ΝΙΚΟΣ ΜΟΥ ΛΑΚΑΚΗΣ
Σαπφώ, Αρχίλοχος, Αλκαίος, Ανακρέων
ΛΡΧΛΙΛ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ
ΝΙΚΟΣ ΜΟΤΛΑΚΑΚΗΣ
ΕΡΩΤΙΚΟ ΑΙΓΑΙΟ ΣΑΠΦΩ - ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ ΑΛΚΑΙΟΣ - ΑΝΑΚΡΕΩΝ Δεύτερη έκδοση
ΕΠ ΙΚ Α ΙΡΟ ΤΗ ΤΑ Αθήνα Φ 1996
ΛΡΧΛ1Λ ΕΛΛΙΙΝΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΝΊΚΟΣ ΜΟΥΑΛΚΑΚΗΣ
ΕΡΩΤΙΚΟ ΑΙΓΑΙΟ Σαπφώ — Αρχίλοχος Αλκαίος — Ανακρέων [6] II σύνθεση του εξωφύλλου της σειράς Α ΡΧ Α ΙΑ Ε Λ Λ Η Ν ΙΚ Η Κ Λ Η ΡΟ Ν Ο Μ ΙΑ είναι του Γιάννη Λεκκού
Διόρθωση δοκιμίων: Νίκη ΙΙουλιάση Φωτοστοιχειοθεσία: Ντίμης Καρράς Εκτύπωση: Άγγελος Ελεύθερος Βιβλιοδεσία: Γιώργος Μπουγιώτης Χρόνος έκδοσης: Ιούνιος 1996
ISBN 960-205-332-1 Εκδόσεις Ε Π ΙΚ Λ ΙΡ Ο Τ Π Τ Α ο.ε. Μαυρομιχάλη 60 — 106 80 Αθήνα Τηλ. 36.07.382 - Fax: 36.36.083
11ΡΟΛΟ ΙΌ Σ II παρούσα δεύτερη έκδοση σε σχέση με την πρώτη IGutenberg, Αθήνα 1986] έχει υποστεί τις εξής αλλαγές: a) I ΙροτάΟηκε η Σαπφώ. β) Έγιναν διορθώσεις των ελάχιστων τυπογραφικών παροραμάτων. γ) Έγιναν ελάχιστες μικροεπεμβάσεις στη μετάφραση. δ) Συμπληρώθηκε η βιβλιογραφία. Το βιβλίο αυτό ευτύχησε να αντιμετωπισΟεί πολύ ευνοϊκά και θεωρήθηκε ως «ένα αξιόλογο μεταφραστικό έργο»1· εκτιμήθηκε δε οτι «πλουτίζει τη βιβλιογραφία μας»'. Αποφασίσαμε λοιπόν, μια και ήταν από καιρό εξαντλημένο, την επανέκδοσή του. την οποία και εμπιστευϋήκαμε στον παλαιό φίλο και συνεργάτη Μιχάλη Μπακιρτζή των εκδόσεων « Επίκαιρότη τα». II παρούσα έκδοση αφιερώνεται ευλαβικά στη μνήμη του ευ γενικού Ποιητή Μάνου Χατζιδάκι. του οποίου «το μέλ.ος καταγό ταν από την κιθάρα της Σαπφούς, τον αυλό του ΙΙανός και από τον κανόνα του Πυθαγόρα»'. Είθε το «Ερωτικό Αιγαίο» να δροσίζει την ψυχούλα του στο αιιόνιο ταξίδι της στο Σύμπαν της ελληνικής Αρμονίας. Χ.Μ .. Απρίλιος 1996 1*3 1. ΙΙεριοοικο «Διαβάζω», τεύχος 189/1.\Λ. 1988. "2. Επιστολή του αειμνήστου Τάσου Λιγνάόη στον συγγραφέα. 3. Κώστας Γεωργουσόπουλος. Εφημερίδα « ΐα Νέα», 22.6.19!Μ.
ΓΙΕ PI EXOMENA Κ \ IΙΛΩ ..................................................................................
i1
Σ Λ Ι Ι Φ Ω ............................................................................................ Α Ρ Χ ΙΛ Ο Χ Ο Σ ................................................................................... ΑΛΚΑΙΟΣ ......................................................................................
i;i 70
ΑΧ ΛΚΡΓ. ΩΧ..........................................................................
84
HI ΡΑΙΟ Γ Ρ Α Φ ΙΑ ............................................................................ Σ Π 'Κ Ρ Γ Π Κ Ι Ι Λ Ρ ΙΟ Μ ΙΙΣ ΙI.....................................................
101 103
Έ ν πλω Φως Ελληνικό. Έ ρ ω τα ς. Ν ύχτες ισόθεες. Δύναμη — Αίσθημα. Μαγικές εικόνες. Ή λιος — Σελήνη. Απέραντος ορίζοντας. Διάφανη γαλήνη. Αισθήσεις - ΙΙάθος. ΙΙανδαισία λέξεων. Θείος Λόγος. Χρόνια και Xpovta. Χιλιάδες Χρόνια. Αιώνια, άγια η γλώσσα της θάλασσας, Ελληνική. Αγέραστο πέλαγος. Διαχρονικό κάλλος. Ασίγαστο πάθος. Λείζωος Έ ρω ς, αναδυόμενος. Έ ρως πυρ. II Σαπφώ και ο Αλκαίος στη Λέσβο. Ο Αρχίλοχος στην Πάρο. Ο Ανακρέων στην Τέ(.υ. Το Αιγαίο του Έ ρω τα μας καλοδέχεται στα νερά του. Πρός τί ο λόγος; Ας αφεθούμε στο όνειρο. Είμαστε έν πλω. Ν .Μ . Α π ρ ίλιο ς 1 9 8 6
ΣΑΙΙΦΩ Εισαγωγή Η Σαπφώ γεννήθηκε στην Ερεσσό της Λέσβου. Πότε δεν ξέρουμε ακριβώς. Όλη η ζωή της νωρίς τυλίχτηκε στο μύθο και αποτελεί φιλολογικό πρόβλημα. II γέννησή της πρέπει ίσιος να τοποθετηθεί ή στα 6 3 0 ή στα 612 π.Χ . Μητέρα της ήταν η Κλε'ίς· από πατέρα ορφάνεψε μικρή, ήταν μονάχα 6 χρονώ. Είχε τρεις αδελφούς. Παντρεύτηκε τον Κερκύλα από την Ανδρο κι απόχτησε μια κόρη, την Κλείδα. Εξορίστηκε για πολιτικούς λόγους στη Σικελία για δέκα πε ρίπου χρόνια: δύσκολα και κρίσιμα τα πράγματα στη Λέσβο γύρω στα 600 π.Χ . Το «ΙΙάριο Χρονικό» τοποθετεί την εξορία της ανάμεσα στα έτη 6 0 4 -595 π .Χ . II θέση της γυναίκας στη Λέσβο ήταν πολύ υψηλή, καμιά σχέση με την άλλη Ελλάδα' εκεί οι γυναίκες δεν ήταν κλεισμέ νες στο σπίτι, μορφώνονταν, χόρευαν, τραγουδούσαν, ερωτεύονταν. Πολλά πλουσιοκοριτσα, και όχι μονάχα ντόπια, μάθαιναν καλούς τροπους, μουσική, χορό και ποίηση σε διάφορους ομίλους. Σίγουρα αυτοί είχαν και λατρευτικό χαρακτήρα: συνδέονταν με τη λατρεία της Αφροδίτης. Εκτός από τον κύκλο κοριτσιών της Σαπφούς υπήρχαν του λάχιστον άλλοι δύο, με τη Γοργοί και την Ανδρομέδα, γυναίκες με
14 '
ΕΡΩΤΙΚΟ ΑΙΓΑΙΟ
προσωπικότητα και μόρφωση μεγάλη. Ανάμεσα στη Σαπφώ και τις φίλες μαθήτριες υπήρχε μια βαθιά εσωτερική σχέση. II παρε ξήγηση οφείλεται στην επίδραση της κωμωδίας και στην προκα τάληψη, την υποκρισία και το φανατισμό μερικών χριστιανούν συγγραφέων1. Η Σαπφώ , Ψ απφώ ή Ψ άπφα λατρεύτηκε ως η δέκατη Μούσα', μόλο που ήταν μικροκαμωμένη και μαυριδερή3. Εθεωρείτο η ΓΙοιήτρια, όπως ο Όμηρος ο ΙΊοιητής. Άγαλμά της υπήρχε στις Συρακούσες. II μορφή της χαράκτηκε σε νομίσματα της Ερεσσού και της Μυτιλήνης. Ο Σόλων, όταν άκουσε κάποιο νεαρό να τραγουδά σε συμπό σιό ένα της άσμα, τον παρακάλεσε θερμά να του το μάθει «ίνα τοΰτο μαθών άποθάνη». Τόσο πολύ θαύμαζε το έργο της. Οι Αλε ξανδρινοί εξέδωσαν το έργο της σε εννιά βιβλία, σύμφωνα με τη μετρική μορφή τους. Όλα τα ποιήματα της Σαπφούς υμνούν τον έρωτα και το κάλλος, με αξεπέραστη ευαισθησία και χάρη. Ο Λα τίνος ποιητής Κάτουλλος επηρεάστηκε, υπερβολικά μάλιστα, απο τη Σαπφώ. Ως μέτρο η Σαπφώ χρησιμοποιούσε κυρίως τη στροφή, που πήρε το όνομά της· η σαπφική στροφή αποτελειται απο τρεις σαπφικούς ενδεκασύλλαβους στίχους και έναν αδωνειο. Έχουν δηλαδή τη μορφή: 1ος στίχος: — υ — ΰ — υυ — υ — ΰ
1. Τατιανός: ΙΙρος "Ελληνας: «Καί ή μέν Σαπφώ γΰναιον πορνι κόν, έρωτομανές καί τήν έαυτής ασέλγειαν άδει». 2. «Εννέα τάς Μούσας φασίν τινες- ώς όλιγώρως· ήνίδε καί Σαπφιό Λεσβόθεν η δεκάτη». Επίγραμμα που αποδίδεται στον Πλάτωνα [XII: Εκδοση D.L. Page], 3. Μάξιμος Τύριος: «Σαπφού, μικρά τε καί μέλαινα δρώμενη».
Σ,ΛΙΙΦΩ
15
2ος στίχος: — υ — ΰ — υυ — υ — ΰ 3ος στίχος: — υ — ΰ — υυ - υ — ϋ 4ος στίχος: — υυ — ΰ (Τ παράδοση, που καθόλου δεν επιβεβαιώνεται από το έργο της, αποδίδει το θάνατό της στον άτυχο έρίυτά της για τον Φάωνα, το μυθικό βαρκάρη της Λέσβου, τον οποίο προίκισε η Αφρο δίτη με νεότητα και ομορφιά. Απογοητευμένη η Σαπφώ δίνει τέ λος στη ζωή της πέφτοντας στο Ιόνιο πέλαγος από το ακρωτή ριο Λευκάτας, δίπλα στο ναό του Απόλλωνα.
I.
Ποιχιλόθρον' άθανάτ’ Άφρύδιτχ παϊ Διος δολοπλοχε, λισσομαι σε, μη μ ’ άσαισι μη δ' ονιαισι δαμνα, πότνια, θύμον. αλλά τυίό' ελθ' αί ποτά, χατέρουτα
τάς εμάς αύδας άίοισα πηλοί εχλυες. πάτρος 8ε δόμον λίποισα χρύσιον. ήλθες. άρμ' ύπασδεύζαισα· κάλοι 8ε σ ’ άγον ώκεες στρούθοι περί γάς μελαινας πυκνά δίννενχες πτέρ ’ άπ ’ ώράνω οάθερος δια. μέσσον
χίμα 8' εζίχοντβ’ συ 8' ώ μχχαιρχ, μειδιαίσαισ' αθανάτου προσώπω ήρε' οττι δηύτε πέπονθα κώττι δηύτε χάλλημι κώ ττι μοι μάλιστα θέλω γενέσθαι μαινόλα θύμον τίνα δηύτε πείθου +... σάγτρ> + ες σαν ψιλότατα: τις σ', Ψ άπφ', άδιχήει: Καί γάρ αί φεύγει, ταχέως διώξει, αί δέ διορα μη δέκετ’, άλλα δουσει, αί δέ μη φίλει, ταχέως φιλήσει χ ο μ χ έθέλοισα.
Κόρη του Δια αθάνατη, πλανεύτρα Αφροδίτη στον πλουμιστό σου και λαμπρό τον θρόνο γονατιστή προσπέφτω. Παρακαλώ σε, σεβαστή, μη μου παιδεύεις την ψυχή με πόνους και με στεναγμούς. Μα ελα 'διό, αν κάποτε, άλλη μια φορά ακούγοντάς με από ψηλά τη δέησή μου δέχτηκες. Κι αφήνοντας τ ’ ολόχρυσο του Δία το παλάτι κίνησες ζεύοντας την άμαξά σου τη χρυσή. II θυλάκια όμορφα γοργά φτεροκοπώντας ρυθμικά στη μαύρη γη σε: φέραν, πετούν ψηλά στον ουρανό και μέσα στον αέρα' κι εκείνα φτάσαν στη στιγμή. Το χαμογέλιο ετύλιξε τη θεϊκή σου όψη κι εσυ ευλογημένη, με ρώτησες;; γιατί ξανά με προσκαλείς; Σαπφώ,. τι έχεις πάθει; 11οιο είναι εκείνο που ποθεί η παθιασμένη σου ψυχή; ΙΙοια Οες να ρίξει η Πειθώ μες στου σεβντά σου τον καημό; Σαπφώ, ποια σε πληγώνει; Τι κι αν αυτή φεύγει μακριά, γρήγορα θα σε κυνηγά, τι κι αν για τώρα δεν κοιτά τα δίόρα σου τα ερωτικά, σε λίγες μέρες μοναχά δικά της θα σου δώσει, τι κι αν αυτή δε σε ποθεί, στη στιγμή θα σ ’ αγαπήσει και χωρίς να το θελήσει.
E putiko Α ιγαίο
18
’ΈλΟε μοι καί νΰν, χαλέπαν δε λυσον εκ μέριμναν, δσσα δέ μοι τέλεσσαι θϋμοζ ίμέρρει, τέλεσον, συ δ ’ αυτα σύμμαχος εσσο Φαίνεσαι μοι κήνος ίσος θεοισιν έμμεν’ ώνηρ, δσττις ενάντιός τοι ίσδάνει καί πλάσιον άδυ φωνείσας υπακούει καί γελαίσας ιμέροεν, τό μ ' η μάν καρδίαν εν στήΟεσιν επτόαισεν ώς γάρ <εσ> σ ’ ίδιο βρόχε’ ως με ψιόνησ ’ ούδέν ε τ ’ είκει άλλα κάμ μεν γλώσσα + εαγε +, λεπτόν δ ’ αυτικα χρώ πυρ ύπαδεδρόμακεν, όππάτεσσι δ ’ ούδέν όρημμ’, επιβρο-
μεισι δ ’ άκουαι, + έκαδε + μ ’ ίδρως κακχέεται, τρόμος δε παΐσαν άγρει, χλωρότερα δε ποιας εμμι, τεθνάκην δ ’ όλίγω Vτιδεόης φαίνομ ’ έμ ’ αυτ[αι Ά'λλά παν τόλματον, επεί + καί πένητα +
Σ λ ιιφ ω
Ελα κοντά μου πάλι Εσύ, κι α π ’ τις αβάσταχτες τις έγνοιες λύτρωσέ με, κάνε αλήθεια να γενεί ό,τι η ψυχή πολύ ποθεί. Και συ η ίδια βοηθός σχάσου σιμά σε με κι εμπρός. Προστάτεψε με
“I.
Ιδιος θεός μού φαίνεται πως είναι αυτός ο άντρας που απέναντι σου κάθεται. Κι όταν εσύ γλυκά μιλάς με σιγανή ςκονούλα, προσεκτικά και σιωπηλά κάθε σου λέξη τη ρουφά και κάθε γέλιο σου γλυκό. Ετούτο κάνει την καρδιά στα στήθη και σπαράζει. Μόλις λοιπόν για μια στιγμή εσένα αντικρίσω, σβήνει η φωνή και χάνεται* η γλώσσα μου παγώνει. Κι αμέσως σιγανή φωτιά τυλίγει το κορμί μου — δεν βλέπουν τα ματάκια μου, τ ’ αφτάκια μου βουίζουν. Κρύος ίδρωτας μ ’ έπιασε, τρέμει όλο το κορμί μου. Πρασίνισα, κιτρίνισα πιότερο κι από χόρτο — φοβάμαι και μου φαίνεται σε λίγο θα πεθάνω. Ό μως τα πάντα τα τολμώ, μια κι είμαι ’γώ μονάχη.
