάλει στα πόδια. Θα τον άφηνα να καταλάβει πως δεν πρέπει να με θεωρεί δεδομένη. Πως, άμα μου την κάρφωνε, είχα τη δύναμη να φύγω κι εγώ. Παράλληλα όμως θα του έλεγα με τον τρόπο μου ότι θα έμενα στο πλευρό του. Αγαπημένε μου Αλέξη, Λένε ότι ο χωρισμός σβήνει τα μικρά αισθήματα και μεγαλώνει τα μεγάλα. Όπως ο αέρας σβήνει το κερί και δυναμώνει τη φωτιά. Έφυγες κι επέστρεψες άλλος άνθρωπος. Ο χωρισμός
508
ΜΑΪΡΑ
Π ΑΠΑΘ ΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
λειτούργησε θετικά στο γάμο μας, έστω κι αν έγινε υπό άσχημες συνθήκες. Αποφάσισα ν' ακολουθήσω το παράδειγμά σου, με τη διαφορά ότι εγώ θα είμαι μόνη μου. Μόνο έτσι θα μπορέσω να ταξινομήσω τις σκέψεις μου, να χαλιναγωγήσω τους φόβους μου ότι δε με απατάς όσο λείπω, ότι διατηρείς τη φλόγα που λες ότι σου άναψα. Θέλω να γυρίσω και να σε βρω όπως σε άφησα: άλλον άνθρωπο. Χρωστάω αυτό το πείραμα στον εαυτό μου. Όταν μ' άφησες, κατάλαβα πόσο δυ-
509
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
στυχισμένη με κάνει η μοναξιά. Τώρα θα γνωρίσω και την άλλα όψη της. Γιατί η μοναξιά είναι και σύντροφος. Κι εγώ έχω ανάγκη τη συντροφικότητά της αυτή τη στιγμή. Σ' εγκαταλείπω κι εγώ με τον τρόπο μου. Τώρα που με θες. Που κάνεις όνειρα για τους δυο μας. Μόνος σου θα σκεφτείς καλύτερα. Το ίδιο θα κάνω κι εγώ. Όταν γυρίσω, θα παίξουμε με τους ίδιους κανόνες. Θέλω να νιώσω ότι η απουσία μου άλλαξε και τη δική σου ζωή. Σ' έκανε καχύποπτο, ζηλιάρη, ανυπόμονο. Σ' έκανε να φοβηθείς ότι μπορεί να με χάσεις. Όταν γυρίσω, θα σου λέω ότι σ' αγαπώ χωρίς να τρέμω ότι θα με περιγελάσεις. Μη με απογοητεύσεις άλλη φορά. Δε θα 'χω τη δύναμη να σε ξανασυγχωρήσω. Έκλεισα βιαστικά το γράμμα στο φάκελο και το έχωσα κάτω από κάτι χαρτιά στο συρτάρι του σεκρετέρ. Έπιασα το γράμμα του Νικήτα. Δίσταζα να το βάλω στο φάκελο. Αφού του έγραφα τρίχες. Έπρεπε να του πω ότι ναι μεν θα έφευγα μόνη αυτή τη φορά, αλλά τα επόμενα ταξίδια μου θα ανήκαν στον Αλέξη. Ποια ζυ-
510
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
γαριά και βλακείες. Πώς να του έλεγα «ο κύβος ερρίφθη» μετά από τα παρακάλια μου να με περιμένει; Αλλά κι εγώ η χριστιανή γιατί τον παρακαλούσα, αφού στο βάθος είχα πάρει την απόφασή μου; Προφανώς επειδή μέχρι τότε δεν ένιωθα αρκετά δυνατή να αντιμετωπίσω μόνη μου τον Αλέξη. Όπως και να 'χε, έπρεπε να δώσω ένα τέλος. Καημένε Νικήτα... Σ' έφαγε το επαναληπτικό σεξ με το σύζυγο σκέφτηκα και σάλιωσα το φάκελο με το όνομα του. Τα γράμματα θα παραδίδονταν στους παραλήπτες
511
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
στις δεκάξι Ιουνίου. Την ώρα που ο Αλέξης θα συνόδευε τον Τάκη στο αεροδρόμιο, εγώ θα έκανα μια στάση στο σπίτι του Νικήτα για να ρίξω το γράμμα κάτω από την πόρτα. Μετά θα πήγαινα στον Πειραιά κι από κει θα διάλεγα ένα πλοίο στην τύχη. Όταν θα γύριζε ο Αλέξης από το γραφείο, θα έβρισκε το δικό του γράμμα δίπλα στο τηλέφωνο. Εγώ θα κατευθυνόμουν ήδη σε κάποιο νησί.
21. Η ευχάριστη έκπληξη με βρήκε γύρω στις πέντε το ίδιο απόγευμα. Χτύπησε το κουδούνι, κι όταν ρώτησα ποιος ήταν απάντησε η αγαπημένη μου φίλη Άντα, που είχε έρθει για καλοκαιρινές διακοπές στην πατρίδα. Δεν μπορούσα να κρύψω τη συγκίνησή μου μόλις την αντίκρισα. Η απόσταση, που δε μας επέτρεπε να επικοινωνούμε συχνά, και το γεγονός ότι αυτή τουλάχιστον δε με είχε προδώσει, όπως η Χριστίνα, με έκαναν να ριχτώ κλαίγοντας στην αγκαλιά της. «Γλυκιά μου Άντα, πότε ήρθες από τη Βερόνα;» «Χτες βράδυ, μαζί με το Μάσσιμο. Τα παιδιά ήρθαν μια βδομάδα νωρίτερα στη γιαγιά τους. Αύριο
512
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
φεύγουμε όλοι μαζί για την Ικαρία». Κοιταχτήκαμε χαμογελώντας και αγκαλιαστήκαμε πάλι. Βγήκαμε στη βεράντα για καφέ. Η Άντα είχε αποκτήσει για τα καλά τον ιταλικό τρόπο συζήτησης. Κάθε της πρόταση συνοδευόταν από ζωηρές κινήσεις των χεριών. Δε χόρταινα να την κοιτάζω. «Δεν έχει αλλάξει τίποτα σ' αυτό το σπίτι από τότε που το είδα για τελευταία φορά. Αλλά δεν μπορώ να
513
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
πω το ίδιο και για σένα,οαΓα. δοί οαηιβίαΐα, αηιίοα ηιία». «Για ρίξε μια μετάφραση, καθότι εγώ δεν παντρεύτηκα Ιταλό αλλά Χαλανδριώτη». «Άλλαξες θεαματικά. Έκοψες το μαλλί, γενικά σε βρίσκω ανανεωμένη. Μάλλον περνάς το δεύτερο έρωτα με τον Αλέξη». Με σκούντηξε χαμογελώντας με νόημα. «Το τι περνάω είναι μεγάλη ιστορία. Θα κάτσεις;» τη ρώτησα, με την ελπίδα να μου διαθέσει όσο χρόνο χρειαζόταν για να της εξιστορήσω την κατάσταση του τελευταίου χρόνου. «Μέχρι να μου τα πεις όλα. Πρέπει να αναπληρώσουμε τα κενά». «Ωραία» της χαμογέλασα, με την ανακούφιση που νιώθει κάποιος που πρόκειται να απαλλαγεί από το φορτίο των κρυμμένων του σκέψεων. «Θα ξεκινήσω με το πιο σύντομο ανέκδοτο: συζυγική πίστη... Κι έτσι, δε μένει παρά ο καθένας να πάρει το γράμμα του και να περιμένει ακόμα ένα μήνα» ολοκλήρωσα τη διήγησή μου στην Άντα, μετά από δυο ώρες γεμάτες ιταλικά επιφωνήματα έκπληξης και αμέτρητα φλιτζάνια καφέ. Την κοίταξα περιμένοντας τα σχόλιά της. «Τι θες να σου πω; Εγώ απλά λυπάμαι το Νικήτα,
514
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
που φάνηκε ότι σε αγαπά ειλικρινά» είπε με μια μικρή δόση κατηγόριας. «Αφού έχεις αποφασίσει να μείνεις με τον Αλέξη, γιατί δεν του κόβεις κάθε ελπίδα παρά τον βάζεις να σε περιμένει κι άλλο; Κι ύστερα λες για τη σκάρτη συμπεριφορά του άντρα σου... Δεν τις καταλαβαίνω αυτές τις παρατάσεις». «Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο μπερδεμένη νιώθω. Στη διάρκεια της μέρας έχω αποφασίσει πενήντα φορές να μείνω με τον έναν και πενήντα με τον άλλο. Πρόκειται για πολύ σημαντική απόφαση. Θα αλλάξει η
515
Μ Αϊ ΡΑ Π Α Π Α θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ
ζωή όλων μας. Φοβάμαι πως ό,τι αποφασίσω θα γυρίσει μπούμερανγκ και θα με καταστρέψει. Λατρεύω τον Αλέξη, παρ' όλα όσα μου έχει κάνει, αλλά πάντα θα με τρώει το άγχος. Ίσως το έχει η μοίρα μου να παλεύω για την ευτυχία, που στοιχίζει περισσότερο απ' όσο αξίζει. Όμως του λέω "σ' αγαπώ" και βρίσκω πλήρες νόημα σ' αυτή τη λέξη. Όταν βρέθηκε μπροστά μου ο Νικήτας, ήμουν ένα τρομαγμένο πλάσμα. Γαντζώθηκα πάνω του και δεν μπόρεσα να καταλάβω σ' αυτό το διάστημα αν ερωτεύθηκα πραγματικά τον ίδιο ή ονόμασα έρωτα το φόβο μου να μείνω μόνη. Προφανώς, αν ένιωθα πολύ βαθιά αισθήματα γι' αυτόν, θα τα παρατούσα όλα και θα 'φευγα μαζί του, χωρίς να με επηρεάσει η στάση του Αλέξη» είπα σμίγοντας τα φρύδια. «Σε ξέρω πολλά χρόνια. Δεν είσαι ο άνθρωπος που θα απατούσε το σύντροφό του στην πρώτη ευκαιρία. Αλλά πιστεύω και το εξής: η ηθική είναι πολλές φορές ταυτόσημη της έλξης. Αν σου την έπεφτε κάποιος που δε σου άρεσε, θα του 'λεγες πως, όσο ζεις, δε θα απατήσεις τον άντρα σου. Έτυχε όμως να σου αρέσει ο Νικήτας, με αποτέλεσμα να του αποκρύψεις το γεγονός ότι ήσουν παντρεμένη. Άρα δεν είναι τόσο
516
επιφανειακό όσο θες να το παρουσιάσεις». «Του είπα ότι είμαι παντρεμένη στην επόμενη συνάντηση μας» υπερασπίστηκα τον εαυτό μου. «Και στη μεθεπόμενη μόνο που δε βγάλατε τα μάτια σας. Δεν το λέω για να σ' επικρίνω, απλά πιστεύω ότι αυτός ο άνθρωπος, τη δεδομένη στιγμή που βρέθηκε στη ζωή σου, σ' έκανε να μη βουλιάξεις στην κατάθλιψη. Του αξίζει έντιμη μεταχείριση, γιατί είναι ο μόνος που σου φέρθηκε σωστά. Άσε τα γράμματα και πες του ξεκάθαρα ότι θα μείνεις με τον άντρα σου. Δεν κατα-
517
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
λαβαίνω· τι θα αλλάξει σ' ένα μήνα που θα γυρίσεις». «Απλά, όταν του πω "τελειώσαμε", θα ξέρει ότι το αποφάσισα μόνη μου, χωρίς να επηρεάζομαι από τον Αλέξη. Πιστεύω ότι θα το δεχτεί πιο εύκολα». «Ω, βέβαια! Να δεις που θα εκτιμήσει τον τρόπο με τον οποίο το χειρίστηκες και θα προτείνει να γίνει ο οικογενειακός σας οδοντίατρος» σάρκασε η Άντα. «Ναι, καλά, κορόιδευε εσύ... Δεν ξέρεις τι ψυχανάλυση έχω κάνει μόνη μου τόσους μήνες» της απάντησα θιγμένη. Μου έπιασε τα χέρια χαμογελώντας. «Οι Ιταλοί λένε: ϋηα νοίία οοπιπία, ροΓ 56πιρΓ6 ΟΟΓ-
πυία. Μια φορά κερατωμένη, για πάντα κερατωμένη. Όταν πειστεί ο Αλέξης ότι τον συγχώρησες, θα χαλαρώσει και τότε θα αρχίσουν να σε τρώνε πάλι οι υποψίες. Τώρα το παίζεις άνετη, γιατί δε σου δίνει δικαιώματα κι έχεις και το Νικήτα στην καβάτζα. Εν τοιαύτη περιπτώσει κράτα και τους δύο. Γιατί να μη νιώθεις εσύ καλύτερα πάνω απ' όλα;» μου 'κλεισε το μάτι. «Είσαι με τα καλά σου; Πώς θα τα βγάλω πέρα με δυο άντρες; Δεν είμαι εγώ για τέτοια. Να απατώ τον άντρα μου με τον εραστή μου και τον εραστή μου με τον άντρα μου;» Της έριξα μια απολογητική ματιά και
518
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
συνέχισα: «Όχι ότι δεν πέρασε από το μυαλό μου. Αλλά δεν αντέχω να ζω με το φόβο ότι θα με ανακαλύψουν. Ήδη καρδιοχτυπώ κάθε φορά που χτυπά το τηλέφωνο και σκέφτομαι ότι είναι ο Νικήτας. Μια φορά τηλεφώνησε και το σήκωσε ο γιος μου. Εκεί να δεις τι σημαίνει απόλυτος τρόμος. Δε θα μπορώ να τα μπαλώνω για πάντα. Ούτε υπάρχει μέθοδος απιστίας άνευ διδασκάλου για να πάρω μαθήματα». «Μμμ, πες στον Αλέξη νά σου κάνει ιδιαίτερα. Αυτός τα κατάφερε θαυμάσια ένα χρόνο. Και γυναίκα και δύο
519
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
ερωμένες, εκ των οποίων η μία επιστήθια φίλη της συζύγου» κάγχασε. «Μη λες τη λέξη "επιστήθια" όταν μιλάς για τη Χριστίνα. Είναι πολύ γλαφυρή και μου δημιουργεί εικόνες που δε θέλω να σκέφτομαι» τη μάλωσα. «δουδα, οαΓα. Αλλά, αν μια λέξη σε κάνει να φουντώνεις, τότε πρέπει να σκεφτείς πολύ καλά την απόφασή σου να περάσεις στο ντούκου τη φάση με τη Χριστίνα και τον Αλέξη. Επειδή κάνατε μια φορά καλό σεξ, δε σημαίνει ότι πρέπει να ξεχάσεις τον αρχικό σου σκοπό, να τσεκάρεις τους δυο τους». Τη στραβοκοίταξα αμίλητη. Πήρε θάρρος από τη σιωπή μου και συνέχισε: «Αφού κανόνισες το δείπνο για να δεις τις αντιδράσεις τους, άσε την απόφασή σου για μετά το επιδόρπιο. Η αλήθεια λέγεται πάντα μπροστά σε μεγάλους κινδύνους. Αν τον φέρεις φάτσα με φάτσα με την "αλήθεια", που πηδούσε ένα χρόνο, και δε σου το ομολογήσει, τότε να προσέχεις τα νώτα σου. Ή, μάλλον, το κεφάλι σου, γιατί θα σου τα ξαναφορέσει». Δάγκωσα σκεπτική μια παρανυχίδα και την κοίταξα ανήσυχη.
