ανασύνθεση και αηοδοση oSvooeas erlvms iKapos
Η φυςη δημιουργεί τις δικές της συγγένειες, κάποτε πολύ πιο ισχυρές από τις άλλες πού μάς χαλκεύει τό αίμα.
Δυόμισι χιλιάδες χρόνια πίσω, στη Μυτιλήνη, βλέπω ακόμη τη Σαπφώ σαν μια μακρινή έξαδέλφη πού παί ζαμε μαζί στούς Ιδιους κήπους, γύρω απ τις ίδιες ρο διές, πάνω απ’ τις ίδιες στέρνες. Λιγάκι μεγαλύτερη στα χρόνια, μελαχρινή, με λουλούδια στα μαλλιά κι ένα κρυφό λεύκωμα γεμάτο στίχους πού δεν μ ’ άφησε ν’ αγ γίξω ποτέ. Βέβαια, είναι πού ζήσαμε στο Ιδιο νησί. Πού είχαμε την ίδια αίσθηση τοϋ φυσικού κόσμου, τη χαρακτηρι στική, πού εξακολουθεί αναλλοίωτη από τα χρόνια εκεί να ίσαμε σήμερα να παρακολουθεί τά τέκνα τής Αίολίδας. "Αλλά πάνω άπ’ δλα είναι πού δουλέψαμε —στα μέτρα του ό καθένας— με τις ίδιες έννοιες, για να μην πώ περίπου με τις ίδιες λέξεις: με τον ουρανό καί τη
θάλασσα, τον ήλιο και τη σελήνή, τα φυτά και τα κορί τσια, τον έρωτα. Μια συζυγία, μίση στον ουρανό καί μίση στη γη, μίση στην αμφιβολία καί μίση στην αθα νασία, ευδιάκριτη εάν όχι τίποτε άλλο. *Ας μοΰ συγχωρεθεϊ, λοιπόν, να μιλήσω για τη Σαπφώ σαν για μια σύγχρονη μου. Στην ποίηση^ όπως καί στα όνειρα, δεν γερνάει κανένας.
Το πρώτο πράγμα πού κάνει εντύπωση στη Σαπφώ εί ναι ή πίστη πού δείχνει στην ποιητική ιδέα, ή αντίληψή της δτι γράφοντας γίνεται μέτοχος αθανασίας. «Μνάσεσθαί τινά φαμι καί ύστερον άμμέων» δηλώνει, καί αυτό είναι κάτι πού ό "Ομηρος δεν το είχε, ίσως, σκεφθεϊ ποτέ. Σαν νά ’ξερε από τότε ή ποιήτρια δτι καί τα εν νέα δέκατα τοϋ έργου της νά εξαφανίσει ό χρόνος, εκεί νη, σάν αίσθηση ζωής, θά έπιβιώσει. ”Οπως καί έγινε. Καλύτερο παράδειγμα γιά την ισχύ πού μπορεί νά έχει ό ποιητικός λόγος δεν υπάρχει. Στροφές άκρωτηριαιο
σμένες, μισοί στίχοι, σπασμένες λέξεις, ένα τίποτε· κι απ’ αντό τό τίποτε, ένα θαύμα: μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα, με τα ιδιαίτερό της χαρακτηριστικά, τον ατομικό της μύθο και ολόκληρο τό φυσικό και τον ανθρώπινο διάκοσμο τον πολιτιστικού χώρου όπου ανα πτύχθηκε. Τόσο, θά έλεγες, μεγάλος είναι ό μαγνητι σμός που εξαπολύουν οι λέξεις, φτάνει ν' άποσπασθοϋν από τον άξονα τής χρησιμοθηρικής τους ύποτέλειας. Στην περίπτωση πού μάς απασχολεί, ακόμα και ή το ποθέτησή τους εδώ ή εκεί μέσα στο νοερό σύνολο πού προϋποθέτουν, μάς επιτρέπει ν’ άποτυπώσονμε μια νέα μορφή ποίησης πού γεννήθηκε την εποχή εκείνη, μέ τα μετρικά της συστήματα, τό λεκτικό της, τα ποικίλα της μυστικά. Καί αυτό είναι ένα δεύτερο θαύμα. Σε μια στιγμή πού οι θρησκευτικές βάσεις τής κοινω νίας είναι ακόμη αυστηρές· πού ό λόγος 6 επικός έχει τή μονοκρατορία στην έκφραση· πού τό ηρωικό στοι χείο είναι ή μόνιμη καί παραδεγμένη αξία· ένας ’Α ρχί λοχος στήν Πάρο καί αία Σαπφώ στη Λέσβο —για ν’ άναφερθούμε στους κυριότερους— τ ’ άνατρέπουνε ολα, 11
φέρνουν τά αισθήματα καί τά όνειρα στο πρώτο επίπε δο, τολμούν να μιλήσουν για την ατομική τους ζωή, να ποϋν τον καημό τους, να τραγουδήσουν, νά χορέψουν. 01 πρώτοι στο Αιγαίο καί οί πρώτοι σ’ όλο το γνωστό κόσμο, θέλω νά πώ στον πολιτισμό που ακόμη σήμερα συνεχίζουμε. ’Ά ν μέσα στα θραύσματα πού μάς άπόμειναν περισυλ λέγουμε ήδη διαμαντένιες εκφράσεις, θά πρέπει νά υπο θέσουμε, σύμφωνα με το νόμο τών πιθανοτήτων, ότι μέ σα στά εννέα ποιητικά βιβλία πού έγραψε ή Σαπφώ, ένας πραγματικός θησαυρός λόγων μέ στοχαστική δύνα μη, παρομοιώσεων τολμηρών καί πρωτότυπων εικόνων, είχε κιόλας δημιουργηθεϊ έκεϊ, στο χώρο τοϋ ’Ανατολι κού Αιγαίου, πριν ακόμη αρχίσει ν’ ακμάζει εκείνο πού, γενικά, θεωρούμε σάν ελληνικό θαύμα, κι εννοώ, βέβαια, την ’Αθηναϊκή Δημοκρατία.