19
ΕΡΩΤΙΚΟ ΑΙΓΛΙΟ
20
3. ο]ί μεν ίππήων στράταν οι δε πεσδων οι δε νάων φαϊσ’ έπ[ί]γάν μέλαι[ν]αν ε]μμεναι κάλλιστον. εγω δε κή ν ’ οττω τις εραται ττά]γχυ δ ’ εύμαρες συνετόν πάησαι π]άντι τ[ο]ΰτ ' ά γάρ πόλυ περσκεθοισα κάλλος [άνβ]ριόπιον Έλένα [τό]ν άνδρα τον [πανάρ]ιστον χαλλ[ίποι]σ' ε6α % Τροίαν πλέοι[σα κωύδ[ε πα]ΐδος ουδέ φίλων το[κ]ηων πά[μπαν έμνάσθη, άλλα παράγαγ’ αύταν ]σαν ]αμπτον γάρ[ ]...κούφιος τ[ ]ονσ[.]ν ...]με νυν Άνακτορί [ας ο]νέμναισ ’ ού]παρεοίσας· τά]ς κε δολλοίμαν έρατον τε 6άμα κάμάρυχμα λαμπρόν ιδτν προσψπω η %ά Αύδων άρματα καν δπλοισι πεσδομ]άχεντας.
τεθνάκην δ ’ άδάλως Οέλιο ά με φισδομενα κατελίμπανε πόλλα, και τόδ’ εειπ[ε μοί'] ‘ώιμ’ ώς δείνα πεπ[όνθ]αμεν, Ψάπφ ’· ή μιαν σ ’ άέκοι σ ’ άπυλιμπάνω ’·
ΣΛΙΙΦΩ
Μερικοί λενε το ιππικό, το πεζικό ή το ναυτικό πως είναι το καλύτερο στη μαύρη γη το πράγμα, μα ’γώ όμως λέω πιο καλό ό,τι ποθεί ο καθένας.
Και πολύ εύκολα ο καθείς, αυτό μπορεί να νιώσει, γιατί η Ελένη έφτασε στην Τροία με ένα πλοίο, παράτησε τον άντρα της η πιο όμορφη γυναίκα. Καθολου αυτή δε νοιάστηκε για τη μικρή της κόρη ούτε για τους αγαπημένους της γονείς. Μα την ξεπλάνεψε η θεά [.γιατί γυρίζει εύκολα του ανθρώπου η καρδιά]. Λυτά μου φέραν στο μυαλό την Λνακτορία, που είναι πια μακριά μου. Αχ, ποσο Οα ’θελα να δω το πολυπόθητο περπάτημά της, την υπέροχη λάμψη του προσώπου της ν' αντικρίσω κι όχι τα όπλα των Λυδών, ακόμα και τους ίδιους να πολεμούνε στη στεριά με τα λαμπρά άρματά τους.
«θέλω σ τ’ αλήθεια να πεθάνω» κι αυτή με δακρυα πολλά έφευγε από με μακριά. Και τούτο ακόμα μου ’λεγε: «αλίμονο, ποια βάσανα μας βρήκανε, Σαπφώ, γιατί χωρίς να θέλω τώρα σ ’ αποχαιρετώ»*
31
ερωτικό
22
τάν δ ’ εγω τά δ’ άμειδάμαν ’χαίροι σ ’ έρχεο κάμεθεν μέμναι σ ’, οίσθα γάρ ώς σε πεδήπομεν αι δε μή, άλλα σ ’ εγω θέλω δμναισαι, [τά σύ] λ[ά]θεαι, δσ[σ’ άμμες φίλα] και κ ά λ ' έπάσχομεν π[όλλοις γάρ στεφά]νοις ίων καί δρ[όδων κρο]κίων τ ’ υμοι καν [— υ] παρ’ έμοι παρεθήκαο, καί πό[λλαις ύπα] θύμιδας πλέκ[ταις άνπ’ απ]άλαι δέραι άνθέων έ[ράτων] πεποημμέναις καί πάλλω [ι λιπάρως] μάρωι δρενθείως δ[ασιληίζωι έξαλείφαο κα[λλίκομον κάρα] καί στρώμν [αν ε]πί μολθάκαν άπάλαν πα. [ ] α[.]ονων έζίης πόθο]ν αδρόν νεαν]ίδων κωυτε τις [ ου]τε τι ίρον ούδυ [ ] έπλετ ’ οππ[οθεν άμ]μεζ άπέσκομεν ούκ άλσος. [
]άρος ]ψόφος ]. .. οιδιαι
Α ιγαίο
Σ.λΙΙΨϋ
Και γω μ ’ αυτά αποκρινόμουν: «να πας, καλή μου, στο καλό και μένα να θυμάσαι, γιατί το ξέρεις πω ς εμείς πάντα Οα σε ποθούμε». Κι αν λησμονήσεις πάλι, εγώ να σου Θυμίσω Θέλω τις τόσες γλύκες και χαρές, που ζήσαμε μαζί. Με κρόκο, ρόδα, μενεξιά στεφάνια έβαζες πολλά τριγύριυ στο κορμί σου. Και τον τρυφερό λαιμό σου στόλιζες μ ’ άλλα στεφάνια καμιυμένα από γλυκάνθια. Και μ ’ άφθονο ανθόνερο, ίδια συ βασίλισσα, έραινες τα ωραία σου μαλλιά. Και στο πουπουλένιο στριόμα εσύ τον πόθο ξύπναγες των τρυφερών παρθένων. Και δεν υπήρχε πουθενά θυσία ή γιορτή καμιά και να ’μαστέ εμείς μακριά.
23
Kputiko Αιγλιο 5.
IΟ. ■/. [ ]εργον. ..λ ’ a.. [ ]ν ρέϋος δοχιμ[ [ησθαι ]ω αύαδην χ. [ δ]έ μή, χείμων / ] . οισαναλγεα. J ]οε , / . ε . [ . . . χ ] έλομαι σ.[ *ο]γγύλα.[πέφ]ανθι λάδοισα μα[~υ . γλαχτίναν σε δηύτε πόθος %[* άμφιπόταται ταν χά λαν α γάρ χατάγωγις αύτα [ επτόαισ’ ιδοισαν, εγω δε χαίρω, χοα yap αυτα δη π ο Ιτ’] εμεμφ[ χJ υπρογέν[ηα ως άραμα[ι τούτο τώ 6]όλλομα[
ϋ. — υ — από] Σαρδ[ί(ον — υ πόλΙλαχι τυίδε [ν]ών έχρισα ώς πε[δε]ζ(όομεν, 6[ε£άω]ς έχεν σε Οεαισ’ ίχέλαν 'Λρί— γνωτα, σας δε μα λιστ’ έχαψε μόλπαι *
γυαλα. /..·/ ανθι λάθοισα .α. [ παχτιν, ής σε δηύτε πόθος τ. /
Σ Α ΙΙΦ ϋ
έργο... ροδινο προσιυπάκι δοκιμ[ασία];
βαρυχειμωνιά ... μεγάλος πόνος ... όμως Ικετεύω σε, Γ’ογγύλα, να φανερωθείς μπροστά μου, το κορμί σου τυλιγμένο στον κατάλευκο χιτώνα.* Ω τι πόθος φτερουγίζει γύρω σου, όμορφη κυρά μου! Το μακρύ σου το φουστάνι όποια κι αν το δει τα χάνει και γω τι χαρά που νιώθω! Τούτη τη μομφή σού ρίχνει ως κι αυτή η Αφροδίτη, που στην Κύπρο εγεννήθη. I). Λπο τις Σάρδεις μακριά εδώ συχνά το νου γυρνά, τότε που ζούσαμε σιμά. Σ τ ' αλήθεια σ' είχε η Λριγνιύτα όμοια εσένα με θεά, μεγάλη ένιωθε χαρά σαν της τραγούδαγες γλυκά.
* και τη λυδική σου άρπα να κρατάς στα δυο σου χέρια.
25
ΕΡΩΤΙΚΟ ΑΙΓΑΙΟ
26
νϋν δέ Λ ύδαισιν έμπρέπεται γυναίκεσιν, ώς π ο τ’ άελιω δύντος άβροδοδάκτυλος σελάννα πάντα περρέχοισ’ άστρα■φάος δ ’ έπίσχει θάλασσαν ε π ’ άλμύραν ίσονς καί πολυανθέμοις άροόραις, ά δ ’ έέρσα κάλα κέχυται τεθάλαισι δε £ρόδια κάπαλ ’ ανθρυσκα και μελίλωτος άνθεμώδ'ης' πόλλαι δε ζαφοίταισ’ άγάνας επιμνάσθεισ ’ ’Άτθιδος, ίμέρωι λέπταν ποι φρένα κήρ <δ’> άσάι βόρηται, κ'ήθι δ ’ έλθην ά μ μ ’ δζυ δοαι, τα δ ' ου νώντ’ ά[π]υστα νύζ πολΰω[ς] γαρόει[ δι ’] άλος π [....Ιντο μέσσον ,υμ. ρ[...]ον ου . α [,]μι θέαισι μόρφαν επη[...]ν έξί[η]ς θόαισ’ ύ[...]ο. ετ.... [..].νιδγ)ον ..[ ] τα [ ]ρατι- μ.. [ ] μέρος και δ.μ[ ]ος ’Λφροδίτα κάδ δ ’ [ ] νέκταρ χρυσίας ]λοΐα ε,.ι πείθω ]... σεντη
]··ς ].. αγωδίαι ]τδ Γεραίστιον ]υν φίλαι ]υστον οϋόενοΙ ]. ερον ίζο/μ
Σ λπφο
Μα τώρα εκείνη ξεχωρίζει μες στις γυναίκες της Λυδίας, καθώς η ρόδινη σελήνη — όταν ο ήλιος βασιλέψει - σβήνει μεμιάς άλα τ ’ αστέρια. Τη λάμψη της σιγά σιγά απλιόνει στην αλμυρή τη θάλασσα και στους πολύανθους αγρούς. Όμορφη χύνεται δροσιά κι αναθαρρούν τα ρόδα, τα φυλλαράκια τ ’ απαλά και τ ’ ανθισμένα χόρτα. Κι αυτή γυρίζει ’δώ κι εκεί, με πόθο στη λεπτή ψυχή κάθε φορά που θυμηθεί την τρυφερή Ατθίδα. Έ χ ε ι τη θλίψη στην καρδιά και μας φωνάζει δυνατά, να πάμε ’κεί ζητάει. Μα η νύχτα, που όλα τα γροικά δε στέλνει είδηση καμιά σε μας πέρα α π ’ τη θάλασσα.
27
E putiko. Αιγλιο
ί>8
7. δροδοπάχεες άγναι Χάριτες δεύτε Λίος κόραι 8. Δεοτε νύν άδραι Χάριτες χαλέλίχομοί τε Μόΐσαι 9. ηρος άγγελος ιμερόφωνος άήδων 10. έλθοντ’ εξ όράνω πορφυρίαν περθέμενον γλάμνν... 11. ερος δ ’ ετίναξέ μοι φρένας, ώς άνεμος κ α τ ’ δρος δρύσιν εμπέτων 12. (β) ’Έρος δηΰτέ μ ' 6 λυσιμελης δόνει, γλυκόπιχρον άμάχανον δρπετον (b) ’ΆτΟι. σοί δ ’ έμεθεν μεν άπ'ήχθετο φροντίσδην, επί. δ ’ Ανδρομέδαν ποται 13.
Και ποΟηω και μαομαι
29
Σ λ ιιφ ω
7. Τριανταφυλλένια χέρια αγνές Χάριτες κόρες του Δία, Ελάτε! (S. Ελάτε Χάριτες αβρές κι ομορφομάλλες Μούσες. !). Γλυκά τ ’ αηδόνι κελαηδεί, η άνοιξη σιμώνει. 10. Κατέβηκε α π ’ τον ουρανό, την πορφυρή χλαμύδα του φορούσε [ο Έ ρω τας], I 1. Κι ο έρωτας ξεσήκιυσε το νου μου, σαν αγέρας που σπάει τα δένδρα στο βουνό. 12. (a) Γλυκός πικρός ο έριυτας με ξεσηκώνει πάλι, σαν ερπετό που σέρνεται και μηχανή δεν πιάνει. Τα μέλη μου λυθήκανε. (b) ΛτΟίδα, σου ήτανε βαρύ να νοιάζεσαι για μένα, γ ι’ αυτό ανοίγεις τα φτερά, πετάς στην Ανδρομέδα. 13. Εγοί» ποθ ώ και καίγομαι. [Δεν ξέρω τι να κάνω].
30
Ε ρωτικό Α ιγαίο
14. μ θ ’ εγω, γρυσοστεφαν’ ’.Αφρόδιτα, τόνδε τον πόλον λαχόνρ [υ — ο] 15. ήλθες, κ ά λ ’ έπόησας, εγω δέ σ ’ εμαιόμαν δν S ’ εφυζας έμαν φρένα χαιομέναν πόθωι 16. δαύοις απάλας έτάρας εν στηθεσιν 17. ’Έσπερε πάντα φέρων οσα φαίνολις εσχέδασ’ αυονς φέρεις οιν, φέρεις αίγα, φέρεις μάτερι παϊδα
18. 'Ως δέ παις πεδά άτερα πεπτερύγωμαι 19. Ήράμαν μέν εγω σέθεν, ’Άτθι, πάλαι πόχα. σμίχρα μοι παις εμμεν έφαίνεο κάχαρις
20. εγω δ ’ επί μολθάκαν τόλαν χασπολέω μέλε(α) 21. ’Έστι μοι χάλα παις χρυσέοισιν άνθέμοισιν έμφερέ] εχουσα μόρφαν Κλέις άγαπάτα, αντί τάς εγώ ουδέ Λυδίαν παισαν ουδ’ έράνναν...
Σ λ ιιψ ω
I 'ι. Λχ να ’ταν, Αφροδίτη μου με το χρυσό στεφάνι, τούτος ο τυχερός λαχνός σε μένανε να τύχει. I. ι. Καλά ’καμες και γύρισες, α χ πόσο σε ποθούσα και την ψυχή μου δρόσισες που λαμπαδιάζει ο πόθος. I (ί. Σε φιληνάδας τρυφερής τα στήθια να κοιμόσουν! 17. Έσπερε, όλα εσύ τα φέρνεις πίσω, όσα η αυγή το χάραμα εσκόρπισε μακριά. Φέρνεις πίσω το πρόβατο, φέρνεις εσύ την αίγα, συ φέρνεις πίσω το παιδί, στην αγκαλιά της μάνας. 18. Κι έχω ανοίξει τα φτερά (για σένα να πετάξω), καθώς στη μάνα το παιδί. II. ). Σ ' αγάπησα, Λτθίδα μου, εσένα ένα καιρό, μικρούλα τότε ήσουνα κι αθώα μού φαινόσουν. ■.’Ο. Κι εγω σε στρώμα πούπουλο ξαπλώνω το κορμί μου. 3 I . Έ χ ω ένα κοριτσάκι όμορφο (σαν αγγελούδι) ίδιο το προσωπάκι του με το χρυσό λουλούδι, την Κλείδα π ’ αγαπάω. Και ’γώ δε θα την άλλαζα με τη Λυδία όλη ούτε και με την όμορφη... [της Ερεσσός την πόλη].
31
:>,·2
ΕΡΩΤΙΚΟ ΑίΓΛΙΟ
22. οΐ)8’ ίαν δοκιμωμι προσίδοισαν φάος αλίω έσσεσϋαι σοφίαν παρθένον εις ουδένα πω χρόνον τεαόταν 23. γλύκτμ ματερ, ούτοι δύναμαι κράχτην τον ιστόν πόΟωι δάμεισα παϊδος δραοίναν δι’ Άφροδίταν
2 ί. σταΟι κάντα φίλος καί τάν ε π ’ οσσοισ’ όμπέτασον χάριν 25. (a) θέλω τι τ ’ είπτην, αλλά με κωλύει αιδώς. (b) αί δ ’ rp/ε ς έσλων ίμερον η κάλ.ων καί μή τι τ ' είπην γλώ σσ’ εκύκα κάκον, αιδώς κεν σε ούκ τγχεν όππατ ’ α /λ ’ έλεγες περί τώδικαίως 26. ούκ οίδ’ δττι Odor δίχα μοι τά νο'ήμματα
27. το μίλημα τώμον 23. αύτα δε σύ ΚαλέΑιόπα 29.
[— J — υ —/ κάτ έμον σταλαγμόν
ΣΛΙΙΨΩ ’ ’ Ποτέ ξανά, ουδέποτε τέτοια σοφή παρθένα καμιά θαρρώ δε θα τον δει τον ήλιο σαν και σένα. Γλυκιά μανούλα, δεν μπορώ να υφαίνω πια στον αργαλειό, για μια μικρούλα τρυφερή πόθο με τύλιξε βαρύ η Αφροδίτη.