520
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
«Θέλω να πιστεύω πως δε θα με προδώσει ακόμα μια φορά. Αν σημαίνω κάτι γι' αυτόν, θα μου το ομολογήσει. Ίσως όχι μπροστά της, αλλά όταν μείνουμε μόνοι. Αν το κάνει, θα τον συγχωρήσω». Η Άντα έβαλε τα γέλια. Περίμενα υπομονετικά μέχρι να της περάσει η κρίση, κατά την οποία κουνιόταν μπρος πίσω και επικαλούνταν στα ιταλικά το Θεό και μερικούς αγίους που δεν ανήκαν στο ορθόδοξο εορτολόγιο. «δαηία ΡΓαποοδοα!» κατέληξε, πιάνοντας το στομάχι της για να σταματήσει τους σπασμούς της ιλαρότητας. «Τόση ώρα προβληματίζεσαι για το αν θα σου ομολο-
521
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
γήσει ο Αλέξης την απιστία του, ενώ εσύ ούτε διανοείσαι να του μιλήσεις για τα σατέν σεντόνια του Νικήτα». Την κοίταξα θιγμένη: «Τώρα εσύ με ποιον είσαι; Συγκρίνεται η δική μου περίπτωση με τη δική του; Καταρχήν, το σκορ είναι 2-1. Δεύτερον, αν δε συμπεριφερόταν άθλια, εγώ δε θα γύριζα ποτέ να κοιτάξω άλλον άντρα. Τόσα χρόνια δεν το έκανα. Και, τρίτον, πάρτο καθαρά ορθολογιστικά. Είχε την ατυχία να ανακαλύψω τις εξωσυζυγικές του δραστηριότητες. Η δική μου απιστία είναι σαν την κλεψιά στην αρχαία Σπάρτη. Όσο δεν αποκαλύπτεται, είναι ανεκτή». «Δε φοβάσαι μήπως του το σφυρίξει ο Νικήτας εν βρασμώ ψυχής;» «Αυτή την πιθανότητα την έχω απωθήσει στο τελευταίο κύτταρο του εγκεφάλου μου. Βασίζομαι στην ανωτερότητά του να μην το κάνει. Αν μάθει ο Αλέξης πως όσο χαλβάδιαζε τη Λίζα εγώ έτυχε να συνάψω στενές σχέσεις με τον πρώην άντρα της, δε με ξεπλένει ούτε ο Νιαγάρας. Άσε, δε θέλω να δίνω τροφή στους χειρότερους εφιάλτες μου» είπα με φωνή παλλόμενη από πανικό. «Ίσως γι' αυτό δεν του τα λέω χύμα για τη
522
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
Χριστίνα. Τα φυλάω για την περίπτωση που θα με κατηγορήσει ότι δεν έχασα κι εγώ τον καιρό μου. Πάλι από πάνω θα βγω». «Ξέρεις τι λέει ο Κάφκα; Ο δρόμος της αλήθειας περνά πάνω από ένα σκοινί που δεν είναι τεντωμένο σε μεγάλο ύψος, αλλά ακριβώς λίγο πιο πάνω από τη γη. Φαίνεται περισσότερο ότι προορίζεται για να σκοντάφτουν οι άνθρωποι παρά να βαδίζουν πάνω σ' αυτό» ενίσχυσε και λογοτεχνικά την άποψή της. Σηκώθηκα από τη θέση μου και στάθηκα από πίσω
523
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
της. Ακούμπησα τα χέρια μου στους ώμους της ξεκινώντας ένα μηχανικό μασάζ. «Αν είναι όπως τα λέει ο Κάφκα, τότε όλοι μας έχουμε φάει χώμα» είπα στοχαστικά. «Μμμ» έκανε εκείνη, απολαμβάνοντας τη χαλάρωση των μυών της. «Ας αφήσουμε τη φιλολογία κι ας μπούμε στο ψητό. Πώς θα ακούς τη συνομιλία τους όταν θα βρίσκεσαι στην κουζίνα;» «Θα είναι και ο Τάκης στο τραπέζι. Θα τον παρακαλέσω να μην το κουνήσει ρούπι μέχρι να φύγει η Χριστίνα. Κι εγώ θα ελαχιστοποιήσω τις διαδρομές μου. Τα πάντα θα βρίσκονται στη βεράντα». «Μακάρι να 'μουν μπροστά στη φάση που θα συναντηθούν εν αγνοία τους. Α ρΓοροδίίο, δε λες στον Τάκη να καλύψει τη φάση με τη βιντεοκάμερα; Έτσι θα μπορέσω να την απολαύσω μόλις γυρίσω από την Ικαρία» μου χαμογέλασε μειλίχια, ελπίζοντας να της κάνω τη χάρη. Την κοίταξα αυστηρά. «Σιγά μην απαθανατίσω την ξεφτίλα. Εδώ δε θα βλέπω την ώρα να τελειώσει η μασκαράτα για να δω πώς θα προχωρήσω στη ζωή μου... » απάντησα μαχητικά και τα μάτια μου πέταγαν σπίθες. Έσκυψα και τη φίλησα στο μάγουλο. «Σ' ευχαριστώ για τη συζήτηση. Αν δεν ερχόσουν να μου βάλεις φιτιλιές, θα γινόμουν ευκολό-
524
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
πιστη ακόμα μια φορά. Λοιπόν, κύριε Αλέξη, ώρα να ιδρώσεις για να με αποκτήσεις». «Γι' αυτό είναι οι φίλες» χαιρέτησε χαρούμενη την αποφασιστική μου στάση. «Όχι όλες, Άντα μου, όχι όλες».
525
Ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
22. Η μέρα της κρίσεως έφτασε. Και ήταν υπέροχα ηλιόλουστη. Μια τέτοια μέρα φτιάχνει τη διάθεση των ανθρώπων που τα 'χουν βρει με τον εαυτό τους και τους άλλους. Κατά κανόνα. Διότι εγώ ήμουν η εξαίρεση. Ξύπνησα κακοδιάθετη, με κομμάρες και τάση για εμετό. Ο καφές επιδείνωσε την κατάσταση, μετατρέποντας τον εκνευρισμό μου σε συνεχές τρέμουλο. Κλειδώθηκα στο μπάνιο κι επιδόθηκα στις χαλαρωτικές ασκήσεις που είχα παρακολουθήσει κάποτε στην τηλεόραση, σ' ένα πρόγραμμα που λεγόταν Γιόγκα, το ευεργετικόν. Παρ' όλο που ο τίτλος του μου προκαλούσε γέλια κάθε φορά που εμφανιζόταν στην οθόνη, γιατί μου έφερνε στο μυαλό τον ορισμό «Βροντόσαυρος, ο αμμώδης» από μια σχολική εγκυκλοπαίδεια, παρακολουθούσα με αμείωτο ενδιαφέρον τη γυμνάστρια, που έδενε κόμπο το σώμα της στο όνομα της χαλάρωσης. Μετά από αρκετό διάστημα μπορούσα να υπερηφανεύομαι ότι χαλάρωνα στη στάση του λωτού χωρίς να παθαίνω κράμπες. Όμως στις δεκαπέντε Ιουνίου ούτε ο λωτός ούτε άλλο φρούτο κατάφερε να διώξει το άγχος μου. Περίμενα τον
526
Ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
Τάκη έξω από το σχολείο. Προσπαθούσα να τον διακρίνω ανάμεσα σε εκατοντάδες αλαλάζοντες μαθητές, που, βγαίνοντας από τις τάξεις, εκσφενδόνιζαν τα βιβλία τους στην άλλη άκρη του προαυλίου. Τον είδα να βγαίνει κοιτώντας κατσουφιασμένος το παιχνίδι του μπουγελώματος, στο οποίο επιδίδονταν με ζήλο οι συμμαθητές του. Του έγνεψα για να με προσέξει. Με πλησίασε με βαριεστημένα βήματα. «Πώς πήγε, αγόρι μου;» τον ρώτησα όσο πιο ανέμελα μπορούσα.
527
ΜΑΪΡΑ
Π ΑΫΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
«Καλά» απάντησε κοφτά. «Φαγώθηκες να βγούμε μεσημεριάτικα, ενώ εγώ ήθελα να παίξω μπουγέλωμα» μου πέταξε χολωμένος καθώς απομακρυνόμασταν από το σχολείο. «Αν σου λείπει η ψυχρολουσία...» ψιθύρισα, δυστυχώς όχι τόσο σιγά ώστε να μη μ' ακούσει. «Κατάλαβα, πάλι τσακωθήκατε και θες να με βάλεις στη μέση. Χώρισέ τον, ρε παιδάκι μου, να τελειώνουμε. Μη με πρήζεις κι εμένα τώρα που αρχίζουν οι διακοπές μου» έκανε αγανακτισμένα. Άρχισε να προχωράει πιο γρήγορα, αναγκάζοντάς με να επιταχύνω το βήμα για να τον προλαβαίνω. Τον έπιασα από το χέρι, κόβοντάς τού τη φόρα. «Για τις διακοπές σου θέλω να μιλήσουμε. Έλα να μπούμε σ' ένα ταξί και να πάμε για ψαράκι στη θάλασσα» του είπα με παρακλητικό ύφος. Μαλάκωσε. Έκανε νόημα σ' ένα ταξί που περίμενε στο φανάρι. Στις δύο καθόμασταν στη σκιά που πρόσφερε απλόχερα η τέντα μιας παραθαλάσσιας ταβέρνας στη Ραφήνα. «Αχ, θαλασσίτσα» έκανε ονειροπόλα ο Τάκης, γέρνοντας πίσω την καρέκλα του. «Δε βλέπω την ώρα να οργανωθώ με την παρέα για τις διακοπές. Λέμε
528
ΜΑΪΡΑ
Π ΑΫΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
να πάμε Κω καμιά δεκαριά μέρες. Κάμπινγκ». Με διαπέρασε ένα ρίγος. Αν αρνιόταν την προσφορά μου για το εξωτερικό; Θα στροβιλιζόταν κι αυτός καλοκαιριάτικα στη δίνη των εξελίξεων; Μαύρο καλοκαίρι θα περνούσε ο έρημος. Με τρεμάμενο χέρι έβγαλα το φάκελο που περιείχε το «δώρο για τον Τάκη», όπως είχε χαρακτηρίσει η Πετρούλα το πακέτο με τα εισιτήρια, το συνάλλαγμα, την παραμονή στα διάφορα μέρη. Του το έδωσα αμίλητη. Το άνοιξε απορημένος. Τον παρατηρούσα καθώς μελετούσε τις μπροσούρες και τα επεξη-
529
Ο
ΙΟΥΛΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
γηματικά φυλλάδια. Μου έριξε μια έκπληκτη ματιά, μην τολμώντας να ρωτήσει αυτό που σχηματιζόταν στο μυαλό του. «Είναι το δώρο μου για τα γενέθλια σου. Ένας μήνας στο εξωτερικό. Όλα κανονισμένα. Αλλά, αν δε θες, δεν πειράζει. Κάθε έκπληξη έχει και το τίμημα της. Δεν ήθελα να σ' το φανερώσω νωρίτερα». Τον κοίταξα με αγωνία. «Δέχεσαι να αποχωριστείς την παρέα σου μέχρι τις δεκαπέντε Ιουλίου;» Το αστραφτερό χαμόγελο προηγήθηκε της καταφατικής του απάντησης. «Τρελός είμαι να μη δεχτώ τέτοιο ταξίδι!» Πετάχτηκε όρθιος και με αγκάλιασε. «Πώς σου ήρθε; Και μη μου πεις ότι αμφιταλαντευόσουν μεταξύ του ταξιδιού και των Τίμπερλαντ, που ήξερες ότι ήθελα». Με φίλησε τρυφερά στο μάγουλο και ξανάκατσε στη θέση του. Μου μετέδωσε τη διάθεσή του. Ένα του χαμόγελο ήταν αρκετό να αποσυμπιεστώ από το άγχος και τις μελαγχολικές σκέψεις. Τουλάχιστον θα προχωρούσα στο σχέδιό μου χωρίς να τον έχω έννοια. «Πέρασες δύσκολο χειμώνα και φταίμε εμείς γι' αυτό. Το συζήτησα με τον πατέρα σου κι είπαμε ότι είναι
530
Ο
ΙΟΥΛΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
ευκαιρία να δουλέψεις τη βιντεοκάμερά σου σε μέρη που δύσκολα θα ξαναδείς σύντομα. Ενώ η Ελλάδα είναι πάντα πιο κοντά. Εξάλλου έχεις όλο τον Αύγουστο στη διάθεση σου για διακοπές με τη Νόρα και τους φίλους σου». Στο άκουσμα του ονόματός της συννέφιασε. Αποτόλμησα την ερώτηση: «Τι;... Τα χαλάσατε;» «Ε, ναι, μωρέ... Δεν τράβαγε άλλο. Ίσως φταίει που πιεστήκαμε στις εξετάσεις, ίσως την έχει επηρεάσει η αρρώστια της μάνας της... Τα 'παμε χτες και συμφωνή-
531
ΜΑΪΡΑ
Π ΑΠ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