Οί ιστορικοί έχουν μιλήσει γιά τον εξαιρετικά εκλεπτυ σμένο καί πλούσιο συνάμα τρόπο ζωής πού είχε άναπτύ12
ξει ή Λέσβος στον 7ο καί στον 6ο αιώνα. "Ενα κράμα ηθών ελευθέρων καί θεσμών βασισμένων σε πρότυπα λατρείας, όπου ή φύση καί ό έρωτας είχανε προεξάρχουσα θέση. ’Ά ν προσθέσει κανένας δτι στην αντικρινή ’Α σιατική ένδοχώρα, δχι καί τόσο μακριά, υπήρχε ή Λ υ δία, με τις Σάρδεις τις περίφημες για τα ψιμύθια καί τις γυναικείες αμφιέσεις, θά καταλάβει πώς κοντά στο Παρίσι τής εποχής εκείνης οί γυναίκες τής Μυτιλήνης μπορούσανε νά μιλούν όπως μίλησε ή Σαπφώ. Τό σπί τι της ασφαλώς είχε κάποιαν αναλογία μέ τά «φιλολο γικά σαλόνια» τής προπολεμικής Ευρώπης. "Ενα κέντρο γιά τη μετεκπαίδευση τών κοριτσιών τής καλής κοινω νίας, ένα είδος ανώτερης Σχολής ή 5Ωδείου, όπου οί πιο αναπτυγμένες νέες τού νησιού έβρισκαν την ευκαιρία νά τελειοποιηθούν στο χορό, στο τραγούδι, στην ποίηση, στους λεπτούς τρόπους. νΗταν γραφτό μερικές απ’ αυ τές, ή Ά τθίς, ή 3Λνακτορία, ή Γογγύλα, ή Γυρίννω, ή Μνασιδίκα, νά φτάσουν ώς εμάς τυλιγμένες μ 5 ένα χρυ σό νέφος θάμβους καί ομορφιάς. Στο περίφημο απόσπασμα πού μάς διασώθηκε γιά την ΐ3
3Ανακτορία ( έως προχθές νομίζαμε δτι πρόκειται για κάποιαν 3Αριγνώτα), ένα από τα ωραιότερα αποσπά σματα, για να μην πώ το ωραιότερο, ή μορφή της ήρωίδας —πού βρίσκεται μακριά στις Σάρδεις— άναδύεται χάρη σέ μια πρωτότυπη τεχνική, από τον τρόπο και μόνο πού μιλά γι αυτήν ή ποιήτρια στην πιο αγα πημένη της φίλη. "Οσο προχωρούμε, τόσο νιώθουμε το ποίημα να γεμίζει από τό μυστήριο μιας γυναικείας μορ φής πού μήτε άκοϋμε, μήτε βλέπουμε, παρά μαντεύου με μονάχα μέσ’ από μια διάθλαση αισθημάτων εξαιρετι κά τρυφερών, σταλμένων μέ τό φεγγάρι στην αντικρινή ακτή και ξαναφερμένων μαζί μέ τή φωνή τής απωλεσμένης πού ή νύχτα, μέ τά χιλιάδες αυτιά της, μιά "νύξ πολύως”, αγωνίζεται νά συλλάβει πάνω απ’ τά κύματα. Είναι σέ μιά τέτοια στιγμή πού μπορούμε ν’ υποτιμή σουμε ολόκληρη τή λυρική αξία τής Σαπφώς κι όχι στά " Ποικιλόθρον’ άθάνατ3 3Αφρόδιτα33 ούτε, πολύ περισσό τερο, στά ξέφτια μένα από τήν κατοπινή χρήση κοσμητικα επίθετα, τα ρροοοοακτνλος και τα χρνσοπεοίλος .
14
Σ ’ αυτά, δπως επίσης καί σε μερικές γνωμικές εκφρά σεις πού δεν έχασαν ίσαμε σήμερα τό αντίκρισμά τους στη ζωή καί πού, ίσως, δεν θά τις περίμενε κανείς από μια γυναίκα: ου δυνατόν γένεσθαι λώστ ον άνθρώπωι πεδέχην δ’ άρασθαι τ’ έξ άδοκήτω. Τέτοιο πλάσμα ευαίσθητο καί θαρρετό συνάμα δεν μάς παρουσιάζει συχνά ή ζωή. "Ενα μικροκαμωμένο, βαθυμελάχρινο κορίτσι, ένα "μαυροτσούκαλο”, δπως θά λέ γαμε σήμερα, πού, ωστόσο, έδειξε δτι είναι σε θέση νά υποτάξει ένα τριαντάφυλλο, νά ερμηνεύσει ένα κύμα ή ένα αηδόνι καί νά πει "σ ’ αγαπώ” γιά νά συγκινηθει ή ύφήλιος.
ΐ5
άερίων
έπέων άρχομαι
άρχινώ τό τραγούδι μου μ ’ αιθέρια λόγια μά γ ι’ αυτό κι απαλά στ’ άκουσμα ® τήν ’Ομορφιά διακόνησα’ τί πιό μεγάλο θά μπο ροΰσα ® πού μ ’ αξίωσαν (οί Μούσες) τη δική τους δύναμη δίνοντας ® νά λέω: άλή θεία σέ μελλούμενους καιρούς κάποιος θά βρίσκεται νά με θυμάτ’ εμένα.
*9
στον ύπνο μου είδα δτι μιλούσα λέει μέ τή θεά ’Αφροδίτη ® έλα τώρα λοιπόν βγάλε φωνή και μίλησε θεϊκή λύρα ® Μούσες μ,έ τ ’ όμορφο μαλλί καί σεις απαλές Χάριτες ® τού Διός κόρες αγνές μ,έ τό ρόδινο στά χέρια δέρμα ® ξεπροβάλλετε άπό τό χρυσό παλάτι σας ® όταν όλονυχτϊς ό σκοτεινός δ ύπνος τα μάτια κυριεύει ® καί μέ καίει ό πόθος καί μ ’ άνάβει σύγκορμη ® τί θέ λω μήτε ξέρω- δυο γνώμες είναι μέσα μου ® σταγόνα τή σταγόνα ό πόνος μέσα μου...
21
δεν τη θέλω τη μέλισσα κοά το μέλι της ούτε ® άς πά νά παραδέρνει σ’ έγνοιες και σ’ άγέρηδες κείνος πού τό κακό μου θέλησε ® οργητα δέ με θρέφει εμένα μήτε ζητάω γδικιωμούς* καθαρός κι αθώος δ νους μου πάντοτε ® όμως άνθρωπος δυο σπιθαμές εγώ τον ουρανό δέν κάνω άπόπειρα ν’ άγγι ξω ® λοιπόν παντοτινή παρθένα θά ’μαι;
23
όχι δέν είναι σείς όπου γιά μένα ® δσο σείς τό θελήσετε ® είναι αυτοί πού εγώ πασχίζω πάντοτε γιά τό καλό τους πού μου κάνουν ίσια ίσια τό χειρότερο κακό ® ναι τό ’χω βάλει αυτό βαθιά μέσα στο νοΰ μου καί τό ξέρω ® άσε λοιπόν τά βότσα λα καί μην τ ’ άνασκαλεύεις ® σωστό δέν είναι σέ σπίτι ποιητών θρήνοι ν’ άκούγονται δέν μάς αρμόζουν τέτοια.
25
ή ρος
άγγελος
μαντατοφόρος άνοιξης ηδονικής φωνής άηδό νι » της ’Αφροδίτης ή θεραπαινίδα ή χρυ σοφώτεινη ® ανέβαινε ψηλά ή πανσέληνος καί στού βωμού τό χώρο συναγμένες ® κα θώς σ’ άλλους καιρούς της Κρήτης οί κοπέ λες έσέρναν τό χορό τριγύρω στον ωραίο βω μό καί με ρυθμό τα λυγερά τά πόδια τους χτυπώντας πατούσανε στά τρυφερά των χόρτων άνθουλάκια.
29
α π ’ βλα τ' άστρα συ το λαμπερότερο ® Έσπερε πού τη δύναμη κατέχεις δλα τα πράγματα νά φέρνεις πίσω αυτά πού με τό χάραμα ή Αυγή σκόρπισε πέρα: φέρνεις πί σω τό πρόβατο* φέρνεις πίσω τήν αιγα* φέρ νεις καί τό μικρό παιδί στην άγκαλιά τής μάνας του.
3ΐ
κι δσ’ άστρα γύρω βρίσκονται στην έκπα γλη σελήνη παρευθύς τό φωτεινό τους πρό σωπο κρύβουν κάθε φορά πού εκείνη όλόγιο μη καταλάμ,πει τή γη τη σκοτεινή άνεβαί νοντας β άσημοκαπνισμ,ένη.
33
γρήγορα ή ώρα πέρασε* μεσάνυχτα κοντεύ ουν* πάει τό φεγγάρι πάει κι ή Πούλια (3α σιλέψανε* καί μόνο εγώ κείτομαι δώ μονά χη κι έρημη ® ό Έρωτας πού βάσανα μοι ράζει ® ό Έρωτας πού παραμύθια πλάθει ® μου άρπαξε την ψυχή μου καί την τρά νταξε ίδια καθώς άγέρας άπό τά βουνά χυ μάει μέσα στους δρυς φυσομανώντας.