’ ί . Στάσου απέναντι καλέ μου και τη χάρη τιυν ματκυν σου χύσε στα δικά μου μάτια. '■>. (a) Και θέλω κάτι να σου πω , μα δε μ ’ αφήνει η ντροπή. (b) Έννοια σου, αν είχες να πεις λόγο καλό κι ωραίο κι η γλωσσά σου δε σ ’ έτριυγε κάτι να πεις κακό, ποτέ δε θα χαμήλωνες από ντροπή τα μά τια, μα θα μιλούσες καθαρά για ’κείνο που ζητούσε ’(ί. Αεν ξέρω τι ζητώ να βρω- διχάζεται ο νους μου. Μ έγνοια η δική μου. .Ή. Και συ ’σαι ίδια, βρε Καλλιόπη. Αβάσταχτος ο πόνος μου, φαρμάκι στάλα στάλα.
34
ΕΡΩΤΙΚΟ ΑΙΓΑΙΟ
30. δέδυκε μεν ά σελάννα καί Πληίαδες, μέσαι δε νύκτες παρά δ ’ έρ χ ετ’ ώρα. εγω δε μόνα κατεύδω 31. ]ά... ελεξάμαν όναρ Κυπρογένηα 32. η σε Κύπρος καί Πάφος η ΙΙάνορμος 33. [— υ -------- υυ] ελΟε Κύπρι χρυσίαισιν εν κυλίκεσσιν άδριος συμμεμιγμένον Οαλίαισι νέκταρ οίνοχόεισα 34. ού γάρ Οέμις εν μοισοπάλων <δόμω> θρήνον εμμεν’· ού κ ' άμμι πρεποι τάδε
35. άιπάρΟενος εσσομαι 36. αι με τιμίαν έπόησαν έργα τα σφά δοϊσαι [— ου — υ —υ] 37. Καταθάνοισα δε κείση ουδέ ποτά μναμοσύνα σέθεν εσ σετ’ ουδέ + παι’ + ύστερον ού γάρ πεδέχης δρόδων των εκ Πιερίας, άλλ ’ άφάνης καν /I ίδα δόμω φοιτάσης πεδ’ άμαύρων νεκύων εκπεποταμένα
ΛΙΙφο
ΙΠ Το φεγγαράκι σβήστηκε, βασίλεψε κι η Πούλια είναι μεσάνυχτα, περνά περνά η ώρα κι είμαι στην κλίνη μοναχή. II Μίλησα ψες μες σ τ ’ όνειρο της Κυπρογεννημένης. I T II Πανορμος σε γέννησε ή η Κύπρος και η ΙΙάφος. ill ... Κλα μου, Κύπρις, κερασε κρασί μες στα χρυσά ποτήρια με χάρη αναμειγμένο. I 'ι. Λεν είναι βέβαιο σωστό θρήνοι να βγαίνουνε μέσ’ απ" των ποιητιύν τ ’ αρχοντικά. Κι ούτε ταιριάζουνε σ ’ εμάς αυτά. !·>. Για πάντα μου παρθένα (Ια ’μαι. Κ). Λυτές εμένα τίμησαν, της τέχνης τους τα σιόρα μου χαρίσαν. I /. ( )ταν θα κείτεσαι νεκρή σε κανενός τη θύμηση ποτέ οε θα γυρίσεις' γιατί εσύ δε όέχοσουν της Πιερίας τα ρόδα. Χλωμή χλωμή κι ασήμαντη θα τριγυρνάς στον Άδη, μ ’ όλους τους άγνωστους νεκρούς και με το νου σου θα πετάς μακριά στον πάνιο κόσμο.
•Ή)
ΕΡΩΤΙΚΟ ΑΙΓΑΙΟ
3 8 .— ΚατΟνάσκει. ΚυΟέρη αβρός ’Άδωνις· τι κε θειμεν; — Καττόπτεσθε. χόρχι. καί χατερείχεσΟε χήτωνας
39. ταίσι <δ’ αύ> φΟχρς μέν έγεντο θυμός ττάρ ο ’ Ίεισι τά πτερά [— υ — υ] 40. [— υ — υ —] τάδε νυν έταίραις ταϊς εμαισι τερπνά κά/.ως άείσιο 41. τχίς χάλαισιν υμμι νόημμχ τώμον ου οιάμειμπτον 42. αστέρων πάντονν ο κάλλιστος 43. σοί /άριεν μέν είδος, δππατχ δ....... μ έλ λ ιχ \ έρος δ' ε π ’ ιμέρτωι χ.εγυτχι πρόσωπα»!
44. πόλο πάχτιδος άδυμελεστέρα... χρΰσω χρυσοτερα... 45. ώ χάλα, ώ χχρίεσσχ ίΰ. χοίρε πόλλα <Γύρινν’>ίσάρ>.Ομά <τε>τώι χρονωι δν [σέθεν υυ — υυ —] άπελειπόμαν 47. Λάτω καί Νιόδχ μάλα μέν οίλαι τμαν έταιραι 48. εύμορφότερα Μνασίδίχα τάς απάλας Γυριννως
Σ \!ΙΦ ϋ
■TS. - Σβήνει ο γλυκός ο Άδωνις, τι πρέπει εμείς να κάνουμε, ΚυΟέρεια Αφροδίτη; — Κορίτσια, στηθοδέρνεστε και τους χιτώνες σκίστε. §ΪΙ. Ε πά γω σ ’ η καρδούλα τους και πεσαν τα φτερά τους. 'ιΟ. Για τις μικρές τις φίλες μου τώρα θ' αρχινήσω γλυκό σκοπό να τραγουδώ ί 1. Για σας τις ομορφούλες μου ο νους μου δε γυρίζει. Ά
Το πιο όμορφο α π ' όλα τ ' άστρα.
Μ . Παρουσία ολο χάρη. τα ματακια σου σα μέλι, στο μαγεμένο πρόσιυπο 0 έρωτας κυλά... W . Κι από τη λύρα πιο γλυκιά κι α π ’ το χρυσάφι πιο “χρυσή. λ). U ποσο συ ’σαι όμορφη, θεέ μου πόση χάρη! 'ι(ί. ΙΙολλα τα χαιρετίσματα, Γύριννα, από μένα, οσα τα χρονιά που 'χασα και ζω χωρίς εσένα.
ίϊ.
ΙΙταν η Νιόβη και η Λητώ φίλες καλές και κολλητές.
'|8. Πιο ομορφη η Μνησιδίκη από την τρυφερή Γυρίννω.
E putiko Α ιγαίο
:i8 4.9. (a) έμεθεν S ’ εχηισΟα λάβαν
(b) η τίνα μάλλον άνθρουπων έ'μεθεν φίληισΰα; 50.
τις S' άγροίωτις θέλγει νόον... άγροίωτιν έπεμμένα σπάλαν...... ουκ έπισταμένα τα βράχε’ ελχην επί των σφυρών;
51. δωσομεν, ησι πατήρ 52. χοίρε, νύμφα. χοίρε, τίμιε γαμβρέ, πολλά....
53. ου γάρ έτέρα νυν πάις, ώ γάμβρε, τεαύτα 54. Ί'ίφι σ ’ ώ φίλε γάμβρε χόλους είκάσδω; δρπαχι ραοίνωι σε μά/,ιστ’ είκάσδω 55. ίφοι Sr. το μέλαθρον άέρρετε, τέκτονες άνδρες, — υμηναον — γαμβρός <γάρ Οαλάμοις> εισέρχεται ίσος Άρευι <—υμηναον—> <ου μάν ισόθεος,> μεγάλου <δ’> ανδρος πόλυ μείζων < υμηναον—> πέρροχος ώς οτ άοιδος ο Λέσδιος άλλοδάποισιν 56.
— παρθενία, παρθενία, ποί με λίποισα οίχηι; — ουχέτι ηζιο προς σέ, ουχέτι ηξω
ςλιιφω
39
V.). (a) Σ τ ’ αλήθεια μ ’ αλησμόνησες (b) ή κάποιον άντρα αγάπησες πιότερο από μένα; ">(). Και ποια χωριάτισσα μπορεί να κάνει μάγια στην ψυχή, φορώντας βλάχικη στολή; που το δικό της το φουστάνι στους αστραγάλους κάτω φτάνει και σκέρτσα δεν μπορεί να κάνει; Γ>1. Εμείς τη δίνουμε, είπε ο πατέρας. Γ>2. Γεια και χαρά σου. νύφη μου και συ ακριβέ γαμπρούλη πάντα πολύ να χαίρεσαι. Γαμπρέ μου, τέτοιο κοριτσάκι άλλο στον κόσμο δεν υπάρχει. Γ>4. Ό μως, γαμπρούλη μου, με τι να σε παρομοιάσω; — Μ ’ ένα κλαδάκι λυγερό θαρρώ πολύ πω ς μοιάζεις. ->Γ>. Ψ ηλά σηκώστε τη σκεπή, εμπρός λοιπόν μαστόροι —Υ'μέναιε— να τος και μπαίνει ο γαμπρός, ίσος θαρρώ ο Αρης· (—Υμέναιε-) δεν είναι ίσος με θεό. μα πιο τρανός α π ’ τους άλλους (—Υ’μέναιε—) και ξεχωρίζει μονομιάς, όπως της Λέσβου ο αοιδός ανάμεσα στους ξένους. Γ)Γ). Νύφ-η: Παρθενιά, παρθενιά, πού μ ’ αφήνεις, για πού πας; Παρθενιά: Δε θα ’ρθιό ξανά σ ’ εσέ, πίσω δε γυρίζω.
ΕΡΩΤΙΚΟ ΑΙΓΑΙΟ
40
57.
νυκτ [υυ — υ] παρθένοι δ[έυυ — υ — υ] παννυχίσδομ[ευυυ — ο — υ] σαν άείδοι [σαν ψιλότατα και νυμ-] φας ίοκόλπω ά λ λ ’ εγερθε [ τ ’ — υυ — υ — ο] στεΐχε σοίς [υ — υυ — υ — υ] 'ηπερ όσσον α[υυ — υ — υ] ύπνον [ϊ]δωμε[ν]
58. [— υ — υ — υυ] άμφί δ ’ ύδωρ [-υ-]ψϋχρον κελάδει δι ’ υσδων
59. οϊον τό γλυκύμαλον ερεόθεται άκρωι ε π ’ υσδωι, ακρον ε π ’ άκροτάτωι, λελάθοντο δε μαλοδροπ'ηες, ου μάν εκλελάΟοντ’, ά λ λ ’ ουκ εδύναντ’ επικεσθαι
50. Οιαν τάν υάκινθον εν οΰρεσι ποίμενες άνδρες πόσσι καταστείδοισι. χάμαι δε τε πορφυρόν άνθος (κάππεσεν).
61. παντοδάπαισι μεμειχμενα χροιαισιν 62. [— υυ — υυ —] πόδας δε ποικίλος μάσλης έκάλυπτε, Λυδί αν καλόν εργον
ΣΛ1ΙΦΩ__________________________________________________ η
57. Ολονυχτία χάναμε οι παρθένες τραγουδώντας τον έρωτα, γαμπρούλη μου, εσέ και της νύφουλας με τη γλυκιά την αγκαλιά και τη μενεξεδένια
58. Νερό, νεράκι κρύσταλλο τριγύρω στάλα στάλα πιάνει γλυκό κελάηδισμα μες στης μηλιάς τους κλώνους. 59. Δες το γλυκύτατο το μήλο στον πιο ψηλό τον κλώνο πάνω, που ξέφυγ’ α π ’ τους τρυγητάδες. Οχι δεν ξεφυγ' απο ’κείνους, μα δεν μπορούσαν να (το) φτάσουν στο πιο ψηλό ψηλό κλωνάρι.• •Η). Ό πως επάνιο στα βουνά βοσκοί ποδοπατάνε στο χώμα τον υάκινθο, και κύλησε χάμω στη γη το πορφυρό του άνθος. (ί 1. Σμιγμένα πολλά χρώματα, λογής λογής στολίδια. (>2. Ενώ τα πόδια κάλυπτε χιτιόνας όλο χάρη, τρανή δουλειά κάποιου Λυδού.
II
63. άστερες μεν άμφι κάλαν σελάνναν atp άποκρύπτοισι φάεννον είδος δπποτα πλήθοισα μάλιστα λάμπηι γάν ε[π υ — υ] 64. πλήρης μεν εφαίνετ ' ά σελάννα. αί S ’ ώς περί δώμον εστάθηκαν
65. Κρήσσαι νύ ποτ ώδ' έμμελέως πόδεσσιν ώρχεΰντ’ άπάλοισ ’ άμφ’ ερόεντα δονμόν πόας τερεν άνθος μαλακόν μάτεισαι
ΕΡΩΤΙΚΟ ΛίΓΑΙΟ
ΣΛΙΙΦϋ
ti.'i. Γοργά τ ’ αστέρια κρύβουνε το φως τους γύρω γύρο; στο φεγγαράκι το λαμπρό, που ολόγιομο προβάλλει απάνω από τη [μαύρη] γη. (>4. Ολόγιομη ξεπρόβαλε από ψηλά η σελήνή (κι) αυτές αμέσως στάθηκαν τριγύρω
στο ζωμό. 1)5. Τους περαζόμενους καιρούς* οι κοπελιές της Κρήτης οίπλα στον όμορφο βωμό εσέρναν το χορό. Τα απαλά τα πόδια τους χτυπώντας ρυθμικά τα χορταράκια πάταγαν και τα μικρά τους τ ’ άνθια.
* Κατά τον τρόπο του Ηιτσέντζου Κορνάρου.
ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ Εισαγω γή Ο Αρχίλοχος είναι ο αρχαιότερος λυρικός ποιητής της Ε υ ρώπης. Γεννήθηκε στην Πάρο. Το «Πάριο Χρονικό» τοποθετεί την ακμή του στη διάρκεια της τ’ ιης Ολυμπιάδας, G81-G77 π.Χ . Από το ίδιο όμως το έργο του φαίνεται ότι γνώριζε τη μεγάλη έκλειψη του ήλιου, το 618 π .Χ .1 και την ακμή του βασιλιά τιυν Αυδών Γ ύ γη ', ο οποίος σκοτώθηκε το 653 π .Χ . Πρέπει λοιπόν να θεωρήσουμε τα μέσα του 7ου αιώνα ως την εποχή της μεγά λης ακμής του ποιητή. Ο πατέρας του Αρχίλοχου λεγόταν Τελεσικλής και κρατούσε από αριστοκρατική γενιά. Γπήρξε αρχηγός της αποικιστικής εκστρατείας στη Θάσο'*. Π μητέρα του λεγόταν Ενιπώ και ήταν δούλα1*4. Αυτή προί κισε τον Αρχίλοχο με τη γνώση της λαϊκής γλώσσας και με την ευαισθησία της ταπεινής της καταγωγής. 1. Ο Αυστριακός αστρονόμος Οππολτσερ (188!?) καθόρισε με ακρίβεια την 6η Απριλίου του G18 π.Χ. ΙΙρόκειται για την παλαιότερη ακριβή χρονολογία που γνωρίζουμε. 3-, Δες απόσπασμα 39. ■Ί. Ο Γιάννης Δάλλας αναφέρει ότι δεν πρόκειται για τον πατέρα του Αρχίλοχου αλλά για κάποιο πρόγονό του Τελεσικλή ή, υποκοριστι κά Ίελλι [Αρχαίοι Αυρικοί 1, εκδόσεις Κείμενα, 1976], 4. Οσο και αν μερικοί θέλουν να το αμφισβητήσουν, π.χ. I. Tarditi, La parola del Passato, 1965.
Ε ρωτικό Αιγλιο
40
Από τον πατέρα του ο ποιητής κληρονόμησε το ριψοκίνδυνο χαρακτήρα και το θαρραλέο αποικιστικό πνεύμα. II όμορφη θαλασσινή πατρίδα του με τις λατρευτικές της παραδόσεις επηρέασε βαθιά τον Αρχίλοχο. Ο τόπος του όμο,ις είχε παράδοση και στη σάτιρα, μια και η ζωη στην Παρο υφιστατο αλλαγές. Ο ναυτικός, ο έμπορος, ο βιοτέχνης αποκτούν χρήματα και στη συνέχεια διεκδικούν μια ανάλογη κοινωνική θέση. Αποτέ λεσμα οι κοινωνικές ανακατατάξεις... II ζωή του ποιητή ήταν πολυτάραχη. Αναγκάστηκε να γίνει μισθοφόρος. Πολέμησε λοιπόν στην Ιωνία, στη Θράκη , στη Μα κεδονική Τορώνη, στην Εύβοια. Σκοτώθηκε πολεμώντας εναντίον των Ναξίοση χωρίς να ξέρουμε ακριβώς αν ο Νάξιος Κόρακας τον σκότωσε στη Νάξο ή στην αποικία της, που βρισκόταν στη Θρά κηΠολεμιστής λοιπόν και τραγουδιστής, ο πρώτος ιαμβικός ποιητής'. Ως τότε υπήρχε μόνο το έπος, το οποίο εκπροσωπούσε κυρίως ο Όμηρος. II επική ποίηση καταπιανόταν με μια δίχως τέλος προσπάθεια να εξυμνήσει «τα κλεα των ανδρων». Χιλιάδες πυρσοί φώτιζαν τον ήρωα, που βρισκόταν ψηλά και μακριά, από κοσμος και υπεράνθρωπος, χωρίς σχέση με τον απλό καθημερινό άνθρωπο. Ο παλαιός κώδικας ηθικής είχε καταστήσει τον άνθρωπο ον αδρανές, παθητικό ακροατή κατορθωμάτων κάποιων υπεράνθρω πων ηρώ(υν, που σε τίποτα δε μοιάζουν πια με τους ανθρώπους του Αιγαίου, που ζουν τις μικρές χαρές και λύπες της μικρής τους νησιιότικης κοινωνίας. Ενας νέος λοιπόν κώδικας ηθικής άρχισε να εμφανίζεται με πρωτοπόρο και αρχηγέτη τον Αρχίλοχο. Δε διστάζει ο ποιητής να12 1. Δες απόσπασμα 28. 2. Δες απόσπασμα 1.