σαμε να μην ιδωθούμε όλο το καλοκαίρι. Όταν ξαναβρεθούμε το Σεπτέμβρη, θα δούμε αν κολλάμε ακόμα» απάντησε λιγότερο αδιάφορα απ' όσο θα 'θελε να ακουστεί. Το χαμόγελο όμως επανήλθε στο πρόσωπό του καθώς με ευχαριστούσε ακόμα μια φορά για το ταξίδι. «Ας μην πολυκαθυστερούμε, γιατί έχω να μαζέψω τα πράγματα μου και να διαβάσω τις λεπτομέρειες. Εξάλλου το βράδυ, με το τραπέζι, δε θα 'χω πολύ καιρό στη διάθεση μου». Πιάστηκα από την αναφορά στη βραδινή συγκέντρωση για να του ζητήσω να μείνει σε όλη τη διάρκεια του φαγητού κι όχι να την κοπανήσει με τους φίλους του όπως είχε επιμείνει αρχικά. «Έγινε. Εξάλλου αύριο έχω πρωινό εγερτήριο. Δε με παίρνει να ξενυχτήσω. Τι ώρα θα με πάει ο μπαμπάς στο αεροδρόμιο;» «Θα φύγετε στις εφτά από το σπίτι. Υπολογίζω ότι πρέπει να σηκωθούμε κατά τις έξι». «Θα 'ρθεις κι εσύ;» «Όχι. Τα αεροδρόμια με κάνουν πολύ συναισθηματική. Δε θες, φαντάζομαι, να δεις τη μάνα σου να χτυπιέται μπροστά στο οΚοο^-ίη της Αϋΐαΐία...» του χαμογέλασα ανάλαφρα, ψάχνοντας συγχρόνως με το
532
ΜΑΪΡΑ
Π ΑΠ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
βλέμμα το σερβιτόρο για το λογαριασμό. Σοβάρεψε ξανά και διαισθάνθηκα ότι θα μου έλεγε κάτι σημαντικό. Του έπιασα το χέρι ενθαρρύνοντάς τον να μιλήσει. Άρχισε σιγανά: «Να ξέρεις ότι σ' αγαπώ πολύ. Σ' το λέω γιατί καταλαβαίνω ότι κάποιες φορές νομίζεις το αντίθετο. Η εφηβεία με κάνει αδέξιο ως προς τα αισθήματά μου απέναντι σ' εσένα και στον μπαμπά. Κι εκείνον τον αγαπώ, άσχετα αν με τσάντισε η συμπεριφορά του. Θέλω
533
ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
να σας βλέπω ευτυχισμένους». Δίστασε για λίγο και πρόσθεσε: «Ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι πρέπει να χωρίσετε». Μου έσφιξε το χέρι. «Καταλαβαίνω ότι θέλετε να με απομακρύνετε για να δείτε τι θα γίνει μεταξύ σας. Εγώ θα δεχτώ ό,τι κι αν αποφασίσετε. Αρκεί να μην τσακώνεστε». Και τόνισε: «...ειδικά για μένα». Ένευσα αμίλητη. Το κλίμα βάρυνε επικίνδυνα. Βούρκωσα και, προσπαθώντας να το κρύψω, πιέστηκα, με αποτέλεσμα να βάλω τα κλάματα την ίδια στιγμή που ο σερβιτόρος άφηνε το λογαριασμό μπροστά μου. «Δε... δεν είναι τόσο ακριβά» τραύλισε και απομακρύνθηκε αμήχανος. Κοιταχτήκαμε με τον Τάκη και μας έπιασαν τα γέλια. Άφησα γερό φιλοδώρημα στο γκαρσόνι, που άθελά του αποφόρτισε την ατμόσφαιρα. Πιασμένοι χέρι χέρι κινήσαμε για την έξοδο. Το ευτυχισμένο γκαρσόνι τσακίστηκε να μας ανοίξει διάπλατα την πόρτα και η προθυμία του πυροδότησε νέο ξέσπασμα γέλιου. Στο ταξί, για το σπίτι, ο Τάκης με ρώτησε αν είχα σκεφτεί τι θα έκανα με τον Αλέξη. Του απάντησα ότι δεν ήξερα. Ότι χρειαζόμουν κι εγώ κάποιο χρόνο
534
ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
να μείνω μόνη, για να ξεκαθαρίσω τα αισθήματά μου. «Τώρα που θα λείπεις, σκέφτομαι να φύγω κι εγώ ένα μήνα για να ταξινομήσω τις σκέψεις μου. Θυμάσαι που φανταζόμασταν τον πατέρα σου να τριγυρνάει με τον Γκουσγκούνη στο άδειο σπίτι;» Χαμογέλασε στη θύμηση του τρελού μας σεναρίου. «Μόνο που το σκυλί θα μείνει σε ξενοδοχείο κατοικίδιων ζώων όσο διάστημα θα λείπεις. Δε θέλω να νιώσω την ανάγκη να φύγω και να δεσμευτώ από τον Γκουσγκούνη. Έχεις αντίρρηση; Δεν μπορούσα να σκεφτώ κάτι καλύτερο. Και στον
535
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
πατέρα σου δε θα άρεσε καθόλου η προοπτική να μείνει ξαφνικά μόνος μ' ένα σκύλο». «Δεν έχεις άδικο» κούνησε το κεφάλι του συμφωνώ-. ντας. «Ε, λοιπόν, η φάση με τον μπαμπά σε έκανε άλλον άνθρωπο. Μου προσφέρεις ένα ταξίδι χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, ενώ μέχρι πρότινος καρδιοχτυπούσες ακόμα κι όταν πήγαινα στο ψιλικατζίδικο της γωνίας. Αποφασίζεις να φύγεις τώρα που γύρισε και ζητάει εξιλέωση. Δε θα μου κάνει εντύπωση αν μου πεις ότι τον χωρίζεις για κάποιον άλλο» είπε εύθυμα. Προς στιγμήν κινδύνευσα να πέσω στην παγίδα της αυθόρμητης εξομολόγησης. Κρατήθηκα ακόμα μια φορά και δεν του μίλησα για το Νικήτα. Πρώτον, γιατί ο χώρος ήταν ακατάλληλος και ο χρόνος ελάχιστος. Δεύτερον, γιατί δεν ήξερα ακόμα αν ο Νικήτας θα συμμετείχε από δω και πέρα στη ζωή μου. Και, τρίτον, επειδή ο Τάκης μιλούσε υποθετικά, δεν μπορούσα να ξέρω αν στην επιβεβαίωση της υπόθεσής του θα διατηρούσε το εύθυμο χαμόγελο στο πρόσωπό του. Υιοθετώντας τον πειρακτικό του τόνο, του απάντησα: «Θα φροντίσω ο πατριός σου να είναι πλούσιος και να συμμερίζεται την αγάπη
536
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
σου για το σινεμά, ώστε να τον πείσουμε να χρηματοδοτήσει την πρώτη σου ταινία». Πάντως ο Νικήτας είναι και οικονομικά ευκατάστατος και σινεφίλ. Σε λίγο καιρό θα μάθω αν υπάρχει πιθανότητα να γίνει και πατριός σου. Μόλις είχα βάλει τις μπάμιες στο φούρνο, όταν άκουσα το τηλέφωνο. Φώναξα στον Τάκη να το σηκώσει αλλά αρνήθηκε, επικαλούμενος το άγχος να προλάβει το πακετάρισμα των ρούχων του. Έτρεξα στο σαλόνι και σήκωσα το ακουστικό λαχανιασμένη. Ήταν ο Αλέξης. Θα καθυστερούσε καμιά ώρα, γιατί είχε κάποια
537
ΜΑΪΡΑ
Π ΑΠ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
δουλίτσα να τακτοποιήσει. Το τελευταίο το είπε αφήνοντας ένα πονηρό γελάκι. Επιδίωξε να ακουστεί σαν υπονοούμενο, γι' αυτό δεν ένιωσα το γνωστό τσίμπημα της ζήλιας στο άκουσμα της καθυστέρησής του. Προφανώς θα σταματούσε σε κάποιο κατάστημα για να ξοδέψει σε δώρα όσα τσιγκουνευόταν ή αμελούσε τόσα χρόνια. Κατέβασα το ακουστικό και κάθισα στην καρέκλα δίπλα στο τηλέφωνο. Γιατί φοβόταν να μου αποκαλύψει ότι κοιμόταν με τη Χριστίνα; Προφανώς επειδή ήταν η φίλη μου κι όχι κάποια τυχαία. Γιατί ήταν αρκετά έξυπνος, ώστε να καταλάβει ότί ήμουν έτοιμη να τον συγχωρήσω για τη Λίζα. Απορούσα όμως πώς και δεν τον έζωναν μαύρα φίδια που δεν ανέφερα όλο αυτό το διάστημα την κολλητή μου φίλη. Ότι τον βόλευε να μη γίνεται συζήτηση για το άτομό της, αυτό ήταν δεδομένο. Αλλά να μην υποψιάζεται πως κάτι δεν πήγαινε καλά; Αφού είχε σπάσει ο διάολος το ποδάρι του μια φορά και είχα ανακαλύψει τη Λίζα, δε φοβόταν πως είχε τσακίσει και το άλλο πόδι, για να μάθω τα της Χριστίνας; Σηκώθηκα αναστενάζοντας. «Υπομονή λίγες ώρες, Ε-
538
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
λενάκι» μονολόγησα και επέστρεψα στο μαγείρεμα. Έστρωσα το λινό τραπεζομάντιλο στο τραπέζι της βεράντας και τοποθέτησα με την αυστηρότητα του σαβουάρ-βιβρ τα πορσελάνινα πιάτα, τα μαχαιροπίρουνα και τα ποτήρια για νερό και κρασί μπροστά στις τέσσερις καρέκλες. Έβγαλα το βοηθητικό τραπέζι για να μη με φάνε τα πήγαιν' έλα στην κουζίνα και χάνω τις χαμηλόφωνες ατάκες των πρώην εραστών. Παρακάλεσα πάντως και τον Τάκη να μην το κουνήσει ρούπι από τη βεράντα όσο θα βρίσκονταν έξω ο Αλέξης και η Χριστίνα. Ήξερα πως η παράλογη απαίτηση μου θα οδηγούσε το μυαλό του σε περίεργα μονοπάτια. Καλύτερα έτσι.
539
ΜΑΪΡΑ
Π ΑΠ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Κάποια στιγμή θα το μάθαινε και ήθελα να είναι σχετικά προετοιμασμένος. «Κι αν θέλω να κατουρήσω, θα πρέπει να περιμένω μέχρι να με αντικαταστήσεις στην τριάδα; Τι φοβάσαι; Ότι, με τη φόρα που 'χει πάρει ο μπαμπάς, θα τα ρίξει στη Χριστίνα;» γέλασε με την υπόθεσή του, που εκείνη τη στιγμή του φαινόταν τόσο παράλογη, όσο κι άμα του έλεγαν πως η μητέρα του τα είχε μπλέξει με έναν οδοντίατρο. Του χάρισα μια γκριμάτσα που προσπάθησε ανεπιτυχώς να μεταμορφωθεί σε χαμόγελο. «Φύλαγε τα ρούχα σου να 'χεις τα μισά» απάντησα πυροδοτώντας την περιέργειά του, αντί να τον διαβεβαιώσω πως ο πατέρας του ποτέ δε θα ξέπεφτε σε τέτοιο σημείο. Σοβάρεψε απότομα. Καταλάβαινα ότι είχε αρχίσει η διαδικασία συσχέτισης στο κεφάλι του. Ο τσακωμός μου με τη Χριστίνα, οι επισκέψεις της που κόπηκαν με το μαχαίρι, οι σπάνιες αναφορές στο όνομά της και η απουσία τους μπροστά στον Αλέξη. Μου έριξε ένα ύποπτο βλέμμα, μην τολμώντας να σχηματίσει σε λέξεις το συλλογισμό που κολυμπούσε άτσαλα στη φαιά ουσία του εγκεφάλου του. Στο τέλος γέλασε άβο-
540
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
λα προσφωνώντας με απλώς με την ιδιότητά μου: «Μαμά;» Έμεινα ανέκφραστη. Με κοίταξε σχεδόν σοκαρισμένος. Μετάνιωσα την ίδια στιγμή. Τι με είχε πιάσει στο παρά πέντε που έφευγε να τον βάλω σε τέτοιες σκέψεις ; Γιατί να πληρώσει ο κακόμοιρος γιος μου τα τσακισμένα μου νεύρα; Πήρα το ύφος που υιοθετούσα κάθε φορά που επρόκειτο να τον κατσαδιάσω όταν έκανε σκανταλιές στο δημοτικό: «Έλα, έλα. Μην ξεστομίσεις καμιά μπούρδα. Τόσα χρόνια ξέρουμε τη Χριστίνα». Τρομάρα μας. «Εγώ το είπα γι' αστείο».
541
ΜΑΪΡΑ
Π ΑΠ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
«Τότε, γιατί δε γέλασα;» μου είπε ψυχρά. «Για να το λες, κάτι θα υποψιάζεσαι». «Και θα ήμουν τόσο χαζή να την καλέσω στο σπίτι μας;» αστειεύτηκα. Πράγματι, το θεωρούσε παράλογο. Άρχισε να χαλαρώνει. Μου χάρισε ένα αβέβαιο χαμόγελο. «Έλα ντε. Να πιστεύεις ότι σε κερατώνουν και να τους τραπεζώνεις θα πήγαινε πολύ». Γέλασε δυνατά, σαν πρωθύστερη αντίδραση στο αστείο που αρχικά δεν κατάλαβε. «Δε σε κατηγορώ που τον υποψιάζεσαι για κάθε γυναίκα που συναντάει. Ακόμα και τη Χριστίνα. Όπως έστρωσε θα κοιμηθεί». Σήκωσε επικριτικά τα φρύδια. Όπως έστρωσε, θα κοιμηθεί. Καλύτερη παροιμία δεν μπορούσες να σκεφτείς, αγόρι μου. «Κοίτα μην κάνεις κάνα περίεργο σχόλιο μπροστά τους και δημιουργηθεί σκηνικό» τον μάλωσα, κυριευμένη από ξαφνικό πανικό, στη θύμηση του επεισοδίου με τις πινακίδες πριν από μερικά Χριστούγεννα. «Θα ξεχάσεις και εξωτερικό και εσωτερικό, αν πετάξεις καμιά σπόντα για να μπεις στον πατέρα σου. Όλο το καλοκαίρι θα βιντεοσκοπείς τα τετραγωνικά του διαμερίσματός μας. Αν σου αφήσω την κάμερα». Σήκωσε το δεξί του χέρι σε χειρονομία ορκομωσίας.