35
πες μου γιατί λάμπουσα χελιδόνα μου του Πανδίωνα κόρη ® που δλα τά κατέχεις ® δταν στεφάνια πλέκουνε τριγύρω μου οί ώ ραΐες κοπέλες ® κι ή γης που τά στεφά νια θρέφει βρίθει άπό άνθη ® εσύ καί ό ’Έρωτας πού πάντα μου υπακούει ® φτά νοντας ά π’ τούς ουρανούς ψηλά ντυμένος καταπόρφυρη χλαμύδα ® (γιατί) φτεροκο πάω καί πάω κατ’ αύτόν σαν τό μωρό στην άγκαλιά της μάνας του.
37
κατεβαίνοντας τούς ουρανούς έλα καί φτά σε από την Κρήτη εδώ στού ναού τούτου τό λάμπος πού τό ζώνει γελαζούμενο δασάκι μήλων καί όπου καίει πάντα ατούς βωμούς λιβανωτού θυμίαμα ® εδώ πού κελαρύζει τό νερό κατάδροσο μέσ’ από τής μηλιάς τούς κλώνους* όπου α π’ τα ρόδα τά πολλά σκιές γεμίζει ό κήπος* κι από τις φυλλω σιές οπού θροούν καί τρέμουν λες μιά χαύ νωση άργοπέφτει ® εδώ τό λιβαδάκι οπού βόσκανε τ ’ άλογα φούντωσε α π’ άνθη τού Μαγιού κι ελαφρές πνέουν οί αύρες » ελα
39
λοιπόν έδώ ’Αφροδίτη μου σέ κάλυκες χρυ σούς έτοιμασμένο μέ λεπτή τέχνη νέκταρ τοϋ τραπέζιου τούς φίλους νά κεράσεις.
4ΐ
αθάνατη ’Αφροδίτη του Διός κόρη πού σέ φανταχτερό κάθεσαι θρόνο κι δλο στήνεις πα γίδες τής άγάπης· εσένα Δέσποινα παρακα λώ μη νά χαρεΐς μη ρίχνεις άλλο βάρος άπό καημούς καί πίκρες στην ψυχή μου ® άλλ’ εδώ πάλι έλα σαν πού κάποτε καί μό νο άν ήθελες λιγάκι άκούσει άπό μακριά νά σου φωνάζω άπόκριση έδινες κι ευθύς τό χρυσαφένιο του πατρός σου άνάκτορο άφη νες γιά νά ’ρθεις ® άρμα ζεύοντας· κι ά πόσο ωραία τής άστραπής σέ πήγαιναν πε τούμενα κατά τής γής τη σκοτεινάγρα πέ
43
ρα- καί πώς τά πυκνοπούπουλα φτερά τους από τους ουρανούς ψηλά χτυπώντας έδιναν μ,ίά νά σχίσουν τούς αιθέρες ® κι ευθύς νά φτάσουν τότε πού εσύ στ’ αλήθεια θεά μα καρισμένη· εσύ μ ’ ενα χαμόγελο στο άθάνα τό σου πρόσωπο ζητούσες λέει τί νά ’παθα — τι νά ’παθα νά μάθεις· γιά ποιάν αιτία σε φώναζα κοντά μου ® τί νά ’ναι πάλι εκείνο πού ζητά ή τρελή καρδιά μου: «ποιά νά ’ναι πάλι αυτή πού τήν Πειθώ ικετεύεις νά σου φέρει πίσω; ποιά νά πονέσεις σ’ εκα νε Σαπφώ μου; ® γιατί κι αν έστοχάστη
45
νά σ’ άφήκει — πίσω σου θά τήν κάνω εγώ νά τρέχει* κι άν τά δώρα σου κάνει πώς τ ’ άρνιέται — κείνη νά δεις πού θά σου τά <ρορ τώνει πάλι' κι άν σου λέει πώς πιά δεν σ’ άγαπάει θά σ’ άγαπήσει ευθύς θέλει δε θέ λει» ® έλα λοιπόν ακόμα μιά φορά νά μέ λυτρώσεις άπ’ τά βάσανά μου* νά γίνουν δ σα λαχταρά ή ψυχή μου* σύμμαχο πάντα νά σ’ έχω στο πλευρό μου.
47
της χώρας της ευγενικής μέ τις ωραίες γυ ναΐκες ψάλε τόν ύμνο Μούσα εσύ από τό χρυσό σου θρόνο* τόν ύμνο πού έψαλλε σ’ άλ λους καιρούς δ φημισμένος γέροντας της Τέω.
49
ταΐς
8μα ις
έταίραις
καί τώρα εγώ στις φίλες τις καλές μου γλυκά θά πω τραγούδια νά τις ξετρελάνω ® ελάτε μην αργείτε αγάπες μου’ πάει καιρός πού πιά παιδί δεν είμαι ® πάμε χρυσές μου πάμε* όπου νά ναι ξημερώνει ® κι έννοια σας όμορφοΰλες μου- κείνο που νιώθω εγώ γιά σάς δεν άλλάζει με τίποτε.
53
θαμπωτική λαμποκοπή ® σαν του γυακίν θου τ ’ άνθος ® παρθένα με γλυκιά φωνή ® φωνή γλυκιά σά μέλι ® δμορφότερη ά κόμη ® φωτιές μου ανάβεις ® κι εγώ σε πουπουλένιο στρώμα τό κουρασμένο σου κορ μΐ θά τό ξαπλώσω ® μόνη μου έγνοια.
55
κι ανάμεσα σε μαλακά σκεπάσματα χνου δάτα με προσοχή την πλάγιασε ® ά νά ’ταν πάντα το κεφάλι ν’ άκουμπάς σέ τέ τοιας φιλενάδας τρυφερής τά στήθη ® νά κράταγε για μένα δυο φορές ή νύχτα έτού τη ® νά ’ταν χρυσή ’Αφροδίτη μου τέτοια μιά μοίρα νά μου λάχει εμένα!
57
μια παιδούλα τρυφερή λεπτή πού μάζευε αγκαλιές λουλούδια » πού ή φωνή της κι \
απ’ τής λύρας είναι ακόμη πιο γλυκιά » πιό λευκή απ’ τό γάλα- πιο γλυκόπιοτη ά πό το νερό’ πιό μελωδική απ’ τή λύρα’ πιό γαύρη απ’ τής φοράδας· πιό βελούδινη απ’ τό ρόδο’ πιό τρυφερή απ’ τό ρούχο το άπα λό* πιό πολύτιμη άπό τό χρυσάφι.
59
νά ’ξερες από πότε σ’ άγαπούσ’ Άτθίδα μου’ δμως μου φαινόσουν ακόμη τόσο μικρού λα κι άβγαλτη ® ά τί καλά πού ’ρθες* καϊ πώς σε λαχταρούσα’ και τί φωτιές μες στην ψυχή μου άναψες πού την έκαψαν! ® έλπί δα τού έρωτα! τώρα καθώς αντίκρυ σέ κοιτά ζω λέω πώς δεν ήταν ποτέ της έτσι ωραία ή Έρμιόνη’ καί πώς αν έκανα με την ξανθή Ελένη νά σέ παρομοιάσω άνάρμοστο δέ θά ταν’ αν κάτι τέτοιο γίνεται γιά τις θνητές ποτέ’ μά σου λέω καί τούτο νά τό ξέρεις: μπροστά στην ομορφιά σου οί έγνοιες μου δ λες χάνονται καί σκορπούν σάν πούπουλα...
6ι
πάλι πάλι ό έρωτας- δ έρωτας με παιδεύει καί πώς να τον παλέψω Άτθίδα μου- πού αύτός με τα φαρμάκια καϊ τις γλύκες του μου κόβει τά ήπατα τό τέρας!