Αρ χ ίλ ο χ ο ς
Ή
σατιρte a τον ηρωισμό1 και όσους τον καπηλεύονται. Παραδέχεται ανοιχτά ότι πέταξε την ασπίδα του, γιατί αγαπά τη ζο/ή του. Ο Αρχίλοχος δυνάμωσε την εσωτερική φωτιά του αισθήματος και τραγούδησε σε χαμηλό τόνο τον έρωτα και τις χαρές της ειρηνι κής ζωής. Παραλληλα σατίρισε με καυστικότητα την ακατάδε κτη Νεοβούλη, που τον εγκατέλειψε, και τον πατέρα της Λυκάμβη', γιατί διέλυσε τον αρραβώνα. Εστρεψε το ενδιαφέρον του στον εσωτερικό κόσμο του αν θρώπου και στην ιδιαιτερότητα του προσκοπικού βιιόματος. II τιμή λοιπόν για το πέρασμα από την επική παράδοση στο λυρισμό ανήκει στο μεγάλο ποιητή του Αιγαίου'1. Λίγα αποσπάσματα του Αρχίλοχου έφτασαν ως εμάς, περί που 250. Εγραψε ιαμβικά τρίμετρα, τροχαϊκά τετράμετρα και επωδούς. Διασώζονται επίσης δύο επιγράμματα, ορισμένες ελεγείες και τα λεγόμενα Ασυνάρτητα1, καθώς επίσης και ελάχιστα ποιήματα με λατρευτικό θέμα (Μέλη ή Ίόέλακχοι). Κυριοτερα μέτρα του ποιητή είναι: Λ) Το ελεγειακό δίστιχο , που αποτελείται από ένα στίχο σε δακτυλικό εξάμετρο και ένα στίχο σε δακτυλικό πεντάμετρο. Το ελεγειακό δηλαδή δίστιχο έχει τη μορφή:1*34
1. Δες απόσπασμα !ί% Ζ. II παράδοση μάλιστα θέλει τον Λυκάμβη και τις δύο του κόρες να αυτοκτονούν για να γλιτώσουν από τη σάτιρα του Αρχίλοχου και την κατακραυγή του κόσμου. Πάντως πρέπει να είχε αγαπήσει πολύ τη Νε οβούλη. Δες αποσπάσματα ύ, 13. 3. Στοχάσου συγκριτικά και τη συμβολή των προσωκρατικών φι λοσόφων της Iώνιας κατά τον (Ιο π.Χ. αιώνα για το πέρασμα από το μύθο στη λογική.
4. II ονομασία από την πολυπλοκότητα τιον μέτριων τους.
ΕΡΩΤΙΚΟ ΑίΓΛΙΟ
48
1ος στίχος: — υυ — υυ — υυ — υυ — υυ — υ 5ος στίχος: — υυ — υυ — I — υυ — υυ — Β) Το ιαμβικό τρίμετρο, που έχει τη μορφή: χ —Iυ —Iχ —Iυ —Iχ —Iυ — Γ) Το τροχαϊκό τετράμετρο καταληκτικό, που έχει τη μορφη: 1ος 5 ος 3 ος 4ος
στίχος: στίχος: στίχος: στίχος:
—υ —υ —υ —υ
-
X X X X
1- υ 1—υ 1- υ 1- υ
-
χ χ χ χ
1 1—υ 1 1- υ 1 1- υ 1 1- υ
-
X X X X
1—υ 1—υ 1—υ 1—υ
Οι Ρωμαίοι ποιητές Οράτιος και Κάτουλλος μιμήθηκαυ τα μετρικά συστήματα και τα θέματα του Λρχήλοχου. Ο Ηράκλειτος πρότεινε τον ξυλοδαρμό του1. Ο Πίνδαρος τον καταδίκασε σε απομόνωση'. Ο χρόνος όμως τον οικαίοοσε για τη γλυκύτητα, την ευαι σθησία και τον αντιηρωισμό του και εμείς τον αγαπήσαμε πολύ.
1. «τόν τε "Ομηρον έφασκε εκ των αγώνων έκβάλλεσθαι καί ραπίζεσθαι καί ’Αρχίλοχον ομοίως». Si. «εμέ δέ χρεών φεύγειν δάκος άδινόν κακογοριάν. είδον γάρ έκάς έών τόν πόλλ’ έν άμαχανία ψογερόν ’Αρχίλοχον βαρυλόγοις έχθεσιν πιαινόμενον». (Πυθιόνικος 2ος. 99)
ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ
/.
Είμί εγώ θεράπων μεν Ένυαλίοιο άνακτος και Μουσέων έρατόν άωρον έπιστάμενος
2.
Ώ ς Διονύσου καλόν έξάρξαι μέλος οίδα διθύραμβον οΐνω συγκεραυνωΟεΐς φρένας
3 ............................................................................................................ πάμπαν άνασχόμενος' ίσον δε τόλμ [ησον ποθεϊν εί δ ’ ών έπείγεαι καί σε θυμός ι’θύει, εστιν έν ήμετέρου ή νϋν μ έγ ’ ίμείρε [ ι σεθεν καλή τέρεινα παρθένος · δοκέω δέ μι [ν είδος άμωμον έχειν την δή δΰ ποίη[σαι φίλην». τοσαΰτ’ έφώνει' τήν δ ’ εγώ άνταμει[βόμην «Άμφιμεδοϋς Ούγατερ, εσθλής τε καί [καλής ποτέ γυναικός. ήν νϋν γή κ α τ ’ ευρώεσσ ’ ε[χει, τ[έρφιές είσι θεής πολλαί νέοισιν άνόΐράσιν παρέξ το θειον χρήμα' των τις άρκέσε[ι· τ]αΰτα δ ’ έ φ ’ ήσυχίης. ε ύ τ ’ αν μελανθή [μοι γένυς, έ]γώ τε καί σύ συν θεώ βουλεύσομε[ν π}είσομα,ι, ώς με κέλεαΐ' πολλόν μ ’ ε[θελξε σός λόγος' θρ]ιγκού δ ’ ενερθε καί πυλέων υπ ’ όφ[ρύσιν μ]ή τι μέγαιρε, φίλη' σχήσω γάρ ές ποη[φόρους κ]ήπους. τό δή γνώθΐ' Νεοδούλη[ν μέν ών ά[λλος άνήρ έχέτω ' αίαι πέπειρα δ[ή έ σ τ ’ άγαν άν[θος δ ’ άπερρύηκε παρθενήιον
1.
Είμαι εγώ Οεράποντας του βασιλιά του Άρη, μα ξέρω και τον έρωτα γλυκά να τραγουδώ, οι Μούσες με προίκισαν. 2. Στο βασιλιά το Διόνυσο διθυράμβου γλυκό σκοπό ξέρω καλά ν ’ αρχίσιο ’γώ, αφού όμιος πρώτα το μυαλό κεραυνωθεί με το πιοτό. :i..................................................................................................................... Εντελώς συγκρατημένος. Τόλμησε ίδια να ποθείς. Λν όμως εσύ βιάζεσαι και η ψυχή σου λαχταρά, ζει τώρα μες στο σπίτι μας κι αυτή πολύ σε θέλει γλυκιά παρθένα, τρυφερή, μου φαίνεται αψεγάδιαστη πως είναι η μορφή της. ΙΙιάσ' τηνε γκόμινα λοιπόν. Εκείνη τόσα μου ’λεγε και ’γιο της απαντούσα: «Κορίτσι της Αμφιμεδούς σοφής γυναίκας, ξακουστής που τη σκεπάζει η μαύρη γης: η Αφροδίτη έχει χαρίσει στους νέους τέρψεις πολλές πάρεξ το θείο σμίξιμο· κάποια α π ’ αυτές θα με γεμίσει, όταν το γένι μου μαυρίσει χουρίς βιασύνη εγώ και συ ετούτα θα σκεφτούμε" θα σ' ακούσω ιος με προστάζεις· με Οέλξαν, με μαγέψανε τα λόγια τα δικά σου· μα κάτιυ α π ’ τα μπαλκόνια σου και στα κρυφά σου χείλη τίποτα μη μου αρνηθείς από κακία φίλη· γιατί εγώ στον κήπο θα βαδίσω. Ετούτο ’διό τιόρα να μάθεις: η Νεοβούλη το λοιπόν ας εύρει άλλον άντρα, για πάντα, αλί. σταφίδιασε, η αλλοτινή της χάρη μαράθηκε, σαν τον ανθό της παρθενιάς
52
ΕΡΩΤΙΚΟ ΑΙΓΑΙΟ
χ]αί χάρις, ή πριν έπ ή ν κόρον yap ου κ[ατεσχε πω, ήβ]ης δε μετρ ’ έψηνε μαινόλις γυνή ■ ές] κόρακας' άπεχε' μή τοϋτ' εφισταβφη [θεός, ό]πο)ς εγώ γυναίκα τ[οι]αότην έχων γεί]τοσι χά ρμ ’ έσομαν πολλόν σέ βούλο[μαί γ ’ εχειν συ ] μεν γάρ ο υ τ’ άπιστος ούτε διπλό η, ή δ]έ μ ά λ ’ όξυτέρτρ πολλούς δε ποιειτα[ι λόγους' δε]δοχ ’ όπως μή τυφλά κάλιτήμερα σπ]ουδή έπειγομένη1 τους ώσπερ ή κ[ύων τέκη"». τοσ]αΰτ’ έφώνεον παρθένον δ ’ εν άνθε]σιν τηλ]εΟάεσσι λαβών έκλινα' μαλθακή δ[έ μιν χλα ίνη καλόφας, αυχεν’ άγκάλησ’ έγων[ν, δεί]ματι παλ[λο]ενην τώς ώστε νέβρ[ον εκ φυγής, μαζ]ών τε χερσιν ήπίως εφηφάμην, ή σ ’ ά]νεφηνε νέον ήβης έπήλυσιν χρόα, άπαν τ]ε σώμα καλόν άμφαφώμενος λευκ]όν άφήκα μένος ξανθής έπιφαυ]ων τριγός. 4.
εί γάρ ιός εμοί γένοιτο χεΐρα Νεοβούλης θιγεΐν
5.
τοϊος γάρ ψιλότητος έρως υπό καρδίην ελυσθείς πολλήν κ α τ' άχλόν όμμάτων έχευεν κλέφας εκ στηθέων άπαλάς φρένας12
1. 2.
έπειγομένη τέκτρ Gronewald. έπειγόμενος τέκ ω : ed. princeps,
1974, R. Markelbach. Ο Ιω.
Θεοφ. Α. ΙΙαπαδημητρίου δέχεται το: τέκιο της α έκδοσης του Markelbach. το οποίο, νομίζω, δεν πρέπει να αποδεχθούμε. Δες Ηιβλιογραφία.
Αρχ ίλ ο χ ο ς
1. 1).
που εχάθη· ποτέ της δεν εχόρταινε, συγκρατημό δεν είχε το λυσσασμένο θηλυκό' στον κόρακα- μακριά της· κι είθε ο θεός μη δώσει τέτοια γυναίκα να ’χω ’γώ , χαρά για τους γειτόνους· εσένα μόνο θέλω εγώ να σ ’ έχω σύντροφό μου' πίστη γυναίκα είσαι συ, διπρόσωπη δεν είσαι, κείνης η γλώσσα πιο ξυράφι και γκόμενους πολλούς αλλάζει' Κ ι α π ’ τη βιασύνη την πολλή φοβάμαι μη γεννήσει τυφλά, παράωρα παιδιά, καθώς το κάνει η σκύλα». Εγοί τόσα της έλεγα και την παρθένα πήρα. Την πλάγιασα σιγά σιγά στα χόρτα τ ’ ανθισμένα' τύλιξα το γυμνό κορμί στη μαλακή μου χλαίνη, η αγκαλιά μου σφάλισε τριγυρο.) στο λαιμό της. Κι έτρεμε α π ’ το φόβο της, σαν το μικρό ’λαφάκι που τρέχει και το κυνηγούν. Και τα βυζιά της απαλά άγγιξα με τα χέρια, μ ’ αυτα αμέσως άναψε η τρυφερή της σάρκα και φλογισμένη πρόβαλε προ.>τόγνωρη η ήβη, ναι, τ ’ ομορφο κορμάκι της το γιόμιζα όλο χάδια' καθώς στις τρίχες τις ξανθές τριβόμουν με λαχτάρα, εχύθηκε άσπρο με ορμή το σπέρμα σαν το γάλα κι εμπήκα στην απανεμιά μετά την άγρια καύλα. Της Νεοβούλης το χεράκι α χ να ’ταν ν’ άγγιζα λιγάκι. Κι η πεθυμιά αυτού του έρωτα σφίγγοντας την καρδιά σαν σύννεφο πελώριο τύλιξε τα μάτια κι εκλεψε α π ’ τα στήθια τη γλυκιά πνοή.
53
Ε ρωτικό Α ιγαίο 6.
δύστηνος έγκειμαι πόθω άφυχος, χαλεπήσι όδύνησιν έ'κητι πεπαρμένος δι ’ οστεονν
7.
εχουσα θαλλόν μυρσίνης έτέρπετο ροδής τε καλός άνθος, ■ή δε οι κόμη δόμους κατεσκίαζε και μετάφρενα
Μ. μετέρχομαι σε σύμδολον ποιεόμενος {).
προτείνω χεΐρα καί προΐσσομαι
10. Δήμητρας αγνής καί Κόρης την πανηγυριν σέδων
11. Αήμητρί τε χεϊρας άνέξων 12. άλλα μ ’ ό λυσιμελής, ώ ’ταϊρε. δάμναται πόθος ΚΙ. Οίην Λυκάμδεω παίδα τήν ύπερτέρην 14.
καί πεσεϊν δρήστην επ ' ασκόν κάπί γαστρί γαστέρα προσδαλεϊν μηρούς τε μηροϊς
17). πόδες δέ κεΐΟι τιμιώτατοι
ΛI’XIΛΟΧΟΣ
·>.
Χωρίς πνοή ο δυστυχής μέσα στον πόθο κείτομαι. Τα κόκαλά μου έχουν τρυπήσει οι φοβερές οι συμφορές, που στέλνουν οι θεοί.
/.
Κρατώντας κλωνάρι μυρτιάς κι ωραίο ανθό τριανταφυλλιάς πολύ χαιρόταν. Και τα δικά της τα μαλλιά τους ώμους σκέπαζαν και φτάναν ως τη μέση.*
S.
Σε τριγυρίζω, σε ζητώ με μάγια και με ξόρκια.
!·.
Τα χέρια απλώνω προς τα μπρος και ζητιανεύω.
1(1. Της σεβαστής της Δήμητρας και της δικής της Κόρης σεμνά τιμώντας τη γιορτή. 1 1. Τα χέρια ανοίγω ευλαβικά, στη Δήμητρα ικεσία. Ι',>. Ο μω ς, γλυκέ μου φίλε, με δάμασε ο πόθος που κάνει λιώμα το κορμί. Ι.'ί. Την πιο μικρή, την πιο ’μορφή την κόρη του Λυκάμβη, αυτήν μονάχα. I \ . Να πέσει και να τρίβεται η σάρκα μου με τη δική της σάρκα, η κοιλιά με την κοιλιά ν ’ αψιμαχεί, τα μπούτια με τα μπούτια. IΓ). Μα, να τα, τ ’ άξια εκεί και τ ’ ακριβά της μπούτια.
* τους ώμους σκέπαζαν καί κάλυπταν τα νώτα.