542
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
«Ορκίζομαι. Απλά, άμα θέλεις, θα τους παρακολουθώ και θα σου αναφέρω οτιδήποτε ύποπτο». Χαιρέτησε στρατιωτικά και πήρε στομφώδες ύφος: «Ευπειθώς αναφέρω ότι, όσο εσύ ανακατεύεις τη σάλτσα, η Χριστίνα δαγκώνει με νόημα ένα καρότο κι ο μπαμπάς αλείφει το βούτυρο στο ψωμάκι του με αργές κινήσεις, σφυρίζοντας το θέμα από το Τελευταίο ταγκό στο Παρίσι». Δε θα μου προκαλούσε έκπληξη. Άνοιξα τα χέρια σε μια στωική κίνηση: «Τι ήθελα και το 'πα η δύστυχη;»
543
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Χτύπησε το κουδούνι. Κοίταξα έντρομη το ρολόι μου. «Τάκη, ήρθαν να πάρουν το σκύλο. Πάρε το λουρί του και κατέβασέ τον στην είσοδο». Ο Γκουσγκούνης εμφανίστηκε τρέχοντας στη θέα του λουριού του και πήρε θέση στην πόρτα της εισόδου. Ο φουκαράς νόμιζε πως θα ξαναβγεί βόλτα. Τον χάιδεψα πίσω από τ' αυτιά. «Άντε, μπορεί να ερωτευτείς καμιά σκυλίτσα εκεί που θα πας και δε θα θέλεις να γυρίσεις στο Χαλάνδρι». Γύρισα στον Τάκη. «Μην καθυστερήσεις. Ο πατέρας σου και η Χριστίνα θα έρθουν από στιγμή σε στιγμή». «Μαζί;» ρώτησε κι έκλεισε τσαχπίνικα το μάτι. Σήκωσα το χέρι μου σε υποθετική κίνηση σφαλιάρας. «Άντε, άντε! Το παρατραβάς και θα ξεκαλοκαιριάσεις στην Αθήνα». «Μάλιστα, μάλιστα» έκανε δήθεν φοβισμένα και σφύριξε στο σκυλί να τον ακολουθήσει. Ξαναγύρισα στις ετοιμασίες χωρίς να ξεκολλά απ' το νου μου αν είχα κάνει καλά που τον είχα φέρει πολύ κοντά στην αλήθεια και μετά τον απομάκρυνα απότομα. Αναστέναξα κουρασμένα. Δεν άντεχα πια να διυλίζω κάθε μου κίνηση, να σκέφτομαι τι αντίκτυπο είχε κάθε λέξη που ξεστόμιζα. Αποζητούσα την
544
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
αίσθηση του αυθορμητισμού. Ν' ανοίγω τα χέρια μου στον Αλέξη κι αυτός να μη νομίζει ότι του λέω «δε θα πέσεις στα χέρια μου;» αντί «πέσε στην αγκαλιά μου». Αν θα τον ξαναγκάλιαζα μετά το βραδινό... Σταύρωσα τα δάχτυλά μου και παρακάλεσα σιωπηλά το Θεό να πάνε όλα καλά. Και γιατί να μην πήγαιναν; Αφού είχα αγγίξει το κλαδί του πεύκου με το παπούτσι μου.
545
Ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
23.
Ο Αλέξης έφτασε στο σπίτι στις εννέα παρά τέταρτο, δεκαπέντε λεπτά πριν από τη Χριστίνα, με την προϋπόθεση ότι εκείνη θα ήταν συνεπής στο ραντεβού της. Φυσικά εκείνος δεν το ήξερε. Είχα φροντίσει μάλιστα να κλείσω και την πόρτα της βεράντας, ώστε να μην αναρωτηθεί για τα τέσσερα σερβίτσια. Με φίλησε χαρούμενος και φρόντισε να παινέσει τη μυρωδιά που έβγαινε από την κουζίνα. «Πεθαίνω από την πείνα. Ο Τάκης πού είναι;» «Κάνει μπάνιο. Μπες κι εσύ στο δικό μας για ένα γρήγορο ντους, μέχρι να τελειώσω τις ετοιμασίες». Τον έσπρωξα γελώντας μέχρι το μπάνιο μας. Στην πόρτα με άρπαξε και με φίλησε με πάθος. Ανταποκρίθηκα πρόθυμα για να τον απομακρύνω χωρίς υποψίες. Εντάξει! Κι επειδή το στόμα του με τράβαγε σαν μαγνήτης. Σκέφτηκα με πικρία πως αυτό ίσως ήταν το τελευταίο φιλί που ανταλλάσσαμε χωρίς να βαραίνει η προδοσία πάνω από τα κεφάλια μας. Το φιλί του Ιούδα. Ε, λοιπόν, ο Ιούδας φιλούσε υπέροχα!
546.
Ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
23.
Κόντεψα να κλειστώ μαζί του στο μπάνιο, φυσικά όχι για να του τρίψω την πλάτη. Τραβήχτηκα απρόθυμα και βγήκα κλείνοντας πίσω μου την πόρτα. Στην κρεβατοκάμαρα έφτιαξα πρόχειρα το μακιγιάζ μου και άλλαξα ρούχα. Το νερό έτρεχε σαν καταρράκτης και στα δύο μπάνια όταν χτύπησε το κουδούνι στις 21.05'. Έτσι ήμουν η μόνη που το άκουσε κι έτρεξα ν' ανοίξω στη Χριστίνα, που κρατούσε στα χέρια της ένα πακέτο με χαρούμενο περιτύλιγμα. Μου χαμογέλασε και περίμενε να της δώσω την άδεια να προχωρήσει στο εσωτερικό του σπιτιού.
547.
ΜΑΪΡΑ
Π ΑΠ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Μπήκε με αβέβαια βήματα, που ενδεχομένως οφείλονταν στο γεγονός ότι πριν από δύο μήνες είχε σπάσει το πόδι της. «Συγγνώμη που άργησα» απολογήθηκε. Είχα βαρεθεί να την ακούω να ζητάει συγγνώμη για οτιδήποτε, από τη στιγμή που είχε αποκαλυφθεί η σχέση της με τον άντρα μου. Λες και ήμουν ο πάπας. Ξαφνικά πεθύμησα τη Χριστίνα που ήξερα κάποτε: άνετη, να τα λέει έξω από τα δόντια, χωρίς ίχνος δουλοπρέπειας. Έμπαινε στο σπίτι και τρίζαν τα παράθυρα από τη ζωντάνια που ανέδινε. Σχεδόν ξαφνιάστηκα που την είδα να κάθεται με επιφύλαξη στην άκρη του καναπέ. Στον ίδιο καναπέ που πριν από λίγους μήνες έπεφτε φαρδιά πλατιά, πετώντας δεξιά κι αριστερά τα παπούτσια της. Τίποτα πια δε θα 'ταν το ίδιο. Ακόμα κι αν μου άνοιγε την καρδιά του ο Αλέξης και του έδειχνα μεγαλοψυχία, η συνάντηση με τη Χριστίνα θα ήταν πρόβλημα. «Ο Τάκης πού είναι;» κοίταξε δεξιά κι αριστερά αναζητώντας τον με το βλέμμα. «Μόλις μπήκε για μπάνιο. Σήμερα στείλαμε διακοπές το σκύλο και καθυστέρησε στους αποχαιρετισμούς. Θες να πιεις τίποτα μέχρι να φάμε;»
548
ΜΑΪΡΑ
Π ΑΠ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Αρνήθηκε. «Και πού στέλνετε τον Γκουσγκούνη; Στην κατασκήνωση;» ρώτησε γελώντας. «Ναι. Αν θες, μπορούμε να βγούμε στη βεράντα» της πρότεινα, βασικά για να μην ακούγεται η συνομιλία μας στην κρεβατοκάμαρα και βρει χρόνο ο Αλέξης να προετοιμαστεί ψυχολογικά. Την έσπρωξα μαλακά στη βεράντα και της έδειξα το σερβίτσιο της. Κάθισε με την πλάτη γυρισμένη στο σαλόνι. «Περιμένεις κι άλλον;» ρώτησε χωρίς ίχνος καχυποψίας. Άρχισα να το διασκεδάζω. «Ναι» της είπα κοφτά, ενώ με το βλέμμα μου παρακο-
549
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
λουθούσα τον Αλέξη, που εκείνη τη στιγμή διέσχιζε υπεράνετος το σαλόνι για να με συναντήσει. Δεν είχε προσέξει τη Χριστίνα, που καθόταν με την πλάτη γυρισμένη. Έστρεψε το κεφάλι της περισσότερο από περιέργεια παρά από κακό προαίσθημα. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν και πάγωσαν μόλις οι αμφιβληστροειδείς έστειλαν τα ανάποδα είδωλα στα εγκεφαλικά τους κέντρα. Αν υποθέσουμε ότι οι λέξεις είναι το όχημα της σκέψης, ο Αλέξης κι η Χριστίνα έπαθαν λάστιχο στην πρώτη τους συνάντηση μετά από δυο μήνες. Παρατηρούσα τη σκηνή με την ευλαβική προσήλωση επιστήμονα σε δύσκολο πείραμα. Πάθατε την πλάκα σας, πιτσουνάκια μου, ε; Διέκοψα την αμήχανη σιωπή παίρνοντας απορημένο ύφος: «Καλέ, τι πάθατε; Φάντασμα είδατε;» Γύρισα στον Αλέξη και τον ψευτομάλωσα: «Δε θα χαιρετήσεις τη φίλη μου, καλέ μου; Ευτυχώς που είναι του σπιτιού και δεν παρεξηγεί». Χωρίς να του δώσω χρονικό περιθώριο να μιλήσει, στράφηκα στη Χριστίνα, που είχε αρχίσει να χλωμιάζει: «Γύρισε ο άσωτος, Χριστινάκι. Δεν άντεξε μακριά
550
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
από τη γυναίκα του και το παιδί του». Στην αναφορά του Τάκη, έριξα ένα ανυπόμονο βλέμμα στο εσωτερικό του σπιτιού και, με την πρόφαση ότι καθυστερούσε, έστειλα τον Αλέξη να τον φωνάξει να φάμε. Ήθελα να μείνω μόνη με τη Χριστίνα. Μας εγκατέλειψε αμίλητος. Την κοίταξα αποφασιστικά. «Γιατί μου το κάνεις αυτό, Ελένη; Για να δεις αν διατηρούμε ακόμα επαφές; Αφού σου είπα ότι όλα τέλειωσαν. Χάρισμά σου τώρα που γύρισε. Εγώ δε θέλω να τον βλέπω στα μάτια μου» είπε πικρόχολα.
551
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
«Κι εγώ για να δω αν θέλω να τον βλέπω το κάνω. Από τότε που γύρισε, είναι άλλος άνθρωπος. Τρυφερός, γενναιόδωρος... Δεν ξέρω αν το κάνει επειδή γνωρίζω για τη Λίζα. Όταν πρωτοήρθε, το 'παίζε ειρωνικός και αλαζόνας. Όπως ακριβώς ήταν πριν φύγει. Του 'κοψα τη φόρα μόλις του είπα ότι γνώριζα την απιστία του. Αλλά κάτι με κράτησε και δεν του μίλησα για σένα. Ο Θεός με φώτισε. Ήρθε η ώρα να δω αν αξίζει να τον συγχωρήσω». «Και πώς θα το κάνεις αυτό;» ρώτησε χάνοντας σιγά σιγά το πικρόχολο ύφος. «Από τότε που πάτησε το πόδι του εδώ, το όνομά σου δεν έχει αναφερθεί καθόλου. Σαν να μην ήσουν ποτέ η καλύτερή μου φίλη που ξημεροβραδιαζόταν στο σπίτι μας. Λες κι άνοιξε η γη και σε κατάπιε. Δεν ξέρει ούτε για το ατύχημά σου, αν μου λες πράγματι πως δεν έχετε επικοινωνήσει αυτό το διάστημα» τη στραβοκοίταξα και βιάστηκε να το επιβεβαιώσει. «Σου τ' ορκίζομαι. Δεν είδες τώρα δα πώς ξαφνιαστήκαμε;» «Εσύ μπορεί να ξαφνιάστηκες που τελικά γύρισε, κι εκείνος επειδή δεν περίμενε να σε ξαναδεί.
552
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Βλακώδης βέβαια σκέψη, αφού υποτίθεται ότι εξακολουθείς να είσαι η καλύτερή μου φίλη. Και έτσι θα το παίξουμε. Σαν να μην ξέρω τίποτα. Σαν να είναι το μυστικό σας». Την κοίταξα έντονα. «Θα το εκτιμούσα, αν με βοηθούσες. Και να 'σαι σίγουρη πως οι αντιδράσεις του θα ενδιαφέρουν κι εσένα». Αναστέναξε ηττημένη. «Δεν έχει νόημα να αρνηθώ. Θα κάνω ό,τι μου πεις». «Ωραία. Φρόντισε να είσαι πειστική. Να πετάς τις σπόντες σου, να πειράζεις τον Τάκη, γενικά να μην είσαι μαγκωμένη. Σαν τη Χριστίνα που ξέραμε τόσα χρόνια.