® κι εσύ
πάει με βαρέθηκες- κάνεις φτερά τό ξέρω γιά την ’Ανδρομέδα ® ποιά ’ναι λοιπόν αύ τη πού σε ξετρέλανε ή χωριάτα πού μήτε καν πώς να κρατήσει τό φουστάνι της πάνω από τον άστράγαλο δεν ξέρει;
63
I
και θά ’ρθει μέρα πού θά κείτεσαι νεκρή χω ρϊς ποτέ στά χρόνια πού θ’ ακολουθήσουν σε κανενός τή μνήμη νά ξανάρχεσαι" βλέπεις εσένα ή χάρη δεν σου δόθηκε ποτέ ρόδα τής Πιερίας νά κόψεις" άσημη πάντα μές στις χώρες του "Άδη καί τούς σκοτεινούς άποθα μένους θα πλανιέσαι.
65
γυρνά πάλι κοντά μου σ’ έξορκίζω Γογγύ λ α - το χιτώνα φορώντας το λευκό σά γάλα πάλι φανερώσου- όμορφη· νά ’ξερες τί λα χτάρες μου γεννάς έτσι ντυμένη! καί πώς *
νιώθω χαρούμενη πού όχι εγώ μά ή θεά μας ή ίδια σου τό λέει* σά νά σε μαλώνει* πού τόσα χρόνια την παρακαλώ καί την παρα καλώ ® Γογγύλα* λες κι ένας πόθος μέ πιάνει νά πεθάνω και τις όχθες όπου ανθεί δ λωτός μέσα στη δρόσο ν’ αντικρίσω του ’Αχέροντα.
67
καλώς μάς ήρθες Γυριννώ· κι άμποτε λέω νά μείνεις χρόνους πολλούς εδώ κοντά μου όσους κι αυτούς πού μου ’λειψες ® ούτε ποτέ πιστεύω στους καιρούς πού θά ’ρθουν κάτω απ’ τό φώς τού ήλιου θά βρεθεί ποτέ παρθένα μέ τη γνώση τη δική σου.
69
ομορφότερη λέω πώς είναι ή Μνασιδίκα κι από την τρυφερή τη Γυριννώ ® έλα Δίκα λοιπόν από φρέσκο γλυκάνισο στεφάνια νά ετοιμάσεις* κι επάνω στα μαλλιά σου πού ’ναι χάρμα σωστό μ ’ άέρινα δάχτυλα νά τα φορέσεις* επειδή νά τό ξέρεις οι Θεές ά μα κάριες θέλουν νά τούς πηγαίνεις άνθοστόλι στη* άλλιώς μήτε πού καταδέχονται νά σε κοιτάξουν.
7ΐ
μά νά σ’ άφήκω εγώ δε γίνεται Μίκα γλυ κιά μου* κι ας έλαχε νά σ’ αγαπήσουν κό ρες από τό σόι των Πενθελιδών ® εμάς δλο παραξενιές ® κάποιο μαγευτικό τραγούδι απαλό στ’ άκουσμα ψάλλει ® κι αηδόνια με κελαηδητό τρελό ® δρόσο σταλάζοντας...
73
ούτε πού μου ’τυχε ποτέ γυναίκα πιο άλαζο νίκη ωραία μου από σένα ® πού εγώ γιά χάρη σου πάνω στο βωμό γίδας άσπρουδε ρής (τό λίπος γιά θυσία θ’ άνάψω) ® καί λέω άκόμη νά σου άφήκω ® μ ’ δλο πού μοιάζει νά μ ’ έχεις λησμονήσει* άνίσως καί δέν είναι κάποιος άλλος πού ν’ άγαπάς άκόμη πιό πολύ...
75
κόρη του Πολυάνακτα γειά καί χαρά σου® μήν παριστάνεις δα και τή σπουδαία γιά ’να δαχτυλιδάκι άνόητη! ® τή Γοργώ τή σιχάθηκε ή ψυχή μου ’ίσαμε κεΐ πού άλ λο δέν παίρνει ® κι δσο γιά τήν Άνδρομέ δα τί περίμενες· έκανε πάλι τήν παλιοδου λειά της* δμως κι εσύ Σαπφώ τήν Άφρο δίτη πού σου τά φέρνει πάντα δεξιά πάει; τήν ξέχασες;
77
θεός μου φαίνεται στ’ αλήθεια έμενα κείνος δ άντρας πού κάθεται αντίκρυ σου κι από κοντά τή γλύκα τής φωνής σου άπολαμβά νει ® καί τό γέλιο σου αχ πού ξελογιάζει καί πού λιώνει στό στήθος τήν καρδιά μου σου τ ’ ορκίζομαι· γιατί μόλις πού πάω να σε κοιτάξω νιώθω ξάφνου μου κόβεται ή μι λιά μου ® μες στό στόμα ή γλώσσα μου στεγνώνει· πυρετός κρυφός με σιγοκαίει κι ούτε βλέπω τίποτα ούτε ακούω ® μά βου ίζουν τ ’ αύτιά μου κι ένας κρύος ιδρώτας τό κορμί μου περιχάει· τρέμω σύγκορμη αχ
79
καί πρασινίζω σάν τό χόρτο καί λέω πώς λίγο ακόμη* λίγο ακόμη καί πάει θά ξεψυ χήσω ® κι όμως δλα κανείς νά τα τολ μάει πρέπει* τί καί παρατημένη ακόμη...
8ι
«νά ’χα πεθάνει τό ’χα πιο καλά μά την αλήθεια»' έκλαιγε μέ λυγμούς εκείνη κι έτοιμη πια νά φύγει ® μου είπε: «άχου Σαπφώ Σαπφώ μου τί κακό καί τούτο πού μάς βρήκε* δεν τό ’θελα στ’ ορκίζομαι νά χωρίσουμε ποτέ»· ® πού εγώ τότε άποκρί θηκα: «πήγαινε στό καλό καί πότε πότε νά μέ θυμάσαι κι εμένα πού τό ξέρεις τί λα τρεία σου είχα- ® ή αν όχι άσε με μιά στιγμή νά σου θυμίσο.) κείνα πού μοιάζει νά ’χεις λησμονήσει* τίς όμορφες καί τίς γλύκες στιγμές πού ζήσαμε μαζί’ ® πό
83
σα στεφάνια, κρόκους ρόδα μενεξέδες καθι σμένη στο πλάι μου δέν δοκίμαζες* ® καί πόσες αρμαθιές ολόγυρα στον τρυφερό λαι μό σου από λουλούδια υπέροχα πλεγμένες δέν περνούσες* ® τί κούπες άρωμα βασιλι κό και βρένθειο αδέιαζες πάνω στα όμορ φα μαλλιά σου* ® κι ύστερα σ’ απαλό στρώμα ξαπλωμένη κολλητά μου θυμήσου πώς έσβηνες τη δίψα σου...»