5(5
ΕΡΩΤΙΚΟ ΑΙΓΑΙΟ
16. προς
τοίχον
έκλίνΟησαν εν παλινσκίω
17. θυρεών άπεστύπαζον 18. Ζεΰ πάτερ, γάμον μεν ουκ έδαισάμην 19. Άλκιδίη πλοκάμων ιερήν ανέβηκε καλύπτρην cΊΙρη κουριδίων ευ τ' έκύρησε γάμων 20. πολλάς δέ τυφλάς έγχέλυας έδέξω ...,γούνασι κειτ... 21. Εί κείνου κεφαλήν καί χαριέντα μέλεα "Ήφαιστος καβαροΐσιν έν εΐμασιν άμφεπονήθη 22.
τον κεροπλάστην αειόε Γλαύκον
28.
εωθεν έκαστος έπινεν έν δέ δακχίησιν
24. Τέττιγα δ ’ ειληφας πτερού 25. πτώσσουσαν ώστε πέρδικα 26. δράς Γν’ έστί κείνος υφηλδς πάγος, τρηχυς τε καί παλίγκοτος έν τω κάθηται. σήν έλαφρίζονν μάχην
Αρ χ ίλ ο χ ο ς
II). Στον τοίχο γείραν το κορμί, πλαγιάσαν στο σκοτάδι. 17. Και οι παρθένες με τις βεργούλες μακριά με διώχναν από τις πύλες. 18. Δία πατέρα, δε χόρτασα του γάμου τις χαρές. 19. Το πέπλο της το ιερό αφιέρωσε στην Ή ρα η Λλκιβίη κι ύστερα έγειρε γλυκά στο νυφικό κρεβάτι. 20. Και χέλια πολλά δέχτηκες, που μάτια αυτά δεν είχαν. ... Σ τα γόνατα άκουμπά (;) 21. Το πρόσωπό του (αν) φρόντισε ο Ήφαιστος. Και τ ’ όμορφο του το κορμί με τα ολόλευκα έντυσε και τα καθάρια ρούχα. 22. Στο Γλαύκο το τραγούδι πες, με τις πλεξούδες τις ξανθές. 23. Α π ’ τα βαθιά χαράματα αρχίσανε να πίνουν κι υστέρα ξεκινήσανε του Βάκχου τη γιορτή. 24. Κι έπιασες το τζιτζίκι α π ’ το μικρό του το φτερό. 25. Σαν πέρδικα μαζεύτηκε, εζάρωσ’ α π ’ το φόβο. 26. Βλέπεις το βράχο τον ψηλό που ’ναι τραχύς και μαύρος; Σ ’ αυτόν επάνω κάθεται, α π ’ τ ’ άγριο σου κυνηγητό ανάμεσα μια να πάρει.
57
ΕΡΩΤΙΚΟ ΑίΓΛΙΟ
58
27.
ώσ<τε> χηρύλος πέτρης επί προβ/εήτος άπτερυσσετο
28 ....... κύμ[ατι] πλα[ζόμ[ενός καν Σα'Αμυά'[ησσ]φ γυμνόν εύφρονε. [ Θργικες άκρό[κ]ομοι λάβοιεν — ένθα πόλλ ’ άναπλήσει κακά Ιούλιον άρτιον εδονν — ριγεί πεπη γό τ’ αύτόν εκ οε τού χνόου φυκία π ό λλ ' έπιχ<έ>οί% κροτέοι δ ’ όδόντας ώς [κ]ύίον επι στόμα κείμενος άκρασίγ άκρον παρά ργγμινα κύμα ..... οι ταϋτ ’ έθέλοιμ ’ αν ίδεϊν, ος μ ’ ήδίκησε, λ[ά]ζ S' ε π ’ όρκίοις έβη. το πριν εταίρος [έ]ών 29. ού μοι τά Γύγεον τού πολυχρύσου μέλλει ούο’ είλε πώ με ζτ[λος ουδ’ άγαίομαι θεών έργα. μεγάλης δ' ουχ ερέω τυραννίδας· άπόπροθεν γάρ έστιν οφΟαλμονν εμών 30. Καί μ ’ ούτ ’ ιάμβων ούτε τερπωλέων μέλει 31.
άλλ ’ άπερρώγασί [μοι] μύχεω τένοντες
32. Έσθλήν γάρ οίδα τοιούτου φυτου ιτγσιν. 33. άλλ ’ άλιλος άλλον χαρδίην ίαίνεται
Αρ χ ί λ ο χ ο ς
&S.
59
Σαν το θαλασσοπούλι στου βράχου πάνω στην κορφή τίναζε τα φτερά της.
98. ... θαλασσοδαρμένος και στη Σαλμυδησσό μακάρι να τον παραλάβουν ανυπεράσπιστο οι Θρακιούτες, που κάνουν κότσο τα μαλλια. Κι εκεί Οα ξεχειλίσει συμφορές τρώγοντας του σκλάβου το ψωμί. Να 'χει μαργώσει α π ’ το κρύο και να ξεβράζονται πάνω του χιλιάδες φύκια α π ’ τον αφρό της θαλασσας. Και να χτυπά τα δόντια σα σκυλί με δίχως δύναμη καμιά. Κι η μούρη του στην άμμο, στην άκρη τ ’ άγριου γιαλού. Τούτα να ιδού να πάθει αυτός που με αδίκησε και πάτησε τους όρκους του εμένα παρατούντας, μόλο που πρώτα ήτανε αγαπημένος φίλος. 99. Του Γύγη του πολύχρυσου τα πλούτη δε με νοιάζουν κι ούτε τα έργα των θεών ζηλεύω και φθονο.», δε μ ’ αρέσει η εξουσία μ ’ όλα της τα μεγαλεία, γιατί μακριά μου βρίσκεται, τα μάτια δεν τη φτάνουν. 50. 5 1.
Καθόλου πια δε νοιάζομαι για γλέντια και τραγούδια. Πάνε, αχρηστευτήκανε τα νεύρα της ψολής μου.
59. Γιατί τούτο το βοτάνι κι άλλη αρρώστια ξέρω πως μπορεί να γιάνει. 55. Κι έχει ο καθείς για την καρδιά δικό του γιατρικό.
60
ΕΡΩΤΙΚΟ ΑΙΓΑΙΟ
34. Ούτε τι γάρ κλαίων Ιήσομαι ούτε κάκιον θησω τερπωλάς και θαλίας έφέπων
35. ρόπτρω έρειδόμενον 36. ούκέθ’ όμως θάλλεις απαλόν χρόα, χάρφεται γάρ ηδη όγμοις, χαχοϋ δε γήραος χαΟαιρέει...
37. χοπόεν ξίφος 38. βίος δ ’ άπράγμων τοϊς γέρουσι συμφέρει, μάλιστα δ ’ εί τύχοιεν απλοί τοϊς τρόποις η μαχχοάν μέλλοιεν η ληρεΐν ολως, όπερ γερόντων έστιν 39. Καί βήσσας όρέων δυσπαιπάλους. οίος ην ε π ’ ήβης
40.
έχσμυρισμένας χόμας χαί στήθος, ώς αν καί γέρων ηράσσατο.
4 1. άσπίδι μεν Σα,ϊων τις αγάλλεται. ην παρά θάμνω εντός άμιομητον κάλλιπον ουκ έθέλονν, αυτόν δ ’ έξεσάωσα. τί μοι μέλει ασπίς εκείνη: έρρέτω' εξαϋτις κτήσομχι ου κακίω.
ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ
\ . Ούτε γιατριά θα βρω, αν κλάψω ούτε και θα χειροτερέψω, αν εξω το ρίξω και γλεντήσω. ·!Γ), Και στο μπαστούνι του ακουμπούσε. ■Ή). Δέρμα απαλό δε θάλλεις πια, ξεράθηκες, ’μαράθης — τα μαύρα τα γεράματα σε γέμισαν ρυτίδες. .'17. Πάει το ξίφος, στόμωσε. .'18. Η ανεμελη ζωή τους γέρους ωφελεί και προπαντός αν τύχει να ’ναι αγαθιάρηδες ή παντελώς ξεμωραμένοι ή και πολύ πολυλογάδες, καθώς το συνηθίζουν οι γερόντοι. 39. Περπάτησες στα δύσβατα κι απάτητα βουνά, σαν τον καιρό της νιότης. 10.
Μύρο χυμένο στα μαλλιά κι αρώματα στο στήθος, π ’ ακόμα κι ένας γέροντας τρελά θε να ποθούσε.1
11. Κάποιος θα φχαριστιέται την ασπίδα, άγριος Θρακιώτης, Σάιος — δίπλα σ’ ένα δεντρί την πέταξα άθελά μου κι ας ήταν όπλο διαλεχτό’ τον εαυτό μου όμως έσωσα. Γιατί γ ι’ αυτή να νοιάζομαι; Αει να χαθεί! Πάλι καλύτερή της θ’ αποχτήσω.
61
t
Ε ρ ω τ ι κ ό Αιγ λ ιο
(>
42.
Ε π τ ά γάρ νεκρών πεσόντων. ους εμάρφαμεν ποσιν, χείλι οι φονήές είμεν
43.
ου φιλέιο μεγαν στρατηγόν ουδέ διαπεπλιγμένον ουδέ (άοστρΰχρισι γαυρον ουδ' υπεζυρημενον αλλά μοι σμικρός τις είη καί περί κνήμας ίδειν ροικός. άσφαλεως £ε£ηκώς ποσσί. καρδίης πλέιος
44. Γλαΰκ ’ επίκουρος άνήρ τόσσον φίλος, εσκε μάχηται
45.
40.
εν δ ’ επίσταμαι μέγα. τον κακώς <μ ’> ερδοντα δέννοισ ’ άνταμείδεσΟαι κτκ.οίς
φιλεϊν στυγνόν περ έόντα. μηδε διαλεγεσΟαι
47. Έμεο δ ’ εκείνος ου καταπροίξεται 48. όρκον δ ’ ένοσφίσθης μέγαν άλας τε καί τράπεζαν 49. αμισθί γάρ σε πάμπαν ου διάξομεν 50. ούτοι τοϋτο δυνησόμεσθα 51. ύφ’ ηδονής σαλευομένη κορώνη
ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ
42. Ε φτά στη γη επέσαν σκοτωμένοι και σαν τα πόδια τούς πατήσαν, χίλιοι οι φονιάδες είμαστε. 4.3. Δεν τον μπορώ το στρατηγό που κάνει τον κάμποσο κι απλώνει τις ποδάρες του. πόχει στην τρίχα το μαλλί και το γενάκι φρέσκο. Μακάρι να ’ναι μια σταλιά, ας είναι και καμπούρης, μα να πατά γερά στη γη και να το λέει η καρδιά του. 44. Γλαυκέ. φίλος σου ήταν τόσο καιρό ο σύντροφος στη μάχη, όσο μαζί σου μάχονταν. 45. Έ να μεγάλο μυστικό καλά κρατώ: όποιος σε με κάνει κακό, με μεγαλύτερο κακό να μου το ξεπληρώσει. 46. Μην πιάνεις φίλο, μη μιλάς με άνθρωπο κακίστρο. 4 7. Κείνος σε μένα αυτό θα ξεπληρώσει. 48. 'Ορκο επάτησες βαρύ, ψωμί μαζί κι αλάτι. 49. Δε θα σε διασκεδάσουμε εμείς χίορίς δεκάρα. 50. Δία όχι βέβαια, αυτό δεν το μπορούμε! 51. Α π ’ την ηδονή η γουρουνίτσα σπαρταράει...
63
64
ΕΡΩΤΙΚΟ ΑΙΓΑΙΟ
52. ’Έ α ΙΙάρον καί σύκα κείνα καί θαλάσσιον 6ίον
53. Φωνήν άφηδυνουσα λεπτόν [—υϋ] 54. πολλά δ ’ ευπλοχάμου πολιής άλός εν πελάγεσσι θεσσάμενοι γλυκερόν νόστον
55. ψυχάς έχοντες κυμάτων εν άγκάλαις 56. <ώ> λιπερνήτες πολϊται, τάμα δη συνίετε ρήματα
57. θαλασσίην σάλπιγγα 58. ου γάρ τι καλός χώρος ούδ’ έψίμερος ούδ’ έρατός, οίος άμφί Σίριος ροάς
59. πάρελθε· γενναίος γάρ ει 60. άλλ ’ άγε συν κώθωνι βοής διά σέλματα νηός φοίτα καί κοίλων πώματ ’ άφελκε κάδων, άγρει δ ’ οίνον ερυθρόν από τρυγάς· ουδέ γάρ ημείς νήφειν εν φυλακή τήδε δυνησόμεθα
ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ
52. Κ ι αποχαιρέτα τη την Πάρο και κείνα της τα σύκα και τη θαλασσινή ζωή. 53. Κ ι εδωσε στη φωνούλα της μια γλύκα, όλο χάρη. 54. Στην αφρισμένη θάλασσα, την πολυκυματούσα με προσευχές και τάματα το γυρισμό ζητούσαν για τη γλυκιά πατρίδα τους. 55.. Το κύμα σφιχταγκάλιαζε τη ζήση τη γλυκιά μας. 51). Έρημοι συμπολίτες μου, ξεριζωμένα αδέρφια, ακούστε, βάλτε στο μυαλό τα λόγια τα δικά μου! 57. Πελαγίσια σάλπιγγα. 58. Δεν τον μποριό τον τόπο αυτό, καθόλου δε μ ’ αρέσει, δεν έχω πεθυμιά καμιά, ίδιος είναι με τον τόπο, που ρέει ο Σίριος ποταμός. 59. Πέρασε' γιατί γενναίος είσαι! (Η). Κμπρός, τρέχα μέσα σ τ’ αμπάρια του γρήγορου του καραβιού και βάστα την κανάτα, τράβα τις τάπες α π ’ τους κοίλους κάδους, το κόκκινο κρασί, το γιοματάρι τρύγα, γιατί εμείς στεγνοί τη βάρδια τούτη δεν τη βγάζουμε.
65
(Ui____________________________________________ Ε ρ ω τ ι κ ό Λ τγλιο
61.
Έρασμονίδη Χαρίλαε, χρήμά τοι γελόϊον ερέιο. πολύ φί/.ταθ' εταίροι, τέρφεαι σ ’ άκούων
6-J. πεντήκοντ’ άνδρών λίπε Κοίρανον ίππιος Ποσειδών
6.Ί. κρυπτωμεν <ο ’> ανιηρα Ποσειδαωνος ανακτος δώρα
64.
Πάντα Τύχη καί Μοίρα, Περίκλεες. άνδρί δίδιοσιν
65.
κ α τ ’ οίκον εστρωφατο μισητός δάδαζ
66. μ όχλους 67. + άνδρες + ώς άμφιτρίδας 68. φΰειρσί μοχϋίζοντα 69. ώσπερ αύλώ δρΰτον η Θρέιξ άνήρ η Φρύξ εμυζε- κύδδα δ' ήν πονευμενή
70. λέγαι δε γυναίκες 71. δήμος, εργάτις. μυσαχνή 7%. περί σφύρον παχεΐα. μισητή γυνή
ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ
61. Γιε του Εράσμονα, Χαρίλαε, θα πιο ένα καλαμπούρι, που σαν τ ’ ακούσεις θα χαρείς, ξεχωριστέ μου φίλε. 6®. Λ π’ τα πενήντα παλικάρια ο καβαλάρης Ποσειόώνας τον Κοίρανο εγλίτωσε. 65.
Να χώσουμε βαθιά στη γη τα θλιβερά της συμφοράς δώρα του ΙΙοσειόώνα, που κυβερνά τα πέλαγα.
64. Στον άνθρωπο όλα, ΙΙερικλή, η Τύχη και η Μοίρα τα χαρί 65. Στο σπίτι μέσα πάνω-κάτω στριφογυρνούσε ο μισητός ο φαφλατάς. 66. Τους πούστηοες! 67. Άντρες ξεσκισμένοι, ξεφτιλισμένοι. 68. Εκόπιαζε, μαχότανε ετούτος με τις ψείρες. 69. Σαν τον μπεκρή α π ’ τη Θράκη ή τη Φρυγία με καλαμάκι ρούφαγε την κριθαρένια μπίρα· σκυφτή α π ’ την εξάντληση κι από την κάψα. 70. Λάγνες γυναίκες, ξεκολιάρες. 71. Δημόσια. Δουλευταρού. Πουτάνα.
Τ'Ζ. Στρώμα παχύ το λίπος της πάνω στους αστραγάλους, γυναίκα αποκρουστική.
67
ΕΡΩΤΙΚΟ ΑΙΓΑΙΟ
08
73.
ουχ αν μύροισι γρ'φς έουσ’ ηλείψετο
74. ΓΙολλός 8 ’ άφρός ήν περί στόμα 75. σοχ'ή πετραίη πολλάς (δόσχουσα κορώνας ευήθης ξείνων δεχτρια Ιΐασιφίλη 76. ΙΙάτερ Λυκάμδα. ποιον έφράσω τόδε; τις σας παρήειε φρενας, ■ηις τό πριν ήρήρεισΟα; νϋν ύέ δη πολύς άστοϊσι φαίνεαι γέλως 77.
78.