553
ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
Δε θέλω να υποψιαστεί το παραμικρό. Είναι πολύ σημαντικό για μένα να τελειώσει η βραδιά σαν να μην έγινε τίποτα. Να πέσουμε το βράδυ στο κρεβάτι και να τον νιώσω να χαλαρώνει μόλις συνειδητοποιήσει ότι διέφυγε τον κίνδυνο. Κι εγώ θα περιμένω την εξομολόγηση». «Κι αν δε σου το ομολογήσει; Θα του το αποκαλύψεις εσύ;» «Ελπίζω να μη με απογοητεύσει. Θα περιμένω όλο το βράδυ... » έκοψα απότομα τη φράση καθώς τον είδα να μας πλησιάζει. Είχε χάσει μεγάλο μέρος της αυτοκυριαρχίας του, αλλά τα δύσκολα γι' αυτόν άρχιζαν τώρα. «Τον ειδοποίησα και βγαίνει σε λίγο» μας είπε χλιαρά. Πήγε στο τραπέζι με τα ποτά κι έβαλε ένα διπλό ουίσκι. «Δε θα ρωτήσεις τη Χριστίνα αν θέλει να πιει κάτι;» τον μάλωσα που δεν έδειχνε την πρέπουσα ευγένεια. «Θα πιεις τίποτα;» τη ρώτησε ξερά. Σαν να της έλεγε : «Θα πιεις βιτριόλι ή προτιμάς να σε πετάξω από το μπαλκόνι;» «Τίποτα, ευχαριστώ» του απάντησε παγερά. Να χαρώ εγώ εραστές! Κάποτε κυλιόντουσαν στο κρεβάτι της, ανταλλάσσοντας ερωτόλογα και τώρα μόνο που δεν έπαθαν κρυοπαγήματα από την ψυχρή συμπεριφορά τους. Κι αυτό το πικρόχολο «χάρισμά σου»
554
ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
που μου πέταξε η Χριστίνα... Την καίει που γύρισε ο Αλέξης σ' εμένα. Παρ' όλα όσα της έλεγε. Όσο κι αν το παίζει άνετη σ' εμένα. Αμ σε πονάει το δοντάκι σου, Χριστίνα. Αλλά εγώ έχω τον Αλέξη. Και τον οδοντίατρο! Πλησίασα τον Αλέξη και τον αγκάλιασα από τη μέση. Πήρα ναζιάρικο ύφος. Σαν να επρόκειτο να του πω κάτι που θα τον εκνεύριζε και ήθελα να μαλακώσω το θυμό του.
555
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
«Ξέρεις, αγάπη μου, η Χριστίνα έμαθε ότι πριν από δυο μήνες με άφησες για μια άλλη. Μάλιστα την έτρωγα ότι η φάση με τη Λίζα είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα». Λυπόμουν που δεν μπορούσα να γελάσω με την ψυχή μου καθώς τον έβλεπα να πανιάζει. Ο Ιούδας δεν της είχε πει ότι την απατούσε με μια άλλη. Και ξαφνικά η απατημένη ερωμένη το έμαθε από την επίσης απατημένη σύζυγο. Απατημένη αλλά ανυποψίαστη για τη δική τους ιστορία. Με σαδιστικό χαμόγελο τον παρακολουθούσα καθώς της έριχνε τρομαγμένες ματιές. Ο ιδρώτας ανέβλυζε ασταμάτητα από τους πόρους του δέρματός του, ώστε σύντομα θα θύμιζε σύστημα αυτόματου ποτίσματος στο Θεσσαλικό κάμπο. «Βλέπεις, Αλέξη μου, η Χριστίνα είναι σαν αδελφή μου. Δε γινόταν να μην της πω αυτό που με έκαιγε. Έχουμε συνηθίσει να μοιραζόμαστε τα πάντα» είπα και τον κοίταξα με νόημα. Διέκρινα στα μάτια του μια λάμψη, σαν να κατάλαβε ξαφνικά πως το αποψινό ήταν η μασκαράτα του αιώνα. Βιάστηκα να μπαλώσω την απερίσκεπτη σπόντα: «Ε, ρε, βρίσιμο που σου
556
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
ρίξαμε τότε για τη Λίζα. Αλλά, χάρη στη Χριστίνα, κατόρθωσα και δεν τρελάθηκα. Ήταν σίγουρη πως περνούσες μια φάση αυτοεπιβεβαίωσης. Και είχε δίκιο» και, για να κατοχυρώσω τα λεγόμενά μου, της έριξα ένα βλέμμα αφοσιωμένης φίλης. Τα μάτια του έπαψαν να γυαλίζουν περίεργα και ξαναπήρε το τρομαγμένο και άβολο ύφος. Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε ο Τάκης στη βεράντα. «Επ, Χριστινάκι, τι γίνεται;» τη ρώτησε χαρούμενα. Εκείνη σηκώθηκε και του έδωσε το δέμα. Το άνοιξε κι έβγαλε ένα επιφώνημα ενθουσιασμού. «Τέλειο. Πάντα
557
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
ήθελα το βιβλίο με τις καλύτερες ταινίες του εικοστού αιώνα». Κάθισε δίπλα της και άρχισαν να το ξεφυλλίζουν μαζί. «Εμένα με συγχωρείτε για λίγο» είπα. «Πάω στην κουζίνα να φέρω τα φαγητά». «Έρχομαι να σε βοηθήσω» προθυμοποιήθηκε ο Αλέξης και με ακολούθησε στην κουζίνα. Ήμουν σίγουρη ότι θα μου ζητούσε το λόγο επειδή δεν του είχα αναφέρει τον τέταρτο καλεσμένο. «Καλά, γιατί δε μου είπες ότι την κάλεσες;» μου επιτέθηκε με το που πατήσαμε στην κουζίνα. Πήρα το πιο απορημένο ύφος του κόσμου: «Γιατί το κάνεις θέμα; Το ξέχασα, φαίνεται. Της συμπεριφέρεσαι λες κι έχετε τσακωθεί. Αν ήξερες πόσο μου στάθηκε όσο έλειπες, δε θα 'σουν τόσο απότομος». Γύρισα και τον στραβοκοίταξα: «Μήπως τα 'χετε τσουγκρίσει και κανείς δε μου 'χει πει τίποτα;» Τον ένιωσα να χαλαρώνει. Σαν να έβλεπα τη θεαματική αλλαγή στο μυϊκό του σύστημα. Μου πήρε ανάλαφρα το ταψί από τα χέρια και μίλησε ακόμα πιο ανάλαφρα : «Ιδέα σου. Τι έχω να χωρίσω εγώ με τη Χριστίνα;»
558
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
Έλα ντε! Τι να χωρίσετε, που επί ένα χρόνο είχατε ασφυκτικότερη επαφή κι από μια βεντούζα πάνω σε πλάτη που ταλαιπωρείται απ' την ψύξη... Μου έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο και βγήκε σφυρίζοντας. Με έπιασε απογοήτευση. Όσο έκανα την ανήξερη, το 'παιζε Κινέζος. Μια σπόντα πέταξα κι απέκτησε το κίτρινο χρώμα των Κινέζων. Έπιασα το πυρέξ με τις μπάμιες και τον ακολούθησα. Όσο βόλευα τα φαγητά στο βοηθητικό τραπέζι, ο Τάκης με τη Χριστίνα συζητούσαν για το ταξίδι στο ε-
559
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
ξωτερικό και ο Αλέξης τους παρακολουθούσε αμίλητος ή συμμετέχοντας μόνο όταν του απηύθυναν το λόγο. Από κάποιες κλεφτές ματιές που έριχνα, καταλάβαινα ότι κι εκείνος με παρόμοιες ματιές προσπαθούσε να εκμαιεύσει από τη στάση της πρώην ερωμένης του κάποια απάντηση σ' αυτό που τον έτρωγε. Ήταν αθώα ή προσχεδιασμένη συνάντηση; Τα ήξερα όλα και τον άφηνα να τσιτσιρίζεται ή δεν είχα ιδέα και αυτό ήταν ένα κάλεσμα σαν όλα τα άλλα; Η Χριστίνα ήταν θύμα ή συνένοχος; Έδωσα το σύνθημα και σηκώθηκαν με τα πιάτα τους για να σερβιριστούν. Το μενού αποτελούνταν από μεζεδάκια για την όρεξη, μπάμιες με κομματάκια μοσχάρι και σαλάτα με μαυρομάτικα φασόλια και κρεμμύδι. Καθίσαμε στο τραπέζι με γεμάτα πιάτα. Ο Αλέξης βιάστηκε να επαινέσει τη μαγειρική μου. «Μμμ, κυρία Ελένη. Πάλι μεγαλούργησες. Αυτές οι μπάμιες είναι λουκούμι». Σηκώθηκε και με φίλησε επιδεικτικά. «Αυτό, επειδή έφτιαξες τα λαδερά που μου αρέσουν» είπε και ξανάκατσε στη θέση του, ρίχνοντας ένα πλάγιο βλέμμα στη Χριστίνα. Δεν του χαρίστηκε. Κι
560
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
αυτό φάνηκε από την ταβανόπροκα που του πέταξε: «Η γιαγιά μου έλεγε: "Η αλήθεια και το λάδι πάντα βγαίνουν από πάνω"». Του χαμογέλασε μειλίχια, όπως η πεινασμένη γάτα λίγα δευτερόλεπτα πριν κατασπαράξει το ποντίκι, στα κόμικς των παιδικών μας χρόνων. Ο Αλέξης μαζί με την μπουκιά κατάπιε και τη γλώσσα του. Άλλαξα θέμα για να ελαφρύνω την ατμόσφαιρα. Και βέβαια δεν έφταιγαν τα λαδερά, που κατηγορούνται για βαρύ φαγητό. «Αλέξη, το 'ξερες ότι η Χριστίνα έπεσε σ' ένα χαντάκι με το αυτοκίνητό της πριν από δυο μήνες;» Ο Τάκης δεν αντέδρασε, επειδή γνώριζε το συμβάν. Συνέχισε το
561
ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
φαγητό του χαμένος σε προσωπικές σκέψεις. Η Χριστίνα κι εγώ καρφωθήκαμε στο πρόσωπο του Αλέξη για να δούμε τις αντιδράσεις του. Εκείνη, ψάχνοντας απεγνωσμένα μια έκφραση αγάπης, σαν μικρό ενθύμιο για τον παθιασμένο χρόνο που πέρασαν. Εγώ, ακριβώς για τον ίδιο λόγο, με τη διαφορά ότι, αν διέκρινα στα χαρακτηριστικά του την παραμικρή σύσπαση συμπόνιας, θα τον έλουζα με τα λαδερά, που τόσο λάτρευε. Με δικαίωσε. Της έριξε ένα αδιάφορο βλέμμα, λες και μόλις του είχα ανακοινώσει τις τιμές του χρηματιστηρίου. Προσπάθησε να δώσει έναν τόνο ενδιαφέροντος στα λόγια του. «Μπα; Για να σε βλέπω εδώ πέρα, μάλλον είχες άγιο. Δε γλιτώνει κανείς εύκολα από τέτοια». Έσκυψε το κεφάλι του και χάρισε ένα βλέμμα λατρείας στην μπουκιά που κάρφωσε. Αισθάνθηκα πολύ άσχημα. Μπορεί η Χριστίνα να με είχε προδώσει, μπορεί να είχε κλονιστεί η φιλία μας, αλλά δεν ήθελα να τη βλέπω να υπομένει τέτοιον εξευτελισμό. Πρέπει να την πλήγωσε φοβερά η ακραία συμπεριφορά του Αλέξη, γιατί σηκώθηκε από τη θέση
562
ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
της και, ζητώντας συγγνώμη, κατευθύνθηκε στο μπάνιο. Πρόλαβα να τη δω βουρκωμένη. Πέταξα με οργή την πετσέτα μου στο τραπέζι και, κοιτώντας δολοφονικά τον Αλέξη, έτρεξα να την προλάβω. Κρατιόταν από το νιπτήρα, προσπαθώντας να καλμάρει τους σπασμούς που έστελναν στο σώμα της τα αναφιλητά. Έκλεισα την πόρτα και την αγκάλιασα. «Παίρνεις το αίμα σου πίσω, που με βλέπεις να εξευτελίζομαι;» είπε και η φράση της πνίγηκε σε νέο κύμα δακρύων. Αναστέναξα λυπημένη: «Όχι. Είναι μεγάλος μαλάκας. Στην προσπάθειά του να μου ρίξει στάχτη
563
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
στα μάτια, κάνει τα πάντα για να σε ταπεινώσει. Λες και, φτάνοντας στον αντίποδα των αισθημάτων του για σένα, θα κερδίσει τη μάχη. Νιώθει την ανάσα του κινδύνου στο σβέρκο του και δεν μπορεί να σκεφτεί ότι μ' αυτόν τον τρόπο θα με βάλει σε υποψίες». Έβρεξα μια πετσέτα και της σκούπισα τα μάτια. «Λυπάμαι, Χριστίνα. Δεν περίμενα ότι θα φερθεί τόσο γαϊδουρινά. Σου ομολογώ ότι φοβόμουν το αντίθετο. 'Οτι θα σ' έβλεπε και θα ξαναμάζευε τη βαλίτσα του. Δεν το λέω για να σε πικράνω, επειδή δεν το 'κανε. Αλλά το πιστεύεις ότι κάποια στιγμή του 'δωσα δίκιο που σε προτίμησε από μένα; Αν θες να ξέρεις, σε μια τέτοια κρίση προσωπικότητας πέταξα τα παλιά μου εσώρουχα και αγόρασα αιθέρια νεγκλιζέ, για να σου μοιάσω» παραδέχτηκα ντροπαλά. Σήκωσε το κεφάλι της και με κοίταξε σαν να μην το πίστευε. Μου έστειλε ένα πρησμένο χαμόγελο. Η Χριστίνα έχανε τον κόσμο μόλις κάποιος αμφισβητούσε τη γοητεία της και τον ξανάβρισκε στο πρώτο κομπλιμέντο που αφορούσε το άτομό της. «Δεν αντέχω να ξαναβγώ στη βεράντα. Έχω την αίσθηση ότι, μόλις ανοίξω το στόμα μου, θα με