85
τούς ιππείς άλλοι βρίσκουν κι άλλοι τούς πεζούς κι άλλοι τούς ναυτικούς πώς τ ’ ώ ραιότερο είναι (πράγμα) στη σκοτεινή μας γή· δμως εγώ: κείνο πού πιο πολύ αγαπά ό καθένας ® εύκολο νά τό νιώσει αυτό κα νείς· παράδειγμα ή Ελένη· πού άσύγκριτη στην ομορφιά μες σ’ δλους τούς άνθρώπους ξάφνου παράτησε τον άντρα της τόν άκριβό ® κι έβαλε πλώρη για την Τροία δίχως ποτέ της νά γνοιαστεΐ μήτε γιά κόρη μήτε γιά γονιούς· μά έρωτοχτυπημένη σύγκορμα τη συνεπήρε ή Κύπρις ® αχ πόσο μ ’ ένα
87
τίποτα λυγά πάντα ή γυναίκα! πώς πιάνε ται α π’ αυτό πού τρώει τό νοΰ της ή άμυα λη καί πιο μακριά δέ βλέπει! σάμπως καί τώρα την Άνακτορία πού ’φύγε μακριά μας λέω τη θυμάται πιά κανείς; » πού τό κα μαρωτό της τό περπάτημα καί του προσώ που της τό φωτεινό τό γύρο να δω χίλιες φορές τό προτιμούσα παρά των Αυδών δλα τ ’ άρματα καί τούς πεζούς με τά σιδερικά στη μάχη » όμως τό ξέρω πώς δέ γίνε ται ποτέ κανείς νά ελπίζει σ’ όλάκαιρη την εύτυχία* ενα μικρό μερίδιο νά προσδοκάει μονάχα· 3® κεΐ πού δέν τό περιμένει...
89
πολλές φορές από τις μακρινές τις Σάρδεις εδώ σ’ εμάς γυρίζει δ λογισμός της· ® έ δώ πού σάν θεά φανερωνόταν μαγεμένη απ’ τό γλυκό τραγούδι σου! ® τώρα μέσα στις άλλες γυναίκες της Λυδίας όμορφη ξε χωρίζει καθώς όταν ό ήλιος έχοντας βασιλέ ψει πια ή σελήνη μ ’ ένα κόκκινο θάμπος ξε προβάλλει ® όλα τ ’ άστέρια γύρω της νά εξαφανίσει- κι ένα φέγγος απλώνει ως πέρα στ’ αλμυρό τό πέλαγος καί στους άγρούς μέ τά χιλιάδες άνθη ® τότε πού ή δρόσο λα μπερή σταλάζει" ζωντανεύουν τά ρόδα καί
τό τρυφερό μυρώνι και τό ζαμπάκι με τη δυνατή ευωδιά* ® ώστόσο εκείνη με βαριά καρδιά ολοένα πάει κι έρχεται κι δ νους της στην Άτθίδα την απαλή πού τήν ποθεί καί πια μαράζωσε ή ψυχή της ® άκου φω νάζει με φωνή μεγάλη εκεί κι έμεΐς να πά με* νά σμίξουμε μαζί της* κι ή νύχτα πού ’ναι δλη αύτιά νά ξαναπεΐ πασχίζει επάνω από τά κύματα πού μάς χωρίζουν τό κάλε σμά της τό κρυφό και τό ανεξήγητο...
93
τον om>fl. ψάλλετε* τό τραγούδι του ’Άδω νι ® πεθαίνει δ "Αδωνις δ τρυφερός αχ Κυ θερεία πεθαίνει* καί τώρα τί θά κάνουμε; κο ρίτσια εμπρός ελάτε* σκίστε τά ρούχα σας* τό στήθος σας χτυπάτε!
® όπως επάνω
στά βουνά κάποτε τον υάκινθο βλέπεις με τά ποδάρια τους βοσκοί νά τον πατάνε* κείτεται καταγής τό πορφυρό λουλούδι ® παρθενιά παρθενιά που πάς καί που μ ’ ά φήνεις; Πάω πάω καί δέν γυρίζω πιά.
97
γιομάτη χάρες ή θωριά σου νύφη! μέλι στά ζουν τά μάτια σου κι δλο τό πρόσωπό σου τό μαγικό πλημμύρισε ή άγάπη· βλέπεις εσένα διάλεξε μες σ’ δλες ή ’Αφροδίτη τέ τοια χαρά νά δώσει
® γειά σου νύφη!
γειά σου κι εσύ χίλιες φορές ακριβέ σύντρο φε! ® οι παρθένες έμεΐς δλη νύχτα εδώ ά γρυπνάμε στο κατώφλι γιά νά τραγουδήσου με τον έρωτά σου αγαπημένε φίλε καί τον έρωτα τής νύφης μέ τά μενεξεδένια στήθη* άλλά ξύπνα σήκω εμπρός καί τούς φίλους...
99
δ γάμος πού ονειρευόσουν νά πού γιν’ έπιτέ λους καί τήν παρθένα πού ’θελες τήν έχεις πιά δική σου τυχερέ μου ® άλλα με τί γαμπρέ μου νά σε παρομοιάσω; ά ναί' με λυγερό κλαδί μ ’ αύτό προ πάντων.
ΙΟΙ
ούτε πού υπάρχει άλλη κοπέλα σαν κι αύ τη γαμπρέ μου ® εμείς τή δίνουμε δ πα τέρας είπε ® νά ζήσει ή νύφη! νά ζήσει κι δ γαμπρός!
® κι απ’ αμβροσία εκεί ξε
χείλισε δ κρατήρας· σταμνί πήρε δ Έρμης καί τούς θεούς κερνούσε* κι αυτοί κούπες πλατιές υψώνοντας κάναν σπονδές κι ευχές πολλές δίνανε του γαμπρού!
Ψ,
103
οργιές εφτά του φύλακα οι ποδάρες πιάνουν έξω απ’ των νιόνυφων τη θύρα" πέντε βοδιώ τομ-άρια καί τσαγκαράδες δέκα τά σάντα λά του νά του φτιάξουν παιδεύτηκαν!
»
μαστόροι ελάτε κι άνεβάστε της στέγης τό δοκάρι- και τόν υμέναιο ψάλετε! τί θά δια βει άπό δω γαμ-πρός πού μοιάζει μέ τόν "Αρη- καί τόν υμέναιο ψάλετε! δέν είν’ θεός μά πιό τρανός κι απ’ τόν τρανότερο άντρα » όμως καλά τόνε κρατάτε σείς των εννιά βοδιώ γαμπροί κι άρχοντοβασιλιάδες!
ιο5
καθώς πού βλέπεις κάποτε το μήλο τό γλυ κό άκρη άκρη στ αψηλότερο κλωνί νά κοκ κινίζει και λες πάει τ ’ αλησμόνησαν οι κορ φολογητάδες· όμως δεν τ ’ αλησμόνησαν δέν έσωναν νά φτάσουν έτσι καί...
ιο7
θέλω κάτι νά σου πώ μά πώς δεν ξέρω' ντρέπομαι (μάνα μου)* έννοια σου κι αν αύ τό πού ’χες νά πεις ήταν ωραίο στ’ αλήθεια κι ή γλώσσα σου δεν σ’ έτρωγε λόγο κα κό νά βγάλεις· από ντροπή ποτέ δε θά χα μήλωνες τά μάτια μά θά μου ’λεγες ίσια κείνο πού ’χεις στο νου σου ® γλυκιά μου μάνα δεν μπορώ στον αργαλειό νά υφαίνω* ή αγάπη μ ’ έλιωσε γ ι’ αυτό τό νέο παιδί πού ή λυγερή ’Αφροδίτη μου ’στείλε...
Κ υ π ρ ί και Ν η ρ ή ι δ ε ς
εσένα Κύπριδα παρακαλώ κι εσάς Νηρηί δες τον αδερφό μου κάντε νά γυρίσει πίσω γερός καί δυνατός κι όσα ή ψυχή του λα χταράει δλα νά γίνουν ® νά ξεπλυθεΐ από τις παλιές ντροπές του’ χαρά στους φίλους του νά δίνει καί πίκρα στους εχθρούς του πού α π ’ αυτούς άμποτε νά μήν άπομείνει ούτ’ ένας ® μά νά σταθεί στέρξετε άξιος νά δώσει τήν τιμή πού πρέπει σ’ εμέ τήν αδερφή του κι α π’ τούς μαύρους καημούς νά μου άλαφρώσει τήν καρδιά πού τήν ει χε σ’ άλλοτινούς καιρούς πληγωμένος ό ί
διος άγρια τσακίσει*
® τότε που άκούον
τας γύρω μου δλοι τής πολιτείας οί άνθρω ποι νά λεν γιά κείνον λόγια πικρά πού μου ’σχίζαν τά στήθη πάλι και πάλι ® άλλα θεά μου (άνίσως κι ευφροσύνη κάποτε μέ τη λύρα μου σου εχω δώσει) άκουσέ με καί με να καί στη μαύρη νύχτα ρίξε τα όλα διώ ξε τα όλα τά κακά μακριά μου...