η 8έ οι σάθη ώ σ τ’ όνου IΙριηνέως χή?.ωνος έπλήμυρεν ότρυγηφάγου παρδαχόν δ ’ έπείσιον
ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 7.‘t. Μπαμπόγρια κι αν ήτανε τόσα πολλά αροόματα δε Οα πασαλειβοτανε. 7 ί . Κ ι αφρός πολύς εσκέπαζε το στόμα γύρω γύρο.). 7Γ>. Συκιά στο βράχο πάνω της σο.ιρό κουρούνες βόσκει η Πασιφίλη καλόδεχτα τους ξένους τους βολεύει. Η). Λυκάμβη πατερούλη μου, αυτό που είπες τι ’ναι; ΙΙοιος σου τα πήρε τα μυαλά, που πριν καλά κρατούσες; Και τώρα όλοι πια γελούν με τα δικά σου λόγια! /7. Κι είν’ η ψολάρα του σαν του γάιδάρου α π ’ την Πριήνη του βαρβάτου, που χόρτασε σιτάρι και ξεχύθηκε. 78. Γγρό μουνάκι όλο δροσιά κι οι τρίχες γύρω γύρω.
(>9
ΑΛΚΑΙΟΣ Εισαγωγή Ο Αλκαίος γεννήθηκε στη Μυτιλήνη ανάμεσα στα έτη 6 3 0 600 π .Χ ., ήταν δηλαδή σχεδόν συνομήλικος με τη Σαπφώ. II ζωή του συνέπεσε με την εμφάνιση και την επικράτηση της τυ ραννίας. Ο ίδιος αναμειγνύεται ενεργά στην πολίτικη. Οταν ήταν νέος τα αδέλφια του με τον ΙΙιττακό ανατρέπουν τον τύραννο Μελέαγχρο. Αργότερα συνωμοτούν, με τη συμμετοχή και του ποιη τή, ενάντια στο νέο τύραννο Μύρσιλο. Ο Πιττακός όμως προδίδει τους συντρόφους του. Όλη η οικογένεια του Αλκαίου εξορίζεται στη μικρή πόλη ΙΙύρρα, κοντά στη Μυτιλήνη. Εκεί αργότερα γε μάτος χαρά πανηγυρίζει το θάνατο του τυράννου1. Επιστρέφει για λίγο μόνο, γιατί την εξουσία πήρε ο Π ιττακός και είχε το λαό μαζί του. Φεύγει ξανά ο ποιητής, αυτή τη φορά για μακριά: πάει πρώτα στην πόλη Λίνο' της Θράκης, πα λιά αποικία της Μυτιλήνης. Ύστερα στην Κύζικο και αργότερα στην Αίγυπτο. Οι πολιτικές διαμάχες, οι εξορίες και οι σκοτωμοί έχουν επηρεάσει: το έργο του. Ο Αλκαίος θεωρεί την ποίηση ως το όπλο του στους πολιτικούς αγάινες. Τα ποιήματά του εκδόθηκαν από τους Αλεξανδρινούς σε δέ κα περίπου βιβλία, κατά θέματα: στασιωτικά ή πολιτικά, ύμνοι,12 1. Δες απόσπασμα 13. 2, Δες απόσπασμα θ.
ΑΛΚΑΙΟΣ
71
μυθολογικά, συμποτικά. ερωτικά. Ο Αλκαίος, μαζί με τη Σαπφώ, θεωρείται ο κυριοτερος εκπρόσωπος της αιολικής ποίησης. 11 ποί ηση; του είναι αξιόλογη και η επίδρασή της στους μεταγενέστε ρους σημαντική. Ο Θεόκριτός στα «Ειδύλλια» τον μιμείται, το ίδιο και ο Λα τίνος ποιητής Οράτιος. Στην Αθήνα της ακμής του 5ου αιιόνα π .Χ . τραγουδούσαν στα συμπόσια τα τραγούδια του Αλκαίου. Τα κυριοτερα μέτρα του ποιητή είναι: 1) η σαπφική στροφή (δες Σαπφώ, εισαγιυγή, σσ. 14-15). 5) η αλκαική στροφή: υ — υ — υ I — υυ — I υυ ,Ί) το ιαμβικό τετράμετρο: υ — υ — I υ — υ β I υ — υ — I υ — υυ, και 4) ο ασχλ'ηπιάίειος μείζων: υ υ I — υ υ -----υ υ ------ υυ — I υ υ.
1. ΐόπλοκ ’ αγνα μελλιγόμειδε Σάπφοι 2.
ώ 'ναξ 'Άπολλον, παϊ μεγάλοι Λίος
3. χούρε, Κυλλάνας ο μέδεις, σε γάρ μοι θύμοζ υμνην, τον χορυφαισιν + άννάϊς + Μαία γέννατο Κρονίδχ μίγεισα παμδασίλψ ί ............ δεινότατον Οέων <τδν> γέννατ ’ ευπάδιλλος 'Ιρις χρυσοχόμωι Ζεφύρωι μιγεϊσα 5. δέζαι με κωμάσδοντα. δέζαι, λίσσομαί σε , λίσσομαι 6.
'ηρος άνθεμόεντος επάιον έρχομένοιο... εν οέ κερνάτε τώ μελιάδεος δττι τάγματα κρατήρα...7
7.
'Όρνιθες τινες οίδ ' 'Ωκεάνιο γάς άπυ περράτων ηλθον πανέλοπες ποικιλόδερροι τχνυσίπτεροι
1. Γιουλία πλεγμένα στα μαλλιά, σεμνή Σαπφοή με το γλυκό τραγούδι.
2.
Βασιλιά Απόλλωνα, γιε του μεγάλου Δία.
.'ί. Χαίρε Ερμή, αφέντη της Κυλλήνης, πάλι η ψυχή μου με καλεί εσένα να υμνώ, που πάνω στις άγιες κορφές σε γέννησε η Μαία, αφού μαζί της πλάγιασε του Κρόνου ο γιος, ο βασιλεύς των πάντων. 4.
... Απ' τους θεούς τον πιο τρανό [τον Έροπα] (τον) γέννησε η Ίρις, που ωραία πέδιλα φορά, αφού έσμιξε με τον Ζέφυρο, ποχει κατάξανθα μαλλιά, ίδια χρυσάφι.
Γ). Δέξου με που σου τραγουδώ, να με δεχτείς θερμά ζητώ, στα πόδια σου προσπέφτω. (>. Το ’νιωθα πως ερχότανε η άνοιξη με τ ’ άνΟια... Εμπρός γεμίστε το κανάτι με το γλυκόπιοτο κρασί, και μην αργήτε, στη στιγμή! 7.
Ί
Μακριά, πέρα απ’ τη θάλασσα κι από της γης την άκρη άγρια πουλιά εφτάσανε, πάπιες στο χρώμα της φωτιάς, με τις φτερούγες τις μακριές, τα παρδαλά λαιμά τους.
ΕΡΩΤΙΚΟ ΑίΓΛΙΟ
8. έπταζον ώ σ τ’ όρνιθες ώκυν αιετον έζαπίνας φάνεντa 9. ~Εδρε, κ[άλ]λιστος ποτάμων πάρ Λ [ίνον έξί[ησθ’ έσ] πορφυρίαν θάλασσαν θραϊκ[ων έρ]ευγόμενος ζά γαίας [.] ητπ [.].[..]γ 'καί σε πόλλαι παρθένικαι 'πέπ[οισι ,...]λων μηρών άπάλαισι χέρ[σι ,...]α θέλγονται το ον ώς άλει[ππα θή[ιο]ν ύδωρ 10. Ζευ πάτερ. Λύδοι μεν επα[σγά]αντες συμφόραισι δισχελίοις στά[τηρας ά μ μ ’ έδωκαν, αί κε δυναίμεθ’ φ[αν ές πόλιν ελϋην, ου παθοντες ουδαμα πώσλον ου[δε]ν ουδέ γινώσκοντες ' ό δ ’ ώς άλώπα[ ποικ[ιμλόφρων εΰμάρεα προλέξα[ις ηλπ[ε]το ζάσην.1 11. 'Ασυν<ν>έτημμι των ανέμων στάσιν το μεν γάρ ένθεν κΰμα κυλίνδεται. το δ ’ ένθεν, άμμες δ ’ ον το μέσσον ναι φορήμεθα συν μελαίνα 'ολχείμωνι μόχθεντες μεγάλω μά?·.α' πέρ μεν γάρ άντλος ιστοπέδαν έχει, λαιφος δέ παν ζάδηλον ηδη και λάκιδες μέγαλαι κάτ αυτό
Αλκ αίος
8. Και κούρνιασαν καΟιύς ζαρώνουν τα πουλιά σαν ο γοργόφτερος αετός στα ξαφνικά προβάλει. 9. Έβρε, το πιο ’μορφο απ’ τα ποτάμια στο πορφυφο το πέλαγος εκβάλλει, δίπλα στην πόλη μας, την Λίνο. Πλήθος παρθένες σ’ ακλουθάνε με τ ’ απαλά τους τα χεράκια γύρω στους όμορφους μηρούς και που πολύ το φχαριστιούνται καθώς αλείβουν το κορμί τους με τ ’ άγιο σου, Έβρο, το νερό. 10. Πατέρα Δία, οι Λυδοί αγαναχτισμένοι α π ’ τις συμφορές μάς δοίισανε στατήρες δυο χιλιάδες, εάν τα καταφέρναμε στην ιερή την πόλη εμείς να μπούμε, γιατί καλό δεν είδανε κι ακόμα δεν γνωρίζουν' μ ’ αυτός σαν πονηρή αλεπού, ενώ μας έταξε λαγούς με πετραχήλια κρυφός να μείνει πρόσμενε. 11. Δεν την καταλαβαίνω την πάλη των ανέμων1 το ένα κύμα από ’δώ και τ ’ άλλο από ’κεί κι εμείς στη μέση μοναχοί κόντρα στον άγριο τον καιρό πάνω στο μαυροκάραβο' στη βάση των ιστών νερά, σκιστήκαν τα πανιά κι όλα κουρέλια γίνανε,
ΕΡΩΤΙΚΟ ΑΙΓΑΙΟ
7(i
χάλαισι 8 ’ άγκυραι, <ττά 8' όήία] [ ] ■
/
· / '
[
1
τοι πόδε| άμφότεροι μενο[ εν διμδλίδεσσι................
]
13. Άργάλεον Πενία κάκον άσχετον, α μέγα δάμναις λάον Άμαγανίαι συν άδελφίάι — υυ — υ Ι.'ί. Νυν χργ μεθύσθην καί τινα προς δίαν πώνην, επεί Sr, κάτθανα Μύρσιλος 14. Πώνίομεν· τί τά λύχν' όμμενομεν: δάκτυλος άμέρα. Κάδ 8 ’ άερε κυλίχναις μεγάλαις + αιταποίκιλλις +. οίνον γάρ Σε μέλας και Αίας υιός λαθικάδεον άνβρώποισιν εδιοκ ’. ’Έ γχεε κερναις ενα καί δύο πληαις κάκ κεφάλας, <ά> δ ’ άτέρα τάν άτέραν κύλιζ ώθήτον< >
15. Τεγγε ίτλεύμονας οίνον το γάρ άστρον περιτελλεται, ά δ ’ ούρα χαλεπα, πάντα δε δίφαισ’ ύπά καύματος, άχει δ ’ εκ πετάλονν άδεα τέττιξ <υυ — υ —>, ανθεί δε σκόλυμος· νυν δε γυναίκες μιαρώταται, λεπτοί δ ’ άνδρες, επεί <δτη> κεφάλαν καί γόνα Σείριος άσδει < >
ΑΛΚΑΙΟΣ οι άγκυρες χαλάσανε (μαζί και το τιμόνι)
στις θέσεις μας να μένουμε και τα σκοινιά ας κρατούμε........... 12. Συ φτώχεια είσαι μεγάλο κι ανυπόφορο κακό, εσύ κι η στέρηση, η αδερφή σου, περήφανο λαό τον γονατίζεις. 13. Ακόμη και με το στανιό καθένας μας ας πίνει, πρέπει τ<όρα να μεθύσει, γιατί στ’ αλήθεια πέθανε ο Μύρσιλος, ο μισητός [ο τύραννος της πόλης]. 14. Εμπρός λοιπόν, ας πίνουμε· τι; τη νύχτα καρτερούμε; το φους της μέρας σώνεται, μια στάλα απομένει! Τα ωραία ποτήρια γιόμιζε, το κέφι μας να βρούμε. Ο γιος του Δία και της Σεμέλης έδιοσε στους ανθρώπους το κρασί για να ξεχνούν τη λύπη. Ένα κρασί και δυο νερό κέρνα λοιπόν. Βάζε στις κούπες το πιοτό κι όχι ως πάνιυ άει, το ένα ποτηράκι ας τσουγκρίζει με το άλλο. 15. Βρέξε τα πλεμόνια στο κρασί γιατί τ ’ αστέρι ανάτειλε. 1Ιερνούν οι ώρες δύσκολα κι από τη ζέστη την πολλή όλα ’ναι διψασμένα, μέσ’ α π ’ τα φύλλα ακούγεται του τζιτζικιού τραγούδι... ανθεί τ ’ αγκάθι στους αγρούς [σαν κάθε καλοκαίρι]1 τώρα οι γυναίκες είν’ υγρές μα οι άντρες δεν μπορούνε, γιατί ο Σείριος μάρανε τα πόδια, το κεφά’λι.
77
ΕΡΩΤΙΚΟ ΛΙΓΑΙΟ
78
16. ’'Tec μεν ο Ζευς, έκ S' όράνον μεγας χείμων, πεπάγαισιν ο ’ υδάτων ρόαι... < ενθεν > κάδδαλε τον χείμων ’, επί μεν τίϋεις πΰρ, εν δε κέρναις οίνον άφειδεως μελιχρόν, αύτάρ άμφί κόρσα μαλθακόν άμφι< > γνόφαλλον 17. Ου χρή κάκοισι θύμον επιτρεπην προχόφομεν yap ούδέν άσάμενοι, νω Βύχχι, φάρμαχον S' άριστον οίνον ενεικαμένοις μεθυσθην
18. Κελομαί τινα τον χαρίεντα Μενωνα χάλεσσαι, αι χρη συμπόσιας ε π ’ δνασ'.ν εμοι γε γένεσθαι
19. Κ ά τ τάς πολλά παθοίσας κεφάλας κάκχεε μοι μύρον χα,Ι χά τ τώ πολίω στήθεος [ ---- υυ — υ υ] πωνόντων. χάχα [ ---- υ υ ------ υυ — υ υ] εδοσαν πεδά δ ’ άλλω[ν υυ — υυ — υυ] ά]νθ[ρ]ώπων. ο δέ μη φ [- υ υ ----- υυ — υ — ] ,]ην[.]φαίσθ’ άπολ [---- υ υ ------ υυ — υ —/ Π
Αλ κ α ί ο ς
111. Βρέχει ο θεός, χιονιάς μάς ήρθε από ψηλά κι έχουν παγώσει τα νερά (στη μια μεριά...) Πολέμησε τη χειμωνιά, σήκω και άναψε φωτιά, γλυκόπιοτο κέρνα κρασί, μην το λυπάσαι. Κι ύστερα γείρε το κεφάλι στο πουπουλένιο μαξιλάρι. 17. Δεν πρέπει ν’ αφήνουμε στις λύπες την ψυχή μας, γιατί τι θα κερδίσουμε αν έξω δεν το ρίξουμε — Βύκχι μου, ας μεθύσουμε — το πιο καλό το φάρμακο, που γιαίνει την ψυχή, είν’ το κρασί. 18. Τον Μενωνα τον κουνιστό κάποιος ας καλέσει σας ζητώ, αν ίσιος είναι ταιριαστό και ’γιο Λιγάκι να χαρώ απ’ το συμπόσιο αυτό. 19. Βάλε μου λιγάκι μύρο στο πο7ώπαθο κεφάλι και σ τ’ ολόλευκο το στήθος... κι ας πίνουμε, τα βάσανα... δώσανε· μαζί με την παρέα μας, κι άλλος να μη... ... κι ας λένε...
7!)
E p u t ik o Α ιγαίο
80
20.
Ά λ λ ’ άντητω μεν περί ταΐς δεραις περθέτω πλεκτάς ύποθυμιδας τις, κάδ δε χενάτω μύρου άδύ κάτ τώ στηΟεος άμμ ι
2 !. Πίνωμεν, το γάρ οίστρον περιτελλετοα 22. μη δ' εν δίλλο φυτεύστ,ς πρότερον δένδρεον αμπέλιο 23. οίνος, ω φίλε παϊ, καί άλάθεα 24. Οίνος γάρ άνΟρώπω δίοπτραν 25. κόλπωσι σ ’ έόέζαντ ’ άγναι Χάρισες + Κρονωι* 26. έπετον Κυπρογενήας παλάμαισιν ι
27.