564
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
καρφώσει με το πιρούνι. Βρες μια δικαιολογία. Πες του ότι έφυγα εσπευσμένα για να κόψω τις φλέβες μου. Δε θα φέρει αντίρρηση» είπε πικραμένα. «Κάνε μου το χατίρι και μείνε λίγο ακόμα. Τα δύσκολα πέρασαν. Θα επικαλεστώ το πρωινό ξύπνημα και θα το διαλύσουμε πολύ γρήγορα. Αν φύγεις τώρα, θα τον βάλεις σε υποψίες. Δε θέλω να μου το ομολογήσει ενόψει του κινδύνου». Την κοίταξα παρακλητικά. «Αν είσαι φίλη μου... » Αναστέναξε και σήκωσε τα χέρια της σε μια κίνηση μοιρολατρίας. «Έστω. Είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω για
565
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
σένα». Με κοίταξε διστακτικά και ζύγιασε τα λόγια της, σαν να επρόκειτο να μου αποκαλύψει κάτι σημαντικό. Όχι πως δεν το 'ξερα... «Ξέρεις...» κόμπιασε «δεν ήμουν ειλικρινής απέναντι σου. Τον αγαπούσα κι ας ήξερα ότι αυτός ήθελε μόνο να καλοπεράσει. Παρ' όλα όσα μου 'λεγε για σένα, στο βάθος καταλάβαινα πως θα γυρνούσε κοντά σου». Χαμογέλασα θλιμμένα. «Μόνο που δε σε παράτησε για μένα, αλλά για κάποια άλλη. Και οι δυο χάσαμε το παιχνίδι εκείνο το διάστημα. Ώρα να πατσίσουμε». «Δε θύμωσες που σου είπα πώς ένιωθα γι' αυτόν; Τώρα καταλαβαίνεις πόσο δύσκολο μου είναι». «Δε θύμωσα γιατί το 'χα φανταστεί. Ο Αλέξης εμπνέει για δυνατή αγάπη. Κοίτα κι εμένα. Τόσα μου 'κανε και δεν τον διαολόστειλα. Αν με ρωτήσεις, κι εγώ τον αγαπάω ακόμα. Παρ' όλο που βλέπω πόσο άσχημα φέρεται. Δεν έχουμε παρά να ρωτήσουμε και τη Λίζα». Μας έπιασαν τα γέλια. Την έβλεπα που χαλάρωνε και ένιωθα τρυφερότητα. Και θέληση να την προστατέψω από τα πυρά του Αλέξη. Θα μπορούσα να χαρακτηριστώ βλάκας. Εγώ, η απατημένη σύζυγος, που, μόλις άκουσε τα αληθινά αισθήματα της πρώην
566
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
ερωμένης του άντρα της, βιάστηκε να την καθησυχάσει. Αναρωτήθηκα αν τελικά μου έλειπε πιο πολύ η φίλη ή ο σύζυγος. Το καπελάκι του μπέιζ-μπολ είχε αποδειχτεί προφητικό πέρα για πέρα. Βγήκαμε αγκαλιασμένες. Μέχρι να πάμε στη βεράντα, είχαμε βρει δικαιολογία για την κοινή καθυστέρηση , με τη συνωμοτική ετοιμότητα που χαρακτηρίζει δυο φίλες. «Αχ, βρε κορίτσι μου, δε μου το 'λεγες ότι είσαι αλλεργική στις μπάμιες; Κοίτα πώς κοκκίνισες σ' όλο το
567
ΜΑΪΡΑ
Π ΑΠ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
πρόσωπο!» έκανα αγχωμένη. Της έκλεισα το μάτι και συνέχισα. «Θες μήπως να ξαπλώσεις μέσα; Να στείλω τον Αλέξη να βρει φαρμακείο;» Ο Αλέξης έριξε μια ματιά στη Χριστίνα και σχολίασε ότι ήταν κατακόκκινη. Ήταν η πρώτη φορά, όλο το βράδυ, που της απευθύνθηκε χαμογελώντας. «Μήπως πρέπει να φύγεις; Θα καλέσω αμέσως ταξί αν δε νιώθεις καλά» προθυμοποιήθηκε. Δεν άντεχα να τη βλέπω να πονάει, όσο κι αν ονειρευόμουν κάποτε τέτοιου είδους εκδίκηση. «Έλα, Χριστινάκι. Θα σε πάω εγώ κάτω και θα σε βάλω σε ταξί. Δεν έχει νόημα να υποφέρεις. Δεν ήξερα ότι είσαι αλλεργική στις μπάμιες» της είπα με ενοχή. «Ναι, είμαι αλλεργική στα λαδερά» κοίταξε φαρμακερά τον Αλέξη «κυρίως όμως στα γλοιώδη». Του γύρισε την πλάτη και, ρίχνοντας ένα σκαστό φιλί στον Τάκη, που είχε ξαναβυθιστεί στο βιβλίο με τις ταινίες και δεν είχε ακούσει το ακροσίδηρο σχόλιο για τον πατέρα του, μου έγνεψε ότι ήταν έτοιμη. Κατεβήκαμε στην είσοδο της πολυκατοικίας. Κοιταχτήκαμε αμίλητες. Άνοιξα πρώτη το στόμα μου. «Λυπάμαι για σήμερα. Είδα όμως μια πλευρά του Αλέξη που δεν περίμενα. Δεν υπολογίζει
568
ΜΑΪΡΑ
Π ΑΠ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
αισθήματα, καταστάσεις, οτιδήποτε του μπλοκάρει τους στόχους. Το ζούσα χρόνια κι έλεγα ότι φταίω εγώ που έμεινα έγκυος και τον καθήλωσα σε μια ζωή που δεν ήθελε. Σήμερα το διαπίστωσα και μ' εσένα. Το αστείο είναι πως μαζί σου δεν υπάρχει δικαιολογία. Μόνος του σε πολιόρκησε. Και σήμερα έφτασα στο σημείο να ντρέπομαι για λογαριασμό του». «Και για τη Λίζα ποιος θα ντρέπεται;» αναρωτήθηκε η Χριστίνα με πικρία.
569
ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
«Δεν ξέρω, δεν είναι η κολλητή μου». Αγκαλιαστήκαμε. Την άκουσα να μουρμουρίζει στ' αυτί μου. Τη μάλωσα γελώντας: «Αμάν πια, συγγνώμη και συγγνώμη. Έχεις γίνει ανιαρή. Δεν είπαμε ότι σε συγχώρησα; Εξάλλου, τι έφταιγες κι εσύ, κακομοίρα; Θύμα του έπεσες... στο κρεβάτι» πρόσθεσα πονηρά. Σφίχτηκε. «Σόρι. Δεν το 'πα κακόβουλα. Η ιστορία σου με τον Αλέξη δε μου προκαλεί πια πόνο. Απλά, μου αρέσει να σε πειράζω. Μη με παρεξηγείς. Να ξέρεις ότι θα σε παιδεύω για πολλά χρόνια με τέτοιες ατάκες». «Θα 'ναι δύσκολο να βλεπόμαστε όπως πριν. Δε θέλω να τον ξαναδώ ούτε ζωγραφιστό αν πρόκειται να μείνετε μαζί». Μετά από στιγμιαίο δισταγμό με ρώτησε: «Θα μείνετε μαζί;» Ξεφύσηξα προβληματισμένη. Ούτε που ήξερα τι να της απαντήσω. Αν με ρωτούσε πριν από το δείπνο, θα της απαντούσα ότι η απόφασή μου θα ήταν συνάρτηση της εξομολόγησής του. Τώρα αυτό περνούσε σε δεύτερη μοίρα. Με απασχολούσε περισσότερο η άσχημη συμπεριφορά του, που μετά από χρόνια κατάλαβα ότι δεν είχε στόχο μόνο εμένα, αλλά ό-
570
ο
ΙΟΎΔΑΣ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΈΡΟΧΑ
σους τον περιστοίχιζαν. Τώρα πια η περιέργεια κράταγε το στόμα μου κλειστό και όχι ο πραγματικός στόχος. Ήμουν απλά περίεργη να δω αν θα μου ομολογούσε τη σχέση του με τη Χριστίνα. Η συμπεριφορά του υποδείκνυε το αντίθετο. Εγώ θα περίμενα όλο το βράδυ. Την επομένη όμως... Μπήκα στο διαμέρισμα βροντώντας με οργή την πόρτα. Ο Τάκης μετέφερε τα πιάτα στην κουζίνα, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για τις διακοπές του. Ο Αλέξης τον ακολουθούσε με τα βρόμικα πυρέξ. Κυριευμένος προφανώς από άγχος για την εξέλιξη της βραδιάς και
571
ΜΑΪΡΑ
Π ΑΠ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
θέλοντας να διώξει τις άβολες σκέψεις που τον έπνιγαν, κρατούσε το μυαλό του απασχολημένο με δουλειές. Ίσως και για να αποφύγει μια εκ βαθέων συζήτηση μαζί μου. Τους βρήκα στην κουζίνα. Στοίβαζαν τα χρησιμοποιημένα σκεύη δίπλα στο νεροχύτη. Η φωνή μου ήχησε σαν καμπάνα πριν από την ώρα της κρίσεως. «Τάκη, πήγαινε στη βεράντα να μαζέψεις τα υπόλοιπα. Θέλω να πω δυο κουβέντες με τον πατέρα σου». Βγήκε γρηγορότερα απ' όσο χρειαζόταν, διαισθανόμενος την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα. Έβαλα τα χέρια στη μέση, έτοιμη για καβγά. Ο Αλέξης στηρίχτηκε στον πάγκο ρίχνοντάς μου νευρικές ματιές, σαν τρομαγμένο κουνέλι που καταλαβαίνει ότι σύντομα θα αποχαιρετίσει το μάταιο τούτο κόσμο. Τα μάτια μου μισόκλεισαν σε δυο σχισμές θυμού. «Απαιτώ εξηγήσεις». Του το είπα κοφτά. Χωρίς να του δώσω την πολυτέλεια της επεξήγησης: «Για την εχθρική συμπεριφορά σου απέναντι στη Χριστίνα». Ήθελα να τον δω να αγχώνεται, να βασανίζεται από το φόβο ότι όλα όσα είχε καταφέρει να πιάσει στα χέρια του ήταν έτοιμα να γλιστρήσουν. Σχεδόν
572
ΜΑΪΡΑ
Π ΑΠ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
μπορούσα να δω τα νεύρα του να τεντώνονται σαν ερεθισμένες χορδές τόξου λίγο πριν απαλλαγούν από την πίεση του βέλους. Ήξερα ότι το μυαλό του είχε πάει στο φόβο που τον κατάτρεχε. Ότι έμαθα για τη δεύτερη απιστία του. Ήταν τόσο εύκολο να σημάνει συναγερμός στην καρδιά ενός ψεύτη. Το καταλάβαινα από τον εαυτό μου. Αν μου αντιγύριζε το παγερό του βλέμμα, το μυαλό μου θα πήγαινε στο Νικήτα. Ο δικηγόρος λειτούργησε μέσα του και ζήτησε διευκρινίσεις. «Εξηγήσεις για ποιο θέμα;» ρώτησε προσεκτικά, σαν
573
Ο
ΙΟΥΛΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
να ακροπατούσε η γλώσσα του στη στοματική κοιλότητα. Για τη σχέση αγάπης και μίσους με τη Χριστίνα. «Για την απαράδεκτη στάση σου απέναντι της. Σχεδόν την έδιωξες με τον άξεστο τρόπο σου. Κάτι έχει συμβεί μεταξύ σας. Τσακωθήκατε;» Όχι, ρε Ελένη... « Όχι, ρε Ελένη! Απλά, τελευταίο βράδυ, πριν φύγει ο Τάκης, ήθελα να είμαστε μόνο η οικογένεια. Θα μπορούσαμε να φάμε με τη Χριστίνα μια άλλη φορά». Μου χαμογέλασε ανακουφισμένος που είχε διαφύγει ακόμα μια φορά τον κίνδυνο. «Όταν ξαναμιλήσετε, πες της συγγνώμη αν παραφέρθηκα. Δεν το κατάλαβα». Σκούπισε τα χέρια σε μια πετσέτα και άνοιξε την αγκαλιά του. Μου έκανε νόημα να πάω. Προχώρησα με διστακτικά βήματα. Με τράβηξε πάνω του κι άρχισε να μου φιλά το λαιμό. Αντιπερισπασμός. Τραβήχτηκα μαλακά χαρίζοντας του ένα χλιαρό χαμόγελο. «Ας το πιστέψω προς το παρόν. Αν και δε με πείθεις απόλυτα. Πάω να φωνάξω τον Τάκη. Είναι αργά κι αύριο έχετε πρωινό εγερτήριο». Βγήκα στη βεράντα, όπου ο γιος μου δίπλωνε το βοηθητικό τραπέζι. Πήγα κοντά του χαμογελώντας πειρακτικά. «Να χαρώ εγώ σπιούνο! Εσύ ήσουν που θα παρατη-
574
Ο
ΙΟΥΛΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
ρούσες ύποπτες κινήσεις μεταξύ της φίλης μου και του πατέρα σου;» «Τι βαράς; Δεν το 'βλεπες και μόνη σου ότι δε διέτρεχες τέτοιο κίνδυνο; Μόνο που δεν την έδιωξε με τις κλοτσιές από δω μέσα. Χαλάρωσε! Ο μπαμπάς έχει μάτια μόνο για σένα». Ναι, για μένα έχει τα μάτια, αλλά τα βγάζει με όλες τις άλλες.