καί μήτ’ ένα χατίρι να μου κάνεις· παρά δλα τά καλά καί ώραΐα στους δικούς σου φίλους καί σ’ έμενα μόνο θλίψη καί ντρο πή ® φουσκωμένο πλάσμα μπρος λοιπόν χόρτασε την καρδιά σου- ωστόσο ξέρε το’ εύκολα δέ λυγά ή ψυχή μου έμένανε
®
καί μην έχεις αμφιβολία καμιά’ τό πιστεύω πώς γιά την παλιανθρωπιά σου (μιά μέρα θά πληρώσεις) ® καί πώς θά ναι πάντα στό πλευρό μου νά με παραστέκουν οί Θεοί οί Μακάριοι.
έχω ένα κοριτσάκι εγώ πού ’ναι σάν χρυσό λούλουδο τό πρόσωπό του· τήν Κλείδα* τό μονάκριβό μου* πού δε θά τ ’ άλλαζα ποτέ με τή Λυδία όλάκαιρη μήτε καί με τη φη μίσμένη (Λέσβο).
λοιπόν στάσου αντίκρυ μου αγαπημένε κι άφησε μες στά μάτια ή χάρη σου δλη ν’ ά πλωθεΐ » κι άφοΰ είσαι φίλος κοίταξε συ ντροφό σου πιο νέα νά διαλέξεις· γιατί νά ζήσω εγώ στά χρόνια μεγαλύτερη μαζί σου δε θά τό δεχτώ ποτέ.
επειδή (θυμάμαι) πού ’λεγε ή μητέρα μου στά χρόνια της ® νά δένει ένα κορίτσι τις πλεξούδες του μέ μιά κορδέλα κόκκινη στ’ αλήθεια ήταν δ,τι χρειάζεται ® δμως αν είχε τό μαλλί ξανθό πού νά φεγγοβολάει πιότερο από δάδα » ένα στεφάνι άπό μπου μπουκιά έτοιμοάνοιχτα ταίριαζε περισσότε ρο
® δεν πάει καιρός πού ένα χρώμα
τιστό μαντίλι φερμένο άπό τίς Σάρδεις » τώρα Κλεί'ς γιά σένα μήτε τό ’χω μήτε και ξέρω κάν πού νά τό βρω ενώ (στήν ά γορά) τής Μυτιλήνης (τότε) ® πράγματα 123
πού μάς θυμίζουν την εξορία των γιων τού Κλεάνακτα ® μά τά δικά μας τώρα πά ει· ρήμαξαν γίνανε κομμάτια.
ΐ25
π λάσ lov δ ή μ ο ί n o t ’ δναρ
σιμά πολύ μέσα στον ύπνο κάποτε μου φα νερώθηκε ή χαρμόσυνη μορφή σου Ήρα βα σίλισσά μου* δμοια καθώς την ατενίσανε φερμένη εμπρός τους α π’ τις πολλές τους ί κεσίες οί ξακουστοί βασιλιάδες τής γενιάς του Άτρέα ® τον καιρό πού άφου ξετέλε ψαν με του ΧΑρη τά έργα έκεΐ στην άκρο ποταμιά του ορμητικού Σκαμάνδρου κίνησαν νά ’ρθουν πίσω στην πατρίδα καί δέ γινό ταν βολετό νά φτάσουν ® προτού κι εσέ να καί τον Δία παρακαλέσουν καί τής Θυ ώνης τό γλυκύτατο παιδί' γ ι’ αυτό καί τώ
ρα πού συνήθη πιά το πήραν έρχονται γιά νά σου προσφέρουν οι πολίτες δλοι ® ά γνές θυσίες καί τα νέα κορίτσια πέπλον 6 μορφο κι από κοντά οί γυναίκες γύρω από τό βωμό σου συναγμένες πλήθος...
έφτασε τρέχοντας ταχύς μαντατοφόρος ό Ίδαος κι άνάμεσό τους στάθη καί σ’ όλες (της Φρυγίας τις πολιτείες) καί τίς άλλες της Ασίας άφθαρτη δόξα »
«ό Έκτωρ
νά’ καί οί σύντροφοί του φέρνουν από τη Θή βα την ιερή κι α π’ την Πλακία με τά κρύα νερά τη νεαρή ’Ανδρομάχη σκίζοντας πέλα γο αρμυρό ® φέρνουν με τά καράβια τους χρυσά βραχιόλια λεπτοδουλεμένα καί πορ φυρά φορέματα μέ κεντητά λουλούδια κι άλ λα λογής χρωματιστά στολίδια μ ’ έλεφα ντόδοντο καί πλήθος κούπες ασημένιες» είπε
133
ό κήρυκας· ® κι ευθύς πάνου πετάχτηκε ό πατέρας ό καλός κι απ’ άκρη σ’ άκρη της μεγάλης πολιτείας σ’ όλους τούς φίλους έ φτασαν τα νέα· ® τότε τού ’Ίλιου οί γιοι μη χάνοντας καιρό στ’ αμάξια τους με τούς ωραίους τροχούς ζευουνε τα μουλάρια κι έπά νω τους γυναίκες πλήθος άνεβάζουν καί τίς παρθένες όλες μέ τό λυγερό κορμί’ ® χώ ρια κι οί θυγατέρες του Πριάμου ακολούθου σαν κι α π’ τ ’ άλλο μέρος οί άντρες στ’ άρ ματα τά πολεμικά δένανε τ ’ άλογα κι άπό κοντά οί νέοι άκολουθώντας ποταμός σωστός ΐ35
ξεχύνονταν s® καθώς δ Έκτωρ κι ή Άνδρο μάχη παν άνεβασμένοι στο άρμα τους ίδια θεοί κι δλος μαζί δ λαός τούς συντροφεύει ώς πέρα στο ’Ίλιον μέ γλυκύτατους αυλούς καί μέ κιθάρες και κροτάλων χτυπήματα οί γλυκιές παρθένες τραγούδι ψάλλανε ιερό κι ώς τούς αιθέρες έφτανε αχός θεσπέσιος καί παντού σέ κάθε δρόμο κρατήρες καί φιάλες καί λιβάνι καί σμύρνα καί κανέλα μιαν εύ ωδία σκορπούσαν άκουγες μπήγανε φωνές χαράς οί μεγαλογυναΐκες * κι οί άντρες τον παιάνα τον όρθιο απαγγέλλανε για τό
137
θεό τον έκηβόλο μέ τήν ωραία λύρα κι δλοι μαζί άναπέμπανε δοξαστικό στήν Άνδρομά χη και στον Έκτορα λές κι ήτανε θεοί.
139
π αν %ο 6 ά π α ι α ι
μεμειχμένα
καί τά πόδια της έβλεπες νά τά σκεπάζει ριχτός απ’ τη Λυδία φερμένος όμορφος χι τώνας ® με χρώματα όλων των λογιών απάνω του ® κι οί μαντίλες εκείνες καί ά πό κόκκινο πορφύρας τ ’ άλλα πού δ Μνάσις α π’ τη Φώκαια έστειλε δώρα πολύτιμα...