ούοέ πω ΙΙοσείδαν αλμυρόν έστυφελιξε ποντον
28. άμμιν αθάνατοι θέοι νικάν... 29. (a) πέτρας καί πολίας θαλάσσας τέκνον (b) εκ δέ παίδων γαύνωις φρένως, ά Οαλασσία λέπας
* Κρίνοι: Bery.
ί
Α λκ α ίο ς
81
20. Πλεχτά στεφάνια αγριανθού ας βάζει στα λαιμά μας κι ας χύνει και στο στήθος μας μεθυστικά το μύρο. 21. Να πίνουμε, γιατί τ ’ αστέρι βγαίνει. 22. Να μη φυτέψεις τίποτ’ άλλο, απ’ τ ’ αμπέλι να αρχίσεις! 23. Γλυκό μου αγόρι, το κρασί και την αλήθεια δείχνει. 24. Είναι σ τ’ αλήθεια το κρασί του ανθρώπου ο καθρέφτης. 25. Στον κόλπο τους σε δέχτηκαν οι αγνές χάριτες. Κρίνε. (;) 2(1. Α π’ τις παλάμες έπεσα της Κυπρογεννημένης. 27. Ο ΙΙοσειδώνας δεν είχε ακόμη αναταράξει την αλμυρή τη θάλασσα. 28. Σ ’ εμάς (οι) αθάνατοι θεοί τη νίκη [δώσαν], 29. (a) Ιίαιδί του βράχου και της αφρισμένης θάλασσας (b) Εσύ, θαλασσινό κοχύλι, δίνεις χαρά στον άνθρωπο, από μικρό παιδάκι.*
* Τα παιδιά διασκέδαζαν φυσώντας μέσα στο κοχύλι, που λεγόταν
λέπας ή χελυς, όπως μέσα σε ένα πνευστό μουσικό όργανο.
8-2
Ε ρωτικό Α ιγαίο
3 0 ....... δωυ εύρε... υ—υ τείυ προ. εδίχμευον υ—υ άμ£ρ]ότοντας [α/ίσχος —uu—'j’j ρεσβ’ άυάγκα α λ λ ’ ού τι τών μέ]μυαιμ’ ετι γάρ πάι'ς τρόφω ’πι κόλπ ]ω σμΐκρος επίσόανον ....... ν οιδα τιμ.... -υυ—υυ] ΠευΟίλησ[ς υ—υ— νϋν δ ’ 6 τζεδέτρ [χπε υ—υ— τδ]ν κακοπάτριδ[α ....... τ]υραυυεύ—υυ—υυ—υ—υ οντα]· 31. ... γαίας καί υιφόευτος ώράυω μέσοι 32. ούκ εγώ Λύκου ευ Μούσαις άλέγω 33. εις τών δυοκαιοέκωυ 34. (a) πατέρωυ άμμων (b) αμμετερωυ άχέωυ 35. τερέυας άυϋος οπώρας 36. *Εκ μ ’ ελασας άλγέωυ 37. ’Αρκάδες εσσαυ βαλαυηφάγοι
ΑΛΚΑΙΟΣ
30.
Τίποτα όμως απ’ αυτά σ τ’ αλήθεια δε θυμάμαι, μικρό παιδάκι κούρνιαζα στην αγκαλιά της βάγιας.
31. ... στη γη ανάμεσα και στον κατάλευκο ουρανό. 32. Δε λογαριάζω ’γώ το Λύκο μες στις Μούσες. 33. Ένας από τους δώδεκα. 34. (a) των πατεράδων μας. (b) των πόνων των δικών μας. 35. Του τρυφερού φθινόπωρου λουλούδι. 36. Μακριά εμένα έβγαλες απ’ τα μεγάλα βάσανα. 37. Οι Αρκάδες ήταν βελανιδοφάγοι.*
* Και οι Αρκάδες κάποτε μόν’ βελανίδια τρώγαν.
83
ΑΝΑΚΡΕΩΝ
Εισαγωγή Ο Ανακρέων γεννήθηκε στην πόλη της Ιωνίας Τέω γύρω στα 570 π.Χ . και πέθανε σε βαθιά γεράματα το 485 π.Χ. Το 545 π.Χ . ο ΙΙέρσης Αρπαγος φτάνει έξι» από τα τείχη της πόλης του, κατά τη διάρκεια της εισβολής των Περσών στην Ιωνία. Τότε αρχίζει η περιπλάνηση του ποιητή. ΙΙρώτα πήγε στα Άβόηρα που ήταν αποικία της πόλης- του. Αργότερα έφτασε στη Σάμο, στην αυλή του ΙΙολυκράτη. Μετά τη δολοφονία του τυράννου απο τον Οροιτη, ο Ανακρέων φτάνει στην Αθήνα, κοντά στον Ίππαρχο. Εκεί συνάπτει φιλικές σχέσεις και με τον πάμπλουτο Κριτία, τον οποίο και εξυμνεί. Το 514 π.Χ . ο Ίππαρχος δολοφονείται κι ο ποιητής καταφεύ γει στους Λλευάδες της Θεσσαλίας. Ίσως να επέστρεψε στην Αθήνα και να τον βρήκε εκεί ο θάνατος. Ο τάφος του πάντως υπήρχε στην πατρίδα του την Τέω. Ο Ανακρέων έγραψε κυρίως συμποτικά και ερωτικά ποιήματα, με έντονο συναισθηματικό και χαρούμενο χαρακτήρα. Την ποίησή του κατακλύζει η χαρά της ζωής με όλες της τις απολαύσεις, το τρα γούδι, τον εριοτα και το κρασί. Το τελευταίο παρεξηγήθηκε κι έτσι οι μεταγενέστεροι τον θεωρούσαν μέθυσο. Η τεχνική τού ποιητή είναι άψογη, η επιδεξιότητά του μοναδι κή. Γοητεία και καθαρότητα χαρακτηρίζουν το έργο του. Διακρίνεται μια λεπτή, πρωτότυπη και ευπρεπής ειρωνική διάθεση.
Αν α κ ρ έ ω ν
85
Γλιόσσα του Ανακρέοντα είναι η ιωνική, η διάλεκτος της πα τρίδας του, με άφθονα αιολικά στοιχεία. Τα κυριότερα μέτρα του είναι: 1) Γλυχώνειος στίχος: χ χ — υυ — υυ 2) Φερεχράτειος στίχος: χ χ — υυ — 3) Ιαμβικός οίμετρος στίχος: ϋ — υ — I ϋ — υυ Ο έριυτας για τον Ανακρέοντα δεν έχει καμιά σχέση με το πά θος και την ένταση της Σαπφούς. Γι' αυτόν είναι παιχνίδι, κάτι με ταξύ αστείου και σοβαρού, είναι πηγή χαράς και όχι θλίψης. Τα «Ανακρεόντεια» μιμήθηκαν τα θέματα και τη μετρική μορ φή των ποιημάτων του Ανακρέοντα και αποτελούν ένα μεγάλο τμή μα της ελληνικής ποίησης. Γράφτηκαν από άγνιυστους ποιητές κα τά τη ρωμαϊκή και βυζαντινή περίοδο. Κατά τα νεότερα χρόνια πολλοί ακολούθησαν το πρότυπό των «Ανακρεόντειοι»: Λνορέας Σγούρος, Αθανάσιος Χριστόπουλος, Iωάννης Ζαμπέλιος, Αντώνιος ΑΙάτεσις, Ιωάννης Κηλαράς, σύμφο)να με το ευρωπαϊκό ρεύμα.
1.
Ώναξ. φ Χαμάλης ’Έρως καί Νύμφαι κυανώπιδες πορφυρή τ ’ ’Αφροδίτη συμπαίζουσιν, επιστρέφει 8 ’ ύφηλάς όρέων κορυφάς· γουνοΰμαι σε, συ 8 ’ ευμενής έλθ ’ ήμίν, κεχαρισμένης δ ’ εύχώλής επακούειν Κλεοδούλω 8 ’ αγαθός γένεο σύμβουλος τον έμόν γ ’ ερωτ ’, ώ Δεόνυσε, δέχεσθαι
2. Σφαίρη δηυτέ με πορφυρή βάλλων χρυσοχόμης ’Έρως νήνι ποικιλοσαμβάλω συμπαίζειν προκαλεϊταν ή 8 ’, εστίν γάρ α π ’ εύκτίτου Λέσΰου τήν μεν έμήν κόμην, λευκή γάρ, καταμέμφεται, προς δ ’ άλλην τινά χάσκει 3.
Πώλε Ορηκίη, τί 8ή με λοξόν όμμασι δλέπουσα νηλέως φεύγεις, δοκεϊς δε μ ’ ουδέν είδέναι σοφόν, "1σθι τοι, καλώς μεν άν τοι τον χαλινόν έμβάλοιμι, ήνίας δ ’ έχων στρέφοιμί σ ' άμφ'ι τέρματα δρομου' νυν δε λειμάνάς τε δόσκειαι κουφά τε σκιρτώσα παίζεις, δεξιόν γάρ ίπποπείρην ούκ έχεις έπεμβάτην
1. Ο δαμαστής ο Ίδρωτας κι η πορφυρή Αφροδίτη, μαζί σου παίζουν, βασιλια, κι οι μαυρομάτες Νύμφες. Σε σένα, που συχνά γυρνάς στες πιο ψηλές βουνοκορφές, ευλαβικά προσπεφτω. Την προσευχή μου επάκουσε κι έλα κοντά σε μένα, για να γενεί ό,τι ζητώ. Τον Κλεόβουλο, Διόνυσε, καλά να συμβουλέψεις, τον έρουτά μου, βασιλιά, για να δεχτεί τ ’ αγόρι.
2. Πάλι ο ξανθός ο Έρωτας την κόκκινή του μπάλα μού πετάει και με κεντρίζει με τη νια παιχνίδι ν' αρχινήσω, που *χει σαντάλια πλουμιστά. Μ’ αυτή, μια και κρατά απ’ την τρανή τη Λέσβο που ’ναι γεμάτη αρχοντικά, σνομπάρει τ ’ άσπρα μου μαλλιά κι αλλού κοιτά και χάσκει. Φοραδίτσα απο τη Θράκη γιατί με λοξοκοιτάζεις πονηρά κι άκαρδα φεύγεις μακριά; Θαρρείς πως από έρωτα τίποτα δεν κατέχω; Μάθε λοιπόν, θα το μπορούσα όμορφα να σου βάλω χαλινάρι και τα γκέμια σου κρατώντας στο δρόμο πέρα να σε φέρω, στο σημάδι. Μα τώρα εσύ μες στα λιβάδια ναζιάρικα κι ανέμελα βόσκεις και παιχνιδίζεις. Γιατί δεν έχεις βέβαια έμπειρο αναβάτη!
88________________________________________ ΕΡΩΤΙΚΟ ΛίΓΛΙΟ
4.
ΙΙολιοί μέν ημίν ηδη κρόταφοι χάρη τε λευκόν, χαρίεσσα δ ’ ουκέτ ’ ηδη πάρα, γηραλέοι 8 ’ όδόντες, γλυκερού 8' ούκέτι πολλός διόπου χρόνος λέλειπταιδιά τα ύ τ’ άνασταλύζοι θαμά Τάρταρον δεδοικώς. ’Λίδεω γάρ έστι δεινός μυχός, άργαλη <Γ ές αυτόν κάτοδος· καί γάρ έτοιμον καταδάντι μη άναδήναι
Γ>. άσταγάλαι 8 ’ νΕρωτός εισιν μανίαι τε καί κυδοιμοί
β. Μεγάλω δηυτέ μ ’ ’Έρως εκοφεν δύστε χαλκεύς πελέκει, χειμερίη 8 ’ ελουσεν έν γαράορη
7.
'Λναπέτομαι 8η προς ’Όλυμπον πτερύγεσσι κουφής 8ιά τον ,Έ ρ ω τ’· ου γάρ εμοι <— υ> θέλει συνηδάν.
8.
Έρέω τε δηυτε κουκ έρέω καί μαίνομαι κου μαίνομαι.
9. αί 8έ μιν φρένες εκκεκωφέαται
ΛΧΛΚΡΚΩΝ
'ι. 'ί αρύναν οι κροτάφοι μοι κι άσπρισαν τα μαλλιά μου· η τρελή νιότη πέρασε, χαλάσανε τα δόντιαλίγη έμεινε γλυκιά ζωή· γι’ αυτό συχνά στενάζω, τρομάζω με τον Τάρταρο. βαθύς στ’ αλήθεια, φοβερός είν’ ο μυχός του Άδη, αραχνιασμένη η κάθοδος, κι οποίος κατεβει κάτω δεν ανεβαίνει, δε Οωρεί πια τον απάνω κόσμο. 5.
Είναι παιχνίδια του Έρωτα το πάθος το παράφορο, η σύγχυση κι η ταραχή.
(>. Οπως βαράει ο χαλκιάς ο Έρωτας με χτύπησε ξανά μ ’ ένα πελώριο πέλεκυ. Κι ύστερα μ ’ έλουσε βροχή σε μια χαράδρα παγερή. 7.
Στον Ολυμπο ψηλά πετώ μ ’ ανάλαφρα φτερά απ’ τον Έρωτα διωγμένος. Γιατί δε θέλει (το μικρό) χαρά σε με να δίνει.
8.
Και είμαι και δεν είμαι ερωτευμένος πάλι. Και τα ’χω και δεν τα ’χω πια χαμένα.
1).
Μου ’χει σαλέψει το μυαλό.
8!)
90
ΕΡΩΤΙΚΟ ΑΙΓΛΗ)
10. ’Έραμαι (δέ) τοι συνηδάν χαρίεν γάρ ήθος ΐσχεις
11. Κλεοβούλου μεν έ γ ω γ ’ ερεω, Κλεοβούλου δ ’ έπιμαίνομαι, Κλεόβουλον δέ διοσκέω 12 .......... ψάλλω δ ’ είκοσίχορδον (Λυδιστί) μαγάδην έχω, ώ Λεύκασπι, συ δ ’ ήδάς Ι,Ί. ~Ω παϊ παρθενίαν ζλέπων δίζημαί σε, συ δ ’ ού κλύεις, ούκ είδώς δτι τής εμής ψυχής ήνιοχεύεις 14. Οίνοπότης δέ πεποίημαι 15. νϋν δ ’ από μέν πόλεως στέφανος δλωλεν 16..................... εγώ δέ μισέω πάντας δσοι χθονίους έχουσι ρυσμονς καί χαλεπούς. Μεμάθηκά σ ’ ώ Μεγίστη των άδαχιζομένουν 17. ’Εγώ δ ’ ο υ τ’ αν Άμαλθίης δουλοίμην χέρας ουτ ’ ετεα πεντήχοντά τε κάκατόν Ταρτησσοΰ δασιλεΰσαι
Αν α κ ρ έ ω ν
ΙΟ. Μαζί με σε πολύ ποθώ ανέμελα να ζήσω' γιατί έχεις τρόπους όμορφους, φερσίματα όλο χάρη. 11. Τον Κλεόβουλο πολύ ποθώ, με τον Κλεόβουλο ξετρελαμένος είμαι, · απ’ τον Κλεόβουλο εγώ τα μάτια δε σηκώνω. 12. Ω Λεύκασπι, σου τραγουδώ την άρπα μου κρατώντας, που έχει είκοσι χορδές, συ όμως... πέρα βρέχει! 13. Αθώα μάτια μου γλυκά, αγόρι σε ποθώ, μα συ δε χαμπαρίζεις, δεν ξέρεις πως της ζήσης μου κρατάς εσύ τα γκέμια. 14. Κι έχω γίνει μπεκρουλάκιας. 15. Εχάθη τώρα, αλίμονο, το στήριγμα της πόλης. 10. Εγώ τους υποχθόνιους τους τύπους τους μισώ και όσους κάνουν μπαμπεσιές καθόλου δεν τους πάω. Σ ’ έχω πια μάθει Μεγιστή, είσαι και συ από δαύτους. 17. Το κέρας της Αμάλθειας δε θα Όελα εγώ να ’χω ούτε και να ’μουν βασιλιάς, χρόνια εκατόν πενήντα, εκεί μακριά στην Ταρτησσό, την τρισευτυχισμένη.
91
92
ΕΡΩΤΙΚΟ ΑΙΓΑΙΟ
18.
'Αρθείς δηύτ’ από Λευκάδος πέτρης ές παλιόν κΰμχ κολυμδώ μεθύων έρωτι.
19.
Άγανώς οιά τε νεβρόν νεοθηλέα, γαλαθηνόν, δς τ ’ εν ύλη κεροέσσης άπολειφθείς από μητρός επτοήθη
20.