575
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Το μικρό αθώο μου αγόρι... Που νόμιζε ότι έχει ωριμάσει αρκετά για να διακρίνει την υποκρισία των άλλων. Η φράση «τα φαινόμενα απατούν» δε σήμαινε τίποτα για κείνον. Άντε να του εξηγήσεις ότι το φαινόμενο, ο πατέρας του, με απατούσε με τη Χριστίνα, που, πριν από λίγο μόνο που δεν την έδιωξε με τις κλοτσιές. Τον κοίταξα με λατρεία. Πόσο θα μου 'λειπε... Πόσο θα καρδιοχτυπούσα στη σκέψη ότι εξετίθετο σε τόσους κινδύνους. Τον αγκάλιασα και τον φίλησα. «Σ' αγαπώ, παιδί μου. Μπορεί όλους τους άλλους να τους μισήσω, για σένα όμως θα φυλάω μόνο τα αγνότερα μου αισθήματα». «Καλά, καλά. Άντε να πάμε για ύπνο πριν μας πάρουν τα ζουμιά» είπε απότομα, στην άγαρμπη προσπάθεια να μη φανεί η συγκίνηση του. Το χέρι του όμως, που έσφιξε τρυφερά το δικό μου καθώς μπαίναμε στο σαλόνι, φανέρωσε την πραγματική του διάθεση. Καληνυχτιστήκαμε και μπήκε ο καθένας στο δωμάτιό του. Ο Αλέξης βρισκόταν στο μπάνιο, κάνοντας πλύσεις με στοματικό διάλυμα. Πώς θα 'θελα να μεταμορφωνόμουν σε κάποιο νεύρο του εγκεφάλου του. Να μπορέσω
576
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
να μάθω με σαφήνεια τι περνούσε από το μυαλό του καθώς έδιωχνε τη λιπαρότητα του δείπνου. Και τι δείπνου! Μυστικού. Το ένα ψέμα πάνω στο άλλο, η υποκρισία σε όλο της το μεγαλείο. Όχι, δεν έβγαζα απ' έξω τον εαυτό μου. Τον έλεγα Ιούδα, αλλά κι εγώ δεν πήγαινα πίσω. Στο πλαίσιο της Καινής Διαθήκης, μου ταίριαζε απόλυτα το «πριν αλέκτορα φωνήσαι, τρις...». Γιατί να μην μπω με φόρα στο μπάνιο και να πω: «Αλέξη , κατάπιε, γιατί θα πνιγείς με το Λιστερίν. Ξέρω τα πάντα για σένα και τη Χριστίνα. Επίσης, έχω εραστή». Δεν τολμούσα. Φοβόμουν τις συνέπειες. Κατηγορούσα
577
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
τον Αλέξη ότι προτιμούσε να περπατεί σε τεντωμένο σκοινί για να πετύχει τους στόχους του. Κι εγώ τι ήμουν; Το κοντάρι που κρατούσε για να ισορροπεί. Λίγο να έγερνα, στην προσπάθειά μου να μου ομολογήσει την αλήθεια, θα γκρεμιζόταν, παίρνοντας μαζί του κι εμένα. Έμενα λοιπόν σιωπηλή κι αλύγιστη για να μην ταραχτεί η ισορροπία του σπιτιού μου. Για πόσο δε θα μ' ενοχλούσαν τα ιδρωμένα από το άγχος χέρια του; Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι δε θα μου το έλεγε ποτέ, ακόμα κι αν υποψιαζόταν ότι ήξερα τα πάντα. Θα το κρατούσε μυστικό, με το δικαίωμα της δικής μου ανοχής. Αν κάποια στιγμή έβγαινε στη φόρα από το στόμα του ενός ή του άλλου, αυτό θα γινόταν λίγο πριν από το... αιματηρό τέλος του γάμου μας. Όταν θα με βαριόταν πάλι και δε θα τον ένοιαζε η εικόνα του πιστού και μεταμελημένου οικογενειάρχη, που πάσχιζε να μου πλασάρει. Ή όταν θα οσμιζόμουν ξανά τα σημάδια της απιστίας. Τότε θα του το βροντοφώναζα. Λίγο αργά και χωρίς νόημα, αλλά για να απολαύσω έστω αυτό το μικρό ξάφνιασμα στο βλέμμα του. Για να καταλάβει ότι κατάπινα αγόγγυστα το χαρακτήρα του για το
578
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
καλό της οικογενειακής μας τιμής. Έτσι λοιπόν ονειρευόμουν τη συνέχεια της ζωής μου; Όταν βγήκε από το μπάνιο, με βρήκε να στέκομαι μπροστά στο κρεβάτι φορώντας το δαντελένιο κορμάκι που ποτέ δεν είχε προσέξει. Μέχρι τώρα. Η διαστολή στις κόρες των ματιών του, υποδείκνυε το θαυμασμό που όφειλε να είχε δείξει πριν από ένα χρόνο. Όμως κάλλιο αργά παρά ποτέ. «Ελένη... είσαι... Αυτό το... το... » τραύλισε σαν πρωτόβγαλτος έφηβος μπροστά στην προοπτική του πληρωμένου σεξ.
579
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
«Το κορμάκι» τον βοήθησα να βρει τη λέξη. Όχι ότι δεν την ήξερε. Στις ξαναμμένες φάσεις του, πήγαινα στοίχημα ότι μπορούσε να βρει πολλές ονομασίες για το παραμελημένο μου εσώρουχο. «Σου πάει θαυμάσια... Με γεια...» ξεροκατάπιε με λαγνεία. «Ευχαριστώ» του απάντησα γλυκερά. Ξαφνικά το ύφος του έγινε επιφυλακτικό. Αυτός περίμενε να του χιμήξω, ουρλιάζοντας για την αχαρακτήριστη συμπεριφορά του, και με βρήκε ντυμένη σαν απαγορευμένη φαντασίωση . «Πώς το 'παθες;» ρώτησε σιγανά, ενώ συγχρόνως με έγδυνε με το βλέμμα. Γέλασα με τη σαστιμάρα του. «Εννοείς, γιατί το έβαλα;» Τον πλησίασα με αργά βήματα και του έπιασα το χέρι. «Για να διορθώσω το υπόλοιπο της βραδιάς» ψιθύρισα στ' αυτί του. «Τότε, ας μη χάνουμε χρόνο» είπε με πνιγμένη φωνή και με παρέσυρε στο κρεβάτι. Ήξερα εκ των προτέρων, από τη στιγμή που επέλεξα να εμφανιστώ έτσι μπροστά του, ότι αυτό που θα επακολουθούσε θα μπορούσε με ασφάλεια να χαρακτηριστεί «το καλύτερο σεξ του γάμου μου». Ούτε η αχαλίνωτη επιθυμία των νεανικών μας χρόνων ούτε οι
580
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
σποραδικές όμορφες στιγμές κατά τη διάρκεια του γάμου μας θα μπορούσαν να συγκριθούν με την επερχόμενη πράξη. Είχα στη διάθεσή μου το καλύτερο αφροδισιακό. Τον ξαλαφρωμένο Αλέξη, που γλίτωσε στο παρά ένα τη σκηνή της Αποκάλυψης. Εκεί που νόμιζε πως ήταν ζήτημα λεπτών να αποκαλυφθεί η προδοσία του, βρισκόταν ενώπιον της ανύποπτης (δόξα τω Θεώ, ήταν αθώα η συνάντηση με τη Χριστίνα) και θελκτικότατης συζύγου του — οποία έκπληξις! Αλλιώς το φανταζόταν
581
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
κι αλλιώς του έβγαινε. Θα έβαζε λοιπόν τα δυνατά του να την ικανοποιήσει. Σαν σιωπηλή ευχαριστία στο Θεό, που τον άκουσε. Και για να ρίξει στάχτη στα μάτια όσων αμφισβήτησαν την απύθμενη αγάπη για τη γυναίκα που είχε παντρευτεί. Συμπεριλαμβανομένης και της ίδιας. Ήμουν σίγουρη, τη στιγμή που έσερνε το χέρι του στο δαντελένιο ύφασμα, ότι θα ζούσα την ερωτική πανδαισία που ανέκαθεν περιέγραφαν με γλαφυρότητα τα ροζ μυθιστορήματα. Επιστράτευσε όλες τις ορμόνες του για να εξεγείρει τις δικές μου. Και το κατάφερε. Μετά από ώρα, κουρνιασμένη στην αγκαλιά του, σκεφτόμουν πως αυτή θα ήταν η μοναδική φορά που θα κρατούσα σαν πολύτιμη ανάμνηση της ερωτικής μας δραστηριότητας. Μετά θα έφθινε η μαγεία. Και κάποια στιγμή, όταν θα μπαίναμε στη ρουτίνα, ο πόθος θα έσβηνε εντελώς. Όπως λέει κι η παροιμία: «Ο έρωτας πεθαίνει από βαρυστομαχιά κι όχι από πείνα». Μόλις βαριόταν ο Αλέξης, θα αναζητούσε αλλού τον έρωτα. Ήμουν σίγουρη πια. Αποκαμωμένη σωματικά και ψυχικά, ένιωθα τα βλέφαρά μου να βαραίνουν επικίνδυνα.
582
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
«Πόσες φορές ονειρεύτηκα αυτή τη στιγμή. Αυτή και το ταξίδι στην Ντίσνεϋλαντ» μουρμούρισα λίγο πριν βυθιστώ στο βαθύ ύπνο, που μου στέρησε την απάντηση του Αλέξη. Ξύπνησα από την επιτακτική ανάγκη για νερό. Κοίταξα το ρολόι, που έδειχνε πεντέμισι. Σε μισή ώρα το σπίτι θα αποκτούσε κίνηση. Πρωινό στα γρήγορα και δακρύβρεχτος αποχαιρετισμός του Τάκη. Στη σκέψη του σφίχτηκε η καρδιά μου. Μακάρι να 'βγαινε αλώβητος από αυτή την ιστορία. Όποια κατάληξη κι αν είχε. Προσέχοντας να μην ταράξω τη ρυθμική αναπνοή του Αλέξη, φόρεσα τη ρόμπα μου και βγήκα ακροπα-
583
ΜΑΪΡΑ
Π ΑΠ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
τώντας από την κρεβατοκάμαρα. Στην κουζίνα ήπια δυο ποτήρια νερό κι έβαλα την καφετιέρα σε λειτουργία. Ήταν ανώφελο να αναζητήσω ξεκούραση στο μισάωρο που απέμενε μέχρι τις έξι. Πήρα τον καφέ μου και μπήκα στο σαλόνι. Έβγαλα, τα δύο γράμματα από το συρτάρι του σεκρετέρ και σε μια έμπνευση της στιγμής βούτηξα ένα τσιγάρο μέντας από το πακέτο του Αλέξη. Βγήκα στη βεράντα να ρουφήξω την ανατολή. Άναψα το τσιγάρο και φύσηξα τον καπνό με φυσικότητα. Τη δεύτερη φορά ήξερα τη γεύση του και δε με ξένισε. Όπως γνώριζα πια και το σκεπτικό του Αλέξη. Απαλλαγμένη από την ψευδαίσθηση του υπέροχου παρόντος, ήξερα τι μου επιφύλασσε το μέλλον κοντά του. Επιστροφή στην υστερία της αβεβαιότητας και της καχυποψίας. Άναψα τον αναπτήρα και τον πλησίασα στα γράμματα. Άρπαξαν αμέσως φωτιά και συρρικνώθηκαν. Τα πέταξα στο τασάκι και παρακολούθησα τη γρήγορη πορεία προς την εξαφάνιση. Απέμεινα να κοιτώ την γκρίζα σκόνη που κάποτε ήταν σκέψεις και συναισθήματα για τους δυο άντρες που σημάδεψαν τη ζωή μου. Στο
584
ΜΑΪΡΑ
Π ΑΠ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
βάθος του σπιτιού χτύπησε το ξυπνητήρι. Άκουσα την κίνηση στα δύο μπάνια. Χαμογέλασα στη σκέψη ότι ο Τάκης σηκωνόταν για πρώτη φορά στη ζωή του με τέτοια ευκολία. Αν δηλαδή είχε κοιμηθεί το προηγούμενο βράδυ. Ζήλευα την αδημονία του για τις όμορφες στιγμές που έπλαθε στο μυαλό του. Του ευχόμουν να τις ζήσει όπως ακριβώς τις ονειρευόταν. Έριξα τις στάχτες από το μπαλκόνι και μπήκα στο σπίτι. Ο Τάκης μετά βίας ήπιε ένα ποτήρι γάλα. Επέμενε να τσεκάρει τα μπαγκάζια του και βγήκε στο χολ. Έμεινα με τον Αλέξη. Με πλησίασε με τρυφερότητα, το
585
Ο
ΙΟΥΛΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
απόσταγμα του χτεσινού του πόθου. Ήξερα ότι εκείνη τη στιγμή, εκείνη τη μοναδική στιγμή, το βλέμμα που μου χάρισε ήταν ό,τι πιο ειλικρινές μπορούσα να αναζητήσω στην ύπαρξη του. Χωρίς τα κούφια σκηνικά της χτεσινής βραδιάς. Το είχε ευχαριστηθεί κι εκείνος. Το κατάλαβα στην πορεία. Με αγκάλιασε και μου ψιθύρισε «σ' αγαπώ». Η ζεστασιά στη φωνή του κλυδώνισε την άμυνα που προσπαθούσα να αναπτύξω για να σώσω τον εαυτό μου από τον έρωτά μου για κείνον. Κι αν πράγματι είχε αλλάξει; Αν πράγματι με ήθελε; Αν μ' αγαπούσε για όλη του τη ζωή με την ειλικρίνεια της στιγμής που πέρασε; «Θέλεις καφέ;» ψιθύρισα, προσπαθώντας να διώξω τον κόμπο απ' το λαιμό μου. «Ναι, βάλε μου έναν στα γρήγορα. Δε θέλω να μπλέξω στην πρωινή κίνηση και χάσει ο Τάκης το αεροπλάνο. Ποιος τον ακούει ύστερα». Πήρε το φλιτζάνι και, ρίχνοντας μια ματιά στη ρόμπα μου, ρώτησε: «Δε θα 'ρθεις τελικά; Μπορώ να σε γυρίσω σπίτι και πηγαίνω στο γραφείο με λίγη καθυστέρηση». «Δεν αντέχω τους αποχαιρετισμούς. Εξάλλου, έχω να κανονίσω διάφορα».