143
όνειρο πού μέ σκοτεινές φτεροΰγες έρχεσαι όταν δ ύπνος
® ήμερος θεός από τις έ
γνοιες φοβερά νά με χωρίσει έχει τη δύνα μη ® όμως πολύ τό ελπίζω μερίδιο νά μην έχω από τούς αθανάτους τίποτε
®
μιας πού δεν είναι κι έτσι τά όμορφα παι χνίδια ® μακάρι νά μου λάχει έμενα
145
πού παιδάκι της τό λέει ® επειδή μακριά κι εγώ από την παράλλαχτη θεά ποιόν τρόπο
μά πού όμως έγιναν ά την ’Ανδρομέδα
μέ
καϊ νά πάρει τ ’ άπάνω δεν
μπορεί τού Τυνδάρεω τη γενιά
μέ τόση
χάρη ® μ ’ άθωότη ποτέ πιά
τή θύρα
ΐ47
δ "Αδωνις αχ ® ένα πανί βρεμένο πού δ λο στάζει « καρδιά μου
όλότελα
ρώ
έμένανε
δμορφο πρόσω
πο
άναψες ® κι οι περιστέρες δλες που
άντιλάμπει
μπο
πάγωσε ή καρδούλα τους και τά φτερά τους δίπλωσαν ® στα μάτια τους άπλω θηκε ό μαύρος ύπνος...
ΐ49
κουρνιάσατε από την τρομάρα
σάν της δά
φνης ® κι όλο γλυκύτερα είναι
παρά
κείνο ® κι από τή μιά σ’ αυτές
δ πεζό
πόρος ® κι από την άλλη μόλις πού άκου γα ψυχή μου πολυαγαπημένη
® καϊ νά
τώρα πού τέτοια ερχόσασταν ® προφτά σατε· καϊ την ωραία
καί τά φορέματα...
με πήγανε
δμως
στόμα
(φέρνανε) τά παιδιά
έξοχα δώρα
τήν καθαρόηχη λύρα
τα γηρατειά βαραίνουν τό κορμί πέρα γιά πέρα
κι οί μαύρες τρίχες άσπρισαν
βαστάνε τά γόνατα λάφι
ήσουνα σάν τό νέο έ
μά τί μπορούσα εγώ
ταν αλλιώς
δε
® δε γινό
τή χαραυγή τη ρόδινη
κρη άκρη τής γης πηγαίνοντας την
ά
άρπα
ξε ωστόσο τή σύντροφο τού κρεβατιού της τή λαχταριστή καί πιστεύει πώς έχει πιά πεθάνει
συντροφεύει ® τή χαρμοσύνη εγώ
αγαπώ
κι αλήθεια είναι σε μένα
ΐ53
πού ή
λάμψη
του ήλιου δ έρωτας καϊ τό άγα θό έχουν λάχει.
ΐ55
τραγούδησε μας την πλεξούδες ® γιατί καί
μέ τις μενεξεδιές πού τούς κακολο
γούσανε πάνω σε κάτι πού είπανε καϊ λοιπόν περπατούσαμε
χάρη
κάτι τέτοιο κι
εσύ* άλλα όμως κορίτσια ® γιά θυμηθεί τε τότε πού ’μασταν νέες καί τί δεν κάνα με- σέ πόσες των θεών γιορτές καί σέ πόσους χορούς...
ΐ57
κείνο πού ’βαλές με τό νοΰ σου νά τό κά νεις
προσκαλώ
στην ψυχή μου ευθύς
δσο κι αν τύχει νά θελήσεις ται
μπροστά σέ τόση τρυφεράδα πώς νά
κάνει αλλιώς ξέρεις
νά μέ μάχε
μά κι εσύ πολύ καλά τό
® ώς κι εσύ Καλλιόπη
ντας εκείνη
® μένο
καί μες στ’ άρώματα εχο
ντας τά ευγενικά
δλοι μας τό γνωρίζου
με
πίσω
τών έργων
Ι59
αυτό νά πει.
λίγο πριν ή Αυγή μέ τό χρυσό της πέδιλο ® τήν Αφροδίτη
κι οι ερωτες μέ τά γλυ
κά τά λόγια
κι άλλους
αυτή
έχοντας
δροσοσταγόνες ® φούντωναν χρυ
σορέβιθα σ’ όλο τό μάκρος του γιαλού » καί τώρα
ένα τραγούδι βγάνει τό τζιτζί
κι δυνατό κάτω από τά φτερούγια του κα θώς απολαμβάνει τήν πύρα πού άναδίνει 6 κάμπος μές στον ήλιο.
Είναι άνάγκη νά δώσω έδώ μερικές εξηγήσεις στον αναγνώστη για τον τρόπο πού έργάσθηκα: α) Δεν άκολούθησα σέ τίποτε την κλασική κατάταξη των άποσπασμάτων της Σαπφώς, μια πού ή προσπάθειά μου άπέβλεπε άλλου καί οχι στο χώρο της φιλολογικής έπιστήμης. β) Προχώρησα πιο πέρα: στην αύθαίρετη σύνδεση των θραυσμά των, μέ γνώμονα τη φύση του περιεχομένου τους καί άπώτερο στόχο τη δημιουργία μιας νέας ποιητικής μονάδας, έστω καί έλλειπτικής. γ) Χρειάστηκε γι’ αυτό ν’ άλλάξω πολύ συχνά τό χρόνο (άπό ενε στώτα. σε παρατατικό ή σέ μέλλοντα κλπ.) καθώς καί νά προ σθέσω συνδετικά μόρια (όπως, καί, λοιπόν, όμως, άλλά κλπ.) χωρίς ωστόσο νά φτάσω ποτέ, όπως ό J. Μ. Edmonds παλαιότερα ή ή E dith Mora στις ήμέρες μας, νά καλύψω τά κενά μέ τό υποτιθέμενο ενδιάμεσο νόημα, δ) Κατάργησα τό άρχικό κεφαλαίο καί τά κόμματα. Περιορίσθηκα στις τελείες, τήν παύλα καί τό θαυμαστικό. Επίσης χρήσιμο-
ποίησα ένα κόσμημα για νά δείξω που χωρίζουν οί άποσπασματικοί στίχοι ή οί στροφές (δσες φορές είχα νά κάνω μέ ποίημα πού έτυχε νά διασώζεται στο μεγαλύτερο μέρος του). ε) "Υστερα άπό πολλές δοκιμές, πρόσφορη βρήκα γιά τήν τυπο γραφική εμφάνιση, τη στενή στήλη, τόσο στο πρωτότυπο οσο καί στή μετάφραση. Έ τσι, βέβαια, δυσκολεύεται ό άναγνώστης νά διαβάσει τό κείμενο σωστά, δηλαδή σύμφωνα μέ τό ρυθμό πού έ'χουν οί στίχοι. Παρ’ ολα αύτά, προτίμησα νά ’ρθω σε συναισθηματική συστοιχία μέ τό μυστήριο πού άναδίδεται άπό τις άρχαΐες στήλες καί τούς παπύρους, άκριβώς έξαιτίας τής δυσκολίας πού παρουσιάζει ή άνάγνωσή τους- καί μέ τήν ίδια χειρονομία νά λυτρωθώ άπό τήν καταθρυμματισμένη επι φάνεια των σελίδων, ώστε νά κερδίσω τήν ισόρροπη κι ένιαία τους έμφάνιση. ϊ) Στήν αριστερή σελίδα καί κάτω άπό τό άρχαϊο κείμενο —πού είναι κατά κανόνα καί πιο σύντομο— έκρινα σωστό νά παρα θέσω τις παραπομπές μέ τό γνωστό συντομογραφικό τρόπο. ED γιά τον J. Μ. Edmonds, DP γιά τον Denys Page, LP γιά τούς Lobel and Page καί R P γιά τούς Reinach et Puech.