καλλίκομοι κούραι Διόζ ώχρήσαντ’ έλαφρως
21. ’Λπέκεψας δ ’ απαλής κόμης άμωμον άνθος 22. στεφάνους δ ’ ανήρ τρεις έκαστος είχεν, τούς μεν ραδινούς, τον δέ Ναυκρατίτην 23. ΊΙδυμελές -χαρίεσσα χελιδοϊ 24. (εν) μελαμφύλλω δάφνη χλωρή τ ’ έλαίη τ ανταλίζει 25. ΚλύΟί μεο γέροντας εύέθειρα χρυσόπεπλε κοϋρα 26. Φίλη γάρ εις ξένοισ’· έασον δέ με διφέοντα πιέϊν.
Αν α κ ρ έ ω ν
18. Κι α π ’ το Λευκό το βράχο πάλι στην αφρισμένη θάλασσα βουτώντας κολυμπάω, απ’ αγάπη μεθυσμένος. 11). Ήσυχα (έφευγε τ ’ αγόρι), σαν το νιογέννητο λαφάκι το βυζανιάρικο ακόμη, που πίσω έμεινε κι εχάθη απ’ τη γλυκιά του τη μανούλα... κι είν’ τρομαγμένο μες στο δάσος. 20. Ανάλαφρο στήσαν χορό του Δία οι Θυγατέρες, όπου ’χουν όμορφα μαλλιά. 21. Α π’ τ ’ απαλά σου τα μαλλιά τον άμωμο έκοψες ανθό. 22. Και κάθε άντρας κράταγε τρία στεφάνια, τα δυο με τριαντάφυλλα και τ ’ άλλο μαντζουράνα. 23. Χαρούμενο χελιβονάκι, με τη γλυκιά σου τη φωνούλα. 24. Μέσα στη δασύσκια δάφνη και μέσα στη χλωρή ελιά αργοσαλεύει. 25. Μορφομαλλούσα κοπελιά με το χρυσό το πέπλο, εμέ το γέρο άκουσε. 26. Πρόθυμα και φιλόξενα δέχεσαι εσύ τους ξένους. Άσε να πιω λοιπόν και ’γώ, γιατί πολύ διψάω.
93
94
Ε ρ ω τ ικό Α ιγαίο
27.
εχδϋσα χιθωνα δωριάζειν
28.
Ξάνθης δ ’ Ευρυπύλη μέλει ο περιφόρητος Άρτέμων
29.
Πανδοσίη, πολύυμνε, λεωφόρε, μηλινόχηπε
30.
Άστερίς. ούτε σ ’ εγώ φιλέω ο υτ’ Άπελλέης
31.
εγώ δ ’ α π ’ αυτής φεύγω ώστε χόχχνζ
32.
εύτε μοι λευχαί μελαίναις άναμεμείξονται τρίχες
3 3 ................. τϊ μ ' ου πέτη σηράγγων χοιλώτερα στηθεα χρισάμενος μύρω;
34.
ώνοχόει δ ’ άμφίπολος μελιχρόν οίνον τριχύαθον χελέβην εχουσα
ΑΝΑΚΡΕΩΝ
27. Έβγαλε το χιτώνα της, και να γυμνή μπροστά μου! 28. Φλερτάρει την ξανθιά Ευρυπύλη ο ερωτιάρης ο Αρτέμων, που το κρεβάτι δεν αφήνει, πάνω σ’ αυτό τον πάνε βόλτα! 29. ΤΙανδοσία, χιλιοτραγουδισμένη, λεωφόρε πολυσύχναστη, μπαξέ γεμάτε μήλα — εσύ σε όλους δίνεις... 30. Λστέρω μου, δε σ’ αγαπώ, κι ο Λπελλής το ίδιο! 3 1. Όμως εγώ, σαν το πουλάκι από κείνη αλάργα φεύγω. 32. θ α ’χουνε τότε αναμειχθεί οι άσπρες μου μαζί κι οι μαύρες μου οι τρίχες. 33. Πιο βαθιά ακόμη κι από τ ’ άγρια φαράγγια είν’ τα στήθια τα δικά σου· ... γιατί δεν πετάς κοντά μου αφού τ ’ άλειψες με μύρο; 34. Γλυκό κρασί κερνούσ’ η σκλάβα κρατώντας με τα δυο της χέρια την πιο μεγάλη μας κανάτα.
95
96
ΕΡΩΤΙΚΟ ΑίΓΛΙΟ
35. ού δηύτέ μ ’ έάσεις μεθύοντ’ οΐκαδ’ άπελθεΐν.
36. Μεις μεν δη Ποσιδηϊών έστηκεν, νεφέλας δ ’ ΰδ(ορ δχρύ(νει Δία) τ ' άγριοί χειμώνες κατάγουσιν
37. Ου φιλέω ος κρητηρι παρά πλέω οινοποτάζων νείκεα καί πόλεμον δακρυόεντα λέγει, άλλ ’ δστις Μούσας τε καί αγλαά δώρ' ’Αφροδίτης συμμίσγων έρατής μνήσκεται ευφροσύνης
38. Φέρ ’ ύδωρ, φέρ' οίνον, ώ παΐ, φέρε <δ’> άνΟεμόεντας ημίν στεφάνους ένειχον. ώς δη προς ’Έρωτα πυκταλίζω 39. (a) άγε δη φέρ' ημίν ώ παΐ κελέδην, δκως άμυστιν προπίω, τά μεν δέκ ’ έγχέας ΰδατος, τά πέντε δ ’ οίνου κυάβους ώς αν ύδριστιώς άνά δηύτε δασσαρήσω.
ΑΝΑΚΡΕΩΝ
35. Μα δε θα μ ’ αφήσεις πάλι για το σπίτι μου να φύγω, μεθυσμένος. 36. Του Ποσειδώνα ο μήνας, να! Πάει έφτασε ξανά! Γίναν βαριά τα σύννεφα και φέρνουνε βροχή. Βοριάς φυσά κάτω στη γη. 37. Δεν τον γουστάρω ’γώ αυτόν που καθώς κρασοπίνει με την κανάτα πλάι του όλο για έχθρες λέει και για τον πόλεμο μιλά, που φέρνει πάντα δάκρυα. Μα αγαπώ εκείνον, όποιον θυμάται τη χαρά, αφού μαζί τα σμίξει τα γλυκά δώρα των Μουσών με της θεάς τη χάρη. 38. Φέρε, αγόρι μου, νερό - φέρε κρασί, στεφάνια από λουλούδια εδώ μπροστά μας φέρε. Γιατί εγώ κι ο Έρωτας αρχίζουμε τη μάχη. 39. (a) Εμπρός, αγόρι, φέρε σε μας τον κάδο, πέντε κατρούτσα βάλ’ κρασί, νεράκι δέκα και μονορούφι ’γώ θα πιω, για να τη βρω στο σιγανό και να ξαναμεθύσω.
97
98
ΕΡΩΤΙΚΟ ΑΙΓΑΙΟ
(b) αγε δηύτε μ η χέτ ’ οΰτω πατάγωι τε κάλαλητώι Σχυθιχήν πόσιν παρ’ οίνωι μελετώμεν, αλλά χαλοΐς ύποπίνοντες εν υμνοις. 40. Ήρίστησα μεν ίτρίου λεπτού μιχρόν άποχλάς, οίνου δ ’ εξεπιον χάδον, νΰν δ ’ άδρώς ερόεσσαν φάλλω πηχτίδα τιj φίλγι χωμάζων + παιδί αδρή +
ΑΝΑΚΡΕΩΝ
(b) Ναι, φτάνει πια! όχι βρισιές xt αλαλητά μην μπεκρουλιάζουμε μ ’ ανέρωτο κρασί, σα Σκύθες, ας πίνουμε σιγά σιγά κι ας τραγουδάμε χαμηλά ωραίους ύμνους. 40. Πήρα το πρώτο κι έφαγα παστέλι ένα κομμάτι κι ύστερα τον κατέβασα ένα κουβά γωμάτο γιοματάρι. Και τώρα ένα γλυκό σκοπό με μια κιθάρα τραγουδώ όλο(ς) μεράκι για τη μικρή, την όμορφη και την αγαπημένη.
99
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Λ) ΕΚΔΟΣΕΙΣ 1. CAM PELL D. A.: GREEK LYRIC I (Loeb Classical Library), Cambridge, Massachusetts/London. 2. ΔΑΛΛΑΣ Γ.: ΑΡΧΑΙΟΙ ΛΥΡΙΚΟΙ, Ιαμβογράφοι, Αθήνα 1976. 3. DIEHL Ε. - BEUTLER L.: ANTHOLOGIA LYRICA GRAECA, Τό μος I, Τόμος II, Τόμος III, Leipzig 1949-1952. 4. EDMONDS J. M.: GREEK ELEGY AND IAMBUS II, WITH ANACREONTEA (Loeb Classical Library), Cambridge, Massachusetts/London. 5. ΚΟΝΟΜ ΗΣ N.: ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΛΕΓΕΙΑΚΟΙ (ΕΚΛΟΓΗ ΚΕΙΜΕΝΩΝ), Θεσσαλονίκη, Α' έκδ. 1969, Β' έκδ. 1975. 6. ΛΕΚΑΤΣΑΣ Γ. ΠΑΝΑΓΗΣ: ΣΑ ΙΙΦΟΥΣ ΑΠΑΝΤΑ, εκδ. Πάπυρος. 7. LASSERRE F. - BONNARD A.: ARCHILOQUE, FRAGMENTS (Collection des Universites de France), Paris 1968. 8. ΠΑΠΑΔΗΜ ΗΤΡΙΟΥ 1Ω. ΘΕΟΦ.: ΕΛΕΓΕΙΑ ΚΑΙ ΙΑΜΒΟΣ, Αθήνα 1984. 9. PAGE D. L.: LYRICA GRAECA SELECTA (Oxford Classical Texts), Oxford 1968. 10. PAGE D. L.: SUPPLEMENTUM LYRICIS GRAECIS (Oxford Classical Texts), Oxford 1974. 11. REINACH T. - PUECH A.: ALCEE SAPHO (Collection des Univer sites de France), Paris 1980. 12. WEST M. L.: IAM BI ET ELEGI GRACEI ANTE ALEXANDRUM CANTATI (Oxford Classical Texts), Oxford 1971, Τόμος I, Oxford 1972, Τόμος II. 13. SAPPHO, Lieder, von Max Treu. Artemis Verlag, MUnchen 19918. 14. SAFFO, Poesie. Biblioteca Universale Rizzoli, Milano 1987. Β.) ΓΕΝΙΚΗ QUASIMODO, Lirici greci, Biblioteca Amoldo Mondadori Editore, Milano 19853. BOWRA M. C.: Αρχαία Ελληνική Λυρική Ποίηση, εκδ. Μ ορφωτικού Ιδρύ ματος Εθνικής Τραπέζης, μτφρ. I. Ν. Καζάζης, Τόμος I, Τόμος II.
102
ΕΡΩΤΙΚΟ ΑΙΓΑΙΟ
ΒΟΥΤΙΕΡΙΔΗΣ Η.: Α ρχαίοι Έλληνες Λ υρικοί, εκδ. Παπαδήμα. ΓΟΥΔΗΣ Ν. Δ.: Α νθολογία Α ρχαίων Ελλήνων Λ υρικών, έκδ. Παπαδήμα. GIEBEL MARION: Σαπφώ , μτφρ. Φ. Πρεβεδοΰρου, εκδ. Πλέθρον, 1990. ΕΛΥΤΗΣ ΟΔΥΣΣΕΑΣ: Σαπφώ (Ανασύνθεση κ αι απόδοση), εκδ. Ίκαρος. ΖΕΡΒΟΥ ΧΑΡ.: Εισαγωγή εις την μελέτην της Α ρχαίας Ελληνικής ποιήσεως, εκδ. Καραβία. ΚΑ ΚΙΣΗ Σ Σ.: Μ ικρά Λυρικά, εκδ. Μ παρμπουνάκη. ΚΑ ΚΙΣΗ Σ Σ.: Σαπφώ , εκδ. Κέδρος. ΚΑ ΚΙΣΗ Σ Σ.: Αλκαίος, εκδ. Εστία. ΛΕΝΤΑΚΗΣ ΑΝΔΡ.: Ανακρέων και Ανακρεόντεια, εκδ. Καστανιώτης. LESKY Α.: Ιστορία της Α ρχαίας Ελληνικής Λ ογοτεχνίας, ελληνική έκδ. Θεσσαλονίκη 1964, σελ. 171-235 και 254-308, μ τφ ρ .'Α γα π η τό ς Τσομπανάκης. ΣΚΙΑΔΑΣ Δ. Α.: Α ρχαϊκός Λυρισμός, Τόμος I, Τόμος II. ΣΚΙΑΔΑΣ Δ. Α.: Γλυκύς βίοτος - Μ είλιχος αιών. Έ ρευνα εις τους π ρ ώ τους Έ λληνας λυρικούς ποιητάς, Αθήνα 1964. ΣΚΙΑΔΑΣ Δ. Α.: Μ ικρογραφίες, εκδ. Καστανιώτης. ΣΤΑΥΡΟΥ ΘΡΑΣ.: Στο ζυγό του στίχου μου. ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ ΑΘ.: Ανθολογία Α ρχαίας Ελληνικής Λυρικής Ποίησης, εκδ. Πατάκη. Π ΕΡΙΟ ΔΙΚΟ «ΔΙΑΒΑΖΩ»: Α ρχαία Λυρική Ποίηση [αφιέρωμα], τεύχος 107. ΠΕΡΙΟ ΔΙΚΟ «Η ΛΕΞΗ»: Αρχίλοχος, δέκα αποσπάσματα, τεύχος 45.
ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΡΙΘΜΗΣΗ
ΣΑΠΦΩ ΕΡΩΤΙΚΟ ΑΙΓΑΙΟ 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19 20 21 22 23 24 25 26 27 28 29 30 31 32 33
REYNACHPUECH 1 2 27 93 36 96 60 157 131 61 44 97, 98 14 22 46 147 121 130 41, 42 54 141 64 104 161 160 45 178 146 10 74 156 6 5
ΕΡΩΤΙΚΟ ΑΙΓΑΙΟ 34 35 36 37 38 39 40 41 42 43 44 45* 46 47 48 49 50 51 52 53 54 ■ 55 56 57 58 59 60 61 62 63 64 65
REKNACH PUECH 101 122 21 63 152 8 7 19 9 108 100, 139 -
47 128 72 15, 91 65 123 107 120 117 110, 111 109 39 4 112 113 57 13 3 150 152
ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ WEST
1 2 3 4 5 6 7 8 9
10 11 12
13
14 15 16 17 18 19* 20 21
22 23 24 25 26 27
1 120 196α 118 191 193 30, 31 218 296 322 169 196 38 119 233 36 47 197 -[332]* 189 10 117 194 -[160]* 224 176 41
EPUTIKO ΑΙΓΑΙΟ 28 29 30 31 32 33 34 35 36 37 38* 39 40 41 42 43 44 45 46 47 48 49 50 51 52 53 54
WEST
-(97α)** 19 215 252 -(42)** 25 11 186 188 -[277]* -[334]* 190 48 5 101 114 15 126 171 17 173 34 254 41 116 -[208]* 8
ΕΡΩΤΙΚΟ ΑΙΓΑΙΟ 55 56 57 58 59 60 61 62 63 64 65 66
WEST
213 109 214 22 225 45 -[153]* -[243]* -[4]* 16 297 -[181]*
ΕΡΩΤΙΚΟ ΑΙΓΑΙΟ
WEST
67 68 69 70 71 72 73 74 75 76 77 78
-[252] 236 42 246 207-209 206 205 44 -[11]* 172 43 40
; Έκδοση: LASSERE-BONARD / ** Έκδοση : EDMONDS / 19*. 38*: νόθα 45*: νόθο (;) / * Έκδοση Οξφόρδης: 4 / ** Έκδοση Loeb: 122
106
ΑΛΚΑΙΟΣ ΕΡΩΤΙΚΟ ΑΙΓΑΙΟ
REINACHPUECH
ΕΡΩΤΙΚΟ ΑΙΓΑΙΟ
REKNACHPUECH 78 127 114 95 73 26 132 59 29 159 51 158 243
1 2
141
20
2
21
3 4 5
5 13
22 23 24 25 26 27 28 29 30 31 32 33 34 35 36 37
6
7 8
9 10 11
12 13
14 15 16 17 18 19
102
91 119 60 74α 77 54 23 55 113 111 62 63 92 112
109
152 133 104 245
107 Α Ν Α Κ ΡΕΩ Ν
ΕΡΩΤΙΚΟ ΑΙΓΑΙΟ
DIEHL
1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14* 15 16 17 18 19 20
2 5 88 34 44 45 52 79 94 29 3 70 4 -
67 65 8 17 39 63
ΕΡΩΤΙΚΟ ΑΙΓΑΙΟ 21 22 23 24 25 26 27 28 29** 30 31 32 33 34 35 36 37 38 39 40
DIEHL
46 76 61 92 91 55 35 16 -
64 60 89 11 58 49 6 96 27 43 69
Κάθε αντίτυπο υπογράφεται από το Ν.Μ.