586
Ο
ΙΟΥΛΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
«Καλά» είπε. «Θα τα πούμε το απογευματάκι». Βγήκε από την κουζίνα. Τον άκουσα να συζητά με τον Τάκη. Βγήκα όταν άκουσα το γιο μας να με καλεί με ανυπόμονη φωνή. Αγκαλιαστήκαμε σφιχτά. Με πήραν τα κλάματα αλλά δε δυσανασχέτησε. Με αγκάλιασε ακόμα μια φορά και με διαβεβαίωσε ότι θα πρόσεχε. Ο Αλέξης ξερόβηξε αμήχανα. «Τάκη, κατεβάζω τα πράγματα στό αυτοκίνητο. Μην αργήσεις, αγόρι μου». Μου έδωσε ένα σκαστό φιλί στο μάγουλο. «Θα τα πούμε το απογευματάκι». Μείναμε μόνοι. Του χαμογέλασα. «Σε
587
ΜΑΪΡΑ
Π ΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
ζηλεύω. Θέλω να μου τα πεις όλα, όταν γυρίσεις με το καλό. Δεν έχει νόημα να σου πω να μας γράφεις. Ο μήνας θα περάσει χωρίς να το καταλάβουμε». «Θα κάνω κάτι καλύτερο. Θα βάλω όλη μου τη μαεστρία στο γύρισμα, κι όταν θα δείτε την κασέτα θα 'ναι σαν να ήσαστε εκεί». Μου χάιδεψε τα μαλλιά. Δε με ξάφνιαζαν πια οι κινήσεις τρυφερότητας του γιου μου. Αν μπορούσα να σκεφτώ κάτι καλό από την ημέρα που έφυγε ο Αλέξης, αυτό ήταν η όμορφη σχέση που ανέπτυξα με τον Τάκη. «Τι θα κάνεις τελικά; Θα φύγεις κι εσύ, όπως έλεγες;» «Η ουσία είναι ότι, όταν γυρίσεις, θα με βρεις εδώ» απέφυγα να του απαντήσω ευθέως. Κατάλαβε τον ελιγμό μου. «Εσένα θα σε βρω εδώ. Τον μπαμπά θα τον βρω εδώ;» «Αν θες να το συζητήσουμε διεξοδικά, θα χάσεις το αεροπλάνο» του χαμογέλασα, με την ελπίδα να μην επιμείνει. Έκανε μια γκριμάτσα τρόμου και, χαρίζοντάς μου ακόμα ένα χαμόγελο, είπε: «Εμείς πάντως θα τα πούμε σ' ένα μήνα». Έκλεισα την πόρτα μόλις τον είδα να χάνεται στο ασανσέρ.
588
Επίλογος
Ο ΑΛΕΞΗΣ κοίταξε χαμογελώντας το φάκελο που του έδωσε η γραμματέας του μόλις μπήκε στο γραφείο μετά το αεροδρόμιο. Διάβασε τα κεφαλαία γράμματα της Πετρούλας: «ΝΤΙΣΝΕΥΛΑΝΤ». Άδειασε το περιεχόμενο στο τραπέζι. Δύο εισιτήρια για Λος Άντζελες για τις είκοσι Ιουνίου. «Ξενοδοχείο πέντε αστέρων, ξεναγήσεις, χάρτες... μπράβο, Πετρούλα, έκανες καλή δουλειά» μουρμούρισε ικανοποιημένος. Έγειρε στην περιστρεφόμενη πολυθρόνα σφυρίζοντας εύθυμα. Είχε υπέροχη διάθεση. Και γιατί να μην είχε; Όλα πήγαν καλύτερα απ' ό,τι περίμενε. Είχε επιστρέψει πριν από ένα μήνα σαν βρεγμένη γάτα. Τον έπιασαν απ' τα μούτρα, αλλά ήταν προετοιμασμένος για όλα. Ακόμα και για την πιθανότητα να αλλάξει η γυναίκα του κλειδαριές για να μην ξαναπατήσει. Κατάπιε προσβολές, αδιαφορία, φωνές, το κωλόσκυλο, που τον έγλειφε με λατρεία. Χωρίς να βγάλει άχνα. Και να που η υπομονή του απέφερε καρπούς. Ο Τάκης γλυκάθηκε με τη βιντεοκάμε-
589
ρα, αραίωσε τα πικρόχολα σχόλια και κατάφερε να αναπτύξει μαζί του μια αρκετά καλή σχέση. Σιγά σιγά θα χαλάρωνε εντελώς, και το βλέμμα του θα έχανε τη δυσπιστία. Όσο για την Ελένη, ούτε στα πιο τρελά του όνειρα δεν μπορούσε να φανταστεί τέτοια αλλαγή. Την έφερε στο μυαλό του όπως στεκόταν μπροστά στο κρεβάτι τους με κείνο το δαντελένιο πραγματάκι, σαγηνευτική σαν αμαρτία. Το κορμάκι, οι γοητευτικές κινήσεις... όλα έδειχναν μια νέα Ελένη. Όχι αυτή που είχε παντρευτεί και βαρεθεί. Ήταν σίγουρος πως η θεαμα-
590
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
τική αλλαγή οφειλόταν αποκλειστικά στο φόβο της μην τον ξαναχάσει. Ονειροπόλησε τη σκηνή που έκαναν έρωτα. Αυτό δεν ήταν σεξ, ήταν μάθημα για πτυχιούχους. Πρώτη φορά την έβλεπε να έχει τέτοιο πάθος. Λες κι ήταν η τελευταία φορά που αγκαλιάζονταν στο ίδιο κρεβάτι και ήθελε να ζήσει κάθε δευτερόλεπτο. Χαμογέλασε με αυτοπεποίθηση. Δυο τρία τέτοια κορμάκια να αγόραζε ακόμα για χάρη του και θα έκαναν σεξ μέχρι τα βαθιά γεράματα. Τι να τις κάνει τις άλλες γυναίκες; Μόνο μπελά του έφεραν. Η μία ήθελε παιδί, η άλλη τον απειλούσε κάθε τρεις και λίγο ότι θα τα πει όλα στη γυναίκα του. Στη σκέψη της Χριστίνας, το πρόσωπό του πέτρωσε. Τα χείλη του έχασαν την καμπύλη του ονειροπόλου χαμόγελου και έγιναν μια στενή γραμμή. «Τη μαλακισμένη» ψιθύρισε. Έφταιγε βέβαια κι αυτός. Τι ήθελε να μπλέξει με την καλύτερη φίλη της γυναίκας του; Έπρεπε να το φανταστεί ότι, όταν το πάθος θα έσβηνε, ο κίνδυνος θα του έγνεφε. Καλά που φοβόταν η ίδια να της το αποκαλύψει. Υπολόγιζε πολύ στη φιλία τους. Αν και κόντεψε να πάθει έμφραγμα μό-
591
ΜΑΪΡΑ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
λις την αντίκρισε το προηγούμενο βράδυ. Τι άγχος κι αυτό, να μην μπορεί να ευχαριστηθεί τις μπάμιες του. «Τώρα θα τα ξεράσει όλα και θα γίνει κόλαση» σκεφτόταν. Κι όταν εξαφανίστηκαν οι δυο τους στο μπάνιο... Τι τρόμος! Καλά που την πείραξε το φαγητό και ξεκουμπίστηκε. Σε μια κρίση πανικού σκέφτηκε να της τα πει όλα. Η αμφιβολία του για το αποτέλεσμα τον κράτησε. Ευτυχώς, γιατί όπως φάνηκε, η Ελένη δεν το ήξερε τελικά. Αν το 'ξερε, θα του το είχε πετάξει κατάμουτρα, όπως είχε κάνει με τη Λίζα. Όχι τραπέζι, ούτε το κατώφλι του σπιτιού δε θα πέρναγε. Ίσα ίσα, τον έκραξε επειδή φέρθηκε αγενώς στη φίλη της. Αχ, και να
592
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
ήξερε τι φίλη είχε... Πάντως οι ομαδικές συναντήσεις με τη Χριστίνα έπρεπε να κοπούν. Θα το έφερνε με το μαλακό στη γυναίκα του μόλις καταλάβαινε ότι την είχε κερδίσει ολοκληρωτικά. Κάθε φορά που θα ήθελε να την καλέσει παρουσία του, θα προφασιζόταν ρομαντική διάθεση —αχ, αγάπη μου, στους δύο τρίτος δε χωρεί—, οικογενειακή διάθεση — βρε Ελένη, άσε τις προσκλήσεις κι ας φάμε επιτέλους με το παιδί, σαν σωστή οικογένεια. Και διάφορα τέτοια. Στις δικαιολογίες ήταν ο πρώτος διδάξας. Στο μυαλό του ήρθε ο προηγούμενος χρόνος. Πώς την παραμύθιαζε την κακομοίρα... Πότε συναντήσεις στο γραφείο, πότε χάλαγε το Φίατ. Κι αυτή τα έχαβε. Ή έκανε πως τα έχαβε. Πάντως, θα φρόντιζε να αναπληρώσει τα χαμένα χρόνια. Και η Ντίσνεϋλαντ ήταν ό ,τι έπρεπε γι' αρχή. Η γυναίκα του χαμογελούσε υπέροχα, κι αυτός θα έκανε το παν για να βλέπει συχνά αυτό το χαμόγελο. Η πόρτα του γραφείου χτύπησε σιγανά. Η γραμματέας του μπήκε χαμογελώντας. «Σας αφήνω το φάκελο του Γεωργιάδη» είπε και βγήκε κλείνοντας πίσω της την πόρτα. «Κι αυτή χαμογελάει ωραία. Προκλητικά, θα έλεγα. Κι όταν φοράει
593
Ο
ΙΟΥΔΑΣ
ΦΙΛΟΥΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
ρούχα με ντεκολτέ... » άφησε τη φαντασία του να οργιάσει. Ξαφνικά ξεφύσηξε θυμωμένος με τον εαυτό του. «Σύνελθε, φιλαράκο, η Ελένη δε θα σε περιμένει άλλη φορά» είπε δυνατά. «Αν μου ξανατύχει, θα φροντίσω να είναι αλλοδαπή που θα απελαθεί από στιγμή σε στιγμή» πρόσθεσε για να παρηγορηθεί. Την ίδια στιγμή ένιωσε τύψεις. Κι οι τύψεις έφεραν την επιθυμία να γυρίσει νωρίτερα στο σπίτι του. Για την ακρίβεια, τον έπιασε ένας παιδιάστικος ενθουσιασμός να τρέξει στη γυναίκα του και να ανεμίσει μπροστά στα έκπληκτα μάτια της τα εισιτήρια για την Αμερική. Αποφάσισε να της
594
ΜΑΪΡΑ
Π ΑΠ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
τηλεφωνήσει για να την ειδοποιήσει ότι θα γυρνούσε νωρίτερα. Μπορεί να την έβρισκε να τον περιμένει με κάνα περίεργο εσώρουχο. Μια ανατριχίλα ηδονής διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά του, καθώς σχημάτιζε τον αριθμό του τηλεφώνου τους.
Η Ελένη σήκωσε το ακουστικό στο τέταρτο χτύπημα. Είπε «εντάξει» κι έκλεισε το τηλέφωνο. Κοίταξε για λίγο το σημείωμα που είχε γράψει στον Αλέξη. Αυτή τη φορά ήταν λακωνικό: Θα λείψω κι εγώ ένα μήνα. Όταν γυρίσω, θα συζητήσουμε έχοντας πετάξει τις μάσκες. Στερέωσε το χαρτί στον καθρέφτη του χολ κι έπιασε τη βαλίτσα της. Κλείδωσε και κατέβηκε στην είσοδο της πολυκατοικίας. Ο Νικήτας τακτοποίησε τα πράγματά της στο πορτ μπαγκάζ και άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού. Η Ελένη κοντοστάθηκε για μια στιγμή κι αυτός διέκρινε την αμφιβολία στο βλέμμα της. «Το μετάνιωσες;» της ψιθύρισε. «Όχι» απάντησε εκείνη και κάθισε στη θέση της. Τον κοίταξε απορημένη, καθώς δεν έκανε καμία
595
ΜΑΪΡΑ
Π ΑΠ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
κίνηση να της κλείσει την πόρτα. «Τι περιμένεις;» τον ρώτησε. «Μήπως αλλάξεις γνώμη». Του χαμογέλασε και με σταθερό χέρι τράβηξε την πόρτα να κλείσει. Τον παρακολούθησε καθώς έκανε το γύρο του αυτοκινήτου για να καθίσει στη θέση του οδηγού. «Όλα θα πάνε καλά»
596
Ο
1 0
ΥΔ Α Σ
ΦΙΛΟΎΣΕ
ΥΠΕΡΟΧΑ
ψιθύρισε, φέρνοντας στο μυαλό της τη σκηνή που ακούμπησε το κλαδί με το παπούτσι της.
«Γαμώτο, έπρεπε να το φανταστώ ότι θα 'χει βγει για ψώνια» σκέφτηκε ο Αλέξης καθώς άκουγε τον αυτόματο τηλεφωνητή να μπαίνει σε λειτουργία. Δε χάθηκε ο κόσμος. Θα της άφηνε μήνυμα με κάποιο υπονοούμενο για το ταξίδι. «...αφήστε μήνυμα μετά το χαρακτηριστικό ήχο». «Αγάπη μου, δε φαντάζεσαι τι έκπληξη σε περιμένει όταν γυρίσω σπίτι».
597
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν Ι Α
Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Η
Μάιρα Παπαθαναοοπούλου
Μιιθιοιόρημα «...Η αντίθεση χαρακτήρισε τη σχέση μας απ' την αρχή. Τον ερωτεύτηκα με την πρώτη ματιά. Εκείνος δε μου έριξε ούτε δεύτερη. Στην επόμενη μας συνάντηση στάθηκα πιο τυχερή. Αρχίσαμε να βγαίνουμε. Για την ακρίβεια, "τα φτιάξαμε". Επέμενα στο ασφαλές σεξ. Αντιδρούσε στη θέα του προφυλακτικού. Για κείνον ήταν σαν να έτρωγε το σοκολατάκι με το περιτύλιγμα. Έμεινα έγκυος στα δεκαοχτώ. Έμεινε σύξυλος στα είκοσι τρία. Αποφάσισα να κρατήσω το παιδί. Ασφαλώς είχε άλλη άποψη. Του την άλλαξαν οι γονείς του, όταν έμαθαν το ύψος της περιουσίας που μου κληροδοτούσε ο πατέρας μου. Ενωθήκαμε πριν από δεκαεφτά χρόνια με τα ιερά δεσμά του γάμου. Για μένα ήταν πράγματι ιερά. Για κείνον ήταν πράγματι δεσμά. Κάθε φορά που τσακωνόμασταν, μου το υπενθύμιζε με την εξής φράση: "Μακάρι να
μου κοβόταν σύρριζα". Για το καλό ορισμένων, κάποιες ευχές μένουν απραγματοποίητες...» Ενα τρυφερό βιβλίο, γραμμένο με πολύ χιούμορ και ευαισθησία, που δείχνει ότι τα καλύτερα μυθιστορήματα τα υπαγορεύει η ίδια η ζωή. Ιί>ΒΝ 960-600-451-1
97896060045 13
Βοηθ. κωδ. μηχ/σης 24511
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΠΑΤΑ ΚΗ