ζ) Τά βιβλία πού άναφέρω στο βιβλιογραφικό σημείωμα τα συμβουλεύθηκα δλα. Βασικά, όμως, θέλησα να στηριχθώ στην πιο υπεύθυνη έκδοση της ’Οξφόρδης, των Lobel and Page. Ή καταφυγή μου στους άλλους έγινε μόνο δταν ή έκδοχή τους γιά τήν άποκατάσταση λέξεων ή φράσεων μέ έβρισκε πιο σύμ φωνο ή έξυπηρετοΰσε καλύτερα τις προθέσεις μου. Οί διαφανογραφίες πού συνοδεύουν τά έκτος έμπορίου άντίτυπα έγιναν μέ αύτοκόλλητα καί διαφανή χαρτιά (τά λεγάμενα lettrafilms) πού πάσχισα νά τά προσαρμόσω επάνω σ’ ένα, βασικό κά θε φορά, σχέδιο. ’Από κεΐ κι ό μονοτονικός τους χαρακτήρας.
Βιβλιογραφικό σημείωμα 1. Poetae Lyrici Graeci. E didit Theodorus Bergk. Lipsiae 1843. (Sum tu Reichenbachiorum fratrum ) 2. Lyra Graeca. Edited and translated by J. M. Edmonds. Yol. I. London MCMLXIII (William Heineman Ltd, Cambridge, Massachusetts, H arvard University Press) 3. Alcde - Sapho. Texte etabli et trad u it par Theodore Reinach avec la collaboration de Aime Puech. Paris 1937 (Societe d’edition «Les Belles Lettres»)
4. Σαπφώ. Άρχαΐον κείμενον - εισαγωγή - μετάφρασις - σχόλια ύπό Παναγή Λεκατσα. Άθήναι 1938 (Πάπυρος) 5. Sappho de Lesbos. Par A rthur Weigall. Traduction de Theo Varlet. Paris 1951 (Payot) 6. Lirici Greci. T radotti da Salvatore Quasimodo. Con un saggio di Luciano Anceschi. (Arnoldo Monadori editore, 1951) 7. La civilisation grecque. Vol. I. Sapho de Lesbos, Dixieme Muse. Par Andre Bonnard. Lausanne 1954 (Editions Clairefontaine) 8. Sappho and Alcaeus. A n Introduction to the Study of A n cient Lesbian Poetry by Denys Page. Oxford 1955 (At the Clarendon Press) 9. Sappho. Griechisch und deutsch herausgegeben von Max Treu. Munchen 1958 (Ernst Heimeran Verlag) 10. Poetarum Lesbiorum Fragmenta. E diterunt Edgar Lobel et Denys Page. Oxford 1963, (At the Clarendon Press) 11. Sappho. Histoire d’un poete et traduction integrate de l’oeuvre par E dith Mora. Paris 1966 (Flammarion) 12. Sappho. A new translation by Mary Barnard. Foreword by Dudley Fitts. Berkeley and Los Angeles 1966 (Uni versity of California Press)
Π
Ε Ρ
Ι Ε Χ
Ο
Μ
Ε
Ν
Α
άερίων έπέων άρχομαι άερίων έπέων άρχομαι
18
ζά έλεξάμαν οναρ Κυπρογενηα
20
μήτε μοι μέλι μήτε μέλισσα
22
οΰ τί μοι ύμμες
24
ήρος ά γ γ ε λ ο ς ήρος άγγελος ίμερόφωνος άήδων
28
άστέρων πάντων 6 κάλλιστος
30
άστερες μέν άμφί κάλλαν
32
δέδυκε μέν ά σελάννα
34
τί με Πανδίονις ’Ώιρανα χελίδω
36
ράνοθεν κατιου[σ
38
ποικιλόθρον’ άθανατ’Αφρόδιτα
42
κείνον ώ χρυσόθρονε
48
ταΐς εμαις έταίραις τάδε νυν έταίραις ταίς έμαις 167
52
(
ύακινθίνω μέν ανθεί
54
άμφί δ’ άβροισιν λασίοισ’ εύ
56
άνθε’ άμέργοισαν παΐδ’ άγαν
58
Έρος δηύτε μ’ ό λυσιμέλης
62
κατθάνοισα δέ κείσηι
64
[κ]έλομαί σ[ε Γο]γγύλα
66
χαιρε πόλλα [Γύρινν’]
68
εύμορφοτέρα Μνασιδίκα
70
]μίσσε Μίκα
72
άσαροτέρας ουδαμά πώρα[ν]να
74
πόλλα μοι τάν Πωλυανάκτιδα
76
φαίνεται μοι κήνος ίσος θέοισιν
78
τεθνάκην δ’ άδόλως θέλω·
82
ο]ΐ μέν ΐππήων στρότον
86
άπύ] Σαρδ[ίων πόλ]λακι τυίδ[ε
90
ν μ ή ναον ύμήναον ώ τον Άδώνιον
96
σοί χάριεν μέν είδος
98
όλβιε γάμβρε
100 1 68
ού γάρ έτέρα νυν πάις
102
θυρώρωι πόδες έπτορόγυιοι
104
οίον τδ γλυκύμαλον έρεύθεται
106
θέλω τί τ ’ ε’ίπην
108
Κ ν π ρ ι και
Νηρήϊ δε ς
Κύπρι κα]ί Νηρήϊδες
112
ούκ άπυ]δώσην
116
έ'στι μοι κάλα πάις
118
στάθι κάντα φίλος
120
θος· ά γάρ με γέννα[τ
122
π λ ά σ ιον δ ή μ ο ί π ο τ ’ όναρ
πλάσιον δή μ[οί ποτ’ οναρ
128
Κυπρο[
132
]ας κάρυξ ήλθε
πΧιντοδάπαισι μ ε μ ε ι χ μ έ ν α
πόδας 8ε ποικίλος μάσλης
142
βνοιρε μέλαινα
144
τον Fov παΐδα κάλει
146 169
ώ τον ’Άδωνιν
148
έπτάξατε[ δάφνας
150
]δα ]α
152
]ύγοισα [ιδάχθην
]άεισον άμμι (τάν ίόκολπον)
156
]τύχοισα ]θέλ5 ών τ’ απαίσαν
158
άρτίως μέν ά χρυσοπέδιλλος Αΰως
160
170
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΑΥΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΣΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ «ΚΕΙΜΕΝΑ» ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΤΟΝ ΜΑΡΤΙΟ ΤΟΥ 1984 ΣΤΑ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΑ ΜΙΧΑΛΗ ΜΠΟΡΜΠΟΥΔΑΚΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΤΟΥ ΕΜΜ. ΜΟΣΧΟΝΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΗΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ «ΙΚΑΡΟΣ» ΤΥΠΩΘΗΚΑΝ 2000 ΑΝΤΙΤΥΠΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΜΠΟΡΙΟ & 77 ΕΚΤΟΣ ΕΜΠΟΡΙΟΥ ΑΡΙΘΜΗΜΕΝΑ ΑΠΟ 1-77 ΤΑ ΑΝΤΙΤΥΠΑ ΑΥΤΑ ΠΕΡΙΕΧΟΥΝ 11 ΔΙΑΦΑΝΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΤΥΠΩΜΕΝΕΣ ΜΕ ΤΗ ΜΕΘΟΔΟ ΤΗΣ ΜΕΤΑΞΟΤΥΠΙΑΣ ΣΤΑ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΣΤΑΥΡΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ
Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΣΗ ΕΓΙΝΕ ΤΟΝ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟ ΤΟΥ 1985